ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον:  Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

                                                                            Αρ. Αγωγής: 3140/2018

 

Μεταξύ:

 

          ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΙΓΕΣΑ ΛΤΔ

                                                                                                                         Εναγόντων

- και -

 

                                              1.  ΠΑΝΙΚΟΥ ΚΙΜΩΝΟΣ

                                              2.  ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΙΜΩΝΟΣ

                                                                                                                       Εναγόμενων

------------------------------

Αίτηση επαναφοράς αγωγής, ημερομηνίας 27/11/2023

 

Ημερομηνία: 27/3/2024

 

Εμφανίσεις:

Για ενάγοντες - αιτητές: ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.

Για εναγόμενους 1 και 2 - καθ’ ων η αίτηση: ANΔΡEAΣ Μ. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Επειδή, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια έχει σημασία αρχίζω με το ιστορικό της υπόθεσης.

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν την αγωγή τους με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, στις 31/12/2018. Στις 12/2/2019 καταχώρησαν μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος. Στις 14/2/2019 που η αίτηση ήταν ορισμένη για εξέταση ζητήθηκε - και δόθηκε - άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Η αίτηση ορίστηκε για οδηγίες, στις 18/2/2019, ημερομηνία κατά την οποία η ευπαίδευτη δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε ημερομηνία για επίδοση της αίτησης, όπως και έγινε. Η αίτηση επαναορίστηκε για οδηγίες, στις 12/3/2019, ημερομηνία κατά την οποία οι εναγόμενοι - που στις 8/3/2019 καταχώρησαν εμφάνιση στην αγωγή -  ζήτησαν χρόνο για να καταχωρήσουν ένσταση στην αίτηση. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και η αίτηση ορίστηκε ξανά για οδηγίες, στις 16/4/2019, ημερομηνία κατά την οποία οι εναγόμενοι ζήτησαν εκ νέου χρόνο για να καταχωρήσουν την ένστασή τους, οπότε η αίτηση ορίστηκε εκ νέου για οδηγίες, στις 7/5/2019. Ούτε και αυτή τη φορά καταχωρήθηκε η ένσταση. Η ευπαίδευτη δικηγόρος των εναγόμενων ζήτησε περαιτέρω χρόνο για το σκοπό αυτό και δήλωσε ότι γίνονται και συζητήσεις για εξώδικο συμβιβασμό της αγωγής. Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα και όρισε την αίτηση ξανά για οδηγίες, στις 11/6/2019, με οδηγίες, όπως η ένσταση καταχωρηθεί μέχρι τότε. Την ημέρα αυτή καταχωρήθηκε η ένσταση, οπότε, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι και των δυο μερών ζήτησαν ημερομηνία ακρόασης της αίτησης, δηλώνοντας ότι «δεν υφίσταται επείγον». Συνεπεία αυτού, το Δικαστήριο όρισε την αίτηση για ακρόαση, στις 14/10/2019, ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε άνευ βλάβης.

 

Τρία περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα, στις 24/8/2022, ο Πρωτοκολλητής - κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου - εξέδωσε τη διαλαμβανόμενη στη Δ.26 Θ.13(1) ειδοποίηση προς τους ενάγοντες, με την οποία τους καλούσε να καταχωρήσουν την έκθεση απαίτησης, εντός 14 ημερών από την επίδοση της εν λόγω ειδοποίησης. Με την ίδια ειδοποίηση, τους πληροφορούσε ότι εάν παρέλειπαν να συμμορφωθούν, η αγωγή θα υπόκειτο σε απόρριψη.

 

Η ειδοποίηση επιδόθηκε στη Νίκη Δημητρίου, δικηγόρο στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων, στις 19/9/2022. Επειδή οι ενάγοντες παρέλειψαν να συμμορφωθούν, ο Πρωτοκολλητής, συμμορφούμενος με τη Δ.26 Θ.13(2), στις 3/11/2022  έθεσε το φάκελο της αγωγής ενώπιόν μου, την οποία απέρριψα, λόγω παράλειψης προώθησής της.

 

Οι ενάγοντες, μερικές μέρες αργότερα και συγκεκριμένα, στις 14/11/2022 καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν παράταση 10 ημερών για να καταχωρήσουν την έκθεση απαίτησής τους. Επιλήφθηκα της αίτησης, στις 22/11/2022, που ήταν ορισμένη για εξέταση και εξέδωσα το αιτούμενο διάταγμα.

 

 

Οι ενάγοντες, στις 27/11/2023  καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητούν διάταγμα επαναφοράς της αγωγής.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση, στην οποία προέβη η Νίκη Δημητρίου. Με αυτή αναφέρει τα εξής:

 

Χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση και γνωρίζει τα γεγονότα της. Περί τις 12/11/2022 καταχώρησαν εκ μέρους των εναγόντων αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έκθεσης απαίτησης και το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε στις 22/11/2022. Στις 25/11/2022 καταχώρησε προσωπικά την έκθεση απαίτησης και παρέδωσε αντίγραφό της προσωπικά στη δικηγόρο κυρία Άντρη Χατζηχαραλάμπους, η οποία εκπροσωπούσε τους εναγόμενους. Με την κυρία Χατζηχαραλάμπους, κατά καιρούς συζήτησαν την υπόθεση για τυχόν εξώδικη διευθέτησή της.

 

Στις 24/11/2023 επισκέφθηκε το Πρωτοκολλητείο με σκοπό να καταχωρήσει αίτηση για απόφαση, λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης και πληροφορήθηκε ότι η αγωγή είχε απορριφθεί στις 8/11/2022, λόγω μη προώθησης.

 

Πριν από την καταχώρηση της αίτησης, για παράταση του χρόνου καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης είχε επισκεφθεί το Πρωτοκολλητείο και από έλεγχο που έγινε στο βιβλίο καταχώρησης αγωγών δεν διαπιστωνόταν ότι η υπόθεση είχε διαγραφεί. Ουδέποτε μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης, της επιστράφηκε η έκθεση απαίτησης με την ένδειξη ότι είχε απορριφθεί η αγωγή για να λάβει νωρίτερα μέτρα για επαναφορά. Σε περίπτωση που δεν επαναφερθεί η αγωγή, το αγώγιμο δικαίωμα θα έχει παραγραφεί. Ως εκ τούτου είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως επαναφερθεί η αγωγή.

 

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 7 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του εναγόμενου, Πανίκου Κίμωνος. Οι κύριες θέσεις τους σύμφωνα με την εν λόγω ένορκη δήλωση είναι οι εξής:

 

Οι ενάγοντες δε νομιμοποιούνται και δε δικαιούνται στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Η τελευταία ημερομηνία που εμφανίστηκαν στην αγωγή ήταν στις 14/10/2019 που οι ενάγοντες απέσυραν την αίτησή τους για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος. Μετά την ημερομηνία αυτή και μέχρι πρόσφατα δεν είχαν οποιαδήποτε ενημέρωση ότι οι δικηγόροι των εναγόντων προχώρησαν την αγωγή με οποιοδήποτε τρόπο. Στις 14/11/2022 και ενώ η αγωγή είχε ήδη απορριφθεί οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης και φαίνεται εκ λάθους εκδόθηκε το αιτούμενο διάταγμα, το οποίο είναι άκυρο, εφόσον η αγωγή είχε ήδη απορριφθεί.

 

Ακόμη κι αν δεχθεί τους ισχυρισμούς της κυρίας Δημητρίου ότι καταχώρησε την έκθεση απαίτησης, στις 25/11/2022 και αφού η αγωγή ήταν καταχωρημένη από το Δεκέμβριο του 2018, για ποιο λόγο δεν την προώθησαν και να ετοιμάσουν και να τους επιδώσουν αίτηση για απόφαση, λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης και προσπάθησαν να το πράξουν αυτό, σχεδόν 1 χρόνο μετά που καταχώρησαν την έκθεση απαίτησης;

 

Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε ένα και πλέον χρόνο μετά την απόρριψη της αγωγής τους. Εάν τηρούσαν τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσουν δε θα έφθαναν σήμερα στο σημείο μετά από τόσα χρόνια να ζητούν επαναφορά της αγωγής τους.

 

Δε θα διαφωνήσει με τον ισχυρισμό της κυρίας Δημητρίου ότι συζήτησαν την υπόθεση, αλλά διαφωνεί ότι τη συζητούσαν κατά καιρούς. Μετά που οι ενάγοντες απόσυραν την αίτησή τους για προσωρινό διάταγμα και συγκεκριμένα, τον Οκτώβρη του 2019 διευθέτησαν συνάντηση στα γραφεία των δικηγόρων τους, κατά την οποία κατέληξαν ότι διαφωνούν παντελώς και δεν υπήρχε οποιοδήποτε ενδεχόμενο εξεύρεσης διευθέτησης των επίδικων διαφορών. Καμιά άλλη συζήτηση ή πρόταση έγινε.

 

Με βάση τα πιο πάνω, οι ενάγοντες όφειλαν να προωθήσουν κανονικά την αγωγή τους και όχι να περιμένουν 4 και πλέον χρόνια για να ζητούν σήμερα από το Δικαστήριο επαναφορά της αγωγής τους. Ο χρόνος που μεσολάβησε μέχρι σήμερα και οι αδράνεια που επέδειξαν να προωθήσουν την αγωγή τους αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το Δικαστήριο πριν αποφασίσει επί της αίτησης.

 

Επαναφορά της αγωγής, λαμβανομένης υπόψη της όλης διαγωγής των εναγόντων, θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων και θα παραβίαζε και το δικό τους συνταγματικό δικαίωμα.

 

Η όλη συμπεριφορά των εναγόντων αποτελεί κατάφωρη περιφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών και το Δικαστήριο δεν μπορεί, ενόψει της συμπεριφοράς που επέδειξαν οι ενάγοντες, να εξασκήσει τη διακριτική ευχέρεια υπέρ τους, αλλά αντίθετα αποτελεί παράγοντα ο οποίος θα πρέπει να προσμετρήσει στην απόρριψη της αίτησης. Το γεγονός ότι εάν δεν επαναφερθεί η αγωγή, οι  ενάγοντες δε θα μπορούν να καταχωρήσουν νέα αγωγή είναι παράγοντας που θα έπρεπε να σκεφτούν εδώ και τόσα χρόνια που εκκρεμούσε η αγωγή τους και τελούσαν υπό αδράνεια.

 

Πέραν των πιο πάνω είναι η θέση τους, ότι οι ενάγοντες θα έπρεπε να ζητούν ακύρωση του διατάγματος που απέρριψε την αγωγή και όχι απευθείας διάταγμα για επαναφορά της. Οι ενάγοντες δεν έχουν δείξει κανένα λόγο γιατί είναι εύλογο και λογικό να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Αντίθετα, η συμπεριφορά τους καταδεικνύει κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.

 

Κατά την ακρόαση της αίτησης - η οποία διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων - οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των μερών περιορίστηκαν στην υποβολή γραπτής αγόρευσης. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Υπεισέρχομαι στην ουσία της αίτησης, η οποία ασφαλώς θα εξεταστεί υπό το φως και των προβαλλόμενων σ’ αυτή, λόγων ένστασης.

 

Αρχίζω με τον 5ο λόγο, ο οποίος αφορά στη δικαιοδοτική βάση της αίτησης. Με αυτόν υποβάλλεται ότι οι ενάγοντες θα έπρεπε να ζητούν, πρώτα, διάταγμα παραμερισμού του διατάγματος απόρριψης της αγωγής, παράταση του χρόνου για καταχώρηση της παρούσας αίτησης και μετά διάταγμα για επαναφορά της αγωγής, ως εκ τούτου, η αίτηση είναι πρόωρη.

 

Με κάθε σεβασμό, δε συμφωνώ. Από τη στιγμή που η αγωγή απορρίφθηκε δυνάμει της Δ.26 Θ.13(2), λόγω παράλειψης προώθησής της, χωρίς αναφορά στην ουσία της, ο ορθός - δικονομικά - τρόπος επαναφοράς της είναι αυτός που ακολούθησαν οι ενάγοντες. Δηλαδή, η καταχώρηση αίτησης δυνάμει της Δ.26 Θ.14 η οποία περιλαμβάνεται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης (βλ. - μεταξύ άλλων - τις υποθέσεις Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 C.L.R. 771Mesolongitis v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161, Toumbouros Est. Ltd v. Ιωαννίδου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1512 και Παπακόκκινου κ.ά. ν. Xριστόφορος Πελεκάνος Λτδ κ.ά (2009) 1 Α.Α.Δ. 1275). Σύμφωνα με την εν λόγω διαταγή: Any judgment by default, whether under this Order or under any other of these Rules, may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as to costs or otherwise as the Court may think fit.”

 

Από τα παραπάνω καταρρίπτεται και ο 7ος λόγος ένστασης, στο βαθμό που με αυτόν υποβάλλεται ότι η αίτηση είναι νόμω αβάσιμη. Στο βαθμό δε που με τον ίδιο λόγο υποβάλλεται ότι η αίτηση είναι παράτυπη, ο συγκεκριμένος λόγος απορρίπτεται ως γενικός και αόριστος, ενώ, κατά πόσο η αίτηση είναι καταχρηστική, όπως υποβάλλεται με τον ίδιο λόγο ένστασης, θα διαφανεί αργότερα.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης, λόγω της συνάφειάς τους, θα συνεξεταστούν. Σύμφωνα με αυτούς, οι ενάγοντες δεν προβάλλουν  κανένα σοβαρό λόγο που να υποστηρίζει το αίτημά τους για επαναφορά της αγωγής (1ος λόγος). Η διαγωγή τους από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι σήμερα αποτελεί κατάφωρη   περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των εναγόμενων (2ος λόγος). Η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης είναι αδικαιολόγητη (3ος λόγος). Η επαναφορά της αγωγής, λαμβάνοντας υπόψη τη διαγωγή των εναγόντων θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων και θα παραβίαζε το συνταγματικό δικαίωμα των εναγόμενων (4ος λόγος). Από τα γεγονότα, όπως εκτίθενται στην ένορκη δήλωση της Νίκης Δημητρίου καταδεικνύεται ότι δεν υπάρχει σοβαρός και/ή καθόλου λόγος για τον οποίο να δικαιολογείται η όλη συμπεριφορά που επέδειξαν οι ενάγοντες, από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι σήμερα (6ος λόγος).

 

Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Κ. & Τ. Andreou Ltd κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 1296 επισημαίνονται τα εξής:

 

«Τα πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας σε αίτηση παραμερισμού απόφασης οριοθετούνται στην υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R.. 204. Στη σελίδα 210 αναφέρονται τα εξής από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε):-

 

 

"Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο πρέπει να προσπαθεί να ισοζυγίζει δύο παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης.  Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφαλίσεως από τη μια, του δικαιώματος ακροάσεως του διαδίκου και την ανάγκη διασφαλίσεως ταχείας διεκπεραιώσεως των δικαστικών υποθέσεων, από την άλλη.  Η ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευχέρειας αλλά ένα καθ' όλα αποφασιστικό παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών.  Αυτή η αρχή είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο παράγοντα ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή την ανάγκη να υποστηριχθεί η τελεσιδικία.  Εάν επιτραπεί σε ένα διάδικο εύκολα να επανανοίγει την υπόθεσή του η σφραγίδα της τελεσιδικίας με όλες τις συνέπειες που επιφέρει, και η βεβαιότητα που ενέχει στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων, θα εξαφανισθούν με σοβαρές συνέπειες στην απονομή της δικαιοσύνης (Βλ. παρατηρήσεις του Λόρδου Δικαστή Megaw στην Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, 833).

 

To αποτέλεσμα της νομολογίας είναι ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει σπουδή να αποστερήσει διάδικο να τύχει ακρόασης στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση.  Ωστόσο το δικαστήριο, μπορεί, οπωσδήποτε, να αρνηθεί να επανανοίξει μια υπόθεση εάν η συμπεριφορά ενός διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης.  Οσάκις η διαγωγή του διαδίκου ο οποίος αιτείται παραμερισμό απόφασης δεν δύναται να συγχωρεθεί λόγω εμφανούς καταφρονήσεως της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου το Δικαστήριο μπορεί κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να αρνηθεί ακύρωση της απόφασης."

 

Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι η ανάγκη εξισορρόπησης αφενός της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος του κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και αφετέρου της ανάγκης για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος) και για τελεσιδικία της απόφασης (Βλ. Phylactou (πιο πάνω), Milouca Motor Trading Ltd. v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941 και Έλσα Λουκαΐδου ν. Ανδρέα Γερολέμου (2000) 1 Α.Α.Δ. 333).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, στοιχεία που καθιστούν μοιραία την τύχη αίτησης επαναφοράς είναι η αδιαφορία του διαδίκου ή διαγωγή που καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου και η εκδίκαση της διαφοράς σε εύλογο χρόνο, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και βαρύνει τις δικαστικές αρχές. Στη Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997 έχουν λεχθεί τα εξής από τον Καλλή, Δ.:-

 

"Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 (β) και (γ) του Συντάγματος.  Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο.  Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988)."»

 

Βλέπε και την Παπανικολάου ν. Κότσαπα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1800 από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η αγωγή προφανώς απορρίφθηκε για μη προώθησή της, οι δε γενικές αρχές που ισχύουν και για παραμερισμό απόφασης και επαναφορά της αγωγής έχουν ανάλογη  εφαρμογή και στην παρούσα περίπτωση.

 

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, πρέπει να διασφαλίζονται από τη μια το δικαίωμα ακρόασης του διάδικου και από την άλλη η ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων.  Η άνευ φειδούς επανάνοιξη υπόθεσης  δημιουργεί αβεβαιότητα στην τελεσιδικία και γι΄αυτό, αν η συμπεριφορά διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης και καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί το αίτημα του διαδίκου. (Δέστε σχετικά Άννα Νικολάου Χαραλάμπους ν. Κ & T. Andreou Ltd κ.ά., Π.Ε. 11120, ημερ. 13.9.02 και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).»

 

Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης στις παραπάνω αρχές παρατηρώ τα εξής:

 

Καταρχάς, υπάρχει ένα στοιχείο στην παρούσα υπόθεση, που θα έλεγα ότι τη διαφοροποιεί από τις συνήθεις υποθέσεις όπου ένας διάδικος, του οποίου η αγωγή έχει απορριφθεί λόγω παράλειψης προώθησής της, ακολούθως επιδιώκει την επαναφορά της.

 

Στην περίπτωσή μας είναι γεγονός, ότι η αγωγή, 4 σχεδόν χρόνια μετά την καταχώρησή της, στις 31/12/2018 και συγκεκριμένα, στις 3/11/2022 απορρίφθηκε  από το Δικαστήριο και μάλιστα, υπό την παρούσα σύνθεσή του, λόγω παράλειψης προώθησής της και τούτο, επειδή οι ενάγοντες, μολονότι κλήθηκαν από τον Πρωτοκολλητή να καταχωρήσουν την έκθεση απαίτησής τους, εντός της προθεσμίας των 14 ημερών από την επίδοση της σχετικής ειδοποίησης, παρέλειψαν να συμμορφωθούν. Και ενώ μετά από αυτή την εξέλιξη, ουσιαστικά δεν υπήρχε αγωγή, το τι έγινε στη συνέχεια - που αποτελεί και το στοιχείο που διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από τις υπόλοιπες - είναι το εξής: μερικές μέρες μετά την απόρριψη της αγωγής και συγκεκριμένα, στις 14/11/2022, οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν παράταση 10 ημερών για να καταχωρήσουν την έκθεση απαίτησής τους. Επιλήφθηκα της αίτησης, στις 22/11/2022 και επειδή την έκρινα δικαιολογημένη εξέδωσα το αιτούμενο διάταγμα. Εξ αυτού και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής, ανακύπτει το εξής, που αφορά, καταρχάς, τον Πρωτοκολλητή, έπειτα, το Δικαστήριο και τέλος, τους ενάγοντες. Αρχίζοντας από τον Πρωτοκολλητή είναι φανερό ότι για να δεχθεί την καταχώρηση της συγκεκριμένης αίτησης, όταν συνέβαινε αυτό θεωρούσε ότι η αγωγή εκκρεμούσε ακόμη. Το ίδιο ισχύει και για το Δικαστήριο, το οποίο δε θα μπορούσε να επιληφθεί καν τέτοιας αίτησης, καθώς αυτή είναι γεγονός ότι είχε καταχωρηθεί στο πλαίσιο ανύπαρκτης αγωγής. Για να συμβεί αυτό, πιθανότατα, κατά το χρόνο που επιλήφθηκα της συγκεκριμένης αίτησης, για κάποιο λόγο που δε γνωρίζω, δεν υπήρχε στο φάκελο το πρακτικό απόρριψης της αγωγής και μάλλον, για τον ίδιο λόγο, ο Πρωτοκολλητής δέχθηκε την καταχώρηση της αίτησης. Άγνοια για το γεγονός ότι απορρίφθηκε η αγωγή φαίνεται να είχαν και οι ενάγοντες, καθώς, μόνο έτσι μπορούν να εξηγηθούν οι διάφορες ενέργειες στις οποίες προέβησαν στη συνέχεια (καταχώρηση αίτησης για παράταση του χρόνου καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης, καταχώρηση του εν λόγω δικογράφου και τέλος, μετάβαση στο Πρωτοκολλητείο με σκοπό την καταχώρηση αίτησης για έκδοση απόφασης εναντίον των εναγόμενων, επειδή  παρέλειψαν να καταχωρήσουν υπεράσπιση).

 

Μολονότι ο εναγόμενος με την ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένσταση στην υπό κρίση αίτηση, όπως αναφέρει στην παράγραφο 4 αρνείται όλους και καθένα ξεχωριστά τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην ένορκη δήλωση της Νίκης Δημητρίου, εντούτοις, για λόγους που θα αναφέρω αμέσως θεωρώ πειστική την εκδοχή της τελευταίας συναφώς με όλες τις παραπάνω ενέργειες.

 

Όπως αναφέρει η κυρία Δημητρίου χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση για τους ενάγοντες και γνωρίζει τα γεγονότα της. Όπως αναφέρει στη συνέχεια προέβη η ίδια σ’ όλες τις παραπάνω ενέργειες και σε ακόμη μια. Συγκεκριμένα, προτού καταχωρήσει την αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης επισκέφθηκε το Πρωτοκολλητείο και από έλεγχο που έγινε στο βιβλίο καταχώρησης αγωγών δε διαπιστωνόταν ότι η υπόθεση είχε διαγραφεί. Πέραν τούτου, όταν στις 25/11/2022 καταχώρησε την έκθεση απαίτησης, όπως αναφέρει παρέδωσε προσωπικά αντίγραφό της στη δικηγόρο κυρία Χατζηχαραλάμπους, η οποία εκπροσωπούσε προσωπικά τους εναγόμενους.

 

Εάν οι εναγόμενοι ήθελαν να καταρρίψουν τους παραπάνω ισχυρισμούς της κυρίας Δημητρίου και ειδικά τον τελευταίο θεωρώ πως είχαν δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν να καταχωρούσαν σχετική ένορκη δήλωση στην οποία να προέβαινε η ίδια η κυρία Χατζηχαραλάμπους, με την οποία να διέψευδε την κυρία Δημητρίου. Και η δεύτερη, θα μπορούσαν να ζητήσουν άδεια να αντεξετάσουν την κυρία Δημητρίου επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσής της και να την αμφισβητήσουν για οτιδήποτε αναφέρει σ’ αυτή αναφορικά με τα γεγονότα. Ούτε και θεωρώ τυχαίο, το γεγονός ότι ο εναγόμενος - ο οποίος σε αντίθεση με την κυρία Δημητρίου που αναφέρεται σε γεγονότα και ενέργειες για τα οποία είχε προσωπική εμπλοκή και γνώση - παρά τη γενική άρνηση του συνόλου των ισχυρισμών της κυρίας Δημητρίου, ακολούθως και συγκεκριμένα, με την παράγραφο 15, έστω έμμεσα φαίνεται να δέχεται τον ισχυρισμό της ότι καταχώρησε την έκθεση απαίτησης. Όμως, σε τελική ανάλυση, πλείστες από τις ενέργειες της κυρίας Δημητρίου, προφανώς αυτή γνώριζε ότι θα ήταν και χωρίς νόημα να τις είχε κάνει, εάν είχε υπόψη της ότι θα τις έκανε στο πλαίσιο ανύπαρκτης αγωγής.

 

Όλα τα παραπάνω συναρτώνται με το βασικό λόγο για τον οποίο οι εναγόμενοι εναντιώνονται στην αίτηση, ο οποίος, ουσιαστικά αφορά στο χρόνο που οι ενάγοντες επέλεξαν να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση, με αφετηριακή βάση για σκοπούς υπολογισμού του χρόνου, τέσσερα χρονικά ορόσημα μέχρι και την καταχώρηση της αίτησης. Το πρώτο είναι η ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, το δεύτερο, ο Οκτώβρης του 2019, που όπως είναι η θέση των εναγόμενων, διαφάνηκε πως δεν υπήρχε περίπτωση εξεύρεσης διευθέτησης της υπόθεσης το τρίτο, η ημερομηνία απόρριψης της αγωγής και το τέταρτο, η ημερομηνία καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης.

 

Το κρίσιμο ερώτημα που καλούμαι να απαντήσω είναι κατά πόσο ευσταθούν οι ακόλουθες, κατά βάση, νομικές θέσεις των εναγόμενων σύμφωνα με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εναγόμενου - οι οποίες εκτίθενται και σε άλλο σημείο πιο πάνω - :

 

Οι ενάγοντες όφειλαν να προωθήσουν κανονικά την αγωγή τους και όχι να περιμένουν 4 και πλέον χρόνια για να ζητούν σήμερα από το Δικαστήριο την επαναφορά της. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι σήμερα και οι αδράνεια που οι ενάγοντες επέδειξαν να την προωθήσουν αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες, που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το Δικαστήριο, πριν αποφασίσει επί της αίτησης. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαγωγή των εναγόντων, επαναφορά της αγωγής, θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών και θα παραβίαζε και το δικό τους συνταγματικό δικαίωμα. Η όλη συμπεριφορά των εναγόντων αποτελεί κατάφωρη περιφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών και το Δικαστήριο, ενόψει της συμπεριφοράς που επέδειξαν οι ενάγοντες δεν μπορεί να εξασκήσει τη διακριτική ευχέρεια υπέρ τους, αλλά αντίθετα αποτελεί παράγοντα ο οποίος θα πρέπει να προσμετρήσει στην απόρριψη της αίτησης. Η συμπεριφορά των εναγόντων καταδεικνύει κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.

 

Παρατηρώ είναι το εξής:

 

Καταρχάς, η ευθύνη για το γεγονός ότι κανένα δικονομικό διάβημα είχε γίνει για σκοπούς προώθησης της αγωγής, 4 σχεδόν χρόνια από την καταχώρησή της μέχρι και την απόρριψή της, κατά τη γνώμη μου βαρύνει εξίσου και τα δυο μέρη. Τους ενάγοντες, επειδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μέχρι και τις 14/10/2019 εκκρεμούσε η αίτησή τους για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος και κατά διαστήματα είχαν γίνει προσπάθειες επίτευξης συμβιβασμού της υπόθεσης, θα μπορούσαν παράλληλα να είχαν καταχωρήσει την έκθεση απαίτησής τους, έτσι ώστε, σε περίπτωση μη ευόδωσης των προσπαθειών επίτευξης συμβιβασμού, η αγωγή, τουλάχιστον να προγραμματιζόταν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε ακρόαση. Συμμορφούμενοι με τη Δ.20 Θ.1, θα μπορούσαν να την είχαν καταχωρήσει, οποτεδήποτε μετά τις 8/3/2019 που οι εναγόμενοι καταχώρησαν εμφάνιση στην αγωγή. Με τη σειρά τους, οι εναγόμενοι, οι οποίοι επικαλούνται την αδράνεια των εναγόντων να προβούν σε μέτρα προώθησης της αγωγής τους, επικαλούμενοι τις πρόνοιες της Δ.20 Θ.1 και της Δ.26 Θ.1, θα μπορούσαν οποτεδήποτε μετά την πάροδο 10 ημερών από τις 8/3/2019 που καταχώρησαν εμφάνιση στην αγωγή, να καταχωρούσαν αίτηση απόρριψης της αγωγής, λόγω παράλειψης προώθησής της, κάτι που εν τέλει έγινε, πλην όμως, με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου και όχι των ίδιων, οι οποίοι σήμερα επικαλούνται τον παράγοντα καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής και όλα τα υπόλοιπα, ως λόγω μη επαναφοράς της αγωγής, ενώ θα μπορούσαν να ζητήσουν την απόρριψή της για το συγκεκριμένο λόγο, πολύ προηγουμένως. Με αυτό δεδομένο, έχω τη γνώμη ότι κωλύονται να εναντιώνονται στην αίτηση για το συγκεκριμένο λόγο.

 

Απ’ εκεί και πέρα, κατά κάποιο τρόπο, θέμα κωλύματος τίθεται και για το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση. Όταν στις 22/11/2022, εν αγνοία μου ότι η αγωγή είχε ήδη απορριφθεί, επιλαμβανόμουν της αίτησης, ημερομηνίας 14/11/2022 και στο πλαίσιό της εξέδιδα διάταγμα με το οποίο έδιδα στους ενάγοντες παράταση 10 ημερών για να καταχωρήσουν την έκθεση απαίτησής τους, είχα βασιστεί στο περιεχόμενο της υποστηρικτικής της αίτησης, ένορκης δήλωσης. Επιπλέον, μολονότι δεν αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, ασφαλώς, καθηκόντως έλαβα υπόψη και το χρόνο καταχώρησης της αίτησης σε συνάρτηση με το χρόνο που μεσολάβησε από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, που ήταν σχεδόν 4 χρόνια. Με αυτό δεδομένο και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι - για να επαναλάβω - ο βασικός λόγος για τον οποίο οι εναγόμενοι εναντιώνονται στην αίτηση αφορά στο χρόνο καταχώρησής της, εάν απορρίψω την αίτηση για το συγκεκριμένο λόγο, που αποτελεί καθαρά αντικειμενικό κριτήριο - το οποίο αποτιμάται από στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης - είναι φανερό ότι θα ενεργήσω αντίθετα απ’ ό,τι είχα κάνει όταν επιλαμβανόμουν της αίτησης, ημερομηνίας 14/11/2022 (ανωτέρω) και εξέδιδα το αιτούμενο διάταγμα, ως προς το οποίο, θα μετατραπώ σε Εφετείο του εαυτού μου, με εκκαλούμενη, δική μου απόφαση. Είναι καλά γνωστό, πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει.

 

Προστίθενται και τα εξής:

 

Καθώς ήδη έχει αναφερθεί, οι εναγόμενοι, έστω έμμεσα δέχονται τον ισχυρισμό της κυρίας Δημητρίου ότι στις 25/11/2022 καταχώρησε προσωπικά την έκθεση απαίτησης, έστω κι αν, τέτοιο δικόγραφο, δεν υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης. Υποθέτω, για τον ίδιο λόγο που συνέβη αυτό και με το πρακτικό απόρριψης της αγωγής, καθ’ ον χρόνο εξέδιδα το διάταγμα παράτασης του χρόνου καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης. Με αυτό δεδομένο, το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: οι εναγόμενοι, οι οποίοι ζητούν απόρριψη της αίτησης, επικαλούμενοι ως λόγο το χρόνο καταχώρησής της, για ποιο λόγο οι ίδιοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους στην αγωγή από τις 25/11/2022 μέχρι και τις 27/11/2023 που οι ενάγοντες καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση;

  

 

Όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο πιο πάνω με αναφορά σε νομολογία (βλ. τις υποθέσεις Χαραλάμπους, Phylactou και Παπανικολάου) το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας που διέπει το θέμα πρέπει να προσπαθεί να ισοζυγίζει δύο παράγοντες οι οποίοι είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης.  Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφαλίσεως από τη μια, του δικαιώματος ακροάσεως του διαδίκου και την ανάγκη διασφαλίσεως ταχείας διεκπεραιώσεως των δικαστικών υποθέσεων, από την άλλη. 

 

Μολονότι η αγωγή απορρίφθηκε δυνάμει της Δ.26 Θ.13, λόγω παράλειψης προώθησής της, οπότε, σε εφαρμογή του Θ.14 της ίδιας διαταγής, αυτό δεν αποτελεί κώλυμα για σκοπούς καταχώρησης νέας αγωγής, εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει. Και τούτο, επειδή, όπως αναφέρει η κυρία Δημητρίου στην υποστηρικτική της αίτησης, ένορκη δήλωσή της, το αγώγιμο δικαίωμα θα έχει παραγραφεί. Με αυτό δεδομένο είναι φανερό ότι σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, οι επιπτώσεις στους ενάγοντες, θα είναι μη αναστρέψιμες. Μια τέτοια εξέλιξη, θα έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση, του κατά το άρθρο 30 1. του Συντάγματος, θεμελιώδους δικαιώματός τους για προσφυγή στη δικαιοσύνη.   Από την άλλη, εκτός του ότι οι εναγόμενοι, για όλους τους λόγους που έχουν αναφερθεί ευθύνονται κι αυτοί για το γεγονός ότι κανένα δικονομικό διάβημα είχε γίνει για σκοπούς προώθησης της αγωγής, 4 χρόνια από την καταχώρησή της μέχρι και την απόρριψή της, ουδέν αναφέρουν ως προς τις πιθανές, έστω, επιπτώσεις στους ίδιους σε περίπτωση που η αίτηση γίνει αποδεκτή. Ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός του εναγόμενου ότι επαναφορά της αγωγής θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων και θα παραβίαζε και το δικό τους συνταγματικό δικαίωμα, χωρίς καν να συγκεκριμενοποιεί σε ποιο δικαίωμα αναφέρεται δεν καλύπτει αυτό το κενό.

 

Όμως, επειδή ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων, έχω επίγνωση, της κατά το άρθρο 30 2. του Συντάγματος, θεσμικής υποχρέωσής μου να διασφαλίσω το συνταγματικό δικαίωμα και των δυο μερών για διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους εντός ευλόγου χρόνου και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των πρόσφατων διαδικαστικών κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίοι διαλαμβάνουν για την εκδίκαση των καθυστερημένων υποθέσεων, μετά τη διαφαινόμενη κατάληξή μου να δεχθώ την αίτηση, αφού ακούσω και τους δικηγόρους των διαδίκων, θα δώσω τέτοιες οδηγίες έτσι ώστε η αγωγή να οριστεί τάχιστα για ακρόαση.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας που διέπει το θέμα θεωρώ ότι για σκοπούς ορθής, δίκαιης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, το αίτημα των εναγόντων θα πρέπει να γίνει και γίνεται αποδεκτό.

 

Εκδίδεται διάταγμα επαναφοράς της αγωγής, το οποίο θα ισχύει υπό τον όρο ο οποίος θα τεθεί στη συνέχεια, ως προς τα έξοδα, για τα οποία παρατηρώ τα εξής:

 

Η Δ.26 Θ.14 προνοεί ότι οποιαδήποτε απόφαση κατόπιν παράλειψης μπορεί να παραμεριστεί υπό όρους ως προς τα έξοδα ή όπως θα κρίνει το Δικαστήριο.

 

Η απόρριψη της αγωγής και η ανάγκη καταχώρησης της παρούσας αίτησης, ασφαλώς βαραίνουν αποκλειστικά τους ενάγοντες. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων 1 και 2 και σε βάρος των εναγόντων. Η καταβολή τους εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης στους ίδιους ή τους δικηγόρους τους, αποτελεί όρο για σκοπούς έναρξης ισχύος του διατάγματος επαναφοράς της αγωγής.

 

 

 

                                                                         (Υπ.) ...…………………………..

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

/ΚΚ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο