ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  907/2022 (i-Justice)

 

Μεταξύ:-

 

P.M. TSERIORIS LTD

Ενάγουσας

 

- και -

 

1. ROMANI DEVELOPMENT LIMITED

2. ΑΝΔΡΕΑ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ

Εναγομένων

 

Αίτηση ημερομηνίας 24/10/2022 για έκδοση συνοπτικής απόφασης

 

Ημερομηνία: 11η Μαρτίου 2023

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα - Αιτήτρια:  κα Μ. Βασιλείου για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Εναγόμενο 2 - Καθ’ ου η Αίτηση: Karapatakis Pavlides LLC

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η παρούσα απόφαση εκδίδεται στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης (η «Αίτηση»), με την οποία η Ενάγουσα – Αιτήτρια (ο «Αιτήτρια») ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Εναγομένου 2 – Καθ’ ου η Αίτηση (ο «Καθ’ ου η Αίτηση») σε σχέση με αξιούμενα ποσά αποζημιώσεων για παράβαση πωλητήριου εγγράφου από μέρους της Εναγομένης 1 (η «Εναγομένη 1»), τις υποχρεώσεις της οποίας, ως υποστηρίζει η Αιτήτρια, εγγυήθηκε έναντί της ο Καθ’ ου η Αίτηση.  

 

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

Η Ενάγουσα καταχώρισε στις 21/06/2022 Κλητήριο Ειδικώς οπισθογραφημένο εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, αξιώνοντας ποσά €70.000 και €20.427 ως αποζημιώσεις, πλέον γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, για παράβαση συμφωνίας πώλησης ακινήτου και δη του όρου που καθόριζε προθεσμία για μεταβίβασή του στο όνομά της ελεύθερο παντός βάρους.

 

Το Κλητήριο επιδόθηκε στους Εναγομένους 1 και 2 στις 27/06/2022. Η Εναγόμενη 1 δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία και στις 3/11/2022 εκδόθηκε ερήμην απόφαση εναντίον της. Ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρισε, δια των δικηγόρων του, σημείωμα εμφάνισης στις 04/07/2022 και Υπεράσπιση στις 05/09/2022. Στις 24/10/2022 η Ενάγουσα καταχώρισε την υπό εξέταση Αίτηση.

 

Η ΑΙΤΗΣΗ

 

Με την Αίτηση ζητείται η έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση, ως η Έκθεση Απαίτησης, πλέον τόκους και έξοδα. Η Αίτηση βασίζεται στις Δ.18 θ.1 – 9, Δ.48 και Δ.64, στη νομολογία καθώς και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Οικονομικού Διευθυντή της Αιτήτριας (η «ΕΔ-ΒΠ»), στην οποία επισυνάπτονται 28 τεκμήρια. Η ΕΔ-ΒΠ εξηγεί καταρχάς τη σχέση, τις συναλλαγές και τις συμφωνίες που έγιναν μεταξύ της Αιτήτριας, της θυγατρικής της εταιρείας με το όνομα Unicars Ltd (η «Unicars») και των Εναγομένων 1 και 2. Θα συνοψίσω τα γεγονότα, με παραπομπή στα κυριότερα τεκμήρια.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση είναι διευθυντής, γραμματέας και μέτοχος της Εναγομένης 1, η οποία βρίσκεται από το 2013 υπό καθεστώς διαχείρισης, καθώς και άλλης εταιρείας (η «Εταιρεία Α»). Ο Καθ’ ου η Αίτηση αγόρασε από την Unicars όχημα/τα δημιουργώντας οφειλή προς την Unicars.

 

Η Αιτήτρια, δυνάμει πωλητήριου εγγράφου (το «Πωλητήριο» - Τεκμήριο 5) , αγόρασε από την Εναγόμενη 1 ένα διαμέρισμα στη Λεμεσό (το «Διαμέρισμα»), έναντι ποσού €195.000 (περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α).

 

Προς διευθέτηση του τιμήματος πώλησης του Διαμερίσματος, η Unicars εκχώρησε μέρος του χρέους του Καθ’ ου η Αίτηση προς εκείνη, ύψους €195.000, στην Αιτήτρια (Τεκμήριο 7) και η Εναγόμενη 1 ανέλαβε το χρέος του Καθ’ ου η Αίτηση προς την Unicars. Με τη ρύθμιση αυτή, η οφειλή της Αιτήτριας προς την Εναγόμενη 1, σε σχέση με το τίμημα πώλησης του Διαμερίσματος, συμψηφίστηκε με την οφειλή της Εναγόμενης 1 (προηγουμένως του Καθ’ ου η Αίτηση προς την Unicars) προς την Αιτήτρια. Με τον τρόπο αυτό εξοφλήθηκε το τίμημα πώλησης του Διαμερίσματος (Τεκμήριο 8) και μειώθηκε το χρέος του Καθ’ ου η Αίτηση προς την Unicars

 

Σύμφωνα με τους όρους του Πωλητηρίου, η Εναγόμενη 1 ανέλαβε να παραδώσει στην Αιτήτρια την κατοχή του Διαμερίσματος μέχρι τις 30/06/2010. Ανέλαβε, επίσης, να της μεταβιβάσει και εγγράψει το Διαμέρισμα, ελεύθερο παντός βάρους, το αργότερο μέχρι τις 30/06/2016, αφού θα εκδιδόταν, το αργότερο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας. Ο Καθ’ ου η Αίτηση υπέγραψε προσωπική εγγύηση για τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 προς την Αιτήτρια (Παράρτημα Δ στο Τεκμήριο 5).

 

Η Αιτήτρια καταχώρισε το αγοραπωλητήριο στο Κτηματολόγιο, έλαβε κατοχή του Διαμερίσματος περί το τέλος 2011 ή αρχές του 2012 (Τεκμήριο 9) και ξεκίνησε να το εκμισθώνει σε τρίτα πρόσωπα από το τέλος του 2014 (Τεκμήριο 10), χωρίς να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση.

 

Το 2013 διορίστηκε Παραλήπτης στην Εναγόμενη 1, στη βάση ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης, προς όφελος της Τράπεζας Κύπρου, τα οποία εκείνη μεταβίβασε στην Gordian Holdings Limited (η «Gordian»), δυνάμει δικαστικώς επικυρωθέντος Σχεδίου Διακανονισμού (Τεκμήριο 11). Ο διορισμός του Παραλήπτη γνωστοποιήθηκε στον τύπο (Τεκμήριο 3) και, περί τις 05/06/2013, η Αιτήτρια ενημέρωσε εγγράφως τον Παραλήπτη για την αγορά του Διαμερίσματος,  προσκομίζοντας τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα (Τεκμήριο 12). Έκτοτε ακολούθησε αλληλογραφία και επικοινωνία της Αιτήτριας με τον Παραλήπτη, αναφορικά με την έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας και την μεταβίβαση του Διαμερίσματος επ’ ονόματί της.

 

Στις 16/02/2015 στάληκε στην Αιτήτρια ο τίτλος ιδιοκτησίας του Διαμερίσματος που εκδόθηκε επ’ ονόματι της Εναγομένης 1 (Τεκμήριο 13). Δεν εκπληρώθηκε όμως ο όρος του Πωλητηρίου για μεταβίβαση του Διαμερίσματος επ’ ονόματι της Αιτήτριας, ελεύθερου παντός βάρους, μέχρι την συμφωνηθείσα προθεσμία της 30/06/2016, παρά τις υποσχέσεις εκπροσώπου του Παραλήπτη, επειδή τα ακίνητα επί των οποίων ανηγέρθη το συγκρότημα στο οποίο ανήκε το Διαμέρισμα βαρυνόταν με 2 υποθήκες (Τεκμήριο 14).

 

Σύμφωνα με την ΕΔ-ΒΠ, με προτροπή του Παραλήπτη και προς μετριασμό της ζημιάς της, η Αιτήτρια κίνησε τη διαδικασία προστασίας εγκλωβισμένων αγοραστών που προβλέπει το Μέρος VIB του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965), υποβάλλοντας στις 25/09/2019 στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λεμεσού την αίτηση ΑΕΑ 154/2019 (η «ΑΕΑ 154/2019») και όλα τα σχετικά στοιχεία (Τεκμήρια 15 και 16). Η διαδικασία προχώρησε, βάσει του Νόμου, και η Gordian, αφού ειδοποιήθηκε από το Κτηματολόγιο (Τεκμήριο 17) υπέβαλε ένσταση (Τεκμήριο 18). Το Κτηματολόγιο, αφού εξέτασε τα ενώπιον του στοιχεία ενέκρινε την ΑΕΑ 154/2019 και ενημέρωσε σχετικά την Gordian (Τεκμήριο 19).

 

Εναντίον της απόφασης του Κτηματολογίου, η Gordian καταχώρισε, στις 12/06/2020, την Αίτηση – Έφεση αρ. 102/2020 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (η «Αίτηση/Έφεση» - Τεκμήριο 20), στο πλαίσιο της οποίας η Αιτήτρια και το Κτηματολόγιο καταχώρισαν ενστάσεις (Τεκμήρια 22 και 23). Οι προοπτικές επιτυχίας της Αίτησης/Έφεσης αξιολογήθηκαν από την Αιτήτρια και τους δικηγόρους της ως «πάρα πολύ μεγάλες» και, αφού η Αιτήτρια στάθμισε τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας τυχόν εξέλιξης έκρινε φρονιμότερο, υπό τις περιστάσεις, να διευθετήσει το  ζήτημα εξωδίκως με την Gordian, αντί να προχωρήσει στην εκδίκαση της Αίτησης/Έφεσης.

 

Στη βάση αυτή και κατόπιν διαπραγματεύσεων, κατέβαλε στην Gordian το ποσό των €70.000 (Τεκμήριο 24) προς πλήρη και τελική διευθέτηση των απαιτήσεων της τελευταίας, προκειμένου να αποδεχθεί τη διαγραφή των υποθηκών από το Διαμέρισμα της Αιτήτριας και να πραγματοποιηθεί η μεταβίβασή του στο όνομά της. Στις 02/05/2022 η Αίτηση/Έφεση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε ανεπιφύλακτα από το Δικαστήριο (Τεκμήριο 25) και στις 25/07/2022 εκδόθηκε επ’ ονόματι της Αιτήτριας ο τίτλος ιδιοκτησίας του Διαμερίσματος (Τεκμήριο 26).

 

Ο ενόρκως δηλών εξηγεί αναλυτικά το σκεπτικό, στη βάση του οποίου η Αιτήτρια κατέληξε να προτιμήσει τον εξώδικο συμβιβασμό προς μείωση της ζημιάς και περιορισμό των κινδύνων που ενείχε η εκδίκαση της Αίτησης/Έφεσης. Υποστηρίζει, επίσης, ότι η εξωδικαστική διευθέτηση λειτούργησε και προς όφελος της Εναγομένης 1, αφού την απάλλαξε από τις υποθήκες της Gordian και περιόρισε τις αποζημιώσεις που θα ήταν πληρωτέες προς την Αιτήτρια για παράβαση του Πωλητηρίου. Αναφέρει, επίσης, ότι η Εναγόμενη 1 δεν εμφανίστηκε καθόλου στη διαδικασία της Αίτησης/Έφεσης και εάν θεωρούσε ότι η εξωδικαστική διευθέτηση δεν θα ήταν προς όφελός της, θα μπορούσε να είχε εμφανιστεί στην διαδικασία και να υποστηρίξει τη θέση της. Η μη εμφάνισή της, κατά την άποψη του ενόρκως δηλούντος, υποδηλοί ότι η Εναγόμενη 1 δεν θεωρούσε την εξώδικη διευθέτηση επιζήμια για την ίδια.

 

 

Επισημαίνει, επίσης, ότι η εξώδικη διευθέτηση δεν καλύπτει τις απαιτήσεις της Αιτήτριας έναντι της Εναγομένης 1 για παράβαση του Πωλητηρίου, παρά μόνο τις απαιτήσεις της Gordian δυνάμει των υποθηκών και ότι η παρούσα Αγωγή καταχωρίσθηκε λόγω της αποτυχίας της Εναγομένης 1 να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις και να μεταβιβάσει στην Αιτήτρια το Διαμέρισμα ελεύθερο παντός βάρους μέχρι τις 30/06/2016.

 

Ένεκα της παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της Εναγομένης 1, η Αιτήτρια υπέστη οικονομικές ζημιές, σπατάλη χρόνου και ταλαιπωρία, που περιλαμβάνουν το γεγονός ότι υποχρεώθηκε να υποβάλει την ΑΕΑ 154/2019, να ενστεί στην Αίτηση/Έφεση καταβάλλοντας €20.427 σε δικηγορικά έξοδα (Τεκμήρια 27 και 28) και €70.000 για εξώδικη διευθέτηση και διαγραφή των υποθηκών (Τεκμήρια 24 και 25). Για τις ζημιές αυτές η Αιτήτρια δικαιούται να αξιώσει αποζημιώσεις τόσο από την Ενάγουσα 1 στη βάση του Πωλητηρίου (Τεκμήριο 5) όσο και από τον Καθ’ ου η Αίτηση στη βάση της Συμφωνίας εγγύησής του (Παράρτημα Δ του Τεκμηρίου 5), αλληλέγγυα και κεχωρισμένα. Εκπρόσωπος της Αιτήτριας ενημέρωσε τον Καθ’ ου η Αίτηση για την εξώδικη διευθέτηση της Αίτησης/Έφεσης, πριν και μετά την υλοποίησή της, και αξίωσε επανειλημμένα αποζημίωση της Αιτήτριας στη βάση της Εγγύησης που ο Καθ’ ου η Αίτηση παρέσχε, αλλά αυτός παρέλειψε να ανταποκριθεί.

 

Συνεπεία των πιο πάνω, η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα Αγωγή αξιώνοντας να αποζημιωθεί για τις €70.000 που κατέβαλε για εξάλειψη των υποθηκών, τις €20.427 που κατέβαλε ως δικηγορικά έξοδα για την εκπροσώπησή της στις προαναφερθείσες διαδικασίες, καθώς και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ

 

Στις 14/02/2023 καταχωρίσθηκε Ένσταση εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση, με την οποία εγείρονται 15 λόγοι ένστασης και οι οποίοι συνοψίζονται ως εξής: δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18 για έκδοση συνοπτικής απόφασης, η αίτηση είναι παράτυπη, νόμω και ουσία αβάσιμη, η αξίωση της Ενάγουσας δεν είναι καθαρή, το αξιούμενο ποσό είναι αμφισβητούμενο, καταβλήθηκε οικειοθελώς από την Ενάγουσας χωρίς να εξαντληθούν τα νόμιμα μέσα εξασφάλισης της εγγραφής του Διαμερίσματος, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατ’ ισχυρισμό παράβασης και της κατ’ ισχυρισμό ζημιάς, δεν έχουν εκτεθεί όλα τα γεγονότα, η Ενάγουσα δεν προσήλθε με καθαρά χέρια, ο Εναγόμενος έχει καταχωρίσει Υπεράσπιση και έχει επί της ουσίας καλή υπεράσπιση και δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου του Καθ’ ου η Αίτηση (στο εξής η «ΕΔ-ΑΗ»), ο οποίος υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται την έκδοση συνοπτικής απόφασης, καθότι ο ίδιος έχει καλή υπεράσπιση και δεν θα πρέπει να του αποστερηθεί το δικαίωμα να ακουστεί. Επισημαίνει, όπως άλλωστε φαίνεται και από την Υπεράσπιση του, ότι η φύση της συναλλαγής μεταξύ των μερών είναι παραδεκτή, πλην όμως αμφισβητεί την υπογραφή από τον ίδιο της επικαλούμενης από την Αιτήτρια εγγύησης (Παράρτημα Δ του Τεκμηρίου 5 της ΕΔ-ΒΠ). Επί τούτου, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο, ότι έλαβε γνώση της ύπαρξής του μέσα από τα έγγραφα της παρούσας Αίτησης, εξ ου και στις 7/2/2023 προχώρησε σε καταγγελία στην αστυνομία για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου. Προσκόμισε, ως Τεκμήριο 1, βεβαίωση της αστυνομίας ότι προέβη σε καταγγελία.

 

Υποστηρίζει, όπως και στην Υπεράσπισή του, ότι ουδέποτε υπέγραψε οποιοδήποτε εγγυητήριο έγγραφο ή συμβόλαιο με το οποίο να εγγυάται τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 και ότι το Παράρτημα Δ του Πωλητηρίου που παρουσίασε η Αιτήτρια είναι πλαστό. Προς επίρρωση της θέσης του παραπέμπει στο λεκτικό της παραγράφου 11 του Πωλητηρίου και υποστηρίζει ότι το Παράρτημα Δ δεν είναι κάποια προσωπική εγγύηση, ως ισχυρίζεται η Ενάγουσα, αλλά εγγυητική επιστολή (από τράπεζα προφανώς), με την οποία η Εναγόμενη 1 εγγυάται την έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας και η εγγυητική είχε ημερομηνία λήξης την 30/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147. Το λεκτικό της παραγράφου 11 έχει ως εξής: «Η Πωλήτρια έχει εκδώσει εγγυητική επιστολή, προς όφελος του Νέου Αγοραστή για την έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα Δ και η οποία θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την 30/06/2016…»

 

Υποστηρίζει, επίσης, ότι εκείνο το διάστημα ήταν κοινή πρακτική της Εναγομένης 1 να παραδίδει στους αγοραστές εγγυητικές επιστολές, οι οποίες εκδίδονταν από τράπεζα, και με αυτές η Εναγόμενη 1 εγγυάτο την έκδοση ξεχωριστού τίτλου για κάθε διαμέρισμα. Δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα που να επιβεβαιώνουν την έκδοση της εν λόγω τραπεζικής εγγυητικής, καθότι όλα τα έγγραφα της Εναγομένης 1, αφότου περιήλθε υπό καθεστώς διαχείρισης, είναι στην κατοχή του διαχειριστή και όχι στη δική του.

 

Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι για να επισυνάπτεται το έγγραφο που αναφέρεται στον όρο 11 ως Παράρτημα στο Πωλητήριο, θα έπρεπε να είχε εκδοθεί κατά τον χρόνο ή πριν την υπογραφή του Πωλητηρίου. Το έγγραφο που παρουσιάζει η Ενάγουσα ως το Παράρτημα Δ υπογράφηκε στις 8/1/2010, ενώ το Πωλητήριο στις 7/1/2010. Υποστηρίζει ότι η διάσταση αυτή ενισχύει τη θέση του ότι το παρουσιαζόμενο ως Παράρτημα Δ είναι πλαστό και ουδέποτε υπογράφηκε από τον ίδιο.

 

Εντοπίζει, επίσης, διάσταση μεταξύ της εκδοχής που παρουσιάζει η Αιτήτρια στο Κλητήριο και στην παρούσα Αίτηση και υποστηρίζει ότι κωλύεται να προωθεί διαφορετικούς ισχυρισμούς. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι στο Κλητήριο γίνεται αναφορά σε «γραπτή συμφωνία προσωπικής εγγύηση», ξεχωριστή από το Πωλητήριο, ενώ στην Αίτηση παρουσιάζεται το έγγραφο ως μέρος του Πωλητηρίου.

 

Ως προς τα θέματα που αφορούν την πληρωμή του ποσού των €70.000 στην Gordian και την παράβαση από μέρους της Εναγομένης 1 των όρων του Πωλητηρίου, δηλώνει άγνοια, αφού από το 2013 όλα τα θέματα της Εναγομένης 1 τα χειρίζεται ο Διαχειριστής/Παραλήπτης και, παρόλο που ο ίδιος παραμένει ως ένας εκ των διευθυντών, δεν έχει καμία εμπλοκή στις δραστηριότητές της. Πέραν τούτου, ακόμα και να παρέβη η Εναγόμενη 1 τις υποχρεώσεις της, δεν μπορεί να αξιώνει η Αιτήτρια ως αποζημιώσεις τα ποσά που κατέβαλε στην Gordian, αφού δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατ’ ισχυρισμό παράβασης και της κατ’ ισχυρισμό ζημιάς και η  όποια ζημιά επικαλείται είναι απομακρυσμένη και ασύνδετη με την όποια παράβαση.

 

Επιπλέον, το ποσό καταβλήθηκε οικειοθελώς από την Αιτήτρια, χωρίς να εξαντλήσει πρώτα τα νόμιμα στη διάθεσή της μέσα για εξασφάλιση της εγγραφής του Διαμερίσματος επ’ ονόματί της, γεγονός που, αφενός της αποστερεί οποιαδήποτε αναγνωρισμένη αιτία αγωγής εναντίον της Εναγομένης 1 και, αφετέρου, συνιστά γεγονός που διαρρηγνύει την αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της όποιας τυχόν παράβασης και της αξιούμενης ζημιάς. Υποστηρίζει, επίσης, ότι τα ίδια επιχειρήματα ισχύουν και για το αξιούμενο ποσό καταβληθέντων δικηγορικών εξόδων.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν, κατά τον Καθ’ ου η Αίτηση, ότι η απαίτηση εναντίον του δεν είναι τόσο καθαρή, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση συνοπτικής απόφασης χωρίς την διεξαγωγή κανονικής δίκης και υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής. Συνεπώς, ζητά απόρριψη της Αίτησης.  

 

ΑΚΡΟΑΣΗ

 

Η Ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων και με την προσκόμιση στο Δικαστήριο, γραπτώς, εμπεριστατωμένων αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Οι προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης καθορίζονται στη Δ.18, θ.1. του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Στην Ετήσια Πρακτική του 1958, (Annual Practice 1958) Τόμος 1, στη σελίδα 243, αναφέρονται τα πιο κάτω, σε σχέση με την αντίστοιχη διαταγή των Αγγλικών Θεσμών (Δ.14):

 

«The purpose of O.14 is to enable a plaintiff to obtain a summary judgment without trial, if he can prove his claim clearly; and if the defendant is unable to set up a bona fide defence, or raise an issue against the claim which ought to be tried (Roberts v. Plant [1985] 1 Q.B.597).»

 

Οι νομικές αρχές που εφαρμόζονται σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18, θ.1. έχουν συνοψισθεί στην απόφαση Sensus Gymnasium Ltd, κ.α. ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 1795, από την οποία παρατίθεται το σχετικό απόσπασμαː

 

«Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η έκδοση γρήγορα απόφασης, εκεί όπου τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του ενάγοντα είναι καθαρή και δεν χρειάζεται η διεξαγωγή κανονικής δίκης και παράλληλα δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή, όμως, η διαδικασία αυτή αποστερεί, ουσιαστικά, από τον Εναγόμενο το δικαίωμα να υπερασπίσει την υπόθεσή του σε κανονική δίκη, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται πολύ προσεκτικά, αραιά, και με βάση ορισμένα κριτήρια (βλ. Robert v Plant [1895] 1 Q.B. 597, The Annual Practice 1970 σελ. 126, Κυπριανίδης ν Ιωάννου (1966) 1 ΑΑΔ 265, Spyros Stavrinides v Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 CLR 130, Hermes Insurance Co. Ltd v Joulios Theodorides (1983) 1 CLR 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v Abdul Aziz Tlais (1991) 1 AAD 239, Αθηνούλλα Δημητρίου ν Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) ΑΑΔ 782, Rck Sports v Persona Advertising Ltd (1996) 1 AAD 1074, Subotic v Στυλιανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 22, Ευάγγελος Λαζάρου και άλλος ν Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817 και πιο πρόσφατα Παναγιώτης Ζερβός ν Environvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1968, Sigma Radio TV Ltd v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 408, Νεάρχου κ.α. ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 818).

 

Τα κριτήρια που θα πρέπει, σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1(α), να πληρούνται είναι τα ακόλουθαː

 

1.   Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο

2.   Ο Εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση, και

3.   Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα ως και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνεται ότι απ' ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο, τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο πρόσωπο που εργοδοτεί, το οποίο όμως, να μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει τη βάση της αγωγής και το αξιούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι από πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει (βλ. Spyros Stavrinides, σελ. 136 - 138 και Αθηνούλλας Δημητρίου σελ. 790 - 794, ανωτέρω).

 

Με την ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο που πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή ώστε να του δοθεί δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης (βλ. CYEMS CO. LTD v Central Co-Operative Industries Co. Ltd (1982) 1 CLR 897 και Hermes Insurance Co. Ltd, ανωτέρω). Ο εναγόμενος μπορεί να πράξει τούτο είτε με ένορκη δήλωση είτε, με άδεια του Δικαστηρίου, με προφορική μαρτυρία (βλ. Δ.18, θ.3(α)).».

 

Όσον αφορά την 3η προϋπόθεση, εκείνο που απαιτείται να αποδειχθεί είναι ότι ο ενόρκως δηλών έχει «θετική» και όχι απαραιτήτως «προσωπική» γνώση των γεγονότων. Για το τί η νομολογία αναγνωρίζει ως «θετική γνώση» σχετική είναι η απόφαση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1Β Α.Α.Δ 782, στην οποία παρατίθενται και σχετικά παραδείγματα (βλ. επίσης Ευάγγελου Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Τραπέζης Κύπρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1051 και Γεωργίου Γεώργιος Αγαθαγγέλου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 274, Παναγιώτης Νεάρχου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1Β Α.Α.Δ. 818).

 

Στην υπόθεση Marketrends v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 1Α Α.Α.Δ. 223 τονίστηκε ότι η ερμηνεία της «θετικής γνώσης» πρέπει να γίνεται ρεαλιστικά, να είναι λογική υπό τις περιστάσεις και όχι αυστηρή σε βαθμό που να δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες και να οδηγεί σε τυχόν παράλογα αποτελέσματα

 

Οι προϋποθέσεις της Δ.18 θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά. Η τήρησή τους σχετίζεται με τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και η μη ικανοποίησή τους στερεί από το δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 135, R.C.K. Sports v. Person Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου (ανωτέρω), Μεττή κ.α v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417, Νεάρχου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1Β ΑΑΔ 818).

 

Με την μετάθεση του βάρους στον Εναγόμενο, εκείνος οφείλει να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να είναι επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να καταχωρίσει υπεράσπιση στην αγωγή (βλ.Kypros S Kyprianides ν. Symeon Ioannou (1966) 1 CLR 265, CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 CLR 897, Hermes Insurance Co. Ltd v Joulios Theodorides (1983) 1 CLR 333, Αυγουστή κ.α ν. Πίριλλου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 5, Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ.22 και Μεττή (ανωτέρω)).

 

Στην πράξη, είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αποκαλύψει γεγονότα ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος. Άδεια για καταχώριση υπεράσπισης θα πρέπει να του παρέχεται, ακόμα κι όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας, εκτός εάν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα, τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση [βλ. Μεττή (ανωτέρω) Ιωάννης Ανδρονίκου (ανωτέρω), Rck Sports (ανωτέρω)]. Στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά ν. Μακεδόνας (1999) 1Β Α.Α.Δ. 817 αναφέρθηκαν στη σελίδα 822 τα εξής: «Έχει λεχθεί δικαστικά ότι όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».

 

Όσον αφορά το βάρος που έχει να ικανοποιήσει ο Εναγόμενος για να αποκτήσει το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους, όπως έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408 και στην υπόθεση J & M Loizides Agencies Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Π.Ε. 322/2008, ημερ. 14.11.2011, αυτό δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση, διαφορετικά θα ήταν εύκολο σχεδόν σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του.

 

Από την πιο πάνω νομολογία προκύπτει επίσης ότι η δικαιοδοσία δυνάμει της Δ.18 θα πρέπει να ασκείται με φειδώ, ούτως ώστε διάδικος να μην αποκλείεται από την έγερση οποιασδήποτε υπεράσπισης την οποία μπορεί πράγματι να διαθέτει.

 

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΑ ΕΠΙΔΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Υπό το φως των πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται στην παρούσα υπόθεση οι προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Προτού το πράξω, όμως, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι το γεγονός της καταχώρισης Υπεράσπισης από μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση, πριν την καταχώριση της παρούσας Αίτησης δεν αποκλείει τη δυνατότητα εξέτασή της. Σχετικές προς τούτες είναι αναφορές στις σελίδες 242, 259 και 260 του αγγλικού συγγράμματος Annual Practice 1958[1].  

 

Προχωρώντας, στις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1, διαπιστώνω από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης ότι το κλητήριο ένταλμα που καταχωρίσθηκε στις 21/06/2022 είναι ειδικώς οπισθογραφημένο και ότι ο Εναγόμενος 2 – Καθ’ ου η Αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης στις 04/07/2022. Συνεπώς αμφότερες οι πρώτες δύο προϋποθέσεις της Δ.18 πληρούνται.

 

Προχωρώ στην τρίτη προϋπόθεση, που αφορά την θετική γνώση του προσώπου που ορκίζεται και κατά πόσο επαληθεύεται το αγώγιμο δικαίωμα και το απαιτούμενο ποσό. Ο ενόρκως δηλών είναι ο Οικονομικός Διευθυντής της Αιτήτριας, ο οποίος υποστηρίζει ότι είναι εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβεί στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση και ότι έχει προσωπική θετική γνώση των γεγονότων της αγωγής, λόγω της θέσης και της άμεσης εμπλοκής του σε αυτά. Αναφέρει ότι στο πλαίσιο των καθηκόντων του εποπτεύει και ελέγχει τις συμβάσεις, τις οικονομικές καταστάσεις και τα τιμολόγια που εκδίδει και λαμβάνει η Αιτήτρια και, παράλληλα, εποπτεύει τις δικαστικές διαδικασίες στις οποίες εμπλέκεται η Αιτήτρια. Αναφέρεται αναλυτικά στα επίδικα γεγονότα και προσκομίζει τα σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια. Ήταν, επίσης, το πρόσωπο που μαρτύρησε ενόρκως και σε άλλη συναφή με τα επίδικα γεγονότα δικαστική διαδικασία της Ενάγουσας, ήτοι την Αίτηση/Έφεση (Τεκμήριο 22). Από την μαρτυρία του φαίνεται ότι ήταν και το πρόσωπο που είχε απευθείας επικοινωνία με τον Παραλήπτη και εκπροσώπους του για την μεταβίβαση του επίδικου Διαμερίσματος.

 

Επομένως, στη βάση του περιεχομένου της ΕΔ-ΒΠ και του συνόλου των ενώπιον μου δεδομένων, διαφαίνεται ότι ο ενόρκως δηλών είναι πρόσωπο που έχει θετική γνώση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, η οποία, υπό το φως της νομολογίας που τέθηκε ανωτέρω, κρίνεται από το Δικαστήριο ως ικανοποιητική για σκοπούς εφαρμογής των προϋποθέσεων της Δ.18. Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω κατά πόσο ο ενόρκως δηλών έχει βεβαιώσει θετικά την απαίτηση της Αιτήτριας και κατά πόσο οι αξιώσεις της είναι κατάλληλες για εκδίκαση στη βάση της Δ.18.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια αξιώνει την επιδίκαση, προς όφελός της, συγκεκριμένων ποσών, ως αποζημιώσεων, στη βάση ισχυρισμού για παράβαση από μέρους της Εναγομένης 1 της συμβατικής της υποχρέωσης, δυνάμει του όρου 5 του Πωλητηρίου, για μεταβίβαση του επίδικου Διαμερίσματος ελεύθερου παντός βάρους εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας.

 

Το είδος της θεραπείας που μπορεί να αξιώσει το αναίτιο μέρος σε παράβαση σύμβασης, ο τρόπος και η βάση υπολογισμού τυχόν αποζημίωσης, το ύψος, το εύλογο αυτής, η σχέση της διεκδικούμενης αποζημίωσης με την παράβαση και η απόρροια της από αυτή (άμεση ή απομακρυσμένη) είναι ζητήματα που καθορίζονται από το Δικαστήριο στη βάση των προνοιών του άρθρου 73 του Κεφ. 149 και των συναφών αρχών της νομολογίας και, κατά κανόνα, απαιτείται η προσκόμιση μαρτυρίας και η αξιολόγησή της για να αποφασιστούν από το Δικαστήριο. Επομένως, εκτός και εάν πρόκειται για ξεκάθαρη και προσυμφωνημένη αποζημίωση, το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που δικαιούται το αναίτιο μέρος ένεκα παράβασης σύμβασης εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της Δ.18 και μόνο στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας μπορεί να εξεταστεί και να κριθεί.

 

Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με την απόφαση Παναγιώτης Νεάρχου (ανωτέρω), «ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη…» Όπως λέχθηκε με άλλα λόγια στην Trans Middle East (πιο πάνω), «είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει τηνυπεράσπισή του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνησηδικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η αποζημίωση που αξιώνει η Αιτήτρια συνίσταται (α) στο ποσό που συμφώνησε να καταβάλει στην Gordian, στο πλαίσιο μεταξύ τους εξώδικης διευθέτησης (€70.000), (β) στο ποσό των συναφών δικηγορικών εξόδων που επωμίστηκε, για να μετριάσει, ως ισχυρίστηκε, την ζημιά που η ίδια εκτίμησε ότι θα υφίστατο εάν άφηνε τη δικαστική διαδικασία της Αίτησης/Έφεσης να προχωρήσει (€20.427) και (γ) σε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης. Διαφαίνεται ότι δεν πρόκειται για κάποιο προ-συμφωνηθέν ποσό, μέτρο, ή τρόπο υπολογισμού αποζημίωσης, το οποίο η Αιτήτρια δικαιούται να της επιδικαστεί στο πλαίσιο εφαρμογής της Δ.18, χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί απόδειξη της ζημιάς της, της σύνδεσης και της συνάφειάς της με την παράβαση και, άρα χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσκόμισης μαρτυρίας στο πλαίσιο διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας.

 

Σχετική προς τούτο είναι η πρόσφατη απόφαση του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση MUKHTAR MOHAMED AL NWILI v. MAREMONTE INVESTEMENTS LTD, Π.Έ. Αρ. Ε205/2017, 9/1/2024, στην οποία σαφώς τονίστηκε ότι ο υπολογισμός των αποζημιώσεων για παράβαση σύμβασης προϋποθέτουν αξιολόγηση του εύλογου αυτών και δεν εμπίπτει στο πλαίσιο συνοπτικής απόφασης. Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι η ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση προχώρησε στη βάση του περιεχομένου της αίτησης μόνο και στην απουσία ένστασης από την εκεί εναγομένη. Ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς προχώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ακρόαση της αίτησης, χωρίς να δοθεί περαιτέρω παράταση χρόνου στην εναγόμενη να καταχωρίσει ένσταση (εν όψει της πεντάμηνης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρισή της, σε συνάρτηση με τη φύσης της διαδικασίας, στην οποία «η ταχύτητα έχει ιδιαίτερη σημασία»), εντούτοις, έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εκδώσει συνοπτική απόφαση για αποζημιώσεις, σε σχέση με παράνομη επέμβαση, χωρίς την διεξαγωγή «κανονικής» δίκης. Προς τούτο, ανέφερε χαρακτηριστικά τα εξής:

 

«Δεν εγειρόταν καν ζήτημα διαπίστωσης υπεράσπισης του Εφεσείοντα στην επιμέρους απαίτηση, αλλά αξίωσης που η Εφεσίβλητη όφειλε να αποδείξει με μαρτυρία, που θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης, στο πλαίσιο της μόνης προσφερόμενης διαδικασίας, της «κανονικής» δίκης».

 

Σε εκείνη την υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν όψει της μη καταχώρισης ένστασης, έκανε αποδεκτή έκθεση εκτίμησης, που είχε επισυνάψει η εφεσίβλητη ως τεκμήριο στην αίτηση, αναφορικά με την ενοικιαστική αξία του ακινήτου. Το Ανώτατο Δικαστήριο σχολίασε ότι η αποδοχή του ποσού αποζημιώσεων που αξίωσε η εφεσίβλητη «δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την αποδοχή ως αξιόπιστης της σχετικής μαρτυρίας (έκθεσης) από το πρωτόδικο Δικαστήριο, διεργασία ανεφάρμοστη στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση». Προς τούτο παρέπεμψε στην απόφαση J & M Loizides Agencies Ltd (ανωτέρω) και στις σελίδες 1288-9 αυτής, όπου αναφέρθηκε ότι: «Στο στάδιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το ρόλο του Δικαστηρίου…»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το εύλογο η μη των αποζημιώσεων που ζητά η Αιτήτρια, το ύψος, ο τρόπος υπολογισμού τους, η σχέση τους με την παράβαση, το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζουν την αξίωση (οικειοθελής εξώδικος συμβιβασμός) είναι ζητήματα ακατάλληλα να αποφασιστούν στο πλαίσιο εφαρμογής της Δ.18. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, που ο Καθ’ ου η Αίτηση εγείρει ζητήματα απομακρυσμένης ζημιάς και ρήξης της αλυσίδας της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επικαλούμενης από την Αιτήτρια ζημιάς και της κατ’ ισχυρισμό παράβασης. Τέτοια ζητήματα νομικής φύσης δεν μπορούν να αποφασιστούν στο πλαίσιο αίτησης για συνοπτική απόφαση, αλλά μόνο στο πλαίσιο κανονικής ακροαματικής διαδικασίας. Συνεπώς, στη βάση και του σκεπτικού της απόφασης MUKHTAR MOHAMED AL NWILI (ανωτέρω), κρίνω ότι τα επίδικα ζητήματα δεν είναι κατάλληλα για απόφανση στο πλαίσιο της διαδικασίας της Δ.18.

 

Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι η Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση συνοπτικής απόφασης για τις αποζημιώσεις αυτές από τον Καθ’ ου η Αίτηση, ως εγγυητή των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1, στηριζόμενη σε ένα έγγραφο, το οποίο χρήζει ερμηνείας και ανάλυσης.

 

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και εάν έκρινα ότι, τα όσα επιμελώς και ενδελεχώς παρουσίασε η πλευρά της Αιτήτριας με την Αίτηση, καθιστούσαν την παρούσα υπόθεση κατάλληλη για συνοπτική εκδίκαση και επαρκούσαν για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου βάσει της Δ.18 και πάλι το Δικαστήριο δεν θα προχωρούσε στην έκδοση συνοπτικής απόφασης, καθότι από το περιεχόμενο της ΕΔ-ΑΗ αποκαλύπτεται υπεράσπιση αλλά και ζητήματα που δικαιολογούν την παροχή δυνατότητας για καταχώριση υπεράσπισης. Πιο συγκεκριμένα, εγείρονται ζητήματα που απαιτούν αξιολόγηση μαρτυρίας και αντικρουόμενων ισχυρισμών, ενώ παράλληλα απαιτείται και η νομική ερμηνεία όρων και εγγράφων.

 

Τέτοιο ζήτημα είναι ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η Αίτηση ότι το έγγραφο που παρουσιάζει η Αιτήτρια ως Παράρτημα Δ του Πωλητηρίου (δηλαδή η εγγύηση του Καθ’ ου η Αίτηση) δεν είναι στην ουσία αυτό που επισυνάφθηκε στο Πωλητήριο, ότι είναι πλαστογραφημένο και ότι το Παράρτημα Δ του Πωλητηρίου ήταν εγγυητική από τραπεζικό ίδρυμα. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής παρουσίασε στοιχεία που ενέχουν δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας, χωρίς, βεβαίως, να αξιολογούνται στο στάδιο αυτό οι πιθανότητες επιτυχίας τους. Συγκεκριμένα:

 

(α)     Επεσύναψε βεβαίωση καταγγελίας στην αστυνομία (Τεκμήριο 1 στην ΕΔ-ΑΗ), η οποία αν μη τι άλλο, καταδεικνύει ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση έλαβε κάποιο διάβημα προς τις αρμόδιες αρχές ζητώντας τη διερεύνηση ενός πιθανού ποινικού αδικήματος. Το στάδιο αυτό δεν είναι κατάλληλο για να κρίνει το Δικαστήριο τη βασιμότητα ή μη του παραπόνου και της καταγγελίας του Καθ’ ου η Αίτηση.

 

(β)     Παρέπεμψε στο λεκτικό του όρου 11, που εισαγάγει το Παράρτημα Δ στο Πωλητήριο, υποστηρίζοντας ότι δεν συνάδει με το έγγραφο που παρουσίασε η Αιτήτριας ως Παράρτημα Δ (προσωπική εγγύηση), αλλά με τραπεζική εγγύηση («εγγυητική επιστολή») που ήταν αυτό που επισυνάφθηκε στο Πωλητήριο. Ως περαιτέρω επεσήμανε, ο όρος 11 αναφέρει ότι η εγγυητική επιστολή «θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την 30/6/2016» και ότι τα έξοδά της «θα βαρύνουν τον Νέο Αγοραστή» δηλαδή την Αιτήτρια. Το έγγραφο που παρουσίασε η Αιτήτρια ως Παράρτημα Δ δεν κάνει αναφορά σε ημερομηνία λήξης.

 

(γ)     Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι η Εναγόμενη 1 συνήθιζε να δίνει τέτοιες εγγυητικές στους αγοραστές και ότι ο μόνος λόγος που δεν μπορεί να παρουσιάσει έγγραφα που να καταδεικνύουν την έκδοση της εγγυητικής είναι επειδή βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Διαχειριστή και όχι του ιδίου, αφήνοντας να νοηθεί ότι είναι δυνατό να ανευρεθεί η σχετική τραπεζική εγγυητική επιστολή.

 

(δ)     Τέλος, με αναφορά και πάλι στο λεκτικό του όρου 11, υποστήριξε ότι το έγγραφο που είχε επισυναφθεί ως Παράρτημα Δ στο Πωλητήριο ήδη υπήρχε και επισυνάφθηκε κατά τον χρόνο υπογραφής του Πωλητηρίου (στις 07.01.2010) και δεν θα μπορούσε να είχε εκδοθεί μεταγενέστερα της υπογραφής του Πωλητηρίου. Το έγγραφο, όμως, που παρουσίασε η Αιτήτρια φέρει ημερομηνία 08.01.2010, δηλαδή μεταγενέστερη της υπογραφής του Πωλητηρίου.

 

Για να απορρίψει τους ισχυρισμούς αυτούς το Δικαστήριο και να προχωρήσει στην έκδοση συνοπτικής απόφασης στη βάση της Αίτησης, θα πρέπει να προβεί σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν αντικρουόμενων ισχυρισμών, να προβεί σε ευρήματα και σε ερμηνεία των όρων του Πωλητήριου εγγράφου και του Παραρτήματος Δ, εγχείρημα που εκφεύγει του πλαισίου εκδίκασης μιας συνοπτικής απόφασης, ως αυτό έχει οριοθετηθεί από τη νομολογία. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών για να προβεί σε ευρήματα όσον αφορά την υπεράσπιση του εναγόμενου ως να εκδίκαζε την ουσία της αγωγής.

 

Σύμφωνα με την N.VCaterchef Ltd (ανωτέρω), στο στάδιο αυτό είναι αρκετό για την εξασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης χωρίς όρους, να δείξει ο εναγόμενος πως υπάρχει δικάσιμο θέμα ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει. Σύμφωνα με την υπόθεση Eμπορική Eταιρεία Λούκος Λτδ. κ.ά ν. Eθνικής Tράπεζας της Eλλάδος AE (Αρ.1) (2001) 1 ΑΑΔ 418, «συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης».

 

Στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα της αυθεντικότητας ή μη του Παραρτήματος Δ, εν όψει της καταγγελίας και του λεκτικού του όρου 11 του Πωλητηρίου, που, ως είναι διατυπωμένο, δεν αποκλείει εκ προοιμίου τον τρόπο ερμηνείας που επικαλείται ο Καθ’ ου η Αίτηση, αποτελεί δικάσιμο θέμα που προϋποθέτει τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας. Περαιτέρω, η ερμηνεία του Πωλητηρίου και του παρουσιασθέντος Παραρτήματος Δ (ακόμα και εάν εκληφθεί ως δεδομένη η αυθεντικότητά του), απαιτούν νομική ερμηνεία σε σχέση με τις νομικές τους συνέπειες, τον χρόνο ισχύος της εγγύησης και του τι καλύπτει, ζητήματα που επίσης θα πρέπει να τύχουν επίλυσης στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας.

 

Πέραν τούτων, δικάσιμο είναι και το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που τυχόν να δικαιούται η Αιτήτρια, ως εκ της επικαλούμενης παράβασης του Πωλητηρίου, περιλαμβανομένων των ζητημάτων που εγείρει επ’ αυτού ο Καθ’ ου η Αίτηση στην Ένστασή του, ως έχουν ήδη συνοψισθεί ανωτέρω (περί απομακρυσμένης ζημιάς και ρήξης της αλυσίδας της αιτιώδους συνάφειας). Δικάσιμο, επίσης, είναι και το ζήτημα της νομικής ερμηνείας των σχετικών όρων του Πωλητηρίου και του εγγράφου που παρουσίασε η Αιτήτρια ως Παράρτημα Δ (ακόμα και εάν δεν τύγχανε αμφισβήτησης η αυθεντικότητά του).

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για εκδίκαση στη βάση της διαδικασίας της Δ.18 και ότι δεν παρέχεται ευχέρεια έκδοσης συνοπτικής απόφασης, αφού τα επίδικα ζητήματα θα πρέπει να να αποφασιστούν στο πλαίσιο της νενομισμένης πορείας της ακροαματικής διαδικασίας. Εν όψει του γεγονότος ότι έχει ήδη καταχωρισθεί Υπεράσπιση από τον Εναγόμενο 2, να ακολουθηθούν οι θεσμοί ως προς την περαιτέρω προώθηση της Αγωγής.

 

Συνεπώς, η Αίτηση της Ενάγουσας - Αιτήτριας για έκδοση συνοπτικής απόφασης απορρίπτεται. Σε σχέση με τα έξοδα, κατ’ εφαρμογή του γενικού κανόνα, από τον οποίο δεν βρίσκω λόγο να αποκλίνω, αυτά επιδικάζονται εναντίον της Ενάγουσας – Αιτήτριας και υπέρ του Εναγομένου 2 - Καθ’ ου η Αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της Αγωγής.

 

                                                                                                

 

(Υπ) ..................................................

Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο,

 

Πρωτοκολλητής.



[1] “The fact that the defendant has delivered a defence will not necessarily prevent the plaintiff from proceeding under O.14.” (Annual Practice 1958 (O.14) page 242)

 

“In McLardy the divisional court held that though it was the intention of the Rules that the application should be made before a defence had been delivered in ordinary course, the plaintiff was not precluded from making it afterwards, but that in such an event the onus is cast on the plaintiff of showing why he did not apply sooner.” (AP 1958, p259)

 

By delivering Defence.-  the fact that he has delivered a defence may be sufficient to enable a defendant to get leave to defend. But it is clear that a plaintiff may apply for a summary judgment even after defence delivered McLardy v. Slateum 24 QBD 504 where such an application was successfully made one month after defence. It is submitted, having regard to that case and to the language of the rule, that a defendant cannot prevent a plaintiff from proceeding under O.14 by putting in what may be only a sham defence at or soon after the date of his appearance.” (AP 1958 (O.14 r.3) page 260)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο