ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

Aρ. Αγωγής: 440/2019

 

Μεταξύ:

LANDRIAN ESTATES LTD

                                                                                                              Εναγόντων

 

                                                                και

 

  1. NISERONO LTD
  2. ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΒΒΑ

                                                                                                              Εναγόμενων

 

ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜ. 17/01/20

 

Μεταξύ:

LANDRIAN ESTATES LTD

                                                                                                              Εναγόντων

 

                                                                και

 

                                         1.  NISERONO LTD

                                         2.  ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΒΒΑ

                                         3.  CS VIRTUAL TRADE LTD

                                                                                                              Εναγόμενων

------------------

 

 

 

 

Αίτηση ακύρωσης και/ή παραμερισμού διατάγματος, ημερομηνίας 15/11/2023

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 29/2/2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για εναγόμενους 3 - αιτητές: I. CHRISTODOULOU & PARTNERS LLC   

Για ενάγοντες - καθ’ ων η αίτηση: PHC TSANGARIDES LLC

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες, στις 21/9/2020 εξασφάλισαν ερήμην απόφαση εναντίον των εναγόμενων 3 (στο εξής «εναγόμενοι») λόγω παράλειψης των τελευταίων να καταχωρήσουν εμφάνιση στην - και - εναντίον τους αγωγή των πρώτων. Με την εν λόγω απόφαση, οι εναγόμενοι - μεταξύ άλλων - διατάχθηκαν «… όπως εκκενώσουν και παραδώσουν ελεύθερη την κατοχή του Υποστατικού στους Ενάγοντες.» Στις 6/10/2020 οι ενάγοντες, στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης που είχαν καταχωρήσει εξασφάλισαν συμπληρωματικό - του προηγούμενου - διάταγμα με το οποίο ορίζεται ο χρόνος παράδοσης ελεύθερης κατοχής και χρήσης του υποστατικού (στο εξής «επίμαχο υποστατικό») σε 45 μέρες από την επίδοση του διατάγματος στους εναγόμενους. Με το ίδιο διάταγμα προσδιορίζεται και το επίμαχο υποστατικό με αναφορά σε διάφορα στοιχεία που  αφορούν στο είδος και την επακριβή διεύθυνση στην οποία αυτό βρίσκεται. Οι ενάγοντες, στο πλαίσιο νέας μονομερούς αίτησης που καταχώρησαν, στις 15/9/2023 εξασφάλισαν διάταγμα (στο εξής «επίμαχο διάταγμα») εναντίον των εναγόμενων το οποίο επιτρέπει την έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής του επίμαχου υποστατικού. Το σχετικό ένταλμα (στο εξής «επίμαχο ένταλμα») εκδόθηκε στις 25/10/2023.

 

Οι εναγόμενοι, στις 15/11/2023 καταχώρησαν δια κλήσεως την υπό κρίση αίτηση - η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του διευθυντή τους, Χάρη Νεοπτολέμου - με την οποία ζητούν διάταγμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού του επίμαχου διατάγματος.

 

Την ίδια μέρα καταχώρησαν και μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν αναστολή τόσο του επίμαχου διατάγματος όσο και του εκδοθέντος, δυνάμει αυτού, επίμαχου εντάλματος μέχρι την εκδίκαση της υπό κρίση αίτησης. Διέταξα την επίδοση της εν λόγω αίτησης και στο πλαίσιό της, στις 10/1/2024 εξέδωσα εκ συμφώνου τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση στην υπό κρίση αίτηση. Αποτελείται από 11 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση τού εκ των διευθυντών τους, Ευέλθων Αυγουστή.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω. Αυτονόητο πως, κατά την εξέταση της αίτησης, θα ασχοληθώ μόνο  με όσες από τις θέσεις κάθε πλευράς έχουν αναπτυχθεί σύμφωνα με το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων των συνηγόρων, καθώς οι υπόλοιπες, κατά πάγια θεμελιακή αρχή θεωρούνται ως εγκαταληφθείσες.

 

Αναμφίβολα, δικαιοδοτική βάση έκδοσης του επίμαχου διατάγματος αποτελεί η Δ.43Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία προνοεί τ’ ακόλουθα:

 

«1. (1) Where a judgment or order of a Court for the recovery or delivery of possession of any immovable property is sought to be enforced by a writ of possession, the writ may be issued by leave of the Court or a Judge obtained on an ex parte application by the plaintiff supported by an affidavit. The affidavit shall be in Form 39C and the writ in Form 39D.

 

(2) Such leave shall not be given unless it is shown that all persons in actual possession of the whole or any part of the property have received such notice of the proceedings as may be considered sufficient to enable them to apply to the Court for relief or otherwise.

 

2. ….Upon any judgment or order for the recovery of any property and costs, there may be either one writ or separate writs of execution for the recovery of possession and for the costs at the option of the successful party.

 

3. ….»

 

Από την παραπάνω διαταγή, ως θέμα ερμηνείας - για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Όταν μια απόφαση ή διάταγμα το οποίο διαλαμβάνει για ανάκτηση κατοχής ακινήτου πρόκειται να εκτελεστεί με ένταλμα κατοχής, το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου η οποία ζητείται με μονομερή αίτηση. Για να δοθεί τέτοια άδεια, θα πρέπει να φανεί (δηλαδή να αποδειχτεί) ότι όλα τα πρόσωπα που έχουν πραγματική κατοχή όλου ή οποιουδήποτε μέρους του ακινήτου, έχουν λάβει ικανοποιητική ειδοποίηση της διαδικασίας ανάκτησης του ακινήτου, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να αποταθούν στο Δικαστήριο για παροχή θεραπείας.

 

Και, με δεδομένο ότι η άδεια για έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής ακινήτου δίδεται με μονομερή αίτηση, εάν οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από το διάταγμα που παραχώρησε την άδεια έκδοσης του εν λόγω εντάλματος, δυνάμει της Δ.48 Θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση ή τροποποίηση του διατάγματος με δια κλήσεως αίτηση και το Δικαστήριο, με τη σειρά του μπορεί είτε να ακυρώσει είτε να τροποποιήσει το διάταγμα με όρους. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδη κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1218 το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εξουσία δυνάμει της Δ.48 Θ.(8) (4) να παραμερίσει προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου που είχαν εκδοθεί μονομερώς.

 

Την ακύρωση και/ή παραμερισμό του επίμαχου διατάγματος επιδιώκουν οι εναγόμενοι με την υπό κρίση αίτηση - σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους στη γραπτή αγόρευσή τους - για τους εξής λόγους:

 

Πρώτο, επειδή η εκτέλεση του επίμαχου διατάγματος είναι άσκοπη και/ή αδικαιολόγητα είχε εκδοθεί εξ αρχής, δεύτερο, επειδή το επίμαχο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση της Δ.43Α (ανωτέρω) και τρίτο, επειδή το επίμαχο διάταγμα και κατ’ επέκταση το επίμαχο ένταλμα συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και πρακτικά δεν μπορούν να εκτελεστούν.

 

Συναφώς με τον πρώτο λόγο, οι  ευπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόμενων, στη γραπτή αγόρευσή τους αναφέρουν τα εξής:

 

Ο μη παραμερισμός του επίμαχου διατάγματος θα έχει ως αποτέλεσμα οι  εναγόμενοι να αποστερηθούν την ειρηνική απόλαυση του επίμαχου υποστατικού, αποκλειστικής και αδιαμφισβήτητης ιδιοκτησίας τους. Εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, προστίθεται, ότι οι εναγόμενοι αποτελούν το μοναδικό και νόμιμο ιδιοκτήτη του επίμαχου υποστατικού, συνεπώς, εκτέλεση διατάγματος έξωσης αποκλειστικού νόμιμου ιδιοκτήτη και κατόχου είναι άσκοπη, αφού στερείται κοινής λογικής, ενώ ο μη παραμερισμός του προκαλεί ανασφάλεια δικαίου και παράλογα αποτελέσματα.

 

Δε συμφωνώ με τους εναγόμενους. Η Δ.43Α διαλαμβάνει για την παραχώρηση άδειας έκδοσης εντάλματος ανάκτησης κατοχής ακινήτου και όχι της ιδιοκτησίας του ακινήτου. Ό,τι απαιτείται για την παραχώρηση της σχετικής άδειας και ακολούθως για εφαρμογή και εκτέλεση του εντάλματος είναι η ύπαρξη νόμιμου δικαιώματος κατοχής του ακινήτου και δεν αποτελεί προαπαιτούμενο και η ταυτόχρονη ύπαρξη δικαιώματος ιδιοκτησίας, είτε ακόμη μόνο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, αναμφίβολα, οι ενάγοντες, καθ’ ον χρόνο  καταχωρούσαν την αίτηση η οποίο οδήγησε στην έκδοση του επίμαχου διατάγματος και ακολούθως, στη βάση του, του επίμαχου εντάλματος μέχρι και τη στιγμή που οι δικαστικοί επιδότες μετέβησαν στο επίμαχο υποστατικό για να εκτελέσουν το επίμαχο ένταλμα, ήταν οι μόνοι που είχαν νόμιμο δικαίωμα κατοχής του επίμαχου υποστατικού δυνάμει δικαστικής απόφασης. Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιόν μου προκύπτει ότι τόσο η ερήμην απόφαση, ημερομηνίας 21/9/2020 όσο και το συμπληρωματικό διάταγμα, ημερομηνίας 6/10/2020, όλο αυτό το διάστημα βρίσκονταν σε ισχύ, υπό την έννοια ότι ούτε ακυρώθηκαν μα ούτε και αναστάλθηκε η εκτέλεσή τους με τον τρόπο που είχαν εκδοθεί, δηλαδή, με απόφαση Δικαστηρίου. Με αυτό δεδομένο, όλη αυτή την περίοδο ήταν δεσμευτικά, παρήγαγαν όλα τα έννομα αποτελέσματα και επέφεραν όλες τις έννομες συνέπειες, σε κάθε περίπτωση έναντι των εναγόμενων. Το γεγονός ότι αυτοί, όλη αυτή την περίοδο ήταν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίμαχου υποστατικού, αποτελεί στοιχείο αδιάφορο.

 

Συναφώς με το δεύτερο λόγο για τον οποίο οι εναγόμενοι ζητούν την ακύρωση και/ή παραμερισμό του επίμαχου διατάγματος (επειδή αυτό εκδόθηκε κατά παράβαση της Δ.43Α (ανωτέρω)) οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους, στη γραπτή αγόρευσή τους αναφέρουν τα εξής:

 

Το επίμαχο διάταγμα κατά παράβαση της Δ.43Α, ουδέποτε μέχρι σήμερα επιδόθηκε στους εναγόμενους, εναντίον των οποίων εκδόθηκε, αλλά, ούτε και στις άλλες δυο εταιρείες οι οποίες ενοικιάζουν, συστεγάζονται και χρησιμοποιούν το επίμαχο υποστατικό για την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, αφού αποτελεί το εγγεγραμμένο γραφείο τους όπου ασκούν με φυσική παρουσία τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους και για τις οποίες, κανένα διάταγμα και/ή ένταλμα έξωσης δεν έχει εκδοθεί, καθιστώντας το επίμαχο ένταλμα πρακτικά ανέφικτο να εκτελεστεί. 

 

Όπως προκύπτει τόσο από την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του επίμαχου διατάγματος όσο και από την ένορκη δήωση του Νεοπτολέμου στην υπό κρίση αίτηση, οι ενάγοντες απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου που οδήγησε στην έκδοση του επίμαχου διατάγματος και κατ’ επέκταση, του επίμαχου εντάλματος. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 15 της ένορκης δήλωσης του Ε. Αυγουστή, εντέχνως και/ή ψευδώς, αναφέρεται επιγραμματικά ότι εκτός από τους εναγόμενους δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο που να βρίσκεται σε πραγματική κατοχή, ολόκληρου ή μέρους του επίμαχου υποστατικού και που δικαιούτο να αποταθεί στο Δικαστήριο για θεραπεία ή υποβολή ένστασης στην αίτηση που οδήγησε στην έκδοση του επίμαχου διατάγματος, ενώ τα δικόγραφα της υπόθεσης και οι ενέργειες και ένορκες δηλώσεις των εναγόμενων αποκαλύπτουν κατ’ επανάληψη την ύπαρξη και άλλων κατόχων του επίμαχου υποστατικού. Υπενθυμίζουμε στο Δικαστήριο, προστίθεται, ότι υπάρχουν πολλαπλές δικαστικές διαδικασίες, εφέσεις, certiorari, εφέσεις επί certiorari, αιτήσεις επί αιτήσεων μεταξύ των μερών τα τελευταία τρία και πλέον χρόνια και τα γεγονότα αυτά είχαν τεθεί ενώπιον των εναγόντων επανειλημμένα. Ως εκ τούτου, το επίμαχο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση της Δ.43Α, αφού τέτοιο διάταγμα δεν θα εκδιδόταν εάν είχε τεθεί και δεν είχε αποκρυφθεί από το Δικαστήριο το γεγονός ότι υπήρχαν και άλλοι κάτοχοι του επίμαχου υποστατικού, οι οποίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί.

 

Ακολουθεί η θέση μου.

 

Αρχίζοντας από το πρώτο, δεν είναι ορθό ότι για να μπορεί να εκτελεστεί ένα διάταγμα με το οποίο παραχωρείται άδεια για έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής ακινήτου αποτελεί προϋπόθεση η επίδοση, είτε το διατάγματος είτε του εντάλματος στο πρόσωπο εναντίον του οποίου αυτά στρέφονται και αφορούν. Τουλάχιστον από τη Δ.43Α δεν προκύπτει κάτι τέτοιο και θεωρώ πως, όχι τυχαία οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόμενων που υποβάλλουν αυτή τη θέση, παραλείπουν να με παραπέμψουν σ’ οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια ή σε σχετική νομολογία για σκοπούς τεκμηρίωσής της. Αυτό που οι ενάγοντες όφειλαν να επιδώσουν - και επέδωσαν - στους εναγόμενους προτού αποταθούν στο Δικαστήριο για έκδοση του επίμαχου διατάγματος ήταν την ερήμην απόφαση, ημερομηνίας 21/9/2020 και το συμπληρωτικό διάταγμα, ημερομηνίας 6/10/2020. Η σχετική ένορκη δήλωση επίδοσης και των δυο επισυνάπτεται ως τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση η οποία οδήγησε στην έκδοση του επίμαχου διατάγματος και ακολούθως, του επίμαχου εντάλματος και ως τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση των εναγόντων στην υπό κρίση αίτηση. Μάλιστα, η επίδοση και των δυο έγινε στο διευθυντή των εναγόμενων ο οποίος προέβη στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση. Όμως και να μην επιδίδονταν είτε το ένα είτε το άλλο, είναι καλά γνωστό, πως δεν παρέχεται σε μένα σήμερα ευχέρεια είτε ακύρωσης είτε παραμερισμού τους και τούτο, επειδή σε τέτοια περίπτωση, είναι ως εάν ενεργούσα σαν Εφετείο του εαυτού μου με εκκαλούμενη, δική μου απόφαση. Το Δικαστήριο που εξέδωσε το επίμαχο διάταγμα καθώς και το επίμαχο ένταλμα, ναι μεν ήταν με διαφορετική σύνθεση από το παρόν, ωστόσο, στην ουσία πρόκειται για το ίδιο Δικαστήριο με το παρόν (βλ. την Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω)).  

 

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο θεωρώ ότι στερούμαι δικαιοδοσίας να ακυρώσω είτε το επίμαχο διάταγμα είτε το επίμαχο ένταλμα, επί τη βάσει του ισχυρισμού των εναγόμενων ότι κατά το χρόνο που οι ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο για έκδοσή τους απέκρυψαν από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα και συγκεκριμένα ότι στο επίμαχο υποστατικό, εκτός από τους εναγόμενους βρίσκονται και δυο άλλες εταιρείες, οι οποίες ενοικιάζουν, συστεγάζονται και χρησιμοποιούν το επίμαχο υποστατικό για την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους κ.ο.κ.

 

Από τη στιγμή που αποτελεί θέση των εναγόμενων ότι από διάφορα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης αποκαλύπτεται και μάλιστα, κατ’ επανάληψη, η ύπαρξη και άλλων κατόχων του επίδικου υποστατικού και εις επίρρωση αυτής της θέσης, οι δικηγόροι τους αισθάνονται την ανάγκη να υπενθυμίσουν στο Δικαστήριο την ύπαρξη των πολλαπλών δικαστικών διαδικασιών, εφέσεων, certiorari, εφέσεων επί certiorari και αιτήσεων επί αιτήσεων μεταξύ των μερών τα τελευταία τρία και πλέον χρόνια και όπως αναφέρουν τα γεγονότα αυτά είχαν τεθεί ενώπιον των εναγόντων επανειλημμένα, είναι φανερό, ότι αποτελεί θέση τους, ότι καθ’ ον χρόνο το Δικαστήριο εξέδιδε τόσο το επίμαχο διάταγμα όσο και το επίμαχο ένταλμα, γνώριζε τα συγκεκριμένα γεγονότα (που κατά τ’ άλλα υποτίθεται ότι απέκρυψαν οι ενάγοντες) και παρόλα αυτά, εσφαλμένα - όπως αφήνεται να νοηθεί - προχώρησε στην έκδοσή τους. Και να ισχύει κάτι τέτοιο, δεν παρέχεται σε μένα εξουσία ακύρωσης ή παραμερισμού είτε του επίμαχου διατάγματος είτε του επίμαχου εντάλματος. Και τούτο επειδή εάν κάνω είτε το ένα είτε το άλλο θα ενεργήσω σαν Εφετείο ομοβάθμιού μου Δικαστηρίου (βλ. και πάλιν την Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω)).

 

Ακόμη ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορώ να ακυρώσω ή παραμερίσω είτε το επίμαχο διάταγμα είτε το επίμαχο ένταλμα αποτελεί το γεγονός ότι οι εναγόμενοι, οι οποίοι επιδιώκουν την έκδοση του σχετικού διατάγματος στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, η οποία εδράζεται στη Δ.48 Θ.8(4) δεν νομιμοποιούνται να ζητούν την έκδοση του εν λόγω διατάγματος, εκ μέρους των δυο εταιρειών, που όπως είναι η θέση τους, είναι κάτοχοι - όπως και οι ίδιοι - του επίμαχου υποστατικού, το οποίο ενοικιάζουν, συστεγάζονται σ’ αυτό και χρησιμοποιούν για την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους. Η σχετική πρόνοια είναι σαφής. Σύμφωνα με αυτή - για να επαναλάβω - οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από ένα διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο με δια κλήσεως αίτηση, με αίτημα τον παραμερισμό ή διαφοροποίηση του διατάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι, που σίγουρα επηρεάζονται από το επίμαχο διάταγμα και το επίμαχο ένταλμα, με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκουν την ακύρωση και/ή παραμερισμό του πρώτου. Σε περίπτωση που ευσταθεί η θέση τους, περί της συστέγασης στο επίμαχο υποστατικό και των δυο εταιρειών, εάν αυτές - και όχι οι ίδιοι - θεωρούσαν ότι επηρεάζονται από το επίμαχο διάταγμα και το επίμαχο ένταλμα είναι και οι μόνες που είχαν δικαίωμα να καταχωρήσουν ανάλογη με την υπό κρίση αίτηση και να ζητήσουν την ακύρωση και/ή παραμερισμό τους. 

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Υπεισέρχομαι τώρα και στον τρίτο λόγο για τον οποίο οι εναγόμενοι - σύμφωνα πάντοτε με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων τους - ζητούν την ακύρωση και/ή παραμερισμό του επίμαχου διατάγματος (επειδή αυτό και κατ’ επέκταση, το επίμαχο ένταλμα συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και πρακτικά δεν μπορούν να εκτελεστούν). Ο συγκεκριμένος λόγος, όπως αναπτύσσεται από τους δικηγόρους των εναγόμενων χωρίζεται σε επιμέρους λόγους. Σύμφωνα με τον πρώτο, το επίμαχο διάταγμα και κατ’ επέκταση το επίμαχο ένταλμα δεν μπορούν πρακτικά να εκτελεστούν, καθότι τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του επίμαχου υποστατικού που αναφέρονται σ’ αυτά είναι λανθασμένα και/ή δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, το οποίο είναι εμφανές με απλή αντιδιαστολή του τίτλου ιδιοκτησίας που βρίσκεται στο φάκελο σε σχέση με το επίμαχο διάταγμα.

 

Το γεγονός ότι μερικά στοιχεία του επίμαχου υποστατικού, σύμφωνα με τον τίτλο του διαφέρουν από αυτά που αναφέρονται στο επίμαχο διάταγμα και στο επίμαχο ένταλμα, δεν αναιρεί την ουσία, η οποία μάλιστα αποτελεί και κοινό έδαφος μεταξύ των μερών και συγκεκριμένα, ότι τόσο το επίμαχο διάταγμα όσο και το επίμαχο ένταλμα, αφορούν στο επίμαχο υποστατικό. Ούτε και αποτελεί νόμιμο λόγο ακύρωσης και/ή παραμερισμού είτε του επίμαχου διατάγματος είτε του επίμαχου εντάλματος ο συγκεκριμένος λόγος, κάτι που εξάλλου αποτελεί και θέση των εναγόμενων.

 

Προς τούτο παραπέμπω στις ακόλουθες θέσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων τους - σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσή τους - οι οποίες απορρέουν από το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού - Πάφου, Τμήμα Δικαστηρίου Λεμεσού, στην υπόθεση Χατζηγέρου ν. C.N. CASA NATURALI LTD, Αίτηση αρ. Ε25/2021, ημερ. 16/2/2023, ECLI:CY:DOD:2023:4, με τις οποίες συμφωνώ:

 

Για να παραμεριστεί ένα ένταλμα ανάκτησης κατοχής, θα πρέπει ο αιτών τον παραμερισμό να αποδείξει ότι η εκτέλεση του εντάλματος, θα είναι είτε άσκοπη είτε ότι αυτό, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδικαιολόγητα είχε εξ αρχής εκδοθεί (βλ. το σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 17, Κεφ. Particular Forms of Execution, Writ of Possession, σελ. 303, παρ. 500.) Σύμφωνα δε με το σύγγραμμα Woodfalls Law on Landlord and Tenant, Τόμος 1, παρ. 19.090, Setting aside warrants and writs, η δυνατότητα για τον παραμερισμό εντάλματος ανάκτησης κατοχής είναι περιορισμένη και αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις: πρώτο, όταν ακυρωθεί το διάταγμα επί του οποίου βασίστηκε η έκδοση του εντάλματος ή δεύτερο, όταν το ένταλμα έχει εξασφαλιστεί με απάτη ή τέλος, τρίτο, όταν υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας ή καταπίεση κατά την εκτέλεση.

 

Ο υπό εξέταση λόγος, ασφαλώς δεν εμπίπτει σ’ οποιαδήποτε από τις παραπάνω περιπτώσεις.

 

Αναφορικά με το δεύτερο - επιμέρους λόγο για τον οποίο οι εναγόμενοι ζητούν την ακύρωση και/ή παραμερισμό του επίμαχου διατάγματος, επειδή αυτό και κατ’ επέκταση το επίμαχο ένταλμα συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και πρακτικά δεν μπορούν να εκτελεστούν, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους, στη γραπτή αγόρευσή τους, αναφέρουν τα εξής:

 

Το επίμαχο διάταγμα αφορά αποκλειστικά έξωση και ανάκτηση κατοχής του επίμαχου υποστατικού. Το επίμαχο ένταλμα, καταχρηστικά αναφέρεται περαιτέρω σε κατάσχεση και πώληση για είσπραξη ποσών τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν επιδικάζονται στα πλαίσια του επίμαχου διατάγματος και δεν μπορούν να εκτελεστούν δυνάμει του επίμαχου εντάλματος. Για τα εν λόγω ποσά εκκρεμεί αίτηση αναστολής, ημερομηνίας 14/6/2023 και οι ενάγοντες, εκβιαστικά και/ή καταχρηστικά προβαίνουν σε εκτέλεση διατάγματος, ως να προδικάζουν την τύχη της εν λόγω αίτησης.

 

Οι εναγόμενοι, με την υπό κρίση αίτηση, καθώς ήδη έχει αναφερθεί ζητούν την ακύρωση και/ή παραμερισμό του επίμαχου διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε στις στις 15/9/2023. Με αυτό (τεκμήριο 9 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση των εναγόντων στην υπό κρίση αίτηση) επιτράπηκε η έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής του επίμαχου υποστατικού. Με βάση το επίμαχο διάταγμα, στις 25/10/2023 εκδόθηκε το επίμαχο ένταλμα (τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση) και είναι γεγονός, ότι αυτό εξουσιοδοτεί τον εντεταλμένο για την εκτέλεσή του (προφανώς δικαστικό επιδότη) να παραδώσει στους ενάγοντες το επίμαχο υποστατικό, καθώς και να εισπράξει με κατάσχεση και πώληση κινητής περιουσίας των εναγόμενων, τα τρία ποσά που αναφέρονται σ’ αυτό στη συνέχεια. Ακόμη και να θεωρηθεί ότι το επίμαχο ένταλμα πάσχει, ένεκα του γεγονότος ότι σ’ αυτό περιέχεται και η τελευταία αναφορά (κάτι για το οποίο δεν αποφαίνομαι) εντούτοις, δεν αντιλαμβάνομαι κατά ποια έννοια μπορεί να λεχθεί ότι εξ αυτού ισχύει το ίδιο και για το επίμαχο διάταγμα, δηλαδή, ότι και αυτό πάσχει, ώστε να μου παρέχεται εξουσία ακύρωσής του, όπως είναι το αίτημα των εναγόμενων με την υπό κρίση αίτηση. Το επίμαχο ένταλμα θα μπορούσε να ακυρωθεί μόνο σε περίπτωση που υπήρχε βάσιμος λόγος ακύρωσης του επίμαχου διατάγματος - που δεν υπάρχει - ως επακόλουθο μιας τέτοιας εξέλιξης, υπό την έννοια ότι, σε τέτοια περίπτωση, δηλαδή ακύρωσης του επίμαχου διατάγματος, το επίμαχο ένταλμα θα παρέμεινε μετέωρο και χωρίς νομιμοποιητική βάση.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και  συμπερασμάτων μου, στην απουσία νόμιμου και αποδεκτού λόγου είτε ακύρωσης είτε παραμερισμού του επίμαχου διατάγματος, η  αίτηση απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγόμενων 3.

 

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ….….………………………

                                                                                   Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο