ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΝ

Ενώπιον: Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

                                                                            Αρ. Αίτησης: 105/2022 (i-justice)

 

Αναφορικά με τον Περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμο ΚΕΦ.189

 

και

 

Αναφορικά με τον ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ΤΖΩΡΤΖΗ, τέως από την Λεμεσό

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ

και

 

Αναφορικά με την Αίτηση για περιορισμένη παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης (Limited Grant) του αποβιώσαντα ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΩΡΤΖΗ τέως από την Λεμεσό, αρ. ταυτότητας [ ]                                              

------------------------------

Ημερομηνία: 19/3/2024

 

Εμφανίσεις:

Για αιτητές: ΧΑΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για καθ’ ης η αίτηση 3: Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε.

Για καθ’ ου η αίτηση 4: Νικόλας Θρασυβούλου Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι αιτητές, με την υπό κρίση αίτηση, ζητούν:

 

«Α.    Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραχωρούνται έγγραφα περιορισμένης διαχείρισης (Limited Grant) της περιουσίας του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΩΡΤΖΗ, τέως από τη Λεμεσό (ο Αποβιώσας) στην Ελίνα Πετεβίνου, (Α.Δ.Τ. [ ]), δικηγόρο στην δικηγορική εταιρεία Varnavas Playbell & Co. LLC ή/και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει αρμόδιο ή/και κατάλληλο για την έναρξη, συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας εκποίησης των πιο κάτω περιγραφόμενων ενυπόθηκων ακινήτων και την επίδοση του συνόλου των προβλεπόμενων ειδοποιήσεων εκποίησης των εν λόγω ενυπόθηκων ακινήτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (ο Νόμος) και μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκποίησης των πιο κάτω ενυπόθηκων ακινήτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Νόμου ή/και διάθεσης των πιο κάτω ενυπόθηκων ακινήτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Νόμου προς το πρόσωπο που θα καθοριστεί από το Δικαστήριο, σε σχέση με τα οποία ο Αποβιώσας αποτελεί ενδιαφερόμενο πρόσωπο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.

 

(1)  Τα ακίνητα ιδιοκτησίας του Αποβιώσαντα που επιβαρύνονται με τις υποθήκες [ ], [ ], [ ] και [ ] του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού:

 

(i)            Ακίνητο με αριθμό εγγραφής [ ] που βρίσκεται στην Παλόδεια της επαρχίας Λεμεσούˑ

 

(ii)          Ακίνητο με αριθμό εγγραφής [ ] που βρίσκεται στην Παλόδεια της επαρχίας Λεμεσούˑ

 

(2)  Τα ακίνητα ιδιοκτησίας του Αποβιώσαντα που επιβαρύνονται με την υποθήκη [ ] του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού:

 

(i)       Ακίνητο με αριθμό εγγραφής [ ] που βρίσκεται στην Παλόδεια της επαρχίας Λεμεσούˑ

 

(ii)      Ακίνητο με αριθμό εγγραφής [ ] που βρίσκεται στην Παλόδεια της επαρχίας Λεμεσούˑ

 

(τα Ενυπόθηκα Ακίνητα)

 

Β.      Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραχωρούνται έγγραφα περιορισμένης διαχείρισης (Limited Grant) της περιουσίας Αποβιώσαντα στην Ελίνα Πετεβίνου, (Α.Δ.Τ. [ ]), δικηγόρο στην δικηγορική εταιρεία Varnavas Playbell & Co. LLC ή/και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει αρμόδιο ή/και κατάλληλο για να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια ή/και διαδικασία απαιτείται για την μεταβίβαση ή/και παραχώρηση των Ενυπόθηκων Ακινήτων ιδιοκτησίας του Αποβιώσαντα ή/και να προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη μεταβίβασης ή/και πώλησης ή/και διάθεσης των Ενυπόθηκων Ακινήτων του Αποβιώσαντα προς τους Αιτητές ή/και επ’ ονόματι οποιουδήποτε τρίτου προσώπου ήθελαν υποδείξει οι Αιτητές».

 

Η αίτηση βασίζεται - μεταξύ άλλων - στον περί Διαχείρισης Κληρovoμιώv Απoθαvόvτωv Νόμoς, Κεφ. 189, άρθρα 17, 19 και 58, στους περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Κανονισμούς του 1955, κανονισμοί 9, 25, 28, 30, 31 και 33, στον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο 9/65, άρθρα 2, 5, 21, 27, 35, 36, 37, 44, 44Α, 44Β, 44Γ (1), (2) και (3), 44Δ , 44Ε έως 44ΙΔ, 44ΙΕ και 44ΙΑΑ  και τέλος, στη νομολογία και την αγγλική πρακτική.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στη συνημμένη ένορκη δήλωση του υπαλλήλου των αιτητών, Παύλου Δημητρίου, ο οποίος, προηγουμένως ήταν λειτουργός στο τμήμα ανάκτησης χρεών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ (στο εξής «Τράπεζα»). Σύμφωνα με την εν λόγω ένορκη δήλωση:

 

Κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 18 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμου 169(Ι)/2015 και δυνάμει του σχεδίου διακανονισμού το οποίο επικυρώθηκε στις 23/5/2019 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και τέθηκε σε ισχύ, στις 30/5/2019, η Τράπεζα μεταβίβασε στους αιτητές, μεταξύ άλλων, πιστωτικές διευκολύνσεις, εξ αποφάσεως χρέη και τις εξασφαλίσεις τους, περιλαμβανομένων και αυτών του αποβιώσαντα. Ο τελευταίος άφησε ως κληρονόμους - οι οποίοι δικαιούνται σε συμφέρον επί της περιουσίας του - τα 4 πρόσωπα που αναφέρονται στη συνέχεια, ανάμεσά τους και οι καθ’ ων η αίτηση 3 και 4.

 

Η Τράπεζα στο πλαίσιο 4 αγωγών που είχε καταχωρήσει εναντίον και του αποβιώσαντα εξασφάλισε αντίστοιχο αριθμό δικαστικών αποφάσεων.

 

Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι με τις εν λόγω αποφάσεις (τεκμ. 2 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση) ο αποβιώσας διατάχθηκε να καταβάλει διάφορα χρηματικά ποσά, ενώ διατάχθηκε και η εκποίηση των 5 υποθηκών (στο εξής «επίδικες υποθήκες») και η πώληση των 4 βεβαρημένων με αυτές, ακινήτων του αποβιώσαντα, προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους.

 

Όταν οι αιτητές αποφάσισαν να προχωρήσουν με την εκποίηση των επίδικων υποθηκών σε σχέση με τις οποίες ο αποβιώσας είναι ενδιαφερόμενο μέρος, πληροφορήθηκαν ότι αυτός απεβίωσε στις 27/9/2021. Από έρευνα των δικηγόρων τους στο Πρωτοκολλητείο διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει διαχείριση αναφορικά με την περιουσία του και ούτε εκκρεμεί οποιαδήποτε αίτηση για διορισμό διαχειριστή. Αυτός δε απεβίωσε χωρίς διαθήκη. Επειδή το εξ αποφάσεως χρέος που εξασφαλίζεται με τις επίδικες υποθήκες δεν έχει ξοφληθεί μέχρι σήμερα, οι αιτητές προτίθενται να προχωρήσουν στην έναρξη διαδικασίας πώλησης των ενυπόθηκων - με τις επίδικες υποθήκες - ακινήτων με βάση τις πρόνοιες του Μέρους  VIA του περί Μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/65 (στο εξής «Νόμος»). Η εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να αρχίσει, προχωρήσει και υλοποιηθεί, χωρίς έκδοση του αιτούμενοι διατάγματος. Και τούτο, επειδή σ’ ό,τι αφορά στις επίδικες υποθήκες, η διαδικασία δεν μπορεί να αρχίσει και πραγματοποιηθεί χωρίς την επίδοση προς τον αποβιώσαντα, ως εγγυητή και ενυπόθηκο οφειλέτη και συνεπακόλουθα ενδιαφερόμενο πρόσωπο, των ειδοποιήσεων που καθορίζει η κείμενη νομοθεσία.

 

Είναι πρόδηλο ότι το αιτούμενο διάταγμα έχει περιορισμένο και ειδικό σκοπό και η χρονική του εμβέλεια θα διαρκέσει μόνο για καθορισμένο χρόνο, όσο απαιτείται για να αποπερατωθεί η διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η Ελένη Πετεβίνου, θα είναι το πλέον κατάλληλο και ουδέτερο πρόσωπο για να της παραχωρηθούν τα έγγραφα περιορισμένης διαχείρισης προς εκπλήρωση του πιο πάνω περιορισμένου και ειδικού σκοπού, ένεκα της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου και δεδομένου ότι έχει πλήρη επίγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πρόκειται να αναλάβει με σκοπό τη διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων του αποβιώσαντα και εφόσον ουδεμία σχέση έχει με τους αιτητές. Η οποία, προστίθεται, συγκατατίθεται να διοριστεί ως διαχειρίστρια του αποβιώσαντα για το συγκεκριμένο σκοπό.

 

Απώτερος σκοπός της αίτησης είναι να μπορέσει να ξεκινήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων για μερική ή ολική ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους που εξασφαλίζεται με τις επίδικες υποθήκες.

 

Εφόσον οι νόμιμοι κληρονόμοι του αποβιώσαντα δεν έχουν προχωρήσει ακόμη με το διορισμό διαχειριστή της περιουσίας του είναι αναγκαία και επιτακτική η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση 3 και 4 και εκ των 4 συνολικά, νόμιμων κληρονόμων της περιουσίας του αποβιώσαντα, καταχώρησαν - ξεχωριστά - ένσταση στην αίτηση, η οποία αποτελείται από 2 λόγους. Η καθ’ ης η αίτηση, με τον πρώτο λόγο υποβάλλει ότι η αίτηση δεν της επιδόθηκε εντός ενός έτους από την καταχώρησή της και συνεπώς, η επίδοση πάσχει και/ή η διαδικασία εναντίον της δεν μπορεί να προωθηθεί. Με το δεύτερο λόγο υποβάλλει ότι οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι γενικοί και αόριστοι και δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Με τη σειρά του, ο καθ’ ου η αίτηση, με τον πρώτο λόγο ένστασης υποβάλλει ότι το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση δε δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή τα αιτούμενα διατάγματα δεν ευρίσκουν έρεισμα στις οικείες νομικές αρχές και/ή τη νομολογία και/ή δε συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Με το δεύτερο λόγο - ο οποίος τίθεται επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά - υποβάλλει ότι δεν πληρούνται και/ή δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Η καθ’ ης η αίτηση, προς υποστήριξη της ένστασής της πρόεβη σε ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρει τα εξής:

 

Η αίτηση καταχωρήθηκε στις 8/4/2022 και της επιδόθηκε με θυροκόλληση, αρχές Οκτωβρίου, 2023 και συνεπώς έχει επιδοθεί μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης προθεσμίας του ενός έτους, ενώ από τα έγγραφα που της επιδόθηκαν δε φαίνεται να έχει εξασφαλιστεί διάταγμα του Δικαστηρίου που να ανανεώνει την ισχύ της αίτησης και να παρατείνει το χρόνο επίδοσής της στην ίδια. Ως εκ τούτου, η επίδοση πάσχει και η διαδικασία εναντίον της, εξ όσων την πληροφορούν οι δικηγόροι της δεν μπορεί να προωθηθεί.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω είναι η θέση της ότι οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι γενικοί και αόριστοι και δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων  διαταγμάτων, αφού:

 

Πρώτο, δεν προκύπτει οι αιτητές να έχουν υποκαταστήσει την Τράπεζα στις αγωγές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, δεύτερο, οι αιτητές παρέλειψαν να εφοδιάσουν το σεβαστό Δικαστήριο με όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να μπορούν να αξιώνουν ως η αίτησή τους και τρίτο, η Ελίνα Πετεβίνου δεν είναι κατάλληλο πρόσωπο για να της παραχωρηθούν τα έγγραφα περιορισμένης διαχείρισης και θα ήταν πιο λογικό να διοριστεί ένας εκ των ενδιαφερομένων μερών, ως διαχειριστής. Για να καταδειχθεί ότι η υπό αναφορά δεν είναι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για διορισμό γίνεται παραπομπή στο τεκμήριο 6 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, όπου αυτή αναφέρει ότι αποδέχεται το διορισμό της γενικά, ως διαχειρίστρια του αποβιώσαντα και όχι για συγκεκριμένο περιορισμένο σκοπό, όπως λανθασμένα αναφέρεται στην παράγραφο 9 της ίδιας ένορκης δήλωσης.

 

Προς αποφυγή αχρείαστων επαναλήψεων, θα πω απλώς, ότι βασικά, στους ίδιους ισχυρισμούς - με ελαφρές διαφοροποιήσεις ως προς τη διατύπωση - προβαίνει και ο καθ’ ου η αίτηση στην ένορκη δήλωση στην οποία έχει προβεί προς υποστήριξη της δικής του ένστασης στην αίτηση.

 

Κατά την ακρόαση της αίτησης - η οποία διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων - οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των μερών περιορίστηκαν στην υποβολή γραπτής αγόρευσης. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Καθώς ήδη έχει αναφερθεί, η καθ’ ης η αίτηση, με τον πρώτο λόγο ένστασης υποβάλλει ότι η αίτηση δεν της επιδόθηκε εντός ενός έτους από την καταχώρησή της και συνεπώς, η επίδοση πάσχει και/ή η διαδικασία εναντίον της δεν μπορεί να προωθηθεί. Προς υποστήριξη του συγκεκριμένου λόγου ένστασης, πέραν όσων αναφέρει ενόρκως η ίδια (ως ανωτέρω) οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της, στη γραπτή αγόρευσή τους αναφέρουν τα εξής:

 

Η αίτηση αφορά πρωτογενή αίτηση. Μια δικαστική διαδικασία σύμφωνα με τη Δ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (στο εξής «Θεσμοί») μπορεί να αρχίσει με action, petition, motion και summons. Στη Δ.1 Θ.2, προστίθεται, αναφέρεται ότι «“action” means a civil proceeding commenced by writ or such other manner as may be prescribed by any law Rules of court». Οι Θεσμοί εφαρμόζονται και στις πρωτογενείς αιτήσεις και συνεπώς σύμφωνα με τη Δ.4 η αίτηση θα έπρεπε εντός 12 μηνών, δηλαδή μέχρι και τις 8/4/2023 (ένας χρόνος από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης) να είχε επιδοθεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, πράγμα που οι αιτητές παρέλειψαν να πράξουν, αφού στην καθ’ η αίτηση, η αίτηση επιδόθηκε στις 3/10/2023. Εις επίρρωση της παραπάνω θέσεις τους, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της καθ’ η αίτηση παραπέμπουν στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Chitty and Jacobs Queens Bench Forms Twentieth Edition του 1969, σελ. 295:»

 

«The issue of an originating summons is effected in the same way as a writ of summons (Ord.7 r.5(3)) and the duration and renewal of an originating summons are governed by the same provisions as apply to a writ (Ord.7 r.6)»

 

Για το ίδιο θέμα, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της καθ’ ης η αίτηση, ακολούθως αναφέρουν τα εξής:

 

Οι αιτητές, παρά την παρέλευση του ενός έτους, εντός του οποίου όφειλαν να επιδώσουν την αίτηση σ’ όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, σε κανένα διάβημα προέβησαν για παράταση του χρόνου ισχύος της εναρκτήριας αίτησης και αντ’ αυτού προχώρησαν στην επίδοσή της στην καθ’ η αίτηση, μετά την παρέλευση του ενός χρόνου με αποτέλεσμα η διαδικασία εναντίον της να μην μπορεί να προωθηθεί και η επίδοση της αίτησης σ’ αυτή να πάσχει και κατά συνέπεια, το Δικαστήριο να μην έχει άλλη επιλογή από το να απορρίψει την αίτηση.

 

Ακολουθεί η θέση μου.

 

 

Θεωρώ ότι η καθ’ ης αίτηση κωλύεται και δε νομιμοποιείται να ζητά απόρριψη της αίτησης, ένεκα του γεγονότος, ότι πράγματι, η αίτηση τής είχε επιδοθεί μετά τη συμπλήρωση 12 μηνών από την καταχώρησή της. Θεωρώ ακόμη, πως ούτε και στο Δικαστήριο παρέχεται πλέον ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση για το συγκεκριμένο λόγο.

 

Το εγειρόμενο θέμα, όπως άλλωστε αποτελεί - και ορθά - θέση και της καθ’ ης η αίτηση άπτεται της επίδοσης της αίτησης και όχι του κύρους της, για να τίθεται θέμα απόρριψής της. Δεδομένης της θέσης της καθ’ ης η αίτηση ότι η υπό κρίση αίτηση υπέχει θέση αγωγής, τη εννοία της Δ.1 Θ.2 των Θεσμών, η οποία, σε εφαρμογή της Δ.4 ισχύει για 12 μήνες από την ημερομηνία καταχώρησής της, κατά τη γνώμη μου, το υπό συζήτηση θέμα, θα πρέπει να αντικριστεί ως εξής: είναι γεγονός, ότι, αφ’ ης στιγμής η αίτηση δεν είχε επιδοθεί στην καθ’ ης η αίτηση εντός της περιόδου των 12 μηνών από την καταχώρησή της, οι αιτητές, θα έπρεπε να είχαν υποβάλει αίτηση ανανέωσή της και μόνο αφού εξασφάλιζαν το σχετικό διάταγμα θα μπορούσαν να επιδώσουν κανονικά την αίτηση στην καθ’ ης η αίτηση. Δεδομένου ότι χωρίς να έχουν εξασφαλίσει τέτοιο διάταγμα επέδωσαν την αίτηση στην καθ’ ης η αίτηση, πράγματι τίθεται βάσιμα θέμα κακής επίδοσης της αίτησης. Εξ αυτού ανακύπτουν δυο θέματα. Το πρώτο αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αντιδράσει δικονομικά ορθά η καθ’ ης η αίτηση και το δεύτερο, στις συνέπειες, από τη σχετική παράβαση.

 

Αρχίζοντας από το πρώτο θεωρώ ότι η καθ’ ης αίτηση, μετά που της είχε επιδοθεί η αίτηση, αυτό που θα μπορούσε να κάνει ήταν να καταχωρούσε αίτηση παραμερισμού της επίδοσης της αίτησης σε εφαρμογή της Δ.16 Θ.9 και όχι ένστασης, ζητώντας την απόρριψη της αίτησης για το συγκεκριμένο λόγο, που για να επαναλάβω αφορά στην επίδοση και μόνο της αίτησης και όχι στο κύρος της (βλ. τηρουμένων των αναλογιών - μεταξύ άλλων - τις υποθέσεις Magdon G. J. Ltd ν. A. L. Metal Trading Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2064, Γεωργιάδης ν. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136 και Παπακόκκινου ν. Landroke P/C (1995) 1 Α.Α.Δ. 1090). Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, η συγκεκριμένη αίτηση, θα μπορούσε να έχει ως νομικό υπόβαθρο και τη Δ.64 Θ.2.

 

Αναφορικά με τις συνέπειες από τη σχετική παράβαση, παρατηρώ τα εξής:

 

Σύμφωνα με τη Δ.64 Θ.1(1) των Θεσμών (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω περιλαμβάνεται και στη νομική βάση της αίτησης), η μη συμμόρφωση λόγω οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης με τα προβλεπόμενα στους Θεσμούς, αναφορικά - μεταξύ άλλων - με το χρόνο, τρόπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιαδήποτε βήματα στη διαδικασία ή οποιοδήποτε έγγραφο κ.ο.κ..

 

Στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός ότι οι αιτητές επέδωσαν την αίτηση στην καθ’ ης η αίτηση, μετά την πάροδο 12 μηνών από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης, χωρίς προηγουμένως να έχουν εξασφαλίσει διάταγμα ανανέωσής της, σε εφαρμογή της παραπάνω πρόνοιας είναι σαφές, ότι αποτελεί παρατυπία και συγκεκριμένα, μη συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα στους Θεσμούς αναφορικά, τόσο με το χρόνο  όσο και με τον τρόπο που θα πρεπε να είχαν ενεργήσει για σκοπούς κανονικής επίδοσης της αίτησης στην καθ’ ης η αίτηση. Ωστόσο, η εν λόγω παρατυπία σύμφωνα με την ίδια πρόνοια δεν καθιστά άκυρη την αίτηση. Η ύπαρξή της, σε εφαρμογή της Δ.64 Θ.2 παρείχε στην καθ’ ης αίτηση το δικαίωμα να καταχωρήσει αίτηση παραμερισμού της επίδοσης της αίτησης στην ίδια, νοουμένου βέβαια ότι αυτό θα γινόταν προτού η ίδια προβεί σε οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα, αφότου περιέλθει σε γνώση της η παρατυπία. Κάτι το οποίο δεν έκανε, καθώς, αφότου της επιδόθηκε η αίτηση, αντί να καταχωρήσει αίτηση παραμερισμού της επίδοσής της, επικαλούμενη τις πρόνοιες, είτε της Δ.16 Θ.9 είτε της Δ.64. Θ.2 αναδεικνύει και εγείρει το θέμα υπό μορφή ένστασης στην αίτηση με προοπτική την απόρριψη της αίτησης.  

 

Γιατί τώρα θεωρώ πως ούτε και σε μένα παρέχεται πλέον δυνατότητα, όχι απόρριψης της αίτησης, αλλά, ακόμη και παραμερισμού της επίδοσής της, εξαιτίας της υπό συζήτηση παρατυπίας.

 

Από το περιεχόμενο της Δ.64 Θ.1(2) ως θέμα ερμηνείας - για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτουν τα εξής: σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει την  ύπαρξη οποιασδήποτε μη συμμόρφωσης με τους Θεσμούς (δηλαδή παρατυπίας) μπορεί να παραμερίσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη διαδικασία στην οποία υπήρξε η μη συμμόρφωση, οποιοδήποτε βήμα έγινε στην εν λόγω διαδικασία κ.ο.κ. ή ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι Θεσμοί, μπορεί να εκδώσει τέτοιο διάταγμα - εάν χρειάζεται - αναφορικά με τη διαδικασία γενικά, όπως κρίνει πρέπον. Η αναφορά στο διάταγμα, προφανώς παραπέμπει στην έκδοση διατάγματος απαλλαγής από την παρατυπία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ πως δε χρειάζεται η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, καθώς αυτό, θα έλεγα ότι, κατά κάποιο τρόπο εκδόθηκε σιωπηρά από το Δικαστήριο και μάλιστα, σε δυο περιπτώσεις. Η αίτηση καταχωρήθηκε στις 8/4/2022. Αυτό σημαίνει ότι η ισχύς της έληξε την αντίστοιχη ημερομηνία του 2023. Με αυτό δεδομένο, όταν το Δικαστήριο - με διαφορετική σύνθεση από το παρόν - στις 25/4/2023 και στις 7/6/2023 επιλαμβανόταν της αίτησης και παρά την ύπαρξη της επί του προκειμένου παρατυπίας όριζε την αίτηση για επίδοση στην καθ’ ης η αίτηση, την ίδια ώρα είναι ως εάν να εξέδιδε διάταγμα απαλλαγής από την παρατυπία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για το Δικαστήριο και υπό την παρούσα σύνθεσή του, πρώτα, όταν στις 13/9/2023 επιλαμβανόταν της μονομερούς αίτησης των αιτητών, ημερομηνίας 23/8/2023 και στο πλαίσιό της εξέδιδε διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης της αίτησης στην  καθ’ ης η αίτηση, κι έπειτα, όταν στις 21/9/2023 όριζε εκ νέου την αίτηση για επίδοση στην καθ’ ης η αίτηση.

 

Με όλα αυτά δεδομένα, έχω τη γνώμη, πως δε μου παρέχεται σήμερα ευχέρεια, είτε να απορρίψω την αίτηση είτε να παραμερίσω την επίδοσή της στην καθ’ ης η αίτηση για το συγκεκριμένο λόγο. Εν πάση περιπτώσει, ειδικά το δεύτερο, που είναι και το μόνο, που για λόγους που έχουν αναφερθεί θα μπορούσε να είχε ζητήσει η καθ’ ης η αίτηση, έχοντας υπόψη ότι αυτή καταχώρησε κανονικά την ένστασή της στην αίτηση, η οποία αφορά και στην ουσία της αίτησης, ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι ποια ζημιά υπέστη η ίδια από την ύπαρξη της συγκεκριμένης παρατυπίας, είτε ακόμη, ποιο θα ήταν το όφελός της σε περίπτωση που αποφάσιζα να παραμερίσω την επίδοση της αίτησης στην ίδια για το συγκεκριμένο λόγο.

 

Ακολουθεί ότι ο υπό εξέταση λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Όσα ακολουθούν συνθέτουν τη θέση μου ως προς το δεύτερο λόγο ένστασης τής καθ’ ης αίτηση. Ταυτόχρονα απαντούν και στους δυο λόγους ένστασης του καθ’ ου η αίτηση:

 

Για σκοπούς στοιχειοθέτησης των υπό αναφορά λόγων ένστασης, το πρώτο που ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση είναι πως δεν προκύπτει ότι οι αιτητές έχουν υποκαταστήσει την Τράπεζα στις αγωγές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση.

 

Είναι γεγονός ότι από το περιεχόμενο του δικαστικού διατάγματος που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση δεν προκύπτει ότι η Τράπεζα μεταβίβασε στους αιτητές τα όσα αναφέρει ο ενόρκως δηλών γι’ αυτούς στην παράγραφο 2 της ένορκης δήλωσής του, είτε ακόμη, ότι οι δεύτεροι υποκατέστησαν την πρώτη σε σχέση με τα όσα επίσης αναφέρει ο ίδιος στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσής του. Από το περιεχόμενο του εν λόγω διατάγματος (τεκμ. 1 στην ένορκη δήλωση του Παύλου Δημητρίου) προκύπτουν τα εξής: μετά από αίτηση την οποία καταχώρησαν από κοινού οι αιτητές και η Τράπεζα, η οποία (αίτηση) αφορούσε το προταθέν μεταξύ των δυο και των μετόχων τους, σχέδιο  διακανονισμού με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το Δικαστήριο, στις 23/5/2019 εξέδωσε διάταγμα - για ό,τι μας ενδιαφέρει -, πρώτο, επικύρωσης του εν λόγω σχεδίου διακανονισμού και δεύτερο, με το οποίο το συγκεκριμένο σχέδιο «..συμπεριλαμβανομένων, χωρίς περιορισμό, (α) της όποιας μεταβίβασης/υποκατάστασης προβλέπεται σε αυτό, (β) της όποιας συνέχισης νομικών διαδικασιών προβλέπεται σε αυτό και (γ) των όποιων υποκαταστάσεων /αντικαταστάσεων/προσθηκών προβλέπονται σε αυτό αναφορικά με τέτοιες νομικές διαδικασίες) εκπληρωθεί σύμφωνα με τους όρους αυτού.»

 

Μολονότι, όπως αναφέρεται στο διάταγμα, το συγκεκριμένο σχέδιο επισυνάπτεται σ’ αυτό και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του διατάγματος, για λόγους που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, αυτό, ουδέποτε τέθηκε ενώπιόν μου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Με αυτό δεδομένο, ενώ δέχομαι την ύπαρξή του και ότι επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, δεν μπορώ να δεχθώ τους ισχυρισμούς του ενόρκως δηλούντα για τους αιτητές ότι αυτό περιέχει τα όσα αναφέρει στις παραγράφους 2 και 4 της ένορκης δήλωσής του και ειδικά τον ισχυρισμό του ότι με το συγκεκριμένο σχέδιο, η Τράπεζα μεταβίβασε στους αιτητές τα δικαιώματά της που απορρέουν από τις επίδικες υποθήκες.

 

Όμως, το στοιχείο αυτό, ουδεμία επίπτωση μπορεί να έχει επί τους κύρους της αίτησης, με την οποία, οι αιτητές ζητούν την έκδοση διατάγματος παραχώρησης εγγράφων περιορισμένης διαχείρισης προκειμένου να καταστεί δυνατή η διεξαγωγή της διαδικασίας πώλησης των βεβαρημένων με τις επίδικες υποθήκες ακινήτων του αποβιώσαντα με βάση τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Νόμου το οποίο διαλαμβάνει για την πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή.

 

Με συνδυασμένη ερμηνεία αριθμού διατάξεων του συγκεκριμένου μέρους του Νόμου και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι «ενυπόθηκος δανειστής» σύμφωνα με το άρθρο 2 (1) του Νόμου είναι το πρόσωπο υπέρ του οποίου συνιστάται υποθήκη, για σκοπούς νομιμοποίησης των αιτητών να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση, ό,τι απαιτείται είναι απόδειξη ότι οι ίδιοι υπέχουν θέση ενυπόθηκου δανειστή σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμό τους ενυπόθηκα χρέη του αποβιώσαντα δυνάμει των επίδικων υποθηκών και ότι αυτός υπέχει θέση ενυπόθηκου οφειλέτη τη εννοία του άρθρου 44ΙΕ του Νόμου. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, όλα αυτά έχουν αποδειχθεί από τους αιτητές, οι οποίοι για το σκοπό αυτό προσκομίζουν και αριθμών τεκμηρίων. Από το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση (βλ. σε δέσμη τεκμ. 2) προκύπτει ότι ο αποβιώσας υπέχει θέση ενυπόθηκου οφειλέτη καθώς και οφειλέτη του εξ αποφάσεως χρέους τα οποία εξασφαλίζουν οι επίδικες υποθήκες, οι οποίες, επίσης επισυνάπτονται στην ίδια ένορκη δήλωση (βλ. σε δέσμη το τεκμ. 3). Είναι γεγονός, πως ούτε οι αιτητές μα ούτε και η Τράπεζα αναφέρονται ως ενάγοντες στις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις, ενώ στις επίδικες υποθήκες, άλλο είναι το όνομα του ενυπόθηκου δανειστή και όχι το όνομα της Τράπεζας. Όμως, το δεύτερο - που είναι και αυτό που μας ενδιαφέρει - προκύπτει από το περιεχόμενο ενός ακόμη εγγράφου που έχουν θέσει ενώπιόν μου οι αιτητές με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτησή τους. Πρόκειται για το Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας με Εμπράγματα Βάρη του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, με αναφορά στον αποβιώσαντα, το συγκεκριμένο έγγραφο (τεκμ. 5 στην ένορκη δήλωση του Παύλου Δημητρίου) στο οποίο, ανάμεσα στα διάφορα ακίνητα του αποβιώσαντα περιλαμβάνονται και τα βεβαρημένα με τις επίδικες υποθήκες, ακίνητα του, σε σχέση με τις οποίες (υποθήκες) οι αιτητές αναφέρονται ως «Δανειστής». Νομίζω είναι απολύτως σαφές, ότι η συγκεκριμένη λέξη έχει την έννοια του «ενυπόθηκου δανειστή».

 

Το άλλο που ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση για σκοπούς στοιχειοθέτησης των ίδιων λόγων ένστασης είναι ότι η Ελίνα Πετεβίνου δεν είναι κατάλληλο πρόσωπο για να της παραχωρηθούν τα έγγραφα περιορισμένης διαχείρισης και θα ήταν πιο λογικό να διοριστεί ένας εκ των ενδιαφερομένων μερών, ως διαχειριστής. Για να καταδειχθεί ότι η υπό αναφορά δεν είναι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για διορισμό, προστίθεται, γίνεται παραπομπή στο τεκμήριο 6 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση όπου αυτή αναφέρει ότι αποδέχεται το διορισμό της γενικά, ως διαχειρίστρια του αποβιώσαντα και όχι για συγκεκριμένο περιορισμένο σκοπό, όπως λανθασμένα και/ή ψευδώς αναφέρεται στην παράγραφο 9, της ίδιας ένορκης δήλωσης.

 

Είναι γεγονός, ότι η Ελίνα Πετεβίνου, στο συγκεκριμένο έγγραφο αναφέρει ότι συγκατατίθεται να διοριστεί ως διαχειρίστρια του αποβιώσαντα και όχι να της παραχωρηθούν τα έγγραφα περιορισμένης διαχείρισης («Limited Grand») της περιουσίας του, όπως είναι το υπό κρίση αίτημα. Παρόλα αυτά, δε συμφωνώ με τους καθ’ ων η αίτηση, ότι η συγκεκριμένη δήλωση καθιστά την υπό αναφορά ακατάλληλο πρόσωπο για διορισμό για τον περιορισμένο σκοπό που αναφέρεται στην αίτηση. Από τη στιγμή που αυτή συγκατατίθεται να διοριστεί διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα, γενικά, που με απλά λόγια σημαίνει ότι συγκατατίθεται να διοριστεί διαχειρίστρια για να διεξάγει κανονική διαχείριση σε σχέση με την εν λόγω περιουσία, εξυπακούεται ότι θεωρεί τον εαυτό της κατάλληλο και ικανό πρόσωπο για να διαχειριστεί το σύνολο των υποθέσεων που αφορούν στην περιουσία του αποβιώσαντα. Εάν ισχύει αυτό δεν μπορεί να μην είναι κατάλληλη και ικανή για να διεξάγει μόνο ένα μέρος της διαδικασίας διαχείρισης της εν λόγω περιουσίας. Για να το πω και αλλιώς, εάν ισχύει το μείζων δεν μπορεί να μην ισχύει το έλασσον. Όμως, κατά πόσο η υπό αναφορά είναι κατάλληλο πρόσωπο για διορισμό θα με απασχολήσει στη συνέχεια.

 

Όσα ακολουθούν αφορούν στην ουσία της αίτησης. Ειδικότερα:

 

Η εξουσία για χορήγηση περιορισμένου παραχωρητηρίου εγγράφων διαχείρισης παρέχεται από το άρθρο 19 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ.189 (βλ. Terzian κ.ά v. Terzian κ.ά. (2003) 1Β Α.Α.Δ. 1252). Και με δεδομένο ότι το συγκεκριμένο άρθρο περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης με την οποία ζητείται η έκδοση διατάγματος χορήγησης περιορισμένου παραχωρητηρίου εγγράφων διαχείρισης καταρρίπτεται το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ένστασης του καθ’ ου η αίτηση με το οποίο υποβάλλεται ότι το νομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση δε δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Συναφώς με το θέμα, στην πρόσφατη υπόθεση Ανδρομάχη Μηνά, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα Ανδρέα Μηνά ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 376/2011, ημερ. 17/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A406 αναφέρονται τα εξής:

 

«Η εξουσία για τη χορήγηση από το Δικαστήριο περιορισμένου παραχωρητηρίου εγγράφων διαχείρισης παρέχεται από το άρθρο 19 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189.  Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο.

 

«Παραχωρητήρια με περιορισμούς

 

19.  Παραχωρητήρια δυνατό να περιέχουν χρονικούς περιορισμούς σχετικά με περιουσία, ή να αφορούν ειδικό σκοπό, και τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού και των Κανονισμών, το Δικαστήριο ή οι πρωτοκολλητές, κατά την έκδοση των εν λόγω παραχωρητηρίων, ακολουθούν την πρακτική επικύρωσης διαθηκών που επικρατεί εκάστοτε στην Αγγλία.»

  

Το άρθρο 58 του ίδιου Νόμου προβλέπει ότι για οποιονδήποτε θέμα πρακτικής ή διαδικασίας για το οποίο δεν υπάρχει πρόνοια στο δικό μας Νόμο ή τους Κανονισμούς εφαρμόζεται η εκάστοτε πρακτική και διαδικασία της Αγγλίας.  Η εξουσία χορήγησης περιορισμένου παραχωρητηρίου προβλέπεται και στην Αγγλική Νομοθεσία.  Ειδικά για τη χορήγηση περιορισμένου παραχωρητηρίου για συνέχιση δικαστικής διαδικασίας στο σύγγραμμα Tristram and Coote's ProbatePractice, 30η έκδοση, στις σελ. 520 και 521 κάτω από το Κεφάλαιο ΜISCELLANEOUS Grant limited to a claim αναφέρονται τα εξής:

 

«............................

 

11.358

 

Where it is necessary for the personal representative of a deceased person to be made a party to legal proceedings (e.g. an claim by or against the estate of the deceased), but the executors or other persons entitled to obtain a grant will not constitute themselves as personal representatives, application may be made for a grant of administration to a nominee, limited to bringing, defending or being a party to the claim or proceedings in question.  The grant will in no case be a general grant.  The claim or proceedings must be identified in the oath so far as possible and will be specified in the grant.

 

.................................

 

11.359

 

For example, where a deceased person against whom a cause of action survives under s 1 of the Law Reform (Miscellaneous Provisions) Act 1934, dies insolvent and no grant has been taken in his estate, application may be made for a grant to be made to a nominee of the claimant, or such other person as may be considered expedient, limited to defending the specified claim.

 

.................................

 11.361

 

Αpplication for a grant limited to a claim should be made without notice to the district judge or registrar under the provisions of s 116 of the Supreme Court Act (1981) paras. 25.94 ff.  The grant should be for a "nil": estate (see paras 4.216 and 4.217)."»

 

Και σε άλλο σημείο στη συνέχεια:

 

«Στο σύγγραμμα Williams, Mortimer and Sunnucks, Executors, Administrator and Probate, 20η έκδοσηπαραγρ24-01 και 26-13  γίνεται επίσης αναφορά για τη δυνατότητα έκδοσης περιορισμένου παραχωρητηρίου για ειδικούς σκοπούς, όπως για να καταστήσει ένα πρόσωπο ως διάδικο σε μια αγωγή, ιδιαίτερα εναγόμενο, και να διορίσει διαχειριστή ad litem δηλαδή να αντιπροσωπεύει τον αποβιώσαντα μόνο σε σχέση με την αγωγή (βλ. Re Simpson, Re Ganning (1936) P.40.) Περιορισμένα παραχωρητήρια μπορούν επίσης να χορηγηθούν και στους ίδιους τους πιστωτές της περιουσίας ενός αποβιώσαντα (βλ. Re Atherton (1892) p. 104).»

 

Παραπέμπω τέλος και στην υπόθεση Αρέστη ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, Πολ. Εφ. 178/2011 ημερ. 25/10/2016, από την οποία προκύπτει ότι η συγκατάθεση του προτεινόμενου για διορισμό διαχειριστή ad litem, προσώπου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το διορισμό του.

 

Με υπαγωγή των γεγονότων της υπό κρίση αίτησης σ’ όλες τις παραπάνω αρχές παρατηρώ τα εξής:

 

Ο αποβιώσας απεβίωσε στις 27/9/2021, χωρίς διαθήκη και σε σχέση με τη διαχείριση της περιουσίας του μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης δεν υπήρχε διαχειριστής μα ούτε και εκκρεμούσε οποιαδήποτε αίτηση για το σκοπό αυτό. Νόμιμοι κληρονόμοι και μόνοι δικαιούχοι της περιουσίας του είναι τα 4 πρόσωπα που κατονομάζονται από τους αιτητές στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση - στα οποία επιδόθηκε η αίτηση - , ανάμεσά τους και οι καθ’ ων η αίτηση 3 και 4.

 

Στο πλαίσιο 4 αγωγών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στις 21/12/2000, εναντίον και του αποβιώσαντα εκδόθηκαν 4 δικαστικές αποφάσεις για συγκεκριμένο - με κάθε απόφαση - ποσό και διατάχθηκε η εκποίηση των επίδικων υποθηκών και η πώληση των βεβαρημένων με αυτές ακινήτων του αποβιώσαντα προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέος του.

 

Οι αιτητές, οι οποίοι κατά το χρόνο καταχώρησης της υπό κρίση αίτηση υπείχαν - και υπέχουν - θέση ενυπόθηκου δανειστή σε σχέση με τις επίδικες υποθήκες, προτίθενται να τροχοδρομήσουν τις σχετικές διαδικασίες πώλησης των παραπάνω ακινήτων, δυνάμει του Μέρους VIA του Νόμου, το οποίο - για να επαναλάβω - διαλαμβάνει για την πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή.

 

Για σκοπούς νόμιμης έναρξης και διεξαγωγής της εν λόγω διαδικασίας απαιτείται η επίδοση και στον αποβιώσαντα - ο οποίος υπέχει θέση ενυπόθηκου οφειλέτη σε σχέση με τις επίδικες υποθήκες - των διαφόρων εγγράφων/ειδοποιήσεων που προβλέπονται στο Μέρος VIA του Νόμου. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα και ούτε καταχωρήθηκε ή εκκρεμεί οποιαδήποτε αίτηση για το σκοπό αυτό, οι αιτητές,  δικαιωματικά καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση δυνάμει του άρθρου 19 του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου, με την οποία, βασικά ζητούν τη χορήγηση περιορισμένου παραχωρητηρίου εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα, στη δικηγόρο Ελίνα Πετεβίνου, με αποκλειστικό σκοπό την επίδοση σ’ αυτή των διαφόρων ειδοποιήσεων που διαλαμβάνονται στο Μέρος VIA του Νόμου προκειμένου να καταστεί δυνατή - όπως αναφέρεται στην αίτηση - η έναρξη, συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων, περιλαμβανομένης και της διάθεσής τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του ίδιου μέρους του Νόμου.

 

Θεωρώ την Ελίνα Πετεβίνου που προτείνεται για διορισμό στη θέση του διαχειριστή, κατάλληλο και ουδέτερο πρόσωπο για το σκοπό αυτό. Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση για την υπό αναφορά - χωρίς να τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μου που να το αναιρεί ή καταρρίπτει -, θα είναι το πλέον κατάλληλο και ουδέτερο πρόσωπο για να της παραχωρηθούν έγγραφα περιορισμένης διαχείρισης προς εκπλήρωση του πιο πάνω περιορισμένου και ειδικού σκοπού, ένεκα της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου και δεδομένου ότι έχει πλήρη επίγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που πρόκειται να αναλάβει με σκοπό τη διασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων του αποβιώσαντα και εφόσον ουδεμία σχέση έχει με τους αιτητές. Εν πάση περιπτώσει, οι καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι για το λόγο που αναφέρουν στην ένορκη δήλωσή τους που υποστηρίζει την ένστασή τους στην αίτηση - ο οποίος κρίθηκε αβάσιμος - υποβάλλουν ότι η Ελίνα Πετεβίνου δεν κατάλληλο ή το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για διορισμό και θα ήταν πιο φρόνιμο και λογικό να διοριστεί ένας εκ των ενδιαφερομένων μερών, ως διαχειριστής, ούτε οι ίδιοι δηλώνουν τέτοια πρόθεση, επιθυμία και ακαταλληλότητα μα ούτε και προτείνουν κάποιο άλλο πρόσωπο για το οποίο να δηλώνουν ότι ισχύουν όλα αυτά. Επομένως, η  συγκεκριμένη αναφορά τους υπέχει μηδενικής αποδεικτικής αξίας. Ούτε και μου διαφεύγει ότι - για να επαναλάβω - σύμφωνα με την Ανδρομάχη Μηνά (ανωτέρω) περιορισμένα παραχωρητήρια μπορούν να χορηγηθούν και στους ίδιους τους πιστωτές της περιουσίας του αποβιώσαντα.

 

Συγκεφαλαιώνοντας, ενώ κανένας βάσιμος λόγος έχει καταδειχθεί για τη μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θεωρώ ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις (νομικές και πραγματικές ) για έκδοσή τους. Ακολουθεί ότι η αίτηση επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται διάταγμα χορήγησης περιορισμένου παραχωρητηρίου εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα, Χρυσόστομου Τζωρτζή, τέως από τη Λεμεσό, με αριθμό ταυτότητας, ως αναφέρεται στον τίτλο της αίτησης, ο οποίος απεβίωσε - χωρίς διαθήκη - στις 27/9/2021, στη δικηγόρο, Ελίνα Πετεβίνου, με αριθμό ταυτότητας, ως αναφέρεται στο σώμα της αίτησης, για τον περιορισμένο σκοπό της επίδοσης σ’ αυτή, κάθε αναγκαίου εγγράφου/ειδοποίησης για σκοπούς διεξαγωγής εκ μέρους των αιτητών τής διαδικασίας πώλησης των ενυπόθηκων  ακινήτων του αποβιώσαντα δυνάμει των υποθηκών, ως αυτά αναφέρονται στην αίτηση, δυνάμει του Μέρους VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 2024 (Ν. 9/1965).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και σε βάρος των καθ’ ων αίτηση 3 και 4.

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ...…………………………..

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο