ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 5867/14

 

Μεταξύ:

SKY CAC LTD

  Ενάγουσα/εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενη

v.

1. ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΤΑΝΑΓΡΑΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ

2. MOHAMED FAWAZ KABBANI

3. YOUSEF FAROUK AL DOUKHI

 

 Εναγόμενοι/εξ ανταπαιτήσεως Ενάγοντες

 

21 Μαρτίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη: κ. Χ. Γαλανός με κα Ε. Αλεξάνδρου 

Για τους Εναγόμενους/Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγοντες: κ. Α. Αργυρού

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο δύο λογαριασμών δανείου που παραχωρήθηκαν στην Εναγόμενη 1 και οι συναφείς εξασφαλίσεις που δόθηκαν από τους Εναγόμενους 1 – 3, συνιστούν την αιτία καταχώρησης της παρούσας αγωγής.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, παραχωρήθηκαν δύο δάνεια στην Εναγόμενη 1. Το πρώτο δάνειο αφορούσε ποσό €465.000 και το δεύτερο ποσό €7.000. Αμφότερες οι συμφωνίες έτυχαν τροποποίησης δια τροποποιητικών συμφωνιών.

 

Ο Εναγόμενος 2, δυνάμει δύο συμφωνιών εγγύησης, εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1. Ως επιπρόσθετη εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1, η τελευταία υποθήκευσε δυνάμει τριών υποθηκών το εμπράγματο δικαίωμά της που αφορούσε μίσθωση επί βιομηχανικού ακινήτου. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 3, ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1, υποθήκευσε διαμέρισμα ιδιοκτησίας του.

 

Οι επίδικες συμφωνίες δανείου τερματίστηκαν, με υπαιτιότητα της Εναγόμενης 1, στις 04.01.12.

 

Οι Εναγόμενοι 1 – 3 στο κοινό δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης παραδέχονται την παραχώρηση των επίδικων δανείων, αρνούνται, όμως, τους όρους υπό τους οποίους ισχυρίζεται η Ενάγουσα ότι παραχωρήθηκαν. Περαιτέρω, αρνούνται ότι υπέγραψαν οποιεσδήποτε τροποποιητικές συμφωνίες.

 

Επιπροσθέτως, αρνούνται την παραχώρηση προσωπικών εγγυήσεων εκ μέρους του Εναγόμενου 2, καθώς και την εκτέλεση υποθηκών από τους Εναγόμενους 1 και 3.

 

Αποτελεί θέση των Εναγόμενων, ότι τα δάνεια δεν κατέστησαν απαιτητά έναντι της Εναγόμενης 1. Περαιτέρω, αρνούνται το χρεωστικό υπόλοιπο αυτών και ισχυρίζονται, ότι οι λογαριασμοί χρεώθηκαν παρανόμως με αυξημένα επιτόκια και/ή τόκο υπερημερίας και/ή άλλες επιβαρύνσεις.  Αξιώνουν δε ανταπαιτητικώς την ακύρωση των παρανόμως επιβληθέντων επιτοκίων και την έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων και/ή δηλώσεων ως προς το ότι η εγγραφή των υποθηκών ήταν παράνομη και/ή άκυρη, καθώς και ότι ο τερματισμός των δανείων είναι παράνομος και/ή αντισυμβατικός.

 

Η Ενάγουσα στο δικόγραφο της Απάντησης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση, απορρίπτει την ανταπαίτηση των Εναγόμενων και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που προβάλλει στην Έκθεση Απαίτησης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται, ότι όλες οι χρεώσεις των επίδικων λογαριασμών έγιναν νόμιμα και στη βάση των συμφωνιών που υπογράφηκαν μεταξύ των διαδίκων. Επιπλέον, ισχυρίζεται, ότι ο τερματισμός των συμφωνιών ήταν νόμιμος και/ή έγκυρος και το χρέος κατέστη απαιτητό τόσο έναντι της Εναγόμενης 1, όσο και έναντι των Εναγόμενων 2 και 3.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν, μέσω των τελικών τους αγορεύσεων, τις θέσεις και τα επιχειρήματα τους επί των πραγματικών και νομικών ζητημάτων της υπόθεσης. Οι τελικές αγορεύσεις έχουν μελετηθεί και ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους. Ειδική αναφορά σε αυτές θα γίνει πιο κάτω, όπου αυτό κριθεί σκόπιμο.

 

Μαρτυρία

 

Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να παραθέσω το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ 35).

 

Ο Μ.Ε 1 υιοθέτησε για σκοπούς κυρίως εξέτασης το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης το οποίο κατατέθηκε ως Έγγραφο A. Σε αυτό ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι μέχρι τις 17.09.23 ασκούσε καθήκοντα λειτουργού στο Τμήμα Παρακολούθησης και Ανάκτησης χρεών της Alpha Bank Cyprus Ltd (στο εξής η «Τράπεζα»). Οι επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις μεταβιβάστηκαν από την Τράπεζα στην Ενάγουσα στο πλαίσιο της εφαρμογής σχεδίου διακανονισμού για σκοπούς αναδιάρθρωσης μεταξύ της Τράπεζας και της Ενάγουσας το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 09.12.22 δυνάμει δικαστικού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο της αίτησης με αριθμό 655/22 Ε.Δ Λευκωσίας.

 

Από τις 18.09.23 ασκεί τα καθήκοντα του στην εταιρεία DoValue Cyprus Ltd, στο πλαίσιο σχετικής συμφωνίας διαχείρισης και ρύθμισης δανείων μεταξύ της Ενάγουσας και της DoValue Cyprus Ltd. Τα καθήκοντα του στην τελευταία εταιρεία δεν έχουν αλλάξει, καθώς παραμένει ως ένας από τους λειτουργούς που χειρίζονται τις δικαστικές υποθέσεις της Ενάγουσας. Ως εκ της φύσης των καθηκόντων του, έχει στην κατοχή του τα έγγραφα που αφορούν τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις.

 

Στις 09.02.09 παραχωρήθηκε δάνειο στην Εναγόμενη 1 για το ποσό των €465.000 δυνάμει σχετικής συμφωνίας δανείου‑Τεκμήριο 9 (στο εξής «δάνειο Α»). Το δάνειο Α θα χρεωνόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αποτελούνταν από το κάθε φορά καθοριζόμενο από την Τράπεζα βασικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 3,75%. Στις 09.02.09 το συνολικό επιτόκιο ανερχόταν σε 9,25%, ήτοι βασικό επιτόκιο προς 5,5%, πλέον προσαύξηση προς 3,75%. Η εκταμίευση του ποσού των €465.000 έλαβε χώρα στις 09.02.09 και προς τον σκοπό αυτόν ανοίχθηκε σχετικός λογαριασμός δανείου (στο εξής «λογαριασμός δανείου Α»).

 

Στις 18.05.10 παραχωρήθηκε δεύτερο δάνειο στην Εναγόμενη 1 για το ποσό των €7.000 (στο εξής «δάνειο Β»). Σύμφωνα με τους όρους του δανείου Β, αυτό θα χρεωνόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αποτελούνταν από το κάθε φορά καθοριζόμενο από την Τράπεζα βασικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 3,75%. Το συνολικό επιτόκιο στις 18.05.10 ανερχόταν σε 9,25%, ήτοι βασικό επιτόκιο προς 5,5%, πλέον περιθώριο προς 3,75%. Η εκταμίευση του δανείου πραγματοποιήθηκε στις 19.05.10 και προς τούτο ανοίχθηκε σχετικός λογαριασμός (στο εξής «λογαριασμός δανείου Β»).

 

 

 

Προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1, ο Εναγόμενος 2 υπέγραψε στις 26.07.01 σύμβαση εγγύησης (Τεκμήριο 11) με την οποία εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 για οποιοδήποτε ποσό θα καθίστατο οφειλόμενο και πληρωτέο από την τελευταία. Ακολούθως, στις 09.02.09 ο Εναγόμενος 2 υπέγραψε νέα σύμβαση εγγύησης (Τεκμήριο 12) με την οποία, επίσης, εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 μέχρι του ποσού των €465.000 πλέον τόκους προμήθειες και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα και έξοδα.

 

Ως επιπρόσθετη εξασφάλιση των διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν στην Εναγόμενη 1, η τελευταία εκτέλεσε προς όφελος της Τράπεζας τις ακόλουθες υποθήκες:

1.    Υποθήκη με αρ.Υ5657/2001 ημερ. 06.09.01 για το ποσό των   Λ.Κ.140.000 πλέον τόκους (Τεκμήριο 13).

2.    Υποθήκη με αρ. Υ5658/2001 ημερ. 06.09.01 για το ποσό των €43.000        πλέον τόκους (Τεκμήριο 14).

3.    Υποθήκη με αρ. Υ10291/2003 ημερ. 23.12.03 για το ποσό των         Λ.Κ.70.000 πλέον τόκους (Τεκμήριο 15).

 

Με τις προαναφερόμενες υποθήκες, η Εναγόμενη 1 υποθήκευσε προς όφελος της Τράπεζας το εμπράγματο δικαίωμά της που αφορούσε μίσθωση βιομηχανικού ακινήτου. Στις 09.02.09 και στις 18.05.10 η Εναγόμενη 1 υπόγραψε και αποδέχτηκε δηλώσεις (Τεκμήρια 16 και 17 αντίστοιχα) με τις οποίες αναγνώρισε ότι οι υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα δάνεια Α και Β θα εξασφαλίζονταν μέσω των προαναφερόμενων υποθηκών.

 

Προς περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1, ο Εναγόμενος 3 διά του Εναγόμενου 2 ως πληρεξουσίου αντιπροσώπου του, υποθήκευσε προς όφελος της Τράπεζας ακίνητο ιδιοκτησίας του για το ποσό των Λ.Κ. 60.000 πλέον τόκους. Για τον προαναφερόμενο σκοπό εκτελέστηκε η υποθήκη με αρ. Υ2289/2005 ημερ. 29.03.05 (Τεκμήριο 20). Ο Εναγόμενος 3, μέσω και πάλι του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του - Εναγόμενου 2, αποδέχτηκε δυνάμει σχετικών δηλώσεων ημερομηνίας 09.02.09 και 18.05.10 (Τεκμήρια 21 και 22 αντίστοιχα) όπως η υποθήκη με αρ. Υ2289/2005 καλύπτει τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 όπως αυτές απορρέουν από τα δάνεια Α και Β.

 

Το δάνειο Α, κατόπιν σχετικών αιτημάτων της Εναγόμενης 1, τροποποιήθηκε μέσω σχετικών τροποποιητικών συμφωνιών ημερ. 29.06.09, 18.05.10 και 18.11.10 (Τεκμήρια 23‑25 αντίστοιχα). Με τις εν λόγω τροποποιητικές συμφωνίες διαφοροποιήθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου Α. Οι όροι των Τεκμηρίων 23, 24 και 25 αναγνωρίστηκαν και έγιναν αποδεκτοί από τους Εναγόμενους 2 και 3. Ειδικότερα, όσον αφορά τον Εναγόμενο 3, η αποδοχή των όρων των τροποποιητικών συμφωνιών έγινε μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του, ήτοι του Εναγομένου 2.

 

Η Εναγόμενη 1 υπέβαλε αίτημα για τροποποίηση και του δανείου Β. Συγκεκριμένα, στις 18.11.10 υπογράφηκε σχετική συμφωνία δυνάμει της οποίας διαφοροποιήθηκε ο χρόνος αποπληρωμής του εν λόγω δανείου (Τεκμήριο 26). Οι Εναγόμενοι 2 και 3, επίσης, αναγνώρισαν τους όρους του Τεκμηρίου 26. Η αναγνώριση εκ μέρους του Εναγομένου 3 έγινε διά του Εναγομένου 2, ως πληρεξουσίου αντιπροσώπου του.

 

Στις 10.11.11 οι επίδικοι λογαριασμοί δανείου Α και Β παρουσίαζαν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των οφειλόμενων δόσεων και η Τράπεζα απέστειλε σχετικές επιστολές προς την Εναγόμενη 1 ημερ. 10.11.11 (Τεκμήρια 31 και 33). Η Εναγόμενη 1 παρέλειψε να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών, με αποτέλεσμα η Τράπεζα με νέες επιστολές της ημερ. 04.01.12 να τερματίσει τις συμφωνίες δανείων Α και Β καλώντας ταυτόχρονα την Εναγόμενη 1 όπως εντός 15 ημερών εξοφλήσει κάθε οφειλόμενο ποσό (Τεκμήρια 32 και 34). Οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενημερώθηκαν για τον τερματισμό των επίδικων συμφωνιών με επιστολές της Τράπεζας ημερ. 04.01.12 (Τεκμήρια 35 και 36).

Το εμπράγματο δικαίωμα μίσθωσης που υποθήκευσε η Εναγόμενη 1 διά των υποθηκών με αρ. Υ5657/2001, Υ5658/2001 και Υ10291/2003, πωλήθηκε μέσω ιδιωτικής πώλησης από τον παραλήπτη διαχειριστή της Εναγόμενης 1. Από το προϊόν της εν λόγω πώλησης, κατατέθηκε, στις 29.04.22, ποσό €730.000 στον λογαριασμό δανείου A.

 

Οι καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών, μαζί με πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από τον Μ.Ε.1 δυνάμει του άρθρου 35 του Κεφ.9, καταχωρήθηκαν ως δέσμη Τεκμηρίου 39. Περαιτέρω, ο Μ.Ε.1 κατάθεσε ως δέσμη Τεκμηρίου 40 αναδομημένες καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών τις οποίες ετοίμασε ο ίδιος και παρουσίασε μαζί με σχετικό πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από τον ίδιο δυνάμει του άρθρου 35 του Κεφ.9.

 

Στη βάση των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού, η Ενάγουσα αξιώνει, σε σχέση με το δάνειο Α, το ποσό των €1.329.475,89, πλέον τόκο προς 10,38% ετησίως επί του ποσού των €1.288.630,88 από 19.10.23 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση των τόκων στις 30.6 και 31.12 έκαστου έτους. Όσον αφορά το δάνειο Β, η αξίωση της Ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των €28.645,57, πλέον τόκο προς 10,38% ετησίως επί του ποσού των €27.780,82 από 17.10.23 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου στις 30.6 και 31.12 έκαστου έτους.

 

Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι οι υπογραφές επί των επίδικων συμφωνιών και διευκολύνσεων δεν τέθηκαν ενώπιον του.

 

Οι επιστολές, Τεκμήρια 5 – 8, με τις οποίες οι Εναγόμενοι ενημερώθηκαν για την πρόθεση της Τράπεζας να πωλήσει τις επίδικες διευκολύνσεις στην Ενάγουσα και ακολούθως για τη μεταφορά των διευκολύνσεων από την Τράπεζα στην Ενάγουσα, στάλθηκαν στους Εναγόμενους.

 

 

Διαφώνησε με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγομένων, ότι οι επιστολές προειδοποίησης και τερματισμού των επίδικων συμφωνιών δανείου δεν παραλήφθηκαν από τους Εναγόμενους. Επανέλαβε, ότι αυτές στάλθηκαν στους Εναγόμενους.

 

Στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού ‑ δέσμη Τεκμηρίου 40, ο υπολογισμός του επιτοκίου έγινε στη βάση των 365 ημερών. Το ποσοστό τόκου που χρησιμοποιήθηκε στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού είναι το συμβατικό, δηλαδή το 9,25% μέχρι τις 10.11.2011. Στις 11.11.2011 επήλθε διαφοροποίηση, καθώς, όπως προκύπτει από τις σχετικές δημοσιεύσεις ‑ Τεκμήριο 38, το βασικό επιτόκιο αυξήθηκε από 5,5% σε 5,75%. Περαιτέρω, στις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού ο τόκος υπερημερίας χρεώθηκε από την ημερομηνία  τερματισμού των επίδικων συμφωνιών και έπειτα. Το ποσοστό του τόκου υπερημερίας περιορίστηκε στο 1,75%.

 

Μετά τη μεταφορά των επίδικων διευκολύνσεων από την Τράπεζα στην Ενάγουσα, το σύνολο του επιτοκίου, περιλαμβανομένου και του τόκου υπερημερίας, περιορίστηκε τον Δεκέμβρη του 2022 στο 9,40%. Ακολούθως, στις 27.01.23 αυξήθηκε στο 10,05% και στις 28.04.23 στο 10,94%. Στη συνέχεια, περιορίστηκε από τις 28.07.23 στο επιτόκιο αναφοράς της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ήτοι στο 10,38%.

 

Ο τόκος υπερημερίας καθορίζεται στη βάση προεκτίμησης από την Τράπεζα. Ως εκ της εμπειρίας του, λαμβάνεται υπόψη η περίοδος υπολογισμού του τόκου και η πορεία της αγοράς των επιτοκίων. Διαφώνησε με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγομένων, ότι ουδεμία προεκτίμηση της ζημιάς έγινε από την Τράπεζα. Επίσης, δεν αποδέχθηκε τη θέση του κ. Αργυρού, ότι το μεν δάνειο A θα έπρεπε να παρουσιάζει στις 18.10.23 χρεωστικό υπόλοιπο €892.621,81, το δε δάνειο Β, στις 16.10.23, χρεωστικό υπόλοιπο €22.684,08. Ο Μ.Ε.1 επέμεινε στην ορθότητα των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού ‑ δέσμη Τεκμηρίου 40.

Καταληκτικά διαφώνησε με τον συνήγορο των Εναγομένων, ότι με την πώληση του εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης θα έπρεπε να εξοφληθούν αμφότερες οι επίδικες διευκολύνσεις.

 

Η Μ.Ε.2 υιοθέτησε, ως την κυρίως εξέτασή της, το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης (Έγγραφο Β). Δήλωσε, ανάμεσα σε άλλα, ότι υπογράφηκαν στην παρουσία της οι συμφωνίες δανείου A και Β, ως επίσης και το έγγραφο εγγύησης ημερ. 09.02.09 (Τεκμήρια 9, 10 και 12 αντίστοιχα). Επιπροσθέτως, υπήρξε μάρτυρας των υπογραφών επί των Τεκμηρίων 16, 17, 21 και 22, δυνάμει των οποίων η Εναγόμενη 1 και ο Εναγόμενος 3 διά του πληρεξούσιου αντιπροσώπου του Εναγόμενου 2, αποδέχτηκαν όπως οι εμπράγματες εξασφαλίσεις που παραχώρησαν προς όφελος της Τράπεζας εξακολουθούν να ισχύουν σε σχέση με τις επίδικες συμφωνίες δανείου. 

 

Επιπροσθέτως, στην παρουσία της, υπογράφηκαν και οι τροποποιητικές συμφωνίες (Τεκμήρια 23 ‑ 26) των δανείων A και Β.

 

Πριν την υπογραφή των εγγράφων που αναφέρονται στις δύο πιο πάνω παραγράφους, υπήρξε συζήτηση και επεξήγηση των όρων αυτών ως η σχετική διαδικασία της Τράπεζας.

 

Στην αντεξέτασή της δήλωσε, ότι, ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε, δεν θυμόταν επακριβώς τη συζήτηση που έλαβε χώρα κατά την επεξήγηση των επίδικων συμφωνιών. Σύμφωνα, ωστόσο, με πάγια πρακτική της Τράπεζας, κατά τις συναντήσεις που πραγματοποιούνται με πελάτες πριν την υπογραφή συμφωνιών παροχής διευκολύνσεων προηγείται συζήτηση. Στη διάρκεια αυτών των συναντήσεων γίνεται αναφορά στο ύψος του δανεισμού, στη διάρκεια αυτού, στο πρόγραμμα αποπληρωμής, καθώς, επίσης, στο επιτόκιο χρέωσης της κάθε διευκόλυνσης.

 

Περαιτέρω, παραχωρείται πάντοτε χρόνος στους πελάτες όπως αναγνώσουν τις συμφωνίες που πρόκειται να υπογράψουν. Σε καμία περίπτωση δεν υπογράφεται συμφωνία, προτού αναγνωσθεί από τον πελάτη.

 

Αρνήθηκε τις υποβληθείσες θέσεις του συνηγόρου των Εναγομένων, ότι ουδεμία συζήτηση προηγήθηκε της υπογραφής των επίμαχων εγγράφων, ως επίσης και ότι ουδεμία επεξήγηση δόθηκε σε αυτούς αναφορικά με τις πρόνοιες τους. Καταληκτικά, η Μ.Ε.2 δήλωσε, ότι η πρακτική της Τράπεζας, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, ακολουθείται ανεξαιρέτως με όλους τους πελάτες και με τον ίδιο τρόπο ακολουθήθηκε και στην παρούσα περίπτωση.

 

Ο Μ.Υ.1 είναι χρηματοοικονομικός σύμβουλος και ως μέρος της κυρίως εξέτασής του υιοθέτησε γραπτή δήλωση την οποία κατέθεσε ως Έγγραφο Γ. Σε αυτήν υποστήριξε, ότι διορίστηκε από τους Εναγόμενους ως σύμβουλός τους προκειμένου να επεξεργαστεί και να γνωματεύσει σε σχέση με τις επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις. Για τον σκοπό αυτό ετοίμασε αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού, τόσο για το δάνειο Α, όσο και για το δάνειο Β. Κατέθεσε τις εν λόγω καταστάσεις ως Τεκμήρια 42 και 43 αντίστοιχα. Για την ετοιμασία των Τεκμηρίων 42 και 43 χρησιμοποίησε το συμβατικό επιτόκιο των συμφωνιών δανείου Α και Β, ήτοι το 9,25%, και συμπεριέλαβε την κεφαλαιοποίηση των τόκων.

 

Ο λόγος που χρησιμοποίησε ως ποσοστό επιτοκίου το 9,25% σε όλη τη διάρκεια που καλύπτουν τα Τεκμήρια 42 και 43 είναι, διότι δεν είχε στην κατοχή του το ιστορικό διακύμανσης του επιτοκίου. Υπό κανονικές συνθήκες το επιτόκιο θα έπρεπε να μειωθεί, αφού από το 2007 υπήρχε πτώση των επιτοκίων. Στην παρούσα περίπτωση, αν και δεν καταγράφεται το επιτόκιο που χρησιμοποίησε η Ενάγουσα κατά την ετοιμασία των αναδομημένων καταστάσεων - δέσμη Τεκμηρίου 40, εντούτοις, από τη μελέτη τους, προκύπτει ότι αντί μείωσης υπήρξε αύξηση του επιτοκίου.

 

Αντεξεταζόμενος, συμφώνησε ότι στις περιπτώσεις που ένα δάνειο δεν είναι ενήμερο, τότε το κόστος για την Τράπεζα αυξάνεται, καθώς θα πρέπει να αυξήσει τα κεφάλαια της. Επιπροσθέτως, συμφώνησε, ότι για τον χειρισμό αυτών των δανείων οι τράπεζες διαθέτουν ξεχωριστά τμήματα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και το εργατικό κόστος. Η επιβολή τόκου υπερημερίας αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους που προκύπτει από τα προαναφερόμενα δάνεια.

 

Στα Τεκμήρια 42 και 43 δεν χρέωσε τόκο υπερημερίας, διότι ο τόκος κατά την επίδικη περίοδο παρουσίαζε διαρκή πτωτική πορεία. Η Ενάγουσα, ωστόσο, όπως προκύπτει από τη δέσμη Τεκμηρίου 40, δεν μείωσε το επιτόκιο. Για τους πιο πάνω λόγους θεώρησε ορθό να μην χρεώσει τόκο υπερημερίας και να διατηρήσει για όλη την περίοδο το συμβατικό επιτόκιο.

 

Αρνήθηκε τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Ενάγουσας, ότι στα Τεκμήρια 42 και 43 χρησιμοποίησε επιτόκιο μικρότερο του 9,25%. Περαιτέρω, διαφώνησε με τον κ. Γαλανό, ότι στα εν λόγω Τεκμήρια δεν περιλαμβάνεται κεφαλαιοποίηση των τόκων ανά εξάμηνο.

 

Επιπροσθέτως, αρνήθηκε τη θέση της Ενάγουσας, ότι οι καταστάσεις λογαριασμού της δέσμης Τεκμηρίου 39 και 40 είναι ορθές. Υποστήριξε, ότι δεν υπάρχει διαφάνεια στις εν λόγω καταστάσεις, αφού δεν καταγράφεται το επιτόκιο με το οποίο χρεώνονταν οι λογαριασμοί.

 

Ο Μ.Υ.2 - Εναγόμενος 2 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσής του – Έγγραφο Δ. Είναι διευθυντής και μέτοχος της Εναγόμενης 1, η οποία κατά τον επίδικο χρόνο ασκούσε δραστηριότητες στην αγορά και πώληση κεραμικών ειδών. Ενόψει των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Εναγόμενης 1 αποτάθηκαν στην τράπεζα από την οποία έλαβαν στις 09.02.09 δάνειο για το ποσό των €465.000. Ακολούθως, στις 18.05.10, έλαβαν νέο δάνειο για το ποσό των €7.000.      

Υπόγραψαν τις επίδικες συμφωνίες των δανείων A και Β (Τεκμήρια 9 και 10), καθώς και τα έγγραφα των εξασφαλίσεων (Τεκμήρια 11 - 17, 20 - 22 και 27 - 29) δείχνοντας εμπιστοσύνη στα όσα παρουσιάστηκαν από λειτουργούς της Τράπεζας, λόγω της συνεργασίας που είχαν και στο παρελθόν. Περαιτέρω, κατόπιν αιτήματός τους και υπόδειξης της Τράπεζας υπογράφηκαν και οι τροποποιητικές συμφωνίες-Τεκμήρια 23 - 26.

 

                      Τα έγγραφα που υπογράφηκαν από τον ίδιο, είτε υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή της Εναγόμενης 1, είτε υπό την προσωπική του ιδιότητα, είτε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Εναγόμενου 3, δεν έτυχαν οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης και συζήτησης. Τα εν λόγω έγγραφα ήταν προδιατυπωμένα, παρουσιάστηκαν από λειτουργούς της Τράπεζας και υπογράφηκαν από τον ίδιο υπό τις πιο πάνω ιδιότητες του.

 

                      Στη διά ζώσης μαρτυρία του δήλωσε, ότι ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε επιστολή απαίτησης ή τερματισμού των επίδικων συμφωνιών εκ μέρους της Τράπεζας.

 

                      Κατά την αντεξέταση του δήλωσε, ότι πέραν των επίδικων συμφωνιών δανείου Α και Β, η συνεργασία που διατηρούσε ο ίδιος με την Τράπεζα αφορούσε έναν τρεχούμενο λογαριασμό.

 

                 Υπόγραψε όλα τα έγγραφα που του παρουσιάστηκαν από λειτουργούς της Τράπεζας, λόγω της εμπιστοσύνης που είχε προς αυτούς, αλλά και ενόψει της προσπάθειας του να διασώσει το εργοστάσιο της Εναγόμενης 1. Συγκεκριμένα, προϋπήρχε δάνειο το οποίο παραχωρήθηκε το 2000 ή το 2002 στην Εναγόμενη 1 και προκειμένου να ανανεωθεί το εν λόγω δάνειο μέσω του δανείου Α, έπρεπε να υπογράψει όλες τις συμφωνίες που του παρουσιάστηκαν από την Τράπεζα. Δεν μελέτησε τις πρόνοιες των συμφωνιών, καθώς το δάνειο θα αποπληρωνόταν μέσω των ενοικίων που η Τράπεζα θα εισέπραττε από τον μισθωτή του εργοστασίου. Μόνο υπό αυτόν τον όρο, δηλαδή της είσπραξης των ενοικίων από την Τράπεζα, η τελευταία συγκατατέθηκε στην επανάληψη του δανείου που παραχωρήθηκε το 2000 ή το 2002.

 

                      Συμφώνησε με τον κ. Γαλανό, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε κατάθεση από την Εναγόμενη 1 έναντι των επίδικων δανείων. Επανέλαβε, ότι η αποπληρωμή τους θα γινόταν μέσω των ενοικίων τα οποία εισέπραττε ο παραλήπτης της Εναγόμενης 1, ο οποίος διορίστηκε από την Τράπεζα. Μετά από σχετική ερώτηση του συνηγόρου της Ενάγουσας, ο Μ.Υ.2 διευκρίνισε, ότι ο παραλήπτης διορίστηκε περί τα έτη 2020- 2021.

 

                      Η Μ.Υ.3 είναι βοηθός κτηματολογικός λειτουργός. Στην κυρίως εξέτασή της δήλωσε, ότι το τεμάχιο γης επί του οποίου υποθηκεύτηκε το εμπράγματο δικαίωμα μίσθωσης (Τεκμήρια 13 – 15) είναι κρατικό τεμάχιο, το οποίο διαχωρίστηκε σε βιομηχανικά οικόπεδα από το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας. Ο αριθμός εγγραφής που εμφαίνεται επί των πιο πάνω αναφερόμενων Τεκμηρίων αποτελεί την εγγραφή του εμπράγματου δικαιώματος της μίσθωσης του τεμαχίου και του υποστατικού που έχει ανεγερθεί σε αυτό. Η εγγραφή της μίσθωσης, καθώς και το υποστατικό έχουν πωληθεί.

 

                      Αντεξεταζόμενη διευκρίνισε, ότι το τεμάχιο εξακολουθεί να παραμένει κρατικό. Μετά την εκπνοή της χρονικής διάρκειας της μίσθωσης, θα περιέλθει στην κατοχή της Δημοκρατίας. Εκμισθωτής, δηλαδή, είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.

 

                      Ο Μ.Υ.4 είναι εκτιμητής ακινήτων. Ετοίμασε την έκθεση εκτίμησης - Τεκμήριο 45, η οποία αφορά το εμπράγματο δικαίωμα μίσθωσης, το οποίο υποθηκεύτηκε δυνάμει των Τεκμηρίων 13 - 15. Επεξηγώντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 45 δήλωσε, ότι κατά την ουσιώδη ημερομηνία εκτίμησης είχαν απομείνει για τη λήξη της μίσθωσης 61 και μισό χρόνια. Όταν μία μίσθωση ξεπερνά τα 60 έτη, αυτή μπορεί να συγκριθεί με ακίνητη ιδιοκτησία η οποία είναι ελεύθερη προς πώληση (freehold). Στη βάση αυτού του δεδομένου επέλεξε τη συγκριτική μέθοδο, ως την πλέον αντικειμενική για την εκτίμηση της αξίας του εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης. Ως εκ τούτου, έλαβε υπόψη του τρεις συγκριτικές πωλήσεις στη βάση των οποίων κατέληξε, ότι η αγοραία αξία της μίσθωσης ανέρχεται στο ποσό των €2.475.000 και η αξία αναγκαστικής πώλησης στο ποσό των €1.732.500.

 

                      Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι στην περιοχή όπου βρίσκεται το επίμαχο ακίνητο διενεργήθηκαν και άλλες πωλήσεις οι οποίες, κατά την άποψή του, δεν είχαν σχέση με το εν λόγω ακίνητο και για αυτόν τον λόγο δεν λήφθηκαν υπόψη.

 

                      Το γεγονός, ότι το επίμαχο ακίνητο, μετά την πάροδο του εναπομείναντα χρόνου μίσθωσης, θα επιστρέψει στην κατοχή της Δημοκρατίας δεν διαδραματίζει εκτιμητικά οποιοδήποτε ρόλο στον καθορισμό της αγοραίας αξίας του. Αυτό, διότι η περίοδος μίσθωσης υπερβαίνει το όριο των 60 ετών.

 

Συμφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγομένων, ότι για να παραχωρηθεί μίσθωση σε βιομηχανικό τεμάχιο υπάρχουν περιορισμοί. Δήλωσε, ωστόσο, ότι οι εν λόγω περιορισμοί υφίστανται σε θεωρητικό κυρίως επίπεδο. Για αυτόν τον λόγο δεν προσμέτρησε τους εν λόγω περιορισμούς στην ετοιμασία της έκθεσης του ως στοιχείο το οποίο μειώνει την αξία του δικαιώματος μίσθωσης.

 

Επίσης, δεν έλαβε υπόψη του το ενοίκιο που καταβάλλεται στην Κυπριακή Δημοκρατία καθώς, ως εκ πείρας, γνωρίζει ότι για όλες τις μισθώσεις στη συγκεκριμένη βιομηχανική περιοχή καταβάλλεται ένα πολύ χαμηλό ετήσιο ενοίκιο. Εν προκειμένω, γνώριζε ότι το αρχικό μίσθωμα της επίμαχης μίσθωσης, η οποία ξεκίνησε το 1983, ήταν Λ.Κ 618 ετησίως. Το μίσθωμα αυξάνεται, συνήθως, κάθε πέντε έτη με την προσθήκη του πληθωρισμού. Κατά την εκτίμηση του, το σημερινό ενοίκιο ανέρχεται πέριξ των €1.500 - €2.000 ετησίως. Επιπρόσθετα, διευκρίνισε, ότι το ενοίκιο που καταβάλλεται προς τη Δημοκρατία δεν επηρεάζεται από τους νόμους της αγοράς.

 

Αξιολόγηση

 

Μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και την προσαχθείσα μαρτυρία αναδεικνύονται τα πιο κάτω γεγονότα ως κοινά αποδεκτά ή μη αμφισβητούμενα:

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει μόνο επί των διιστάμενων εκδοχών και σε σχέση με τα επίδικα θέματα (Παπαλλής κ.ά. ν. Κυριακίδη (2008) 1Α Α.Α.Δ 83 και SP CONSULTANCY LTD κ.α v. TRANSTEAM LTD κ.α (2016) 1Β Α.Α.Δ 980), με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, την ευκαιρία που είχαν οι μάρτυρες να παρακολουθήσουν τα επίδικα γεγονότα, τη λογικότητα και τη συνοχή της μαρτυρίας τους, αλλά και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία (Μαυροσκούφη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1Α Α.Α.Δ. 339).

 

Ξεκινώ με τον Μ.Ε.1. Το γεγονός, ότι ο μάρτυρας δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στα γεγονότα της υπόθεσης κατά τον χρόνο παραχώρησης των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων, αλλά ούτε και κατά τον τερματισμό τους, δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να επηρεάσει την αποδεκτότητα και την ποιότητα της μαρτυρίας του. Σημειώνω, ότι ο Μ.Ε.1 κατάθεσε ως Τεκμήρια όλα τα σχετικά με την υπό κρίση διαφορά έγγραφα τα οποία υποστηρίζουν την αξίωση της Ενάγουσας, περιλαμβανομένων των επίδικων συμφωνιών δανείου (Τεκμήρια 9 και 10), των τροποποιητικών συμφωνιών τους (Τεκμήρια 23 – 26), των εγγράφων εγγυήσεως (Τεκμήρια 11 και 12), καθώς και των συμβάσεων υποθήκευσης μετά των συνημμένων σε αυτές εγγράφων υποθήκης (Τεκμήρια 13 -15 και 20). Στην Χριστοδούλου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφεση αρ.294/12 ημερ.18.06.19, ECLI:CY:AD:2019:A232, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

«Η αξιολόγηση της μαρτυρίας υπήρξε λιτή από το Δικαστήριο, πλην, όμως, ορθή, διότι όλα τα δεδομένα ήσαν ενώπιον του διά των εγγράφων-τεκμηρίων που κατατέθηκαν και τα οποία υποστήριζαν πλήρως την αξίωση της τράπεζας. …………

…….Περαιτέρω, οι μάρτυρες της τράπεζας κατέθεσαν έγγραφα ως μέρος της τραπεζικής πρακτικής και των αρχείων. Δεν ήταν ανάγκη να είχαν για το κάθε τι προσωπική γνώση και ανάμειξη δεδομένου ότι ήταν φορείς κατάθεσης των γεγονότων εκ μέρους οργανισμού.»

Περαιτέρω, στην Ρώσσου ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Έφεση αρ.448/12 ημερ.17.12.18, ECLI:CY:AD:2018:A543, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Το γεγονός δε ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων δεν ήταν εκ των προσώπων που υπέγραψαν τα συμβόλαια εκ μέρους τους, δεν τους καθιστούσε άσχετους με την υπόθεση και την αποδοχή της μαρτυρίας τους μεμπτή.»

Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνω, ότι η υπογραφή των πιο πάνω αναφερόμενων εγγράφων είναι αποδεκτή από τους Εναγόμενους.

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 επεκτάθηκε και στις καταστάσεις λογαριασμού των επίδικων διευκολύνσεων. Συγκεκριμένα, κατέθεσε τις καταστάσεις λογαριασμού των δανείων Α και Β (δέσμη Τεκμηρίου 39), καθώς και τις αναδομημένες καταστάσεις (δέσμη Τεκμηρίου 40) τις οποίες ετοίμασε ο ίδιος. Η αντεξέταση του Μ.Ε.1 επικεντρώθηκε στην ορθότητα των καταστάσεων λογαριασμού. Παρατηρώ, ότι δεν προκλήθηκε οποιοδήποτε ρήγμα στη μαρτυρία του. Ο μάρτυρας διευκρίνισε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι στη δέσμη Τεκμηρίου 40 (στη βάση της οποίας προωθεί την απαίτηση της η Ενάγουσα) ο υπολογισμός των τόκων έγινε με βάση το ημερολογιακό έτος, αποτελούμενο από 365 ημέρες, και όχι στη βάση του εμπορικού έτους των 360 ημερών, ως προβλέπεται στα Τεκμήρια 9 και 10. Επιπρόσθετα, παρέμεινε αναντίλεκτη η δήλωσή του, ότι ο τόκος υπερημερίας χρεώθηκε μόνο μετά τον τερματισμό των επίδικων συμφωνιών σε ποσοστό 1,75%.

 

Η αμφισβήτηση του χρεωστικού υπολοίπου των λογαριασμών δανείου Α και Β παρέμεινε σε επίπεδο απλών υποβολών. Επισημαίνω, ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση οποιασδήποτε συγκεκριμένης χρέωσης η οποία καταγράφεται στη δέσμη Τεκμηρίου 40. Άλλωστε, οι μοναδικές χρεώσεις με τις οποίες επιβαρύνονται οι επίδικοι λογαριασμοί στη δέσμη Τεκμηρίου 40 αφορούν τις κεφαλαιοποιήσεις των τόκων.

 

Ούτε, από την άλλη, προβλήθηκε η θέση περί πιστώσεων στους επίδικους λογαριασμούς, οι οποίες να μην έχουν συμπεριληφθεί σε αυτούς. Ουσιαστικά, οι Εναγόμενοι περιορίστηκαν να θέσουν στον Μ.Ε.1 τον ισχυρισμό, ότι στο μεν δάνειο Α το χρεωστικό υπόλοιπο θα έπρεπε να ανερχόταν σε €892.621,81 και στο δε δάνειο Β σε €28.645,57. Η πιο πάνω θέση, για λόγους που θα επεξηγηθούν πιο κάτω κατά την αξιολόγηση του Μ.Υ.1, παρέμεινε μετέωρη και ως τέτοια δεν μπορεί να κλονίσει τη  μαρτυρία του Μ.Ε.1. Εν πάση περιπτώσει, ο τελευταίος παρέμεινε σταθερός στη μαρτυρία του περί της ορθότητας των χρεωστικών υπολοίπων που εμφαίνονται στη δέσμη Τεκμηρίου 40.

 

Επανέρχομαι στο θέμα του τόκου υπερημερίας, καθώς ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων ζήτησε από τον Μ.Ε.1 να προσδιορίσει τα κριτήρια που έλαβε υπόψη της η Τράπεζα για να καθορίσει το εν λόγω ποσοστό. Ο μάρτυρας με ειλικρίνεια δήλωσε, ότι δεν συμμετείχε στον καθορισμό του τόκου υπερημερίας στην υπό αναφορά περίπτωση. Αναφέρθηκε, ωστόσο, στα κριτήρια τα οποία, ως εκ της πείρας του, λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η ζημιά που μπορεί να υποστεί η Τράπεζα στις περιπτώσεις που κάποιο δάνειο δεν εξυπηρετείται. Αποδέχομαι τη δήλωση του Μ.Ε.1 ως προς τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για να προσδιοριστεί ο τόκος υπερημερίας. Σημειώνω, άλλωστε, ότι και ο Μ.Υ.1 αποδέχθηκε, ότι η Τράπεζα επιβαρύνεται με επιπλέον κόστος όταν ένα δάνειο παρουσιάζει καθυστέρηση στην αποπληρωμή του, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η επιβολή τόκου υπερημερίας σε αντιστάθμιση της εν λόγω ζημιάς.

 

Όσον αφορά, τώρα, την αποστολή των επιστολών (δέσμες Τεκμηρίων 5 – 8 και Τεκμήρια 31 – 36), η μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν έτυχε ουσιαστικής αμφισβήτησης. Ο συνήγορος των Εναγομένων περιορίστηκε στην υποβολή ότι οι Εναγόμενοι δεν παρέλαβαν τις επιστολές. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι το κατά πόσο στάλθηκαν οι επιστολές στην ορθή διεύθυνση. Επισημαίνω, ότι η ορθότητα των διευθύνσεων δεν αμφισβητήθηκε. Σε σχέση με την αποστολή των επιστολών, ο Μ.Ε.1 υπήρξε κατατοπιστικός λέγοντας, ότι στις δέσμες Τεκμηρίων 5 – 8 περιλαμβάνεται ο γραμμωτός κώδικας (barcode) του ταχυδρομείου που επιβεβαιώνει την παράδοσή τους προς αποστολή. Αυτός ο ισχυρισμός, δεν έτυχε αντίκρουσης. Ομοίως, αναντίλεκτος παρέμεινε ο ισχυρισμός του περί αποστολής των Τεκμηρίων 31 – 36. Σε κάθε περίπτωση, η αποστολή των  Τεκμηρίων 31 - 36 επιβεβαιώνεται από τη δέσμη Τεκμηρίου 37.

 

Ο κ. Αργυρού, κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1, επιχείρησε να αμφισβητήσει το ύψος της πώλησης του εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης που υποθηκεύθηκε από την Εναγόμενη 1 δυνάμει των Τεκμηρίων 13 - 15. Θεωρώ, ότι το εν λόγω ζήτημα εκφεύγει των επιδίκων θεμάτων της παρούσας αγωγής και δεν μπορεί να ενταχθεί στη διεργασία αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, στο δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός σε σχέση με το προαναφερόμενο ζήτημα. Σύμφωνα με πάγια αρχή της νομολογίας, οι υποθέσεις αποφασίζονται στη βάση των επίδικων θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα. Στην υπόθεση Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1Β Α.Α.Δ. 826, επιβεβαιώθηκε η πιο πάνω αρχή με αναφορά και σε παλαιότερη νομολογία:

 

«Η σημασία της δικογραφίας τονίσθηκε στην υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πική μέσα στα πιο κάτω πλαίσια.

 

“Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανέφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134), κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.”

 

(Βλ. επίσης Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836 και Παφίτης και Άλλοι ν. Κουκουρή και άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154).

 

Η ίδια γραμμή υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ayia Napa Nissi Development Ltd και Άλλοι ν. Χρίστου Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549, όπου τονίσθηκε ότι,

 

“Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση των επίδικων θεμάτων, όπως φαίνονται με το κλείσιμο των εγγράφων προτάσεων, ή με την τροποποίηση τους πριν το τέλος της δίκης. Οι υποθέσεις αποφασίζονται με βάση τα γεγονότα που εγείρονται στα δικόγραφα. (Βλ. Eleni Panayiotou Iordanou v. Polycarpos Neophytou Anyftos (1959-1960) 24 C.L.R. 97, Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd. (1971) 1 C.L.R. 134, HjiPavlou v. Jinaro Terra (1982) 1 C.L.R. 433 και Demeco Co. v. Beckhoff (1988) 1 C.L.R. 82).”»

 

Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί και το εξής, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω. Αποτελεί κοινό έδαφος, ότι η πώληση έγινε από τον παραλήπτη/διαχειριστή της Εναγόμενης 1. Επομένως, το παράπονο των Εναγομένων περί πώλησης του ενυπόθηκου εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης σε τιμή αρκετά χαμηλότερη από την πραγματική του αξία, δεν μπορεί παρά να στρέφεται κατά του παραλήπτη/διαχειριστή. Ο τελευταίος, όμως, δεν είναι διάδικο μέρος. Συνεπώς, το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να τύχει εξέτασης στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής. Τονίζω, ότι οι Εναγόμενοι δεν επιδίωξαν να τροποποιήσουν την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση τους για να δικογραφήσουν ανάλογους ισχυρισμούς (Demari Kronos Ltd v. Gray κ.α, Πολ. Έφεση αρ. 264/2014, ημερ. 22.02.2023), ECLI:CY:AD:2023:A62.

 

Ως εκ των ανωτέρω η μαρτυρία του Μ.Ε.1 κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη.

 

Η Μ.Ε.2 υπήρξε μάρτυρας επί των υπογραφών στα έγγραφα – Τεκμήρια 9, 10, 12, 16, 17, 21 – 26. Οι υπογραφές επί των προαναφερόμενων εγγράφων δεν αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης.

 

Αυτό το οποίο αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της, ήταν το κατά πόσο επεξηγήθηκαν στους Εναγόμενους οι όροι των εγγράφων που υπέγραψαν και ειδικότερα οι όροι των συμφωνιών δανείου – Τεκμήρια 9 και 10. Η μάρτυρας απάντησε με ειλικρίνεια, ότι δεν μπορεί να θυμάται επακριβώς, μετά την πάροδο τόσων ετών, την ακριβή συζήτηση και επεξήγηση που έγινε από λειτουργούς της Τράπεζας. Θεωρώ λογική την απάντηση της Μ.Ε.2, ιδιαιτέρως αν κάποιος αναλογιστεί ότι η μαρτυρία της δόθηκε 14 ½ και 13 ½ και πλέον χρόνια από την υπογραφή των Τεκμηρίων 9 και 10 αντίστοιχα. Όπως τονίστηκε στην Badar v. Ηλία, Πολ. Έφεση αρ.17/2014, ημερ.25.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A400, είναι συνήθως ανθρωπίνως αδύνατο οι μάρτυρες να θυμούνται κάθε λεπτομέρεια ενός περιστατικού. Επίσης, στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε, ότι ο ανθρώπινος νους δεν λειτουργεί ως ηλεκτρονικός υπολογιστής.

 

Η θέση, τώρα, της Μ.Ε.2, ότι η πληροφόρηση επί των βασικών όρων των συμφωνιών αποτελούσε πάγια τακτική της Τράπεζας η οποία ακολουθούνταν ανεξαιρέτως σε όλες τις περιπτώσεις παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, δεν έτυχε ουσιαστικής αμφισβήτησης. Παράλληλα, επισημαίνω, ότι δεν τέθηκε στη μάρτυρα η θέση ότι οι Εναγόμενοι ζήτησαν χρόνο για να μελετήσουν τα επίμαχα έγγραφα ή για να λάβουν ανεξάρτητη νομική συμβουλή ή ότι υπέβαλαν ερωτήσεις προς λειτουργούς της Τράπεζας οι οποίες δεν απαντήθηκαν. Ούτε και ο Εναγόμενος 2 πρόβαλε τέτοιο ισχυρισμό στη μαρτυρία του.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία της Μ.Ε.2 κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη.

 

O M.Y.1 κλήθηκε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας και υπό αυτό το πρίσμα θα εξεταστεί η μαρτυρία του. Σημειώνεται, ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα και η σχετική εμπειρία του Μ.Υ.1, όπως καταγράφονται στο Έγγραφο Γ και το Τεκμήριο 41, δεν έτυχαν αμφισβήτησης. Σύμφωνα με τη νομολογία, το καθήκον ενός εμπειρογνώμονα έναντι του Δικαστηρίου έγκειται στην αιτιολογημένη και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων, προκειμένου να μπορέσει το Δικαστήριο να ελέγξει την ορθότητα των συμπερασμάτων του εμπειρογνώμονα και να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευριπίδου κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ 140 ειπώθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Υπενθυμίζουμε ότι με βάση καλά εδραιωμένες νομολογιακές αρχές, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη [βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298]. Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του [βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 ΑΑΔ 1020].»

Η μαρτυρία του Μ.Υ.1 αποσκοπούσε στον έλεγχο της ορθότητας των χρεωστικών υπολοίπων των λογαριασμών δανείου Α και Β. Προς τούτο, ο Μ.Υ.1 παρουσίασε καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήρια 42 και 43) τις οποίες ετοίμασε ο ίδιος. Συγκρινόμενες οι εν λόγω καταστάσεις με τις αναδομημένες καταστάσεις που παρουσίασε η Ενάγουσα (δέσμη Τεκμηρίου 40) προκύπτει σε σχέση με το δάνειο Α διαφορά €436.854,07 και σε σχέση με το δάνειο Β διαφορά €5.961,51.

 

Θεωρώ, ότι δεν μπορώ να βασιστώ στους υπολογισμούς του Μ.Υ.1, ως αυτοί περιλαμβάνονται στα Τεκμήρια 42 και 43, για τους ακόλουθους λόγους.

 

Πρώτον, ο Μ.Υ.1 δήλωσε, ότι δεν είχε υπόψη του το ιστορικό της διακύμανσης των επιτοκίων και ως εκ τούτου χρησιμοποίησε καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια που καλύπτουν τα Τεκμήρια 42 και 43 σταθερό επιτόκιο προς 9,25%, ήτοι το συμβατικό επιτόκιο των επίδικων συμφωνιών. Το επιτόκιο, ωστόσο, των λογαριασμών δανείου Α’ και Β’, όπως καταμαρτυρεί το Τεκμήριο 38, δεν παρέμεινε σταθερό. Σημειώνω, ότι ουδεμία αμφισβήτηση υπήρξε κατά τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 38, και ειδικότερα τη διακύμανση των επιτοκίων. Συνεπώς, ο Μ.Υ.1 δεν είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα για να μπορέσει να ετοιμάσει τις δικές του καταστάσεις λογαριασμού και να τις αντιπαραβάλει με τη δέσμη Τεκμηρίου 40.

 

Δεύτερον, κατά την αντεξέταση του προέκυψε ζήτημα και ως προς την ορθότητα των υπολογισμών του σε ό,τι τουλάχιστον αφορά το Τεκμήριο 42. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τον Μ.Υ.1 να επεξηγήσει πώς κατέληξε στο ότι το ποσό των τόκων στις 31.12.09 αντιστοιχεί σε ποσό €21.969,60 και για ποιο λόγο υπάρχει διαφορά με τη δέσμη Τεκμηρίου 40, όπου, για την ίδια περίοδο (01.07.09 – 31.12.09) το ποσό των τόκων ανέρχεται σε €22.457,81. Ο Μ.Υ.1 επιχείρησε να αιτιολογήσει τη διαφορά επικαλούμενος, αφενός, την έλλειψη πληροφόρησης για το ιστορικό των διακυμάνσεων του επιτοκίου και, αφετέρου, το ότι στη δέσμη Τεκμηρίου 40 ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε ως διαιρέτης το εμπορικό έτος των 360 ημερών. Υποδείχθηκε, ωστόσο, στον Μ.Υ.1, ότι κατά την 31.12.09 το επιτόκιο που χρησιμοποιήθηκε ήταν 9,25% με διαιρέτη τις 365 ημέρες. Τα δεδομένα, δηλαδή, για την προαναφερόμενη περίοδο, ήταν ακριβώς τα ίδια στη δέσμη Τεκμηρίου 40 και στο Τεκμήριο 42. Παρά την πιο πάνω υπόδειξη, ο Μ.Υ.1 δεν έδωσε σαφή απάντηση για την διαφορά που υπάρχει μεταξύ του Τεκμηρίου 42 και της δέσμης Τεκμηρίου 40, επαναλαμβάνοντας το ζήτημα των ημερών που χρησιμοποιήθηκαν ως διαιρέτης και τη μη αναγραφή των επιτοκίων στη δέσμη Τεκμηρίου 40. Η απροθυμία του μάρτυρα να τοποθετηθεί επί της ερώτησης που του τέθηκε διαφαίνεται από τα ακόλουθα. Καταρχάς, η μαθηματική πράξη που του ζητήθηκε να διενεργήσει, χρησιμοποιώντας μάλιστα υπολογιστική μηχανή, ήταν απλή και με ξεκάθαρα δεδομένα, καθώς το ποσό επί του οποίου θα υπολογίζονταν οι τόκοι ήταν γνωστό (€481.615,79, υπόλοιπο κατά την 30.06.09), όπως και το ποσοστό του τόκου (9,25%) καθώς και ο διαιρέτης των 365 ημερών. Ο Μ.Υ.1, αν και διενήργησε την πράξη, απέφυγε να τοποθετηθεί επί της ουσίας και να δηλώσει κατά πόσο οι υπολογισμοί του στο Τεκμήριο 42 ήταν ορθοί ή όχι. Αυτό το γεγονός, αφήνει, κατά την άποψη μου, μετέωρους τους υπολογισμούς του επί του Τεκμηρίου 42 και κατά συνέπεια την ορθότητα του χρεωστικού υπολοίπου που καταγράφεται σε αυτό.

 

Πέραν των πιο πάνω, η μαρτυρία του Μ.Υ.1 επεκτάθηκε σε θέματα που εκφεύγουν της εμπειρογνωμοσύνης του, αλλά και των επιδίκων θεμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ο μάρτυρας δήλωσε ότι το δάνειο Α δεν αποτελεί στην ουσία νέα χορήγηση δανείου, αλλά αναδιάρθρωση άλλου υφιστάμενου. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην τιμή πώλησης του ενυπόθηκου εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης. Όπως αναφέρθηκε κατά την αξιολόγηση του Μ.Ε.1, ζητήματα που εκφεύγουν των δικογράφων δεν αποτελούν επίδικο θέμα και δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης (Μελάς ν. Κυριάκου, ανωτέρω).

 

Επίσης, εκφεύγουν των δικογραφημένων θέσεων των Εναγομένων, αλλά και της εμπειρογνωμοσύνης του Μ.Υ.1, οι αναφορές του τελευταίου στις συμφωνίες εκχώρησης (δέσμη Τεκμηρίων 27 και 28). Τα ίδια ισχύουν και για τη θέση του, ότι οι πρόνοιες των Τεκμηρίων 9 και 10, σε σχέση με τη δυνατότητα μεταβολής του επιτοκίου δια δημοσιεύσεων, είναι καταχρηστικές. Το κατά πόσο μία ρήτρα σε συγκεκριμένη σύμβαση είναι καταχρηστική ή όχι, δεν αποτελεί ζήτημα εμπειρογνωμοσύνης.

 

Ειδικότερα, όσον αφορά τον τόκο υπερημερίας και τη θέση του περί καταχρηστικότητας του όρου που προνοεί επιβάρυνση των συμφωνιών με 5%, πέραν του ότι εκφεύγει του πεδίου της εμπειρογνωμοσύνης του, σημειώνω, ότι η Ενάγουσα δεν διεκδικεί τέτοιο ποσοστό τόκου υπερημερίας.

 

Τέλος, εκτός του πεδίου εμπειρογνωμοσύνης του κινούνται και οι δηλώσεις του περί εφαρμογής στις επίδικες συμφωνίες των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το εφαρμοστέο επιτόκιο προβλέπεται στις συμφωνίες των διαδίκων (Τεκμήρια 9 και 10) και το Δικαστήριο έχει την αποκλειστική ευθύνη ερμηνείας τους.

 

Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ, ότι δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Υ.1.

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εναγόμενου 2 – Μ.Υ.2. Η συνολική αποτίμηση της μαρτυρίας του αποκαλύπτει, ότι ο τελευταίος πρόβαλε ουσιώδεις ισχυρισμούς οι οποίοι κινούνται εκτός των δικογραφημένων θέσεων του. Συγκεκριμένα, στην προσπάθεια του να αιτιολογήσει τη θέση περί απουσίας οποιασδήποτε συζήτησης ή διαπραγμάτευσης σε σχέση με τα Τεκμήρια 9 – 17, 20 – 22 και 27 – 29, τα οποία κατά παραδοχή των Εναγομένων υπογράφηκαν από αυτούς, προώθησε τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία- Τεκμήριο 9 βασιζόταν σε άλλο δάνειο παραχωρηθέν το 2000 ή 2002. Αναγκάστηκε, δε να υπογράψει το Τεκμήριο 9 για να καταστεί δυνατή η ανανέωση ή αναδιάρθρωση του προαναφερόμενου δανείου και η διάσωση του εργοστασίου της Εναγόμενης 1. Αυτό, εξ όσων αντιλήφθηκα, ήταν το νόημα των συγκεχυμένων θέσεων που πρόβαλε για πρώτη φορά κατά την αντεξέτασή του.

 

Προς αποφυγή επαναλήψεων, επαναλαμβάνω όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 για τη σημασία των δικογράφων. Υπογραμμίζω, ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση περί δανείου παραχωρηθέντος το έτος 2000 ή 2002 ή ότι το δάνειο Α συνιστούσε αναδιάρθρωση άλλου δανείου.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Εναγόμενου 2, οι οποίοι, επαναλαμβάνω, κινούνται εκτός των δικογραφημένων θέσεων του, δεν μπορούν παρά να επηρεάσουν την αξιοπιστία του (Παπά ν. D. STAVRINOS CONSTRUCTIONS LTD, Πολ. Έφεση αρ.217/08 ημερ.21.02.17), ECLI:CY:AD:2017:A56.

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω, δεν θα μπορούσε να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στους υπό αναφορά ισχυρισμούς του Εναγόμενου 2 και για τον εξής λόγο. Οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν τέθηκαν στους Μ.Ε.1 και 2, έτσι ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι να τοποθετηθούν επ’ αυτών. Επομένως, ακόμη κι αν προσπερνούσαν το εμπόδιο της δικογράφησης, τότε, εφόσον πρόκειται για ουσιώδη πτυχή της υπεράσπισης, θα έπρεπε να τεθούν στους μάρτυρες της Ενάγουσας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνέβη. Αποτελεί βασικό κανόνα του δικαίου της απόδειξης, ότι ουσιαστικές πτυχές της υπόθεσης ενός διαδίκου θα πρέπει να τεθούν στον αντίδικο του, έτσι ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί επ’ αυτών (Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ 551 και σύγγραμμα Δίκαιο της Απόδειξης Ουσιαστικές και Δικονομικές Πτυχές (έκδοση 2014) των κκ. Ηλιάδη και Σάντη σελ.720 - 723). Σχετική με τα πιο πάνω είναι και η υπόθεση Frederickou School Co Ltd κ.α. v. Acuac Inc. (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1527, στην οποία λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):

«Υπάρχουν ωστόσο δύο κανόνες πρακτικής, που έχουν εμπεδωθεί προ πολλού στα Δικαστήρια μας, οι οποίοι πρέπει απαρέγκλιτα να τηρούνται.  Ο πρώτος είναι ότι ο μάρτυρας πρέπει να αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται.  Διαφορετικά το Δικαστήριο θεωρεί – και το εκλαμβάνει – ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε.  Ο δεύτερος είναι ότι, κατά την αντεξέταση, τίθεται στο μάρτυρα η υπόθεση που θα στηθεί από τον αντίδικο.  Τέτοια αντεξέταση είναι προϋπόθεση για να κληθεί μαρτυρία που αντικρούει το μάρτυρα».

 

 

Επίσης, εκτός δικογράφων, βρίσκεται και ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 2, ότι δεν αντιλαμβάνεται και δεν γνωρίζει να διαβάζει οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πλην της αραβικής. Πρόκειται για ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος θα έπρεπε να δικογραφηθεί. Οι Εναγόμενοι, όχι μόνο δεν ήγειραν στο δικόγραφο τους έναν τέτοιο ισχυρισμό, αλλά παραδέχθηκαν, χωρίς επιφύλαξη, την υπογραφή, μεταξύ άλλων, των Τεκμηρίων 9 και 10.

 

Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του Εναγόμενου 2 αναδεικνύει και την εξής αντίφαση της μαρτυρίας του. Συγκεκριμένα, ο Εναγόμενος 2 παραδέχθηκε την υπογραφή των Τεκμηρίων 20 - 22 ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Εναγόμενου 3. Υποδεικνύω, ότι το πληρεξούσιο έγγραφο δυνάμει του οποίου απέκτησε την εν λόγω εξουσία είναι συνταγμένο στην αγγλική (Τεκμήριο 19). Πώς, επομένως, ενεργούσε στη βάση ενός πληρεξουσίου το οποίο ήταν συνταγμένο σε γλώσσα που δεν κατανοούσε; Ουδεμία εξήγηση δόθηκε από τον Εναγόμενο 2.

 

Επίσης, στην προσπάθεια του να πείσει ότι δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να διαβάσει τη σφραγίδα της Εναγόμενης 1. Η δήλωση του στερείται πειστικότητας  και αφήνει τον μάρτυρα εκτεθειμένο. Αυτό, διότι είναι, κατά την άποψή μου, αδιανόητο να μην μπορεί να αναγνωρίσει τη σφραγίδα και την επωνυμία της εταιρείας στην οποία είναι διευθυντής και μέτοχος, έστω και αν αυτή είναι καταγεγραμμένη στα ελληνικά. Αν κάποιος αναλογιστεί απλά και μόνο τα Τεκμήρια που παραδέχεται ότι υπέγραψε στο πλαίσιο της επίδικης διαφοράς, εύκολα διαπιστώνει ότι είδε ουκ ολίγες φορές, τουλάχιστον από το έτος 2001 (Τεκμήριο 11), την επωνυμία της Εναγόμενης 1 στα ελληνικά.

 

Γενικότερα εντοπίζονται και άλλα προβλήματα, ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στο Έγγραφο Δ δήλωσε, ότι οι τροποποιητικές συμφωνίες υπογραφήκαν κατόπιν «αιτήματος μας», στην αντεξέταση ανέφερε ότι δεν γνώριζε τι αφορούσαν οι τροποποιητικές συμφωνίες – Τεκμήρια 23 – 26 όταν τις υπέγραφε. Αναίρεσε, δηλαδή, πλήρως τη θέση του περί αιτήματος προερχόμενο από τους Εναγόμενους για σύναψη τροποποιητικών συμφωνιών.

 

Περαιτέρω, στο Έγγραφο Δ αναγνώρισε ότι υπέγραψε, μεταξύ άλλων, το Τεκμήριο 27. Όταν του υποδείχθηκε στην αντεξέταση του το εν λόγω Τεκμήριο δήλωσε, ότι δεν είναι δική του η υπογραφή επί του Τεκμηρίου 27.

 

Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ, ότι η μαρτυρία του Εναγόμενου 2 στερείται αξιοπιστίας.

 

Η μαρτυρία της Μ.Υ.3 υπήρξε τυπική, αφού αυτή περιορίστηκε στο να διευκρινίσει  τα στοιχεία του βιομηχανικού τεμαχίου σε σχέση με το οποίο η Εναγόμενη 1 υποθήκευσε το εμπράγματο δικαίωμα μίσθωσης που κατείχε. Ουσιαστικά με τη μαρτυρία της Μ.Υ.3, η πλευρά των Εναγομένων θέλησε να αποδείξει ότι το ενυπόθηκο εμπράγματο δικαίωμα μίσθωσης που κατείχε η Εναγόμενη 1 αφορά το ίδιο βιομηχανικό τεμάχιο με αυτό για το οποίο διενεργήθηκε εκτίμηση από τον Μ.Υ.4 (βλ. Τεκμήριο 45). Δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση της μαρτυρίας της, η οποία κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη.

Η τελευταία μαρτυρία που προσκομίστηκε ήταν αυτή του Μ.Ε.4, ο οποίος είναι εκτιμητής ακινήτων και ετοίμασε την έκθεση εκτίμησης - Τεκμήριο 45. Καθίσταται φανερό, ότι ο Μ.Υ.4 κατέθεσε υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα σε σχέση με την αξία πώλησης του εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης που υποθήκευσε η Εναγόμενη 1. Σημειώνω, ότι η εμπειρογνωμοσύνη του και τα προσόντα του δεν έτυχαν αμφισβήτησης.

 

Θεωρώ, ότι η μαρτυρία του Μ.Υ.4 είναι παντελώς άσχετη με τα επίδικα θέματα. Το Τεκμήριο 45 και κατ’ επέκταση η μαρτυρία του Μ.Υ.4 αφορούσε την εκτίμηση της αξίας του εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης του βιομηχανικού τεμαχίου που υποθήκευσε η Εναγόμενη 1. Αυτό το οποίο επιχείρησε η πλευρά των Εναγομένων να καταδείξει, μέσω της μαρτυρίας του Μ.Υ.4, ήταν ότι η πώληση του εμπράγματος δικαιώματος μίσθωσης έγινε σε τιμή αρκετά χαμηλότερη από την πραγματική του αξία. Όπως υπέδειξα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, το εν λόγω ζήτημα δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην υπό κρίση διαφορά, καθώς εκφεύγει των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων.

 

Το γεγονός, τώρα, ότι η εν λόγω μαρτυρία παρείσφρησε στη διαδικασία δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, ούτε και την καθιστά αποδεκτή. Στην απόφαση Φελλά ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και Παπαελευθερίου Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2015) 1Β Α.Α.Δ 1981, ειπώθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

«Εξετάσαμε με προσοχή το όλο θέμα και εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να επιτρέψει στις εφεσείουσες κατά τη δίκη να προβάλουν για πρώτη φορά ζητήματα και θέσεις που δεν είχαν προηγουμένως δικογραφήσει. Ούτε το γεγονός ότι δεν ηγέρθη ένσταση στη λήψη της μαρτυρίας διαφοροποιεί ή δικαιολογεί παράβαση των Θεσμών. Ζητήματα και θέσεις που δεν δικογραφούνται δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη έστω και αν τέθηκαν στη μαρτυρία χωρίς ένσταση. (Βλ. Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826, Latifundia Properties Ltd v. Φάκη κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24).» 

 

 

Κατά συνέπεια, η μαρτυρία του Μ.Υ.4 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, αφού αυτή εκφεύγει των επιδίκων θεμάτων της παρούσας αγωγής.

 

Ευρήματα

 

Τα γεγονότα που καταγράφηκαν στο κεφάλαιο της αξιολόγησης ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Για σκοπούς οικονομίας θεωρώ, ότι δεν χρειάζεται να καταγραφούν εκ νέου.

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω αποτελεί εύρημά μου, ότι η Εναγόμενη 1 δεν τήρησε το συμφωνηθέν πρόγραμμα αποπληρωμής των δόσεων των επίδικων δανείων, αφού ουδέποτε κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό στους επίδικους λογαριασμούς. Ως εκ των ανωτέρω, η Τράπεζα απέστειλε στις 10.11.11, με συστημένο ταχυδρομείο, επιστολές στην Εναγόμενη 1 ενημερώνοντας την για τις καθυστερήσεις στην αποπληρωμή των δόσεων των δανείων Α και Β. Η Εναγόμενη 1 δεν συμμορφώθηκε με το περιεχόμενο των προαναφερόμενων επιστολών, με αποτέλεσμα η Τράπεζα με νέες επιστολές ημερ.04.01.12, οι οποίες, επίσης, στάλθηκαν με συστημένο ταχυδρομείο, να τερματίσει τις επίδικες συμφωνίες δανείου.

 

Περαιτέρω, η Τράπεζα απέστειλε στις 04.01.12 επιστολές, με συστημένο ταχυδρομείο, στους Εναγόμενους 2 και 3 ενημερώνοντας τους για τον τερματισμό των επίδικων συμφωνιών δανείου και καλώντας τους όπως εντός 15 ημερών καταβάλουν τα ποσά που ο καθένας τους εξασφάλιζε μέσω των εγγυήσεων και της υποθήκης αντίστοιχα.  

 

Η Τράπεζα, μέσω ανακοίνωσης της στον ημερήσιο τύπο, ενημέρωσε για την αύξηση του βασικού επιτοκίου της από 5,50% σε 5,75% με ισχύ από 11.11.11. Ως εκ τούτου, το σύνολο του τόκου των δανείων Α και Β αυξήθηκε από 9,25% σε 9,50% με ισχύ από 11.11.11.

Τέλος, αποτελεί εύρημά μου, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο των επίδικων λογαριασμών δανείου εξακολουθεί να οφείλεται μέχρι σήμερα.

 

Συμπεράσματα

Τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία οφείλει να αποδείξει η Ενάγουσα για επιτυχία της απαίτησής της είναι: (α) την έγκυρη σύναψη συμφωνίας, (β) την παραβίαση όρου της συμφωνίας, (γ) τον τερματισμό της και (δ) την απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Χαραλάμπους (10) 1 Α.Α.Δ 829).

 

Ξεκινώντας από το πρώτο στοιχείο που οφείλει να αποδείξει η Ενάγουσα, υπενθυμίζω, ότι η υπογραφή των συμφωνιών δανείου Α και B, ως επίσης και η λήψη των ποσών των €465.000 και €7.000 αντίστοιχα, αποτελούν παραδεκτά γεγονότα. Οι ισχυρισμοί των Εναγομένων περί μη διαπραγμάτευσης ή επεξήγησης των όρων των επίδικων συμφωνιών δεν έχουν αποδειχθεί, αφ’ ης στιγμής η μαρτυρία του Μ.Υ.2 – Εναγόμενου 2 κρίθηκε ως μη αξιόπιστη.

 

Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ακόμη κι αν η Εναγόμενη 1 υπέγραψε τα Τεκμήρια 9 και 10, χωρίς να τα μελετήσει, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη που συνεπάγεται η υπογραφή τους. Στη Βυρίδου ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Εφέσεις αρ.217 και 218/2013 ημερ.26.10.21, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί του εν λόγω ζητήματος:

«Ξεκινούμε από τη μαρτυρία που είχε δώσει η Εφεσείουσα στην Πολιτική Έφεση αρ. 217/13, κα ΧΧΧ Βυρίδου, η οποία καταθέτοντας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε αναφέρει ότι είναι ιατρός και ότι υπέγραψε όλα τα σχετικά έγγραφα χωρίς να τα διαβάσει. Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει: «Ξέρετε πολύ καλά τι γίνεται στις Τράπεζες όταν πάμε για να υπογράψουμε». Αναφέρουμε το αυτονόητο, πως η κατ΄ ισχυρισμόν αυτή παράλειψη της, ουδόλως την απάλλασσε από την ευθύνη που τυχόν αυτή είχε στη βάση των εγγράφων που η ίδια υπέγραψε με την ελεύθερη θέληση της.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων υποστήριξε στην αγόρευση του, ότι η Τράπεζα, στο πλαίσιο της σχέσης εμπιστοσύνης, όφειλε να συμβουλεύσει τους Εναγόμενους να λάβουν ανεξάρτητη νομική συμβουλή πριν υπογράψουν τα έγγραφα με τα οποία παραχώρησαν εμπράγματες και προσωπικές εγγυήσεις. Επίσης, ο συνήγορος επικαλούμενος την υπόθεση Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ 1101) υποστήριξε, ότι η Τράπεζα είχε υποχρέωση δυνάμει του δικαίου της επιείκειας να προειδοποιήσει τους εγγυητές - Εναγόμενους 2 και 3 και να προστατεύσει τα συμφέροντα τους, αφ’ ης στιγμής η σχέση τους με την Εναγόμενη 1 δεν ήταν εμπορική.

 

Καταρχάς, δεν θεωρώ ότι στην προκείμενη περίπτωση δημιουργήθηκε σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Τράπεζα και τους Εναγόμενους, έτσι ώστε η πρώτη να υπέχει υποχρέωση να συμβουλεύσει τους τελευταίους προκειμένου να λάβουν ανεξάρτητη νομική συμβουλή. Η σχέση, όπως ξεκάθαρα φαίνεται από τα Τεκμήρια 9 – 15 και 20, ήταν σχέση δανειστή – χρεώστη. Περαιτέρω, δεν τέθηκε ενώπιον μου αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία που να καταδεικνύει, ότι η Τράπεζα παρείχε οποιεσδήποτε συμβουλές προς τους Εναγόμενους σε σχέση με τις επίδικες συμφωνίες και εξασφαλίσεις. Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α, Πολ. Έφεση με αρ.181/2010, ημερ.03.04.18, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

«Στη συνήθη σχέση πελάτη-τράπεζας, κατ΄αρχάς η τράπεζα δεν έχει καθήκον να συμβουλεύσει τον πελάτη για το συνετό ή μη της επένδυσης για την οποία ζητά δάνειο, εκτός αν ο πελάτης ζητήσει συμβουλή και η τράπεζα αποδεχθεί να δώσει τέτοια συμβουλή, έστω χαριστικά, ή αν υπάρχει κάποια ειδική ρύθμιση (Banbury v Bank of Montreal [1918] 1 A.C. 626).»

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, ο Εναγόμενος 2 δεν υποστήριξε ότι ζήτησε να λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή για λογαριασμό των Εναγομένων και αποτράπηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τη λήψη τέτοιας συμβουλής.  

 

Όσον αφορά την Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (ανωτέρω) που επικαλέστηκε ο κ. Αργυρού, σημειώνω ότι αφορούσε παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην και το όλο ζήτημα της υποχρέωσης που πηγάζει από το δίκαιο της επιείκειας για

προστασία των συμφερόντων των εγγυητών εξετάστηκε στο περιορισμένο εύρος της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να δημιουργηθεί υποχρέωση αποκάλυψης πληροφοριών από μία τράπεζα σε έναν εγγυητή, εκτέθηκαν αναλυτικά στην Παναγιώτου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2014) 1Β Α.Α.Δ 1518, στο πλαίσιο της οποίας έγινε αναφορά και στην Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (ανωτέρω). Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο και τους κανόνες της επιεικείας, που είναι μέρος του δικαιϊκού μας συστήματος, υπάρχει περιορισμένη υποχρέωση εκούσιας αποκάλυψης πληροφοριών, από μιά τράπεζα, σε ένα προτιθέμενο εγγυητή, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Η σύμβαση εγγύησης δεν είναι σύμβαση απόλυτης πίστεως (uberrimae fidei), όπως είναι μια ασφαλιστική σύμβαση. Επομένως ο πιστωτής δεν έχει, γενικό, καθήκον αποκάλυψης, στον προτιθέμενο εγγυητή, όλων των ουσιαστικών στοιχείων που γνωρίζει ο πιστωτής για τον πρωτοφειλέτη. Όμως, ο πιστωτής έχει περιορισμένο καθήκον αποκάλυψης, η ευρύτητα του οποίου εξαρτάται από το συγκεκριμένο τύπο της εγγύησης. Στην περίπτωση των εγγυήσεων των τραπεζών, σε σχέση με τις υποχρεώσεις των πελατών τους, όπως είναι η προκείμενη, η πιο αυθεντική διατύπωση της υποχρέωσης αποκάλυψης θεωρείται αυτή του Λόρδου Campell στην υπόθεση Hamilton v. Watson [1845] 12 Cl & Fin 109 at 119, HL. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη αυθεντία, εκτός εάν ο εγγυητής υποβάλει κάποιες ερωτήσεις στον πιστωτή, ο πιστωτής δεν έχει γενική υποχρέωση αποκάλυψης των πληροφοριών που γνωρίζει για τον πρωτοφειλέτη. Τέτοια υποχρέωση υπάρχει εάν ο πιστωτής γνωρίζει γεγονότα τα οποία δεν είναι, κατά τη φυσική πορεία των πραγμάτων, αναμενόμενα, αλλά εάν δεν υπάρχει κάτι που δεν είναι, φυσικά, αναμενόμενο, μεταξύ των μερών, τότε είναι υποχρέωση του ίδιου του προτιθέμενου εγγυητή να προφυλαχθεί από τους ενλοχεύοντες κινδύνους και να υποβάλει ο ίδιος τις ερωτήσεις, των οποίων την απάντηση επιθυμεί να έχει, πριν υπογράψει τη σύμβαση εγγύησης. Η μή αποκάλυψη από την τράπεζα στον εγγυητή ότι ο πρωτοφειλέτης είχε λογαριασμό παρατραβήγματος από την κίνηση του οποίου η τράπεζα υποπτευόταν ότι ο πρωτοφειλέτης εξαπατούσε τον εγγυητή, κρίθηκε ότι δεν καθιστούσε άκυρη την εγγύηση (Δέστε: National Provincial Bank of England Ltd v. Glanusk [1913] 3 Κ.Β. 335 και Royal Bank of Scotland v. Greenshields [1914] SC 259). Επίσης η τράπεζα δεν είναι υποχρεωμένη να προσφέρει, σε προτιθέμενο εγγυητή, πληροφορίες αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη, ανεξάρτητα από το πόσον ουσιαστική είναι αυτή η πληροφόρηση. Όμως αν ερωτηθεί, από τον προτιθέμενο εγγυητή, για κάτι που έχει σημασία αναφορικά με την ανάληψη της εγγύησης από τον εγγυητή, η τράπεζα θα πρέπει να δώσει την πληροφορία (Δέστε: Hamilton, ανωτέρω).

 

Στην                                                υπόθεση Lloyds Bank Ltd v. Harrison  [1925] 4 Legal Decisions Affecting Banks 12, CA λέχθηκε ότι η υποχρέωση αποκάλυψης επεκτείνεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν ασυνήθιστα στοιχεία (unusual features), στο συγκεκριμένο λογαριασμό για τον οποίο θα παρασχεθεί η εγγύηση.

 

Στην υπόθεση Royal Bank of Scotland v. Etridge (Νο. 2) [2001] 4 All E.R. 440 έγινε ανάλυση της σχετικής αγγλικής νομολογίας. Η υπόθεση αφορούσε σε εγγύηση συζύγου ή συντρόφου του πρωτοφειλέτη, όμως έγινε αναφορά και σε εγγυήσεις τρίτων προσώπων. Η υπόθεση εκείνη αναφέρθηκε και επεξηγήθηκε, από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Alpha Bank (ανωτέρω). Κρίθηκε πως, όταν μια τράπεζα ή πιστωτικός οργανισμός, ζητά εγγύηση από κάποιο πρόσωπο σε μή εμπορική υπόθεση, δηλαδή όπου η σχέση πρωτοφειλέτη-εγγυητή δεν είναι εμπορική, η εν λόγω τράπεζα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τίθεται σε εγρήγορση (is put on inquiry) και έχει υποχρέωση, δυνάμει του δικαίου της επιεικείας να προειδοποιήσει και να προστατεύσει τα συμφέροντα του εγγυητή. Τέτοιες περιπτώσεις όμως είναι, κυρίως, εκείνες στις οποίες η σύζυγος προσφέρει εγγύηση υπέρ του συζύγου της, η συναλλαγή, στην όψη της, φαίνεται να είναι εις βάρος της συζύγου και υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος ότι ο σύζυγος που ζητά από τη σύζυγο του να τον εγγυηθεί, έχει διαπράξει αδίκημα σύμφωνα με το κοινό δίκαιο ή τους κανόνες της επιεικείας. Παράβαση της προαναφερόμενης υποχρέωσης, δίνει δικαίωμα στη σύζυγο να ακυρώσει την εγγύηση. Αυτή η θέση πηγάζει από τη θεμελιακή απόφαση Barclays Bank Plc v. O Brien [1994] 1 AC 180, στην οποία, επίσης τονίστηκε ότι για να επιτύχει ο εγγυητής ακύρωση της εγγύησης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η τράπεζα είχε πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση της ανάρμοστης συμπεριφοράς του πρωτοφειλέτη ή ότι ο πρωτοφειλέτης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της τράπεζας.»

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, δεν τέθηκαν οποιεσδήποτε ερωτήσεις προς την Τράπεζα σε σχέση με την πρωτοφειλέτρια Εναγόμενη 1. Ούτε και θα είχε νόημα να τεθούν τέτοιες ερωτήσεις με δεδομένη την ιδιότητα του Εναγόμενου 2, ο οποίος ήταν ο διευθυντής της Εναγόμενης 1 και ενεργούσε για λογαριασμό της κατά τους ουσιώδεις χρόνους υπογράφοντας εκ μέρους της τις συμφωνίες δανείου Α και Β. Συνεπώς, συνάγεται, ότι η οικονομική κατάσταση και οι υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1, ήταν σε γνώση του διευθυντή της Εναγόμενου 2. Υπενθυμίζω, ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν ταυτόχρονα και ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Εναγόμενου 3. Συνεπώς, δεν υπήρχε υποχρέωση αποκάλυψης οποιωνδήποτε πληροφοριών στους Εναγόμενους 2 και 3.

 

Έρχομαι στο δεύτερο στοιχείο που οφείλει να αποδείξει η Ενάγουσα σε σχέση με το οποίο σημειώνω, ότι υπήρξε κοινό έδαφος η μη καταβολή οποιασδήποτε δόσης έναντι των δανείων Α και Β. Παράλληλα, υπενθυμίζω, ότι η κατάθεση του προϊόντος της πώλησης του ενυπόθηκου εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης που κατείχε η Εναγόμενη 1 στον λογαριασμό δανείου Α δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε, από την άλλη, προωθήθηκε ισχυρισμός, ότι ο παραλήπτης/διαχειριστής της Εναγόμενης 1 εισέπραξε μεγαλύτερο ποσό και δεν το κατέθεσε έναντι των χρεωστικών υπολοίπων των επίδικων δανείων.

 

Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται παραβίαση του όρου 3 των Τεκμηρίων 9 και 10 και ειδικότερα του Παραρτήματος αποπληρωμής των δόσεων των δανείων Α και Β, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα Τεκμήρια 23 – 26.

 

Προχωρώ στο ζήτημα του τερματισμού των συμφωνιών δανείου Α και Β. Η Ενάγουσα, μέσω της αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας του Μ.Ε.1, απέδειξε την αποστολή των επιστολών τερματισμού ημερ.04.01.12, τόσο προς την Εναγόμενη 1, όσο και προς τους Εναγόμενους 2 και 3 (Τεκμήρια 32, 34 – 36 και δέσμη Τεκμηρίου 37). Οι Εναγόμενοι, έθεσαν θέμα μη παραλαβής των επιστολών, χωρίς όμως να εγερθεί ζήτημα ως προς την ορθότητα των διευθύνσεων στις οποίες αυτές αποστάλθηκαν. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιστολή η οποία απεστάλη ταχυδρομικώς και δεν έχει επιστραφεί αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, (Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9 και Έλληνας κ.α ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση αρ.87/2013, ημερ.03.12.19), ECLI:CY:AD:2019:A503.

 

Σε κάθε περίπτωση, σημειώνω και την εξής παράμετρο σε σχέση με το ζήτημα του τερματισμού. Οι επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις αφορούν παραχώρηση δανείων. Επομένως, ακόμα κι αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο τερματισμός δεν περιήλθε στη γνώση της Εναγόμενης 1, η καταχώρηση της αγωγής δηλώνει από μόνη της την επιλογή της Ενάγουσας για τερματισμό της συμφωνίας και ενεργοποίηση των διαδικασιών για είσπραξη των οφειλόμενων ποσών (Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ 1465, Μακεδόνας ν. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ 1322 και Έλληνας κ.α ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, ανωτέρω).

 

Απομένει το ζήτημα της απόδειξης του χρεωστικού υπολοίπου. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι αναντίλεκτο το γεγονός ότι ουδεμία δόση καταβλήθηκε, είτε στο δάνειο Α, είτε στο δάνειο Β. Η μοναδική πίστωση, αφορά το ποσό των €730.000, το οποίο προέκυψε από την πώληση του εμπράγματου δικαιώματος μίσθωσης που κατείχε η Εναγόμενη 1 και κατατέθηκε έναντι του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού δανείου Α.

 

Η Ενάγουσα προς απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου των λογαριασμών δανείου Α και Β παρουσίασε τις δέσμες Τεκμηρίων 39 και 40, δηλώνοντας, ότι διεκδικεί τα χρεωστικά υπόλοιπα ως αυτά παρουσιάζονται στις αναδομημένες καταστάσεις της δέσμης Τεκμηρίου 40. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Ε.1, στη δέσμη Τεκμηρίου 40 περιλαμβάνονται μόνον οι κεφαλαιοποιήσεις των τόκων ανά εξάμηνο, ο δε υπολογισμός των τόκων έγινε στη βάση του ημερολογιακού έτους. Περαιτέρω, δήλωσε, ότι ο τόκος υπερημερίας περιορίστηκε στο 1,75% και χρεώθηκε μόνο μετά τον τερματισμό των δανείων, ενώ από την ημερομηνία μεταβίβασης των υποχρεώσεων στην Ενάγουσα χρεώνεται συνολικό επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο αναφοράς της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

 

Καταρχάς σημειώνω, ότι η πρακτική παρουσίασης αναδομημένων καταστάσεων και η δυνατότητα του Δικαστηρίου να βασιστεί σε αυτές έχει τύχει της επιδοκιμασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (10) 1Β Α.Α.Δ 1238).

 

Η ορθότητα, τώρα, της δέσμης Τεκμηρίου 40, επί της οποίας προωθεί πλέον την απαίτηση της η Ενάγουσα, παρέμεινε αλώβητη. Η μαρτυρία του Μ.Υ.1, μέσω της οποίας επιχειρήθηκε να αμφισβητηθεί η ορθότητα της δέσμης Τεκμηρίου 40, δεν έγινε δεκτή για τους λόγους που επεξηγήθηκαν στην αξιολόγηση της.

 

Οι Εναγόμενοι, ήγειραν ακροθιγώς μέσω του Μ.Υ.1, ζήτημα ως προς το εφαρμοστέο επιτόκιο υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να εφαρμόζονταν στις επίδικες συμφωνίες τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όπως υπέδειξα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, το εφαρμοστέο επιτόκιο προβλέπεται στις επίδικες συμφωνίες – Τεκμήρια 9 και 10 και αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η ερμηνεία τους. Ο όρος 4(α) των Τεκμηρίων 9 και 10 είναι ξεκάθαρα διατυπωμένος. Σύμφωνα με αυτόν, το δάνειο θα χρεώνεται με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα αποτελείται από το κάθε φορά καθοριζόμενο από την Τράπεζα βασικό επιτόκιο της Τράπεζας προσαυξημένο κατά 3,75%. Ουδεμία αναφορά περιλαμβάνεται στον όρο 4(α) των Τεκμηρίων 9 και 10 σε επιτόκιο καθοριζόμενο, είτε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Συνεπώς, το εφαρμοστέο επιτόκιο είναι αυτό της Τράπεζας, όπως καθορίζεται από την Τράπεζα.

 

Στην Υπεράσπιση, αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία εγέρθηκε ζήτημα ως προς τη νομιμοποίηση της Ενάγουσας στη διεκδίκηση τόκου υπερημερίας.

 

Η δυνατότητα χρέωσης των επίδικων λογαριασμών με τόκο υπερημερίας συμφωνήθηκε ρητά με τον όρο 4(γ) των Τεκμηρίων 9 και 10. Μάλιστα, με τους εν λόγω όρους η Τράπεζα και η Εναγόμενη 1 καθόρισαν το ποσοστό υπερημερίας το οποίο αντιπροσωπεύει τη ζημιά που θα υποστεί η Τράπεζα σε περίπτωση καθυστέρησης αποπληρωμής των οφειλόμενων δόσεων. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα και η Εναγόμενη 1 συμφώνησαν, όπως ο τόκος υπερημερίας για το δάνειο Α ανέρχεται σε ποσοστό 5% ετησίως και για το δάνειο Β σε ποσοστό 5,35% ετησίως. Η Τράπεζα εξάσκησε το προαναφερόμενο δικαίωμα της και ενημέρωσε την Εναγόμενη 1 δια των επιστολών τερματισμού (Τεκμήρια 32 και 34) για την επιβάρυνση των επίδικων λογαριασμών με τον συμφωνημένο τόκο υπερημερίας. Σύμφωνα, ωστόσο, με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, η Ενάγουσα περιόρισε τον τόκο υπερημερίας και επί των δύο συμφωνιών δανείου στο 1,75%, η χρέωση του οποίου έγινε από τις 04.01.12, δηλαδή από την ημερομηνία τερματισμού τους.

 

 

Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι υπήρξε ομογνωμία μεταξύ των Μ.Ε.1 και Μ.Υ.1 ως προς το ότι προκύπτει αυξημένο κόστος και κατ’ επέκταση ζημία στα τραπεζικά ιδρύματα στις περιπτώσεις που δεν τηρείται το πρόγραμμα αποπληρωμής ενός δανείου. Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε το ποσοστό του 1,75%, ως αντιπροσωπευτικό της ζημιάς που υπέστη εν προκειμένω η Ενάγουσα.

 

Έχοντας, επομένως,  κατά νου τα όσα αναφέρθηκαν στις δύο προηγηθείσες παραγράφους, καθώς και τις πρόνοιες του άρθρου 3(1β) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, Ν.160(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί, κρίνω ότι η Ενάγουσα απέδειξε τη ζημιά της και κατά συνέπεια δικαιούται να διεκδικεί τόκο υπερημερίας προς 1,75% από τις 04.01.12.

 

Έρχομαι στους Εναγόμενους 2 και 3. Η υπογραφή των προσωπικών εγγυήσεων από τον πρώτο (Τεκμήρια 11 και 12) και της σύμβασης και δήλωσης υποθήκευσης ακινήτου με το έγγραφο υποθήκης (Τεκμήριο 20) από τον δεύτερο, δεν αμφισβητήθηκε. Όπως, επίσης, δεν αμφισβητήθηκε, ότι η υποθήκη, παρά το ότι εκτελέστηκε το 2005, εντούτοις καλύπτει και τις επίδικες διευκολύνσεις. Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από τα Τεκμήρια 21 και 22.

 

Σε σχέση με το Τεκμήριο 11 δεν μου διαφεύγει, ότι αυτό φέρει ημερ.26.07.01, ενώ οι επίδικες συμφωνίες δανείου καταρτίστηκαν στις 09.02.09 και 18.05.10 αντίστοιχα. Το λεκτικό, ωστόσο, του Τεκμηρίου 11 σε συνάρτηση και με τις περιβάλλουσες συνθήκες δεικνύει, ότι πρόθεση των μερών ήταν όπως η εγγύηση που παραχωρήθηκε με το εν λόγω Τεκμήριο είναι συνεχής (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. & Sons Importing Ltd κ.α. (2004) 1Α Α.Α.Δ 180 και Γεωργίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ 862). Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στους όρους 2 και 3 του Τεκμηρίου 11, καθώς και στο ότι ο Εναγόμενος 2 στη μαρτυρία του δεν ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω εγγύηση έπαυσε να ισχύει και, επομένως, δεν κάλυπτε και τις επίδικες συμφωνίες. Υπενθυμίζω, ότι ο Εναγόμενος 2 είναι διευθυντής της Εναγόμενης 1 – πρωτοφειλέτριας και ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε για λογαριασμό της Εναγόμενης 1 τα επίδικα έγγραφα.

 

Στη Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ 1465, αναφέρθηκε ότι η στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη να καταβάλει το χρέος αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκτησή του από τον εγγυητή. Η υποχρέωση, δηλαδή, του εγγυητή είναι επάλληλη προς εκείνη του πρωτοφειλέτη. Η πιο πάνω αρχή εφαρμόζεται mutatis mutandis και σε σχέση με τον Εναγόμενο 3, ως ενυπόθηκο οφειλέτη – εγγυητή. Ενόψει, επομένως, της στοιχειοθέτησης της υποχρέωσης της Εναγόμενης 1, η Ενάγουσα νομιμοποιείται να αξιώνει από τους Εναγόμενους 2 και 3 την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, όπως αυτές απορρέουν από τις προσωπικές εγγυήσεις του Εναγόμενου 2 και την ενυπόθηκη εξασφάλιση του Εναγόμενου 3.

 

Σε ό,τι αφορά, τώρα, την υποχρέωση του Εναγόμενου 3 δυνάμει του Τεκμηρίου 20 σημειώνω τα ακόλουθα. Στη Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκευσης ακινήτου, ως επίσης και στον όρο 14 του Εγγράφου Υποθήκης, συμφωνήθηκε όπως το μέγιστο ποσό για το οποίο θα ευθύνεται ο Εναγόμενος 3 θα είναι το ποσό των Λ.Κ.60.000  πλέον τόκους και έξοδα από 29.03.05. Προφανώς, στις 29.03.05, ημερομηνία σύναψης του Τεκμηρίου 20, η επίμαχη υποθήκη εξασφάλιζε άλλες υποχρεώσεις, όχι τις επίδικες, της Εναγόμενης 1. Για αυτόν, άλλωστε, τον λόγο υπογραφήκαν από τον Εναγόμενο 3, μέσω του Εναγόμενου 2, τα Τεκμήρια 21 και 22 δια των οποίων συμφωνήθηκε όπως το Τεκμήριο 20 εξασφαλίζει και τις επίδικες συμφωνίες των Τεκμηρίων 9 και 10.

 

Επομένως, η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται, κατά την κρίση μου, να αξιώνει τόκο από τις 29.03.05. Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, η υποχρέωση του εγγυητή είναι επάλληλη προς εκείνη του πρωτοφειλέτη. Συνεπώς, δεν μπορεί να αξιώνεται τόκος για χρονική περίοδο κατά την οποία δεν υπήρχαν οι διευκολύνσεις (Τεκμήρια 9 και 10) τις οποίες συμφωνήθηκε, μεταγενέστερα, όπως εξασφαλίζει το Τεκμήριο 20. Ως εκ τούτου, ο τόκος θα προσμετρά από τις 09.02.09, ημερομηνία παραχώρησης του δανείου Α και υπογραφής για λογαριασμό του Εναγόμενου 3 του Τεκμηρίου 21. Περαιτέρω, το ποσοστό επιτοκίου που νομιμοποιείται η Ενάγουσα να αξιώνει από τον Εναγόμενο 3 είναι, ασφαλώς, αυτό το οποίο συμφωνήθηκε με το Τεκμήριο 20, ήτοι 8%. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η προσέγγιση της Τράπεζας στην επιστολή – Τεκμήριο 36 με την οποία πληροφόρησε τον Εναγόμενο 3 για τον τερματισμό των επίδικων συμφωνιών.

 

Όσον αφορά τη μεταβίβαση των επίδικων διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων από την Τράπεζα στην Ενάγουσα, σημειώνω, ότι πέραν της αξιόπιστης μαρτυρίας του Μ.Ε.1 και της δέσμης Τεκμηρίων 5 – 8, καταχωρήθηκε στον φάκελο της αγωγής σχετική με το πιο πάνω γεγονός ειδοποίηση ημερ.06.02.23, συμφώνως των άρθρων 18(6) και 19(5) του του Ν.169(Ι)/2015 αντίστοιχα. Η εν λόγω ειδοποίηση, ως μέρος του δικαστηριακού φακέλου μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Ως εκ των ανωτέρω η Ενάγουσα απέδειξε στο πλαίσιο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων την απαίτηση της εναντίον των Εναγομένων 1 – 3. Η προαναφερόμενη κατάληξη καταδεικνύει και το αβάσιμο της ανταπαίτησης των Εναγομένων.

 

Κατάληξη

Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά ως εξής:

 

(α) Για το ποσό των €1.329.475,89 πλέον τόκο 10,38% ετησίως επί του ποσού των €1.288.630,88 από 19.10.23 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

(β) Για το ποσό των €28.645,57 πλέον τόκο 10,38% ετησίως επί του ποσού των €27.780,82 από 17.10.23 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30ην  Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου 3 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με τους Εναγόμενους 1 και 2 για το ποσό των €102.516,09 (Λ.Κ.60.000) με τόκο 8% επί του ιδίου ποσού από 09.02.09 μέχρι εξοφλήσεως του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

Επιπρόσθετα, εκδίδονται εναντίον του Εναγόμενου 3 τα ακόλουθα διατάγματα:

 

(α) Διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εκποίηση της Υποθήκης υπ’ αριθμόν Υ2289/2005 ημερ. 29.03.05 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού προς ικανοποίηση εκ του προϊόντος της εκποίησης αυτής, της αξίωσης της Ενάγουσας. Τυχόν πλεόνασμα να δοθεί στον Εναγόμενο 3.

 

(β) Διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζονται τα δικαιώματα που απορρέουν από τους όρους 5 και 11 του εγγράφου υποθήκης υπ’ αριθμόν Υ2289/2005 ημερ. 29.03.05 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και με το οποίο διορίζεται και εξουσιοδοτείται η Ενάγουσα ως πληρεξούσια αντιπρόσωπος του Εναγόμενου 3, να εκτελεί όλα τα αναγκαία έγγραφα και πράξεις για σκοπούς πώλησης και μεταβίβασης του ενυπόθηκου ακινήτου, είτε μέσω προσφορών είτε με ιδιωτική πώληση.

 

(γ) Διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Εναγόμενος 3 να παρέχει οποιανδήποτε συγκατάθεση και/ή έγγραφο και/ή υπογραφή τυχόν ζητηθεί από την Ενάγουσα για σκοπούς πώλησης και μεταβίβασης του ενυπόθηκου ακινήτου μέσω προσφορών ή ιδιωτικής πώλησης.

 

(δ) Διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζεται το δικαίωμα της Ενάγουσας που απορρέει από τον όρο 7 του εγγράφου Υποθήκης υπ’ αριθμό Υ2289/2005 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και με το οποίο εξουσιοδοτείται η Ενάγουσα να συνάπτει νέα ή να ανανεώνει υφιστάμενη ασφάλεια πυρός, σεισμού προς κάλυψη του ενυπόθηκου ακινήτου αυξάνοντας την εξ αποφάσεως οφειλή με τα σχετικά ασφάλιστρα ή χρεώνοντας τα σε οποιοδήποτε λογαριασμό του Εναγόμενου 3.

 

(ε) Διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζονται τα δικαιώματα της Ενάγουσας που απορρέουν από τους όρους 9 και 12 του εγγράφου Υποθήκης υπ’ αριθμόν Υ2289/2005 Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού και με το οποίο εξουσιοδοτείται η Ενάγουσα να διεκδικεί, έναντι του Εναγόμενου 3 ή οποιουδήποτε τρίτου, οποιαδήποτε ποσά τα οποία θα καταστούν πληρωτέα σε σχέση με το ενυπόθηκο ακίνητο από πωλητήρια και/ή ενοικιαστήρια και/ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.

 

Αναφορικά με τα διατάγματα που διεκδικεί η Ενάγουσα σε σχέση με την κατοχή του ενυπόθηκου ακινήτου του Εναγόμενου 3, επισημαίνω ότι στο έγγραφο υποθήκης δεν περιλαμβάνεται πρόνοια η οποία να παρέχει στον ενυπόθηκο πιστωτή το δικαίωμα κατοχής του ενυπόθηκου ακινήτου. Σε κάθε περίπτωση, η έκδοση διατάγματος για κατοχή του ενυπόθηκου ακινήτου (writ of possession) αφορά μέτρο εκτέλεσης της απόφασης και ως εκ τούτου το παρόν στάδιο δεν είναι το κατάλληλο προς εξέτασή του. Κατά συνέπεια, οι θεραπείες της παραγράφου 83Ε (στ) και (ζ) του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος απορρίπτονται.

 

Όσον αφορά τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 - 3 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Νοείται, ότι η ευθύνη του Εναγόμενου 3 ως προς τα έξοδα περιορίζεται στην κλίμακα εξόδων €100.000 - €500.000.

 

Η ανταπαίτηση των Εναγομένων απορρίπτεται. Ενόψει της συνεκδίκασης με την απαίτηση, θεωρώ ορθό να μην εκδοθεί διαταγή για έξοδα στην ανταπαίτηση. Συνακόλουθα ουδεμία διαταγή για έξοδα στην ανταπαίτηση.

 

 

           

                                        (Υπ.) ……………………………………

                                             Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

Subject: Civil/Other Actions/Final

Αναφορά: Δάνειο-εγγυήσεις-υποθήκη-τόκος

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο