ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.

 

       Έφεση/Αίτηση: 138/2017

 

Αναφορικά με τον Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησης)  Νόμο ΚΕΦ. 224 και τους Τροποποιητικούς Νόμους 3/60, 48(Ι)2011 μέχρι 32(Ι)2017, άρθρα 50, 58, 65ΚΑ, 65ΚΒ, 65ΚΓ, 65ΚΣΤ, 65ΚΖ 80, 85

 

Μεταξύ:

 

1.   WINWAY ENTERPRISES LTD

 

2.   ZOMER TRADING AND INVESTMENTS LTD

           Εφεσειόντων - Αιτητών

-V-

 

 

1.  LAPELA TRADING & INVESTMENT LTD

 

2.  SUPERKING ENTERPRISES LTD        

                                                                              

                                                                                       Εφεσιβλήτων / Καθ’ ων η αίτηση

 

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14.7.23 ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Ημερομηνία: 15 Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές: κ. Δ.Μιχαήλ για Δ.Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση:κα Χ.Κλεοβούλου για Σκορδής,Παπαπέτρου& Σία Δ.Ε.Π.Ε

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την αίτηση τους ημερ.14.7.23 οι Εφεσείοντες/Αιτητές (στο εξής οι αιτητές) ζητούν διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης ημερ.01/02/2023 του Επ.Δικαστηρίου Λεμεσού στην υπό τον άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση/Έφεση μέχρι εκδίκασης της Πολιτικής Έφεσης υπ’ αρ.48/2023 που έχουν καταχωρίσει στις 13/02/2023, εναντίον της ως άνω απόφασης.

Επίσης ζητούν οποιοδήποτε άλλο διάταγμα ήθελε το Δικαστήριο κρίνει ορθό, δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις, ως επίσης και τα έξοδα της παρούσας Αιτήσεως.

 

Η παρούσα Αίτηση βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 άρθρα 2, 4, 5, 6, 7, 8,  και 9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 29, 30, 31, 32, 33 και 43, στους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 Θ.18 ,Θ.19, Δ.39, Δ.40 Θ.1, Θ. 7, Θ.11, Θ12, Δ.48 Θ.Θ. 1-4, 8 (ee) (ii), 9, Δ.57 Θ.1 και 2, Δ.64, στα άρθρα 50, 58, 61, 65ΚΑ, 65ΚΒ, 65ΚΓ, 65ΚΣΤ, 65ΚΖ, 80 και 85 του Περί Ακινήτου  Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 όπως αυτός τροποποιήθηκε από τους Νόμους 3/60, 48(Ι)2011 έως 32(Ι)2017, στους περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμούς του 1956, Κανονισμοί 2,5,6,7,9, 15, 16 και 17, στα άρθρα 15, και 30 του Συντάγματος, στην επί του θέματος νομολογία, στις αρχές της επιείκειας, στην διακριτική ευχέρεια και τις συμφυείς εξουσίες του Σεβαστού Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η παρούσα αίτηση φαίνονται στην επισυνημμένη ένορκο δήλωση του κ.V.Kur, ημερ.14.7.23, στην αγγλική γλώσσα (συνοδευόμενη από μετάφραση στην ελληνική) στην οποία συνοπτικά αναφέρει τα ακόλουθα:

 

Είναι Διευθυντής των αιτητών στην υπό τον πιο πάνω αριθμό αίτηση/έφεση για την  οποία την 01/02/2023 εκδόθηκε απορριπτική απόφαση εναντίον αυτών. Στις 13/02/2023 καταχωρήθηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης η οποία επισυνάπτεται ως τεκμήριο 2.

 

Συγκεκριμένα, οι Αιτητές, είχαν αιτηθεί διάταγμα με το οποίο να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερ.21/03/2017, με την οποία θα προέβαινε στον αναγκαστικό εκσυγχρονισμό της εγγραφής του Τεμ.88 στο χωριό Π.

 

Είναι η θέση του ότι η έφεση τους έχει σοβαρούς λόγους επιτυχίας. Συγκεκριμένα, με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης εγείρεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο (ΠΔ στο εξής) λανθασμένα και αντινομικά αποφάσισε ότι η καταχώρηση της πιο πάνω αναφερόμενης Αίτησης/Έφεσης έγινε εκπρόθεσμα και καταλήγει στην απόρριψη της.

Δηλαδή το ΠΔ λανθασμένα κρίνει ότι η επίδικη Έφεση/Αίτηση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, αφού θεωρεί ότι η ημερομηνία ταχυδρόμησης της ειδοποίησης/απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, ήτοι στις 27/03/17, είναι η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας των 30 ημερών, που ο νόμος ορίζει. Το ΠΔ έπρεπε να είχε λάβει ως ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας των 30 ημερών, την ημερομηνία λήψης της ειδοποίησης, δηλαδή την ημερομηνία που πραγματικά έλαβαν γνώση οι Αιτητές, ήτοι την 30/03/17. Το ΠΔ δεν ερμήνευσε ορθά το Άρθρο 75(3) του Κεφ.224, αφού σε αυτό αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η βεβαίωση ταχυδρόμησης είναι εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την ταχυδρόμηση της ειδοποίησης.

 

Υποστηρίζει ότι το δικαστήριο θα πρέπει να εξασκήσει την διακριτική του ευχέρεια αποφασίζοντας αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του ΠΔ ημερ.1.2.23 γιατί σε αντίθετη περίπτωση οι αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη σε αντίθεση με το Κτηματολόγιο και τους καθ΄ων η αίτηση.

 

Θα πρέπει να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι η αίτηση καταχωρήθηκε στην αρχή μονομερώς, αλλά αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος, δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της αίτησης στους καθ' ων η αίτηση, και έτσι κατέστη αίτηση δια κλήσεως.  Οι δε καθ' ων η αίτηση στους οποίους επεδόθη η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στις 25.9.23 η οποία βασίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο, Άρθρο 47, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, Δ.35 – Θ.18 και 19, Δ.40 – Θ.1, Δ.48 – Θ.4 και 7, Δ.64, στη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων, στο κοινοδίκαιο, στο δίκαιο της επιείκειας καθώς και στις εγγενείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Οι 10 λόγοι ένστασης οι οποίοι είναι αλληλένδετοι και επαναλαμβάνουν τα ίδια θέματα επικεντρώνονται στα εξής:

 

1.        Η υπό κρίση Αίτηση είναι παράτυπη και/ή νομικά και/ή νόμω και ουσία αβάσιμη σύμφωνα με τους σχετικούς Νόμους και Διαδικαστικούς Κανονισμούς και/ή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (λόγοι 1, 2),

 

2.        δεν αποκαλύπτει, ως απαιτείται από τις πρόνοιες της Δ.35 - Θ18 καλό ή οποιοδήποτε άλλο λόγο προς επίκληση της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας αναστολής της απόφασης ημερομηνίας 01/02/2023 και/ή δεν πληρούνται οι νομικές και νομολογιακές προϋποθέσεις (λόγοι 3, 4, 7, 8, 10),

 

3.        η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε καταχρηστικά και/ή δεν καταχωρίστηκε εντός εύλογου χρόνου αλλά με υπέρμετρη καθυστέρηση και με αλλότρια κίνητρα και/ή αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις και/ή μεθοδεύσεις και/ή τεχνάσματα των Εφεσειόντων/Αιτητών προς αποφυγή και/ή παρακώλυση των διαδικασιών του Κτηματολογίου αναφορικά με το επίδικο ακίνητο (λόγοι 2, 5, 6, 9),

 

 

Η ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του κ.Νικόλαου Κρασέ ημερομηνίας 25/09/2023 δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ο οποίος συνοπτικά υποστηρίζει ότι οι θέσεις των αιτητών είναι αβάσιμες καθότι η εκδοθείσα απορριπτική απόφαση του ΠΔ ημερ.1.2.23 δεν επιβάλλει στους αιτητές οποιαδήποτε υποχρέωση και δεν υπάρχει οτιδήποτε προς εκτέλεση. Η αίτηση – έφεση εκκρεμούσε για πάνω από 5 χρόνια  με αποτέλεσμα να μην προχωρεί ο διαχωρισμός του επίδικου ακινήτου, οι καθ΄ων η αίτηση παρέμειναν εγκλωβισμένοι και δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το μερίδιο τους ως εξ΄αδιαιρέτου συνιδιοκτήτες αυτού.

 

Επίσης αναφέρει ότι το ΠΔ εξέδωσε την απόφαση του την 1.2.23 και οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της πολύ καθυστερημένα ήτοι 6 μήνες μετά, με σκοπό να καθυστερήσουν την διαδικασία και την ολοκλήρωση διαχωρισμού του ακινήτου.

 

Είναι η θέσης του ότι η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως βάσιμος και ικανοποιητικός λόγος που να δικαιολογεί την παραχώρησης τέτοιας θεραπείας. Τυχόν έγκριση του αιτήματος για αναστολή θα προκαλέσει περαιτέρω καθυστέρηση στη διαδικασία ενώπιον του Κτηματολογίου, η οποία εκκρεμεί από το 2014.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

1.    Οι διάδικοι είναι εταιρείες οι οποίες είναι ιδιοκτήτριες έκαστη του ¼ μεριδίου του επίδικου ακινήτου.

 

2.    Στις 11/06/2014 υποβλήθηκε στο Κτηματολόγιο η αίτηση για τη διαίρεση και διανομή του ακινήτου και την έκδοση τεσσάρων νέων τίτλων ιδιοκτησίας. Η αίτηση διαίρεσης υποβλήθηκε από κοινού και από τις τέσσερις ιδιοκτήτριες εταιρείες.

 

3.    Με απόφαση του ημερ.21/03/2017 ο Διευθυντής αποφάσισε τον αναγκαστικό εκσυγχρονισμό της σχετικής εγγραφής και τη διανομή των νέων εγγραφών που προκύπτουν.

 

4.    Η διαίρεση και διανομή δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας της καταχώρησης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης/Έφεσης.

 

5.    Κατόπιν εκδίκασης της Αίτησης/Έφεσης, την 01/02/2023 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε την τελική του απόφαση απορρίπτοντας την.

 

6.    Στις 13/02/2023 καταχωρήθηκε η πολιτική έφεση υπ’ αρ.48/2023 εναντίον της απόφασης ημερ. 01/02/2023.

 

7.    Στις 14/07/2023 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση.

 

Τα μέρη παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο και προέβηκαν σε προφορική ανάπτυξη των θέσεων τους. Το Δικαστήριο τις έχει μελετήσει και τις έλαβε σοβαρά υπόψη για την ετοιμασία της παρούσας απόφασης. Αυτό δεν θα προβεί σε ειδικότερη αναφορά στο περιεχόμενο αυτών, εκτός αν το κρίνει σκόπιμο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η αναστολή εκτέλεσης απόφασης προνοείται στην Δ.35 Θ18 και Θ19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και προβλέπονται τα ακόλουθα:

Σε ελεύθερη μετάφραση: 

«18. Μια έφεση δεν θα ενεργεί σαν αναστολή εκτελέσεως ή διαδικασίας στην απόφαση ή διαδικασίας στην απόφαση που εφεσιβάλλεται εκτός κατόπιν διατάγματος  του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται ή του Εφετείου ή ενός Δικαστού των ανωτέρω Δικαστηρίων και ουδεμία ενδιάμεση πράξη ή διαδικασία θα παύει να ισχύει εκτός κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται. Προτού εκδοθεί διάταγμα που να αναστέλλει την εκτέλεση το πρόσωπο που θα ζητήσει το διάταγμα θα πρέπει να παράσχει τέτοια εγγύηση (αν υπάρχει) που θα διαταχθεί. [..]

 

«19. Οποτεδήποτε μια αίτηση βασιζόμενη σ' αυτούς τους κανονισμούς μπορεί να γίνει είτε στο κατώτερο Δικαστήριο ή στο Εφετείο ή σε ένα Δικαστή των ανωτέρω Δικαστηρίων, πρέπει πρώτα να γίνεται στο Δικαστήριο ή τον Δικαστή του κατωτέρω Δικαστηρίου.»

 

Η αναστολή εκτέλεσης απόφασης αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της συνοψίζονται στην Αντώνης Ιωσηφάκης V Χαράλαμπος Αριστοδήμου    (1990) 1 ΑΑΔ 284, Kyproxil Designs Ltd v P. Englezos & Co Ltd, (1988), 1, ΑΑΔ, 546, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ., 1147,  Νεοφύτου ν. Δημητρίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 592,  Χριστοφή ν. Έλληνα (Πολ. Έφεση 8062, 19/6/90),  E.Y.R.Ι.K. and Others v. Kotsonis (1986)1C.L.R, 617, Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλουκινά κ.ά(2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1921,  (1932-3) και είναι συνοπτικά οι εξής:

 

«Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35 Θ.18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατ΄εξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του προσώπου που καταχωρεί έφεση σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.

 

Στην ABP HOLDINGS LTD KAI ALLOI  ν. ΑΝΔΡΕΑ ΚΙΤΑΛΙΔΗΣ KAI AΛΛΩΝ (AΡ.1), (1994) 1 ΑΑΔ, 287 αναφέρθηκε ότι η αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται με βάση δύο αρχές:

1.  O διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο τον καρπό της επιτυχίας του.

2.  Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητάς του.

 

 

Επiσης το ίδιο θέμα πραγματεύονται και οι International Shipping Bureau (USA) Inc v. Φούρναρη κ.α, 2014, Katarina Shipping Inc. v. The Cargo on Board the Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355, "Phoenix" Greek General Insurance Co. S.A. v. Al Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R. 673, Θωμά ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 797 και  Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης (αρ. 1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 195),  Gruno v. Ship "Algazera" (1980) 1 C.L.R. 595, Essex Overseas v. Legent Shipping (1981) 1 C.L.R. 263, Phoenix v. Al Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R, 673, Mavrochanna and Another v. Michael (1984) 1 C.L.R, 760, Charalambous v. Nicolaides & Neophytou (1985) 1 C.L.R, 737, Lord Jeans Ltd v. Orbit-Kazoulis Ltd, (2003) 1 (B) ΑΑΔ 808, Παπά ν. Οικονομίδου κ.ά(2010) 1 Α.Α.Δ. 58,

Christofi v. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης,  (2010) 1(Α) ΑΑΔ 655), Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R, 649,  P & MA Restaurant Limited κ.α. ν. Eric John Wakeham (2011) 1 A.A.Δ. 1239, Oneworld Ltd v OJSC Bank of Moscow, πολιτική έφεση Ε 32/15, 2.2.16, Ντέμιαν και Τσαγγαρίδης κ.α. πολιτική έφεση 36/18, 22.6.18,  Χ¨Ιωάννου v Gordian Holdings Ltd πολιτική έφεση 273/19, 8/9/20, Greenwich Millennium Village Ltd v. Essx Services Group Plc (2014) EWHC 1099, Γιάννος Παύλου κ.ά ν Μαρούλλας Νεοφύτου Νικολάου κ.ά Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2016, ημερομηνίας 10.10.2017, Hammond Suddard Solicitors v. Agrichem International Limited (2001) EWCA Civ 2065, par. 22.

 

Το Δικαστήριο, στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, με βάση τις πιο πάνω αρχές, λαμβάνει υπόψη του τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Παρόλο ότι στο στάδιο της αναστολής εκτέλεσης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της έφεσης, ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι εκ πρώτης όψεως έχει καλή υπόθεση στην έφεση.

 

Στην Μέγας Χ¨Ευαγγέλου V Dorami Marine Ltd & Others, (1991),1, ΑΑΔ, 172 λέχθηκε ότι:

«η πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης δεν είναι ο δεσπόζων και αποφασιστικός παράγοντας στην επίλυση ενός τέτοιου ζητήματος. Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατόν να κλείνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης».

 

Στην Παναγιώτα Νεοφύτου v. Χρυσάνθης Δημητρίου, (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 592 τονίστηκε ότι:

«H άσκηση έφεσης δεν αναιρεί ούτε αναστέλλει την πρωτό­δικη απόφαση. H απόφαση παραμένει ισχυρή και διατηρεί τον τελεσίδικό της χαρακτήρα μέχρι την τροποποίηση, ή ανα­τροπή της από το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της δευ­τεροβάθμιας δικαιοδοσίας του. Οποιαδήποτε τροποποίηση ή ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης έχει αναδρομική ισχύ και συνεπάγεται ανάλογα με την περίπτωση την αναδιαμόρφωση της πρωτόδικης απόφασης» .

 

Στην Χαραλάμπους v A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1Γ ΑΑΔ, 1978 αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι η Δ.35, θ.18, προνοεί ότι το πρόσωπο που λαμβάνει το διάταγμα αναστολής πρέπει να παρέχει ασφάλεια.

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η «αναζήτηση της χρυσής τομής μεταξύ της άμεσης συγκομιδής των καρπών της δικαστικής νίκης και της ανάγκης να μη καταστεί μάταιη η κατ' έφεση δικαίωση γίνεται βήμα προς βήμα με οδηγό την παρατήρηση των φαινομένων της δικαστικής ζωής» (βλ. The Governor and the Company of the Bank of Scotland νΤου πλοίου S.S. Sapphire Seas (2001) 1 Α.Α.Δ. 955).

 

Σχετικό προς τούτο είναι ότι το Δικαστήριο δεν έχει συμφυή (inherent) δικαιοδοσία να αναστείλει όλες τις αποφάσεις ή διατάγματα που εκδίδει (βλ. σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 17, παράγρ. 451 επ.). Όπως λέχθηκε στην Πατσαλοσαββής ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 45, η συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης συναρτάται άμεσα με τους σκοπούς για τους οποίους επιδιώκεται η αναστολή.

 

Ακόμη στην Χατζηπαναγή ν. Αυξεντίου, Πολιτική Έφεση Αρ.151/2017, ημερ. 9.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A399 αναφέρθηκε ότι:

«Μεταξύ των στοιχείων που συνυπολογίζονται κατά την εξέταση αίτησης αναστολής είναι και το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης αδικίας στο ένα ή στο άλλο μέρος αν το δικαστήριο χορηγήσει ή αρνηθεί να χορηγήσει το διάταγμα αναστολής». 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

 

Θα πρέπει αρχικά να λεχθεί ότι η εξέταση αυτής θα γίνει στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία περιλαμβάνεται στις ενόρκους δηλώσεις και στα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτές. Οι αναφορές στις αγορεύσεις των διαδίκων σε γεγονότα που δεν περιλαμβάνονται στα πιο πάνω δεν θα ληφθούν υπόψην καθότι ως είναι νομολογημένο δεν μπορεί να εισάγεται μαρτυρία μέσω αγορεύσεων. Περαιτέρω εφόσον δεν γίνεται αμφισβήτηση γεγονότων και στοιχείων που παρατίθενται στις ένορκες δηλώσεις με τον ορθό δικονομικό τρόπο, δεν επιτρέπεται τέτοια αμφισβήτηση μέσω αναφορών στις αγορεύσεις.

 

Εξετάζοντας την ουσία της αίτησης, ως προκύπτει από την πιο πάνω αναφερθείσα νομολογία, αυτό που επιβάλλεται προς εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων είναι να σταθμισθεί κάθε γεγονός της παρούσας υπόθεσης που σχετίζεται με τις επιπτώσεις της αναστολής αλλά και με τη ζωτικότητα του δικαιώματος για άσκηση έφεσης.

 

Πρέπει λοιπόν να υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ της αρχής ότι η έφεση δεν θα πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας της δηλαδή να μην χάνει την σημασία της μένοντας χωρίς αντίκρυσμα σε ενδεχόμενη επιτυχία της.

 

ΛΟΓΟΙ ΕΝΣΤΑΣΗΣ

 

Ερχόμενη τώρα στην εξέταση πρωτίστως του 1ου και του 2ου λόγου ένστασης δηλαδή ότι η αίτηση είναι παράτυπη και/ή νομικά αβάσιμη θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτό δεν ευσταθεί εφόσον στη νομική βάση αυτής γίνεται ρητή αναφορά μεταξύ άλλων στην σχετική Διάταξη 35 Θ.18 και 19 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που προνοεί για το θέμα της αναστολής εκτέλεσης απόφασης σε περίπτωση έγερσης έφεσης. Συνεπώς αυτοί είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Οι λόγοι ένστασης 3, 4, 7, 8, 10 των καθ’ων η αίτηση αναφέρουν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος αναστολής της επίδικης απόφασης ημερ.1.2.23 και παρατηρώ ότι εκείνο το οποίο υποστηρίζεται είναι η ορθότητα της απόφασης του ΠΔ ημερ.1.2.23 η οποία εφεσιβλήθηκε και έκρινε ότι η αίτηση/έφεση στο ΠΔ καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα. Το ΠΔ ερμήνευσε το άρθρο 75 παρ.3 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου (ΚΕΦ.224) και τον χρόνο που θεωρείται ότι γίνεται η κοινοποίηση των ειδοποιήσεων/αποφάσεων του Διευθυντή.

 

Οι αιτητές προς στοιχειοθέτηση του αιτήματος τους για αναστολή εκτέλεσης αναφέρονται στον πρώτο και στον δεύτερο λόγο της έφεσης τους και στην πιθανότητα επιτυχίας τους. Αυτοί ισχυρίζονται ότι το ΠΔ λανθασμένα και αντινομικά αποφάσισε ότι η καταχώρηση της Αίτησης/Έφεσης εκ μέρους τους έγινε εκπρόθεσμα και καταλήγει στην απόρριψη της. Ειδικότερα το ΠΔ λανθασμένα κρίνει ότι η επίδικη Έφεση/Αίτηση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, αφού θεωρεί ότι η ημερομηνία ταχυδρόμησης της ειδοποίησης/απόφασης του Διευθυντή, ήτοι στις 27/03/17, είναι η ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας των 30 ημερών, που ο νόμος ορίζει. Είναι η θέση τους ότι αυτό έπρεπε να είχε λάβει ως ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας των 30 ημερών, την ημερομηνία λήψης της ειδοποίησης/απόφασης που έλαβαν γνώση οι Αιτητές, ήτοι την 30/03/17.  Συνεπώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά το Άρθρο 75(3) του Κεφ. 224, αφού στο άρθρο χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η βεβαίωση ταχυδρόμησης είναι εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την ταχυδρόμηση της ειδοποίησης.

 

Το άρθρο 75(3) θεωρώ ότι είναι σαφές στο τι προνοεί, ήτοι καθορίζει «ότι η ημερομηνία ταχυδρόμησης της επιστολής θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία δίνεται ή διενεργείται η ειδοποίηση ή η κοινοποίηση». Άρα επί του προκειμένου η κοινοποίηση της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου έγινε με την ταχυδρόμηση της στις 27.3.17 και η καταχώρηση της αίτησης στο ΠΔ στις στις 2.5.17 ήταν εκπρόθεσμη και εκτός των πλαισίων της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας. 

 

Από μία ανάγνωση της εν λόγω απόφασης φαίνεται ότι το ΠΔ δεν υπεισήλθε στην εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η έφεση αφορά μια απορριπτική απόφαση με την οποία δεν επιβάλλεται στους Εφεσείοντες/Αιτητές καμία διαταγή και/ή θετική και άμεση υποχρέωση, παρά μόνο αναφορικά με το θέμα των εξόδων. Δεν είναι δυνατή η αναστολή άρνησης χορήγησης θεραπείας εφόσον δεν επιβάλλεται οτιδήποτε προς εκτέλεση, ούτε ζητείται με την υπό κρίση αίτηση η αναστολή οποιωνδήποτε διαδικασιών ή ενεργειών του Κτηματολογίου στα πλαίσια της διαδικασίας αναγκαστικού εκσυγχρονισμού της εγγραφής αναφορικά με το ακίνητο. Η απόφαση ημερ. 01/02/2023 δεν διατάζει το Κτηματολόγιο να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.

 

Όσο δε αφορά το είδος των αποφάσεων που υπόκεινται σε αναστολή, έχει νομολογηθεί ότι το αντικείμενο της σχετικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου είναι η αναστολή θετικής και άμεσης υποχρέωσης ή καθήκοντος το οποίο επιβάλλεται από την απόφαση η οποία εφεσιβάλλεται (δική μου η υπογράμμιση). Αντικείμενο λοιπόν της αναστολής είναι η υποχρέωση ή καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης (βλ.Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Λύρα κ.α. (1997) 1Γ Α.Α.Δ 1384), Μ.Δημητρούδης v Α. Λουγκρίδη, (2011), 1 ΑΑΔ, 687 όπου επαναλήφθηκαν τα πιο πάνω και ότι η πρωτόδικη απόφαση της οποίας επιδιώκεται η αναστολή απαιτεί την λήψη συγκεκριμένης ενέργειας από τον εφεσίβλητο ώστε να επιτευχθεί η άρση της κατάθεσης της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο. Επίσης σχετική και η In re E.S (an Infant) 1986, 1 CLR 119).

 

Ακόμη στην Γρ.Θαλασσινός (1995) 1 ΑΑΔ, 290 αναφέρθηκε ότι «η απόρριψη δικαστικής διαδικασίας φερ' ειπείν αγωγής είναι δυνατό να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση που η απορριπτική απόφαση επιβάλλει κάποια θετική και άμεση υποχρέωση στον εφεσείοντα, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναστολής. Στην ίδια λέγονται τα εξής: «για επίλυση του θέματος είναι πιστεύω θεμιτό να δανεισθoύμε κανόνες που εφαρμόζουν στο ίδιο θέμα άλλες δικαιοδοσίες (βλ.προσφυγή αρ. 948/88 Μάριος Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/6/91). Στον τομέα του διοικητικού δικαίου δε χορηγείται κατά κανόνα αναστολή εκτέλεσης πράξης αρνητικού περιεχομένου ή στην περίπτωση που η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη για έλλειψη νομιμοποίησης (βλέπε προσφυγή αρ. 578/93 Δήμος Έγκωμης ν. Κυπριακή Δημοκρατίας ημερ.20/3/95, Otto vLindford [1881] 18 Ch.D. 394, 395. 

Αναφορικά με το αποτέλεσμα της έφεσης θεωρώ ότι στα πλαίσια της παρούσας δεν μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή όχι αυτής.

 

Το πλαίσιο για τη διάγνωση της επιτυχίας της Έφεσης δεν μπορεί να είναι άλλο από την ακρόαση αυτής. Εν πάση δε περιπτώσει να υπομνησθεί ότι, ως έχει νομολογηθεί, οι προοπτικές επιτυχίας της Έφεσης είναι οριακής σημασίας και δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για την επιτυχία του υπό εξέταση αιτήματος αναστολής. Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για την προεξόφληση του αποτελέσματος της.

 

Συνακόλουθα θα συμφωνήσω με τους λόγους ένστασης (3, 4, 7, 8, 10) τους οποίους και αποδέχομαι.

 

Οι λόγοι ένστασης 2, 5, 6 και 9 αναφέρονται σε κατάχρηση εκ μέρους των αιτητών, ότι η αίτηση δεν καταχωρίστηκε εντός ευλόγου χρόνου αλλά με τεχνάσματα και με αλλότρια κίνητρα. 

 

Κατόπιν μελέτης των σχετικών με την αίτηση εγγράφων το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ως άνω Αίτηση/Έφεση καταχωρίστηκε από τους αιτητές το 2017, εκκρεμούσε ενώπιον του δικαστηρίου για πάνω από πέντε έτη, ήτοι μέχρι και την 1.2.23 που εκδόθηκε η απόφαση του ΠΔ η οποία εφεσιβλήθηκε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να προχωρήσει ο διαχωρισμός του επίδικου ακινήτου σύμφωνα με την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Οι Καθ’ ων η Αίτηση αναμένουν για περίοδο σχεδόν 10 χρόνων μετά από την κοινή με τους αιτητές υποβολή της αίτησης τους το 2014, την διαίρεση και διανομή του ακινήτου, ούτως ώστε να μπορέσουν να εκμεταλλευθούν την ιδιοκτησία τους.

 

Πέραν των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης έγινε στις 14.7.23 ήτοι καθυστέρησε αδικαιολόγητα σχεδόν 6 μήνες μετά την έκδοση της απόφασης του ΠΔ ημερομηνίας 01/02/2023, γεγονός που καταδεικνύει ότι εάν προσβάλλονταν οποιαδήποτε δικαιώματα των αιτητών αυτοί θα ενεργούσαν άμεσα και όχι μετά την παρέλευση τόσων μηνών και αφότου ως λένε ενημερώθηκαν για τις ενέργειες του Κτηματολογίου με την επιστολή ημερ.20.6.23 (τεκμ.7). Αυτοί δεν έδωσαν καμία εξήγηση ή αιτιολογία περί τούτου. Ειδικότερα παραδέχονται ουσιαστικά (στην παρ.21 της ένορκης δήλωσης του κ.V.Kur που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση) ότι αποφάσισαν να προχωρήσουν στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης όταν έλαβαν την εν λόγω επιστολή ότι η αίτηση θα προωθηθεί προς ολοκλήρωση της, εκτός εάν προσκομίσουν διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει το αντίθετο. Περαιτέρω διαπιστώνεται ότι ακόμη και μετά την πιο πάνω επιστολή ημερ.20.6.23 παρήλθε χρόνος 23 ημερών ούτως ώστε οι αιτητές να καταχωρήσουν την παρούσα αίτηση, ήτοι 14.7.23. Αυτό δεικνύει θα έλεγα ότι οι αιτητές λειτουργούν καταχρηστικά με απώτερο σκοπό να καθυστερήσουν περαιτέρω την διαδικασία εκσυγχρονισμού του ακινήτου και να παρεμποδίσουν τους καθ΄ων η αίτηση στην άσκηση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων.

 

Στην Α.Ιωσηφάκης v Aριστοδήμου (1990) 1 ΑΑΔ, 284 αναφέρθηκε ότι «η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης που επεκτείνεται σε ένα σχεδόν χρόνο, δεν εξηγείται. Είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη».

 

Συνακόλουθα έχοντας υπόψη μου όλα τα δεδομένα της παρούσας αποδέχομαι τους λόγους ένστασης 2, 5, 6 και 9 των καθ΄ων η αίτηση.

 

Το δικαστήριο κρίνει ότι δεν έχουν αποδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις από τους αιτητές οι οποίες να δικαιολογούν την παρέκκλιση από τον κανόνα εκτέλεσης εκδοθέντων αποφάσεων. Οι γενικές και αόριστες αναφορές των αιτητών περί πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς σε αυτούς δεν μπορούν να έχουν καμία βαρύτητα ή αξία, εφ’ όσον οι ίδιοι έχουν και το σχετικό βάρος απόδειξης και δεν δικαιολόγησαν επαρκώς γιατί σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις έχουν καθυστερήσει να προβούν στα ενδεικνυόμενα μέτρα, ως όφειλαν.

 

Για το ίδιο θέμα της μη ύπαρξης των εξαιρετικών περιστάσεων αλλά και της μη πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην Αιτήτρια είχε επισημανθεί στην Θεοφάνους v Γεωργίου, πολιτική έφεση 251/14, 19.2.16 ότι:

 

«Η ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης είναι ουσιαστικό στοιχείο. Θεωρούμε όμως ότι στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια δεν δίδει επαρκείς λεπτομέρειες, έτσι ώστε να καταδεικνύεται η αναγκαιότητα αναστολής της απόφασης λόγω ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων».

 

Όσα επικαλείται ο ενόρκως δηλών στην παράγραφο 17 της ένορκης δήλωσης του θεωρώ ότι είναι άσχετα με το αντικείμενο της υπό εξέταση αίτησης και η ουσία επί του προκειμένου είναι η διαίρεση και η διανομή του ακινήτου καθώς και η έκδοση ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας, ως η απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 21/03/2017, την υλοποίηση της οποίας οι αιτητές προσπαθούν να εμποδίσουν με κάθε τρόπο ούτως ώστε να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, εγκλωβίζοντας στην ουσία τους καθ΄ων η αίτηση από του να οικειοποιηθούν την περιουσία τους.

 

Επίσης δεν διαβλέπω πώς μπορεί να επηρεάσουν την κατάσταση πραγμάτων αφ΄ης στιγμής όλα ξεκίνησαν από την από κοινού αίτηση τους για διαχωρισμό του ακινήτου.

 

Περαιτέρω αναφορικά με τις θέσεις των αιτητών (σημείο 3 της παραγράφου 17 της ΕΔ Kur) ότι οι καθ’ ων η αίτηση το 2010 και 2011 παράνομα υποθήκευσαν το ακίνητο αυτοί δεν παρουσίασαν επαρκή στοιχεία για να εξακριβωθούν οι συνθήκες υπογραφής αυτών και σε κάθε περίπτωση είναι άξιον αναφοράς ότι αυτές οι υποθήκες είναι προγενέστερες της αίτησης διαίρεσης, η οποία υποβλήθηκε το 2014 από τα μέρη.

 

Εφόσον η παρούσα περίπτωση δεν είναι η κατάλληλη για έκδοση διαταγής για την αναστολή της εκτέλεσης το Δικαστήριο δεν θα επιλέξει οποιουσδήποτε όρους για να τεθεί σε ισχύ η διαταγή της αναστολής.

 

Μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων και υπό το φως των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής μου εξουσίας και συμφωνώντας με τις θέσεις των καθ’ ων η αίτηση κρίνω ότι οι αιτητές δεν έχουν παρουσιάσει στο Δικαστήριο τέτοια γεγονότα ή στοιχεία που να γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της επίδικης απόφασης. Επίσης δεν θεωρώ ότι εάν εκτελεστεί η απόφαση ημερ.1.2.23 θα είναι δύσκολο και αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη με την τυχόν επιτυχή κατάληξη της έφεσης τους.

 

Αντίθετα θεωρώ ότι η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, θα προκαλέσει περαιτέρω καθυστέρηση στη διαδικασία για τον διαχωρισμό του επίδικου ακινήτου, ως η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου, η οποία εκκρεμεί για δέκα χρόνια περίπου.

 

Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται με  έξοδα υπέρ των καθ’ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                                    (Υπ.)………………………………….

                                                                                         Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο