ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:   Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 729/2021

Μεταξύ:

 

1.    MetaQuotes Software Corp.

                                   2.  MetaQuotes Software Ltd

Εναγόντων

Και

 

Ahmad M. Dababou

Εναγομένου

---------------------

 

Αίτηση ημερ. 26.04.2021

 

19 Ιανουαρίου 2024

 

Για Ενάγοντες – Αιτητές:   κα Μ. Γιωρκάτζη για Ανδρέας Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενο – Καθ’  ου η Αίτηση:  κ. Λ.Μ. Κωστακόπουλος για Π. Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Οι Ενάγουσες εταιρείες (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως «οι Αιτήτριες 1 και 2») στη βάση μονομερούς Αίτησης τους εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγορεύει στον Εναγόμενο από του να χρησιμοποιήσει, κοινοποιήσει, δημοσιεύσει ή αποκαλύψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός στους κύπριους δικηγόρους που ήθελε διορίσει για να τον υπερασπιστούν στην παρούσα αγωγή, οποιαδήποτε πληροφορία ή και έγγραφο το οποίο τις αφορά και κατατέθηκε στην Αγωγή αρ. 993/12 του Ε.Δ. Λεμεσού ή σχετίζεται με τα εκεί επίδικα θέματα, όπως επίσης και διάταγμα το οποίο απαγορεύει στον Εναγόμενο από του να αποκαλύψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με τη διαδικασία στην παρούσα αγωγή, εκτός στους δικηγόρους που ήθελε διορίσει για να τον υπερασπιστούν στην εν λόγω διαδικασία, ή να προειδοποιήσει οποιοδήποτε πρόσωπο ότι οι Αιτήτριες πιθανόν να κινηθούν νομικά εναντίον του για λόγους που σχετίζονται με το αντικείμενο της παρούσας αγωγής.

 

Η Αίτηση περιλαμβάνει επίσης αιτήματα για έκδοση διατάγματος το οποίο να διατάζει τον Εναγόμενο όπως καταστρέψει ή και διαγράψει όλα τα έγγραφα και πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή του καθώς και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται όπως αποκαλύψει ενόρκως τις πληροφορίες και έγγραφα που έχει στην κατοχή του, τον τρόπο με τον οποίο τα έχει εξασφαλίσει καθώς και το πρόσωπο ή πρόσωπα που του τα παρέδωσαν. 

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τις Αιτήτριες, στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια 1 είναι εταιρεία πληροφορικής η οποία εδρεύει στις Μπαχάμες και ειδικεύεται στο σχεδιασμό και ανάπτυξη προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (λογισμικό/software) με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα λογισμικού διαπραγμάτευσης συναλλάγματος και άλλων χρηματοοικονομικών μέσων.  Η Αιτήτρια 2 είναι εταιρεία η οποία συστάθηκε στην Κύπρο και στη βάση συμφωνίας με την Αιτήτρια 1 είχε και εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα προώθησης (marketing) των πωλήσεων ανά το παγκόσμιο που έχουν σχεδιαστεί και αναπτυχθεί από την Αιτήτρια 1, παρακολουθώντας παράλληλα τις εισπράξεις από τους αδειούχους χρήστες του τέλους αδείας χρήσης για τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που προωθούν. Οι Αιτήτριες παρέχουν υπηρεσίες στις μεγαλύτερες τραπεζικές και χρηματοοικονομικές εταιρείες παγκοσμίως και έχουν κερδίσει τη φήμη που σήμερα κατέχουν ως σχεδιάστριες και παροχείς της πιο αξιόπιστης και ασφαλούς για τους χρήστες πλατφόρμας και προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών στους συγκεκριμένους τομείς. Τα προγράμματα της Αιτήτριας 1 είναι το αποτέλεσμα μελέτης, έρευνας και τεχνογνωσίας πολλών χρόνων.

 

Στις 8.12.14 ο Εναγόμενος καταχώρησε στο Ε.Δ. Λεμεσού εναντίον των Αιτητριών και τριών άλλων προσώπων  την Αγωγή αρ. 5204/14. Την ίδια μέρα καταχώρισε μονομερώς αίτηση με την οποία αιτείτο διάταγμα φίμωσης καθώς και διάφορα διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal όπως και το διορισμό ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών.  Σύμφωνα με όσα ο ίδιος ο Εναγόμενος ανέφερε, όλοι οι Εναγόμενοι στην εκεί αγωγή συνιστούσαν τρίτα αθώα μέρη και ο προβληθείς εκ μέρους του  λόγος για την καταχώριση και προώθηση της εν λόγω διαδικασίας ήταν η υποβοήθηση του στην ετοιμασία καταχώρησης αγωγής εναντίον των αδικοπραγούντων. Το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το διάταγμα φίμωσης και διέταξε την επίδοση της αίτησης σε σχέση τα λοιπά αιτητικά της. Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εξέδωσε και τα διατάγματα αποκάλυψης, όπως και διάταγμα για το διορισμό από κοινού εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η ως άνω απόφαση επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν έφεσης η οποία ασκήθηκε εναντίον της.        

 

Μετά από τρεις παρατάσεις που αιτήθηκαν οι δικηγόροι του Εναγόμενου, ο χρόνος για συμμόρφωση με το διάταγμα διορισμού εμπειρογνώμονα παρατάθηκε μέχρι τις 25.9.2019, με τη σύμφωνη γνώμη των Αιτητριών. Στο μεσοδιάστημα οι Αιτήτριες συμμορφώθηκαν πλήρως με  το διάταγμα αποκάλυψης και, μετά από ανταλλαγή αλληλογραφίας με τους δικηγόρους του Εναγόμενου, εν τέλει αποδέχτηκαν προς διορισμό τον εμπειρογνώμονα που προτάθηκε από τον Εναγόμενο, δηλαδή τον ελεγκτικό οίκο KPMG Ltd (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η KPMG).  Η τελευταία, μετά από συνάντηση με τις Αιτήτριες απέστειλε στον Εναγόμενο επιστολή, αναφέροντας ότι δεν θεωρεί ότι υπάρχει στα συστήματα των Αιτητριών οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με τα όσα επιζητεί να λάβει ο Εναγόμενος. 

 

Στις 4.12.19 ο Εναγόμενος υπέβαλε εκ νέου αίτηση για περαιτέρω παράταση του χρόνου διορισμού ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, σε μια προσπάθεια του να διοριστεί εμπειρογνώμονας άλλος από την KPMG, αφού τα όσα ανέφερε η τελευταία δεν άρεσαν σ’ αυτόν.  Ως αποτέλεσμα της ως άνω συμπεριφοράς του Εναγόμενου, οι Αιτήτριες καταχώρισαν στις 10.1.21 αίτηση παραμερισμού του μέρους του διατάγματος που αφορά το διορισμό εμπειρογνώμονα και τα παρεπόμενα διατάγματα.  Ο Εναγόμενος στην ένσταση που καταχώρησε αρνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι  υπήρξε διορισμός εμπειρογνώμονα ενώ οι οικονομικοί όροι δεν συμφωνήθηκαν με την KPMG, με αποτέλεσμα ουδέποτε τελικά η KPMG διορίστηκε ως εμπειρογνώμονας στην εν  λόγω υπόθεση.  Το Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, με απόφαση του ημερ 8.12.20 εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα.  Ο Εναγόμενος εφεσίβαλε την ως άνω απόφαση.

Κατά το 2012 οι Αιτήτριες καταχώρησαν στο Ε.Δ. Λεμεσού την Αγωγή αρ. 993/12 εναντίον τριών προσώπων. Οι Αιτήτριες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Αγωγής, εξασφάλισαν ενδιάμεσα διατάγματα εναντίον των εκεί Εναγομένων, τα οποία οριστικοποιήθηκαν, μετά από ακροαματική διαδικασία. Στην αίτηση η οποία καταχωρίστηκε από τις Αιτήτριες στο πλαίσιο της ως άνω αγωγής, για την έκδοση  προσωρινών διαταγμάτων και στις ένορκες δηλώσεις που την υποστήριζαν, όπως επίσης στην ένσταση και ένορκη δήλωση που την συνόδευε υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρία σε σχέση με πολύ ευαίσθητα και εμπιστευτικά δεδομένα και πληροφορίες των  Αιτητριών, των συστημάτων και των προγραμμάτων τους, ενώ υπάρχει και μαρτυρία σε σχέση με το πώς οι εκεί Εναγόμενοι κατάφεραν και παραβίασαν συστήματα ασφαλείας των Αιτητριών. 

 

Ο Εναγόμενος φαίνεται να πληροφορήθηκε την ύπαρξη της Αγωγής αρ. 993/12 και στις 7.11.19 καταχώρησε, στα πλαίσια αυτής, αίτηση με την οποία ζητούσε επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων των εγγράφων που είχαν καταχωριστεί στην ως άνω αγωγή. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση επιθεώρησης, ο Εναγόμενος αναφέρει ότι επιδίωκε να λάβει τα έγγραφα και πληροφορίες που βρίσκονται στο φάκελο της ως άνω αγωγής για να βοηθήσει τον εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών στην έρευνα του που θα διεξήγαγε στα πλαίσια της Αγωγής αρ. 5204/14 σύμφωνα με τα εκεί εκδοθέντα διατάγματα. Οι Αιτήτριες εναντιώθηκαν στην έκδοση του ως άνω διατάγματος και καταχώρισαν ένσταση με ένορκη δήλωση. Το Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 4.6.2020 απέρριψε την αίτηση επιθεώρησης.  Ο Εναγόμενος εφεσίβαλε την ανωτέρω απόφαση.  Η έφεση του ορίστηκε για προδικασία την 22.4.2021. Στη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρουσιάστηκε εκ μέρους των Αιτητριών η κα Μ. Γιωρκάτζη, ενώ στην αίθουσα βρισκόταν και ο ίδιος ο Εναγόμενος. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ενώ βρίσκονταν ακόμα στην αίθουσα του Δικαστηρίου, ο Εναγόμενος προσέγγισε την κα Γιωρκάτζη και της παρέδωσε δέσμη εγγράφων, λέγοντας της να τα δείξει στους πελάτες της, δηλαδή τις Αιτήτριες και να επισύρει την προσοχή τους ιδιαίτερα στο έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η φράση «Εx. Νο.7». 

 

Κατόπιν μελέτης των παραδοθέντων στην κα Μ. Γιωρκάτζη εγγράφων, με έκπληξη αντιλήφθηκαν ότι αυτά αποτελούνται από την αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, καθώς και το Τεκμήριο 7 αυτής, που καταχωρίστηκαν από τις Αιτήτριες στα πλαίσια της Αγωγής αρ. 993/12.  Με άλλα λόγια, αποτελούν έγγραφα στα οποία ο Εναγόμενος επιχείρησε να εξασφαλίσει πρόσβαση με την αίτηση επιθεώρησης, χωρίς όμως να του επιτραπεί κάτι τέτοιο.  Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω ότι ο Εναγόμενος εξασφάλισε έγγραφα και πληροφορίες που σχετίζονται με την Αγωγή αρ. 993/12 με παράνομα μέσα παραβιάζοντας και περιφρονώντας τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και τη νενομισμένη διαδικασία. Παράλληλα ο Εναγόμενος δεν διστάζει να χρησιμοποιεί και επιδεικνύει τα παρανόμως ληφθέντα έγγραφα τα οποία περιέχουν αριθμό εμπιστευτικών πληροφοριών και εμπορικών μυστικών των Αιτητριών, οι οποίες δεν γνωρίζουν αν ο Εναγόμενος τα έχει ήδη χρησιμοποιήσει για κάποιο σκοπό ή αν τα έχει αποκαλύψει σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. Όπως προκύπτει γενικά από τη συμπεριφορά και τις πράξεις του, κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανόν να έχει γίνει. Περαιτέρω, είναι πολύ  πιθανόν ο Εναγόμενος, εκτός από τα παραδοθέντα στην κα Μ. Γιωρκάτζη έγγραφα, να έχει στην κατοχή του και άλλα έγγραφα ή τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν στο πλαίσιο της Αγωγής αρ. 993/12. Είναι επίσης προφανές ότι ο Εναγόμενος εξασφάλισε τα παραδοθέντα έγγραφα από συγκεκριμένη πηγή, την οποία, όμως οι Αιτήτριες δεν γνωρίζουν, για να λάβουν και σε σχέση με αυτή, μέτρα προς διασφάλιση των συμφερόντων τους, κάτι που προτίθενται να πράξουν μόλις εξασφαλίσουν σχετικές πληροφορίες.  Αυτός είναι και ο λόγος που με την παρούσα διαδικασία ζητούνται διατάγματα αποκάλυψης. 

 

Υπάρχει πραγματικός και πολύ σοβαρός κίνδυνος ο Εναγόμενος, να χρησιμοποιήσει ή αποκαλύψει περαιτέρω τα παραδοθέντα έγγραφα ή άλλες πληροφορίες που εξασφάλισε παράνομα σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν εκδώσει τα αιτούμενα  διατάγματα. Ο Εναγόμενος μπορεί εύκολα να τα ανεβάσει (upload) στο διαδίκτυο σε ιστοσελίδες που ανεβάζουν πληροφορίες ανώνυμα. Σε περίπτωση που οι εν λόγω πληροφορίες φτάσουν στα χέρια ανταγωνιστών των Αιτητριών, θα έχουν καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτές.  Επίσης κάτι τέτοιο θα αποτελέσει τεράστιο πλήγμα στο κύρος και τη φήμη τους καθώς και την αξιοπιστία τους στην αγορά.  Σε περίπτωση που διαρρεύσουν τα έγγραφα και οι πληροφορίες αυτές στην αγορά, οι Αιτήτριες θα απωλέσουν σημαντικό όγκο της πελατείας τους, ζημιά η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να υπολογιστεί, αλλά ακόμα και αν υπολογιστεί θα είναι ορισμένων εκατομμυρίων   ευρώ, ποσά τα οποία ο Εναγόμενος δεν θα είναι σε θέση να καταβάλει.

 

H ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ

 

            Ο Εναγόμενος εναντιώθηκε στη συνέχιση της ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων καθώς και στην έκδοση των υπόλοιπων.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης την οποία καταχώρισε προβάλλει 14 συνολικά λόγους ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

 

1.     Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ή και για τη συνέχιση ισχύος των εκδοθέντων, δεν πληρούνται ή και δεν ικανοποιούνται.

 

2.     Οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει το κατεπείγον για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και ή έχουν στρεβλώσει κατά τρόπο καταχρηστικό τα γεγονότα προκειμένου να εμφανίσουν περιστάσεις που έλκουν την παρέμβαση του Δικαστηρίου κατεπειγόντως.

 

3.    Οι Αιτήτριες δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια ή και δεν προέβησαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των γεγονότων που αφορούν τα περιστατικά της υπόθεσης.

 

4.    Οι Αιτήτριες τεχνηέντως παραπλάνησαν το Δικαστήριο αποκρύπτοντας ή υποβαθμίζοντας ουσιαστικά γεγονότα ώστε να δώσουν λανθασμένη ή και παραπλανητική εικόνα με σκοπό την εξασφάλιση των διαταγμάτων ημερομηνίας 28.4.2021.

 

5.     Η πραγματική πρόθεση των Αιτητριών έγκειται στη χρήση μέσων δικαίου κατά τρόπο καταχρηστικό της διαδικασίας ή και το θεμέλιο της Αίτησης τους, ήτοι η αγωγή καθ’  αυτή είναι επιπόλαιη, ενοχλητική και χρησιμοποιείται ως μέτρο άσκησης πίεσης.

 

Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

 

Κατά την 7.11.2019  καταχώρισε αίτηση με την οποία αιτήθηκε όπως του δοθεί άδεια από το Δικαστήριο να επιθεωρήσει και λάβει αντίγραφα από το φάκελο της αγωγής υπ’  αρ. 993/2012, η οποία καταχωρίστηκε από τις Αιτήτριες.  Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 4.6.2020 απέρριψε την ανωτέρω αίτηση του.  Παρόλο που διαφώνησε με την απόφαση του Δικαστηρίου, εντούτοις σέβεται την κρίση του και λειτουργεί πάντοτε εντός των πλαισίων της νομιμότητας. 

 

Κατά το 2014 καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την αγωγή 5204/2014 εναντίον διαφόρων Εναγομένων στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι Αιτήτριες.  Στα πλαίσια της αγωγής αυτής πέτυχε την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal το οποίο οριστικοποιήθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.7.2016.  Οι Αιτήτριες άσκησαν έφεση εναντίον τη ανωτέρω απόφασης, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Στο πλαίσιο της ως άνω αγωγής, οι Αιτήτριες καταχώρισαν σε κατοπινό στάδιο την αίτηση ημερομηνίας 10.1.2020 με την οποία ζητούσαν, μεταξύ άλλων, τον παραμερισμό και ή την ακύρωση συγκεκριμένων προνοιών του διατάγματος αποκάλυψης.  Το Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 8.12.2020 αποδέχτηκε την αίτηση των Αιτητριών και παραμέρισε συγκεκριμένες πρόνοιες του ρηθέντος διατάγματος αποκάλυψης.  Εναντίον της ως άνω απόφασης, άσκησε την πολιτική έφεση Ε32/2021, η οποία ήταν ορισμένη για προδικασία την 22.4.2021.  Κατά την προηγούμενη μέρα, η κα Μ. Γιωρκάτζη, εκ των δικηγόρων των Αιτητριών, ενημέρωσε τους δικηγόρους του ότι επρόκειτο να καταχωρίσει αίτηση για ασφάλεια εξόδων, ώστε να εξασφαλιστούν τυχόν δικηγορικά έξοδα της πλευράς των Αιτητριών που αφορούν τη διαδικασία της ανωτέρω αναφερόμενης έφεσης.  Παρόλη τη δυσφορία που του προκάλεσε η όλη στάση της πλευράς των Αιτητριών, εντούτοις λόγω της έντονης επιθυμίας του να αποφύγει την όποια καθυστέρηση της διαδικασίας της έφεσης, δήλωσε στους δικηγόρους του την ετοιμότητα του να καταθέσει το ζητούμενο ποσό ως ασφάλεια για τα έξοδα των Αιτητριών.  Λόγω της δυσφορίας που του προκάλεσε η ανωτέρω ανεπίτρεπτη στάση και προσπάθεια καθυστέρησης της διαδικασίας από τις Αιτήτριες, αποφάσισε να ετοιμάσει δέσμη εγγράφων και να τα παραδώσει την επόμενη μέρα δια χειρός στην δικηγόρο τους.  Τα έγγραφα που ετοίμασε αποτελούν, κατά τη θέση του, αδιάσειστη μαρτυρία ότι οι Αιτήτριες κατέχουν και διατηρούν τα έγγραφα και πληροφορίες που ζήτησε να λάβει από το 2014 μέσω της διαδικασίας αποκάλυψης στην αγωγή του υπ’  αριθμό 5204/2014, πληροφορίες και έγγραφα τα οποία οι Αιτήτριες αρνούνται μέχρι στιγμής να του παραδώσουν.

 

Μετά την εμφάνιση των μερών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαδικασία της ανωτέρω αναφερομένης έφεσης, προσέγγισε τη δικηγόρο των Αιτητριών, χωρίς να είναι παρόντα οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα και της παρέδωσε δέσμη με τέσσερα έγγραφα, τα οποία δεν είναι αυτά που παρουσιάζουν οι Αιτήτριες στην παρούσα υπόθεση μέσω της ένορκης δήλωσης του κ. Π. Γιωρκάτζη, και ισχυρίζονται ότι είχε παραδώσει στην κα Μ. Γιωρκάτζη.  Φαίνεται ότι οι Αιτήτριες έχουν παραποιήσει ή παρουσιάσει διαφοροποιημένα τα έγγραφα που παρέδωσε στη δικηγόρο τους, ώστε να δημιουργήσουν εναντίον του υπόθεση με ανυπόστατους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς.

 

Τα έγγραφα τα οποία παρέδωσε στην κα Μ. Γιωρκάτζη σε καμιά περίπτωση προέρχονται από τον δικαστικό φάκελο της αγωγής υπ’  αριθμό 993/2012.  Ο ίδιος σε καμία περίπτωση παρέβηκε ή απείθησε στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.6.2020, με την οποία δεν του επιτράπηκε πρόσβαση για επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων από το φάκελο της ανωτέρω αγωγής.  Τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του και αφορούν τη δομή και τα συστήματα των Αιτητριών προέρχονται από δημόσια προσβάσιμες πηγές, ήτοι την ιστοσελίδα των Αιτητριών.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 29, 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στα άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 και στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, θ.θ.1 – 9 και Δ.64.

 

 Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται.  Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:

 

α)  Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο

 

Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.

 

β)  Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία

 

Επιβάλλεται στον Αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).

 

γ)  Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή   αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας  (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).

 

Ο Εναγόμενος στους λόγους ένστασης του προβάλλει την,  κατά τη θέση του, αποτυχία των Αιτητριών να ικανοποιήσουν το στοιχείο του κατεπείγοντος.   Έχοντας κατά νουν τη νομολογιακή αρχή ότι το επείγον για την παροχή θεραπείας μονομερώς αποτελεί δικαιοδοτικό όρο, θεωρώ επιβεβλημένο όπως το στοιχείο αυτό εξεταστεί πρωτίστως, πριν την εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 32 (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, 604). 

 

Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited, Πολ. Έφεση αρ. Ε6/2014, ημερομηνίας 27.2.2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10, ημερ. 17.7.2014, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1Β ΑΑΔ 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1Α ΑΑΔ 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση είμαι της άποψης ότι δεν τίθεται ζήτημα μη συνδρομής του στοιχείου του κατ’ επείγοντος.  Επισημαίνεται ότι η υπό εξέταση Αίτηση και η αγωγή καταχωρίστηκαν την 26.4.2021, δηλαδή μόλις τέσσερις μέρες μετά την παράδοση των εγγράφων από τον Εναγόμενο στην κα Μ. Γιωρκάτζη.  Επιπρόσθετα, όπως θα επεξηγηθεί και σε κατοπινό στάδιο της απόφασης μου, οι Αιτήτριες δεν απέκρυψαν οποιοδήποτε στοιχείο ή γεγονός προς παραπλάνηση του Δικαστηρίου.  Είμαι της άποψης ότι δεν απαιτείται οποιοδήποτε άλλο σχόλιο επί του ζητήματος του κατ’ επείγοντος.  Αναμφισβήτητα δεν συντρέχει λόγος για ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων λόγω μη ικανοποίησης του. 

 

Ενόψει του ότι μέρος των λόγων ένστασης εστιάζεται στην μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο οι Αιτήτριες ικανοποίησαν τις ως άνω προϋποθέσεις.  Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το κλητήριο ένταλμα.  Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd v.  Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162).

 

            Από μια απλή ανάγνωση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, έχω παρατηρήσει ότι η αξίωση των Αιτητριών στηρίζεται στα αδικήματα της παράβασης εμπιστευτικότητας (breach of confidence), της συνωμοσίας για πρόκληση ζημιάς με παράνομα μέσα (unlawful means conspiracy), της παράνομης παρέμβασης στα οικονομικά συμφέροντα τους (unlawful interference with economic interests) και της εσκεμμένης πρόκλησης ζημιάς με παράνομα μέσα (intentionally causing harm by unlawful means).

 

Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, παρ.15-21, σελ.871 αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την έννοια της συνωμοσίας:

 

«Α conspiracy consists … in the agreement of two or more to do an unlawful act, or to do a lawful act by unlawful means.»

 

Eπίσης στο ίδιο σύγγραμμα στην παρ.15-22, σελ.873, αναφέρεται ότι:

 

«The tort requires an agreement, combination, understanding, or concert to injure, involving two or more persons.»

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1 A.A.Δ.25, αναφέροντα τα ακόλουθα σχετικά με το αδίκημα της συνωμοσίας:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει, μέχρι σήμερα, πραγματευθεί το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας.  Σύμφωνα με τον Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Tόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:

 

“697. Εssential ingredients of conspiracy.  In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant.”

 

Σε μετάφραση:

 

«697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας.  Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα.»  

 

            Από τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι η αξίωση των Αιτητριών στηρίζεται σε αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής και, κατ’ επέκταση, το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα αποκαλύπτεται μια συζητήσιμη υπόθεση,  με αποτέλεσμα να ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32. (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολ. Έφεση αρ. Ε143/2015, ημερ. 23/3/2017), ECLI:CY:AD:2017:A102.  Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση της 2ης προϋπόθεσης.

 

            Από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν εκδοχών διαφαίνεται ότι τα περισσότερα από τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονται στην ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη, είναι κοινώς παραδεκτά.  Πιο συγκεκριμένα αποτελεί κοινό τόπο ότι κατά την 22.4.2021, μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Εναγόμενος προσέγγισε την κα Μ. Γιωρκάτζη και της παρέδωσε δέσμη εγγράφων. Η πλευρά των Αιτητριών ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα τα οποία παραδόθηκαν στην κα Μ. Γιωρκάτζη είναι αυτά τα οποία παρουσιάζονται με την ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη (Τεκμήριο 7 της ενόρκου δηλώσεως του).  Με βάση τους ισχυρισμούς του κ. Π. Γιωρκάτζη, τα ανωτέρω παραδοθέντα από τον Εναγόμενο έγγραφα, αποτελούν μέρος του δικαστικού φακέλου της Αγωγής υπ’ αριθμό 993/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στο οποίο ο Εναγόμενος επιχείρησε να εξασφαλίσει πρόσβαση, μέσω της αίτησης του για επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων, χωρίς όμως να του επιτραπεί κάτι τέτοιο.  Από πλευράς του ο Εναγόμενος στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα τα οποία παρουσιάζει η πλευρά των Αιτητριών, δεν είναι αυτά που παρέδωσε στην κα Μ. Γιωρκάτζη.  Κατά τον ισχυρισμό του, τα ως άνω παρουσιαζόμενα έγγραφα έχουν παραποιηθεί από τις Αιτήτριες ώστε να δημιουργήσουν εναντίον του υπόθεση.  Για να καταδείξει δε ότι πρόκειται για διαφορετικά έγγραφα, προβαίνει σε μια λεπτομερή σύγκριση του περιεχομένου των εγγράφων που παρουσιάζονται από τον κ. Π. Γιωρκάτζη, με τα έγγραφα που παρουσιάζει ο ίδιος, καταγράφοντας τις μεταξύ τους διαφορές.  Θα πρέπει όμως να επισημάνω ότι το κατά πόσο τα έγγραφα που παραδόθηκαν στην κα Μ. Γιωρκάτζη είναι πράγματι αυτά που παρουσιάζονται με την ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη ή αυτά που παρουσιάζονται με την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, είναι ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να αποφασιστεί στο παρόν στάδιο για το λόγο ότι προϋποθέτει την αξιολόγηση των εκατέρωθεν εκδοχών και τη διατύπωση ευρημάτων, έργο το οποίο ανάγεται σε τελικό στάδιο (Κούππας ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά.  (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1665).  Για το στάδιο αυτό είναι αρκετό το ότι η πλευρά των Αιτητριών παρουσιάζει τη δέσμη των εγγράφων τα οποία παραδόθηκαν, κατ’ ισχυρισμό, στην κυρία Μ. Γιωρκάτζη.  Όπως δε αναφέρεται από τον κ. Π. Γιωρκάτζη, ο Εναγόμενος επικόλλησε δείκτες (stickers)  επί των παραδοθέντων εγγράφων στα σημεία που ο ίδιος θεώρησε σημαντικά, ενώ χρωμάτισε με κίτρινο χρώμα (highlighter) κάποια σημεία τους.  Τα σημεία αυτά δεικνύονται και στα αντίγραφα των αυτούσιων εγγράφων, τα οποία παρουσιάζονται από τον κ. Γιωρκάτζη.

 

 Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα παρουσιαζόμενα με την ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη έγγραφα, αποτελούν μέρος του δικαστικού φακέλου της Αγωγής υπ’ αρ. 933/2012 του Ε.Δ. Λεμεσού.  Κατά τον ισχυρισμό δε του κ. Π. Γιωρκάτζη, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Εναγόμενου για επιθεώρηση του ως άνω δικαστικού φακέλου και λήψη αντιγράφων, κάτι το οποίο καθιστά πρόδηλο ότι τα ανωτέρω έγγραφα εξασφαλίστηκαν από τον Εναγόμενο παράνομα και κατά πλήρη  περιφρόνηση της  απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι, όπως  υπήρξε αδιαμφισβήτητο, ο Εναγόμενος προσπάθησε ανεπιτυχώς, μέσω αίτησης που καταχώρησε, να επιθεωρήσει και λάβει αντίγραφα των εγγράφων του δικαστικού φακέλου της ανωτέρω αγωγής.   Φυσικά δεν παραγνωρίζω την επεξήγηση που δίδει ο Εναγόμενος στην Ένορκη Δήλωση του ως προς την πηγή μέσω της οποίας προμηθεύτηκε μέρος τουλάχιστον από τα έγγραφα τα οποία κατά κατά τον ισχυρισμό του παρέδωσε στην κα Μ. Γιωρκάτζη.  Όμως η επεξήγηση την οποία δίδει  σχετίζεται με τα έγγραφα τα οποία ο ίδιος παρουσιάζει ότι είχε παραδώσει στην κα Μ. Γιωρκάτζη, τα οποία δεν είναι τα ίδια με αυτά που παρουσιάζονται μέσω της Ένορκης Δήλωσης του κ. Π. Γιωρκάτζη.  Από την άλλη, ο Εναγόμενος, ακόμα και για τα έγγραφα που ο ίδιος παρουσιάζει μέσω της Ένορκης Δήλωσης του,  δεν αποκαλύπτει για όλα την πηγή μέσω της οποίας τα προμηθεύτηκε αλλά για μέρος μόνο αυτών, ισχυριζόμενος ότι αποτελούν «δημόσια έγγραφα» και ήταν αναρτημένα σε ιστοσελίδα των Αιτητριών.  Όσον αφορά όμως τα δύο πρώτα έγγραφα, συγκεκριμένα αυτά που παρουσιάζει ως Τεκμήριο 5,  τα οποία φαίνεται ότι αποτελούν αίτηση του δικηγορικού γραφείου Ανδρέας Γιωρκάτζης ημερομηνίας 14.3.2012 συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα καθώς και ανυπόγραφη ένορκη δήλωση του κ. Φοίβου Γεωργιάδη το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι στην ελληνική γλώσσα και ένα μικρό μέρος της στην αγγλική, καμία επεξήγηση δίνεται από τον Εναγόμενο ως προς την πηγή μέσω της οποίας τα προμηθεύτηκε, απλά ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει περίπτωση να προέρχονται από το δικαστικό φάκελο της αγωγής 933/2012.

 

            Στην Molvi Estates Ltd v. Κίμωνος Πολ Έφεση αρ. Ε193/2016 ημερ. 9.5.2023, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

 «Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 αναφέρεται στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, 2041, ότι αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.  Στην Πουργουρίδη κ.α. ν. Μέζου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, 207 αναφέρθηκε ότι η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις.  Αυτό που απαιτείται από τον αιτητή είναι να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.  Στην Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, 257-8, εξηγήθηκε, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας.  Επισημάνθηκε, ακόμα, ότι η προοπτική επιτυχίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας.»

           

Η μαρτυρία την οποία παρουσίασε η πλευρά των Αιτητριών, είναι κατά την άποψη μου επαρκής και λεπτομερής ώστε να καταδείξει εκ πρώτης όψεως ότι τα παρουσιαζόμενα με την ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη έγγραφα δεν περιήλθαν στην κατοχή του Εναγόμενου με νόμιμα μέσα.  Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ. Π. Γιωρκάτζη, τα ανωτέρω έγγραφα περιέχουν στοιχεία και μαρτυρία σε σχέση με πολύ ευαίσθητα και εμπιστευτικά δεδομένα και εμπορικά μυστικά των Αιτητριών, των συστημάτων και προγραμμάτων τους, σε περίπτωση δε που περιέλθουν στα χέρια των ανταγωνιστών τους, οι συνέπειες για τις ίδιες θα είναι καταστροφικές.  Προβάλλεται επίσης από τον κ. Π. Γιωρκάτζη ότι τον Εναγόμενο βοήθησαν τρίτα πρόσωπα να εξασφαλίσει τα έγγραφα που παρουσιάζει με την ένορκη δήλωση του, ισχυρισμοί οι οποίοι εκ πρώτης όψεως στοιχειοθετούν το αδίκημα της συνωμοσίας.

           

            Είναι κατάλληλο το σημείο αυτό για να γίνει αναφορά στον λόγο ένστασης του Εναγόμενου ότι οι Αιτήτριες δεν προέβηκαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των γεγονότων που αφορούν τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Ειδικότερα ο Εναγόμενος στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι οι Αιτήτριες απέκρυψαν (α) ότι τα κατ’ ισχυρισμό έγγραφα και πληροφορίες που αφορούν στα ηλεκτρονικά συστήματα και προγράμματα των Αιτητριών αποτελούν δημοσιευμένα ή δημόσια έγγραφα, προσβάσιμα στο ευρύ κοινό, (β) απέκρυψαν το πραγματικό έγγραφο, αντίγραφο του οποίου παραδόθηκε από τον ίδιο στην κα Μ. Γιωρκάτζη και (γ) παρουσιάζουν διαστρεβλωμένο το υπόβαθρο των γεγονότων της υπόθεσης προκειμένου να παραπλανήσουν το Δικαστήριο.

 

            Είμαι της άποψης ότι τα όσα ανωτέρω ισχυρίζεται ο Εναγόμενος ότι απέκρυψαν οι Αιτήτριες δεν αποτελούν κοινώς παραδεκτά και από τις δυο πλευρές ή με αντικειμενικό έρεισμα ουσιώδη γεγονότα, αλλά πρόκειται για την δική του διαφορετική εκδοχή, η οποία προβάλλεται μέσω της ενόρκου δηλώσεως του (Zondrvan Group v. Banalbo Fiduciaries Ltd κ.α. Πολ. Έφεση Ε64/2015, ημερ. 20.7.2021).  Είναι λοιπόν φανερό ότι ο υπό αναφορά λόγος ένστασης δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.  

 

            Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καταλήγω ότι οι Αιτήτριες πέτυχαν να καταδείξουν το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της υπόθεσης τους.  Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης.

 

Στην Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε203/2013 ημερ. 11.09.2019, ECLI:CY:AD:2019:A360 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη, στον αιτητή, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση όπου αυτή, επιτύχει στις αξιώσεις του.

 

Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (Βλ. επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Zena Company Ltd vDemenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848.

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317,  «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και  σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».»

 

Οι Αιτήτριες ισχυρίζονται, μέσω της ενόρκου δηλώσεως του κ. Π. Γιωρκάτζη, ότι σε περίπτωση που οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στα έγγραφα τα οποία είχε παραδώσει ο Εναγόμενος στην κα Μ. Γιωρκάτζη, φτάσουν στα χέρια των ανταγωνιστών τους, θα υποστούν τεράστιο πλήγμα στο κύρος, τη φήμη καθώς την αξιοπιστία τους στην αγορά, περαιτέρω δε θα οδηγήσει σε απώλεια σημαντικού όγκου πελατείας τους, ζημιά η οποία δύσκολα μπορεί να υπολογιστεί σε αριθμούς, αλλά ακόμα και αν υπολογιστεί, θα είναι έκτασης ορισμένων εκατομμυρίων ευρώ, ποσά που ο Εναγόμενος δεν θα είναι σε θέση να καταβάλει. 

 

Τα όσα ανωτέρω αναφέρονται από τον κ. Π. Γιωρκάτζη καθιστούν, κατά την άποψη μου, ορατό τον κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στις Αιτήτριες, αφού αυτή δύσκολα μπορεί να υπολογιστεί σε χρήμα, σε περίπτωση μη έκδοσης ή και μη οριστικοποίησης των εκδοθέντων διαταγμάτων.  Έχοντας κατά νου τα αμέσως πιο πάνω αναφερόμενα καταλήγω ότι οι Αιτήτριες πέτυχαν να ικανοποιήσουν και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

Στην υπόθεση  Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. Λοιζίδου, Πολ. Έφεση αρ. 7/2018 ημερ. 21.3.2019 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση.  Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.

 

Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο (Καλογήρου ανωτέρω), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, εκτός εάν διαπιστώσει ότι  ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει, υπό το φως πάντα των ιδιαίτερων γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση αφού στάθμισα τα δεδομένα τα οποία τέθηκαν ενώπιον μου κατέληξα ότι η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά των Αιτητριών.  Είμαι της άποψης ότι η ζημιά την οποία ήθελαν υποστεί οι Αιτήτριες σε περίπτωση ακύρωσης ή και μη οριστικοποίησης των αιτούμενων διαταγμάτων θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ζημιά την οποία ήθελε υποστεί ο Εναγόμενος από την έκδοση ή και οριστικοποίηση τους.  Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Εναγόμενος στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται, γενικά και αόριστα, ότι η συνέχιση ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων επηρεάζει τα δικαιώματα του κατά τρόπο δυσμενή και ασφυκτικό, χωρίς όμως να επεξηγεί πως επηρεάζονται τα δικαιώματα του και χωρίς να αναφέρει κατά πόσο του προκαλείται οποιαδήποτε ζημιά από τη συνέχιση της ισχύος τους.  Θα ήθελα ακόμα να επισημάνω ότι η συνέχιση της ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων θα συμβάλει στην διατήρηση του status quo ante.

 

 

ΤΟ ΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΥΠΟΥ NORWICH PHARMACAL

 

            Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι Αιτήτριες στην παρ.Δ της Αίτησης τους αξιώνουν διάταγμα το οποίο να διατάζει τον Εναγόμενο όπως αποκαλύψει μέσω ένορκης δήλωσης τις πληροφορίες και έγγραφα που έχει στην κατοχή του πώς τα έχει εξασφαλίσει καθώς και το πρόσωπο ή πρόσωπα που του τα παρέδωσαν.  Του ζητείται επίσης να αποκαλύψει πληροφορίες σε σχέση με κάθε φορά που αποκάλυψε τα έγγραφα ή πληροφορίες σε τρίτο πρόσωπο, λεπτομέρειες σε σχέση με το πότε το έπραξε, ποιες πληροφορίες ή έγγραφα αποκάλυψε και το πρόσωπο στο οποίο αποκαλύφθηκαν.  Παρά το ότι δεν αναφέρεται ρητά, εντούτοις είναι φανερό ότι οι ως άνω πληροφορίες και έγγραφα αναφέρονται στο δικαστικό φάκελο της αγωγής 933/2012.

 

Οι ειδικές αρχές με βάση τις οποίες εκδίδεται διάταγμα αυτού του τύπου συνοψίστηκαν στην υπόθεση Mitsui & Co Ltd. v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625, η οποία υιοθετείται στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.ά. ν. Frantisek Stepanek κ.ά., (2012) 1Β ΑΑΔ 1403.  Οι αρχές αυτές, όπως παρατίθενται στην αμέσως πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση, είναι οι ακόλουθες:

 

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued».

 

Σε μετάφραση:

«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ’ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

 

Στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλούκινα (2014) 1Α  Α.Α.Δ. 118, καταγράφεται αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Το, βάσει των αυθεντιών, θεμελιωτικό της δικαιοδοσίας έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, κατά την κρίση μου, είναι στο στάδιο εξέτασης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32, κατά το οποίο ο αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει «σοβαρές ενδείξεις δικαιωμάτων» και πρωταρχικά ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του μια αδικοπραξία αφενός και αφετέρου ότι οι εναγόμενοι-καθ’ ων η αίτηση εμπλέκονται σ’ αυτήν – είτε αθώα είτε όχι.

 

Τα πιο πάνω αγγίζουν τόσο την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση το οποίο ικανοποιείται με την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης όσο και την θεμελίωση «ορατής πιθανότητας επιτυχίας», νομικών εννοιών που έτυχαν ευρείας νομολογιακής αξιολόγησης διαχρονικά στην ιστορία του Κυπριακού Δικαίου».

 

Στην αμέσως πιο πάνω υπόθεση αναφέρθηκε επίσης ότι διατάγματα αυτής της φύσης είναι αναγκαία προκειμένου ένας αιτητής να ανασυνθέσει το μωσαϊκό των περιστατικών της εις βάρος του αδικοπραξίας, αλλά και να αποκαλύψει περαιτέρω τα στοιχεία των αδικοπραγούντων εναντίον του ή περαιτέρω τα αγώγιμα δικαιώματα του.

 

            Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη, θα πρέπει να αποκαλυφθεί το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία έχουν βοηθήσει τον Εναγόμενο να εξασφαλίσει παράνομα οποιαδήποτε έγγραφα, εναντίον των οποίων θα ληφθούν δικαστικά μέτρα.  Στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Αιτητριών υποστηρίζεται ότι χωρίς τις αιτούμενες πληροφορίες, οι Αιτήτριες δεν θα μπορούν να προωθήσουν την οποιαδήποτε αξίωση τους εναντίον των προσώπων που εξασφάλισαν παράνομα και παραχώρησαν στον Εναγόμενο τις πληροφορίες και έγγραφα.  Χωρίς δε αυτές τις πληροφορίες, οι Αιτήτριες δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζουν το πραγματικό εύρος της εναντίον τους αδικοπραξίας, ούτε το ύψος της ζημιάς που έχουν υποστεί.

 

            Στην προκείμενη περίπτωση η ενώπιον μου μαρτυρία κατέδειξε ότι έχει διαπραχθεί εις βάρος των Αιτητριών μια άδικη πράξη, περαιτέρω δε έχει διαφανεί ότι ο Εναγόμενος εμπλέκεται σ’  αυτή.  Υπενθυμίζεται ότι ο Εναγόμενος είναι αυτός που παρέδωσε τα παρουσιαζόμενα με την ένορκη δήλωση του κ. Π. Γιωρκάτζη έγγραφα, τα οποία αποτελούν μέρος του δικαστικού φακέλου της αγωγής υπ’  αριθμό 933/2012, τον οποίο δεν επιτράπηκε να επιθεωρήσει και λάβει αντίγραφα του ο Εναγόμενος.  Οι αιτούμενες πληροφορίες είναι απαραίτητες και αναγκαίες, κατά την άποψη μου, στις Αιτήτριες, ώστε να αποκαλυφθούν τα πρόσωπα τα οποία δυνατόν να βοήθησαν τον Εναγόμενο να εξασφαλίσει τα ανωτέρω έγγραφα, όπως και τα στοιχεία αυτών, ώστε οι Αιτήτριες να κινηθούν νομικά εναντίον και αυτών.  Περαιτέρω, οι αιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα θα βοηθήσουν τις Αιτήτριες να ανασυνθέσουν ολόκληρο το μωσαϊκό των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, τα οποία και θα καταστήσουν ευχερή τη διάγνωση του εύρους της εναντίον τους διαπραχθείσας αδικοπραξίας.  Αναμφισβήτητα δε ο Εναγόμενος είναι το μοναδικό πρόσωπο από το οποίο οι Αιτήτριες μπορούν να αντλήσουν τις αιτούμενες πληροφορίες.  Δεν έχει διαφανεί ότι υπάρχει άλλη πηγή από τις οποίες μπορούν να τις αντλήσουν.

 

            Ο Εναγόμενος διατείνεται ότι στην ένορκη δήλωση του αναφέρει από πού έλαβε τα έγγραφα και ότι δεν τα έχει χρησιμοποιήσει.  Ως αποτέλεσμα δε καθίσταται αχρείαστη και άσκοπη, κατά τη θέση του, η έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης.  Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται τη θέση του Εναγόμενου ότι είναι αχρείαστη η έκδοση του ως άνω διατάγματος.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Εναγόμενος δίνει κάποιες εξηγήσεις ως προς τον τρόπο απόκτησης μέρους μόνο των εγγράφων τα οποία παρουσιάζονται μέσω της ένορκης δήλωσης του.  Τα όσα παραθέτει ο Εναγόμενος δεν ικανοποιούν, κατά την άποψη μου, το εύρος των λεπτομερειών τις οποίες αιτείται να αποκαλυφθούν οι πλευρά των Αιτητριών.

            Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, καταλήγω ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αποκάλυψης δικαιολογείται πλήρως.  Φυσικά ο χρόνος των δύο εργάσιμων ημερών που θέτουν οι Αιτήτριες για συμμόρφωση του Εναγόμενου με το διάταγμα είναι πολύ μικρός κατά την άποψη μου, γι’  αυτό θα επεκταθεί σε τριάντα μέρες από την επίδοσης του διατάγματος.  Θα πρέπει ακόμα να διευκρινιστεί στο διάταγμα ότι οι πληροφορίες και έγγραφα των οποίων ζητείται η αποκάλυψη αποτελούν μέρος του δικαστικοί φακέλου της αγωγής υπ’  αριθμό 933/2012.

 

 

ΤΟ ΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡ.Γ ΔΙΑΤΑΓΜΑ

 

            Στην αμέσως πιο πάνω παράγραφο ζητείται η έκδοση διατάγματος το οποίο να διατάζει τον Εναγόμενο όπως καταστρέψει ή και διαγράψει μόνιμα και με τρόπο που δεν επιτρέπει την ανάκτηση τους όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του.  Είναι φανερό ότι ζητείται η έκδοση προστακτικού διατάγματος εναντίον του Εναγόμενου.

 

            Όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, ένα προστακτικό διάταγμα σπάνια εκδίδεται, μόνο όταν από την απαίτηση φανερώνεται μια ασυνήθιστα δυνατή και καθαρή περίπτωση (Τσιερκέζου ν. Dragon Trourist Enterprises Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 734).  Στην προκέιμενη περίπτωση δεν έχει διαφανεί ότι η υπόθεση των Αιτητριών είναι τόσο ασυνήθιστα δυνατή και καθαρή ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος.  Συνεπώς, αυτό δεν μπορεί να εκδοθεί.  Επιπρόσθετα, θα ήθελα να αναφέρω ότι το εκδοθέν απαγορευτικό διάταγμα της παρ.Α της Αίτησης αποτελεί επαρκή προστασία για τις Αιτήτριες στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο και συμβάλλει στη διατήρηση του status quo ante.

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα θα πρέπει να οριστικοποιηθούν.  Επίσης θα πρέπει να εκδοθεί και το αιτούμενο στην παράγραφο Δ της Αίτησης διάταγμα αποκάλυψης, διαμορφωμένο όμως κατά τον τρόπο που θα περιγραφεί πιο κάτω.

 

            Όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι οι Αιτήτριες. 

 

            Τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 28.4.2021 οριστικοποιούνται.  Περαιτέρω, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ο Εναγόμενος διατάσσεται όπως εντός 30 ημερών από την προς αυτόν επίδοση του παρόντος διατάγματος επιδώσει στις Ενάγουσες – Αιτήτριες ή στους δικηγόρους τους Ανδρέας Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ, ένορκη δήλωση του στην οποία να αποκαλύπτει:

 

(i)            τις πληροφορίες και έγγραφα που έχει στην κατοχή του και αποτελούν μέρος του δικαστικού φακέλου της αγωγής υπ’ αριθμό 993/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, πώς τα έχει εξασφαλίσει και το πρόσωπο ή πρόσωπα που του τα παρέδωσαν, και

(ii)          σε σχέση με κάθε φορά που αποκάλυψε τα έγγραφα ή οποιεσδήποτε από τις πληροφορίες σε τρίτο πρόσωπο, πλήρεις λεπτομέρειες σε σχέση με το πότε το έπραξε, ποιες πληροφορίες και έγγραφα αποκάλυψε καθώς και το πρόσωπο στο οποίο αυτές αποκαλύφθηκαν.

 

Τα έξοδα της Αίτησης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των Εναγουσών – Αιτητριών και εναντίον του Εναγόμενου – Καθ’  ου η Αίτηση.

 

 

(Υπ.) …………………………………

                                                                                                   Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο,

 

Πρωτοκολλητής

ΘΘ/ΞΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο