ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2846/2017

Μεταξύ:

 

K & M COFFEESHOP LTD

Ενάγοντες

-και-

 

1.    ANODOS LIVE LTD

2.    ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

3.    ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

 

                                                                                    Εναγόμενοι

Ημερομηνία: 22 Μαρτίου  2024

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες: κος Κ. Καραμανίδης μαζί με κα Μ. Παστελλά για Κλεάνθης Χ. Καραμανίδης Δ.Ε.Π.Ε

Για τους Εναγόμενους: κα. Μ. Γιατρού

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή - Δικόγραφα

1.    Στις 09/10/2017 οι Ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή με κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο και σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης αξιώνουν εναντίον όλων των Εναγομένων το ποσό €14,000. Όπως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται, κατά ή περί την 13/05/2015  συμφώνησαν να πωλήσουν στην Εναγόμενη 1 τον εξοπλισμό και την εμπορική εύνοια καφενείου το οποίο τους άνηκε συνάπτοντας σχετική συμφωνία (η «Συμφωνία Πώλησης»). Σύμφωνα με τις θέσεις των Εναγόντων οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν την πιστή τήρηση όλων των όρων της Συμφωνίας Πώλησης. Στην Συμφωνία Πώλησης είχε καθοριστεί ο τρόπος πληρωμής του ως άνω ποσού με μηνιαίες δόσεις και εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μέχρι την εξόφληση του. Στις 30/03/2016 οι Εναγόμενοι τερμάτισαν την Συμφωνία Πώλησης με σχετική επιστολή και με δεύτερη επιστολή ημερομηνίας 16/04/2016 επανέλαβαν το περιεχόμενο της πρώτης επιστολής και ενημέρωσαν τους Ενάγοντες ότι ο εξοπλισμός του καφενείου μεταφέρθηκε σε αποθήκη για φύλαξη. Οι Ενάγοντες κάλεσαν τους Εναγόμενους να καταβάλουν το συμφωνημένο ποσό ύψους €14,000 όμως αυτοί παρέλειψαν να το πράξουν.

 

2.    Με την Υπεράσπιση τους οι Εναγόμενοι αποδέχτηκαν πλείστους από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Εναγόντων πλην όμως παραπέμπουν σε συγκεκριμένο όρο της Συμφωνίας Πώλησης που ισχυρίζονται ότι τους επέτρεπε να τερματίσουν την Συμφωνία Πώλησης σε περίπτωση καθυστέρησης των συμφωνηθέντων μηνιαίων δόσεων. Επιπλέον ισχυρίζονται ότι στις 16/02/2016 υπεγράφη μια συμφωνία με την οποία ακυρωνόταν η συμφωνία ενοικίασης του ακινήτου, στο οποίο στεγαζόταν το καφενείο. Συνεπώς με την Υπεράσπιση τους προωθούν την θέση ότι τερμάτισαν νόμιμα την Συμφωνία Πώλησης και δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στους Ενάγοντες.

 

3.    Με την Απάντηση τους οι Ενάγοντες απέρριψαν όλους τους ισχυρισμούς των Εναγομένων και ανέφεραν ότι ο συγκεκριμένος όρος στον οποίο παρέπεμψαν οι Εναγόμενοι ουδόλως τους έδινε δικαίωμα τερματισμού και μη τήρησης των συμβατικών τους υποχρεώσεων βάσει των όσων προνοούνταν στη Συμφωνία Πώλησης.

 

 

Διαδικασία

 

4.    Προς υποστήριξη της απαίτησης των Εναγόντων,  δόθηκε μαρτυρία από τον κ. Αντώνη Περικλέους (ME1) και προς υποστήριξη της υπεράσπισης των Εναγομένων δόθηκε μαρτυρία από τον κ. Μιχάλη Νικολάου (MY1) οι οποίοι αμφότεροι αντεξετάσθηκαν. Το σύνολο της προφορικής μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά που τηρήθηκαν και σημειώνω ότι η έγγραφη μαρτυρία, αποτελούμενη από την γραπτή δήλωση που καταχωρήθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του ΜΕ1 όπως και την γραπτή δήλωση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του ΜΥ1 μαζί με τα Τεκμήρια 1 έως 8, βρίσκονται στον φάκελο της διαδικασίας. Σημειώνω ότι όλα τα Τεκμήρια κατατέθηκαν εκ συμφώνου ως παραδεκτά έγγραφα, δηλαδή και για την αλήθεια του περιεχομένου τους.

 

5.    Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων παρέδωσαν τις γραπτές τους αγορεύσεις τους προωθώντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους.

 

6.    Επισημαίνω, ότι τα επιχειρήματα και όλη η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, αμφότερων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A113, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

Μαρτυρία και ευρήματα επί παραδεκτών ή μη αμφισβητουμένων γεγονότων

7.    Αναφέρω εξ αρχής ότι στην παρούσα υπόθεση ενδεχομένως να μπορούσε να είχε αποφευχθεί εξ ολοκλήρου η προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας ή έστω σημαντικός αριθμός γεγονότων μπορούσαν να καταστούν κοινώς παραδεκτά γεγονότα με δηλώσεις των συνηγόρων (Χρίστου ν. Khoreva  (2001) 1 Α.Α.Δ. 1874, STARGEL CO LTD ν. LUTKIN κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 407/2011, 21/6/2018), ECLI:CY:AD:2018:A300, κάτι που αναμφίβολα θα εξοικονομούσε πολύτιμο δικαστικό χρόνο. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια πλείστα από τα ουσιώδη γεγονότα στα οποία αναφέρθηκαν οι μάρτυρες είναι παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα και συνεπώς κρίνω άσκοπη την παράθεση έστω σύνοψης της μαρτυρίας τους προς αποφυγή επαναλήψεων, στην παρούσα απόφαση.

 

8.    Ειδικότερα, από το σύνολο του περιεχομένου του μαρτυρικού υλικού και των δικογράφων, προκύπτουν τα πιο κάτω ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα: 

 

·         Οι Ενάγοντες αποτελούν ιδιωτική εταιρεία που ασχολείται με το γενικό εμπόριο οι οποίοι κατείχαν και εκμεταλλεύονταν καφενείο στη Λεμεσό  και είχαν δημιουργήσει εμπορική εύνοια. Η Εναγόμενη 1 αρχές του 2015 εξέφρασε την επιθυμία της να αγοράσει το καφενείο, τον εξοπλισμό και την εμπορική εύνοια του εν λόγω καφενείου.

 

·         Οι Ενάγοντες και η Εναγόμενη 1 υπέγραψαν στις 13/05/2015 την Συμφωνία Πώλησης της εμπορικής εύνοιας του καφενείου και του εξοπλισμού του και ως αντίτιμο καθορίστηκε το ποσό των €14,000 το οποίο θα καταβαλλόταν τμηματικά με μηνιαίες δόσεις σύμφωνα με τον όρο 2 (το Δικαστήριο θα αναφερθεί στη συνέχεια στο περιεχόμενο του όρου αυτού). Οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν την Συμφωνία Πώλησης ως εγγυητές των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1.

 

·         Κατά την ημέρα υπογραφής της Συμφωνίας Πώλησης οι Ενάγοντες παρέδωσαν στους Εναγόμενους την κατοχή του χώρου του καφενείου μαζί με όλο τον εξοπλισμό αυτού και οι Εναγόμενοι άρχισαν την διεξαγωγή εργασιών στο χώρο αυτό. Μετά την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης, η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε τρίτο πρόσωπο που ενεργούσε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του ιδιοκτήτη του χώρου στον οποίο στεγαζόταν το καφενείο για την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης και έπειτα η Εναγόμενη 1 κατέστη η νέα ενοικιαστής κατόπιν σύναψης συμφωνίας ενοικίασης του χώρου. Οι Ενάγοντες δεν ήταν πλέον ενοικιαστές του εν λόγω χώρου.

 

·         Η Εναγόμενη 1 σύνηψε στις 16/02/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 συμφωνία με το τρίτο αυτό πρόσωπο που ενεργούσε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του ιδιοκτήτη  του χώρου όπου στεγαζόταν το καφενείο στην οποία καταγράφεται ότι με αυτή «ακυρώνουν το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 13/05/2015» («Ακυρωτική Συμφωνία»).

 

·         Η Εναγόμενη 1 απέστειλε στις 31/03/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147, μέσω των τότε δικηγόρων της, επιστολή με την οποία ενημέρωσε τους Ενάγοντες ότι τερμάτισε τη «συμφωνία Ενοικίασης…» του χώρου όπου στεγαζόταν το καφενείο και κατ΄ επίκληση του όρου 2 της Συμφωνίας Πώλησης κάλεσε τους Ενάγοντες να παραλάβουν τον εξοπλισμό του καφενείου ο οποίος θα ήταν στην διάθεση τους.

 

·         Η Εναγόμενη 1 απέστειλε δεύτερη επιστολή με την οποία επανέλαβε τη θέση ότι τερματίστηκε η «συμφωνία Ενοικίασης» και ανέφερε ότι θα αποχωρούσαν από τον εν λόγω χώρο και ότι μετά από καταγραφή του εξοπλισμού τον μετέφεραν σε αποθήκη φύλαξης και ότι ήταν στην διάθεση των Εναγόντων να τον παραλάβουν.

 

·         Οι Ενάγοντες απέστειλαν επιστολή στην οποία καταγράφεται ότι οι «πελάτες σας έχουν δικαίωμα να τερματίσουν την συμφωνία» (με αναφορά στην Συμφωνία Πώλησης) αλλά αξίωσαν την καταβολή του συνόλου του συμφωνηθέντος ποσού των €14,000.

 

Για όλα τα πιο πάνω το Δικαστήριο προβαίνει σε ανάλογα ευρήματα.

 

Επίδικα Ζητήματα

9.    Από τις έγγραφες προτάσεις και την προσκομισθείσα μαρτυρία κρίνω ότι τα μόνα επίδικα θέματα που προκύπτουν είναι τα εξής:

                     i.        Κατά πόσο ο όρος 2 της Συμφωνίας Πώλησης επέτρεπε τον τερματισμό της από την Εναγόμενη 1.

                    ii.        Κατά πόσο η Συμφωνία Πώλησης ακυρώθηκε ως αποτέλεσμα της σύναψης της Συμφωνία Ακύρωσης.

                  iii.        Κατά πόσο η Εναγόμενη 1 ορθά και νόμιμα τερμάτισε την Συμφωνία Πώλησης.

                  iv.        Κατά πόσο οι Ενάγοντες δικαιούνται σε αποζημιώσεις και ποιο το ύψος αυτών.ι

Αξιολόγηση της μαρτυρίας

10. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πραγματοποιείται προκειμένου να προβεί το Δικαστήριο σε ευρήματα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και στη συνέχεια στηριζόμενο σε αυτά να εξετάσει αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Ως επί το πλείστον, ζητήματα αξιοπιστίας εγείρονται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138).

 

11. Επισημαίνεται ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν και είναι σχετικά με τα επίδικα και δεν επεκτείνεται σε θέματα που δεν δικογραφούνται ή σε θέματα που έχουν εγερθεί πρώτη φορά είτε μέσω της μαρτυρίας είτε μέσω των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων και άρα τέτοια μαρτυρία δεν λαμβάνεται υπόψη  (Παπαγεωργίου ν Κλάππας Invstment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24) και  ΑΝΤΩΝΙΑ ΠΗΛΙΝΑ v. PASCAL EDUCATION LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 222/2015, 22/11/2023). Επιπλέον, έχει λεχθεί σε πληθώρα αποφάσεων ότι μαρτυρία που κατατίθεται έστω και χωρίς ένσταση και που τελικά φαίνεται ότι δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία πρέπει να αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου (Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826, DEMARI KRONOS LIMITED v. MICHAEL LESLIE GRAY κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2014, 22/2/2023, ECLI:CY:AD:2023:A62.

 

12. Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Για σκοπούς αξιολόγησης έλαβα υπόψη αριθμό νομολογιακών αναγνωρισμένων παραγόντων όπως την πληρότητα και σαφήνεια και αμεσότητα στον τρόπο περιγραφής των γεγονότων την ύπαρξη γενικών και αορίστων αναφορών, υπεκφυγών ή ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών στη σχετική μαρτυρία,  αλλά και την γενικότερη λογικοφάνεια της εκδοχής που προβάλλεται καθώς και την ύπαρξη ή την απουσία οποιουδήποτε προσωπικού συμφέροντος του προσώπου που προσκομίζει την μαρτυρία (Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 ΑΑΔ 2192,  Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506 Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση 185/2012, 19/04/2018), ECLI:CY:AD:2018:A179.

 

13. Το Δικαστήριο προχωρεί με προσοχή στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με αντιπαραβολή των θέσεων των διαδίκων αλλά και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία και το περιεχόμενο, η πειστικότητα και η ποιότητα της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (Βλ. απόφαση (Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ 1056,  Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Π.Έ. 328/2011, ημερ. 31/05/2017, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2014, 8/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D243. Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Δημοσια Εταιρεία Λτδ ν. Χίννη (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1331, ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ v. ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2013, 26/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:A403.

 

14. Στη βάση των πιο πάνω αρχών, τυχόν μαρτυρία που προσκομίστηκε και σχετική αντεξέταση επί θεμάτων που δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα, όπως αυτά προσδιορίστηκαν πιο πάνω, και που εκφεύγουν εξ ολοκλήρου των δικογραφημένων θέσεων των μερών, καθηκόντος θα αγνοηθεί και δεν θα τύχει περαιτέρω σχολιασμού. Ενδεικτικά αναφέρομαι στα ακόλουθα θέματα, ήτοι κατά πόσο οι Ενάγοντες θα έπρεπε να είχαν λάβει κάποιο ποσό ως προκαταβολή κατά την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης, κατά πόσο όντως οι Ενάγοντες προέβηκαν σε κάποια ενέργεια εναντίον των Εναγομένων για να ζητήσουν τα οφειλόμενα ποσά όταν παρατηρήθηκε ότι οι Εναγόμενοι δεν πλήρωναν τις μηνιαίες δόσεις στους Ενάγοντες, κατά πόσο οι Ενάγοντες είναι δρώσα εταιρεία, αν υποβάλλουν φορολογικές δηλώσεις, που παραλήφθηκαν και από ποιον οι επιστολές τερματισμού που απέστειλαν οι τότε δικηγόροι της Εναγόμενης 1, ενώ είχαν ήδη κατατεθεί ως παραδεκτά έγγραφα σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, κατά πόσο οι Εναγόμενοι πιέζονταν να καταβάλουν ποσά ως ενοίκια προς τρίτα πρόσωπα και για αυτό σύναψαν την Ακυρωτική Συμφωνία.

 

15. Πέραν των πιο πάνω, επιθυμώ να επισημάνω ότι στην παρούσα υπόθεση προσκομίσθηκε μαρτυρία και αντεξετάστηκαν οι μάρτυρες εκατέρωθεν αναφορικά με την νομική ερμηνεία και τις νομικές συνέπειες του επίδικου όρου 2 και πώς αυτός επενεργεί στα δικαιώματα των μερών, κάτι που όμως εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ε. ΜΙΧΑΗΛ ν. KWONG κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 264/2013, 6/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A513 λέχθηκαν τα εξής:

Το ζήτημα της ερμηνείας μιας συμφωνίας είναι ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Το δικαστήριο είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για να δώσει την ορθή ερμηνεία στο λεκτικό που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν.   Το αντικείμενο της ερμηνευτικής διαδικασίας είναι η ανεύρεση της ορθής έννοιας της συμφωνίας, λαμβανομένων υπόψιν των γεγονότων υπό τα οποία υπεγράφη.   Υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία η ερμηνεία μιας συμφωνίας έχει σκοπό την διαπίστωση της κοινής πρόθεσης των συμβαλλομένων.  Αυτό όμως έχει την έννοια της διαπίστωσης του πώς ένα εύλογο πρόσωπο, στη θέση των συμβαλλομένων, θα εννοούσε τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στη συμφωνία (Δέστε Chitty on Contracts, Τόμος 1, Γενικές Αρχές, παράγραφοι 13-041 και επόμενες, σελ. 1037 και επόμενες,  και την υπόθεση In Investors Compensation Scheme Ltd v. West Bromwich Building Society (1998) 1 W.L.R. 896, 912).

 

16. Δεν μου διαφεύγει ότι στις γραπτές αγορεύσεις της συνηγόρου των Εναγομένων προωθήθηκε η θέση ότι ο ΜΥ1 έδωσε μαρτυρία που σχετίζεται με την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης για να ριχθεί «φώς στο ζητούμενο. Που εν προκειμένου ήταν η αληθής πρόθεση των μερών, ως περιγράφεται πιο κάτω» και που κατά την ίδια υποστηρίζει την θέση ότι η Εναγόμενη 1 είχε δικαίωμα τερματισμού της Συμφωνίας Πώλησης. Ουσιαστικά όμως, αυτό που καλεί το Δικαστήριο η συνήγορος των Εναγομένων να πράξει είναι να συνυπολογίσει τις προσυμβατικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις των μερών που κατά τους ίδιους οδήγησαν στην προσθήκη του όρου 2, ώστε στη συνέχεια να αποφασίσει το Δικαστήριο το νόημα που πρέπει να αποδοθεί στον όρο αυτό, στη βάση των υποκειμενικών προθέσεων των μερών. Αν και η αποκάλυψη του υποβάθρου  της συμφωνίας είναι χρήσιμος οδηγός κατά την  ερμηνεία όρων εγγράφου έχει νομολογιακά ρητά αναγνωρισθεί ότι εξαιρούνται και δεν λαμβάνονται υπόψη οι διαπραγματεύσεις, μονομερείς δηλώσεις και υποκειμενικές προθέσεις των  συμβαλλομένων μερών (CLR STOCKBROKERS LIMITED v. N K SHAKOLAS (HOLDINGS) LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2013, 13/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:A239).

 

17. Περαιτέρω, στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 35th edition καταγράφονται τα ακόλουθα στην παράγραφο 16-054:

The objective nature of the test

The court is concerned both to identify the “objective meaning of the language which the parties have chosen” and to ascertain “what a reasonable person … would have understood the parties to have meant”. It can thus be seen that the courts are not concerned to identify the subjective understandings of the parties to the contract or the meaning which they subjectively ascribe to the term in dispute and such evidence is therefore inadmissible. Thus the agreement must be interpreted objectively. In Investors Compensation Scheme Ltd v West Bromwich Building Society Lord Hoffmann said:

“Interpretation is the ascertainment of the meaning which the document would convey to a reasonable person having all the background knowledge which would reasonably have been available to the parties in the situation in which they were at the time of the contract.”

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

18. Συνεπώς η μαρτυρία που προσκομίσθηκε και που άπτεται της ερμηνείας και των νομικών συνεπειών του όρου 2 Συμφωνίας Πώλησης, των τυχόν υποκειμενικών προθέσεων ή αντιλήψεων των μερών ή του νοήματος που υποκειμενικά απέδιδαν στον όρο πριν την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης κρίνεται ως μη αποδεκτή μαρτυρία. Επισημαίνεται, εκ νέου ότι στην παρούσα υπόθεση είναι παραδεκτή η σύναψη Συμφωνίας Πώλησης και στην οποία είναι παραδεκτό ότι σε αυτή καταγράφονται το σύνολο των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων των μερών. Σημειώνω ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν επικαλέστηκε ο οποιοσδήποτε από τους συνηγόρους ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι κανόνες αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας για σκοπούς ερμηνείας της εν λόγω Συμφωνίας Πώλησης και κατ΄ επέκταση τέτοια μαρτυρία δεν θα τύχει αξιολόγησης καθότι δεν μπορεί να επενεργήσει ουσιωδώς είτε προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση (UNITED FIVE DEVELOPMENT CO (HOLDINGS) LTD κ.α. v. STICHTING ALTAS SPECIALS, Πολιτική Έφεση Αρ. 316/2014, 15/2/2023, ECLI:CY:AD:2023:A52).

 

 

19. Υπό το φως των ανωτέρω αρχών και των όσων έχουν ήδη καταστεί ως ευρήματα του Δικαστηρίου επισημαίνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε θα περιοριστεί μόνο σε ένα ζήτημα που προέκυψε ως αμφισβητούμενο γεγονός, και που σχετίζεται με το ύψος της πιθανής αποζημίωσης, ήτοι κατά πόσο η Εναγόμενη 1 κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό στους Ενάγοντες μετά την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης. Τα υπόλοιπα επίδικα θέματα, ενόψει των παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, ανάγονται σε καθαρά νομικά ζητήματα.

 

20. Το Δικαστήριο έχει ήδη προσδιορίσει το μόνο αμφισβητούμενο γεγονός που δύναται να συσχετισθεί με τα επίδικα θέματα, δηλαδή κατά πόσο καταβλήθηκε ή όχι κάποιο ποσό από τους Εναγόμενους προς τους Ενάγοντες, επί του οποίου είναι αναγκαίο να υπάρξει αξιολόγηση. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει το άμεσο συμφέρον του ΜΕ1 ως Διευθυντή των Εναγόντων στην έκβαση της υπόθεσης και η μαρτυρία του προσεγγίζεται με την ανάλογη περίσκεψη και προσοχή. Παρακολουθώντας τον να καταθέτει από το εδώλιο του μάρτυρα, παρατήρησα ότι παρέμεινε σταθερός στις απόψεις του ενώ κατάθεσε με απλότητα όταν η άλλη πλευρά του υπέβαλλε τις θέσεις της κάτι που με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήρθε στο Δικαστήριο να πει την αλήθεια.

 

21. Η θέση του εν προκειμένω, επί του αμφισβητούμενου σημείου ήταν ότι η Εναγόμενη 1 δεν κατέβαλε κανένα ποσό προς τους Ενάγοντες από την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης και ειδικότερα από 01/06/2015 και έπειτα αλλά και μέχρι σήμερα, θέση η οποία ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε στα πλαίσια της αντεξέτασης του από τη συνήγορο των Εναγομένων. Το εν λόγω γεγονός συνάδει και υποστηρίζεται απόλυτα από την έγγραφη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων δεδομένου του περιεχομένου των επιστολών που είχαν αποσταλθεί εκ μέρους της Εναγόμενης 1. Επαναλαμβάνεται ότι στις εν λόγω επιστολές που απέστειλαν οι Εναγόμενοι, οι ίδιοι επικαλούνται ακριβώς τον όρο 2 που αναφέρεται σε μη πληρωμή μηνιαίων ποσών ως τον λόγο για τον οποίο καλούσαν τους Ενάγοντες να παραλάβουν τον εξοπλισμό τους και με βάσει του οποίου προχώρησαν σε τερματισμό της Συμφωνίας Πώλησης. Συνεπώς, κρίνω ότι μπορώ να στηριχθώ στην μαρτυρία του ΜΕ1, την οποία και αποδέχομαι ως λογική και αξιόπιστη.

 

22. Σε αντιδιαστολή με την μαρτυρία του ΜΕ1, αποφαίνομαι ότι δεν μπορώ να αποδεχθώ την θέση που ο ΜΥ1 πρόβαλε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση του, ότι δηλαδή πληρώθηκαν στους Ενάγοντες οι πρώτοι 6 μήνες που προνοούσε η Συμφωνία Πώλησης. Κατ’ αρχάς η εν λόγω θέση τελεί σε πλήρη αντίθεση και συνιστά ουσιώδη μεταβολή από την μαρτυρία που προσκόμισε ο ίδιος με την γραπτή δήλωση που κατέθεσε ως μέρος της κυρίως του εξέτασης σύμφωνα με την οποία «η Εναγόμενη 1 καμία δόση δεν είχε καταβάλει από 01/05/2015 - 30/03/2016 που στείλαμε την πρώτη μας επιστολή μέσω του δικηγόρου μας».

 

23. Όταν αυτό του υποδείχθηκε κατά την αντεξέταση του, ο ίδιος το απέδωσε στο ότι ενδεχομένως να υπήρξε κάποιο λάθος λόγω του χρόνου που παρήλθε, εντούτοις η θέση του αυτή περί πληρωμής κάποιου ποσού όχι μόνο στερείται πειστικότητας αλλά τελεί και σε πλήρη διάσταση τόσο με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς και με την έγγραφη μαρτυρία (στις επιστολές τερματισμού η Εναγόμενη 1 επικαλείται τον όρο 2 και δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε ποσό που ήδη καταβλήθηκε προς τους Ενάγοντες) όσο και με την γενικότερη φιλοσοφία της υπεράσπισης του. Επιπλέον, ο ΜΥ1 δεν προσκόμισε οποιοδήποτε υποστηρικτικό έγγραφο που να καταδεικνύει την καταβολή κάποιου ποσού στους Ενάγοντες, κάτι που φυσικά θα ήταν αναμενόμενο να προσκομιστεί προς υποστήριξη των όσων ανέφερε, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του ως προς αυτό της το σκέλος, να χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα, γενικότητα και αοριστία ώστε να μην μπορώ να στηριχθώ σε αυτή για εξαγωγή ευρημάτων.

Ευρήματα

24. Πέραν των ευρημάτων του Δικαστηρίου τα οποία ήδη παρατέθηκαν ως παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα προβαίνω σε σχετικό εύρημα ότι η Εναγόμενη 1 δεν κατέβαλε στους Ενάγοντες οποιοδήποτε από το συμφωνηθέν ποσό δυνάμει της Συμφωνίας Πώλησης.

 

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

 

25. Στις αστικές υποθέσεις όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί η απόδειξη της υπόθεσης κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του εκάστοτε ενάγοντα, να αποδείξει τους ισχυρισμούς του που θεμελιώνουν την αξίωση του. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη (Demil Imports Exports Ltd ν. Zήνων η Kωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 462). Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (Μαρσέλ κ.α ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1858, ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ν. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΧΛΩΡΑΚΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 214/2013, 24/6/2019), ECLI:CY:AD:2019:A238. Έχοντας κατά νου τα ευρήματα στα οποία έχω ήδη αναφερθεί θα προχωρήσω να εξετάσω τα επίδικα θέματα. 

 

 

 

Δικαίωμα τερματισμού της Συμφωνίας Πώλησης από την Εναγόμενη 1;

 

26. Αρχικά κρίνω χρήσιμο να παραθέσω αυτούσιο το μέρος του όρου 2, που σύμφωνα με τους Εναγόμενους, επέτρεπε τον τερματισμό της Συμφωνίας Πώλησης από μέρους τους:

 

«Το τίμημα πώλησης της Εμπορικής Εύνοιας και του Εξοπλισμού συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και με το παρόν έγγραφο εκ συμφώνου και από κοινού συμφωνείται και ορίζεται σε ΕΥΡΩ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΜΟΝΟΝ (Αριθμός €14,000) το οποίο θα πληρωθεί από τον Αγοραστή στον Πωλητή ως εξής:

 

[…]

Νοείται ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από μέρος του ΑΓΟΡΑΣΤΗ οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής περαιτέρω από 7 (επτά) μέρες από την λήξη της, η παρούσα συμφωνία τερματίζεται και ακυρώνεται, ο ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ αναλαμβάνει να παραδώσει το κατάστημα πίσω στον ΠΩΛΗΤΗ εντός 3 (τριών) ημερών, και οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε μέχρι τότε θα παραμείνει στον ΠΩΛΗΤΗ ως αποζημίωση για την μη τήρηση των όρων της παρούσας συμφωνίας από τον ΑΓΟΡΑΣΤΗ.

 

 

27. Με αναφορά στον πιο πάνω όρο η βασική θέση που προωθήθηκε κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 από την συνήγορο των Εναγομένων αλλά και όπως προωθείται με την γραπτή της αγόρευση ήταν ότι εφόσον η Εναγόμενη 1 δεν προχώρησε στην καταβολή των μηνιαίων δόσεων τότε η Συμφωνία Πώλησης τερματίζεται και ακυρώνεται και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να αναφέρει στον εν λόγω όρο ότι οι Εναγόμενοι οφείλουν να πληρώσουν όλο το ποσό των €14,000 που είχε συμφωνηθεί.

 

28. Κατά την συνήγορο των Εναγομένων ο όρος είναι ξεκάθαρος και δεν υπάρχει ιδιαίτερη δυσκολία στην εφαρμογή του πρέπει να αποδοθεί σε αυτόν η φυσιολογική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν. Σύμφωνα με την θέση που προώθησε δεν υπάρχουν αντικρουόμενοι όροι ώστε να εγείρονται ζητήματα ερμηνείας. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση του συνηγόρου των Εναγόντων όπως αυτή υποβλήθηκε στον ΜΥ1 ο οποίος υποστήριξε ότι η Εναγόμενη 1 δεν είχε κανένα δικαίωμα τερματισμού της Συμφωνίας Πώλησης κατ’ επίκληση του εν λόγω όρου.

 

29. Απεναντίας, ισχυρίζεται ότι μόνο οι Ενάγοντες είχαν δικαίωμα επίκλησης του εν λόγω όρου και ότι οι Εναγόμενοι παραβίασαν την συμβατική τους υποχρέωση πληρωμής του οφειλόμενου συμφωνηθέντος ποσού.  Παρενθετικά, σημειώνω ότι έχει προσκομισθεί μαρτυρία από τους μάρτυρες σχετικά με το κατά πόσο οι Εναγόμενοι προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους Ενάγοντες ή όχι πριν να αποσταλθούν οι επιστολές τερματισμού της Συμφωνίας Πώλησης, πλην όμως η εν λόγω μαρτυρία δεν έτυχε αξιολόγησης καθότι είτε υπήρξαν οι εν λόγω προσπάθειες επικοινωνίας είτε όχι δεν αποτελεί ζήτημα που δύναται να επιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο στο νομικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο, ήτοι κατά πόσο η Εναγόμενη 1 είχε το όποιο δικαίωμα τερματισμού της Συμφωνίας Πώλησης στην βάση του όρου 2.

 

30. Σχετική με την ερμηνεία όρων συμβάσεων είναι η σχετικά πρόσφατη  απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τσιακλίδη ν. Φωτιάδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2012, 18/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A324, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η ερμηνεία της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ορθά προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως θέμα νομικό, το οποίο εναπόκειτο στο ίδιο να αποφασίσει, (βλ. Glory Worldwide Holdings Ltd v Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας κ.ά (2012) 1 ΑΑΔ 1633 και Λάμπρου ν Παράσχου κ.ά (1993) 1 ΑΑΔ 397). Όπως υπογραμμίζεται σε πρόσφατη απόφαση μας, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία επί του θέματος, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου μιας σύμβασης αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και των όρων της. Η διακρίβωση της σημασίας των όρων που χρησιμοποιήθηκαν και εν τέλει της πρόθεσης των μερών που απορρέει από το έγγραφο, πρέπει να διενεργείται μέσα από τη συνολική ερμηνεία του εγγράφου και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά, έτσι ώστε να αποφεύγονται ενδεχόμενοι κίνδυνοι από το νόημα που αποδίδεται στους όρους της και που δυνατό να μην αντικατοπτρίζουν, αντικειμενικά ιδωμένοι, τον σκοπό της συναλλαγής και την πραγματική πρόθεση των μερών (xxx Παντελή-Βουζούνη κ.ά ν xxx Αποστόλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 457/2012, ημερ.10.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:A138».

 

 

31. Στην υπόθεση Amethyst Distributors Ltd v. Ιεράς Μονής Κύκκου (2011) 1 Α.Α.Δ. 199 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου, είναι ασαφές (Pell Frischmann Consultants Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33, 44). Όπου επιχειρείται ερμηνεία όρων της σύμβασης, το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της σύμβασης στον μέσο λογικό άνθρωπο».

 

32. Ομοίως στην απόφαση Ποιηταρίδη v. Anopa Investments Ltd, Πολ. Έφ. 260/11, ημ. 25/05/2018, καταγράφονται τα εξής:

«Είναι νομολογιακά γνωστή η αρχή ότι οι κανόνες ερμηνείας εγγράφων στόχο έχουν τη γραμματική ερμηνεία, συμπληρωμένη από την αντίληψη που δημιουργείται σ' ένα κοινό άνθρωπο, η δε πρόθεση των μερών εξάγεται από τη γλωσσική διατύπωση (βλ. Transnatco Ltd v. Superclima Eng. Ltd. (2010) 1 (A) AAΔ 643 και Καρατσιόλης ν. Royal Sports Betting Ltd. (2008) 1 (A) AAΔ 669).  Το έργο του Δικαστηρίου είναι η διαπίστωση της έννοιας της σύμβασης και οποιουδήποτε όρου αυτής (με βάση την αντικειμενική θεωρία των συμβάσεων και το τι μεταδίδεται στο μέσο λογικό άνθρωπο) στο πλαίσιο του όλου κειμένου και έχοντας υπόψη το υπόβαθρο και τα δεδομένα της περίπτωσης, αλλά όχι με βάση τις υποθέσεις του Δικαστή σ' όσον αφορά στις επιδιώξεις των μερών (βλ. σύγγραμμα Πολύβιου Πολυβίου: «Το δίκαιο των Συμβάσεων,» Τόμος Β, σελ. 479)».

 

 

33. Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν και επεξηγήθηκαν στην πρόσφατη απόφαση Dome Investments Public Company Ltd v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 11/2013, ημερομηνίας 17/06/2021,  ως ακολούθως:

 

"Ό,τι προκύπτει από την αποκρυσταλλωμένη νομολογία είναι ότι ζητούμενο είναι η πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων, με βασικό κριτήριο την απλή και συνηθισμένη έννοια των λέξεων και την κατά γράμμα ερμηνεία τους, εκτός αν προκαλείται παράλογο ή αντιφατικό αποτέλεσμα.  Κριτήριο, με άλλα λόγια, είναι η έννοια που μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας, ερμηνευόμενο στο σύνολο του και όχι κατ'  απομόνωση, στον μέσο λογικό άνθρωπο, εφόσον, όπως υποδείχθηκε στην Saab (ανωτέρω) «συνεχής είναι η τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή».

 

(η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

 

34. Από μια απλή ανάγνωση του όρου 2, προκύπτει ότι οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτόν δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη δυσκολία αποδίδοντας σε αυτές την συνήθη και γραμματική τους σημασία. Εντούτοις, το πρώτο που παρατηρώ είναι ότι ο όρος 2 δεν ενέχει την απαραίτητη συντακτική σαφήνεια και συνοχή που πρέπει να διέπει συμβατικούς όρους και θεωρώ ότι αποτέλεσε την γενεσιουργό αιτία και διαιώνιση της παρούσας διαφοράς. Ειδικότερα, ενώ στον όρο 2 καθορίζεται το αντίτιμο για πώληση επιχείρησης, το οποίο θα καταβαλλόταν τμηματικά, ταυτόχρονα στον όρο 2 συμπεριλαμβάνεται και λεκτικό με το οποίο φαίνεται ότι επέρχεται ο τερματισμός και ακυρότητα της Συμφωνίας Πώλησης στην περίπτωση που παραλείπεται η πληρωμή μιας  εκ των συμφωνηθέντων μηνιαίων δόσεων.

 

35. Είμαι της άποψης ότι υπάρχει αναμφίβολα ασάφεια στον τρόπο εφαρμογής του εν λόγω όρου καθότι όχι μόνο αφήνει, μεταξύ άλλων, μετέωρο το κατά πόσο επέρχεται «αυτόματος τερματισμός» της συμφωνίας δίχως άλλο, ή κατά πόσο απαιτείται κάποια θετική ενέργεια από κάποιο συμβαλλόμενο μέρος για τερματισμό της συμφωνίας, αλλά προπάντων εκ πρώτης όψεως φαίνεται να οδηγεί σε μια ιδιόμορφη και κατά το ελάχιστο αντιφατική κατάσταση πραγμάτων. Δηλαδή, αποδίδοντας στον εν λόγω όρο την συνηθισμένη έννοια των λέξεων που τον συνθέτουν, η Συμφωνία Πώλησης δύναται να οδηγηθεί σε ακυρότητα και τερματισμό κατόπιν παραβίασης της ουσιώδους και βασικής υποχρέωσης της Εναγόμενης 1 ήτοι την καταβολή της συμφωνηθείσας αντιπαροχής.

 

36. Η εν λόγω ιδιομορφία καθίσταται ακόμα πιο αντιληπτή όταν ο εν λόγω όρος εξεταστεί στο σύνολο του και λαμβάνοντας υπόψη τον γενικότερο σκοπό της Συμφωνίας Πώλησης, όπως προκύπτει από το προοίμιο αυτής, ήτοι την πώληση του καφενείου και που στο προοίμιο καταγράφεται ότι είχε δημιουργήσει εμπορική εύνοια από την διεξαγωγή της επιχείρησης. Επιπλέον, σημειώνω και την ύπαρξη όρων στην Συμφωνία Πώλησης  (δέστε «Ιδιαίτερους Όρους») βάσει των οποίων μεταβιβάζεται στην Εναγόμενη 1 η ιδιοκτησία του εξοπλισμού, η οποία από την υπογραφή της Συμφωνίας Πώλησης είχε αποκλειστική κυριότητα και ευθύνη για τον εν λόγω εξοπλισμό και με το περιεχόμενο της Συμφωνίας Πώλησης αναγνωρίζεται ότι ουσιαστικά έλαβε όλο το όφελος της εν λόγω συμφωνίας.

 

37. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι εγείρονται εύλογα ερωτήματα κατά πόσο η απόδοση στον εν λόγω όρο της συνήθους σημασίας των λέξεων, όπως κάλεσε η συνήγορος των Εναγομένων το Δικαστήριο να πράξει, οδηγεί σε συμπέρασμα που συνάδει με την κοινή εμπορική λογική των πραγμάτων. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση και ορθή ερμηνεία του τρόπου εφαρμογής του εν λόγω όρου, για να διαπιστωθεί κατά πόσο ήταν όντως εφικτή η επίκληση του εν λόγω όρου από την Εναγόμενη 1 ώστε να επέλθει νόμιμα ο τερματισμός της Συμφωνίας Πώλησης.

 

38. Δεν παραπέμφθηκα από τους συνήγορος σε οποιαδήποτε νομολογία ή αρχή, στην οποία να έτυχε ερμηνείας παρόμοιας φύσεως όρος που φαίνεται να ενέχει τέτοιες καταλυτικές συνέπειες στην ίδια την υπόσταση της συμφωνίας. Σημειώνω, ότι άμεσα σχετικός με το ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο είναι ο γενικότερος κανόνας δικαίου αλλά και κανόνας ερμηνείας συμβάσεων, όπως έχει χαρακτηρισθεί σε σχετικές Αγγλικές αποφάσεις, βάσει του οποίου ένα συμβαλλόμενο μέρος  σε μια συμφωνία δεν μπορεί να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι του αντισυμβαλλομένου του, στηριζόμενο σε δική του πράξη ή παράλειψη (Alghussein Establishment v Eton College [1988] 1 W.L.R. 587, «ο Κανόνας Ερμηνείας»). Στην απουσία δεσμευτικής νομολογίας των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας προς το αντίθετο θα αντλήσω καθοδήγηση από τις εν λόγω αποφάσεις.

 

39. Στην Αγγλική απόφαση Alghussein ανωτέρω, γίνεται αναφορά σε αριθμό αποφάσεων, που ως επί το πλείστο αφορούσαν συμφωνίες ενοικίασης,  και από τις οποίες ο ως άνω Κανόνας. Ενδεικτικά, παραθέτω τα εξής αποσπάσματα:

 

“My Lords it is well established by a long line of authority that a contracting party will not in normal circumstances be entitled to take advantage of his own breach as against the other party. In Rede v. Farr (1817) 6 M. & S. 121 , Lord Ellenborough C.J. said, at pp. 124–125:

“In this case, as to this proviso, it would be contrary to an universal principle of law, that a party shall never take advantage of his own wrong, if we were to hold that a lease, which in terms is a lease for twelve years, should be a lease determinable at the will and pleasure of the lessee; and that a lessee by not paying his rent should be at liberty to say that the lease is void. On this principle, even if it were not borne out so strongly as it is by the current of authorities, it would be sufficient to hold that the lease was only void as against the lessee, not against the lessor.”

 

In the New Zealand Shipping case in the Court of Appeal [1917] 2 K.B. 717 , Viscount Reading C.J. said, at pp. 723–724:

“Unless the language of the contract constrains the Court to hold otherwise, the law of England never permits a party to take advantage of his own default or wrong. In Malins v. Freeman (1838) 4 Bing. N.C. 395 , 399 Coltman J. said: ‘It is so contrary to justice that a party should avoid his own contract by his own wrong, that unless constrained, we should not adopt a construction favourable to such a purpose.’ That appears to me to be the true underlying principle of the cases in which the word ‘void’ has been construed as if it meant voidable. Unless there are clear words to the contrary, a clause making a contract void must be read subject to the condition that the party who is seeking to set up the invalidity is not himself in default.”

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

40. Στην απόφαση New Zealand Shipping Co. v. Societe des Ateliers et Chantiers de France [1919] A.C. 1. υπήρχε όρος ο οποίος προσομοιάζει σε κάποιο βαθμό με τον όρο τον οποίο καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει. Ειδικότερα, το House of Lords κλήθηκε να ερμηνεύσει όρο που αφορούσε τι συνέπειες από τη μη έγκαιρη παράδοση των εμπορευμάτων εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και του λεκτικού "thereupon this contract shall become void and all money paid by the purchasers shall be repaid to them". Στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο κατέληξε ότι η μη παράδοση των εμπορευμάτων δεν ήταν εξ υπαιτιότητας των εκεί εναγομένων, εντούτοις προέβη σε ευρύτερη ανασκόπηση των νομικών αρχών που σχετίζονται με την ακυρότητα ή μη συμφωνίας κατόπιν ενεργειών που μπορούν να αποδοθούν στο μέρος που επικαλείται την ακυρότητα και θα παραθέσω τα εκτενή αποσπάσματα:

“It is undoubtedly competent for the two parties to a contract to stipulate by a clause in it that the contract shall be void upon the happening of an event over which neither of the parties shall have any control, cannot bring about, prevent or retard. For instance, they may stipulate that if rain should fall on the thirtieth day after the date of the contract, the contract should be void. Then if rain did fall on that day the contract would be put an end to by this event, whether the parties so desire or not. Of course, they might during the currency of the contract rescind it and enter into a new one, or on its avoidance immediately enter into a new contract. But if the stipulation be that the contract shall be void on the happening of an event which one or either of them can by his own act or omission bring about, then the party, who by his own act or omission brings that event about, cannot be permitted either to insist upon the stipulation himself or to compel the other party, who is blameless, to insist upon it, because to permit the blameable party to do either would be to permit him to take advantage of his own wrong, in the one case directly, and in the other case indirectly in a roundabout way, but in either way putting an end to the contract.

 

The application to contracts such as these of the principle that a man shall not be permitted to take advantage of his own wrong thus necessarily leaves to the blameless party an option whether he will or will not insist on the stipulation that the contract shall be void on the happening of the named event. To deprive him of that option would be but to effectuate the purpose of the blameable party. When this option is left to the blameless party, it is said that the contract is voidable, but that is only another way of saying that the blameable party cannot himself have the contract made void, cannot force the other party to do so, and cannot deprive the latter of his right to do so. Of course, the parties may expressly or impliedly stipulate that the contract shall be voidable at the option of either party to it. I am not dealing with such a case as that. *10 It may well be that the question whether the particular event upon the happening of which the contract is to be void was brought about by the act or omission of either party to it may involve a determination of a question of fact.

 

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

41. Περαιτέρω, στην απόφαση Cheall v. Association of Professional Executive Clerical and Computer Staff [1983] 2 A.C. 180 με παραπομπή στην απόφαση ανωτέρω, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“In the course of the speeches, which are not entirely consistent with one another, reference was made by all their Lordships to the well known rule of construction that, except in the unlikely case that the contract contains clear express provisions to the contrary, it is to be presumed that it was not the intention of the parties that either party should be entitled to rely upon his own breaches of his primary obligations as bringing the contract to an end, i.e. as terminating any further primary obligations on his part then remaining unperformed. This rule of construction, which is paralleled by the rule of law that a contracting party cannot rely upon an event brought about by his own breach of contract as *594 having terminated a contract by frustration, is often expressed in broad language as: ‘A man cannot be permitted to take advantage of his own wrong.’”

 

42. Στο σύγγραμμα Chitty ανωτέρω στην παράγραφο 26-070 σημειώνονται τα εξής:

Determination of contract

The parties may expressly provide that the contract shall ipso facto determine upon the happening of a certain event.318 Whether the contract provides for automatic termination or requires the innocent party to take a positive step to bring the contract to an end depends upon the construction of the contract. But a clause which makes provision for automatic determination is to be construed subject to the principle that no man can take advantage of his own wrong, so that one party may not be allowed to rely on such a provision where the occurrence of the event is attributable to his own act or default.

(η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

43. Παρομοίως στην παράγραφο 16-115 του συγγράμματος Chitty (ανωτέρω) καταγράφονται τα εξής:

 

“Party cannot rely on their own breach

It has been said that, as a matter of construction, unless the contract clearly provides to the contrary it will be presumed that it was not the intention of the parties that either should be entitled to rely on their own breach of duty to avoid the contract or bring it to an end or to obtain a benefit under it. This presumption applies only to acts or omissions which constitute a breach by that party of an express or implied contractual obligation, or (possibly) of a non-contractual duty,owed by them to the other party. Breach of a duty, whether contractual or non-contractual, owed to a stranger to the contract will not suffice”.

 

44. Από εξέταση των ως άνω αποσπασμάτων προκύπτει αβίαστα ότι δεν δύναται μια σύμβαση που περιέχει ανάλογο όρο με αυτόν που καλούμαι να εξετάσω, να τύχει ερμηνείας κατά τρόπο ώστε τυχόν παράλειψη εκπλήρωσης της κύριας υποχρέωσης των συμβαλλόμενων μερών εξ υπαιτιότητας τους, να οδηγεί σε αυτόματη ακύρωση του συμβολαίου ή τερματισμού αυτού υπό την έννοια ότι ελευθερώνονται από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ή διαζευκτικά ότι το ένα συμβαλλόμενο μέρος δύναται να τερματίσει την συμφωνία επικαλούμενο δική του ενέργεια ή παράλειψη.

 

45. Συνεπώς κατ’ εφαρμογή του ως άνω Κανόνα Ερμηνείας, αποφαίνομαι ότι αν ο όρος 2 εξεταστεί αντικειμενικά από τον μέσο λογικό άνθρωπο δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποτελούσε κοινή πρόθεση των μερών να δοθεί στην Εναγόμενη 1 δικαίωμα τερματισμού ή ακυρότητας της Συμφωνίας Πώλησης στην περίπτωση που η Εναγόμενη 1 θα προκαλούσε την παραβίαση της συμφωνίας, με αποτέλεσμα να της επιτραπεί να επωφεληθεί από την δική της παράλειψη. Σημειώνεται ότι αυτή είναι ακριβώς η ερμηνεία που επιθυμεί η πλευρά των Εναγόμενων να αποδώσει το Δικαστήριο στον εν λόγω όρο δεδομένου ότι έχει ήδη κριθεί ότι η Εναγόμενη 1 δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό προς τους Ενάγοντες. Κατ’ ακολουθίαν, σε συμφωνία με τη θέση του συνηγόρου των Εναγόντων και του σκεπτικού των αποφάσεων Alghussein ανωτέρω και New Zealand ανωτέρω είμαι της άποψης ότι η ορθή ερμηνεία του όρου είναι ότι τέτοιο δικαίωμα τερματισμού ή ακύρωσης, αν και εφόσον εξασκείτο, είχαν αποκλειστικά οι Ενάγοντες ως το αθώο μέρος της παράβασης και όχι η Εναγόμενη 1 γεγονός το οποίο υποστηρίζεται και από το υπόλοιπο λεκτικό του όρου 2 βάσει του οποίου οι Ενάγοντες θα είχαν και την δυνατότητα κράτησης οποιουδήποτε ποσού θα είχε καταβληθεί μέχρι τότε.

 

46.  Δεν θεωρώ ότι έχω ενώπιον μου μια υπόθεση όπου ο πιο πάνω Κανόνας  Ερμηνείας έχει ρητά εξαιρεθεί, κατά τρόπο ώστε όντως να επιτρέπεται στην Εναγόμενη 1, να τερματίσει τη σύμβαση εξ υπαιτιότητας της. Απουσιάζει τέτοιο ξεκάθαρο λεκτικό που να παρέχει τέτοιο δικαίωμα σε αντιδιαστολή με το υφιστάμενο ασαφές και πρόχειρο λεκτικό που αναφέρεται γενικά σε ακύρωση και τερματισμό της Συμφωνίας Πώλησης. Η εφαρμογή του προαναφερόμενου Κανόνα Ερμηνείας οδηγεί σε απόρριψη της όποιας επιχειρηματολογίας προώθησε η συνήγορος των Εναγομένων περί διαφορετικής ερμηνείας του εν λόγω όρου και που, μεταξύ άλλων, στηρίχθηκε στην απουσία λεκτικού βάσει της οποίας έπρεπε να καταγράφεται ότι η Εναγόμενη 1 θα ήταν υπόλογη για όλο το ποσό των €14,000 σε περίπτωση μη πληρωμής μιας δόσης, πριν να μπορούσαν οι Ενάγοντες να το αξιώσουν. Ας μην λησμονείται ότι το ποσό των €14,000 ήταν το συμφωνηθέν αντίτιμο και συνεπώς είναι ποσό που θα μπορούσε να αξιωνόταν είτε αυτό ρητά καταγράφετο στον εν λόγω όρο είτε όχι.

 

47. Είμαι της άποψης ότι η πιο πάνω κατάληξη μου συνάδει και με το υπόλοιπο κείμενο της Συμφωνίας Πώλησης συνολικά ιδωμένο, λαμβάνοντας υπόψη και το υπόβαθρο και τον σκοπό αυτής όπως προκύπτει από το προοίμιο, ήτοι την επιθυμία αγοράς της εμπορικής εύνοιας και του εξοπλισμού του καφενείου σε συνδυασμό με την ύπαρξη των υπόλοιπων όρων με τους οποίους με την υπογραφή της Συμφωνίας Πώλησης απέκτησε την κατοχή και κυριότητα του εξοπλισμού (βλ. τους Ιδιαίτερους Όρους). Υιοθέτηση των θέσεων των Εναγομένων θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στο παράλογο αποτέλεσμα όπου η Εναγόμενη 1 θα μπορούσε να λειτουργεί το καφενείο για ένα ουσιαστικό χρονικό διάστημα επωφελούμενη τόσο της εμπορικής εύνοιας όσο του εξοπλισμού, για την κατάσταση του οποίου θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη και σε περίπτωση συνειδητής μη πληρωμής θα είχε κατά τους Εναγόμενους την δυνατότητα να τερματίσει την Συμφωνία Πώλησης και οι Ενάγοντες θα είχαν την υποχρέωση να ανακτήσουν τον εξοπλισμό, σε όποια κατάσταση και αν αυτός βρισκόταν.

 

48. Τυχόν υιοθέτηση άλλης ερμηνείας από αυτή που έχω παραθέσει, θα προσέκρουε τόσο στην ως άνω ερμηνευτική αρχή αλλά και στην κοινή εμπορική λογική (commercial common sense) αγοραπωλησίας επιχειρήσεων δημιουργώντας προφανώς δυσαρμονία, κρινόμενη με αναφορά στον επίδικο χρόνο κατάρτισης της Συμφωνίας Πώλησης και των όσων την συναποτελούν και επικουρούν (Arnold v Britton and Others (2015) UKSC 36).

 

 

49. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου ως προς τον ορθό τρόπο ερμηνείας του όρου 2, για σκοπούς επίλυσης της παρούσας διαφοράς κρίνω ότι δεν χρειάζεται να αποφανθώ κατά πόσο όντως απαιτείτο κάποια θετική ενέργεια από την Εναγόμενη 1 για να τερματιζόταν η Συμφωνία Πώλησης κατ’ επίκληση του εν λόγω όρου καθότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα γενικότερα (Artpower Ltd v Bespoke Couture Ltd [2006] EWCA Civ 1696, [2006] All E.R. (D) 35 (Nov).

 

H Ακυρωτική Συμφωνία ημερομηνίας 16/02/2016

50. Μέρος της υπερασπιστικής γραμμής που προώθησαν οι Εναγόμενοι με την μαρτυρία τους στηρίζεται στο γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 υπέγραψε την Ακυρωτική Συμφωνία με την οποία ακυρώθηκε η συμφωνία ενοικίασης του εν λόγω χώρου όπου στεγαζόταν το καφενείο και αρά στις επιστολές τερματισμού επικαλέστηκαν το εν λόγω γεγονός για να υποστηρίξουν την θέση ότι τερματίζουν και την Συμφωνία Πώλησης.

 

51. Υπογραμμίζω ότι οι Ενάγοντες δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Ακυρωτική Συμφωνία, και συνεπώς δεν είναι αντιληπτό βάσει ποιας νομικής αρχής προωθείται η θέση, ότι η υπογραφή της Ακυρωτικής Συμφωνίας μπορούσε να επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή στα νομικά δικαιώματα που διαπλάσθηκαν μεταξύ των διαδίκων κατόπιν της σύναψης της Συμφωνίας Πώλησης. Απερίφραστα αποφαίνομαι ότι το εν λόγω έγγραφο ουδεμία επίδραση είχε επί της Συμφωνίας Πώλησης και η προώθηση της εν λόγω θέσης σαφέστατα παραγνωρίζει το πολύ ευρέως γνωστό δόγμα της συμβατικής σχέσης («privity of contract»), όπου δικαιώματα και υποχρεώσεις από μια σύμβαση δημιουργούνται μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (βλ. Πίριλλος v. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153). Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα στην παράγραφο 21-006 από το σύγγραμμα Chitty ανωτέρω όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

Τhe common law doctrine of privity of contract means that a contract cannot (as a general rule) confer rights or impose obligations arising under it on any person except the parties to it.

 

52. Ως εκ των πιο πάνω, η επιχειρηματολογία που προωθήθηκε επί του εν λόγω εγγράφου και η προσπάθεια διασύνδεσης του με τον κατ’ ισχυρισμό τερματισμό της Συμφωνίας Πώλησης απορρίπτεται συλλήβδην.

Συνέπειες αποστολής επιστολών τερματισμού  - Ορθός και νόμιμος τερματισμός

53. Όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα μαρτυρία η Εναγόμενη 1 απέστειλε μέσω των τότε δικηγόρων της την επιστολή ημερομηνίας 30/03/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 στην οποία επικαλέστηκε τον όρο 2 καθώς και την σύναψη της Ακυρωτικής Συμφωνίας για να τερματίσει την Συμφωνία Πώλησης. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου αναφορικά με την ανυπαρξία δικαιώματος τερματισμού από την Εναγόμενη 1 αλλά και της μη θεμελίωσης οποιονδήποτε νομικών αποτελεσμάτων από την υπογραφή της Ακυρωτικής Συμφωνίας η αποστολή της επιστολής 30/03/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 και της μεταγενέστερης επιστολής ημερομηνίας 12/04/2016 με την οποία καλούνταν οι Ενάγοντες να παραλάβουν τον εξοπλισμό που τους είχε πωλήσει δεν συνιστούσε νόμιμο τερματισμό της Συμφωνίας Πώλησης και καμία υποχρέωση δεν είχαν οι Ενάγοντες να παραλάβουν τον εν λόγω εξοπλισμό.

 

54. Στο δίκαιο των συμβάσεων έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι εκεί που όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος με λέξεις ή συμπεριφορά δείχνει την πρόθεση του να μην εκπληρώσει ή ευθέως δηλώνει ότι δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε βάσει της συμφωνίας σε κάποιο ουσιαστικό της μέρος υπάρχει αποκήρυξη της συμφωνίας. Ειδικότερα στο σύγγραμμα Chitty ανωτέρω καταγράφονται τα εξής:

 

“A renunciation of a contract occurs when one party by words or conduct evinces an intention not to perform, or expressly declares that he is or will be unable to perform, his obligations under the contract in some essential respect. The renunciation may occur before or at the time fixed for performance. An absolute refusal by one party to perform his side of the contract will entitle the other party to terminate further performance of the contract, as will also a clear and unambiguous assertion by one party that he will be unable to perform when the time for performance should arrive.208 Short of such an express refusal or declaration, however, the test is to ascertain whether the action or actions of the party in default are such as to lead a reasonable person to conclude that he no longer intends to be bound by its provisions.209 The renunciation is then evidenced by conduct.

55. Εφαρμόζοντας τις ως άνω νομικές αρχές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αποφαίνομαι ότι η αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 30/03/2016 καθώς και της μεταγενέστερης επιστολής ημερομηνίας 16/04/2016 συνιστούσαν ενέργειες με τις οποίες η Εναγόμενη 1 αποκήρυξε την Συμφωνία Πώλησης καταδεικνύοντας ξεκάθαρα την επιθυμία της να μην συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της όπως αυτές προέκυπταν από το κείμενο της, ήτοι την καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της αποστολής των πιο πάνω επιστολών, καθίσταται άμεσα αντιληπτό ότι η μη καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού αποτελούσε παραβίαση ουσιώδους όρου της Συμφωνίας Πώλησης (βλ. όρο 4 της Συμφωνίας Πώλησης βάσει του οποίου όλοι οι όροι καθίστανται ουσιώδεις και ο παραβάτης υπέχει υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων στο αναίτιο μέρος).

 

56. Όταν μετά την σύναψη μιας συμφωνίας το ένα συμβαλλόμενο μέρος παραβιάζει τις υποχρεώσεις του εκδηλώνοντας ουσιαστικά την πρόθεσή του να αποκηρύξει τη συμφωνία, το αθώο μέρος έχει την επιλογή και το δικαίωμα είτε να αποδεχθεί την αποκήρυξη οπόταν η συμφωνία θεωρείται τερματισθείσα, είτε να μην αποδεχθεί την αποκήρυξη και να επιβεβαιώσει την ισχύ της συμφωνίας οπόταν η συμφωνία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ με δικαίωμα να αξιώσει αποζημιώσεις για την παράβαση. Ειδικότερα, στην παράγραφο 28-066 του συγγράμματος Chitty (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής αναφορικά με την επιλογή της αποδοχής της αποκήρυξης:

 

“Where there is an anticipatory breach, or the breach of an executory contract, and the innocent party wishes to terminate further performance of the contract, he must, in the language traditionally employed by the courts, “accept the repudiation”.332 An act of acceptance of a repudiation requires no particular form.333 It is usually done by communicating the decision to terminate to the party in default,334 although it may be sufficient to lead evidence of an:

“Unequivocal overt act which is inconsistent with the subsistence of the contract … without any concurrent manifestation of intent directed to the other party.”

 

 

57. Όπως είναι παραδεκτό οι δικηγόροι των Εναγόντων με δική τους επιστολή ημερομηνίας 19/04/2016 απάντησαν στην επιστολή ημερομηνίας 12/04/2016 αναγνωρίζοντας το δικαίωμα τερματισμού που φαινομενικά είχαν οι Εναγόμενοι. Έχω ήδη αναφερθεί στο γεγονός ότι νομικά τέτοιο δικαίωμα δεν υφίστατο ούτε και η λανθασμένη αυτή αντίληψη των Εναγόντων επί τούτου αλλοιώνει τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση, η αποστολή της επιστολής αυτής από τους Ενάγοντες είχε ως νομική συνέπεια την εξάσκηση της επιλογής της αποδοχής της αποκήρυξης εξ ου και οι Ενάγοντες αξίωσαν με την εν λόγω επιστολή την καταβολή του συνόλου του συμφωνηθέντος ποσού των 14,000

Αποζημιώσεις

58. Με την απαίτηση τους οι Ενάγοντες αξιώνουν ως αποζημιώσεις την καταβολή του ποσού των €14,000 που αποτελεί το συμφωνηθέν ποσό δυνάμει της Συμφωνίας Πώλησης και που αντιπροσωπεύει την καθαρή απώλεια των Εναγόντων από τον τερματισμό της. 

 

59. Οι αρχές που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας, καθορίζονται από το άρθρο 73(1) του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149), το οποίο ρυθμίζει τόσο το δικαίωμα για αποζημιώσεις όσο και το ύψος των αποζημιώσεων, του οποίου οι πρόνοιες του ενσωματώνουν τις αρχές του αγγλικού δικαίου:

73.-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.

 

60.  Οι διατάξεις του Άρθρου 73(1) του ΚΕΦ.149 αποτέλεσαν το αντικείμενο ερμηνείας σε σειρά Κυπριακών αποφάσεων. Η αρχή που διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων του αθώου μέρους είναι εκείνη της αποκατάστασης, δηλαδή το αθώο μέρος πρέπει να αποκαθίσταται στην θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν η σύμβαση είχε εκτελεστεί, στον βαθμό που αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεων (Saab and Another v. The Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 CLR 499, Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.α. ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ν. SUN SEA (SS) DEVELOPERS LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1/2013, 30/1/2019.

 

61. Προτού προχωρήσω κρίνω χρήσιμο να αναφέρω ότι θα πρέπει να  επεξηγηθεί η διάκριση μεταξύ απαίτησης για πληρωμή συμφωνηθέντος ποσού αφενός, και απαίτησης για αποζημιώσεις αφετέρου.  Η διάκριση μεταξύ των δύο φαίνεται ξεκάθαρα από το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Chitty (ανωτέρω) στην παράγραφο 30-10:

 

“There is an important distinction between a claim for payment of a debt and a claim for damages for breach of contract. A debt is a definite sum of money fixed by the agreement of the parties as payable by one party in return for the performance of a specified obligation by the other party or upon the occurrence of some specified event or condition; damages may be claimed from a party who has broken his contractual obligation in some way other than failure to pay such a debt. It is also possible that, in addition to a claim for a debt, there may be a claim for damages in respect of consequential loss caused by the failure to pay such a debt at the due date. The relevance of this distinction is that rules on damages do not apply to a claim for a debt, e.g. the claimant who claims payment of a debt need not prove anything more than his performance or the occurrence of the event or condition on which the sum becomes payable; there is no need for him to prove any actual loss suffered by him as a result of the defendant’s failure to pay; the whole concept of the remoteness of damage is therefore irrelevant; the law on penalties does not apply to the agreed sum, save where the sum is payable on breach of contract81; the claimant’s duty to mitigate his loss does not generally apply82; and the claimant will usually be able to seek summary judgment.83

 

62. Περαιτέρω, στο ίδιο σύγγραμμα αναφέρονται τα εξής σχετικά:

Where a party becomes liable to pay a fixed sum of money under a contract, the actual performance of that obligation can be enforced by bringing an action for that sum, e.g. where a seller of goods sues for the price,4 where a person who has done work sues for the agreed remuneration or bonus,5 where the landlord sues for the agreed rent,6 or where a party sues for hire or demurrage7 due under a charterparty.8 These actions are based on the contractual obligation undertaken rather than the wrong of breach and hence are regarded as actions in debt, rather than for damages.

The sum claimed must be due under the contract. This requires the claimant to satisfy any condition precedent to payment, whether that be performance of the entire obligation (subject to the substantial performance qualification),14 performance of a divisible part of the contract,15 or the occurrence of some other specified event or condition.

63. Τα πιο πάνω συνάδουν απόλυτα και με τα όσα αποφασίστηκαν στην απόφαση ARGO TRAVEL LTD vR.M.DTOURIST LTD (2008) 1 AAΔ 97. Στην εν λόγω απόφαση μετά που το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρξε παράνομος τερματισμός συμφωνίας στην οποία η πληρωμή θα γινόταν με μηνιαίες δόσεις, το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ των εκεί εναγόντων το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής.

 

64. Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητήθηκε ότι οι Ενάγοντες είχαν παραδώσει το καφενείο και τον σχετικό εξοπλισμό την ίδια μέρα που υπογράφθηκε η Συμφωνία Πώλησης και συνεπώς είχαν προβεί στην ολοκλήρωση των υποχρεώσεων που τους αναλογούσαν ώστε να νομιμοποιούνται να αξιώνουν το συμφωνηθέν συνολικό ποσό. Το γεγονός ότι αυτό το ποσό θα καταβαλλόταν με δόσεις δεν αλλοιώνει τη θέση ότι το εν λόγω ποσό οφείλεται στο σύνολο του από την Εναγόμενη 1. Συνεπώς, κρίνω ότι η πλευρά των Εναγόντων, δεδομένης της αποδοχής της μαρτυρίας τους περί μη καταβολής οποιουδήποτε ποσού από προσκόμισε στο Δικαστήριο ικανοποιητική μαρτυρία, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, προκειμένου να καταδείξει ότι μέχρι και σήμερα οφείλεται σε αυτούς το ποσό των 14,000.

 

 

 

 

Όρος εγγύησης αναφορικά με τους Εναγόμενους 2 και 3

65. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενάγονται υπό την ιδιότητα τους ως εγγυητές των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1. Στο άρθρο 84 του Κεφ.149 παρέχεται ορισμός της σύμβασης εγγύησης ως: «σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο~».

 

66. Περαιτέρω, στο σύγγραμμα του Π. Πολυβίου, Το Δίκαιο των Συμβάσεων», τόμος Β', σελ.881, με σχετική παραπομπή στο σύγγραμμα Chitty , αναφέρεται ότι μια ειδική (specific) εγγύηση είναι εκείνη που καλύπτει μια συγκεκριμένη υποχρέωση ή μια συγκεκριμένη πράξη ή σειρά πράξεων π.χ. τα ποσά που οφείλονται δυνάμει αναγνωρισθείσας σειράς τιμολογίων.

 

67. Με την όρο της Εγγύησης στην Συμφωνία Πώλησης οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυούνται αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που υπείχε η Εναγόμενη 1 δυνάμει της Συμφωνίας Πώλησης. Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μου περί παραβίασης από την Εναγόμενη 1 της Συμφωνίας Πώλησης και της υποχρέωσης της να καταβάλει το ποσό των €14,000 στους Ενάγοντες, αποφαίνομαι ότι και οι Εναγόμενοι 2 και 3 είναι υπόλογοι δυνάμει των όρων της Εγγύησης, να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1, ήτοι να καταβάλουν το ως άνω οφειλόμενο ποσό.

Κατάληξη

 

68. Στη βάση όλων των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομενών 1-3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €14,000 πλέον νόμιμο τόκο μέχρι εξοφλήσεως. Ενόψει της επιτυχίας των Εναγόντων επιδικάζονται υπέρ τους και εναντίον των Εναγόμενων 1 – 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα δικηγορικά έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.) ……………………………….

      Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο