ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  218/2018

 

Μεταξύ:-

1.    Zavos Race – City Co Ltd

2.    D. Zavos Group Management Services Limited

Εναγόντων

- και -

 

Natalija Scastnaja

Εναγομένης

 

Ημερομηνία: 14η Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες: κος Π. Γεωργίου Πουνής για Παναγιώτης Π. Κλεοβούλου

Για τον Εναγόμενη: κος Μ. Γαβριηλίδης για Γαβριηλίδης & Τιμοθέου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα Αγωγή, η οποία, εκ συμφώνου, εκδικάστηκε με τη μέθοδο της ταχείας εκδίκασης, οι Ενάγουσες αξιώνουν από την Εναγομένη ποσό €10.650,42, ως υπόλοιπο οφειλόμενων ενοικίων και απλήρωτων λογαριασμών. Η βασική υπεράσπιση της Εναγομένης είναι ότι υπέγραψε το επίδικο ενοικιαστήριο έγγραφο ως αντιπρόσωπος τρίτου προσώπου.

 

ΤΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

 

Σύμφωνα με το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο, οι Ενάγουσες ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιρειών («ο Όμιλος»), ο οποίος ασχολείται με την ανάπτυξη και αξιοποίηση ακινήτων. Η Ενάγουσα 1 δύναται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια διαμερίσματος (το «Διαμέρισμα») στο κτηριακό συγκρότημα με το όνομα «Zavos Aqua Park Resort» στη Λεμεσό (το «Συγκρότημα») και, δυνάμει συμφωνίας ανέθεσε στην Ενάγουσα 2 την εκμίσθωσή του. Περί τις 13/05/2016, δυνάμει ενοικιαστήριου εγγράφου (το «Ενοικιαστήριο») η Ενάγουσα 2 εκμίσθωσε στην Εναγόμενη το Διαμέρισμα για ένα έτος, από την 13/05/2016 μέχρι την 12/05/2017,  με δικαίωμα ανανέωσης, έναντι μηνιαίου ενοικίου €900 πλέον €100 ως κοινόχρηστα. Ήταν επίσης ρητός όρος του Ενοικιαστήριου ότι, η Εναγόμενη θα πλήρωνε τους λογαριασμούς υδατοπρομήθειας, ηλεκτρικού ρεύματος και δημοτικών τελών.

 

Από τον Ιανουάριο 2017 και εξής η Εναγόμενη παρέλειψε να πληρώσει τα ενοίκια και λογαριασμούς. Περί τις 7/11/2017, η Ενάγουσα 2 απέστειλε στην Εναγομένη επιστολή απαίτησης, μετά τη λήψη της οποίας, η Εναγομένη εγκατέλειψε το Διαμέρισμα, χωρίς να πληρώσει τις οφειλές της. Ως εκ τούτου, οι Ενάγουσες καταχώρισαν την υπό εξέταση Αγωγή και αξιώνουν εναντίον της Εναγομένης συνολικό ποσό €10.650,43, ως υπόλοιπο 10 απλήρωτων μηνιαίων ενοικίων (€9.000), τελών κοινοχρήστων (€1000), λογαριασμούς υδατοπρομήθειας (€183,75), δημοτικά τέλη σκυβάλων (€120) και λογαριασμό ρεύματος (€346,67), πλέον νόμιμο τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α.

 

Με την Υπεράσπισή της η Εναγόμενη εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη, υποστηρίζει ότι δεν ήταν ενοικιάστρια του Διαμερίσματος, καθότι υπέγραψε εκ μέρους κάποιας Samar El Oud και με την δεύτερη, υποστηρίζει ότι η Ενάγουσα 1 εμποδίζεται να εγείρει την Αγωγή, καθότι δεν είναι ιδιοκτήτρια του Διαμερίσματος. Άνευ βλάβης των προδικαστικών ενστάσεων, παραδέχεται μόνο ότι οι Ενάγουσες ανήκουν στον ίδιο Όμιλο και ότι υπέγραψε στις 13/05/2016 συμφωνία με την Ενάγουσα 2. Υποστηρίζει όμως ότι υπέγραψε ως εκπρόσωπος της Samar El Oud. Αρνείται και απορρίπτει τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των Εναγουσών, περιλαμβανομένων και των όρων του Ενοικιαστήριου και τις καλεί σε απόδειξή τους. Σε σχέση με τα αξιούμενα ποσά, υποστηρίζει ότι, εάν αυτά οφείλονται, οι Ενάγουσες πρέπει να τα ζητήσουν από την ενοικιάστρια του Διαμερίσματος,  που ήταν η Samar El Oud.

 

Με την Απάντησή τους, οι Ενάγουσες αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης της Εναγομένης, περιλαμβανομένων των προδικαστικών ενστάσεων και του ισχυρισμού ότι ο Ενοικιαστήριο υπεγράφη εκ μέρους της Samar El Oud και εμμένουν στις θέσεις και στις αξιώσεις τους.

 

Η ΑΚΡΟΑΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Παρόλο που το αξιούμενο με την Αγωγή ποσό υπερβαίνει τις €3.000, εντούτοις με την συναίνεση αμφότερων των μερών[1] ακολουθήθηκε πορεία ταχείας εκδίκασης, ως προβλέπεται στην Διαταγή 30 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, ως τροποποιήθηκε (στο εξής ο «ΠΔΔΚ»). Η Ακρόαση διεξήχθη στη βάση της γραπτής μαρτυρίας που προσκόμισαν τα μέρη και αντεξέτασης αμφότερων των μαρτύρων, δυνάμει της Δ.30 θ.7.

 

Προς υποστήριξη της αξίωσης των Εναγουσών, κατατέθηκε στις 22/09/2022 Γραπτή Δήλωση του Χρίστου Κωνσταντίνου (ΜΕ1)[2], υπαλλήλου του Ομίλου, η οποία συνοδεύεται από 15 τεκμήρια. Προς υποστήριξη της Υπεράσπισής της, η Εναγόμενη κατέθεσε στις 09/12/2022 Γραπτή Δήλωση (ΜΥ1), η οποία συνοδεύεται από 9 τεκμήρια. Κατόπιν εκατέρωθεν αιτημάτων αντεξέτασης και διευκρινίσεων, εκδόθηκε στις 15/05/2023 διάταγμα αντεξέτασης αμφότερων των μαρτύρων επί καθορισθέντων σημείων. Οι δικηγόροι των μερών προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτώς τις αγορεύσεις τους και αγόρευσαν προφορικά.

 

Η μαρτυρία των Εναγουσών

 

Ο ΜΕ1 είναι υπάλληλος του Ομίλου και η μαρτυρία του προέρχεται από την μελέτη του φακέλου των Εναγουσών. Σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την διαχείριση του Συγκροτήματος, ανέφερε ότι η Ενάγουσα 1 είναι ιδιοκτήτρια των οικοπέδων επί των οποίων ανηγέρθη το Συγκρότημα και ότι δεν έχουν εκδοθεί ακόμα ξεχωριστοί τίτλοι για κάθε διαμέρισμα. Μετά την καταχώριση της Αγωγής, η Ενάγουσα 1 μετονομάστηκε σε Kerias Race City Co Ltd. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 αντίγραφο πιστοποιητικού αλλαγής ονόματος και ως Τεκμήριο 2 αντίγραφα πιστοποιητικών τίτλων ιδιοκτησίας. Δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 03/01/2012 μεταξύ των Εναγουσών (Τεκμήριο 3), η Ενάγουσα 1 εκχώρησε στην Ενάγουσα 2 τα δικαιώματά της επί του Συγκροτήματος και η Ενάγουσα 2 ανέλαβε τη συντήρηση του Συγκροτήματος και την εποπτεία των πληρωμών διαχείρισης και συντήρησης. Το 2012 το Διαμέρισμα πωλήθηκε σε τρίτο πρόσωπο, αλλά το δικαίωμα διαχείρισης και ενοικίασης παρέμεινε στην Ενάγουσα 2. Επίσης, μέχρι την έκδοση ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας, νόμιμη ιδιοκτήτρια εξακολουθεί να είναι η Ενάγουσα 1.

 

Σε σχέση με την επίδικη ενοικίαση ανέφερε ότι η Ενάγουσα 2, ως η έχουσα το δικαίωμα εκμίσθωσης του Διαμερίσματος, εκμίσθωσε στην Εναγομένη το Διαμέρισμα, δυνάμει του Ενοικιαστήριου ημερομηνίας 13/05/2016 (Τεκμήριο 4). Η διάρκεια ενοικίασης ήταν ενός έτους, από την 13/05/2016 μέχρι την 12/05/2017, με δικαίωμα ανανέωσης για ακόμα ένα έτος με τους ίδιου όρους, μηνιαίο ενοίκιο €900, πλέον €100 μηνιαία συνεισφορά στις κοινόχρηστες δαπάνες. Η Εναγόμενη θα όφειλε επίσης να πληρώνει τους λογαριασμούς υδατοπρομήθειας, ηλεκτρικού ρεύματος, τέλη σκυβάλων και τον λογαριασμό της διαδικτυακής σύνδεσης.

 

Από τον Ιανουάριο 2017, η Εναγόμενη παρέλειπε να πληρώνει τα ενοίκια, τα κοινόχρηστα και τους λογαριασμού και στις 7/11/2017 ο λογαριασμός της παρουσίαζε υπόλοιπο €10.303,77. Προς τούτο η Ενάγουσα 2 απέστειλε επιστολή, μέσω των δικηγόρων της, αξιώνοντας την εξόφλησή του. Η επιστολή με την ένορκη δήλωση επίδοσής της στην Εναγομένη, μέσω ιδιώτη επιδότη, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5.

 

Στις 14/11/2017 η Εναγόμενη παρέδωσε κατοχή του Διαμερίσματος, χωρίς να εξοφλήσει τις οφειλές της. Μεταγενέστερα, παρελήφθη λογαριασμός ηλεκτροδότησης ύψους €346,67, ανεβάζοντας την οφειλή στις €10.650,47. Η κατάσταση οφειλών κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6. Κατατέθηκε επίσης ως Τεκμήριο 7 απόδειξη παραλαβής του Διαμερίσματος (inventory list) ημερομηνίας 13/05/2016 και ως Τεκμήριο 8 απόδειξη παράδοσης της κατοχής του, ημερομηνίας 14/11/2017. Σύμφωνα με τον ΜΕ1, τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι η Εναγόμενη, αδιαλείπτως, από την έναρξη της ενοικίασης μέχρι την παράδοση της κατοχής ήταν η κάτοχος του Διαμερίσματος.

 

Ο ΜΕ1 διέψευσε τον ισχυρισμό της Εναγομένης ότι εκπροσωπούσε κάποια Samar El Oud (η «Samar»), χαρακτηρίζοντάς τον ως πρόφαση για να αποφύγει την οφειλή της και υποστήριξε ότι κατά καιρούς εμφανίστηκαν διάφορα πρόσωπα να διαμένουν στο Διαμέρισμα και να πληρώνουν οφειλές, μεταξύ των οποίων και η Samar. Επικαλούμενος πληροφόρηση από το λογιστήριο των Εναγουσών, ανέφερε ότι η Εναγόμενη είχε αναφέρει, όταν ενοικίασε το Διαμέρισμα, ότι είχε μεγάλη οικογένεια από τον Λίβανο και ότι κατά καιρούς θα φιλοξενούσε συγγενείς της στο Διαμέρισμα.

 

Όπως, επίσης, πληροφορήθηκε από το λογιστήριο, συγγενείς της Εναγομένης με τα ονόματα Samar, Ahmad, Hasan και Leila, κατά καιρούς επισκέφθηκαν τα γραφεία των Εναγουσών και πλήρωσαν ενοίκια και οφειλές για λογαριασμό της Εναγομένης. Το λογιστήριο λάμβανε τις πληρωμές και, ανυποψίαστο και λόγω άγνοιας, εξέδιδε απόδειξη στο όνομα του προσώπου που πλήρωνε, χωρίς να αναγράφει ότι λάμβανε τις πληρωμές για λογαριασμό της Εναγομένης. Ομοίως, κατά καιρούς αποστέλλονταν στα πρόσωπα αυτά καταστάσεις λογαριασμών, αποδείξεις ή αλληλογραφία, χωρίς πρόθεση από μέρους της Ενάγουσας 2 να προσδώσει στα πιο πάνω πρόσωπα συμβατική σχέση. Κατά καιρούς, έγιναν προτάσεις από μέρους των συγγενών της Εναγομένης για αλλαγή του Ενοικιαστήριου. Η Ενάγουσα 2 δεν θα είχε πρόβλημα να αποδεχθεί τέτοια αλλαγή, όμως η αλλαγή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε και από την αρχή μέχρι το τέλος της ενοικίασης ενοικιάστρια παρέμεινε η Εναγόμενη.

 

Περαιτέρω, ο ΜΕ1 παραθέτει και σχολιάζει έγγραφα περιλαμβανομένων αποδείξεων πληρωμής ενοικίων, λογαριασμών και αλληλογραφίας (Τεκμήρια 9 – 15),  που αποκαλύφθηκαν από την πλευρά της Εναγομένης και καταδεικνύουν την εμπλοκή των άλλων προσώπων που αναφέρθηκαν ανωτέρω (Samar, Ahmad, Hasan και Leila) στην επίδικη ενοικίαση. Σχολιάζοντάς τα ο ΜΕ1 υποστηρίζει ότι ενοικιάστρια ήταν καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο η Εναγόμενη, αφού ουδέποτε έγινε αλλαγή ενοικιαστή και ότι η εμπλοκή των διαφόρων προσώπων που κατά καιρούς φιλοξενούσε η Εναγόμενη, έγινε για να ξεγελαστούν οι Ενάγουσες και ενδεχομένως το Τμήμα Μεταναστεύσεως.

 

Η μαρτυρία της Εναγομένης

 

Σύμφωνα με τη Γραπτή Δήλωση της, η ΜΥ1 τέλεσε γάμο στις 17/10/2007 με τον Hasan Ali Nasrat Abdallah και αμφότεροι απέκτησαν κυπριακή υπηκοότητα. Κατέθεσε πιστοποιητικό γάμου ως Τεκμήριο 1. Παραδέχεται ότι στις 13/05/2016 υπέγραψε το Ενοικιαστήριο, πλην όμως υποστηρίζει ότι ενεργούσε εκ μέρους και για λογαριασμό των Samar El Oud και Abdallah Leila, εις γνώση και με τη σύμφωνη γνώμη των Εναγουσών. Περί το 2016 οι Samar και Leila ήρθαν στην Κύπρο για πολυήμερες διακοπές και ήθελαν να είχαν για ένα χρόνο ένα διαμέρισμα για να διαμένουν πηγαινοερχόμενες από τον Λίβανο στην Κύπρο, χωρίς να αναζητούν κάθε φορά ξενοδοχεία. Όπως τους ενημέρωσαν οι Ενάγουσες, θα δημιουργείτο τεράστια ταλαιπωρία αν γινόταν επ’ ονόματί τους ενοικιαστήριο έγγραφο και θα έπρεπε να καταβάλουν διάφορες εγγυήσεις. Ως εκ τούτου τις συμβούλευσαν να βρουν κάποιο πρόσωπο, ώστε να γινόταν το συμβόλαιο επ’ ονόματί του απλά τυπικά.

 

Επικοινώνησαν μαζί της και διευθετήθηκε συνάντηση με υπάλληλο του Ομίλου και αφού έγιναν διάφορες συζητήσεις και διαβεβαιώσεις από την υπάλληλο των Εναγόντων ότι δεν θα είχε η Εναγόμενη οποιαδήποτε σχέση με τις Ενάγουσες και ούτε θα δημιουργούνταν υποχρεώσεις στο πρόσωπό της, ούτε θα υποχρεούτο να καταβάλει ενοίκιο ή να εξοφλήσει οποιοδήποτε λογαριασμό, υπέγραψε το Ενοικιαστήριο και οι Samar και Leila έλαβαν την κατοχή σε χρόνο που η ίδια δεν γνώριζε. Η υπάλληλος των Εναγουσών της είχε δώσει και άλλα έγγραφα να υπογράψει, αναφέροντάς της ότι δεν ήταν σημαντικά, αλλά τυπικά.

 

Έκτοτε ουδεμία ενημέρωση ή επικοινωνία είχε με τις Ενάγουσες και ουδέποτε έλαβε η ίδια την κατοχή του Διαμερίσματος. Από το 2016 διέμενε με τον σύζυγό της σε άλλη διεύθυνση και προς τούτο προσκόμισε, ως Τεκμήριο 2, βεβαίωση του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, στο όνομα του συζύγου της. Η ίδια δεν είχε στο όνομά της οποιοδήποτε λογαριασμό, όλοι ήταν στο όνομα του συζύγου της.

 

Περί τα τέλη του 2017 κλήθηκε από τις Ενάγουσες να πάει στο Διαμέρισμα για να τους παραδώσει τα κλειδιά. Τα προαναφερθέντα τρίτα πρόσωπα έφυγαν από την Κύπρο και επέστρεψαν στον Λίβανο, ως εξ αρχής θα έπρατταν, αφού είχαν έρθει για διακοπές. Φεύγοντας, πήραν μαζί τους τα κλειδιά του Διαμερίσματος και κατόπιν επικοινωνίας τους με τις Ενάγουσες, τα έστειλαν στην Εναγόμενη για να τα παραδώσει στις Ενάγουσες, όπως και έπραξε. Την ημέρα που κλήθηκε να παραδώσει τα κλειδιά, βρισκόταν εκεί ο επιδότης, ο οποίος της άφησε την επιστολή ημερομηνίας 7/11/2017.

 

Υποστηρίζει ότι οι ενέργειες των Εναγουσών έγιναν δόλια για να κατασκευάσουν εναντίον της υπόθεση, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις που είχαν εναντίον των άλλων δύο προσώπων. Υποστηρίζει, επίσης, ότι οι Ενάγουσες πλαστογράφησαν έγγραφο με τίτλο “Statement of Account” και το παρουσίασαν στο Δικαστήριο, αφού το μη πλαστογραφημένο έγγραφο αναγράφει ότι εκδόθηκε στο όνομα Samar El Oud και το δικό της όνομα προστέθηκε ως «φ/δι» (Τεκμήριο 3), ενώ στο παραποιημένο έγγραφο (Τεκμήριο 4) διαγράφηκε το όνομα Samar και παρουσιάστηκε μόνο το δικό της.

 

Κατέθεσε, επίσης, δέσμη αποδείξεων πληρωμής ενοικίων από τα πιο πάνω πρόσωπα, για τους μήνες Ιούνιο 2016 μέχρι και Ιανουάριο 2017 (Τεκμήριο 5). Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήριο 6 λογαριασμούς νερού ημερομηνίας 08/02/2017 και 20/10/2017 όπου αναγράφεται ως πελάτης η Samar El Oud και λογαριασμό της CYTA ημερομηνίας 31/10/2017 όπου αναγράφεται ως πελάτης η Abdallah Leila. Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήριο 7, επιστολή που δόθηκε στην Samar κατά τη σύναψη της ενοικίασης και περιέχει πληροφορίες για τον ενοικιαστή και ως Τεκμήριο 8 αλληλογραφία υπαλλήλου των Εναγουσών με παραλήπτες τις Samar και Leila, ημερομηνίας 10/02/2017 και τον Ahmad ημερομηνίας 5/10/2017. Υποστηρίζει ότι στα μηνύματα του Τεκμηρίου 8 δεν έγινε καμία αναφορά στο πρόσωπό της ούτε της κοινοποιήθηκαν. Υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι, ενόσω τα πιο πάνω πρόσωπα βρίσκονταν στην Δημοκρατία, οι Ενάγουσες επικοινωνούσαν μόνο μαζί τους και στράφηκαν εναντίον της μόνο όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την απαίτησή τους εναντίον εκείνων. Παρουσίασε, επίσης, ως Τεκμήριο 9, επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 20/02/2020, με την οποία στάληκαν τα Τεκμήρια 3 και 7 στους δικηγόρους των Εναγουσών.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Η παρούσα υπόθεση, ως πολιτική, κρίνεται επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 ΑΑΔ 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν (Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530). Η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (Χάρης Χρίστου νΕυγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454, Mossa Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 165). Αυτή όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι (Mohamed Shahin Haisan Fawzy ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266)  και εφόσον η επιλογή αυτή αιτιολογείται σαφώς (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Iωάννου Γεώργιος ν. Γεώργιου Kουννίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1215).

 

Η αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας γίνεται προκειμένου να προβεί το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως βάση να εξετάσει, στη συνέχεια, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται (Barry Wynne ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138). Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης. Συνήθως, θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, 1084, Barry Wynne v Mavronicola (ανωτέρω)). 

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση την σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, με αντιπαραβολή των θέσεων κάθε πλευράς και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία (Ομήρου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), πάντοτε υπό το πρίσμα και το αυστηρό πλαίσιο των δικογραφημένων ισχυρισμών, ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (βλ. Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Π.Ε. 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:C35). Λαμβάνεται επίσης υπόψη η συνολική εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο ένας μάρτυρας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, στη βάση των αντιδράσεων, του τρόπου που απαντά και συμπεριφέρεται (& A  Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273), χωρίς η εντύπωση αυτή να μπορεί να αποτελέσει όμως τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή μιας μαρτυρίας (Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797).

 

Μαρτυρία του ΜΕ1

 

Ο ΜΕ1 μου έκανε γενικά καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Απαντούσε με ειλικρίνεια, σαφήνεια και ευθύτητα και επεξηγούσε τις θέσεις του με επάρκεια και παραπομπή στα τεκμήρια. Η προσωπική του γνώση, όμως, ήταν περιορισμένη, εξ ου και παρέπεμπε είτε στα τεκμήρια, είτε σε αναφορές τρίτων προσώπων, είτε, κάποιες φορές, προέβαινε σε υποθέσεις, οι οποίες, βεβαίως, δεν θα ληφθούν υπ’ όψη. Ο τρόπος με τον οποίο απαντούσε ήταν καθόλα ειλικρινής και καθιστούσε σαφή την πηγή της γνώσης του ή κατά πόσο απαντούσε υποθετικά και εύκολα μπορεί να γίνει η διάκριση.

 

Ο ΜΕ1 προσλήφθηκε στην υπηρεσία των Εναγουσών μετά τον επίδικο χρόνο και η μαρτυρία που προσέφερε ήταν εξ ακοής, βασισμένη, κυρίως, στα έγγραφα των Εναγουσών. Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης κατά την αξιολόγησή της (βλ. Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ v.  Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου (2016) 1 Α.Α.Δ. 1779). Στην προκειμένη περίπτωση δόθηκε ικανοποιητική, για το Δικαστήριο, εξήγηση για την ανάγκη προσκόμισης μαρτυρίας από τον ΜΕ1. Το πρόσωπο που είχε απευθείας επικοινωνία με την Εναγομένη και τα διάφορα πρόσωπα που η Εναγόμενη κατονόμασε κατέθεσε, αρχικώς, Γραπτή Μαρτυρία, όμως, επειδή λόγω ασθένειας δεν θα μπορούσε να προσέλθει για να αντεξεταστεί, κατατέθηκε η μαρτυρία του ΜΕ1, η οποία αντανακλά την προηγούμενη.

 

Πέραν της πιο πάνω εξήγησης, η μαρτυρία του ΜΕ1 υποστηρίζεται από σχετικά τεκμήρια, η ύπαρξη και υπογραφή των οποίων δεν αμφισβητείται και απλώς δίδεται από την Εναγόμενη διαφορετική ερμηνεία. Το ίδιο συμβαίνει και με ουσιώδη γεγονότα. Τα μέρη συμφωνούν στα κύρια γεγονότα, δίδοντας όμως διαφορετική ερμηνεία σε επί μέρους ζητήματα, η οποία θα αξιολογηθεί νομικά. Ενδεικτικά, η υπογραφή των ουσιωδών εγγράφων από την Εναγόμενη είναι παραδεκτή. Παραδεκτή είναι και η εμπλοκή τρίτων προσώπων στην κατοχή και χρήση του Διαμερίσματος και στις πληρωμές που γίνονταν, καθώς και η έκδοση αποδείξεων επ’ ονόματι τρίτων προσώπων.

 

Επομένως, η μαρτυρία του ΜΕ1 δεν θα απορριφθεί εκ μόνου του λόγου ότι συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και γίνεται αποδεκτή στον βαθμό που υποστηρίζεται και προκύπτει από τα Τεκμήρια που κατέθεσε. Συνοπτικά, γίνεται αποδεκτό ότι η Εναγόμενη, στις 13/05/2016 υπέγραψε το επίδικο Ενοικιαστήριο (Τεκμήριο 4), μαζί με απόδειξη παραλαβής του Διαμερίσματος (inventory list) (Τεκμήριο 7). Στις 14/11/2017 παρέλαβε την επιστολή απαίτησης ημερομηνίας 7/11/2017 (Τεκμήριο 5), παρέδωσε τα κλειδιά του Διαμερίσματος σε εκπρόσωπο της Ενάγουσας 2 και υπέγραψε απόδειξη παράδοσης της κατοχής του (Τεκμήριο 8). 

 

Γίνεται, επίσης, αποδεκτή η θέση του ότι επικρατούσε σύγχυση στο λογιστήριο της Ενάγουσας 2, ως προς το ποιοι διέμεναν και πλήρωναν τους λογαριασμούς, γεγονός, το οποίο προκύπτει και από τα διάφορα ονόματα που παρουσιάζονται σε αποδείξεις και σε αλληλογραφία που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια. Γίνεται, επίσης, αποδεκτή η θέση ότι οι αποδείξεις πληρωμής ενοικίων εκδίδονταν κάθε φορά στο όνομα του προσώπου που πλήρωνε, όπως στο όνομα Samar και στα ονόματα Samar & Leila (βλ. Τεκμήριο 12 της μαρτυρίας του ΜΕ1 και Τεκμήριο 5 στη μαρτυρία της Εναγομένης). Επίσης, η Ενάγουσα 2 αξίωνε πληρωμή από διάφορα πρόσωπα όπως την Leila, τον Ahmed και τον Hasan (βλ. Τεκμήρια 10, 11 και 15).  

 

Αποδεκτές δεν γίνονται μόνο οι θέσεις του ΜΕ1 που αφορούν εικασίες ως προς τα κίνητρα και προθέσεις των προσώπων που κατονομάζονται στην υπόθεση, επειδή αφενός δεν είναι επίδικα και αφετέρου οι σχετικές αναφορές δεν στοιχειοθετήθηκαν και παρέμειναν μετέωρες.

 

Μαρτυρία της Εναγομένης

 

Στρέφομαι τώρα στην μαρτυρία της Εναγομένης. Η υπογραφή του Ενοικιαστήριου από την ίδια δεν αμφισβητείται. Γίνετα παραδεκτή στην παράγραφο 7 της Υπεράσπισής της και στην παράγραφο 3 της Γραπτής της Δήλωσης. Δεν αμφισβητείται ούτε η υπογραφή του Τεκμηρίου 7. Εκείνο που, εν προκειμένω, υποστηρίζει η Εναγομένη ήταν ότι υπέγραψε το  Ενοικιαστήριο ως αντιπρόσωπος άλλων προσώπων και ότι ουδέποτε έλαβε κατοχή του Διαμερίσματος. Δεν αμφισβητείται, επίσης, ούτε η παραλαβή της επιστολής απαίτησης ημερομηνίας 7/11/2017 (Τεκμήριο 5), ούτε ότι η Εναγόμενη παρέδωσε τα κλειδιά του επίδικου Διαμερίσματος, ούτε ότι υπέγραψε την απόδειξη παράδοσης της κατοχής του Διαμερίσματος (Τεκμήριο 8). Εκείνο που προβάλλει είναι ότι υπέγραφε τυπικά, χωρίς να αντιλαμβάνεται τι υπέγραψε, λαμβάνοντας διαβεβαιώσεις από την πλευρά των Εναγουσών ότι δεν θα είχε η ίδια οποιαδήποτε ευθύνη και ότι υπόλογοι θα ήταν οι «πραγματικοί ενοικιαστές».

 

Η Εναγόμενη δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Κατά την αντεξέτασή της, δεν απαντούσε με ευθύτητα και αμεσότητα αλλά με υπεκφυγές. Διαφάνηκε ότι προσπαθούσε να αποκρύψει ουσιώδη στοιχεία, απέφευγε να απαντά επί της ουσίας και η όλη μαρτυρία της, σε συνάρτηση με τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα και έγγραφα δεν πείθει, ενώ σε αρκετά σημεία προέβαλε ισχυρισμούς που δεν δικογραφήθηκαν, αλλά και ισχυρισμούς που δεν είναι νομικά αποδεκτοί.

 

Αντεξεταζόμενη παρουσίασε τον εαυτό της ως ένα άβουλο άτομο που απλώς έκανε ό,τι της έλεγαν αφενός οι εκπρόσωποι των Εναγουσών και αφετέρου ο σύζυγος της και οι συγγενείς του, χωρίς η ίδια να γνωρίζει οτιδήποτε από όσα διαλαμβάνονταν. Επειδή δεν γνώριζε και δεν διερευνούσε περαιτέρω, θεωρούσε ότι μπορούσε να υπογράφει συμφωνίες και έγγραφα, χωρίς να δεσμεύεται από αυτά και χωρίς να υπέχει οποιεσδήποτε νομικές συνέπειες για όσα υπέγραφε. Δεν έδωσε την εντύπωση ατόμου που στερείται αντιληπτικής ικανότητα, αλλά ατόμου που απλώς προσπαθούσε να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Παραθέτω ενδεικτικά κάποια παραδείγματα.

 

Ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το Ενοικιαστήριο επειδή εκπρόσωπος των Εναγουσών της είπε ότι θα ήταν πιο βολικό να υπογράψει εκείνη που διέμενε στην Κύπρο, αντί τα πρόσωπα που, ως ισχυρίστηκε αντιπροσώπευε (Samar και Leila) για να είναι πιο χαμηλή η προκαταβολή (deposit) για το ενοίκιο και το ρεύμα. Δεν ήταν όμως σε θέση να εξηγήσει για ποιον και γιατί θα ήταν πιο βολικό να υπέγραφε εκείνη, ούτε αν τα πρόσωπα αυτά είχαν ανάγκη να εξοικονομήσουν χρήματα. Υποστήριξε ότι, εκπρόσωπος των Εναγουσών της είπε να υπογράψει «τυπικά» διάφορα έγγραφα και τα υπέγραψε χωρίς να αντιληφθεί τι υπέγραφε. Όταν ρωτήθηκε, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τι εννοούσε με τον όρο «τυπικά» και «τυπικά έγγραφα». Υποστήριξε ότι συμφωνήθηκαν όλα με τη Samar και ότι εκείνη απλώς πήγε να υπογράψει, με την εντύπωση ότι δεν θα είχε καμία υποχρέωση ή επίπτωση. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε ποιος βρήκε το επίδικο Διαμέρισμα και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ποιος την έφερε σε επαφή με τις Ενάγουσες και απάντησε απλώς «μέσω του άντρα μου».

 

Τον Νοέμβριο παρέδωσε εκείνη τα κλειδιά του Διαμερίσματος στις Ενάγουσες, παρέλαβε επιστολή απαίτησης (Τεκμήριο 5) και υπέγραψε απόδειξη παράδοσης της κατοχής του Διαμερίσματος (Τεκμήριο 8) αλλά και πάλι παρουσιάστηκε ανήξερη να εξηγήσει τι ακριβώς είχε γίνει. Κάποιοι συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, κάποιος έφερε τα κλειδιά του Διαμερίσματος από τον Λίβανο, κάποιος τα έδωσε στον σύζυγό της, εκείνος στην ίδια, κάποιος της είπε να τα πάρει στον Ζαβό κλπ. Όταν πήγε στο Διαμέρισμα, της επέδωσαν κάποια έγγραφα, πάλι δεν ήξερε τι έγγραφα ήταν αυτά και υποστήριξε ότι το γεγονός ότι την βρήκαν και της έδωσαν έγγραφα δεν σημαίνει ότι είχε καμία σχέση με αυτή την ιστορία. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί οι Samar και Leila δεν έστειλαν τα κλειδιά απευθείας στις Ενάγουσες και όταν ερωτήθηκε αν είχε κάποιο αποδεικτικό ότι ζητήθηκαν τα κλειδιά από τις Samar και Leila δεν ήξερε να απαντήσει και παρέπεμψε στον σύζυγό της. Όταν της υπεβλήθη ότι ο σύζυγός της και η Leila κατά καιρούς ζήτησαν να αλλάξει το όνομα του ενοικιαστή στο Ενοικιαστήριο, υποστήριξε ότι δεν γνώριζε κάτι. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, εκείνη δεν είχε ιδέα τι γινόταν σε αυτό το σπίτι.

 

Από την μαρτυρία της κατέστη εμφανής η προσπάθειά της να αποποιηθεί κάθε ευθύνης για όσα υπέγραψε. Η θέση που επανέλαβε σε αρκετές περιπτώσεις ήταν ότι απλώς υπέγραψε έγγραφα επειδή της είπαν ότι ήταν τυπικά και δεν θα είχε ευθύνη. Οι θέσεις αυτές, βεβαίως δεν γίνονται αποδεκτές για τρεις, κυρίως, λόγους. Εν πρώτοις, λόγω της κρίσης του Δικαστηρίου ότι η μάρτυρας αυτή δεν είναι αξιόπιστη.

 

Δεύτερο, επειδή οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν δικογραφηθεί. Το μόνο που δικογραφείται στην Υπεράσπιση της Εναγομένης είναι ότι υπέγραψε το επίδικο Ενοικιαστήριο ως εκπρόσωπος της Samar El Oud, η οποία ήταν η ενοικιάστρια του επίδικου ακινήτου. Ως γνωστό, η δίκη διατρέχει την πορεία επί των γραμμών που οριοθέτησε η δικογραφία (Courtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180) και εκδοχή έξω από τα πλαίσια της υπεράσπισης, δεν καθίσταται επίδικη και δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο (Ηρακλέους v. Χήρα κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1374).

 

Τέλος, οι αιτιάσεις της Εναγομένης ότι δεν γνώριζε τι υπέγραψε δεν είναι νομικά αποδεκτές, στη βάση της καθιερωμένης αρχής της νομολογίας ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος, όταν θέτει την υπογραφή του σε μια συμφωνία, δεσμεύεται από αυτήν, έστω και αν δεν την έχει διαβάσει, ή έστω και αν τελεί υπό άγνοια αναφορικά με την επίδρασή της κατά το δίκαιο και είναι υπόλογο, στη βάση αυτήν, έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, (βλ. L'Estrange v. F. Graucob Ltd. [1934] 2 K.B. 394.) Η εν λόγω αρχή εφαρμόστηκε σε αριθμό υποθέσεων στην κυπριακή νομολογία.

 

Σχετική με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης κρίνεται η απόφαση ΚΚΑΖΑΝΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ, Π.Ε. Αρ. 58/2013, ECLI:CY:AD:2020:A167, 27/5/2020 στην οποία η εφεσείουσα παραδέχτηκε την υπογραφή των συμφωνιών εγγύησης προς όφελος της εφεσίβλητης, αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν υπείχε οποιαδήποτε ευθύνη στη βάση αυτών, επειδή η συναίνεσή της προς σύναψή τους είχε εξασφαλιστεί κατόπιν αμελών και ή ψευδών παραστάσεων, μεταξύ των οποίων ήταν και η παράσταση ότι η παραχώρηση από την ίδια των εγγυήσεων ήταν τυπική, με απομακρυσμένη την πιθανότητα ενεργοποίησής τους. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι τελούσε σε άγνοια για το περιεχόμενο των εκεί επίδικων συμφωνιών. Οι θέσεις αυτές απορρίφθηκαν, αφενός επειδή δεν δικογραφήθηκαν και αφετέρου στην βάση της αρχής που καθιερώθηκε στην L'Estrange.

 

Ακόμα και για την υπεράσπιση του "non est factum", όπου αυτή εγείρεται, το πρόσωπο που την εγείρει οφείλει να στοιχειοθετήσει τα σχετικά κριτήρια εφαρμογής της αρχής αυτής, μεταξύ των οποίων και η άσκηση εύλογης επιμέλειας από πλευράς του εναγομένου για τη συναλλαγή και δεν αρκεί η επίκληση της θέσης ότι ο υπογράψας δεν γνώριζε τι υπέγραφε (βλ. ενδεικτικά CYPRUS DEVELBANK ν. KYRIACOU (1989) 1 CLR 96, Τουτζικιάν Τσολάκης και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240). Η πλευρά της Εναγομένης, δεν δικογράφησε και δεν ασχολήθηκε με τα κριτήρια αυτά. Επομένως, οι ισχυρισμοί της ότι δεν δεσμεύεται από ό,τι υπέγραψε, απορρίπτονται για όλους αυτούς τους λόγους.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Η αναφορά σε Τεκμήρια θα γίνει στη βάση της μαρτυρίας του ΜΕ1 εκτός εάν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στα τεκμήρια που υποστηρίζουν την μαρτυρία της ΜΥ1.

 

Η Ενάγουσα 1 δύναται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια του Διαμερίσματος (Τεκμήριο 2). Δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 03/01/2012 (Τεκμήριο 3), η Ενάγουσα 1 εκχώρησε στην Ενάγουσα 2 τα δικαιώματά της επί του Συγκροτήματος εντός του οποίου βρίσκεται το Διαμέρισμα, για τη διαχείριση, συντήρηση, εποπτεία πληρωμών, δίδοντάς της παράλληλα το δικαίωμα να ενοικιάζει τα διαμερίσματα σε τρίτα πρόσωπα.

 

Στις 13/05/2016, η Ενάγουσα 2 και η Εναγόμενη υπέγραψαν Ενοικιαστήριο έγγραφο (Τεκμήριο 4), σύμφωνα με το οποίο εκμισθώθηκε στην Εναγόμενη το Διαμέρισμα, από τις 12/05/2017 μέχρι τις 12/05/2017, με τους όρους που περιλαμβάνονται σε αυτό, έναντι μηνιαίου ενοικίου €900 πλέον €100 ως κοινόχρηστα. Η Εναγόμενη θα πλήρωνε επίσης τους λογαριασμούς υδατοπρομήθειας, ηλεκτρικού ρεύματος και δημοτικών τελών. Μετά την λήξη της στις 12/05/2017, η ενοικίαση εξακολουθούσε να ισχύει με τους ίδιους όρους. Στις 13/05/2016, η Εναγομένη υπέγραψε, επίσης, απόδειξη παραλαβής του Διαμερίσματος (inventory list) (Τεκμήριο 7).

 

Στο Διαμέρισμα διέμεναν κατά καιρούς διάφορα πρόσωπα, τα οποία πλήρωναν λογαριασμούς, εκδίδονταν αποδείξεις στο όνομά τους ή υπήρξε αλληλογραφία μαζί τους για σκοπούς πληρωμής οφειλών που σχετίζονταν με το Διαμέρισμα. Τα εμπλεκόμενα πρόσωπα έφεραν τα ονόματα Samar El Oud, Leila Abdallah, Ahmed Hassan Abdallah. O Hassan είναι ο σύζυγος της Εναγομένης, ο Ahmed είναι ο αδελφός του, η Leila είναι η αδελφή του και η Samar είναι φίλη της Leila.

 

Στις 14/11/2017, η Εναγόμενη παρέδωσε τα κλειδιά του Διαμερίσματος σε εκπρόσωπο της Ενάγουσας 2 και υπέγραψε απόδειξη παράδοσης της κατοχής του, ημερομηνίας 14/11/2017 (Τεκμήριο 8). Την ίδια ημέρα της επιδόθηκε από ιδιώτη επιδότη επιστολής απαίτησης (Τεκμήριο 5). 

 

Μετά την παράδοση της κατοχής τα πληρωτέα ενοίκια από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι την παράδοση της κατοχής δεν πληρώθηκαν και ανέρχονται σε €9.000. Ομοίως δεν πληρώθηκαν τα αναλογούντα τέλη κοινοχρήστων για τους ίδιους μήνες, τα οποία ανέρχονται σε €1000. Δεν πληρώθηκαν επίσης λογαριασμοί υδατοπρομήθειας ύψους €183,75, δημοτικών τελών σκυβάλων ύψους €120,00 και ηλεκτρισμού ύψους €346,67. Οι οφειλές και το υπόλοιπο φαίνονται στα Τεκμήρια 6 και 10.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Στις αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, η απόδειξη κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων, να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την αξίωσή τους. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη (βλ. ενδεικτικά Demil Imports Exports Ltd ν. Zήνων H Kωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 462). Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και εάν η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά εκείνη του αντιδίκου του (βλ. ενδεικτικά Phipson on Evidence, 14th Edition, par. 4-38, Αθανασίου κ.ά., ως διαχειριστές της περιουσίας του Σάββα Aθανασίου, αποβιώσαντος v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, Demil Imports (ανωτέρω)).

 

Αν ο ενάγων παρουσιάσει τέτοια αποδεκτή μαρτυρία, που στη βάση της απλής πιθανολόγησης, αρκεί για να αποσείσει το γενικό βάρος απόδειξης που υπέχει (burden of proof), τότε το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο, ο οποίος οφείλει με τη σειρά του να παρουσιάσει τέτοια ικανοποιητική μαρτυρία προς υποστήριξη των θεμάτων που κατέστησαν επίδικα με τη δική τους εκδοχή για να αποσείσει το δικό του ειδικό βάρος απόδειξης (evidential burden), ώστε το βάρος να μετατοπιστεί πίσω στον ενάγοντα να απαντήσει ικανοποιητικά και να αποσείσει το εκ πρώτης όψεως, περί αντιθέτου συμπέρασμα που δημιουργήθηκε από τον εναγόμενο (Πελεκάνος Γιαννάκης, ως Διαχειριστής της περιουσίας του Χριστόφορου Πελεκάνου και Άλλοι ν. Ανδρέα Πελεκάνου και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 1746).

 

Με την Υπεράσπιση της Εναγομένης εγείρεται ζήτημα αντιπροσωπείας. Κανένα από τα μέρη δεν έκαναν αναφορά στη σχετική νομοθεσία, ούτε στις αρχές που ρυθμίζουν και διέπουν την εφαρμογή των συμβάσεων αντιπροσωπείας, ούτε καν η πλευρά της Εναγομένης που εγείρει την υπεράσπιση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον εγείρεται τέτοια υπεράσπιση, το Δικαστήριο υποχρεούται να την εξετάσει στην βάση των νομοθετικών και νομολογιακών αρχών που διέπουν το θέμα.

 

Το ζήτημα της αντιπροσωπείας ρυθμίζεται νομικά από το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Οι δε «Συνέπειες Αντιπροσωπείας σε Σύμβαση με Τρίτους» καθορίζονται στα άρθρα 186-198. Η γενική αρχή, ως κωδικοποιείται και στο άρθρο 190 του Κεφ. 149, είναι ότι ένας αντιπρόσωπος, ο οποίος συνάπτει συμφωνία εκ μέρους αντιπροσωπευόμενου, δεν υπέχει προσωπική ευθύνη έναντι του αντισυμβαλλομένου του, ούτε μπορεί να εναγάγει ο ίδιος τον αντισυμβαλλόμενό του, εκτός εάν η σύμβαση προβλέπει διαφορετικά και εκτός εάν εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις του εν λόγω άρθρου. Οι πρόνοιες αυτές έτυχαν εφαρμογής στην απόφαση Χατζηχρίστου Παναγιώτης & Υιοί Λτδ ν. Oralia Travel & Tours Ltd (2007) 1 ΑΑΔ 650, με την οποία επικυρώθηκε η απόρριψη αγωγής εναντίον των αντιπροσώπων (εφεσιβλήτων), αφού κρίθηκε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε αποκαλυφθεί η αντιπροσωπευτική τους ιδιότητα, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να γνώριζαν ότι οι εναγόμενοι ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι αλλοδαπής εταιρείας και όχι προσωπικά.

 

Η ύπαρξη σχέσης αντιπροσωπείας δεν αποκλείει, όμως, την απόδοση προσωπικής ευθύνης στον αντιπρόσωπο. Σχετικό είναι το άρθρο 193 του Κεφ. 149:

 

«Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντιπρόσωπος έχει προσωπική ευθύνη, το πρόσωπο που συναλλάσσεται με αυτόν δύναται να στραφεί είτε εναντίον αυτού είτε εναντίον του αντιπροσωπευόμενου, είτε εναντίον και των δύο.»

 

Στην απόφαση Holiday Tours ν. Κούτα κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 766 λέχθηκαν επί τούτου τα εξής:

 

 «… ο "μεσάζοντας" (agent) μπορεί παράλληλα με τον "αντιπροσωπευόμενο" (principal) να έχει προσωπική ευθύνη στο βαθμό που ο ίδιος αναλαμβάνει κάτω από τις συνθήκες και τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 25η Εκδοση, 2ος Τόμος, σελ. 51, παρ. 2274, αναφέρονται τα εξής:

 

"The fact that a person is an agent and is known to be so does not, however, of itself necessarily prevent him incurring personal liability...Whether this is so to be determined by the construction of the contract, if written, and by its nature and the surrounding circumstances..he may undertake joint liability on the main contract together with his principal."»

 

(Βλέπετε Teheran Europe Co. Ltd. v. S.T. Belton (Tractors) Ltd [1968] 2 Q.B. 53.)

 

Κατά συνέπεια είναι θέμα ερμηνείας του όρου που χαρακτηρίζει τους εφεσείοντες σαν "μεσάζοντες" κατά πόσο αυτοί υπέχουν ή όχι οιαδήποτε προσωπική ευθύνη.»

 

Δεν αποκλείεται να υπέχει και προσωπική ευθύνη ένας αντιπρόσωπος, ακόμα και όταν είναι γνωστό ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα. Στο αγγλικό σύγγραμμα Bowstead and Reynolds on Agency, (2010), 19th Ed, The Common Law Library, Sweet and Maxwell, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα, στην παράγραφο 9-002:

 

«Thus, the mere fact that a person acts as agent and is known to do so does not necessarily negate his involvement in the transaction. It has been said that:

“it is not the case, that if a principal is liable, his agent cannot be. The true principle of law is that a person is liable for his engagements (as for his torts) even though he acts for another, unless he can show that by the law of agency he is to be held to have expressly or impliedly negative his personal liability.”

 

Παρατίθενται έπειτα οι τρεις τρόποι με τους οποίους είναι δυνατό να συνομολογηθεί μια σύμβαση αντιπροσωπείας, μεταξύ των οποίων είναι και η δημιουργία απευθείας συμβατικής σχέσης/ενοχικού δεσμού (privity of contract) μεταξύ του τρίτου προσώπου και του αντιπροσώπου:

 

«An agent can conclude a contract on behalf of his principal in one of three ways:

(a) …

(b) …

(c)By creating privity of contract between himself and the third party, but no such privity between the third party and his principal. In other words, in relation to the third party he is a principal, but in relation to his principal he is an agent.

 

The consequence of this arrangement is that the only person who can sue the third party or be sued by him is the agent.»

(βλ. Teheran-Europe Co Ltd v ST Belton (TractorsLtd [1968] 2 Q.B. 545).

 

Όταν η σύμβαση είναι γραπτή, το κατά πόσο το πρόσωπο που υπογράφει μια σύμβαση πράττει τούτο υπό την προσωπική του ιδιότητα ή ως αντιπρόσωπος, είναι ζήτημα που εξετάζεται στη βάση του περιεχομένου της σχετικής σύμβασης (βλ. Bowstead and Reynolds on Agency (ανωτέρω) παράγραφοι 9-0036 – 9-038.  Όταν η σύμβαση υπογράφεται από τον αντιπρόσωπο στο δικό του όνομα, χωρίς περιορισμό, τότε εκλαμβάνεται ότι έχει συμβληθεί υπό την προσωπική του ιδιότητα, εκτός εάν ξεκάθαρα προκύπτει αντίθετη πρόθεση από άλλα μέρη της σύμβασης (παράγραφος 9-037).[3]

 

Στο Αγγλικό σύγγραμμα Halsbury's Laws of England/Agency (Volume 1 (2022)[4] αναφέρεται σαφώς η αρχή ότι ένας αντιπρόσωπος που εκτελεί μία συμφωνία επ’ ονόματί του, υπέχει στη βάση αυτής προσωπική ευθύνη είτε έχει αποκαλύψει την ύπαρξη αντιπροσωπευομένων είτε όχι. Σε σύμβαση που συνάπτεται στο όνομα αντιπροσώπου εκ μέρους κατονομαζόμενου αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος δεν υπέχει προσωπική ευθύνη εκτός εάν συνάγεται διαφορετική πρόθεση από τους όρους της σύμβασης. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«An agent who executes a deed in their own name is personally liable upon it, whether they disclose the name and existence of their principal or not1.

[…]

In the case of any other written contract signed by the agent in their own name, but purporting to be made on behalf of a named principal, the agent will not be personally liable, unless from the terms of the contract it appears that such was the intention of the parties8.

1. Appleton v Binks  (1804) 5 East 148; Hancock v Hodgson  (1827) 4 Bing 269; Cass v Rudele  (1692) 2 Vern 280; Chapman v Smith  [1907] 2 Ch 97.

8. Norton v Herron (1825) 1 C & P 648; W and T Avery Ltd v Charlesworth (1914) 31 TLR 52, CA; and contrast McCollin v Gilpin  (1881) 6 QBD 516, CA, with Downman v Williams (1845)  7 QB 103, Ex Ch.»

 

Στη βάση των πιο πάνω αρχών προχωρώ να εξετάσω τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και κατά πόσο το κάθε μέρος έχει αποδείξει τους ισχυρισμούς του, στο βαθμό που υπείχε το βάρος να το πράξει.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Δεν αμφισβητήθηκε και κατέστη ως εύρημα Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη υπέγραψε το επίδικο Ενοικιαστήριο (Τεκμήριο 4), καθώς και τα Τεκμήρια 7 και 8. Το ύψος του μηνιαίου ενοικίου (€900) και των κοινοχρήστων (€100) αναφέρεται σαφώς στο Ενοικιαστήριο (όρος «1.2»), όπως και η υποχρέωση του ενοικιαστή για πληρωμή των λογαριασμών ηλεκτρισμού, διαδικτύου, νερού και δημοτικών τελών (όρος «5.3»).

 

Δεν αμφισβητήθηκε, ούτε η ορθότητα των καταχωρήσεων και το υπόλοιπο στις σχετικές καταστάσεις λογαριασμού της Ενάγουσας (Τεκμήρια 6, 10), ούτε έγινε αντεξέταση επ’ αυτών. Το ζήτημα της πλαστογραφίας που ηγέρθη από τον δικηγόρο της Εναγομένης σε σχέση με τα Τεκμήρια 6 και 10 (που θα τύχει σχολιασμού στο τέλος), αφορούσε τον αναγραφόμενο παραλήπτη των καταστάσεων λογαριασμού και όχι τις χρεωπιστώσεις που περιέχουν. Εκείνο που προβλήθηκε από την Εναγόμενη είναι η αντιπροσωπευτική της ιδιότητα και ότι υπόλογοι να πληρώσουν το όποιο οφειλόμενο υπόλοιπο υπήρχε ήταν τα πρόσωπα που διέμεναν στο Διαμέρισμα.

 

Θεωρώ, συνεπώς, ότι οι Ενάγουσες έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης που τους αναλογούσε να αποδείξουν την σύναψη με την Εναγόμενη συμφωνίας ενοικίασης (Τεκμήριο 4) με τους όρους που αναφέρονται σε αυτήν. Έχουν αποσείσει, επίσης, το βάρος που υπείχαν να αποδείξουν ότι οφείλονται, δυνάμει του Ενοικιαστήριου, τα ποσά που αξιώνονται, στη βάση των καταστάσεων λογαριασμού (Τεκμήρια 6, 10).

 

Στρέφομαι, τώρα, να εξετάσω κατά πόσο η Εναγόμενη έχει παρουσιάσει μαρτυρία ικανή να αποσείσει το ειδικό βάρος απόδειξης (evidential burden) που υπέχει (Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665), να αποδείξει την υπεράσπισή της, ότι δηλαδή συμβλήθηκε με την Ενάγουσα 2 ενεργώντας υπό αντιπροσωπευτική και όχι την προσωπική της ιδιότητα, δηλαδή κατά πόσο έχει στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη σχέσης αντιπροσωπείας, με συνέπειες στην Ενάγουσα 2.

 

Παρατηρώ, καταρχάς, ότι ακόμα και οι θέσεις της Εναγομένης περί αντιπροσωπείας παρουσιάστηκαν με τέτοια ασυνέπεια που δεν θα ήταν δυνατό να στηριχθεί πάνω τους το Δικαστήριο για να εξαγάγει οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα. Στην Υπεράσπισή της η Εναγόμενη αναφέρει ότι υπέγραψε το επίδικο Ενοικιαστήριο ως αντιπρόσωπος της Samar El Oud. Στην γραπτή της μαρτυρία υποστηρίζει ότι ενεργούσε για λογαριασμό των Samar El Oud και Abdallah Leila. Ενέπλεξε, επίσης, και πρόσωπο με το όνομα Ahmad με το οποίο επικοινώνησε εκπρόσωπος των Εναγουσών για να αξιώσει τα οφειλόμενα (Τεκμήριο 11), ενώ επικοινωνία για πληρωμή οφειλομένων φαίνεται να έγινε και με τον σύζυγό της Hasan (Τεκμήριο 15). Η ίδια η Εναγομένη παρουσιάστηκε να μην γνωρίζει τι γινόταν ακριβώς στο Διαμέρισμα, αλλά είχε απαίτηση από τις Ενάγουσες να εξακριβώσουν εκείνες ποιους αντιπροσώπευε για να ζητήσουν από εκείνους τα οφειλόμενα.

 

Σε κάθε περίπτωση, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε γραπτή σύμβαση ενοικίασης, στη βάση των αρχών που παρατέθηκαν ανωτέρω, εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι το περιεχόμενό της. Διαπιστώνω ότι το Ενοικιαστήριο υπεγράφη από την Εναγόμενη, στο δικό της όνομα χωρίς αναφορά στο ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος οποιουδήποτε προσώπου και χωρίς αναφορά σε οποιονδήποτε αντιπροσωπευόμενο. Στην εισαγωγή του Ενοικιαστηρίου, αναφέρονται, ως Μέρη (“Parties”), η Ενάγουσα 2 ως ιδιοκτήτρια (“Landlord”) και η Εναγόμενη ως ενοικιάστρια (“Tenant”). Οι υπογραφές στο τέλος τέθηκαν μόνο επ’ ονόματι των δύο αυτών προσώπων, χωρίς αναφορά σε αντιπροσωπευτική ιδιότητα. Επίσης, όλοι οι όροι, υποχρεώσεις και δικαιώματα αφορούν αυτά τα δύο πρόσωπα μόνο. Οι όροι που περιλαμβάνουν την υποχρέωση πληρωμής του ενοικίου €900 και κοινοχρήστων €100 μηνιαίως, αφορούν τον ενοικιαστή («payable by the Tenant to the Landlord») (όρος «2.1»). Στον όρο «5» καταγράφεται κατάλογος υποχρεώσεων του ενοικιαστή («The tenant further undertakes»), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υποχρέωση πληρωμής όλων των λογαριασμών παροχής και κατανάλωσης ηλεκτρισμού, τηλεφώνου, διαδικτύου, νερού και δημοτικών τελών, (όρος «5.3»).

 

Όχι μόνο δεν περιλαμβάνεται στο Ενοικιαστήριο οποιοσδήποτε όρος που να αποκαλύπτει σχέση αντιπροσώπευσης, αλλά, αντιθέτως, το Ενοικιαστήριο καθιστά την ίδια την Εναγόμενη, ως ενοικιάστρια, υπεύθυνη ακόμα και για ζημιές που τυχόν να προκαλούνταν από την οικογένεια και φιλοξενούμενούς της. Συγκεκριμένα, η τελευταία παράγραφος του όρου «6.2» αναφέρει τα εξής:

 

«Nothing in this provision shall exempt the Tenant from its liability to the Landlord for damages caused in the Premises due to his fault or negligence or that of its family, household help, employees or guests.»

 

Σύμφωνα με την μαρτυρία και των δύο μαρτύρων, ήταν ξεκάθαρο σε αμφότερες τις πλευρές ότι εντός του Διαμερίσματος διέμεναν κατά καιρούς πρόσωπα από την οικογένεια της Εναγομένης (ή του συζύγου της). Άλλωστε, οι Ενάγουσες επικοινωνούσαν απευθείας, με διάφορα πρόσωπα, με τα ονόματα Samar, Hasan, Leila, Ahmed (βλ. Τεκμήρια 10, 11 και 15) και αποδεχόταν πληρωμές απευθείας. Το δε λογιστήριο της Ενάγουσας 2 εξέδιδε αποδείξεις πληρωμών σε όποιο πρόσωπο πλήρωνε. Εξ ου και υπάρχουν αποδείξεις πληρωμής ενοικίων στο όνομα της Samar El Oud μόνο, αλλά και στα ονόματα της Samar El Oud & Leila Abdallah μαζί (Τεκμήριο 12 της μαρτυρίας του ΜΕ1 και Τεκμήριο 5 στη μαρτυρία της Εναγομένης). Όλα αυτά τα πρόσωπα συνδέονταν με την οικογένεια της Εναγομένης. Το γεγονός ότι κάποια από τα πρόσωπα αυτά αποτάθηκαν σε υπηρεσίες και εξασφάλισαν την εγγραφή λογαριασμών επ’ ονόματί τους δεν τα καθιστά και αντισυμβαλλόμενα των Εναγουσών.

 

Με το Ενοικιαστήριο, η Εναγόμενη ανέλαβε συμβατικά την υποχρέωση να είναι η ίδια υπόλογη έναντι του ιδιοκτήτη για όλους του σκοπούς του Ενοικιαστηρίου, ακόμα και για τις τυχόν ζημιές που θα προκαλούσαν φιλοξενούμενοι ή συγγενείς της. Συνεπώς, για την Ενάγουσα 2 αντισυμβαλλόμενο πρόσωπο ήταν μόνο η Εναγόμενη. Όπως άλλωστε ισχυρίστηκε η ίδια η Εναγόμενη, για να αποδεχόταν η Ενάγουσα 2 να συμβληθεί με αλλοδαπό/ά πρόσωπο/α θα απαιτούσε, να δοθούν μεγαλύτερες εγγυήσεις όσον αφορά το ενοίκιο και το ρεύμα. Δεν χρειάστηκε να δοθούν τέτοιες επιπρόσθετες εγγυήσεις ακριβώς επειδή αντισυμβαλλόμενη της Ενάγουσας 2 ήταν η Εναγόμενη που διέμενε στην Κύπρο. Οι όποιες ενδοοικογενειακές ρυθμίσεις έγιναν μεταξύ της Εναγόμενης και των γνωστών, φίλων ή συγγενών εκείνης και του συζύγου της δεν θα μπορούσαν να αφορούν την Ενάγουσα 2, η οποία επέλεξε να συμβληθεί με την Εναγομένη μόνο.

 

Εάν η Εναγόμενη θεωρούσε ότι η συνεννόησή της με τα συγγενικά της πρόσωπα ήταν να καταβάλλουν εκείνα τα ενοίκια και τις άλλες οφειλές που θα προέκυπταν από την κατοχή και χρήση του Διαμερίσματος, είχε κάθε ευχέρεια να καλέσει τα πρόσωπα αυτά στη διαδικασία, με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα, και να αξιώσει από εκείνα, ό,τι ενδεχομένως επιδικαζόταν εναντίον της στη βάση του Ενοικιαστηρίου. Δεν το έπραξε.

 

Η αντεξέταση του ΜΕ1 από τον δικηγόρο της Εναγομένης εστίασε ιδιαίτερα στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είχαν την κατοχή του Διαμερίσματος και επανειλημμένα υποβλήθηκε η θέση ότι δεν ήταν η Εναγόμενη που είχε την κατοχή, παρά μόνο άλλα πρόσωπα. Πέραν του ότι η θέση αυτή δεν αποδείχθηκε με θετική και αξιόπιστη μαρτυρία, εν πάση περιπτώσει, ουδόλως επηρεάζει το ζητούμενο, δηλαδή ποιος συμβλήθηκε με την Ενάγουσα 2, αφού η σύναψη μιας συμβατικής σχέσης ενοικίασης δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκη και δεν συναρτάται απαραίτητα και αποκλειστικά με την ανάληψη κατοχής. Ούτε υποδείχθηκε από την πλευρά της Εναγομένης τέτοια αρχή.

 

Προβλήθηκε, επίσης, η θέση ότι εκπρόσωπος των Εναγουσών εξώθησε την Εναγόμενη να υπογράψει το Ενοικιαστήριο εκ μέρους των προσώπων που θα διέμεναν στο Διαμέρισμα και ότι οι Ενάγουσες γνώριζαν ότι η Εναγόμενη είχε υπογράψει το Ενοικιαστήριο ως αντιπρόσωπος των προσώπων αυτών. Προς το σκοπό αυτό, δηλαδή την απόδειξη της γνώσης της Ενάγουσας 2 ότι η Εναγόμενη ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, προβλήθηκαν και διάφοροι άλλοι ισχυρισμοί και επιχειρηματολογία, γύρω από έγγραφα που αναφέρονται στα ονόματα των άλλων προσώπων.  

 

Παρόλο που νομολογιακά έχει αναγνωρισθεί η δυνατότητα προσκόμισης εξωγενούς μαρτυρίας για απόδειξη της ύπαρξης σχέσης αντιπροσωπείας, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα αποκλεισμού της εξωγενούς μαρτυρίας (“extrinsic evidence”) (βλ. Χριστοφή Λάμπρος ν. Κλεάνθη Κλεάνθους, διαχειριστού της περιουσίας του αποβιώσαντα Παύλου Γεωργίου και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 1050), εντούτοις, η προσκόμιση τέτοιας μαρτυρίας δεν επιτρέπεται όταν σκοπό έχει να αντικρούσει τις ρητές πρόνοιες της σύμβασης (με κάποιες εξαιρέσεις που δεν έτυχαν επίκλησης και δεν θα απασχολήσουν για σκοπούς της παρούσας απόφασης). Ο γενικός αυτός κανόνας ισχύει και στις περιπτώσεις όπου επιχειρείται η προσκόμιση μαρτυρίας για να αποδειχθεί ότι συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση ενεργούσε υπό αντιπροσωπευτική και όχι προσωπική ιδιότητα.

 

Στην υπόθεση Χριστοφή Λάμπρος (ανωτέρω) η αντιπροσωπευτική ιδιότητα του προσώπου που είχε υπογράψει την επίδικη συμφωνία (εκ μέρους όλων των μετόχων εταιρείας και όχι μόνο του υπογράφοντος την συμφωνία) συνάγετο από το λεκτικό της επίδικης συμφωνίας (αναφορά σε πληθυντικό πρόσωπο και σφραγίδα της εταιρείας), από συναφή έγγραφα που υπογράφησαν και από σωρεία άλλων στοιχείων που προσέθεταν στη διάχυτη εικόνα που είχε εξ αρχής δημιουργηθεί ότι ο υπογράφων ενεργούσε υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Εναγομένη ήταν το μόνο πρόσωπο που κατονομαζόταν στο Ενοικιαστήριο ως «Ενοικιαστής» («Tenant»). Το γεγονός ότι διάφορα πρόσωπα που σχετίζονται με την οικογένειά της έλαβαν κατοχή του Διαμερίσματος και πλήρωσαν διάφορους λογαριασμούς, δεν δύναται να ανατρέψει το δεδομένο ότι συμβαλλόμενο μέρος δυνάμει του Ενοικιαστηρίου ήταν εκείνη. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την μαρτυρία του ΜΕ1 (Τεκμήριο 10) προσπάθειες που καταβλήθηκαν για σύναψη νέας σύμβασης στο όνομα των προσώπων που κατά καιρούς έκανα χρήση του Διαμερίσματος δεν ολοκληρώθηκαν εντέλει και, συνεπώς, ως συμβαλλόμενη παρέμεινε μέχρι τέλους η Εναγόμενη (βλ. Eυθυμίου Μέλανη Χρ. ν. Γεώργιου Δημητρίου (2001) 1 ΑΑΔ 1721).

 

Σχετική με την παρούσα υπόθεση κρίνεται η απόφαση Eυαγγελίδης Παύλος, συναλλατόμενος ως Isiro Hotel Association ν. Nίκου Kοσμά κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 932. Στην εν λόγω υπόθεση, οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες είχαν εκμισθώσει, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, στον εφεσείοντα - εναγόμενο, οργανωμένα διαμερίσματα και καταχώρισαν αγωγή εναντίον του για οφειλόμενα ενοίκια, ζημιές και οφειλόμενα τέλη. Ο εφεσείων - εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία δεν υπογράφτηκε εκ μέρους του, υπό την προσωπική του ιδιότητα, αλλά ως αντιπροσώπου συγκεκριμένης εταιρείας και ότι οι ενάγοντες αποδέχτηκαν την εταιρεία ως ενοικιαστές τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αποδεχθεί την εκδοχή και την μαρτυρία των εφεσιβλήτων – εναγόντων, βρήκε ότι ο εναγόμενος ήταν ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος για τη σύμβαση, δυνάμει των Άρθρων 190 και 193 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αφού δεν είχε αποκαλύψει τον αντιπροσωπευόμενο. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι το δικαίωμα των εφεσιβλήτων – εναγόντων να επιλέξουν να εγείρουν την αγωγή εναντίον του αντιπροσώπου, δεν επηρεαζόταν από την τυχόν απόκτηση οποιασδήποτε τυχόν μεταγενέστερης γνώσης περί αντιπροσωπείας, όπως δεν θα μεταβαλλόταν ακόμα και αν αποδεικνυόταν αντιπροσώπευση, καθότι οι εφεσίβλητοι θα είχαν δικαίωμα επιλογής να στραφούν εναντίον του ενός ή του άλλου (βλ. Saxon v. Blake [1861] 54 ER 597; Collins v. Associated Greyhound Racecourses Ltd [1930] 1 Ch. 1 (CA); Ernest Scragg & Sons Ltd v. Perseverance Banking and Trust Co Ltd [1973] 2 Lloyd's Rep 101).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, διαφαίνεται, σαφώς, ότι η Εναγόμενη απέτυχε να αποσείσει το σχετικό βάρος που υπείχε να αποδείξει την υπεράσπισή της. Κρίνω, συνεπώς, ότι η περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου με τα επί μέρους άλλα επιχειρήματα της πλευράς της Εναγομένης, παρέλκει.

 

Θα προβώ μόνο σε ένα σύντομο σχόλιο, ως προς τον ισχυρισμό του δικηγόρου της Εναγομένης περί πλαστογραφίας, στον οποίο έδωσε υπέρμετρη έμφαση. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η Ενάγουσα 2 σε δύο δικές της καταστάσεις λογαριασμού που αφορούν το επίδικο Διαμέρισμα, ενέγραψε τη μια φορά (Τεκμήριο 10) ως παραλήπτη την αναφορά «SAMAR EL OUDC/O MRS NATALIJA SCASTNAJA» ακολουθούμενη από στοιχεία επικοινωνίας (τηλέφωνα και διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) των Samar, Hasan και Leila, ενώ άλλη φορά (Τεκμήριο 6) ενέγραψε μόνο την αναφορά «NATALIJA SCASTNAJA». Η διαφοροποίηση αυτή στην οποία προέβη η ίδια η Ενάγουσα 2 σε καταστάσεις που η ίδια ετοίμαζε και εκτύπωνε παρουσιάστηκε από την πλευρά της  Εναγομένης ως πλαστογραφία. Πέραν του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβλήθηκαν αορίστως και χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε νομικό υπόβαθρο, το Δικαστήριο δεν εντοπίζει οτιδήποτε που να δύναται να χαρακτηριστεί ως πλαστογραφία. Εν πάση περιπτώσει, έχει δοθεί εξήγηση για την διαφοροποίηση, η οποία κρίνεται λογικοφανής.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταλήγω ότι οι Ενάγουσες απέδειξαν, στον βαθμό που υπείχαν, την αξίωσή τους εναντίον της Εναγομένης και, κατά συνέπεια, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγουσών και εναντίον της Εναγομένης για €10.650,42, πλέον νόμιμο τόκο. Κατ’ εφαρμογή του γενικού κανόνα, από τον οποίο δεν βλέπω λόγο να αποκλίνω, τα έξοδα της Αγωγής επιδικάζονται προς όφελος των Εναγουσών και εναντίον της Εναγομένης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.).……………………………….

Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1].   Πρακτικά ημερομηνίας 11/03/2021 και 26/11/2021.

[2].   Γραπτή Δήλωση άλλης μάρτυρος των Εναγουσών, που είχε κατατεθεί στις 23/06/2021, εντέλει αποσύρθηκε, λόγω αδυναμίας της μάρτυρος να προσέλθει στο Δικαστήριο για να αντεξεταστεί, ένεκα προβλημάτων υγείας.

[3].  Στην παράγραφο 9-038 παρατίθενται παραδείγματα υποθέσεων στις οποίες κρίθηκε ότι ο αντιπρόσωπος είχε προσωπική ευθύνη, όπου υπέγραφε προσωπικά, χωρίς η αντιπροσωπευτική του ιδιότητα να αναγράφεται σαφώς στην σύμβαση ή να προκύπτει από τους όρους της.

[4] Halsbury's Laws of England/Agency (Volume 1 (2022))/7. Relations between Agent and Third Persons/(1) Liabilities of Agent/(i) On Contracts/160. Documents executed or signed in agent's name.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο