ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.

                                                                                                            Αρ.Αγωγής: 401/23

Μεταξύ:

                                       ΜΑΡΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ

                    

                     ΕΝΑΓΟΝΤΑΣ

 

ΚΑΙ

                              

                                              

  ΠΑΥΛΟΣ ΑΤΤΕΣΛΗΣ                                                                                                                                                   

   ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ

 

Ημερομηνία: 21 Φεβρουαρίου 2024

 

Για Ενάγοντα – Αιτητή: κ.Η.Αγαθοκλέους για Αγαθοκλέους – Νεοφύτου & Σία ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενο - Καθ’ ου η αίτηση: κα Ν.Δημητρίου για Δ.Αριστείδου ΔΕΠΕ

 

   ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

            ΑΙΤΗΣΗ  ΗΜΕΡ. 5.4.23 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Με την  παρούσα αίτηση ο ενάγων (στο εξής ο «αιτητής») ζητεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του εναγόμενου – καθ΄ου η αίτηση, ως η αξίωση του στην έκθεση απαίτησης (στο εξής Ε/Α) την οποία όμως περιόρισε κατά την ακροαματική διαδικασία,  ήτοι αιτείται τον τερματισμό της παράνομης επέμβασης στο ακίνητο του και την παράδοση της κατοχής στον ίδιο καθώς και στα ενοίκια που θα λάμβανε εάν συνεχιζόταν η από μήνα σε μήνα ενοικίαση από την 1/1/23 μέχρι και την παράδοση του.

 

Η υπό των ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή καταχωρίστηκε με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα την 1.3.23 με το οποίο ο ενάγων αξιώνει από τον εναγόμενο μεταξύ άλλων τα πιο πάνω καθότι αυτός ως ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του διαμερίσματος με αρ.18 που ευρίσκεται στη Λεμεσό το ενοικίασε σε αυτόν δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου.

 

Για σκοπούς πληρότητας αναφέρω ότι ο καθ΄ ου η αίτηση καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης στις 24.3.23 και δεν έχει καταχωρίσει έκθεση υπεράσπισης.

 

Η αίτηση βασίζεται επί των Θεσμών Περί Πολιτικής Δικονομίας Δ.18 Θ. 1(α) και Δ.48 Θ. 1, 2, 3 και 9.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η παρούσα αίτηση αναφέρονται στην συνημμένη ένορκη δήλωση (Ε/Δ στο εξής) του ενάγοντα ημερ.5.4.23.

 

Αυτός ως ισχυρίζεται γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες της παρούσας υπόθεσης και τα όσα αναφέρει στην Ε/Δ του είναι είτε από προσωπική του γνώση ενώ για όλα τα υπόλοιπα αναφέρει την πηγή της γνώσης του.

 

Επίσης επικαλείται τα πιο κάτω:

 

Το διαμέρισμα ευρίσκεται σε πολυκατοικία που ξεκίνησε να ανεγείρεται το 2004, ολοκληρώθηκε κατά/ή περί το 2006 όπου και του παραδόθηκε η κενή και ελεύθερη κατοχή του και δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και για αυτό τον λόγο καταχώρησε την παρούσα αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Ο Εναγόμενος ενοικίασε το διαμέρισμα για την περίοδο από 1/1/2022 μέχρι και την 31/12/2022 (συμφωνία ενοικίασης τεκμ.2, «συμφωνία» στο εξής) με μηνιαίο ενοίκιο €220,00 το οποίο θα πληρωνόταν εντός της πρώτης εβδομάδας έκαστου μήνα. Με βάση τον όρο 13 του συμβολαίου η συμφωνία θα μπορούσε να παραταθεί με τους ίδιους όρους νοουμένου ότι οι συμβαλλόμενοι θα συμφωνούσαν εκ νέου το μηνιαίο ενοίκιο.

 

Αυτός σε διάφορες περιπτώσεις πολύ πριν την λήξη της ως άνω συμφωνίας και συγκεκριμένα τουλάχιστον 2-3 μήνες πρίν, επικοινώνησε με τον Εναγόμενο όπου του ζητούσε να καθορίσουν το αυξημένο ενοίκιο για την περίοδο ανανέωσης, σε περίπτωση που επιθυμούσε να παραμείνει στο διαμέρισμα για ακόμη ένα χρόνο. Ο Εναγόμενος σε όλες τις μεταξύ τους συζητήσεις, του έλεγε ότι δεν μπορούσε να καταβάλει οποιαδήποτε αύξηση και ότι με την λήξη του συμβολαίου ή ακόμη και πιο ενωρίς αν εύρισκε κάπου να μετακομίσει θα του παρέδιδε την κατοχή του διαμερίσματος μου.

 

Ο καθ΄ου η αίτηση δεν του παρέδωσε το διαμέρισμα στην λήξη της περιόδου ενοικιάσεως αφού του ζητούσε πίστωση χρόνου για να μπορέσει να βρει άλλο χώρο για να μετακομίσει.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο Εναγόμενος μετά την λήξη του αρχικού συμβολαίου και εν απουσία συμφωνίας για καθορισμό νέου ενοικίου σε περίπτωση που επιθυμούσε ανανέωση αυτής, είχε καταστεί ενοικιαστής από μήνα σε μήνα.

 

Κατά/ή περί την 16/1/2023 οι δικηγόροι του, επέδοσαν στην μητέρα του Εναγόμενου (που βρισκόταν στο Διαμέρισμα κατά τον χρόνο της επίδοσης) επιστολή ημερομηνίας 11/1/2023 μέσω της οποίας ο ενάγων τερμάτισε την από μήνα σε μήνα ενοικίαση, με άμεση ισχύ από την 1/2/2023, ενώ την ίδια ώρα ζήτησε από αυτόν να του παραδώσει την ελεύθερη και κενή κατοχή του διαμερίσματος μέχρι και την 31/1/2023 πράγμα που δεν έπραξε μέχρι και σήμερα οφείλοντας του και ενοίκια.

 

Ο Εναγόμενος δεν έχει καμία υπεράσπιση στην παρούσα αγωγή και ότι με την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης απλώς επιχειρεί να καθυστερήσει την διαδικασία και να διατηρήσει την κατοχή του διαμερίσματος του, χωρίς να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.

 

 

Στις 7.9.23 ο καθ΄ου η αίτηση καταχώρησε Ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης στην αίτηση και εκ μέρους της προβάλλονται 6 λόγοι ένστασης και είναι οι εξής:

 

Α. H Aίτηση είναι λανθασμένη, νομικά αβάσιμη και δεν υποστηρίζεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

Β.  Η Αίτηση είναι περιττή και καταχρηστική και/ή  αποσκοπεί στην καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης.

Γ. Η έκδοση της αιτούμενης απόφασης υπέρ του Ενάγοντα δεν είναι εύλογη και/ή δίκαιη υπό τις περιστάσεις και/ή θα επιφέρει  ανεπανόρθωτη βλάβη και/ή ζημιά και/ή θα είναι αντίθετη προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Δ.  Ο Αιτητής έχει παραβιάσει το καθήκον του για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων. Εναλλακτικά και/ή επιπρόσθετα των πιο πάνω, ο Αιτητής δεν έχει μελετήσει τα πραγματικά γεγονότα και έγγραφα και/ή δεν παρέθεσε δικαίως τα γεγονότα και το ορθό ιστορικό υπόβαθρο της υπόθεσης.

Ε. Ο Αιτητής δεν έχει προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

Ζ. Ο Εναγόμενος έχει καλή υπεράσπιση.

 

Η ΄Ενσταση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.2, Θ.Θ.4(α), 7 και 10, Δ.18, Θ.Θ. 1-3, Δ.39, θ.θ.1-2, Δ.48, Θ.Θ.1-4 και Δ.64 στον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ.9, στο ΄Αρθο 30 του Συντάγματος, στο ΄Αρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στο ΄Αρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στη Νομολογία, στη γενική πρακτική και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στην αρχή της δίκαιης δίκης, στους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, στην αρχή της ισότητας των όπλων, στη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και το Ενωσιακό Δίκαιο.

 

Αυτή συνοδεύεται από την Ε/Δ του καθ΄ου η αίτηση ο οποίος επικαλείται ότι  γνωρίζει πλήρως και λεπτομερώς όλα τα γεγονότα που την αφορούν, τόσο από  προσωπική όσο και από τη λεπτομερή ενημέρωση που του έκαναν οι δικηγόροι   του. Για όποια θέματα δεν έχει προσωπική γνώση, αποκαλύπτει την πηγή της πληροφόρησης του. Για θέματα νομικής φύσης, λαμβάνει συμβουλή και πληροφόρηση από τους δικηγόρους του.

Παραδέχεται ότι ενοικίασε και κατέχει το διαμέρισμα του αιτητή σύμφωνα με τους όρους της  συμφωνίας ημ.1/1/2022  και ότι αυτή η ενοικίαση ήταν η συνέχεια άλλων 10 ετήσιων συνεχών ενοικιάσεων που προηγήθησαν.

Περαιτέρω ισχυρίζεται  ότι η ισχύς της πιο πάνω συμφωνίας στη βάση όρου που διαλάμβανε, παρατάθηκε για ακόμη ένα χρόνο με ισχύ από 1/1/2023 μέχρι 31/12/2023 του ύψους του ενοικίου εγερθέντος προς συζήτηση από τον Ενάγοντα, αντισυμβατικά, μετά που η ισχύς της συμφωνίας παρατάθηκε για το αναφερόμενο έτος. Αρνείται ότι με την λήξη της συμφωνίας θα του παρέδιδε το διαμέρισμα.

 

Παραδέχεται ότι  στις  16/1/2023  του επιδόθηκε η επιστολή ημ.11/1/2023, πλην όμως ισχυρίζεται ότι αυτή ήταν ήδη εκπρόθεσμη, άκυρη και αναποτελεσματική και επιβεβαιώνει την παράλειψη του ενάγοντα να τερματίσει την ετήσια ενοικίαση του 2022 και την  παράταση αυτής  για το έτος 2023.

 

Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι ο εναγόμενος έχει καταστεί  ενοικιαστής από μήνα σε μήνα είναι πραγματικά και νομικά αβάσιμος. Διαζευκτικά και αν ήθελε γίνει αποδεκτό ότι έχει  καταστεί  ενοικιαστής από μήνα σε μήνα, η ενοικίαση δεν τερματίστηκε και παραμένει σε ισχύ. Επίσης αρνείται ότι δεν καταβάλει τα ενοίκια του.

Είναι η θέση του ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να εκδοθεί συνοπτική απόφαση εναντίον του, ο αιτητής δεν προσέρχεται με καθαρά χέρια ενώπιον του Δικαστηρίου αφού παραλείπει να αναφέρει ουσιώδη γεγονότα και εν κατακλείδι θα πρέπει να του επιτραπεί από το δικαστήριο η καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης (Ε/Υ στο εξής») και να προχωρήσει η ακρόαση για να ακουστούν όλα τα νομικά και πραγματικά γεγονότα.

 

Η ακρόαση της αίτησης έγινε με γραπτές αγορεύσεις από τους συνήγορους των 2 πλευρών και δεν ζητήθηκε η αντεξέταση κανενός ενόρκως δηλούντα. Επιπρόσθετα έκαστος ανέφερε προφορικά τα ουσιώδη σημεία της αίτησης και της ένστασης και απάντησε στις διευκρινίσεις οι οποίες ζητήθηκαν από το δικαστήριο. Οι αγορεύσεις έχουν μελετηθεί δεόντως από το δικαστήριο και αναφορά στις θέσεις που υποστηρίχθηκαν μέσω αυτών θα γίνει κατωτέρω στα πλαίσια αξιολόγησης των εκατέρωθεν θέσεων.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ

Η αίτηση του Ενάγοντος βασίζεται στη Δ.18 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ), που περιέχεται στη νομική βάση της αίτησής του.

 

Προϋποθέσεις Δ.18, Θ.1

 

Δυνάμει της Δ.18, θ,1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αποτελεί την αντίστοιχη διαδικασία της Αγγλικής Δ.14 όπως είχε πριν τις τροποποιήσεις του 1962, το Δικαστήριο αντλεί εξουσία να εκδίδει συνοπτική απόφαση σε περιπτώσεις μόνο όπου δεν υπάρχει λογική αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου ως εκ τούτου είναι άσκοπο να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει την υπεράσπιση του μόνο για σκοπούς καθυστερήσεως (Jones vStones (1984) A.C.122).  Βάση της  Δ.18, θ.1, μπορεί να εκδοθεί απόφαση, χωρίς να καθοριστούν τα δικαιώματα των διαδίκων με πλήρη διεξαγωγή δίκης, στερώντας έτσι τον εναγόμενο από το δικαίωμα του να αντικρούσει εκτενέστερα τους ισχυρισμούς του ενάγοντα.  Συνεπώς, απόφαση δυνάμει της Δ.18, θ1 πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που θέτει η Διαταγή αυτή και μόνο σε εκείνες τις υποθέσεις τα γεγονότα των οποίων εμφανέστατα δεν αφήνουν περιθώρια οποιασδήποτε νόμιμης υπεράσπισης (Roberts vPlant (1985) 1 Q.B.597, 603).

 

Η πλήρωση των πιο κάτω τριών προϋποθέσεων που θέτει η Δ.18, θ1, συναρτάται άμεσα με την  δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Αν ο ενάγων δεν ικανοποιήσει αυτές τις προϋποθέσεις, το θέμα του κατά πόσο ο εναγόμενος έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την αγωγή δεν εγείρεται.

       

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να έχει το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη Δ.18-θ.1(α) την απαραίτητη δικαιοδοσία για να εκδώσει συνοπτική απόφαση είναι οι ακόλουθες:

·         Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2-θ.6.

·         Ο Εναγόμενος πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση.

·         Πρέπει να υπάρχει ένορκη δήλωση του Ενάγοντα ή άλλου προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα και την αξίωση, ο οποίος να δηλώνει ότι πιστεύει πως δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

 

Αν ο ενάγων ικανοποιήσει τις πιο πάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις, το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγόμενου, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί στην υπόθεση (Kyprianides vIoannou (1961) 1 C.L.R.265CYEMS COLtdvCentral Co-operative Industries CoLtd(1982) 1 C.L.R.897 και Hermes Insurance Co. Ltd. v. Theodorides (1983) 1 C.L.R.333). 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση σχετικές είναι οι ακόλουθες αποφάσειςStavrinides v. Ceskolovenska Obschondi Banke AS (1972) 1 C.L.R130,135-7, Symont & Co. v. Palmer's Stores (1903) Limited (1912) 1 C.L.R.259,266-7, Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997)1(B)A.A.Δ.782 και The  Chain Gulf Traders Ltd. κ.α. v. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (1997) 1(ΔΑ.Α.Δ.1168, Μιχαηλίδου – Φατσίτα v Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολιτική Έφεση 60/11 ημερ.12.7.16, Χαραλάμπους (Καρούσου) v Μελά, Πολιτική Εφεση Ε242/14 ημερ.3.9.20.

 

Η Δ.18 - θ.2 προνοεί ότι, μια αίτηση για συνοπτική απόφαση με βάση το θ.1 πρέπει να συνοδεύεται με αντίγραφο της ένορκης δήλωσης και των τεκμηρίων που εκεί αναφέρονται. Μια αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει στην ουσία να συμμορφώνεται μόνο με τις αυστηρές προϋποθέσεις του θ.1(α) της Δ.18. Ένας Αιτητής που ζητά συνοπτική απόφαση χρειάζεται μόνο να επιβεβαιώσει ουσιαστικά την απαίτηση του. 

Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση η υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) πραγματεύεται το ζήτημα της καταλληλότητας ομνύοντα ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την αίτηση.

Από το λεκτικό της Δ.18 Κ.1(α) προκύπτει ότι ο ενάγοντας θεωρείται δεδομένο ότι είναι ικανός να προβεί στην Ε/Δ που απαιτείται, εκ μόνου του γεγονότος ότι είναι ο ενάγοντας. Η ίδια διάταξη παρέχει την δυνατότητα η εν λόγω Ε/Δ να γίνεται και από πρόσωπο άλλο από τον ενάγοντα. Όμως το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα, επιβεβαιώνοντας την αιτία της αγωγής. Η θετική γνώση είναι μια ευρύτερη έννοια από την προσωπική γνώση και δεν προϋποθέτει απαραίτητα προσωπική γνώση. Απλή δήλωση του ενόρκως δηλούντα ότι μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα δεν αρκεί. Πρέπει να δείξει κάτω από ποιές περιστάσεις απέκτησε γνώση των γεγονότων της υπόθεσης εφόσον είναι ξένος προς την αγωγή (βλ. Goodwin Barsby Ltd v. Premixco Asphalting Co Ltd (1985) 2 J.S.C 596).

Πρέπει να υπερτονιστεί ότι, το ζήτημα της καταλληλόλητας του ομνύοντα στη βάση της Δ.18 θ.1, είναι ζήτημα που αποφασίζεται με βάση το περιεχόμενο της Ε/Δ του προσώπου αυτού. 

Τέλος η εξέταση αιτήσεων αυτής της φύσης θα πρέπει να γίνεται υπό το φως των προνοιών του άρθρου 30 του Συντάγματος όπου ορίζεται ότι κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο αλλά και να του δοθεί το δικαίωμα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας να προβάλει τις θέσεις και τα επιχειρήματα του.

Άδεια Υπεράσπισης

H δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με βάση τη Δ.18 είναι τέτοια που πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη προσοχή και ένας Εναγόμενος που δυνατό να μπορεί να δημιουργήσει μέσω σχετικών γεγονότων την πιθανότητα έγερσης επίδικου θέματος, θα πρέπει να πάρει άδεια να υπερασπιστεί την υπόθεση έστω και αν τέτοια υπεράσπιση μπορεί να μην φαίνεται ικανή να επιτύχει σε τελική ανάλυση (Jacobs vBooths Distillery Co(1901) 85 L.B.262 και Knapp - Fisher v. Crish (1936) 3 All E.R.500). Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Έντιμος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ως ήταν τότε) Γ.Νικολάου στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2001) 1 Α.Α.Δ 418 με αναφοράστην CYEMS CO vCentral Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R 897 στις σελ. 902-905 και τις εκεί αναφερόμενες αγγλικές αποφάσεις:

«Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης».

Στη Hermes Insurance CoLtdvTheodorides (ανωτέρω), αναφέρθηκε ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση όταν και εφόσον το βάρος μετατοπιστεί στους ώμους του Εναγομένου, πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, για την ύπαρξη υπεράσπισης και ότι οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί δεν είναι από μόνοι τους αρκετοί.  Η απλή αναφορά σε ισχυρισμούς γενικούς και αόριστους στερεί από τον εναγόμενο το δικαίωμα να τύχει άδειας από το Δικαστήριο για να καταχωρίσει υπεράσπιση για δύο βασικούς λόγους:

·   Όταν οι ισχυρισμοί που προβάλλονται είναι γενικοί και/ή αόριστοι το Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί στην εξέταση αυτών εφόσον ελλείπει το σχετικό υπόβαθρο εκείνων των γεγονότων που θα έπρεπε να έχει ενώπιον του για να τα εξέταζε με την αναγκαία στο στάδιο αυτό λεπτομέρεια.

· Η γενική και χωρίς παράθεση στοιχείων άρνηση ενός Εναγομένου προσκρούει στη νομολογιακή αρχή και βέβαια στο ίδιο λεκτικό της Δ.18-θ.1(α), ότι η ένσταση θα πρέπει να εμπεριέχει λεπτομερώς τις θέσεις του εναγομένου («condescend upon particulars»).   

 

Η αναγκαιότητα να εκτίθενται συγκεκριμένα γεγονότα και ισχυρισμοί στην Ε/Δ που συνοδεύει την ένσταση, τονίστηκε και πάλι στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε. v. Νέστωρα Χ'Νέστωρος (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ.204.  Στην υπόθεση Trans Middle East Trading (TMETLimited vAbdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ.239 (δέστε επίσης VIDISAVA SUBOTIC v. Δήμου Στυλιανίδη(1998) 1(Α) Α.Α.Δ.22), επανατονίστηκε ο εξαιρετικός χαρακτήρας της διαδικασίας συνοπτικής απόφασης με την πιο κάτω αναφορά του έντιμου Δικαστή (ως ήταν τότε) Αρτέμη, στις σελ. 243-244:

«Η βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις, είναι ότι η συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.  Όπου όμως δίδει στην Ε/Δ του αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση και ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση.  

 

Ένας εναγόμενος για να εξασφαλίσει το δικαίωμα της υπεράσπισης χωρίς όρους, πρέπει να καταδείξει την ύπαρξη δικασίμου θέματος. Όπως λέχθηκε στην N.VCaterchef Ltd vP.C.P Electronics Ltd (1999) 1 A.A.Δ. σελ. 1912, το κριτήριο αυτό δεν ικανοποιείται, εκτός εάν παρασχεθούν λεπτομέρειες σε λογική έκταση. Διαφορετικά, θα ήταν εύκολο σχεδόν σε κάθε περίπτωση, να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, με αποτέλεσμα την αχρήστευση του κριτηρίου αυτού.

 

Εξέταση της αίτησης

 

Ερχόμενη στη συνέχεια στην παρούσα αίτηση θα πρέπει αρχικά να λεχθεί ότι η εξέταση αυτής θα γίνει στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία περιλαμβάνεται στις ενόρκους δηλώσεις και στα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτές. Οι αναφορές στις αγορεύσεις των διαδίκων σε γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στα πιο πάνω δεν θα ληφθούν υπόψην καθότι ως είναι νομολογημένο δεν μπορεί να εισάγεται μαρτυρία μέσω αγορεύσεων.

 

Κρίση επί των προϋποθέσεων της Δ.18

Στην υπό εξέταση περίπτωση διαπιστώνω τα εξής:

 

(α) η απαίτηση του ενάγοντος περιέχεται σε Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα,

(β) ο εναγόμενος έχει καταχωρήσει εμφάνιση μέσω δικηγόρου στις 24.3.23,

(γ) ο ομνύοντας της Ε/Δ που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση είναι ο ίδιος ο ενάγων ο οποίος δηλώνει, ότι γνωρίζει προσωπικά και πολύ καλά τα γεγονότα, ως ο ιδιοκτήτης του επίδικου διαμερίσματος το οποίο ενοικίασε από αυτόν ο καθ΄ου η αίτηση.

 

Αυτός με την ένορκη δήλωση του βεβαιώνει το αληθές της αιτίας της αγωγής του εναντίον του εναγόμενου και ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος δεν έχει καμία υπεράσπιση και επιχειρεί να καθυστερήσει την διαδικασία.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου τα πιο πάνω θεωρώ ότι πληρούνται οι πιο πάνω τυπικές και κατ΄επέκταση δικαιοδοτικές προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1(α) των ΚΠΔ ώστε το βάρος να μετατίθεται πλέον στην πλευρά του εναγόμενου για να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση.

 

 

Πρωτίστως θα εξετάσω τον πρώτο λόγο ένστασης ότι δηλαδή η αίτηση είναι λανθασμένη, νομικά αβάσιμη και δεν υποστηρίζεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

Εξετάζοντας την αίτηση θα πρέπει να λεχθεί ότι η θέση αυτή δεν ευσταθεί εφόσον στη νομική βάση της γίνεται ρητή αναφορά στην σχετική διάταξη 18 Θ1(α) των  Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που προνοεί για το θέμα της συνοπτικής απόφασης και προσδίδει επαρκώς τη δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να την εξετάσει.

Ακόμη διαπιστώνω ότι παρά την αναφορά του λόγου στην αίτηση αυτός δεν υποστηρίζεται στην Ε/Δ του καθ΄ου η αίτηση.

Συνεπώς δεν θεωρώ ότι αυτός ο λόγος έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Στη συνέχεια προχωρώ να εξετάσω τον «Ζ» λόγο ένστασης, ήτοι ότι ο καθ΄ου η αίτηση έχει καλή υπεράσπιση.

 

Στην Ε/Δ του ο καθ΄ου η αίτηση παραδέχεται ότι εξακολουθεί νόμιμα να κατέχει το διαμέρισμα του αιτητή και επικαλείται ότι ο αιτητής παρέλειψε να τερματίσει την σύμβαση, η οποία παρατάθηκε για ακόμη ένα χρόνο, δηλαδή από την 1.1.23 – 31.12.23. Αυτός δεν αποδέχεται ότι ήταν ενοικιαστής από μήνα σε μήνα, προβαίνει σε σχετική άρνηση των θέσεων του αιτητή και ισχυρίζεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του.

 

Επί του προκειμένου εξετάζοντας εκ πρώτης όψεως τα ενώπιον μου γεγονότα και χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία της υπόθεσης διαφαίνεται ότι εγείρονται θέματα τόσο νομικά όσο και πραγματικά και προχωρώ να εξηγήσω.

 

Το μεταξύ τους συναφθέν ενοικιαστήριο έγγραφο τεκμ.2 στον όρο 13 προνοεί ότι: «δύο μήνες πριν την λήξη της περιόδου ενοικίασης καθένα από τα μέρη θα έχει δικαίωμα να δώσει γραπτή ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης, διαφορετικά η ενοικίαση θα παραταθεί αυτόματα για άλλο ένα χρόνο με τους ιδίους όρους, εκτός από τον όρο για ανανέωση και με ενοίκιο το οποίο θα συμφωνηθεί στο χρόνο της ανανέωσης της ενοικίασης».

 

Σύμφωνα με τον αιτητή αυτός επικαλείται ότι τερμάτισε την ενοικίαση με την επιστολή ημερ.11.1.23 που απέστειλε στον καθ΄ου η αίτηση μέσω των δικηγόρων του, ενώ ο τελευταίος επκαλείται ότι ο αιτητής δεν τερμάτισε την ενοικίαση η οποία είναι σε ισχύ και ότι η εν λόγω επιστολή ήταν εκπρόθεσμη και άρα άκυρη και αναποτελεσματική. Είναι περαιτέρω η θέση του καθ΄ου ότι δεν παρήλθε ο απαιτούμενος χρόνος των 30 ημερών από τότε που αποστάληκε η ειδοποίηση από τον αιτητή.

 

Διαπιστώνω ότι δεν παρουσιάστηκε ενώπιον μου οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι στάληκε από οποιοδήποτε από τα μέρη η γραπτή ειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης, ως προνοεί το τεκμ.2 πιο πάνω, αλλά ούτε και το τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ των μερών μετά την 31.12.22 (που έληγε η συμφωνία) σε σχέση τόσο με την παραμονή του καθ΄ου η αίτηση στο διαμέρισμα όσο και για το τι λέχθηκε μεταξύ τους για το ακριβές ποσό του ενοικίου. Δέον να αναφέρω ότι ο μεν αιτητής αναφέρει ότι έγιναν μεταξύ τους διάφορες συζητήσεις που αφορούσαν αύξηση του ενοικίου αλλά και ενδεχόμενη αποχώρηση του καθ΄ου η αίτηση από το διαμέρισμα και ο δε καθ΄ου η αίτηση αναφέρει ότι ο αιτητής αρνήθηκε να συμφωνήσει για παράταση της ενοικίασης.

 

Ακόμη ο αιτητής ουδόλως αναφέρει στην Ε/Δ του ότι το διαμέρισμα το ενοικίαζε επί σειρά ετών στον καθ΄ου η αίτηση και ο τελευταίος επιδοτείτο από το κράτος σε αντίθεση με τον καθ΄ου.

 

Επιπρόσθετα προκύπτει ότι ο καθ΄ου η αίτηση στις 16.1.23 παρέλαβε την επιστολή των συνηγόρων του αιτητή ημερ.11.1.23  με την οποία αναφέρεται ότι τερματίζεται η από μήνα σε μήνα ενοικίαση απ΄αυτόν του διαμερίσματος του αιτητή, με άμεση ισχύ από την 1.2.23, ήτοι 14 ημέρες μετά.

 

Σύμφωνα με ό,τι λέχθηκε στην υπόθεση Nicos Christou Developm. Ltd v. Τοφινή (1998) 1 Α.Α.Δ. 1990, στη σελίδα 1995:  «... για να θεωρηθεί η ενοικίαση ως λήξασα ή θα πρέπει να έχει λήξει η περίοδος ενοικίασης που αναφέρεται στο άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο, ή να έχει δοθεί νόμιμη ειδοποίηση τερματισμού.»  Ειδικά, σε περίπτωση ενοικίασης από μήνα σε μήνα, για να είναι νόμιμος ο τερματισμός της, πρέπει να δοθεί ειδοποίηση ενός μηνός, η οποία να εκπνέει στο τέλος της περιόδου της υπό αναφορά ενοικίασης, (βλ. Georghios E. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides (1959 - 60) 24 C.L.R. 220 και Sergiou Estates Ltd v. Μπεντέζη (1995) 1 Α.Α.Δ. 889 και Εργοληπτική Εταιρεία Αλεξάνδρου ΛΤΔ V Τσιαμέζη, Πολιτική Έφεση 162/14 ημερ.11.9.20), ECLI:CY:AD:2020:A313.     

 

Έχοντας κατά νου την πιο πάνω απόφαση εκ πρώτης όψεως και χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία διαφαίνεται ότι δεν είχε δοθεί από τον αιτητή στον καθ΄ου η αίτηση η ειδοποίηση του ενός μηνός.

 

Συνακόλουθα δημιουργείται το ερώτημα εάν οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο καθ΄ου η αίτηση στην Ε/Δ του, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άδεια του δικαστηρίου να υπερασπιστεί την υπόθεση του, σε σχέση με την συγκεκριμένη απαίτηση του αιτητή – ενάγοντα παραπέμποντας την μεταξύ τους διαφορά σε κανονική δίκη. Η απάντηση είναι θετική γιατί αυτός κατέδειξε ότι έχει καλή υπεράσπιση και θεωρώ ότι το θέμα του κατά πόσο η περίοδος ενοικίασης έληξε ή όχι στις 31.12.22, ή εάν δόθηκε ή όχι νόμιμη ειδοποίηση τερματισμού της, εάν παρήλθε ο απαιτούμενος από τον Νόμο χρόνος ειδοποίησης επιβάλλεται να εξεταστεί στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας. Δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε προκύπτει αλλά ούτε και πρέπει θεωρώ να αποφασιστεί στα πλαίσια της παρούσας κατά πόσο τελικά τερματίστηκε η μεταξύ τους συμφωνία ενοικίασης του διαμερίσματος για το οποίο ο καθ΄ου η αίτηση κατέβαλε ενοίκιο με επιδότηση του από το Κράτος.

 

Θα υπομνήσω ότι δεν εκδίδεται συνοπτική απόφαση όπου προκύπτει σοβαρή διαφωνία ως προς τα γεγονότα και το Νόμο (Βλ. The Annual Practice 1958, σελ. 243).  

 

Στα πλαίσια της εξέτασης της αίτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο ενεργεί μόνο με βάση το ερώτημα κατά πόσο η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι τέτοια που να δικαιούται ο εναγόμενος να ακουστεί αναφορικά με αυτήν.

 

Η παρούσα θεωρώ ότι δεν είναι μία καθαρή περίπτωση που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει τον εναγόμενο από του να προβάλει την υπεράσπισή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία φαίνεται ότι υπάρχει, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς αυτόν. Στην παρούσα θεωρώ ότι υπάρχουν τόσο νομικά όσο και πραγματικά ζητήματα που μπορούν να αποφασιστούν μόνο μετά από πλήρη ακρόαση και αφού το Δικαστήριο ακούσει μαρτυρία και από τις δύο πλευρές.

Συνεπώς, έχοντας κατά νου τις ως άνω νομολογιακές αρχές, κρίνω ότι τα πιο πάνω εγερθέντα θέματα είναι ουσιώδη και δεν δημιουργούν τις προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης υπέρ του αιτητή. Ο καθ΄ου η αίτηση απέδειξε ότι έχει καλή υπεράσπιση, αποκάλυψε τέτοια γεγονότα που θεωρώ ότι είναι επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα να υπερασπισθεί στην αγωγή ως προς όλες τις αξιώσεις του ενάγοντα.

Ενόψει της κατάληξης μου για τον «Ζ» λόγο της ένστασης θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων.

 

Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται.

Όσο αφορά τα έξοδα δεν έχω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Ως εκ τούτου τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται εναντίον του αιτητή - ενάγοντα και υπέρ του καθ΄ου η αίτηση -εναγόμενου, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα πληρωθούν στο τέλος της δίκης.

 

 

 

………………………….

          Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο