ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

Aρ. Αγωγής: 374/2015

 

Μεταξύ:

CYPRUS ESTATES LTD

                                                                                                              Εναγόντων

 

                                                                και

 

ΝΙΚΟΛΑ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ

                                                                                                              Εναγόμενου

------------------

Αίτηση τροποποίησης υπεράσπισης, ημερομηνίας 17/10/2023

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22/2/2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για εναγόμενο - αιτητή: Ευρυδίκη Μαυρομμάτη  

Για ενάγοντες - καθ’ ων η αίτηση: Π. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Ν. ΜΕΤΖΙΤΙΚΟΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Τα ακόλουθα γεγονότα αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών.

 

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 2/7/2008 (στο εξής «επίδικη σύμβαση»), οι ενάγοντες νοίκιασαν στον εναγόμενο ένα κτίριο που αποτελεί διατηρητέα οικοδομή (στο εξής «κτίριο») για περίοδο 14 ετών. Ο εναγόμενος θα είχε δικαίωμα ανανέωσης της επίδικης σύμβασης για περίοδο 5 ετών με αναθεωρημένο ενοίκιο.

 

Οι ακόλουθοι είναι μερικοί από τους όρους της επίδικης σύμβασης:

 

Και τα δυο μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προβούν με κάθε δυνατή ταχύτητα σε όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα προς το σκοπό εξασφάλισης άδειας οικοδομής για το κτίριο. Προς τούτο είναι υποχρεωμένα να υπογράψουν κάθε αναγκαίο και απαραίτητο έγγραφο. Μετά την εξασφάλιση της εν λόγω άδειας, ο ενοικιαστής οφείλει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, με δικές του δαπάνες και έξοδα να προχωρήσει στην αποκατάσταση και αναπαλαίωση του κτιρίου, με βάση σχέδια, μελέτες και προδιαγραφές που θα ετοιμαστούν με επιμέλεια του ενοικιαστή τα οποία θα εγκριθούν από τον ιδιοκτήτη. Ο ενοικιαστής θα χρησιμοποιεί το κτίριο σαν κατοικία, γραφείο, κατάστημα ή ό,τι άλλο επιθυμεί.

 

Απ’ εκεί και πέρα, οι ενάγοντες, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αγωγής τους, δικογραφικά ισχυρίζονται τα εξής:

 

Ο εναγόμενος, κατά παράβαση των όρων της επίδικης σύμβασης δεν προέβηκε σε καμιά πράξη με σκοπό την αναπαλαίωση του κτιρίου, με αποτέλεσμα, αφενός, τη μείωση της αξίας του και αφετέρου, την παρουσία ζημιών, το κόστος των οποίων ξεπερνά τα €400.000. Με δεδομένη την ύπαρξη προηγούμενης συμφωνίας ενοικίασης του κτιρίου μεταξύ των διαδίκων, με τους ίδιους όρους, είναι ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος ότι ο εναγόμενος, έχοντας δικαίωμα να επωφεληθεί όλα τα προνόμια του κτιρίου, ως διατηρητέου, το νοίκιασε με ευνοϊκό ενοίκιο με σκοπό την αναπαλαίωση και/ή επιδιόρθωσή του ώστε να καταστεί λειτουργήσιμο και αποδοτικό, αυξάνοντας την αξία του σε αντίθεση με την κατάσταση στην οποία το παρέλαβε.

 

Ο εναγόμενος προέβηκε σε κάποιες εργασίες επί του κτιρίου, οι οποίες, όχι μόνο δε συνέτειναν και/ή βοήθησαν στην αναπαλαίωσή του, αλλά, αντίθετα προκάλεσαν περισσότερες ζημιές, ενώ έγιναν παράνομα και/ή χωρίς τις απαιτούμενες από το νόμο άδειες και/ή εγκρίσεις. Οι ενάγοντες ήταν πάντα στη διάθεσή του για να υπογράψουν οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο για τη λήψη σχετικής άδειας ή έγκρισης για την αναπαλαίωσή του, πλην όμως, αυτός, ουδέποτε τους παρουσίασε οποιοδήποτε έγγραφο ή αίτηση. Συνεπεία των ενεργειών του και/ή της αμέλειας και/ή άρνησής του να αναπαλαιώσει το κτίριο, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημιές, έξοδα και απώλειες (αναφέρονται αναλυτικά στην παράγραφο 7 της έκθεσης απαίτησης).

 

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, η συνολική ζημιά που υπέστησαν οι ενάγοντες ανέρχεται σε €427.000, λόγω μη αναπαλαίωσης του κτιρίου, πλέον €60.410, λόγω ερείπωσής του και μη εγκεκριμένων κατασκευών. Σύνολο €487.450.

 

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ζητούν την έκδοση απόφασης εναντίον του εναγόμενου, για το ποσό των €487.450,  υπό μορφή ζημιών και/ή απωλειών που υπέστησαν συνεπεία της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγόμενου δυνάμει της επίδικης σύμβασης και για το ποσό των €1.750, έξοδα εκτίμησης, γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και διαζευκτικά, διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η ειδική εκτέλεση της επίδικης σύμβασης και/ή όπως ο εναγόμενος αποκαταστήσει και αναπαλαιώσει το κτίριο σύμφωνα με τους όρους και τις πρόνοιες της επίδικης σύμβασης, εντός προθεσμίας που θα καθορίσει το Δικαστήριο.

 

Έναντι των παραπάνω ισχυρισμών των εναγόντων, ο εναγόμενος, δικογραφικά κι αυτός - για ό,τι  μας ενδιαφέρει - αντιτείνει τα εξής:

 

Απορρίπτει τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι δεν προέβηκε σε καμιά ενέργεια ή πράξη με σκοπό την αναπαλαίωση του κτιρίου με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας του και την παρουσία ζημιών σ’ αυτό και ισχυρίζεται ότι με σκοπό την αναπαλαίωση και/ή επιδιόρθωση και/ή αξιοποίηση του κτιρίου, παρόλο που δεν είχε καμιά υποχρέωση να το πράξει, προέβη στις ενέργειες που παραθέτει αναλυτικά στη συνέχεια.

 

Δέχεται την ύπαρξη προηγούμενης συμφωνίας ενοικίασης του κτιρίου, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι ουδείς ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος υπήρχε στη μεταξύ τους συμφωνία που να τον αναγκάζει να προβεί σε αναπαλαίωση και/ή επιδιόρθωση του κτιρίου για να το καταστήσει λειτουργήσιμο και/ή ότι δεν υπήρχαν χρονοδιαγράμματα για την αναπαλαίωσή του.

 

Αρνείται τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι οι εργασίες στις οποίες προέβη επί του κτιρίου προκάλεσαν περισσότερες ζημιές κ.ο.κ. και ισχυρίζεται ότι συνέτειναν στη συντήρηση και βελτίωση της κατάστασης του κτιρίου. Καταληκτικά ζητά την απόρριψη της αγωγής με έξοδα εναντίον των εναγόντων.

 

Ο εναγόμενος καταχώρησε και ανταπαίτηση με την οποία αξιώνει εναντίον των εναγόντων το ποσό των €42.086,01, υπό μορφή εξόδων τα οποία υπέστη για να αποκαταστήσει το κτίριο.

 

Με την υπό κρίση αίτηση, ο εναγόμενος ζητά την έκδοση διατάγματος τροποποίησης της υπεράσπισής του, ως ακολούθως:

 

1.    Διά της προσθήκης, μετά την παράγραφο 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ως παράγραφο 3Α:

 

                    «Ο Εναγόμενος απορρίπτει και αρνείται κατηγορηματικά το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της Έκθεσης Απαίτησης και αναφέρει σχετικά τα εξής:

                       1. Δυνάμει του όρου 2 της Συμφωνίας Ενοικιάσεως ημερομ. 2/7/2008 προβλέπεται ρητά ότι η υποχρέωση του Εναγόμενου να προχωρήσει στην αναπαλαίωση του κτιρίου ενεργοποιείται μετά την εξασφάλιση άδειας οικοδομής προς το σκοπό αυτό.

                        2. Δυνάμει του όρου 1 της Συμφωνίας Ενοικιάσεως ημερομ. 2/7/2008, για το σκοπό της εξασφάλισης άδειας οικοδομής του κτιρίου, αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι, ήτοι τόσο η Ενάγουσα όσο και ο Εναγόμενος, ανέλαβαν την υποχρέωση να προβούν εις όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα και διαβήματα και προς τούτο είναι υποχρεωμένοι να υπογράψουν παν αναγκαίο  και απαραίτητο έγγραφο, ως αναφέρει και η ίδια η Ενάγουσα στις παραγράφους 3α και 3στ της Έκθεσης Απαίτησης της.

                        Ωστόσο η Ενάγουσα σε ουδένα αναγκαίο και απαραίτητο μέτρο και διάβημα προέβη για την εξασφάλιση της ρηθείσας άδειας οικοδομής και κατ’ επέκταση για την υλοποίηση του κατ’ ισχυρισμόν σκοπού της Συμφωνίας Ενοικιάσεως ημερομ. 2/7/2008.»

 

2.    Δια της προσθήκης στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Υπεράσπισης, μετά την πρόταση «Απορρίπτει όμως…στην παρ.5.», των ακόλουθων προτάσεων:

 

                     «Η Ενάγουσα έδωσε την εντύπωση στον Εναγόμενο ότι δεν θεωρούσε ως πρωταρχικό σκοπό της Συμφωνίας Ενοικιάσεως ημερομ. 2/7/2008 την αναπαλαίωση του κτιρίου καθώς προέβη στην ανανέωση της προϋπάρχουσας συμφωνίας ενοικιάσεως με τους ίδιους όρους. Ως εκ τούτου, είναι η θέση του Εναγόμενου ότι η Ενάγουσα κωλύεται εκ της συμπεριφοράς, των παραστάσεων, των πράξεων και/ή των ενεργειών της να εγείρει την παρούσα αγωγή.»        

 

3.    Διά της προσθήκης στο τέλος της παραγράφου 6 της Έκθεσης Υπεράσπισης των ακόλουθων:

 

 «Περαιτέρω, ο Εναγόμενος επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της παραγράφου 3A και των υποπαραγράφων αυτής της Τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης, και σημειώνει ότι ουδεμία όχληση έγινε προς το πρόσωπο του Εναγόμενου εκ μέρους της Ενάγουσας και/ή ουδεμία επιστολή και/ή ειδοποίηση απεστάλη και/ή εδόθη και/ή επεδόθη στον Εναγόμενο εκ μέρους της Ενάγουσας προκειμένου αυτός να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα και/ή μέτρο και/ή ενέργεια δια την εξασφάλιση της άδειας οικοδομής για το κτίριο. Καλούμε την Ενάγουσα σε αυστηρή απόδειξη των ενεργειών και των διαβημάτων στα οποία προέβη για την έκδοση της ως άνω αναφερόμενης άδειας οικοδομής και κατ’ επέκταση στην επίρρωση του σκοπού της επίδικης Συμφωνίας Ενοικιάσεως ημερομ. 2/7/2008. Προσέτι, είναι η θέση του Εναγόμενου ότι οποιεσδήποτε εργασίες διενεργήθηκαν επί του κτιρίου έγιναν με σκοπό τη διασφάλιση της στατικής επάρκειας της οικοδομής του κτιρίου και προς την αποφυγή της κατάρρευσης αυτού. Δυνάμει του Περί Ρυθμίσεων Οδών και Οικοδομών Νόμου οι προαναφερθείσες εργασίες κατέστησαν αναγκαίες και επιτακτικές καθότι το κτίριο κινδύνευε προς τη κατάρρευση ένεκα του ότι υπέστη σοβαρές ζημιές λόγω πυρκαγιών που ξέσπασαν περί ή κατά το έτος 2005. Σημειώνεται ότι, για την διενέργεια των εν λόγω εργασιών, ο ανωτέρω νόμος καθιστά απαραίτητη την προηγούμενη εξασφάλιση σχετικής συναίνεσης του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, η οποία είχε δεόντως εξασφαλιστεί εκ μέρους του Εναγόμενου.»

 

4.    Δια της προσθήκης στο τέλος της παραγράφου 12 της Έκθεσης Υπεράσπισης, των ακόλουθων προτάσεων:

 

«Δυνάμει της παραγράφου 14 της Συμφωνίας Ενοικιάσεως ημερομ.2/7/2008, ο Εναγόμενος υπενοικίασε σημαντικό μέρος του κτιρίου σε τρίτο για περίοδο 5 ετών με δικαίωμα ανανέωσης κατόπιν ειδοποίησης του ενοικιαστή-τρίτου, βάσει σχετικής συμφωνίας υπενοικιάσεως. Είναι η θέση του Εναγόμενου ότι, οποιαδήποτε διαταγή για άμεση αναπαλαίωση του κτιρίου, δεν καθίσταται εφικτό να υλοποιηθεί καθότι επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων.»

      

Η αίτηση βασίζεται στoυς Θεσμoύς Πoλιτικής Δικovoμίας, Δ.19 Θ.6, Δ.21, Δ.23 Θ.2, Δ.25 Θ.Θ.1- 6 και Δ.48 Θ.Θ.1-7 και 9(Ι), στο άρθρο 30(3) του Συντάγματος, στη νομολογία και τέλος, στηv πρακτική και τις γεvικές εξoυσίες τoυ Δικαστηρίoυ.

Τα γεγovότα στα oπoία στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στη συνημμένη ένορκη δήλωση του εναγόμενου.

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 13 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο διευθυντής και πληρεξούσιος αντιπρόσωπός τους, Κυριάκος Μαυρής.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Οι αρχές που διέπουν το θέμα τροποποίησης δικογράφων εκτίθενται σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Preece κ.ά. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2138 επισημαίνονται τα εξής:

 

«Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας,  Διαταγή 25 καν. 1, παρέχουν  δυνατότητα τροποποίησης των δικογράφων. Η επί τούτου απόφαση, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση καθιερωμένων κριτηρίων. Αίτηση για τροποποίηση δικογράφου μπορεί να εγκριθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν την τροποποίηση απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Βλ. Εθν. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομ. Χαρ. Αλωνεύτης Λτδ κα (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237.

 

Στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934 έχει ειπωθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια  τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα. 

 

Στην Astor Manufacturing and Exporting Co και Άλλων ν. A.G. Levendis και Άλλων (1993) 1 ΑΑΔ 726  αναφορικά με τον παράγοντα του χρόνου ειπώθηκαν τα εξής, 

 

«Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός. Δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Το ίδιο ισχύει για τον κάθε ένα από τη σειρά παραγόντων που η νομολογία καθιέρωσε ως διαδραματίζοντας ρόλο. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκείται αφού συνυπολογισθούν τα σχετικά στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης.»

 

Ομοίως και στην Παπαχρυσοστόμου ν. Γρηγοριάδης & Συνεταίροι κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 817 από την οποία το απόσπασμα που ακολουθεί:

 

«Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σε σχέση με αιτήσεις που έχουν ως νομικό υπόβαθρο τις πρόνοιες του κ. 1 της Δ.25[1], όπως είναι η παρούσα περίπτωση, έχουν γίνει αντικείμενο εξέτασης και λεπτομερούς ανάλυσης σε πληθώρα υποθέσεων[2].

 

Το συμπέρασμα που μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τη σχετική νομολογία, είναι ότι το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η βασική αρχή η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι ότι στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.»

 

Και λίγο παρακάτω:

 

«Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι ο λόγος καθυστέρησης από μόνος του δεν συνιστά κατ' ανάγκη αιτία για απόρριψη αίτησης για τροποποίηση, ούτε και ότι το γεγονός της καθυστέρησης δεν εξισούται κατ' ανάγκη με κακοπιστία. Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός και συνιστά έναν από τους πολλούς παράγοντες που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, συνεκτιμάται δε σαν λογική απόρροια του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Astor Manufacturing (πιο πάνω) και Clive Preece (πιο πάνω))».

 

Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1(Β) Α.Α.Δ.825:    

 

«Στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, επιβεβαιώθηκε κατ΄αρχάς η λεγόμενη σύγχρονη τάση της νομολογίας όπως τα Δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις, ακόμη και αν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα.  Σημειώνεται ότι στην υπόθεση εκείνη, η αγωγή είχε καταχωρηθεί κατά το 1986 ενώ το συγκεκριμένο αίτημα τροποποίησης υποβλήθηκε κοντά το 1998, δηλαδή περί τα 12 χρόνια αργότερα και ενώ η ακρόαση είχε προηγουμένως αρχίσει και διεξαχθεί μερικώς δύο φορές αλλά διατάχθηκε η εξ υπαρχής ακρόαση λόγω διορισμού των εκδικαζόντων Προέδρων ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»     

 

Παραπέμπω τέλος και στην υπόθεση Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.ά (2014) 1 Α.Α.Δ. 663 σύμφωνα με την οποία:    

 

«Σταθερή γραμμή της Νομολογίας επιβεβαιώνει ως θεμελιακή αρχή πως τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών.  Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης.  Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση

 

Και σε άλλο σημείο (πιο κάτω):

 

«Ειδικότερα ως προς το θέμα του παράγοντα χρόνου στην υποβολή αιτήματος τροποποίησης, σταθερή γραμμή της Νομολογίας αναγνωρίζει ότι ο παράγοντας αυτός είναι σχετικός.  Δεν είναι όμως εξαρχής και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε σφάλμα του αιτητή, η δικαιολόγηση της και η σημασία της ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης, κυρίως σε συσχετισμό με τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Η όποια καθυστέρηση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα από απόψεως μόνο χρονικής διάστασης, αλλά θα πρέπει να συναρτάται με άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα την ανυπαρξία καλής πίστης.  Τροποποίηση μπορεί να επιτραπεί, ασχέτως εάν επιδείχθηκε αμέλεια και καθυστέρηση από διάδικο, αν αυτό απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Όπως ήδη έχει καταγραφεί, τελικά ο κρίσιμος παράγοντας είναι η ανάγκη για προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και η διατύπωση των θέσεων των διαδίκων (Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου, (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, Ταξί Κυριάκος Λτδ v. Ανδρέα Παύλου, (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, Astor Manufacturing & Exporting Co κ.α. v. A.G. Leventis κ.α., (1993) 1 Α.Α.Δ. 726, SABA & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents,  (1994) 1 A.A.Δ. 426, Ιωάννης Νικολάου v. Ζωής Μυλτιάδους κ.ά, (2007) 1 Α.Α.Δ. 1005).

 

Πάγια νομολογία διαμόρφωσε τον κανόνα ότι αίτηση τροποποίησης δεν είναι δυνατό να επιτύχει αν το υλικό, το οποίο σκοπείται να εισαχθεί, ήταν σε γνώση του αιτητή ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί έγκαιρα. Η δε αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογία για παρατηρούμενη καθυστέρηση που οδηγεί σε εκτροχιασμό της δίκης και δεν παρέχει, αφ΄εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας. (Γραμμές Στριντζή Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία v.  Always Travel Holidays Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ.και United SeaTransport Ltd v. Zakou (1980) 1 A.Α.Δ. 501, 510). Η γραμμή αυτή της νομολογίας συναρτάται απόλυτα με την φειδώ με την οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια, ιδίως στις περιπτώσεις όπου η όποια καθυστέρηση ενέχει καταλυτικές επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου.»

 

Βλ. και την ακόμη πιο πρόσφατη υπόθεση FEDERAL BANK OF LEBANON (SAL) ν. ΣΙΑΚΟΛΑΣ, Πολ. Έφ. Αρ. E4/2017, ημερ. 11/10/2018.

   

Έχοντας υπόψη όλες τις παραπάνω αρχές και με βάθρο την ενώπιόν μου μαρτυρία, την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία των συνηγόρων και διάφορα στοιχειά που απορρέουν από το φάκελο της υπόθεσης, υπεισέρχομαι στην εξέταση της αίτησης.

 

Με τους δυο πρώτους λόγους ένστασης υποβάλλεται - μεταξύ άλλων - ότι η αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και/ή αστήριχτη και/ή παράτυπη και/ή αντικανονική. Και τούτο, επειδή κατά τους δικηγόρους των εναγόντων - σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσής τους - ελλείπει από τη νομική βάση της αίτησης η Δ.64 κάτι που αποτελεί ουσιαστική δικονομική έλλειψη της αίτησης.

 

Και οι δυο αυτοί λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι. Εκτός του ότι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόντων δεν επεξηγούν γιατί θεωρούν αναγκαία τη συμπερίληψη της Δ.64 στη νομική βάση της αίτησης, με μόνο λόγο ότι στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνονται οι Δ.23 Θ.2, Δ.25 και Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η νομική βάση της αίτησης - δεδομένης της φύσης της αίτησης - είναι πλήρης, σ’ ό,τι αφορά τόσο το ουσιαστικό δίκαιο που τη διέπει όσο και τη δικονομία.

 

Με τον 3ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και έχει εκτροχιάσει τη δίκη της αγωγής. Ως εκ τούτου, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστική. Με τον 4ο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση είναι έκδηλα, υπέρμετρα και αδικαιολόγητα καθυστερημένη και παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου που καθιερώνεται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος για δίκη εντός εύλογου χρόνου. Με το 10ο λόγο υποβάλλεται - μεταξύ άλλων - ότι υπάρχει καθυστέρηση στην αιτούμενη τροποποίηση και ότι η αίτηση γίνεται κακόπιστα και θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο. Τέλος, με το 12ο λόγο υποβάλλεται ότι υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης η οποία γίνεται κακόπιστα και σκόπιμα δημιουργεί καθυστέρηση στη διαδικασία.

 

Προς υποστήριξη των παραπάνω λόγων ένστασης, ο διευθυντής των εναγόντων, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένσταση στην αίτηση, αναφέρει τα εξής:

 

Ο εναγόμενος αποπειράται την τροποποίηση της υπεράσπισής του, 8 χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, μετά από τον ορισμό της σε ακρόαση και έχοντας προβεί σε διαδικαστικά τερτίπια, όπως η τελευταία αλλαγή δικηγόρου, γεγονότα που καθυστερούν την πρόοδο της υπόθεσης και καταναλώνουν πολύτιμο δικαστηριακό χρόνο. Ενώ το Δικαστήριο είχε ορίσει την αγωγή για ακρόαση, στις 13 και 19/9/2023, δίνοντας ρητές οδηγίες ως προς τον τρόπο εκδίκασής της, ο εναγόμενος, στις 14/8/2023 προέβη σε αλλαγή δικηγόρου. Μετά και την πάροδο των πιο πάνω ημερομηνιών, επικαλούμενος την ανάθεση της υπόθεσης σε νέο δικηγόρο αιτείται την τροποποίηση της υπεράσπισής του. Όλες οι ενέργειές του αποσκοπούν στην ανάλωση δικαστικού χρόνου και στην καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης σε βάρος των εναγόντων και αποτελούν καταχρηστικά τεχνάσματα σε βάρος της δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων των εναγόντων.

 

Με μια απλή ανάγνωση της ένορκης δήλωσής του διαπιστώνει κανείς ότι δεν προβάλλεται κανένα γεγονός ή στοιχείο που να δικαιολογεί επαρκώς την καθυστερημένη υποβολή της αίτησης, παρόλο που οι  αιτούμενες τροποποιήσεις αφορούν σε ισχυριζόμενα, αντιφατικά και διαζευκτικά γεγονότα, τα οποία ο ίδιος γνώριζε και εύλογα μπορούσε να εντοπίσει από την αρχή της παρούσας υπόθεσης και κατά την καταχώρηση της υπεράσπισής του το 2015. Με άλλα λόγια δε στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας προκειμένου να επιτραπεί η τροποποίηση της υπεράσπισης. Η αίτηση καταχωρήθηκε 8 χρόνια μετά την έγερση της αγωγής. Στο μεσοδιάστημα η αγωγή ορίστηκε 10 φορές για ακρόαση και αναβλήθηκε η εκδίκασή της για λόγους που αφορούν είτε το σεβαστό Δικαστήριο είτε τους διαδίκους. Η αίτηση γίνεται κακόπιστα, καθώς σκοπεύει να διορθώσει μεταγενέστερα λάθη και παραλείψεις του εναγόμενου, ενώ θα προκαλέσει στους ενάγοντες ανεπανόρθωτη ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα.

 

Είναι γεγονός ότι από τις 16/3/2017 που η αγωγή είχε οριστεί για πρώτη φορά για ακρόαση, έκτοτε αναβλήθηκε και ορίστηκε ξανά για ακρόαση, άλλες 10 φορές. Την τελευταία φορά ορίστηκε για ακρόαση, στις 13 και 19/9/2023. Στις 16/3/2017, 8/11/2017, 27/9/2018 και 13/2/2019 η υπόθεση αναβλήθηκε αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, λόγω έλλειψης χρόνου, την 1/11/2019 και στις 13/12/2021 και 22/2/2023 μετά από αίτημα των δικηγόρων του εναγόμενου, ωστόσο, πάντοτε συναινούντων και των δικηγόρων των εναγόντων, στις 6/4/2020 και στις 2/11/2020 και πάλιν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αυτή τη φορά, λόγω των μέτρων για αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ μια φορά αναβλήθηκε κατόπιν υποβολής κοινού αιτήματος των διαδίκων, επειδή - όπως αναφέρθηκε από τους δικηγόρους τους - γίνονταν προσπάθειες διευθέτησης της υπόθεσης.

 

Από το ιστορικό της υπόθεσης (ως ανωτέρω) είναι φανερό - όπως άλλωστε αναγνωρίζεται και από τους ενάγοντες - ότι η ευθύνη για το γεγονός ότι ενώ η υπόθεση σε διάστημα εξίμισι ετών είχε οριστεί τόσες φορές για ακρόαση, η ακρόαση δεν έχει ακόμη αρχίσει, δεν είναι μονοσήμαντη. Από το γεγονός ότι η υπόθεση αναβλήθηκε 4 φορές λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου, αναλώθηκαν σχεδόν 20 μήνες, 20 και πλέον μήνες αναλώθηκαν από τις δυο αναβολές εξαιτίας της πανδημίας και σχεδόν 9 μήνες, εξαιτίας της αναβολής που δόθηκε στις 27/5/2022 μετά από κοινό αίτημα των διαδίκων προκειμένου να ολοκληρώσουν τις εν εξελίξει - τότε - προσπάθειες διευθέτησης της υπόθεσης. Το γεγονός αυτό από μόνο του, θα έλεγα ότι εκθεμελιώνει τους υπό εξέταση λόγους ένστασης και ασφαλώς, το ίδιο ισχύει και για τους, κατά βάση, γενικούς, αόριστους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς του διευθυντή των εναγόντων, τους οποίους προβάλλει για σκοπούς στοιχειοθέτησης των ίδιων λόγων ένστασης. Εν πάση περιπτώσει, η ουσία του πράγματος έγκειται στο γεγονός ότι από το σύνολο των εν λόγω ισχυρισμών δεν έχω πειστεί ότι ο εναγόμενος με την υπό κρίση αίτηση ενεργεί κακόπιστα είτε ακόμη, ότι σε περίπτωση που επιτραπούν οι αιτούμενες τροποποιήσεις, θα προκληθεί στους ενάγοντες, είτε βλάβη είτε αδικία η οποία δε θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα. Πολύ περισσότερο, που η ακρόαση της υπόθεσης δεν έχει ακόμη αρχίσει και όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο πιο πάνω με αναφορά σε νομολογία [βλ. τις Παπαχρυστοστόμου, Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ και Federal Bank of Lebanon (S.A.L.)] ακόμη και να συνέβαινε κάτι τέτοιο, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να επιτραπεί η τροποποίηση της δικογραφίας.

 

Ακολουθεί ότι και οι τέσσερις αυτοί λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι.

 

Με τον 5ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις αφορούν σε ψευδή ισχυριζόμενα και αντιφατικά γεγονότα τα οποία ο εναγόμενος γνώριζε και εύλογα μπορούσαν να εντοπισθούν από την αρχή της παρούσας υπόθεσης, ως εκ τούτου, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κακόπιστη και καταχρηστική.

 

Πέραν από την προφανή αντίφαση που εντοπίζω, καθώς δεν μπορεί να υποβάλλεται, από τη μια, ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις αφορούν σε ψευδή γεγονότα και από την άλλη, ότι ο εναγόμενος τα γνώριζε, είναι και πρωθύστερο το να υποβάλλεται από τους ενάγοντες στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ότι τα κατ’ ισχυρισμό του εναγόμενου γεγονότα που επιδιώκει να συμπεριλάβει στο δικόγραφό του, με προοπτική την απόδειξή τους κατά τη δίκη είναι ψευδή.

 

Ακολουθεί ότι  και αυτός ο λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Ο 7ος λόγος ένστασης, με τον οποίο υποβάλλεται ότι η αίτηση δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο απορρίπτεται ως ανυπόστατος.

 

Οι 8ος και 9ος λόγοι ένστασης απορρίπτονται ως γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι. Σύμφωνα με τον πρώτο, η ένορκη δήλωση του εναγόμενου υιοθετεί και περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς γεγονότων, πάσχει και είναι ασαφής, ανεπαρκής και αντικανονική και παράτυπη. Σύμφωνα με το δεύτερο, η εν λόγω ένορκη δήλωση είναι αντικανονική και/ή παράτυπη, καθώς αντιβαίνει τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και τη νομολογία.

 

Με το 13ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η παρούσα αίτηση δεν αφορά τους ενάγοντες και/ή είναι αδικαιολόγητη και/ή καταχρηστική και/ή εκδικητική και/ή τους υποβάλλει σε περιττά έξοδα και ταλαιπωρία.

 

Και αυτός ο λόγος απορρίπτεται για τον ίδιο λόγο που απορρίφθηκαν και οι δυο προηγούμενοι. 

 

Με τον 6ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι με την υπό κρίση αίτηση επιχειρείται ριζική μετατροπή της υπεράσπισης και εισάγονται νέες γραμμές υπεράσπισης. Τέλος, με τον 11ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι το πραγματικό υπόβαθρο που στηρίζει την αίτηση και/ή το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει, δε δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενους διατάγματος.

 

Αρχίζοντας από τον 11ο λόγο, το αβάσιμό του καταφαίνεται από τους ακόλουθους ισχυρισμούς του εναγόμενου που περιέχονται στην υποστηρικτική της αίτησης, ένορκη δήλωσή του:

 

Όπως αναφέρει στην παράγραφο 4, με την αιτούμενη τροποποίηση θα μπορεί να προσκομίσει την απαιτούμενη μαρτυρία για απόδειξη των ισχυρισμών του, χωρίς να εμποδίζεται από τη μη δικογράφηση και έτσι, το Δικαστήριο θα έχει ενώπιόν του όλη τη μαρτυρία που επιθυμούν πραγματικά να προσκομίσουν οι διάδικοι για να την αξιολογήσει και εκτιμήσει κατάλληλα. Όπως αναφέρει στην παράγραφο 6, το σημείο «Α.4.» του αιτητικού το οποίο ζητά να προστεθεί είναι γεγονός το οποίο επεσυνέβη μετά την καταχώρηση της υπεράσπισής του. Τέλος, όπως αναφέρει στην παράγραφο 7, η αίτηση  γίνεται με σκοπό να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου πληρέστερα όλα τα δεδομένα και όλοι οι ισχυρισμοί που είναι σχετικοί με την παρούσα αγωγή και αναγκαίοι για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς, ήτοι, των πραγματικών ζητημάτων που είναι αμφισβητούμενα μεταξύ των διαδίκων.

 

Ειδικά για το κατ’ ισχυρισμό του εναγόμενου γεγονός που έλαβε χώρα μετά την καταχώρηση της υπεράσπισής του, δικαιοδοτικό υπόβαθρο αποτελεί και η Δ.23 Θ.2 η οποία περιλαμβάνεται και στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω και το γεγονός ότι η σχετική με αυτόν, αιτούμενη τροποποίηση θεωρείται δίκαιη και προς το συμφέρον  της δικαιοσύνης, ακόμη και από τους ενάγοντες (βλ. την παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης του διευθυντή τους).

 

Και ο 6ος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος. Ό,τι επιδιώκεται με τις αιτούμενες τροποποιήσεις, κατά βάση είναι είτε διεύρυνση της υφιστάμενης βάσης ή βάσεων υπεράσπισης είτε προβολή περαιτέρω ισχυρισμών συναφώς με υφιστάμενους ισχυρισμούς. Η θέση των εναγόντων ότι με την υπό κρίση αίτηση επιχειρείται ριζική μετατροπή της υπεράσπισης και εισάγονται νέες γραμμές υπεράσπισης, με κάθε σεβασμό δεν έχει έρεισμα. Ούτε και μου διαφεύγει ότι ειδικά για το δεύτερο που υποβάλλουν οι ενάγοντες και να ισχύει, όπως αναφέρεται στην Ikos Cif Ltd (ανωτέρω), τα οποία - τηρουμένων των αναλογιών - τυγχάνουν εφαρμογής και σε περίπτωση αίτησης τροποποίησης υπεράσπισης:

 

«Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης.  Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεών και συμπερασμάτων μου και συνυπολογίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα που διέπει το θέμα, κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας θεωρώ ότι για σκοπούς ορθής, δίκαιης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, η αίτηση θα πρέπει να γίνει και γίνεται αποδεκτή.

 

Εκδίδεται διάταγμα, ως η παράγραφος Α της αίτησης.

 

Η τροποποιημένη υπεράσπιση να καταχωρηθεί εντός 20 ημερών από σήμερα. Η απάντηση στην υπεράσπιση να καταχωρηθεί εντός περαιτέρω 10 ημερών. Κατά τα λοιπά, να ακολουθηθούν οι Θεσμοί.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του εναγόμενου και σε βάρος των εναγόντων. Τα έξοδα που θα προκύψουν συνεπεία της τροποποίησης - κι’ αυτά, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο - επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και σε βάρος του εναγόμενου. Στο σύνολό τους τα έξοδα, θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της αγωγής.

Η αγωγή ορίζεται για προγραμματισμό της σε ακρόαση, στις 18/4/2024 και ώρα 08:30.

 

Οι άμεσα εμπλεκόμενοι δικηγόροι να είναι παρόντες.     

 

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ….….………………………

                                                                                   Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Subject: Civil/Other actions/Interim

(Αναφορά: Αίτηση τροποποίησης υπεράσπισης.)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο