ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, A.Ε.Δ.

 

                                                               Αριθμός αγωγής: 1712/2022 (i-justice)

 

Μεταξύ:

 

ALPHA BANK CYPRUS LTD

                                                                                                        Εναγόντων

 

και

 

1. Κυριάκου Αντώνη Λουκά

                                        2. Χριστιάνας Αντωνίου

                                                                                                        Εναγόμενων

--------------------

Αίτηση απόρριψης και/ή παραμερισμού αγωγής, ημερομηνίας 29.3.2023

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13/3/2024

 

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για εναγόμενους 1 και 2 - αιτητές: Ορφανίδης, Χριστοφίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για ενάγοντες - καθ’ ων η αίτηση: Χρυσαφίνης και Πολυβίου  Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Βάση της αγωγής των εναγόντων αποτελούν δυο ενυπόθηκα δάνεια - σε ελβετικά φράγκα - που οι ενάγοντες είχαν παραχωρήσει στους εναγόμενους, δυνάμει δυο γραπτών συμφωνιών, ημερομηνίας 13/9/2006, η πρώτη και 24/9/2008, η δεύτερη. Επειδή οι εναγόμενοι καθυστερούσαν να πληρώσουν τις συμφωνημένες δόσεις των δανείων, οι ενάγοντες, με τις επιστολές τους προς τους εναγόμενους, ημερομηνίας 3/8/2022 ανακάλεσαν την πίστωση που τους τους είχαν παραχωρήσει με την πρώτη από τις παραπάνω συμφωνίες και τερμάτισαν τη δεύτερη συμφωνία.

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή, στις 25/10/2022. Με αυτή αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων - μεταξύ άλλων - το ποσό των CHF234.934,03 και το ποσό των CHF78.390,91, που αποτελεί το κατ’ ισχυρισμό τους, οφειλόμενο υπόλοιπο των εναγόμενων, δυνάμει των παραπάνω συμφωνιών (στο εξής «δανειακές συμβάσεις»), πλέον τόκους καθώς και διάταγμα πώλησης τού ενυπόθηκου ακινήτου, ιδιοκτησίας του εναγόμενου.

 

Οι εναγόμενοι, στις 10/2/2023 καταχώρησαν εμφάνιση στην εναντίον τους αγωγή και στις 29/3/2023 την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητούν, πρώτο, διάταγμα «που να απορρίπτει και/ή να ακυρώνει και/ή παραμερίζει (Set Aside) το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα και/ή την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, ως καταχρηστική της διαδικασίας του Δικαστηρίου και/ή ως πολλαπλή διαδικασία και/ή λόγω δεδικασμένου και/ή λόγω κωλύματος.» και δεύτερο, αναστολή της παρούσας αγωγής και/ή οποιασδήποτε περαιτέρω διαδικασίας στο πλαίσιό της, μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της αγωγής 24/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση τής ασκούμενης δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόμενων, Διονυσίας Λαμπριανής Μαρίνου.

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 14 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο λειτουργός τους, Αγαθοκλής Αγαθοκλέους.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Οι βασικές θέσεις που προβάλλουν οι εναγόμενοι για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αίτησης σύμφωνα με το περιεχόμενο της υποστηρικτικής της αίτησης, ένορκης δήλωσης είναι οι εξής:

 

Οι εναγόμενοι, στις 11/11/2021 καταχώρησαν εναντίον των εναγόντων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, την αγωγή 24/2021 η οποία αφορά - μεταξύ άλλων - στην παράβαση εκ μέρους των εναγόντων τής πρώτης δανειακής σύμβασης καθώς και δόλο και/ή απάτη και/ή συνομωσία για καταδολίευσή τους από τους ενάγοντες. Στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, οι ενάγοντες, στις 17/5/2022 καταχώρησαν υπεράσπιση, χωρίς να καταχωρήσουν ανταπαίτηση.

 

Στις 25/10/2022 καταχωρίστηκε η παρούσα αγωγή η οποία αφορά και πάλιν τα ίδια επίδικα θέματα και ταυτίζεται με τους ίδιους διαδίκους. Η παρούσα αγωγή συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και δημιουργεί δεδικασμένο και κώλυμα, αναφορικά με την αιτία της αγωγής και για το επίδικο θέμα, καθότι έπεται της αγωγής 24/2021 η οποία έχει ως αντικείμενο τις ίδιες δανειακές συμβάσεις και επομένως εδράζεται επί των ίδιων γεγονότων και αφορά στους ίδιους διαδίκους. Σε περίπτωση που συνεχίσει κανονικά η προώθηση και των δυο αγωγών, το Δικαστήριο θα κληθεί να ακούσει την ίδια μαρτυρία, δύο φορές και να εκδώσει δύο αποφάσεις επί των ίδιων γεγονότων, επί του ιδίου επίδικου θέματος και της ίδιας αιτίας της αγωγής.

 

Περαιτέρω, οι δύο αγωγές είναι διασταυρούμενες. Οι εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή είναι ενάγοντες στην αγωγή 24/2021 και οι ενάγοντες στην παρούσα αγωγή είναι εναγόμενοι στην αγωγή 24/2021. Δεδομένης της θέσης τους ότι οι δύο αγωγές αφορούν σε ταυτόσημα επίδικα θέματα πιστεύουν ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται με την παρούσα αγωγή, θα μπορούσαν εύλογα και με την άσκηση εύλογης επιμέλειας από τους ενάγοντες, να εγερθούν στο πλαίσιο της αγωγής 24/2021, δι’ ανταπαιτήσεως, στα δικογραφήματα ή στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν στην αγωγή 24/2021, που να μη δικαιολογεί νέο δικαστικό αγώνα.

 

Ο κατακερματισμός υποθέσεων και η έγερση διαδοχικών αγωγών, με το ίδιο αντικείμενο ή περίπου το ίδιο αντικείμενο δεν επιτρέπεται και δε δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις.

 

Η επιλογή καταχώρισης της παρούσας αγωγής μετά την καταχώριση της αγωγής 24/2021 για τα ίδια θέματα, η παράλειψη των εναγόντων να εγείρουν σε προηγούμενη διαδικασία στα δικόγραφα, οτιδήποτε μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή απαίτησή τους δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα και είναι καταχρηστική, αφού προκαλεί αχρείαστη ταλαιπωρία, τόσο στο Δικαστήριο όσο και στους διαδίκους και δημιουργεί αχρείαστα έξοδα, αλλά και αδικία, θέτοντας σε κίνδυνο την αξιοπιστία της δικαιοσύνης. Είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, όπως η παρούσα αγωγή διαγραφεί ή παραμεριστεί. Τούτο, διότι με την αγωγή 24/2021 εγείρονται ισχυρισμοί που αφορούν στην εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας δανείου, η οποία αμφισβητείται από τους ενάγοντες στην εν λόγω αγωγή - εναγόμενους στην παρούσα. Επομένως, η έκβαση της αγωγής 24/2021, αναπόδραστα επηρεάζει την παρούσα αγωγή.

 

Η παράλειψη των εναγόντων να εγείρουν στην αγωγή 24/2021, στα δικόγραφά τους ή στην επιχειρηματολογία τους ή σε ανταπαίτησή τους αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή την απαίτησή τους δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών, κατ’ επιλογή του διαδίκου και διαιώνισή τους, με αποτέλεσμα η αρχή της τελεσιδικίας θα υφίστατο καίριο πλήγμα. 

 

Περαιτέρω δημιουργείται δεδικασμένο, όχι μόνο σε όσες αξιώσεις ή θέματα στην αγωγή 24/2021, αλλά και σε σχέση με εκείνες που μπορούσαν να προβληθούν στο πλαίσιο του αρχικού αντικειμένου της αντιδικίας, αλλά δεν προβλήθηκαν.

 

Αρχίζοντας από την τελευταία από τις παραπάνω θέσεις της ομνύουσας και γενικά με όσα αναφέρει περί της ύπαρξης ή δημιουργίας δεδικασμένου, λόγω της ύπαρξης των δυο αγωγών, το αβάσιμό τους καταφαίνεται από τα εξής: η αρχή του αποκλεισμού λόγω δεδικασμένου ή ημιδεδικασμένου προϋποθέτει ως ένα από τους αναγκαίους όρους για εφαρμογή της, την ύπαρξη τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στη μια από τις δυο αγωγές και στην προκειμένη περίπτωση δε συμβαίνει κάτι τέτοιο (βλ. το σύγγραμμα του Τάκη Ηλιάδη «το Δίκαιο της Απόδειξης (Μια πρακτική προσέγγιση)» (1994), σελ. 90 και επόμενες).

 

Αβάσιμες είναι και οι ακόλουθες θέσεις των εναγόμενων - σύμφωνα πάντοτε με το περιεχόμενο της ίδιας ένορκης δήλωσης:

 

Οι δυο αγωγές αφορούν στα ίδια/ταυτόσημα επίδικα θέματα και εδράζονται επί των ίδιων γεγονότων. Σε περίπτωση που συνεχίσει κανονικά η προώθησή τους, το Δικαστήριο θα κληθεί να ακούσει την ίδια μαρτυρία, δύο φορές και να εκδώσει δύο αποφάσεις επί των ίδιων γεγονότων, επί του ιδίου επίδικου θέματος και της ίδιας αιτίας της αγωγής.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο μού φαίνεται ότι οι εναγόμενοι συγχέουν τη βάση μιας αγωγής με την αιτία της. Είναι γεγονός, ότι οι δυο δανειακές συμβάσεις αποτελούν μέρος της βάσης αγωγής και στις δυο αγωγές. Ωστόσο, η αιτία τους είναι εντελώς διαφορετική. Στην παρούσα υπόθεση, αιτία αγωγής είναι η κατ’ ισχυρισμό των εναγόντων, παράβαση των δυο δανειακών συμβάσεων από τους εναγόμενους, οι οποίοι καθυστερούσαν να πληρώσουν τις συμφωνημένες δόσεις των επίδικων δανείων, με αποτέλεσμα των τερματισμό των δανειακών συμβάσεων από τους ενάγοντες και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, με αξιώσεις εναντίον των εναγόμενων, οι οποίες αναφέρονται σε άλλο σημείο (πιο πάνω). Αντίθετα, στην αγωγή 24/2021 - την οποία καταχώρησαν οι εναγόμενοι εναντίον των εναγόντων στην παρούσα αγωγή - οι αιτίες της είναι περισσότερες. Πρώτη αιτία της είναι η θεμελιακή θέση των εναγόμενων ότι οι δανειακές συμβάσεις είναι άκυρες και/ή ακυρώσιμες, λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων των εναγόντων. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι οι ενάγοντες κατά παράβαση των ρητών και/ή εξυπακουόμενων όρων των δανειακών συμβάσεων προέβησαν σε όσα τους αποδίδουν με την παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης αποτελεί τη δεύτερη αιτία της ίδιας αγωγής (παράβαση σύμβασης). Η τρίτη αιτία της εν λόγω αγωγής - σε σχέση πάντοτε με τις δανειακές συμβάσεις - εδράζεται επί της θέσης των εναγόμενων ότι οι ενάγοντες ενήργησαν αμελώς και/ή κατά παράβαση του οφειλόμενου καθήκοντος επιμέλειας και/ή κατά παράβαση της σχέσης εμπιστοσύνης.

 

Ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικές, οι αιτίες των δυο αγωγών καταφαίνεται και από τις αντίστοιχες αξιώσεις των εναγόντων σε κάθε μια από αυτές. Το τι αξιώνουν οι ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση αναφέρεται σε άλλο σημείο (πιο πάνω) επομένως δε χρειάζεται να το επαναλάβω, ενώ οι εναγόμενοι, στη δική τους αγωγή (24/2021) αξιώνουν εναντίον των εναγόντων - μεταξύ άλλων - δήλωση και/ή απόφαση ότι οι δανειακές συμβάσεις είναι άκυρες, λόγω απάτης και/ή λόγω ψευδών παραστάσεων και/ή αδιαφανών και/ή καταχρηστικών ρητρών και/ή δόλου και/ή εξαιτίας πλημμελούς άσκησης των νομικών καθηκόντων των εναγόντων, διαζευκτικά, απόφαση που να κηρύσσει ως εξ υπαρχής άκυρες τις δανειακές συμβάσεις και τέλος, γενικές αποζημιώσεις.

 

Τα παραπάνω αποτελούν μέρος του σκεπτικού μου και για το συμπέρασμά μου ότι και οι υπόλοιπες θέσεις των εναγόμενων που εκτίθενται στην ίδια  παράγραφο τής υποστηρικτικής της αίτησης, ένορκης δήλωσης είναι αβάσιμες. Συναφώς με αυτές προστίθενται και τα εξής:

 

Ο προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων σε μια αγωγή γίνεται με αντιπαραβολή των εκατέρωθεν δικογραφημένων ισχυρισμών, με τους οποίους, όπως είναι καλά γνωστό, θα πρέπει να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων, κάθε διάδικος στηρίζει την απαίτηση ή αναλόγως, την υπεράσπισή του (βλ. τη Δ.19 Θ.4). Απ’ εκεί και πέρα, κάθε διάδικος δικαιούται να παρουσιάσει μόνο εκείνη τη μαρτυρία η οποία θα πρέπει να καλύπτεται από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του. Με όλα αυτά δεδομένα και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι οι εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή δεν έχουν ακόμη καταχωρήσει την υπεράσπισή τους, εξ αντικειμένου δεν μπορώ να γνωρίζω, καταρχάς, ποια είναι τα κατ’ ισχυρισμό και των δυο μερών, ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κι έπειτα, τα επίδικα θέματά της. Κατ’ επέκταση ούτε και ποια θα είναι η μαρτυρία την οποία θα κληθώ να ακούσω για να αποφανθώ επί της ίδιας αγωγής μπορώ να προβλέψω. Όλα αυτά, αναπόδραστα καθιστούν έωλες τις παραπάνω θέσεις των εναγόμενων, καθώς ο έλεγχος της ορθότητάς τους, μόνο στην περίπτωση που τα δικόγραφα θα ήταν συμπληρωμένα και στις δυο αγωγές, θα καθίστατο εφικτός. Ο συσχετισμός των επίδικων θεμάτων μεταξύ των δυο αγωγών προϋποθέτει και προαπαιτεί τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων σε κάθε αγωγή και στην προκειμένη περίπτωση, αυτό, μόνο στην αγωγή 24/2021 μπορεί να γίνει.

 

Αβάσιμη είναι και η θέση των εναγόμενων ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται με την παρούσα αγωγή, με την άσκηση εύλογης επιμέλειας από τους ενάγοντες, θα μπορούσαν να εγερθούν με ανταπαίτηση στο πλαίσιο της αγωγής 24/2021. Με την υπεράσπισή τους σ’ αυτή, οι ενάγοντες εγείρουν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις, αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς και θέσεις των εναγόμενων που συνθέτουν τη βάση καθώς και τις αιτίες της εν λόγω αγωγής και προβάλλουν τη θεμελιακή θέση, ότι οι επίδικες δανειακές συμβάσεις και/ή εξασφαλίσεις τους, είναι καθόλα έγκυρες και νομικά δεσμευτικές.

 

Από τα παραπάνω είναι σαφές, ότι οι ενάγοντες επέλεξαν να επιμένουν στην εφαρμογή των επίδικων δανειακών συμβάσεων σε αντίθεση με τους εναγόμενους, οι οποίοι επιδιώκουν την κήρυξή τους, ως εξ υπαρχής άκυρων. Και, με δεδομένο ότι οι τελευταίοι καταχώρησαν την αγωγή 24/2021, στις 11/11/2021 και οι ενάγοντες, την υπεράσπισή τους σ’ αυτή, στις 17/5/2022, οι ενάγοντες, καθ’ ον χρόνο καταχωρούσαν την υπεράσπισή τους και να ήθελαν να καταχωρήσουν και ανταπαίτηση, η οποία να περιλαμβάνει τους ισχυρισμούς και θέσεις που συνθέτουν τη βάση της αγωγής τους στην παρούσα υπόθεση, δεν μπορούσαν να το κάνουν. Και τούτο, επειδή για σκοπούς στοιχειοθέτησης της - παρούσας - αγωγής τους, αποτελεί αναγκαίο όρο, ο εκ μέρους τους, νόμιμος τερματισμός των δανειακών συμβάσεων, κάτι που αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι οι ενάγοντες έκαναν στις 3/8/2022. Δηλαδή, σε χρόνο μετά που είχαν καταχωρήσει την υπεράσπισή τους στην αγωγή 24/2021. Η θέση των ευπαίδευτων δικηγόρων των εναγόμενων - σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσής τους - ότι οι δανειακές συμβάσεις τερματίστηκαν πριν από τις 3/8/2022 και σε κάθε περίπτωση, με την καταχώρηση της αγωγής 24/2021 δε με βρίσκει σύμφωνο. Καταρχάς και να ισχύει αυτό - κάτι για το οποίο δεν αποφαίνομαι -, η συγκεκριμένη θέση παραβλέπει ότι για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αγωγής των εναγόντων απαιτείται απόδειξη νόμιμου τερματισμού των δανειακών συμβάσεων από τους ίδιους και όχι ο τερματισμός τους από τους εναγόμενους. Έπειτα, η συγκεκριμένη θέση περικλείει και το στοιχείο της αντινομίας, υπό την εξής έννοια: οι εναγόμενοι, οι οποίοι με την αγωγή τους ισχυρίζονται ότι δανειακές συμβάσεις είναι άκυρες και ζητούν από το Δικαστήριο να προβεί σε σχετική δήλωση και/ή απόφαση και διαζευκτικά, να εκδώσει απόφαση που να τις κηρύσσει εξ υπαρχής άκυρες, δεν μπορούν την ίδια ώρα να ισχυρίζονται ότι αυτές τερματίστηκαν με την καταχώρηση της αγωγής τους.

 

Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις μου διαγράφουν και την τύχη της αίτησης, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε σχέση και με τα δυο αιτήματα που τη συνθέτουν. Αυτό θα συμβεί και για τους εξής λόγους:

 

Αρχίζοντας από το πρώτο αίτημα, με το οποίο ζητείται διάταγμα που να απορρίπτει και/ή ακυρώνει και/ή παραμερίζει το κλητήριο ένταλμα της αγωγής και/ή την ίδια την αγωγή θεωρώ πως, από τη στιγμή που οι εναγόμενοι καταχώρησαν κανονική - και όχι υπό διαμαρτυρία - εμφάνιση στην παρούσα αγωγή κωλύονται και δε νομιμοποιούνται να ζητούν ό,τι ζητούν με το συγκεκριμένο αίτημα (βλ. - μεταξύ άλλων - τις υποθέσεις Magdon G. J. Ltd ν. A. L. Metal Trading Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2064, Γεωργιάδης ν. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136 και Παπακόκκινου ν. Landroke P/C (1995) 1 Α.Α.Δ. 1090).

 

Από το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων των εναγόμενων είναι σαφές, ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο θεωρούν ότι μπορώ να βασιστώ στη σύμφυτη εξουσία μου και να δεχτώ είτε το πρώτο αίτημα είτε το δεύτερο εδράζεται επί της θέσης τους ότι η παρούσα αγωγή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Για σκοπούς στοιχειοθέτησης της θέσης τους με παραπέμπουν - μεταξύ άλλων - στις υποθέσεις Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ.2) (1993) 1 ΑΑΔ 248 σύμφωνα με την οποία:

 

«Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου.»

 

Δεν μπορεί βάσιμα να λεχθεί ότι η καταχώρηση της παρούσας αγωγής, την οποία καταχώρησαν οι ενάγοντες εναντίον των εναγόμενων αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, επειδή προηγουμένως, οι τελευταίοι καταχώρησαν μια άλλη αγωγή εναντίον των πρώτων, έστω κι’ αν και οι δυο αγωγές αφορούν στις δανειακές συμβάσεις. Οι ενάγοντες στην παρούσα αγωγή επιδιώκουν να εισπράξουν το υπόλοιπο, που όπως είναι οι θέση τους, τους οφείλουν οι εναγόμενοι δυνάμει των δανειακών συμβάσεων (οι οποίες για τους ενάγοντες είναι καθ’ όλα έγκυρες και δεσμευτικές) των οποίων (συμβάσεων) οι εναγόμενοι, με τη δική τους αγωγή επιδιώκουν την κήρυξή τους, ως εξ υπαρχής άκυρων. Με αυτό δεδομένο, εξ αντικειμένου, ουδείς λόγος για επιδίωξη όμοιων σκοπών εκ μέρους των εναγόντων είτε ακόμη υιοθέτησης παράλληλων ένδικων μέσων μπορεί για να γίνει για να τίθεται θέμα ότι το ένα από τα δυο συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Το πρώτο αίτημα των εναγόμενων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, αυτοτελώς, με μόνο λόγο ότι δεν έχουν συμπληρωθεί ακόμη τα δικόγραφα στην παρούσα αγωγή (βλ. Ans Secretaries Ltd ν. Orianda Management FZ LLC και Άλλης (2014) 1 Α.Α.Δ. 1348).

 

Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο αίτημά τους, για τον εξής λόγο:

 

Οι παράγοντες που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου, ως προς το ποια από τις δύο αγωγές με το ίδιο αντικείμενο ή τα ίδια γεγονότα θα πρέπει να ανασταλεί - όταν εγείρεται τέτοιο θέμα - αναφέρονται στην υπόθεση Λύρας ν. Πετρολίνα Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1401, στην οποία με παραπέμψαν οι ευαπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόμενων. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:

 

«Το ποιά από δύο διασταυρούμενες αγωγές πρέπει να ανασταλεί, εξαρτάται από τις περιστάσεις. Γενικός και άκαμπτος κανόνας δεν υπάρχει. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι το ποιός από τους δύο διαδίκους φέρει το βάρος απόδειξης εκεί όπου αυτό βρίσκεται στη μια πλευρά ή κυρίως στη μια πλευρά. Εκείνος που το φέρει πρέπει να αρχίζει πρώτος και γι' αυτό ορθό είναι να παραμένει η αγωγή στην οποία εκείνος είναι ενάγων. Αλλος σημαντικός παράγοντας είναι το κατά πόσο προκύπτει από μια αγωγή συγκεκριμένο ωφέλημα για τον ενάγοντα το οποίο δεν θα ήταν ορθό να του στερηθεί. Αν συντρέχει μόνο ο ένας από αυτούς τους παράγοντες, τότε υπερισχύει έναντι οποιωνδήποτε άλλων. Αν συνυπάρχουν, τότε το δικαστήριο τους σταθμίζει για να επιλέξει μεταξύ τους. Στην απουσία και των δύο αποκτά σημασία η χρονολογική σειρά στην καταχώριση των αγωγών. Αυτοί οι τρεις παράγοντες δεν εξαντλούν τις δυνατότητες. Δεν αποκλείονται και άλλοι - ήσσονος όμως σημασίας συγκριτικά με τους πρώτους δύο -οι οποίοι θα μπορούσαν ίσως να εκτοπίσουν την χρονολογική σειρά.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με μόνο λόγο και πάλιν, ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν καταχωρήσει ακόμη την υπεράσπισή τους στην παρούσα αγωγή, εξ αντικειμένου δεν μπορώ να διαμορφώσω κρίση σε σχέση με τον πρώτο από τους παραπάνω παράγοντες (ποιός από τους δύο διαδίκους φέρει το βάρος απόδειξης). Επομένως, κατά τη γνώμη μου, ούτε και διακριτική εξουσία μου παρέχεται να διατάξω την αναστολή, είτε της μιας είτε της άλλης αγωγής.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγόμενων 1 και 2.

 

  

                                                                          (Υπ.) ...…………………………

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

/ΚΚ-TA

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο