ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  1955/2018

 

Μεταξύ:-

NICOLETA-ANDREEA MANASC

Ενάγουσας

 

- και -

 

1. TRUST INTERNATIONAL INSURANCE COMPANY (CYPRUS) LTD

2. ΧΑΡΙΛΕΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

 Εναγομένων

 

Ημερομηνία: 06/02/2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κα Ε. Αντωνιάδου Φράγκου

Για τους Εναγόμενους: κα Μ. Χατζηλευτέρη για Γεώργιος Λ. Σαββίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η παρούσα απόφαση αφορά τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στις 23/07/2017, όταν η Ενάγουσα, στην προσπάθειά της να διασταυρώσει πεζή επί ή πλησίον διάβασης πεζών, χτυπήθηκε από το όχημα που οδηγούσε η Εναγόμενη 2 και τραυματίστηκε. Επίδικα ήταν όλα τα ζητήματα: η ευθύνη, οι γενικές και οι ειδικές αποζημιώσεις.

 

ΤΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, κατά τον ουσιώδη χρόνο η Ενάγουσα ήταν ηλικίας 21 ετών και εργαζόταν ως σερβιτόρα. Η Εναγόμενη 2 ήταν η οδηγός οχήματος, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην Εναγόμενη 1. Κατά τις 23/07/2017, περί ώρα 19:45, ενώ η Ενάγουσα προσπάθησε να διασταυρώσει πεζή πάνω σε διάβαση, χτυπήθηκε από το όχημα της Εναγομένης 2, εκσφενδονίστηκε δυτικότερα της διάβασης πεζών, παρασύρθηκε από το ίδιο όχημα και τραυματίστηκε. Η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι το ατύχημα επεσυνέβη εξ αιτίας της αμέλειας και της παράβασης από μέρους της Εναγομένης 2 των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων της και αξιώνει γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

 

Με την Υπεράσπισή τους οι Εναγόμενοι 1 και 2 υποστηρίζουν ότι η Ενάγουσα διασταύρωνε τον δρόμο μετά τη διάβαση πεζών, ενώ μιλούσε στο κινητό της τηλέφωνο, κατά τρόπο αμελή, με αποτέλεσμα να πέσει επί του οχήματος της Εναγομένης 2. Κατ’ επέκταση, αρνούνται τις λεπτομέρειες αμέλειας και υποστηρίζουν ότι το ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια της Ενάγουσας. Αρνούνται επίσης τις λεπτομέρειες σωματικών βλαβών και ειδικών ζημιών της Ενάγουσας, καθώς και τις αξιώσεις και ζητούν απόρριψη της Αγωγής.

 

Με την Απάντησή της η Ενάγουσα αρνείται το περιεχόμενο της Υπεράσπισης των Εναγομένων και εμμένει στις θέσεις και τις αξιώσεις της.

 

Η ΑΚΡΟΑΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Στο πλαίσιο της Ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν συνολικά 7 μάρτυρες. Προς υποστήριξη της αξίωσης της Ενάγουσας κατέθεσαν οι ακόλουθοι μάρτυρες:

 

(α)      Ο αστ. 3428 Κωνσταντίνος Χαραλάμπους (ΜΕ1),

(β)      η Ενάγουσα (ΜΕ2),

(γ)       ο Δρ Κυριάκος Ανδρέου - ορθοπεδικός (ΜΕ3),

(δ)      η Δρα Δέσποινα Νικολάου - γενική χειρουργός (ΜΕ4),

(ε)       ο Μάριος Βασιλέως - φυσιοθεραπευτής (ΜΕ5).

 

Προς υποστήριξη της υπεράσπισης των Εναγομένων 1 και 2 κατέθεσαν:

(α) η Εναγόμενη 2 (ΜΥ1) και

(β) ο Δρ Ηλίας Γεωργίου - ορθοπεδικός χειρουργός (ΜΥ2)

 

Αστ. 3428 (ΜΕ1)

 

Ο ΜΕ1 ήταν ο εξεταστής το ατυχήματος. Από το 2010 και κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στην τροχαία Λεμεσού, στον κλάδο διερεύνησης τροχαίων δυστυχημάτων. Μετέβη στη σκηνή περί τις 20:00 και αναφέρθηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβη σε σχέση με το επίδικο ατύχημα. Κατέθεσε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που ετοίμασε στη σκηνή (Τεκμήριο 1). Εξήγησε ότι τοποθέτησε ως  σημείο «Χ» (εκτός της διάβασης πεζών) το σημείο σύγκρουσης που του υπέδειξε η Εναγομένη, ενώ ως «Χ1» σημείο στο οποίο εντόπισε ο ίδιος σημάδι από τρίψιμο παπουτσιού πάνω στη διάβαση πεζών και θεώρησε ο ίδιος ως το σημείο σύγκρουσης.  Ως «Α» σημείωσε την πορεία του οχήματος της Ενάγουσας και ως Α1 την τελική του θέση. Ως «Β» σημείωσε την πορεία της Ενάγουσας ως υποδείχθηκε από την Εναγομένη 2 και ως «Β1» την πορεία της, ως υποδείχθηκε από την ίδια. Ως «Γ» σημείωσε όχημα που ακολουθούσε εκείνο της Εναγομένης 2 (το «Όχημα Γ»), στο οποίο επέβαιναν αυτόπτες μάρτυρες.

 

Έλαβε καταθέσεις από τα ενεχόμενα πρόσωπα και από τους επιβαίνοντες στο Όχημα Γ. Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 2, την κατάθεση που έλαβε από την Εναγομένη 2 στις 25/07/2017, ως Τεκμήρια 3 και 4, τις καταθέσεις που έλαβε από τον οδηγό και συνοδηγό του Οχήματος Γ, ως Τεκμήρια 5Α και , την κατάθεση που έλαβε από την Ενάγουσα, με τη βοήθεια διερμηνέως, στην Ρουμανική και Ελληνική γλώσσα, αντίστοιχα και, ως Τεκμήριο 6, ιατρικό πιστοποιητικό με τα τραύματα  της Ενάγουσας. Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήριο 7, έντυπο με σημειώσεις του για το επίδικο ατύχημα.

 

Σε σχέση με την τις συνθήκες του ατυχήματος, ανέφερε ότι επεσυνέβη σε ευθύ δρόμο με ορατότητα τουλάχιστον 100-150 μέτρα. Ήταν καλοκαίρι, ο καιρός ηταν αίθριος, ο δρόμο ήταν ξηρός και καθαρός, δεν είχε ανάψει ακόμα ο οδικός φωτισμός και όταν μετέβη στη σκηνή ήταν σούρουπο.

 

Ενάγουσα (ΜΕ2)

 

Η Ενάγουσα κατέθεσε Γραπτή Κατάθεση ως μέρος της εξέτασής της (Έγγραφο Α η κατάθεσή της στη Ρουμανική γλώσσα, Έγγραφο Β1 η μετάφραση στα Ελληνικά και Έγγραφο Β2 η ένορκη δήλωση της μεταφράστριας).

 

Κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν 21 χρονών, εργαζόταν ως σερβιτόρα σε καφεστιατόριο με εβδομαδιαίες απολαβές €200. Στις 23/7/2017, περί τις 19:45, ενώ βρισκόταν σε διάβαση πεζών στην οδού Μισιαούλη Καβάζογλου και αφού κοίταξε αριστερά της, τα οχήματα είχαν σταματήσει για να περάσει, κοίταξε δεξιά και είδε το όχημα της Εναγόμενης 2 να κινείται με δυτική κατεύθυνση αρκετά μακριά, σε απόσταση 150-200 μέτρα, υπολόγισε ότι θα προλάβαινε να διασταυρώσει και με γρήγορο βήμα ξεκίνησε να διασταυρώνει πάνω στη διάβαση πεζών. Ενώ βρισκόταν στο μέσο της διασταύρωσης, το όχημα της Εναγομένης 2  δεν σταμάτησε και την χτύπησε. Η Ενάγουσα χτύπησε στο μπροστινό μέρος του οχήματος της Εναγομένης 2, στον ανεμοθώρακα και εκσφενδονίστηκε δυτικότερα της διάβασης πεζών, παρασύροντας και τραυματίζοντάς την.

 

Αμέσως μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών («ΤΑΕΠ») του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού («ΓΝ Λεμεσού»), είχε ζαλάδες, πονούσε τον αυχένα και το κεφάλι της, το δεξί της πόδι και τα δύο της γόνατα. Στο νοσοκομείο υποβλήθηκε σε κλινική εξέταση, ηλεκτροκαρδιογράφημα, αιματολογικό και βιομηχανικό έλεγχο, ακτινογραφίες ώμων, γονάτων, ποδιών, κρανίου, αυχένα και θώρακος και αξονικό τομογράφο εγκεφάλου. Οι εξετάσεις κατέδειξαν ευθειασμό αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Εισήχθη στη Χειρουργική Κλινική του ΓΝ Λεμεσού, αντιμετωπίστηκε με αναλγησία και πήρε εξιτήριο στις 25/07/2017.

 

Επειδή εξακολούθησε να έχει πονοκεφάλους και πόνο στα γόνατα μετά από χειρωνακτική εργασία, στις 22/03/2018 επισκέφθηκε τον ΜΕ3, ο οποίος, μεταξύ άλλων, διέγνωσε την ανάπτυξη μετατραυματικής χονδροπάθειας όπισθεν αμφότερων των επιγονατίδων.

 

Αναφέρθηκε, επίσης, στα έξοδα που υπέστη ένεκα του ατυχήματος, περιλαμβανομένων και 8 συνεδριών φυσιοθεραπείας. Κατέθεσε ως Τεκμήρια τα ακόλουθα έγγραφα: αποδεικτικό πληρωμής €62 (Τεκμήριο 8) για την απόκτηση Ιατρικού Πιστοποιητικού (Τεκμήρια 9) της ΜΕ4 του ΓΝ Λεμεσού, ημερομηνίας 15/11/2017, Ιατρικό Πιστοποιητικό του ΜΕ3 ημερομηνίας 26/03/2018 (Τεκμήριο 10), τιμολόγιο της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 06/09/2017 για το ποσό των €418 (Τεκμήριο 11), απόδειξη πληρωμής €85 (Τεκμήριο 12) για την απόκτηση Αστυνομικής Έκθεσης (Τεκμήριο 13), βεβαίωση φυσιοθεραπείας ημερομηνίας 25/08/2017 (Τεκμήριο 14), απόδειξη για πληρωμή ποσού €200 για φυσιοθεραπείες (Τεκμήριο 15) και αντίγραφο επιστολής της δικηγόρου της προς την Εναγόμενη 1 ημερομηνίας 28/03/2017 (Τεκμήριο 16). 

 

Δρ Κυριάκος Ανδρέου (ΜΕ3)

 

Ο ΜΕ3 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας ορθοπεδικός, χειρουργός και τραυματιολόγος. Εξέτασε την Ενάγουσα στις 22/03/2018 και ετοίμασε Ιατρικό Πιστοποιητικό ημερομηνίας 26/03/2018 (Τεκμήριο 10Α). Κατά την εξέταση, η Ενάγουσα του παραπονέθηκε για περιοδικούς πονοκεφάλους και πόνο σε αμφότερα τα γόνατα μετά από χειρωνακτική εργασία. Εκείνος διαπίστωσε πλήρη κινητικότητα αμφότερων των γονάτων αλλά ότι υπήρχε κριγμός στην μοιροεπιγονατιδική άρθρωση και ότι η κάμψη  των γονάτων προκαλούσε κάποιου βαθμού πόνο πίσω από αμφότερες τις επιγονατίδες. Κατά τη γνώμη του (και σύμφωνα με το σχετικό πιστοποιητικό του νοσοκομείου), η Ενάγουσα υπέστη εγκεφαλική διάσειση, θλάση μαλακών μορίων αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, θλάση μαλακών μορίων αμφότερων των γονάτων, διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και δεξιού άκρου ποδός.

 

Διαπίστωσε, επίσης, ότι με τη συντηρητική θεραπεία που είχε υποβληθεί με αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη φάρμακα και τη φυσιοθεραπεία, η κατάστασή της είχε παρουσιάσει βελτίωση. Όμως εξακολουθούσε να έχει πόνο πίσω από αμφότερες τις επιγονατίδες, λόγω ανάπτυξης μετατραυματικής χονδροπάθειας, κάτι που προκαλεί πόνο μετά από παρατεταμένη ορθοστασία, βαθύ κάθισμα ή όταν ανεβαίνει σκάλες. Ανέφερε επίσης ότι τα συμπτώματα αυτά θα βελτιωθούν με την πάροδο του χρόνου, όμως περιοδικός πόνος μπορεί να παραμείνει για αρκετό χρονικό διάστημα.

 

Σε σχέση με την αμοιβή του, επιβεβαίωσε ότι ανερχόταν στα €250, ως το Τεκμήριο 10 και ότι η Ενάγουσα του οφείλει ακόμα το ποσό αυτό. Ανέφερε επίσης και την αμοιβή του σε σχέση με την παρουσία του στο Δικαστήριο.

 

Δρα Δέσποινα Νικολάου (ΜΕ4)

 

Η ΜΕ4 είναι γενική χειρουργός, περιέθαλψε την Ενάγουσα όταν διακομίσθηκε στο ΓΝ Λεμεσού μετά το ατύχημα και συνέταξε το Ιατρικό Πιστοποιητικό (Τεκμήριο 9). Με αναφορά στα Τεκμήρια 6 και 9, εξήγησε τις εξετάσεις στις οποίες υπεβλήθη η Ενάγουσα και τα δικά της ευρήματα.

 

Σε σχέση με το χρονικό διάστημα που παρέμεινε η Ενάγουσα στο Νοσοκομείο, εξήγησε ότι από το σύνολο των εξετάσεων που διενεργήθηκαν διεφάνη ότι η Ενάγουσα είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση και εγκεφαλική διάσειση, η οποία αξιολογήθηκε από ελαφριάς έως μέτριας βαρύτητας. Ένεκα τούτου, κρίθηκε απαραίτητο να παραμείνει η Ενάγουσα υπό παρακολούθηση για να βεβαιωθούν οι ιατροί ότι δεν θα παρουσίαζε επιδείνωση της νευρολογικής της εικόνας, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί εντός 24-48 ωρών.

 

Μαρίνος Μωυσέως (ΜΕ5)

 

Ο ΜΕ5 είναι εγγεγραμμένος φυσιοθεραπευτής, έχει δικό του κέντρο φυσιοθεραπείας από το 1976 και η Ενάγουσα αποτάθηκε κοντά του για φυσιοθεραπείες μετά το ατύχημα. Της παρέσχε 8 θεραπείες στα γόνατα, με την τελευταία να ήταν στις 25/8/2017. Εξέδωσε σχετική βεβαίωση (Τεκμήριο 14) και απόδειξη πληρωμής για τα €200 που πληρώθηκε (Τεκμήριο 15). Μετά τις 8 φυσιοθεραπείες η Ενάγουσα δεν τον επισκέφθηκε ξανά και υπέθεσε ότι θα βελτιώθηκε.

 

Εναγόμενη 2 (ΜΥ1)

 

Η Εναγόμενη 2 κατέθεσε Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Γ) ως μέρος της κυρίως εξέτασής της και αντεξετάστηκε. Σύμφωνα με τη Γραπτή της Δήλωση, τις 23/07/2017, περί τις 19:46, ενώ οδηγούσε το όχημά της με συνοδηγό τον αδελφό της στον δρόμο Μισιαούλη και Καβάζογλου με δυτική κατεύθυνση, ξαφνικά και σε απόσταση λιγότερη του ενός μέτρου, είδε την Ενάγουσα να διασταυρώνει τον δρόμο από αριστερά προς δεξιά μετά τη διάβαση πεζών τρέχοντας και τηλεφωνούσε. Αμέσως, αυτόματα, πάτησε φρένο και το όχημα σταμάτησε, ενώ σύρθηκε μπροστά από τα κάγκελα της διάβασης ελαφρά προς τα εμπρός μετά τη διάβαση πεζών. Δεν μετακίνησε το όχημά της μετά το ατύχημα. Η Ενάγουσα είχε διανύσει πολύ λίγη απόσταση από το πεζοδρόμιο, όπως υπέδειξε το σημείο στον ΜΕ1. Η Ενάγουσα κρατούσε το τηλέφωνο και μιλούσε, ήταν απρόσεκτη και ήρθε σε επαφή με το όχημα που οδηγούσε λίγο μετά την αριστερή πλευρά στο καπό και έπεσε σε απόσταση μισού μέτρου μετά το όχημα της.

 

Αμέσως, κατέβηκε από το όχημά της και ως νοσηλεύτρια που είναι έτρεξε να βοηθήσει την Ενάγουσα. Εκείνη όμως την έδιωξε και έψαχνε το τηλέφωνό της. Το βρήκε και το έδωσε σε μια γυναίκα που ήρθε στη σκηνή. Είδε ότι η Ενάγουσα δεν είχε αίματα και εξωτερικές εκδορές στο πρόσωπο και στο σώμα. Η Ενάγουσα φορούσε παπούτσια σκούρου χρώματος τύπου μπαλαρίνας.

 

Λίγο μετά το ατύχημα ήρθαν φίλοι και συγγενείς της Ενάγουσας από κοντινές πολυκατοικίες, φώναζαν, οχλαγωγούσαν και πετούσαν παπούτσια πάνω στη διάβαση, τα οποία μάζεψαν μόλις ήρθε η αστυνομία.

 

Δρ Ηλίας Γεωργίου (ΜΥ2)

 

Ο ΜΥ2 είναι ιατρός, ειδικός ορθοπεδικός χειρουργός. Εξέτασε την Ενάγουσα την 01/03/2019 και ετοίμασε ιατρική έκθεση ημερομηνίας 29/03/2019, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 18 (αντίγραφό της είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο Α προς αναγνώριση). Ο ΜΥ2 αναφέρθηκε στο ιστορικό της Ενάγουσας, όπως το άντλησε από τα Τεκμήρια 6, 9 και 10, τα οποία κλήθηκε από την δικηγόρο των Εναγομένων και εξήγησε αναλυτικά. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα που εξήγαγε από την κλινική εξέταση που διενήργησε στην Ενάγουσα, 20 μήνες μετά το ατύχημα, δεν παρέμεινε οποιοδήποτε κλινικό αντικειμενικό εύρημα και δεν υφίσταται ή δικαιολογείται οποιαδήποτε μορφή λειτουργικού καταλοίπου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Η παρούσα υπόθεση, ως πολιτική, κρίνεται επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 ΑΑΔ 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν (Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530). Η δε επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (Βλ. Χάρης Χρίστου νΕυγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454, Mossa Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 165). Αυτή, όμως, η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες (Mohamed Shahin Haisan Fawzy ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266)  και εφόσον η επιλογή αυτή αιτιολογείται σαφώς (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Iωάννου Γεώργιος ν. Γεώργιου Kουννίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1215).

 

Η αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας γίνεται προκειμένου να προβεί το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως βάση να εξετάσει, στη συνέχεια, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται (Barry Wynne ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138). Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.  Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, 1084, Barry Wynne v Mavronicola (ανωτέρω)). 

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση την σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, με αντιπαραβολή των θέσεων κάθε πλευράς και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία (Ομήρου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), πάντοτε υπό το πρίσμα και το αυστηρό πλαίσιο των δικογραφημένων ισχυρισμών, ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (βλ. Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Π.Ε. 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:C35).

 

Λαμβάνεται επίσης υπόψη η συνολική εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο ένας μάρτυρας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, στη βάση των αντιδράσεων, του τρόπου που απαντά και συμπεριφέρεται (& A  Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273), χωρίς η εντύπωση αυτή να μπορεί να αποτελέσει όμως τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή μιας μαρτυρίας (Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797).

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, το κατά πόσο ένας μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας ή όχι είναι ζήτημα που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αφού λάβει υπόψη τις γνώσεις και την εμπειρία του πάνω στο θέμα που καλείται να καταθέσει. Για να θεωρηθεί κάποιος ως πραγματογνώμονας, θα πρέπει να διαθέτει όλα τα σχετικά προσόντα, ούτως ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του (Evangelou v. Ambizas (1982) 1 CLR 41). Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δε βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984). Σε σχέση με το καθήκον που έχουν να επιτελέσουν οι εμπειρογνώμονες έναντι του Δικαστηρίου, παραπέμπω στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Ευριπίδου και Άλλων (2015) 2 ΑΑΔ 140, όπου οι σχετικές αρχές συνοψίστηκαν ως εξής:

 

«Υπενθυμίζουμε ότι με βάση καλά εδραιωμένες νομολογιακές αρχές, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη [βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298]. Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του [βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 ΑΑΔ 1020].»

 

Αστ. 3428 (ΜΕ1)

 

Ο ΜΕ1 ήταν ο εξεταστής του ατυχήματος, πρόκειται για ανεξάρτητο μάρτυρα, τα προσόντα του οποίου δεν αμφισβητήθηκαν. Κατέθεσε τις ενέργειες που έκανε στο πλαίσιο των καθηκόντων του σε σχέση με το επίδικο  ατύχημα. Δεν αμφισβητήθηκαν οι μετρήσεις και τα ευρήματα του στη σκηνή, με εξαίρεση την τοποθέτηση του σημείου σύγκρουσης Χ1 (Τεκμήριο 1), ζήτημα το οποίο θα εξετάσω περαιτέρω στη συνέχεια, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία της Εναγομένης 2 σε σχέση με το σημείου Χ που υπέδειξε εκείνη. Μου έκανε καλή εντύπωση, δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις, απαντούσε με ευθύτητα και ειλικρίνεια σε ό,τι ήταν σε θέση να θυμηθεί.  Συνεπώς, τον κρίνω ως μάρτυρα ανεξάρτητο και αξιόπιστο και αποδέχομαι την μαρτυρία του στο σύνολό της, ως συνοψίστηκε ανωτέρω.

 

Από τις μετρήσεις του προκύπτει ότι το σημείο Χ1, όπου εντόπισε τρίψιμο από παπούτσι, ήταν εντός της διάβασης πεζών, σε απόσταση 2,8 μέτρων από το πεζοδρόμιο (νότια προς τα βόρεια), ότι η κάθε λωρίδα του δρόμου είναι 5.8 μέτρα και ότι το συνολικό πλάτος του δρόμου είναι 11,2 μέτρα, όπως και η διάβαση. Το σημείο Χ που υπέδειξε η Εναγομένη 2 απείχε 2.7 μέτρα από το πεζοδρόμιο (νότια προς τα βόρεια) και περί τα 3 μέτρα δυτικά των οριζόντιων άσπρων γραμμών της διάβασης.

 

Ενάγουσα (ΜΕ2)

 

Η Ενάγουσα μου έκανε θετική εντύπωση, ανέφερε τα όσα συνέβησαν και τα όσα μπορούσε να θυμηθεί, χωρίς να δώσει την εντύπωση υπερβολής ή προσπάθειας παραποίησης των γεγονότων. Η μαρτυρία της ήταν συγκεκριμένη, συγκροτημένη, είχε συνοχή, συνάδει με τα δικόγραφα, τεκμηριώνεται με αναφορά στα τεκμήρια που κατατέθηκαν, υποστηρίζεται από την μαρτυρία του ΜΕ1, ως προς τον τρόπο που επεσυνέβη το ατύχημα και από τους ΜΕ3, 4 και 5, ως προς τους τραυματισμούς της. Δεν έχω εντοπίσει εξόφθαλμες ή ουσιώδεις αντιφάσεις στην μαρτυρία της και επομένως την αποδέχομαι.

 

Σε κάποια ζητήματα δεν μπορούσε να δώσει σαφείς απαντήσεις, όπως πόση απόσταση είχε διανύσει ακριβώς πάνω στη διάβαση πριν το ατύχημα, πόσα βήματα είχε κάνει και αν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες κατά τη στιγμή που ατυχήματος. Εξήγησε, όμως, ότι αμέσως μετά το ατύχημα βρισκόταν σε σοκ και πανικό, εξήγηση η οποία κρίνεται λογική υπό τις περιστάσεις. Θυμόταν, όμως, ότι είχε διανύσει κάποια απόσταση, ότι ήταν περίπου στη μέση της διάβασης πεζών και αρνήθηκε ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν μετά τη διάβαση. Η εκδοχή της σε σχέση με την απόσταση που διένυσε επί της διάβασης πεζών συνάδει και με τα ευρήματα του ΜΕ1 και γίνεται αποδεκτή. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι δεν μπορούσε να είχε διασταυρώσει μετά τη διάβαση, γιατί υπήρχαν κάγκελα στο πεζοδρόμιο πριν και μετά τη διάβαση. Το γεγονός ότι υπήρχαν κάγκελα στις δυο πλευρές του δρόμου επιβεβαίωσε και η Εναγόμενη 2, ενώ αυτά τοποθετήθηκαν και στο Τεκμήριο 1.

 

Αρνήθηκε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο ενώ διασταύρωνε το δρόμο και υποστήριξε ότι ζήτησε το τηλέφωνό της μετά το ατύχημα, για να τηλεφωνήσει σε γνωστό της πρόσωπο. Και η εκδοχή αυτή δεν αντικρούστηκε με θετική και αξιόπιστη μαρτυρία και γίνεται αποδεκτή. Όπως θα επεξηγηθεί στη συνέχεια, όταν ρωτήθηκε επί τούτου η Εναγόμενη 2, δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφή απάντηση.

 

Όσον αφορά τους τραυματισμούς της, τους αποδέχομαι, καθότι έχουν επαρκώς υποστηριχθεί και από την μαρτυρία των ΜΕ3 και 4. Άλλωστε, η κυριότερη διαφωνία με την πλευρά της Εναγομένης συνίσταται στον χαρακτηρισμό της σοβαρότητας των τραυματισμών αυτών, κατά πόσο ήταν ελαφριοί ή μέτριοι προς ελαφριοί και στα τυχόν κατάλοιπα που άφησαν.

 

Δρ Κυριάκος Ανδρέου (ΜΕ3)

 

Ο ΜΕ3 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας ορθοπεδικός, χειρουργός και τραυματιολόγος, τα προσόντα και η εμπειρία του δεν αμφισβητήθηκαν και γίνονται αποδεκτά. Ο ΜΕ3 μου έκανε πολύ θετική εντύπωση. Διαχώρισε με σαφήνεια τις πληροφορίες που άντλησε από το Τεκμήριο 9 (πιστοποιητικό της ΜΕ4), τα υποκειμενικά ευρήματα, ως του τα ανέφερε η Ενάγουσα και τα ευρήματα του ιδίου από την κλινική εξέταση της Ενάγουσας. Κατά την αντεξέτασή του απαντούσε με ευθύτητα και συνέπεια, απέφυγε να προβεί σε υποθέσεις και να επεκταθεί σε ζητήματα που δεν διέγνωσε ο ίδιος προσωπικά, δεν έδειξε διάθεση να μεγαλοποιήσει τα δεδομένα για να βοηθήσει την Ενάγουσα και κατέθεσε με την αναγκαία αμεροληψία που αναμένεται να διακατέχει τους ανεξάρτητους μάρτυρες - εμπειρογνώμονες. Παράλληλα, επεξήγησε και ανέλυσε επαρκώς και ικανοποιητικά τόσο τα ευρήματα όσο και την γνώμη του. Αποδέχομαι, συνεπώς, τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη στο σύνολό της.

 

Ενδεικτικά, σε σχέση με τον πόνο που του ανέφερε η Ενάγουσα στα γόνατα όταν την εξέτασε (8 μήνες μετά το ατύχημα), εξήγησε ότι δικαιολογείται, εν όψει του αντικειμενικού ευρήματος του κριγμού πίσω από τις επιγονατίδες. Σε σχέση με την διάγνωσή του ότι η Ενάγουσα ανέπτυξε χονδροπάθεια της επιγονατίδος, αντεξεταζόμενος, εξήγησε ότι αυτή δεν μπορούσε να είχε διαγνωστεί τις πρώτες 2 μέρες μετά το ατύχημα από τους θεράποντες ιατρούς της, επειδή χρειάζεται χρόνος για να αναπτυχθεί. Η θέση αυτή συνάδει και με την αναφορά της ΜΕ4, στο πλαίσιο της αντεξέτασής της, ότι η ένταση της κάκωσης των μαλακών μορίων αναδεικνύεται περισσότερο με την πάροδο του χρόνου και, κατ’ επέκταση, γιατρός που προβαίνει σε εξέταση σε μεταγενέστερο χρόνο είναι σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει. Ως προς την προέλευση της χονδροπάθειας, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να παρουσιαστεί και ιδιοπαθής χονδροπάθεια, άγνωστης αιτιολογίας, όμως με δεδομένο ότι, στην προκειμένη, η Ενάγουσα υπέστη τραυματισμό επί του συγκεκριμένου σημείου, θεώρησε πολύ πιθανό αυτή να οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τραυματισμό της.

 

Δρα Δέσποινα Νικολάου (ΜΕ4)

 

Η ΜΕ4 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας γενική χειρουργός, τα προσόντα και η εμπειρία της δεν αμφισβητήθηκαν και γίνονται αποδεκτά. Η μάρτυρας αυτή μου έκανε πολύ θετική εντύπωση. Η μαρτυρία της χαρακτηριζόταν από συνοχή, ειλικρίνεια και αμεροληψία. Δεν επιχείρησε να βοηθήσει οποιαδήποτε πλευρά και παρέθεσε αντικειμενικά και τεκμηριωμένα τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις της με επαρκή και ικανοποιητική ανάλυση και εξήγηση. Κατ’ επέκταση αποδέχομαι τη μαρτυρία της στο σύνολό της, εκτός από το σημείο του Ιατρικού πιστοποιητικού της (Τεκμήριο 9) που αναφέρεται σε «απώλεια συνείδησης» της Ενάγουσας μετά το ατύχημα, κάτι που δεν υποστηρίχθηκε κατά την ακρόαση, ούτε από την Ενάγουσα ούτε από την ίδια την ΜΕ4, η οποία εξήγησε ότι έλαβε την πληροφόρηση αυτή από το προσωπικό που μετέφερε την Ενάγουσα στο νοσοκομείο (Τεκμήριο 6).

 

Μαρίνος Μωυσέως (ΜΕ5)

 

Ο ΜΕ5 μου έκανε καλή εντύπωση, μαρτύρησε όσα μπορούσε να θυμηθεί, στο βαθμό που τα θυμόταν, ένεκα της παρόδου του χρόνου, με αμεροληψία και ευθύτητα. Ένεκα, όμως, του ότι δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί λεπτομέρειες, όπως πότε ακριβώς ξεκίνησε την πρώτη φυσιοθεραπεία η Ενάγουσα ή ποιος ακριβώς ήταν ο τραυματισμός ή το πρόβλημά της, η μαρτυρία του έχει περιορισμένη εμβέλεια.

 

Αρνήθηκε υποβολές της δικηγόρου των Εναγομένων ότι δεν ακολούθησε τη σωστή διαδικασία και ότι θα έπρεπε να είχε παραπεμπτικό από ορθοπεδικό προκειμένου να προβεί σε φυσιοθεραπείες και απάντησε ότι οι περισσότεροι πελάτες τον επισκέπτονται χωρίς παραπεμπτικό. Ερωτώμενος εάν 10-15 μέρες μετά το ατύχημα δικαιολογείται να υπάρχει οίδημα ή ερεθισμός, απάντησε καταφατικά, δεδομένου και του γεγονότος ότι η Ενάγουσα χρειάστηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο 2-3 μέρες. Ανέφερε επίσης ότι ο ίδιος διαπίστωσε ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα στα γόνατά της εξ ου και της έκανε τη θεραπεία που θεωρούσε ότι ενδεικνυόταν να κάνει. Όταν του υπεβλήθη ότι η Ενάγουσα έπασχε από ραιβογωνία, δεν φάνηκε να το γνωρίζει, αλλά εξήγησε, όπως και ο ΜΕ3, ότι αυτή δεν έχει σχέση με τους τραυματισμούς.

 

Αποδέχομαι, λοιπόν την μαρτυρία του, ως συνοψίστηκε ανωτέρω και, ειδικότερα, ότι διενήργησε 8 φυσιοθεραπείες στην Ενάγουσα, σε σχέση με τα γόνατά της, έναντι του ποσού των €200, ότι οι θεραπείες αυτές ήταν αναγκαίες μετά το ατύχημα και ότι μετά από αυτές η κατάσταση της Ενάγουσας βελτιώθηκε.

 

Εναγόμενη 2 (ΜΥ1)

 

Η μαρτυρία της Εναγομένης 2 ήταν τόσο συγκεχυμένη, ασαφής και εναλλασσόμενη, ειδικότερα στα ουσιώδη ζητήματα, που δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να στηριχθεί πάνω της προκειμένου να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα. Οι απαντήσεις της σε ουσιώδη ζητήματα ήταν ασαφείς και παράδοξες, σε κάποια σημεία δεν έχουν συνοχή και ευκρινές νόημα, ενώ σε άλλα σημεία έρχονται σε αντίφαση με όσα δήλωσε στην ανακριτική κατάθεση που έδωσε στον ΜΕ1 στις 25/07/2017 (Τεκμήριο 2).

 

Υπήρχαν, μάλιστα, στιγμές, κατά την αντεξέτασή της επί κρίσιμων ζητημάτων, που «πάγωνε», παρέμενε σιωπηλή, κοιτούσε αμήχανα τη δικηγόρο της ή τον πατέρα της, ο οποίος, μέχρι ενός σημείου, βρισκόταν εντός της αίθουσας και παρακολουθούσε τη διαδικασία. Εντέλει, είτε δεν έδιδε οποιαδήποτε απάντηση, είτε έδιδε κάποια απάντηση που στερείτο συνοχής ή πειστικότητας ή ήταν αντιφατική με τη Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Γ) ή την κατάθεσή της (Τεκμήριο 2). Ενδεικτικά παραδείγματα είναι οι απαντήσεις που έδωσε αντεξεταζόμενη αφενός σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης και αφετέρου σε σχέση με το κατά πόσο η Ενάγουσα κτύπησε στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου της.

 

Περαιτέρω, κατά την μαρτυρία της στο Δικαστήριο αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε ζητήματα που, ενώ θα ήταν ουσιώδη για την ορθή διερεύνηση της υπόθεσης από τον ΜΕ1, εντούτοις, δεν τα ανέφερε στην κατάθεσή της, παρά μόνο στο Δικαστήριο, συνοδευόμενα από δηλώσεις που συνιστούν εικασίες. Τέλος, η όλη εκδοχή της ότι αντιλήφθηκε την Ενάγουσα μόλις στο ένα μέτρο πριν την χτυπήσει με το όχημά της αντιβαίνει στη λογική, υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στη βάση έλλειψης δέουσας προσοχής και επιμέλειας. Ενδεικτικά παραδείγματα, στα οποία εδράζονται τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου παρατίθενται ανά θεματικές ενότητες.

 

Σημείο σύγκρουσης

 

Σε σχέση με το ακριβές σημείο σύγκρουσης, για να υποστηρίξει τη θέση της ότι η Ενάγουσα χτυπήθηκε στο σημείο «Χ» που είχε καταδείξει η ίδια και όχι επί της διάβασης πεζών («Χ1») που σημείωσε ο ΜΕ1 και επιβεβαίωσε η Ενάγουσα, επανέλαβε σε διάφορες στιγμές ότι, αν το ατύχημα γινόταν επί της διάβασης πεζών, η Ενάγουσα θα τραυματιζόταν βαριά. Ανέφερε επίσης ότι δεν θα είχε περιθώριο να σταματήσει και ότι θα την έσερνε μαζί της. Η θέση αυτή αφενός δεν έχει εξηγηθεί περαιτέρω από την Εναγόμενη 2 και αφετέρου η διαφοροποίηση στην οποία επιχείρησε να προβεί δεν είναι κατανοητή, αφού δεν προκύπτει οποιαδήποτε διαφοροποίηση συνθηκών μεταξύ των δύο σημείων.

 

Καταρχάς,  υπήρχε παραδεκτή ορατότητα 100-150 μέτρων στην ευθεία της πορείας της πριν την διάβαση πεζών, γεγονός που της υπεβλήθη κατά την αντεξέταση και το αποδέκτηκε, επομένως η ορατότητά της δεν θα άλλαζε. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, πήγαινε με χαμηλή ταχύτητα (χωρίς βέβαια να είναι σε θέση να προσδιορίσει πόση). Επιπλέον, όταν ερωτήθηκε, κατά την αντεξέταση, εάν ενδιαφέρθηκε μετά το ατύχημα να μάθει την κατάσταση της Ενάγουσας διεφάνη ότι δεν το έπραξε και ότι δεν γνώριζε το μέγεθος του τραυματισμού που υπέστη η Ενάγουσα, αν ήταν βαριά ή ελαφριά. Όπως θα αναφερθεί πιο εκτενώς στη συνέχεια, στην κατάθεσή της (Τεκμήριο 2) ήδη είχε αναφέρει ότι λόγω της μικρής απόστασης που είχαν δεν κατάφερε να σταματήσει πριν χτυπήσει την Ενάγουσα, έτσι τη χτύπησε και μετά σταμάτησε το όχημά της.

 

Συνεπώς, δεν είναι αντιληπτό το τι ακριβώς θα άλλαζε μεταξύ των δύο πιθανών σημείων σύγκρουσης, ως προς τον τρόπο που επεσυνέβη το ατύχημα και οι εξηγήσεις που έδωσε για να τεκμηριώσει τη θέση της ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν το «Χ» και όχι το «Χ1» δεν τεκμηριώνουν και δεν αποδεικνύουν τη θέση της.

 

Ούτε η θέση που υποστήριξε στο Δικαστήριο ότι χτύπησε την Ενάγουσα σε μικρή απόσταση από το πεζοδρόμιο μπορεί να γίνει αποδεκτή. Καταρχάς, το σημείο που εκείνη υπέδειξε στον ΜΕ1 ως σημείο σύγκρουσης (Χ επί του Τεκμηρίου 1) απέχει 2,7 μέτρα από το πεζοδρόμιο. Το σημείο Χ1 που τοποθέτησε ο ΜΕ1 επί του Τεκμηρίου 1, απέχει 2.8 μέτρα από το πεζοδρόμιο, δηλαδή σχεδόν ίδια απόσταση. Επίσης, οι ζημιές στο όχημα της Εναγομένης 2 τοποθετήθηκαν από τον ΜΕ1 στο Τεκμήριο 7 (σημειώσεις του από τη σκηνή του ατυχήματος) ως εξής: στο μπροστινό μέρος του οχήματος της Εναγομένης 2 στο κέντρο προς τα δεξιά και η ζημιά στον ανεμοθώρακα του οχήματος της Εναγομένης 2 προς τα δεξιά. Εάν η Ενάγουσα είχε διανύσει μικρή απόσταση από το πεζοδρόμιο τότε οι ζημιές θα ήταν αναμενόμενο να παρουσιάζονταν στο αριστερό μπροστινό μέρος του οχήματος της Εναγομένης 2.

 

Το σπάσιμο του ανεμοθώρακα

 

Σε σχέση με το κατά πόσο η Ενάγουσα μετά το κτύπημα εκτινάχθηκε και χτύπησε τον ανεμοθώρακα του οχήματός της, αντεξεταζόμενη αρνήθηκε ότι επεσυνέβη κάτι τέτοιο. Καθ’ όλη την μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου, εμφανώς, προσπάθησε να ελαχιστοποιήσει την δύναμη της σύγκρουσης, ισχυριζόμενη ότι η Ενάγουσα απλώς είχε έρθει σε επαφή με το όχημά της λίγο στην αριστερή πλευρά του καπό και ότι σε καμία περίπτωση δεν εκσφενδονίστηκε στον ανεμοθώρακα. Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με τις σημειώσεις του ΜΕ1 οι ζημιές στο μπροστινό μέρος του οχήματός της εντοπίστηκαν στο κέντρο προς την δεξιά πλευρά.

 

Όταν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για το πώς βρέθηκε σπασμένος ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου της, αποσυντονίστηκε. Αρχικώς ανέφερε ότι είχε έρθει σε επαφή με το κινητό τηλέφωνο της Ενάγουσας. Ότι δηλαδή την ώρα που χτύπησε η Ενάγουσα στο καπό του οχήματός της τρόμαξε και χτύπησε με το κινητό της τηλέφωνο το γυαλί του αυτοκινήτου. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η Ενάγουσα κρατούσε το κινητό της και μιλούσε. Όταν όμως κλήθηκε να περιγράψει πού ήταν τα χέρια της Ενάγουσας, ώστε να γίνει κατανοητή η θέση της σε σχέση με τον τρόπο που έπεσε η Ενάγουσα στο αυτοκίνητό της, ανέφερε ότι δεν θυμόταν πού ήταν τα χέρια της, ούτε πριν το ατύχημα ούτε μετά. Κατέστη αντιληπτό ότι το μόνο που θυμόταν ήταν την Ενάγουσα που μπήκε στον δρόμο και την ίδια να πατά «αυτόματα» τα φρένα και να τη χτυπά. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι δεν θυμόταν να είδε την Ενάγουσα να μιλά στο τηλέφωνο, αλλά συμπέρανε ότι μιλούσε, επειδή μετά το ατύχημα εκείνη γύρευε το τηλέφωνό της. Στα σημεία αυτά της αντεξέτασης και πάλι έδειχνε αποσυντονισμένη κοιτάζοντας αμήχανα γύρω της, την δικηγόρο και τον πατέρα της.

 

Στην κατάθεσή της ανέφερε τα εξής για τον τρόπο που συνέβη το ατύχημα (στο μέσο της σελ.2 του Τεκμηρίου 2):

 

«Αυτή μπήκε στον δρόμο από νότια προς βόρεια και κρατούσε στο αυτί της κινητό τηλέφωνο και μιλούσε. Δεν θυμάμαι με ποιο χέρι το κρατούσε όμως. Αυτή μπήκε στο δρόμο τρέχοντας. Εγώ αμέσως φρέναρα δυνατά αλλά λόγω της πολύ μικρής απόστασης που είχαμε δεν κατάφερα να σταματήσω το αυτοκίνητο και την χτύπησα με το μπροστινό μέρος του. Μετά αυτή εκτινάχθηκε στο μπροστινό γυαλί του αυτοκινήτου μου και ακολούθως όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο μου η κοπέλα αυτή έπεσε στο δρόμο μπροστά ακριβώς από το αυτοκίνητο μου».

 

Η πιο πάνω εκδοχή της, σε σχέση με τον τρόπο που χτυπήθηκε η Ενάγουσα, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που προσπάθησε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο και συνάδει περισσότερο με αυτή της Ενάγουσας. Ως προς την θέση της, ότι η Ενάγουσα μιλούσε στο τηλέφωνο, δεν κατάφερε να την υποστηρίξει κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία της.

 

Οι φίλοι/συγγενείς και το παπούτσι

 

Επίσης, στην Γραπτή Μαρτυρία της αναφέρθηκε σε πληροφορίες που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο και οι εξηγήσεις που έδωσε δεν έπεισαν. Ενδεικτικά, ανέφερε ότι λίγο μετά το ατύχημα είχαν έρθει φίλοι και συγγενείς της Ενάγουσας που ήταν σε κοντινές πολυκατοικίες, οχλαγωγούσαν και έριχναν παπούτσια στην διάβαση. Κατά την αντεξέτασή της τα «παπούτσια» περιορίστηκαν σε «ένα παπούτσι». Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι το παπούτσι το έφεραν από το σπίτι της κοπέλας (Ενάγουσας) οι συγγενείς της, το πέταξαν στον δρόμο για να πιάσει η διάβαση σημάδι και όταν ήρθε η αστυνομία το μάζεψαν.

 

Η πληροφόρηση αυτή πρώτη φορά παρουσιάστηκε κατά την δίκη, χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε σχετικό στην κατάθεση που έδωσε στον ΜΕ1 (Τεκμήριο 2), παρά μόνο μια γενική αναφορά ότι μαζεύτηκε κόσμος μετά το ατύχημα. Στην Γραπτή Δήλωσή της σημείωσε ότι, , όταν της έπαιρνε κατάθεση ο ΜΕ1, της είχε αναφέρει ότι, όταν επισκέφθηκε την Ενάγουσα στο νοσοκομείο, οι συγγενείς της του έφεραν ένα παπούτσι που μπορεί να σχετιζόταν με σημάδι που εντόπισε στη διάβαση πεζών. Η κατάθεσή της (Τεκμήριο 2) ήταν ανακριτικού τύπου και λήφθηκε, αφού έτυχε προειδοποίησης, ότι ο ΜΕ1 διερευνούσε υπόθεση αμελούς οδήγησης και άλλων τροχαίων αδικημάτων και ότι είχε εύλογη υποψία ότι εκείνη ενεχόταν στα αδικήματα αυτά. Σημείωσε δε η ίδια στο τέλος της κατάθεσή της ότι, της διαβάστηκε η κατάθεση και ότι της δόθηκε η δυνατότητα να κάνει διορθώσεις, προσθήκες ή αλλαγές. Θα ήταν, επομένως, ευλόγως αναμενόμενο, εφόσον της επισημάνθηκε η σημασία του σημαδιού που εντόπισε ο ΜΕ1 επί της διάβασης, να ανέφερε τότε όλες τις σχετικές πληροφορίες και να ζητούσε να καταγραφούν στην ανακριτική της κατάθεση. Δεν το έπραξε, παρά μόνο ήρθε στο Δικαστήριο να αναφέρει για πρώτη φορά τα γεγονότα αυτά, με διάθεση μάλιστα υπερβολής – αφού γραπτώς αναφέρθηκε σε πολλά παπούτσια, τα οποία περιόρισε μετά σε ένα – συνυφασμένης με εικασίες, αφού δεν εξήγησε πώς συμπέρανε ότι τα πρόσωπα που, κατά τα λεγόμενά της, οχλαγωγούσαν ήταν (α) φίλοι και συγγενείς της Ενάγουσας και (β) ότι ήρθαν από κοντινές πολυκατοικίες. Με ευκολία προέβη, σε περαιτέρω εικασίες, κατά την ακρόαση, αναφέροντας ότι «λογικά» το παπούτσι το πέταξαν στο δρόμο για να πιάσει η διάβαση σημάδι.

 

Η ορατότητα της Εναγόμενης 2

 

Η Εναγόμενη 2 ανέφερε κατά την μαρτυρία της ότι είδε την Ενάγουσα ξαφνικά, μόνο όταν ήταν ήδη μέσα στον δρόμο, σε απόσταση μόλις ενός μέτρου από το αυτοκίνητό της. Στην κατάθεσή της (Τεκμήριο 2) σημείωσε ότι πέρασε από τη διάβαση γιατί δεν είδε κανένα, ούτε νότια, ούτε βόρεια που να ήθελε να διασταυρώσει. Η θέση αυτή, υπό το φως όλων των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης δεν κρίνεται ως λογική.

 

Στο σημείο όπου επεσυνέβη το ατύχημα υπήρχε ορατότητα πέραν των 100 – 150 μέτρων, όπως ανέφερε ο ΜΕ1 και αποδέκτηκε η Εναγόμενη 2 κατά την αντεξέτασή της. Ο ανεξάρτητος μάρτυρας «ΦΣ», που βρισκόταν στο όχημα που ακολουθούσε εκείνο της Εναγόμενης 2, ανέφερε στην κατάθεσή του στην αστυνομία (Τεκμήριο 3), ότι είδε «μια κοπέλα που φορούσε μαύρα ρούχα» που ήταν στην άκρη του πεζοδρομίου στα αριστερά του (πιθανόν την Ενάγουσα) και έπειτα είδε πεσμένο κάποιο πρόσωπο στο δρόμο που διεφάνη ότι ήταν η Ενάγουσα. Η Εναγόμενη 2 ισχυρίστηκε ότι κοίταξε και δεν είδε κανένα.

 

Η θέση της Εναγόμενης 2 ότι δεν  αντιλήφθηκε την Ενάγουσα εγκαίρως, παρά μόνο σε απόσταση ενός μέτρου από το όχημά της, δεδομένης της ορατότητας αλλά και του γεγονότος ότι διερχόταν από διάβαση πεζών και όφειλε να έχει έγνοια για τυχόν πεζούς που θα επιχειρούσαν να διασταυρώσου, δεν δικαιολογείται, υπό τις περιστάσεις, παρά μόνο λόγω έλλειψης προσοχής από μέρους της. 

 

Σημειώνεται, βεβαίως, ότι το Τεκμήριο 3 συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον ο μάρτυρας «ΦΣ» δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο, πλην όμως μπορεί να δοθεί στην μαρτυρία του αυτή περιορισμένη βαρύτητα, εφόσον πρόκειται για ανεξάρτητο αυτόπτη μάρτυρα, ο οποίος έδωσε κατάθεση στην αστυνομία, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το ατύχημα και εφόσον η θέση του απλώς υποστηρίζει, περαιτέρω, το συμπέρασμα που ήδη προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δηλαδή η Ενάγουσα ήταν ορατή από απόσταση μεγαλύτερη του ενός μέτρου που ισχυρίζεται η Εναγόμενη 2.

 

Υπό το φως, λοιπόν, όλων των περιστάσεων, η μαρτυρία της Εναγομένης 2 επί των επίδικων ζητημάτων δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Δρ Ηλίας Γεωργίου (ΜΥ2)

 

Ο ΜΥ3 εξέτασε την Ενάγουσα την 01/03/2019 εκ μέρους της Εναγομένης 1 και ήταν ο τελευταίος ιατρός που διενήργησε κλινική εξέταση σε σχέση με τα τραύματα της Ενάγουσας από το επίδικο ατύχημα. Αναφέρθηκε στις πληροφορίες που άντλησε από τα ιατρικά πιστοποιητικά που έλαβε η Ενάγουσα και στην κλινική εικόνα κατά την εξέταση που διενήργησε ο ίδιος.

 

Όπως και με τους άλλους δύο ιατρούς που κατέθεσαν, τα προσόντα και η πείρα του δεν αμφισβητήθηκαν και με το Τεκμήριο 17 έχουν αποδειχθεί επαρκώς και γίνονται αποδεκτά. Ο ΜΥ1 μου έκανε μερικώς καλή εντύπωση. Στα ζητήματα που ενέπιπταν εντός του πεδίου γνώσης και εξειδίκευσής του ήταν σαφής επεξηγηματικός και αναλυτικός. Όμως, από την μαρτυρία του, συνολικώς αποτιμώμενη, διέκρινα μια προσπάθεια υποβάθμισης, σχεδόν εκμηδενισμού, των τραυματισμών που υπέστη η Ενάγουσα, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει την πλευρά των Εναγομένων που τον κλήτευσε ως μάρτυρα, προβαίνοντας, μάλιστα, σε κάποια σημεία σε εικασίες.

 

Ενδεικτικό παράδειγμα ήταν η απάντηση που έδωσε όταν κλήθηκε να σχολιάσει τους τραυματισμούς της Ενάγουσας, ως καταγράφονται στο Τεκμήριο 9, σε συνάρτηση με τη θέση της ότι κτύπησε πάνω στο αυτοκίνητο, στον ανεμοθώρακα και πετάχτηκε στον δρόμο. Εικάζοντας ότι μια τέτοια σύγκρουση θα ήταν πολύ σφοδρή και ότι ασκήθηκε μεγάλη εξωτερική βία, ανέφερε τους τραυματισμούς που θα ανέμενε να αντικρύσει, καταλήγοντας ότι τα αναφερόμενα τραύματα στο ιστορικό δεν συνάδουν με εξάσκηση τέτοιας μεγάλης έντασης εξωτερικής βίας. Ο συλλογισμός αυτός στηρίζεται σε αόριστες υποθέσεις, άγνωστες παραμέτρους και δεν γίνεται αποδεκτός. Εκείνο που, ατυχώς, επιχειρήθηκε, ήταν μια σύγκριση με πολύ σοβαρότερες περιπτώσεις σφοδρών συγκρούσεων για να υποβαθμιστεί η σοβαρότητα της επίδικης. Αντιπαραβάλλεται και με την θέση του ΜΕ1 ότι, με βάση την έκταση των ζημιών που εντόπισε στο όχημα της Εναγόμενης 2, υπέθεσε, εκ πρώτης όψεως, ότι το ατύχημα θα ήταν πιο σοβαρό, λόγω του σπασμένου ανεμοθώρακα, στον οποίο χτύπησε η Ενάγουσα, αφού πρώτα χτυπήθηκε από το μπροστινό μέρος του οχήματος της Εναγομένης 2. Καταλληλότερη, βεβαίως, και από τους δύο αυτούς μάρτυρες, για να εξηγήσει τους τραυματισμούς της Ενάγουσας, ως άλλωστε αποδέχθηκε αντεξεταζόμενος και ο ΜΥ1, ήταν η ΜΕ4, η οποία την εξέτασε αμέσως μετά το ατύχημα και η μαρτυρία της έχει γίνει αποδεκτή. 

 

Επίσης, κληθείς ο ΜΥ2 να σχολιάσει τον αριθμό των εξετάσεων στις οποίες υπεβλήθη η Ενάγουσα όταν διακομίστηκε στο ΤΑΕΠ του ΓΝ Λεμεσού, έσπευσε να προβεί σε γενικόλογες και ισοπεδωτικές αναφορές ότι στις περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, στα νοσοκομεία μας γίνονται πληθώρα ακτινολογικών εξετάσεων, ούτως ώστε να είναι ένας γιατρός πλήρως καλυμμένος, αφήνοντας να νοηθεί ότι αυτές γίνονται αχρείαστα. Η γενικόλογη αυτή τοποθέτηση προσκρούει στην θέση της ΜΕ4 ότι οι εξετάσεις αυτές κρίθηκαν ως αναγκαίες επειδή η κρανιοεγκεφαλική κάκωση και διάσειση της Ενάγουσας αξιολογήθηκε ως ελαφριάς έως μέτριας βαρύτητας, με πιθανότητα επιδείνωσης της νευρολογικής της εικόνας εντός 24-48 ωρών.

 

Επομένως, κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ μερικώς στη μαρτυρία του ΜΥ3 για την εξαγωγή ευρημάτων. Από την μαρτυρία του, αποδέχομαι ότι όταν εξέτασε την Ενάγουσα 20 μήνες μετά το ατύχημα δεν εντόπισε οποιαδήποτε λειτουργικά κατάλοιπα. Άλλωστε η μαρτυρία αυτή δεν αντικρούστηκε από την πλευρά της Ενάγουσας με την προσκόμιση πρόσφατης ιατρικής μαρτυρίας.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Το σύνολο της αποδεχθείσης μαρτυρίας συνιστά και τα ευρήματά μου, τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Στις 23/7/2017 και περί ώρα 19:45, η Εναγόμενη 2 οδηγούσε το όχημά της στην οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου με δυτική κατεύθυνση. Την ίδια ημέρα και ώρα η Ενάγουσα περπατούσε στο πεζοδρόμιο της ίδιας οδού, όταν έφτασε σε διάβαση πεζών, κοίταξε αριστερά της, όχημα, που ερχόταν στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που κινείτο το όχημα της Εναγομένης 2, σταμάτησε για να της δώσει προτεραιότητα, η Ενάγουσα κοίταξε δεξιά, είδε το όχημα της Εναγόμενης 2 να κινείται με δυτική κατεύθυνση, σε απόσταση 150-200 μέτρα, θεώρησε ότι θα προλάβαινε και ξεκίνησε να διασταυρώνει με γρήγορο βήμα επί της διάβασης πεζών.

 

Ενώ η Ενάγουσα διένυσε απόσταση περί τα 2,8 μέτρα επί της διάβασης, φτάνοντας περί το μέσο της λωρίδας που κινείτο το όχημα της Εναγόμενης 2, χτυπήθηκε από αυτό, το οποίο δεν σταμάτησε στη διάβαση. Η Ενάγουσα χτύπησε στο μπροστινό μέρος του οχήματος της Εναγομένης 2, στον ανεμοθώρακα (προς την πλευρά του οδηγού), εκσφενδονίστηκε και έπεσε στον δρόμο δυτικότερα της διάβασης.

 

Από το χτύπημα, η Ενάγουσα τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο ΤΑΕΠ του ΓΝ Λεμεσού. Υπεβλήθη σε ηλεκτροκαρδιογράφημα, αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο χωρίς παθολογικά ευρήματα. Υποβλήθηκε σε ακτινογραφίες ώμων και άμφω γονάτων, άκρου ποδός άμφω, κρανίου, αυχένα θώρακος, χωρίς σαφή εικόνα κατάγματος. Παρουσίαζε ευθειασμό της αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης. Υπεβλήθηκε επίσης σε CT εγκεφάλου χωρίς παθολογικά ευρήματα. Εισήχθη στη Χειρουργική Κλινική του ΓΝ Λεμεσού και αντιμετωπίστηκε με αναλγησία. Δεν παρουσίασε μεταβολή της νευρολογικής της κατάστασης. Κατά την παραμονή της στο νοσοκομείο είχε πονοκέφαλο, ζάλη, φουσκωμένα γόνατα και πόνο στα γόνατα και στη σπονδυλική στήλη. Εξήλθε στις 25/07/2017 με βελτίωση και οδηγίες και επισκέφθηκε τα εξωτερικά ιατρεία ακόμα μία φορά.

 

Από το ατύχημα, η Ενάγουσα υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και εγκεφαλική διάσειση ελαφριάς έως μέτριας βαρύτητας, θλάση μαλακών μορίων αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, θλάση μαλακών μορίων αμφότερων των γονάτων, διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και δεξιού άκρου ποδός.

 

Αφότου  εξήλθε του νοσοκομείου, λάμβανε αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά και υπεβλήθη σε 8 φυσιοθεραπείες με την τελευταία να ήταν στις 25/8/2017.

 

Οκτώ (8) μήνες μετά το ατύχημα παρουσίασε βελτίωση αλλά εξακολουθούσε να έχει πονοκεφάλους και πόνο στα γόνατα μετά από χειρωνακτική εργασία. Στις 22/03/2018 παρουσίαζε κριγμό στην μηροεπιγονατιδική άρθρωση και είχε αναπτύξει μετατραυματική χονδροπάθεια όπισθεν αμφότερων των επιγονατίδων, γεγονός που προκαλούσε πόνο μετά από παρατεταμένη ορθοστασία, βαθύ κάθισμα ή ανεβοκατέβασμα σκάλας.  Είκοσι (20) μήνες μετά το ατύχημα, στις 29/03/2019 δεν είχε οποιοδήποτε λειτουργικό κατάλοιπο.

 

Οι  ζημιές που υπέστη το όχημα της Εναγομένης 2 βρίσκονταν στο μπροστινό μέρος του οχήματος 2 στο κέντρο προς τα δεξιά και η ζημιά στον ανεμοθώρακα του οχήματος της Εναγομένης 2 προς τα δεξιά (προς τη θέση του οδηγού).

 

Η ορατότητα, σύμφωνα με την πορεία της Εναγόμενης 2 μέχρι τη διάβαση πεζών, ήταν τουλάχιστο 100-150 μέτρα, ήταν Καλοκαίρι, ο καιρός ήταν αίθριος, ο δρόμος ήταν στεγνός, ήταν σούρουπο, είχε ακόμα φυσικό φως, δεν είχε ανάψει ο οδικός φωτισμός και η Εναγόμενη 2 δεν είχε αναμμένα τα φώτα πορείας. Η Ενάγουσα φορούσε μαύρη μαύρη, μαύρο παντελόνι και γκρίζα παπούτσια με άσπρη σόλα.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Στις αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, η απόδειξη κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων, να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την αξίωσή τους. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη (βλ. ενδεικτικά Demil Imports Exports Ltd ν. Zήνων H Kωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 462). Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και εάν η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά εκείνη του αντιδίκου του. (βλ. ενδεικτικά Phipson on Evidence, 14th Edition, par. 4-38, Αθανασίου κ.ά., ως διαχειριστές της περιουσίας του Σάββα Aθανασίου, αποβιώσαντος v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, Demil Imports (ανωτέρω)).

 

Το αστικό αδίκημα της αμέλειας αποτυπώνεται στο άρθρο 51(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Αμέλεια συνίσταται:

(α) στην τέλεση πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο ή στην παράλειψη τέλεσης πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε ή

(β) στην παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο, που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος αυτού ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις, και στην πρόκληση ζημιάς εξαιτίας αυτής:

Νοείται ότι για αυτή δύναται να τύχει αποζημίωσης μόνο το πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπαίτιος της αμέλειας υπέχει υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να μην επιδείξει αμέλεια.»

 

Τα στοιχεία που συνθέτουν το αστικό αδίκημα της αμέλειας έχουν τύχει ανάλυσης από τη νομολογία (Φοινικαρίδης ν Γεωργίου κ.α(1991)1 Α.Α.Δ. 475, Elpiniki Panayiotouv Georghios Kyriakou Mavrou (1979)1 C.L.R. 215 και παραπέμπω ενδεικτικά στην ακόλουθη ανάλυση από την υπόθεση Στρατμάρκο Λτδ ν Πέτρου Μιχαήλ (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 453:

 

«Αμέλεια είναι, κατά το άρθρο 51 του Νόμου Περί Αστικών Αδικημάτων, που στην ουσία κωδικοποιεί τις αρχές του Κοινού Δικαίου στον κλάδο αυτό, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας. Το καθήκον τούτο περιλαμβάνει την επιμέλεια που υποθετικά καταβάλλει ο μέσος λογικός άνθρωπος κάτω από τις ίδιες αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις που ενήργησε ο εναγόμενος.

 

Βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι, καταρχήν, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία ο δράστης όφειλε και μπορούσε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβάλει για να μην προκαλέσει ζημιά στον πλησίον του. Τα στοιχεία του «μέσου συνετού ανθρώπου» και του «πλησίον» διαγράφουν τα όρια της επιμέλειας την οποία όφειλε να καταβάλει ο εναγόμενος. Η έννοια του καθήκοντος επιμέλειας ολοκληρώνεται με το στοιχείο της δυνατότητας πρόβλεψης, ότι, δηλαδή, η ενεργούμενη παρά το καθήκον επιμέλειας πράξη μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα».

 

Σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, η συμπεριφορά των εμπλεκομένων εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού και ο προσδιορισμός του καθήκοντος επιμέλειας εξαρτάται από τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούσαν στην σκηνή του ατυχήματος κατά τον επίδικο χρόνο (Μαρκαντώνης ν Δημάκη (1989) 1 C.L.R. 387). Κάθε πρόσωπο έχει καθήκον να λάβει προστατευτικά μέτρα για αποφυγή ατυχημάτων και το καθήκον αυτό εξετάζεται και κρίνεται με γνώμονα την δυνατότητα λογικής πρόβλεψης (Βίκης ν Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ. 345, Αλεξάνδρου ν Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ. 420). Κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κυριάκος Αργυρού ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 378, σε σχέση με το καθήκον επιμέλειας του οδηγού:

 

«Η αμέλεια ενός οδηγού βασίζεται στην παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος εκδήλωσης μέριμνας και φροντίδας για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Η υποχρέωση αυτή εξετάζεται μέσα στα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο οδηγός τα έχει εκπληρώσει.»

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Ευθύνη

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η Εναγόμενη 2 δεν αντιλήφθηκε καθόλου την παρουσία της Ενάγουσας, ούτε όταν αυτή ήταν στο πεζοδρόμιο, ούτε όταν ξεκίνησε να διασταυρώνει επί της διάβασης πεζών και την κτύπησε πάνω στη διάβαση. Αντιλήφθηκε την Ενάγουσα ξαφνικά, όταν ήταν ήδη πολύ κοντά της, σε απόσταση μόλις ενός μέτρου πριν την χτυπήσει. Εφάρμοσε τα φρένα της, χωρίς να καταφέρει να αποφύγει την σύγκρουση.

 

Η πολύ κοντινή απόσταση στην οποία αντιλήφθηκε η Εναγόμενη 2 την Ενάγουσα, όταν η τελευταία διασταυρώνοντας ήταν ήδη στο μέσο της λωρίδας κυκλοφορίας της Εναγομένης 2, καταδεικνύει παράλειψη της Εναγομένης 2 να έχει επαρκή προσοχή στον δρόμο. Παρεμπιπτόντως, η παρουσία της Ενάγουσας στο πεζοδρόμιο, πριν εισέλθει στην διάβαση πεζών φαίνεται να είχε γίνει αντιληπτή και από επιβαίνοντες σε όχημα που ακολουθούσε το όχημα της Εναγομένης 2 αλλά και από όχημα που ταξίδευε στην αντίθετη κατεύθυνση από το όχημα της Εναγομένης 2 και σταμάτησε για να δώσει προτεραιότητα στην Ενάγουσα να διασταυρώσει.

 

Εφόσον η Εναγόμενη 2 πλησίαζε σε διάβαση πεζών, όφειλε να έχει έγνοια για να εντοπίσει πεζούς που τυχόν να ανέμεναν στην άκρη του δρόμου για να διασταυρώσουν ή που πλησίαζαν στην διάβαση και να είναι έτοιμη να σταματήσει, ακόμα και σε περίπτωση που κάποιος πεζός θα βρισκόταν ξαφνικά μπροστά της.

 

Υπήρχε ικανοποιητική ορατότητα, επρόκειτο για ευθύ δρόμο με ορατότητα περί των 150 μέτρων, καλές καιρικές συνθήκες, καλοκαίρι με αίθριο καιρό, στεγνό οδόστρωμα, ήταν σούρουπο και υπήρχε φυσικό φως. Υπό τις περιστάσεις, η παράλειψη της Εναγομένης 2 να αντιληφθεί εγκαίρως την παρουσία της Ενάγουσας στην διάβαση πεζών, να σταματήσει και να αποφύγει τη σύγκρουση, είναι αδικαιολόγητη και καταδεικνύει έλλειψη δέουσας προσοχής, παρατηρητικότητας και επιμέλειας. Η κατάληξη αυτή δεν θα διαφοροποιείτο, ακόμα και αν γινόταν αποδεκτή η θέση της Εναγομένης 2 ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν εκείνο που υπέδειξε εκείνη (Χ επί του Τεκμηρίου 1), το οποίο, σε κάθε περίπτωση, απέχει πολύ μικρή απόσταση από τη διάβαση, με βάση το Τεκμήριο 1, μόλις 3 μέτρα μετά.

 

 Αν η Εναγόμενη 2 επιτελούσε το καθήκον της δέουσας επισκόπησης του δρόμου (proper look out) θα αντιλαμβανόταν την Ενάγουσα, η οποία εισήλθε στο δρόμο και διασταύρωνε νόμιμα από διάβαση πεζών και θα σταματούσε εγκαίρως για να της δώσει προτεραιότητα να διασταυρώσει, χωρίς να την χτυπήσει.

 

Υπό το φως όλων των περιστάσεων και δεδομένων της παρούσας υπόθεσης καταλήγω ότι η Εναγόμενη δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή κατά την οδήγηση του οχήματος της και ότι το χτύπημα στην Ενάγουσα οφείλεται στο ότι η Εναγόμενη 2 δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως την παρουσία της επί της διάβασης πεζών.

 

Συντρέχουσα αμέλεια

 

Έχοντας ήδη αποφασίσει ότι έχει αποδειχθεί αμέλεια από μέρους της Εναγομένης 2, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο τίθεται ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας της Ενάγουσας, με βάση το Άρθρο 57 του Κεφ. 148 (Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 A.A.Δ.1013, 1013-1024).

 

Οι σχετικές αρχές επιμερισμού ευθύνης, γενικά, αλλά και ειδικότερα στις περιπτώσεις χτυπήματος πεζού από όχημα, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Χάρης Χαριλάου v. Νίκου Νικολάου (2003) 1 ΑΑΔ 1460, ως εξής:

 

Ένας ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια εάν όφειλε εύλογα να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί αν δεν ενεργούσε όπως ένας λογικός άνθρωπος.  Ένας ενάγοντας δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να είναι αμελές εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις (βλ. Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815, 818 (απόφαση Α. Λοΐζου, Π.) και Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215, 219). 

         

Ο καταμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες· το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness) κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει (causative potency) (Βλ. Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντης κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, 426 (απόφαση Πική, Π.), Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Χαραλάμπους ν. Στυλιανού (1991) 1 Α.Α.Δ. 284, Βελάρης ν. Ηροδότου (1991) 1 Α.Α.Δ. 881, Γεωργίου ν. Παναγιωτίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 80, Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41 και Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938,945).

                

Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή.  Ενώ η ευθύνη του οδηγού αυτοκινήτου και του πεζού μπορεί να είναι ίση σε έκταση, η δυνατότητα πρόκλησης ζημιάς είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του αυτοκινητιστή (Βλ. Αλεξάνδρου, πιο πάνω, και Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 13641369).

 

Η ευθύνη επιμερίζεται κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας.  Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνιά του μέσου συνετού πολίτη (Βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178183-184 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), Βελάρης (πιο πάνω), Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25 και Polycarpou v. Adamou (1989) 1 C.L.R. 727).

 

Στο αγγλικό σύγγραμμα Clerck & Lindsell on Torts, The Common Law Library, Sweet & Maxwell (22nd edition) στην παράγραφο 3-87 αναλύεται η αρχική τάση της νομολογίας να μην αποδιδόταν ευθύνη σε πεζό που διασταύρωνε από διάβαση, η οποία όμως σταδιακά εξαλείφθηκε. Παραδείγματα περιπτώσεων όπου αποδόθηκε συντρέχουσα αμέλεια στον πεζό περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, απότομη είσοδο πεζού στον δρόμο που δεν αφήνει περιθώριο αντίδρασης στον οδηγό (Knight v. Sampson ]193] 3 All E.R. 309, πεζό που εισέρχεται στον δρόμο χωρίς να κοιτάξει (Williams v. Needham [1972] R.T.R. 387 - 2/3 συντρέχουσα αμέλεια), πεζό που διασταύρωνε από διάβαση όταν ήταν αναμμένο το πράσινο για τα αυτοκίνητα (Yorkshire Bank v. Holmes [1971] R.T.R. 179 - 20% συντρέχουσα), πεζό που διασταύρωνε μεθυσμένος πλησίον διάβασης Adams n Gibson [2016] EWHC 3209 - 1/3 συντρέχουσα).  

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Ενάγουσα, ως πεζή είχε κι εκείνη υποχρέωση να επιδεικνύει κατά τη χρήση του δρόμου την απαιτούμενη προσοχή. Στην υπόθεση Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1Α Α.Α.Δ 50, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα ως προς τη χρήση του δρόμου από πεζό:

 

«Θα θυμίσουμε ότι το δικαίωμα του πεζού στη χρήση του δρόμου είναι το ίδιο με εκείνο του οδηγού αυτοκίνητου οχήματος. Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής από τον ενάγοντα συσχετίζεται με τις περιστάσεις και τις συνθήκες που περιστοιχίζουν το ατύχημα. Ο κανόνας που διέπει τη συμπεριφορά του ενάγοντα είναι ότι πρέπει να φανεί ότι επέδειξε, για τη δική του ασφάλεια, την προσοχή που αναμένεται από το μέσο λογικό άνθρωπο, που είναι συνυφασμένη με την έννοια της σωφροσύνης.»

 

Επίσης, στην υπόθεση Jamal Ismail ν. Μιχαήλ Αντωνίου κ.ά. (2014) 1 ΑΑΔ 347 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Πρώτα θα πρέπει να υπενθυμίσουμε γι' ακόμη μια φορά ότι το δικαίωμα του πεζού στη χρήση δρόμου είναι το ίδιο με εκείνο του οδηγού μηχανοκινήτου οχήματος. Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής που αναμένεται από πεζό όταν διασταυρώνει για τη δική του ασφάλεια είναι αυτή του μέσου λογικού ανθρώπου. Βαρύνεται με την υποχρέωση να κινείται με την συνεχή προσοχή του στραμμένη στο δρόμο. (Βλ. Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50, Κυριάκου ν. Φινοπούλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1950, Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218)

 

Συνεπώςτ, και η ίδια η Ενάγουσα όφειλε να είχε βεβαιωθεί ότι ήταν απόλυτα ασφαλές να διασταυρώσει προτού εισέλθει εντός του δρόμου για να διασταυρώσει. Ως ανέφερε, πριν το όχημα της Εναγόμενης 2, είχε περάσει πάνω από τη διάβαση άλλο όχημα το οποίο λόγω της μικρής απόστασης που είχε από τη διάβαση δεν σταμάτησε. Ξεκίνησε να διασταυρώνει όταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, όχημα στα αριστερά της, που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που κινείτο η Εναγόμενη 2, σταμάτησε για να της δώσει προτεραιότητα. Είδε στα δεξιά της το όχημα της Εναγόμενης 2 να πλησιάζει, σε απόσταση περί τα 150 μέτρα και υπολόγισε ότι προλάβαινε να διασταυρώσει. Προφανώς εκτίμησε λάθος. Όφειλε να είχε διασφαλίσει ότι το αυτοκίνητο αυτό θα σταματούσε για να της δώσει προτεραιότητα και άρα θα ήταν απόλυτα ασφαλές να εισέλθει στο δρόμο και μετά να το πράξει. Αντ’ αυτού, η Ενάγουσα ξεκίνησε να διασταυρώνει, χωρίς να έχει ένδειξη ότι το διερχόμενο αυτοκίνητο θα σταματούσε, παρά μόνο προσδοκία. Συνεπώς, κρίνω ότι ούτε η Ενάγουσα επέδειξε την απαιτούμενη και συνεχή προσοχή που όφειλε να είχε επιδείξει, προτού ξεκινήσει να διασταυρώνει. Προχωρώ να εξετάσω το ποσοστό που θα ήταν υπό τις περιστάσεις δίκαιο να της αποδοθεί.

 

Στην υπόθεση Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά(1996) 1 Α.Α.Δ. 1364 αποδόθηκε 60% ευθύνη σε οδηγό και 40% σε πεζό που διασταύρωνε υπεραστικό δρόμο με αργό βήμα. Η απόφαση επικυρώθηκε κατ’ έφεση με το σκεπτικό ότι «κανένα δικαστήριο δε θα μπορούσε να απαλλάξει τον αποβιώσαντα [πεζό] από ευθύνη για τον τραυματισμό του, ενόψει των κινδύνων στους οποίους εξέθεσε την ασφάλεια του, με την απερισκεψία του να διασταυρώσει το δρόμο, όταν ήταν πασιφανώς επικίνδυνο να το πράξει».

 

Στην υπόθεση Γεωργίου Γεώργιος ν. Aλίκης Aντωνίου (1999) 1 ΑΑΔ 1098, όχημα χτύπησε πεζή η οποία, με γοργό βηματισμό, άρχισε να διασταυρώνει κάθετα πολυσύχναστη λεωφόρο στη Λευκωσία. Οδηγός και πεζή δεν είδαν ο ένας τον άλλο παρά μόνο λίγα μέτρα ή λίγο χρόνο πριν να επισυμβεί το ατύχημα. Η πεζή είχε ήδη διασταυρώσει την πρώτη λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου και είχε διανύσει και το μισό πλάτος της δεύτερης. Ο επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 70% σε βάρος του οδηγού του οχήματος και 30% σε βάρος της πεζής επικυρώθηκε κατ' έφεση.

 

Στην υπόθεση Κυριάκου Παναγιώτα Χ. διά του πατρός της Χαράλαμπου Κυριάκου ν. Σουζάνας Μαρίας Φινοπούλου (2002) 1 ΑΑΔ 1950 επικυρώθηκε κατ’ έφεση επιμερισμός ευθύνης 30% σε πεζή μαθήτρια, η οποία διασταύρωνε λεωφόρο κοντά στο σημείο όπου υπήρχε διασταύρωση πεζών και κτυπήθηκε από αυτοκίνητο το οποίο προσπέρασε άλλο αυτοκίνητο που είχε σταματήσει για να δώσει την ευκαιρία στην πεζή να διασταυρώσει.

 

Στην υπόθεση Αβραάμ Αβραάμ ν. Αρέστη Στυλιανού (2002) 1 ΑΑΔ 50, πεζός που διασταύρωσε δρόμο από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου, κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο και τραυματίσθηκε σοβαρά. Ανατράπηκε κατ’ έφεση πρωτόδικη κρίση σύμφωνα με την οποία αποδόθηκε πλήρης ευθύνη στον οδηγό και αποδόθηκε 25% ευθύνη στον πεζό. Στην απόφασή του το Δικαστήριο ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής για τον πεζό: «Αν πρόσεχε καλύτερα και συνειδητοποιούσε τον κίνδυνο μπορούσε να αναμένει τη διέλευση του αυτοκινήτου.»  

 

Στην υπόθεση Αλεξάνδρου v. Λεβέντη (1996) 1 Α.Α.Δ. 420 καταμερίστηκε πρωτόδικα ευθύνη 25% σε ανήλικο πεζό που κτυπήθηκε από αυτοκίνητο ενώ διασταύρωνε, με ορατότητα περίπου 100 μέτρων και προς τις δύο κατευθύνσεις και ενώ είχε διανύσει τα τρία τέταρτα της απόστασης. Η απόφαση επικυρώθηκε κατ’ έφεση, με το σκεπτικό ότι ο ανήλικος είχε αίσθηση των κινδύνων του δρόμου όταν διασταύρωνε αλλά και η οδηγός του αυτοκινήτου είχε επαρκή ορατότητα και μπορούσε αν επεδείκνυε τη δέουσα προσοχή να τον αντιληφθεί. Στην επιμέτρηση της ευθύνης λήφθηκε υπ’ όψη και η αρχή που διατυπώθηκε στην απόφαση Baker v. Willoughby [1969] 3 All E.R. 1528 (HL), σύμφωνα με την οποία, στον καταμερισμό της ευθύνης προσμετρά όχι μόνο το στοιχείο της εκατέρωθεν αμέλειας αλλά και η δραστικότητά της στην πρόκληση της ζημίας (causative potency).  Είναι αυτονόητο ότι οι συνέπειες από την αμέλεια οδηγού αυτοκινήτου είναι μεγαλύτερες από εκείνες που μπορεί να προκύψουν από την αμέλεια του πεζού.

 

Στην υπόθεση Jamal Ismail ν. Μιχαήλ Αντωνίου και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 347 επικυρώθηκε πρωτόδικη απόφαση, με την οποία αποδόθηκε 25% ευθύνη σε πεζό, ο οποίος παρά τη δυνατότητα χρήσης διάβασης πεζών, που βρισκόταν σε σχετικά κοντινή απόσταση, επέλεξε να διασταυρώσει από άλλο μέρος, που κρίθηκε επικίνδυνο για να διασταυρώσει, καθότι υπήρχε  μια ανοικτή πάροδος προς τα πίσω δεξιά του, που δεν παρείχε δυνατότητα επαρκούς ελέγχου της τροχαίας κίνησης και δεν αντιλήφθηκε δύο μοτοσικλετιστές που προσέγγιζαν, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί.

 

Στην υπόθεση Χάρης Χαριλάου v. Νίκου Νικολάου (2003) 1 ΑΑΔ 1460, αποδόθηκε πρωτόδικα ευθύνη 75% σε βάρος οδηγού οχήματος και 25% στον πεζό. Κατ’ έφεση το εύρημα αυτό ανατράπηκε και κρίθηκε ότι ο πεζός δεν υπείχε οποιαδήποτε ευθύνη, καθότι η διαπιστωθείσα αμέλεια του οδηγού δεν ήταν συνηθισμένη και επομένως ο πεζός δεν είχε υποχρέωση να λάβει οποιεσδήποτε προφυλάξεις.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Ενάγουσα όφειλε, όπως στις περιπτώσεις των πιο πάνω αποφάσεων, στις οποίες αποδόθηκε ευθύνη 25%-30%, να αναμένει τη διέλευση του οχήματος της Εναγομένης 2 και μετά να διασταυρώσει, έχοντας προηγουμένως βεβαιωθεί ότι θα ήταν ασφαλές να το πράξει. Με δεδομένο, όμως, ότι στην προκειμένη περίπτωση η Ενάγουσα διασταύρωσε ορθά από διάβαση πεζών και όχι εκτός ή πλησίον αυτής ή από επικίνδυνο σημείο, κρίνω ορθό να μειώσω το ποσοστό συντρέχουσας αμέλειάς της στο 15%, συνυπολογίζοντας και την προσδοκία που εύλογα μπορεί να έχει κάποιος πεζός ότι τα οχήματα που πλησιάζουν σε διάβαση θα δώσουν προτεραιότητα στον πεζό, ως οφείλουν.

 

Ειδικές αποζημιώσεις

 

Στρέφομαι τώρα στις αποζημιώσεις, κάνοντας αρχή με τις Ειδικές Αποζημιώσεις. Είναι νομολογημένο ότι οι ειδικές ζημιές όχι μόνο πρέπει να δικογραφούνται με λεπτομέρεια, αλλά και να αποδεικνύονται με θετική μαρτυρία και με ακρίβεια (Σπύρου ν. Χ’Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. 298, Λοϊζίδου ν. Μουρτζή, Π. Έ. αρ. 10085, ημερ. 21.6.1999, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Medcon Constructions Ltd, Π. Έ. αρ. 10239, ημερ. 21.6.2000).

 

Η Ενάγουσα αξίωνε €1.315 ως ειδικές αποζημιώσεις. Στις 5/12/2022 η αξίωση για απώλεια απολαβών (€300) αποσύρθηκε και απέμεινε να αξιώνεται ποσό €1.015, το οποίο αναλύεται ως εξής: €250 έξοδα ιατρικής έκθεσης του ΜΕ3 (Τεκμήριο 10), €62 έξοδα ιατρικής έκθεσης της ΜΕ4 (Τεκμήριο 8), €85 έξοδα της αστυνομικής έκθεσης (Τεκμήριο 12), €418 έξοδα νοσηλείας στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού (Τεκμήριο 11), και €200 έξοδα φυσιοθεραπειών (Τεκμήριο 14).

 

Τα πιο πάνω ποσά έχουν αποδειχθεί δεόντως και επαρκώς από την μαρτυρία της Ενάγουσας και των μαρτύρων της, καθώς και με την προσκόμιση των αντίστοιχων πιστοποιητικών και αποδείξεων και, συνεπώς, το σύνολο των Ειδικών Αποζημιώσεων, επί πλήρους ευθύνης, ανέρχεται στο ποσό των €1.015.

 

Γενικές αποζημιώσεις

 

Στρέφομαι τώρα στις Γενικές Αποζημιώσεις. Ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά χωρίς να τίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα. Οι γενικές αποζημιώσεις συναρτώνται άμεσα με τον  φυσικό πόνο, την ταλαιπωρία, την απώλεια των ανέσεων και απολαύσεων της ζωής. Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό του ύψους των αποζημιώσεων έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έχουν συνοψισθεί στην ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ν. ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Π.Ε. Αρ. 15/2011, 11/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:A288, με αναφορά και στην Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, ως εξής:

 

«Το ύψος των αποζημιώσεων είναι αλληλένδετο με τα ιδιαίτερα περιστατικά του κάθε τραυματισθέντα.  Στον τομέα των αποζημιώσεων, ο ανθρώπινος πόνος και η δυσχέρεια αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη ευαισθησία.  Η υγεία είναι ο κοινός παρονομαστής για την ευημερία του ανθρώπου.  Οι αποζημιώσεις είναι το μέσο για την αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και την αντιμετώπιση των λειτουργικών δυσχερειών που επιφέρει ο τραυματισμός

 

Σημειώνεται, επίσης, ότι η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας, και την ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση του ανθρώπου (Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66). Επίσης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος και οι αποζημιώσεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική αξία του χρήματος (Lankuttis Anjia ν. Ανδρέα Νικόλα (2002) 1 ΑΑΔ 1128, Jamal Ismail ν. Μιχαήλ Αντωνίου και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 347).

 

Προηγούμενες αποφάσεις αναφορικά με αποζημιώσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο, μόνο ενδεικτική σημασία μπορούν να έχουν γιατί κάθε ειδική περίπτωση διαφέρει ανάλογα με το είδος και την έκταση του τραυματισμού καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε υπόθεσης και είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν υποθέσεις με τα ίδια ακριβώς στοιχεία. Συνεπώς θα πρέπει να γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές (Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Σπύρου v. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Γιαννάκης Ερωτοκρίτου κ.α. v. Καραολή (1998) 1 Α.Α.Δ. 445).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η δικηγόρος της Ενάγουσας εισηγείται ως εύλογο ποσό γενικών αποζημιώσεων τις €8.000, παραπέμποντας στις αποφάσεις ΑΛΕΞΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΝΗΣ ν. ΣΤΕΛΛΑΣ ΦΡΑΝΤΖΗ, Π.Ε. ΑΡ. 328/2011, 31/5/2017 ECLI:CY:AD:2017:A202 και Α. Κ. ν. Θ. Θ., Αγωγή αρ. 3854/2014 (Ε.Δ. Λεμεσού), ημερ. 24/11/2022, ECLI:CY:EDLEM:2022:A203.

 

Η δικηγόρος των Εναγομένων προτείνει ως εύλογο το ποσό των €1.500, παραπέμποντας στις αποφάσεις Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης v. Μιλίτσας Παπαμιλτιάδους κ.α. (2007) 1 Β Α.Α.Δ. 733, ΚΙΜΩΝΟΣ ν. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Αρ. Αγωγής 936/11 (Ε.Δ. Λεμεσού), ημερ. 10/9/2018, ECLI:CY:EDLEM:2018:A359 και ΠΑΝΑΓΗ ν. ΠΑΣΧΑΛΗ, Αρ. Αγωγής 2668/2016 (Ε.Δ. Λεμεσού), ημερ. 31/7/2019, ECLI:CY:EDLEM:2019:A422.

 

Για σκοπούς καθοδήγησης ως προς τον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων έχω ανατρέξει στις υποθέσεις που με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτες δικηγόροι των μερών αλλά και σε άλλες αποφάσεις ως αναφέρονται πιο κάτω.

 

Στην απόφαση Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης v. Μιλίτσας Παπαμιλτιάδους κ.α. (2007) 1 Β Α.Α.Δ. 733 επικυρώθηκαν γενικές αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.1.000 (€1737) σε γυναίκα, η οποία συνεπεία ατυχήματος είχε υποστεί πόνο στον αυχένα, κεφαλαλγία και ζάλη, για τα οποία έπαιρνε για αρκετό καιρό φάρμακα (stemetils). Θεωρώ τους τραυματισμούς αυτούς αρκετά ελαφρύτερους από εκείνους της Ενάγουσας.

 

Στην απόφαση L.PTransbeton Ltd v. Κώστα Σταύρου (2009) 1 (Α) ΑΑΔ 304 επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία επιδικάσθηκε ποσό Λ.Κ.2.500 (€4.272) ως γενικές αποζημιώσεις, σε άντρα ηλικίας 37 ετών για αιμάτωμα περιοφθαλμικά του αριστερού ματιού και βλεφάρου, εγκεφαλική διάσειση και διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, εξαιτίας των οποίων παρέμεινε για περίπου δύο μήνες εκτός εργασίας.

 

Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αναστασιάδη (2003) 1 Γ Α.Α.Δ. 1709, επικυρώθηκε ως λογικό, το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των Λ.Κ.3.500 (€5.980) για σοβαρή κάκωση και θλαστικό τραύμα της ινιακής χώρας της κεφαλής, εγκεφαλική διάσειση, σοβαρά διαστρέμματα και θλάσεις αυχένος, θώρακα, ράχης και οσφύος, με αρκετό πόνο και ταλαιπωρία, έχοντας αυχεναλγίες και μυαλγία της ράχης αρκετό χρόνο μεταγενέστερα.

 

Θεωρώ τους τραυματισμούς στις πιο πάνω δύο υποθέσεις συναφείς αλλά κάπως σοβαρότερους από αυτούς της Ενάγουσας, πλην όμως από την έκδοση των αποφάσεων αυτών παρήλθαν 15 και 21 έτη αντίστοιχα με την ανάλογη μείωση της αξίας του χρήματος έκτοτε.

 

Στην απόφαση Χριστίνα Ιωαννίδου ν. Τάσος Αναστασίου, Π.Ε. Αρ. 15/2011, 11/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:A288, άνδρας 47 ετών υπέστη κάκωση θωρακοοσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης, η οποία προκάλεσε άλγος και περιορισμό των κινήσεων της συγκεκριμένης μοίρας. Παρέμεινε δύο μέρες στο Νοσοκομείο και όταν εξήλθε, έφερε ειδική ζώνη, υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπεία και αξονική τομογραφία και του χορηγήθηκαν αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά. Δεν διαπιστώθηκε να του είχε μείνει κατάλοιπο. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των €5.500 ως γενικές αποζημιώσεις, σχολιάζοντας ότι τα τραύματα του Εφεσίβλητου-Ενάγοντα δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρά, ότι δεν του έμειναν οποιαδήποτε ουσιαστικά κατάλοιπα και ότι, στην πραγματικότητα, ο πόνος και η ταλαιπωρία του διήρκησαν περί τους δύο μήνες. Το ποσό αυτό χαρακτηρίστηκε, «...γενναιόδωρο και υψηλό, όμως όχι έκδηλα υπερβολικό...»

 

Στην απόφαση Αλέξης Χριστοφίνης ν. Στέλλας Φραντζή, Π.Ε. Αρ. 328/2011, 31/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, η εφεσίβλητη υπέστη διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και αιμωδίες άνω άκρων, θλάση προσθίου θωρακικού τοιχώματος και μώλωπες στην περιοχή στέρνου. Έγινε θεραπεία με τοποθέτηση αυχενικού κολλάρου για 15 μέρες, χορηγήσεως αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, φυσιοθεραπεία και ανάπαυση και μέχρι την ακρόαση[1] παρουσίαζε άλγος, δυσκαμψία του αυχένα και αιμωδίες άνω άκρων μόνο κατά τις αλλαγές του καιρού ή όταν κουραζόταν αρκετά. Πρωτόδικα επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ύψους €10.000, χωρίς παραπομπή σε νομολογία, που μειώθηκαν κατ’ έφεση σε €7.000, με αναφορά στις αποφάσεις L.PTransbeton Ltd (ανωτέρω) και Κεζαρίδης (κατωτέρω).

 

Θεωρώ τις πιο πάνω δύο υποθέσεις, οι οποίες είναι σχετικά πρόσφατες, αρκετά συναφείς με την παρούσα, με τα τραύματα της Ενάγουσας να εμπίπτουν σε σοβαρότητα περίπου στην μέση των δύο.

 

Στην υπόθεση Κεζαρίδης ν. Κωνσταντινου (2007) 1 (Β) ΑΑΔ 1373,  το Ανώτατο Δικαστήριο, αν και έκρινε ότι οι επιδικασθείσες πρωτόδικα γενικές αποζημιώσεις των Λ.Κ.6.000 (€10.252), για σοβαρό διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, κακώσεις στην κεφαλή και εγκεφαλική διάσειση, πλησιάζουν στο ανώτατο όριο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, καθότι δεν ήταν σε βαθμό που καθιστούσε την περίπτωση κατάλληλη για μείωση τους.

 

Στην περίπτωση της εδώ Ενάγουσας, οι τραυματισμοί της αξιολογήθηκαν από την ΜΕ4 ως ελαφριάς με μέτριας βαρύτητας, επομένως ελαφρύτεροι από εκείνους της εν λόγω απόφασης. Μεσολάβησαν, βεβαίως, έκτοτε περί τα 17 έτη.

 

Έχω μελετήσει και έλαβα, επίσης, υπ’ όψη μου τις πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες με παρέπεμψαν οι δικηγόροι των μερών, ως αναφέρονται ανωτέρω, πλην όμως ένεκα της ικανοποιητικής καθοδήγησης που μπορώ να αντλήσω από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν θα προβώ σε εκτενή ανάλυσή τους. Κρίνονται όμως ως σχετικές και περιορίζομαι να αναφέρω ότι η ΚΙΜΩΝΟΣ ν. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ (€3.000) φαίνεται να αφορά ελαφρύτερους τραυματισμούς, η Ιωάννου ν. Ιωάννου (€5.000) φαίνεται να αφορά συναφείς και κάπως σοβαρότερους τραυματισμούς, η ΠΑΝΑΓΗ ν. ΠΑΣΧΑΛΗ (€3.000) αφορά συναφείς τραυματισμούς και η Α. Κ. ν. Θ. Θ (€8.000) αφορά σοβαρότερους τραυματισμούς.

 

Αντλώντας, επομένως, καθοδήγηση από τη νομολογία που παρέθεσα και έχοντας υπόψη μου τα τραύματα που υπέστη η Ενάγουσα, τα οποία ήταν χαμηλού με μέτριου βαθμού σοβαρότητας, τον πόνο και την ταλαιπωρία που βίωσε, την υποβολή της στις εξετάσεις που αναφέρονται στα πιστοποιητικά, τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, τη διενέργεια 8 φυσιοθεραπειών, το γεγονός ότι 8 μήνες μετά το ατύχημα ένιωθε ακόμα περιοδικά πόνο στα γόνατα και πονοκεφάλους, το γεγονός ότι ανέπτυξε μετατραυματική χονδροπάθεια πίσω από αμφότερες τις επιγονατίδες με αναμενόμενη την αίσθηση περιοδικού πόνου για περαιτέρω χρονικό διάστημα, αλλά και το γεγονός ότι μετά από 20 μήνες δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε λειτουργικό κατάλοιπο, θεωρώ το ποσό των €5.500 ως εύλογο και δίκαιο ως γενικές αποζημιώσεις.

 

Τόκος

 

Το ζήτημα του καθορισμού του τόκου ρυθμίζεται από το άρθρο 58Α του Κεφ. 148 και εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Για τον τρόπο άσκησής της, καθοδήγηση δόθηκε στην υπόθεση Φοινικαρίδης v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, σύμφωνα  με την οποία, νομολογιακά υιοθετήθηκε η μέθοδος της επιδίκασης τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα κατά την οποία ο εναγόμενος θα έπρεπε να είχε πληρώσει την αποζημίωση, αλλά δεν το έπραξε, δεδομένου, ότι είναι μόνο από την ημέρα εκείνη που μπορεί να λεχθεί, ότι ο ενάγων στερήθηκε τα χρήματα αυτά. ο χρόνος αυτός θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι η ημέρα αποστολής επιστολής πρίν από την αγωγή ή το αργότερο η ημέρα κατά την οποία επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα. Γίνεται ακόμα αναφορά στην ημέρα κατά την οποία καταχωρήθηκε η αγωγή. Η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων, που δεν θα κατέτασσαν μια υπόθεση στην κατηγορία των συνηθισμένων υποθέσεων, μπορούν να ληφθούν υπόψη και ενδεχομένως να οδηγήσουν σε κάποια διαφορετική προσέγγιση. Επισημαίνεται, ότι σε όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε μια αγωγή προς εκδίκαση και ότι στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθησή της θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Ο λόγος είναι, ότι για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο διάδικος στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα (βλ. Birkett v. Hayes and Another (1982) 2 All E.R. 710 (C.A.).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το ατύχημα επεσυνέβη στις 23/7/2017. Στις 28/03/2018 απεστάλη επιστολή απαίτησης προς τους δικηγόρους των Εναγομένων. Στις 12/09/2018 καταχωρίσθηκε κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο, επιδόθηκε στους Εναγομένους στις 17/9/2018 και εκείνοι καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης στις 10/10/2018. Επειδή από την ημέρα που επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα παρατηρήθηκε κάποια καθυστέρηση μέχρι την αποστολή της επιστολής απαίτησης (8 μήνες) και μέχρι την καταχώριση της Αγωγής (περί τους 13 μήνες μετά) και καμία καθυστέρηση μέχρι την επίδοσή της και την περαιτέρω προώθησή της, θεωρώ ορθό και δίκαιο να επιδικάσω νόμιμο τόκο τόσο σε σχέση με τις γενικές όσο και σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις από την ημερομηνία καταχώρισης της Αγωγής.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι η Ενάγουσα απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την απαίτηση της. Κατά συνέπεια, εκδίδεται απόφαση υπερ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων για το ποσό των €5.500 ως γενικές αποζημιώσεις μειωμένες κατά 15% ως η συντρέχουσα αμέλεια της Ενάγουσας, ήτοι €4.675, πλέον το ποσό των €1.015 ως ειδικές αποζημιώσεις, μειωμένες κατά 15%, ήτοι €863, πλέον το εκάστοτε νόμιμο επιτόκιο επί αμφότερων των ποσών, από την καταχώριση της Αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Επιπρόσθετα, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων τα δικηγορικά έξοδα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.).……………………………….

Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Το ατύχημα επεσυνέβη το 2004 και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε το 2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο