ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 68/2023 (i-Justice)

 

Μεταξύ:

 

 Μαρίας Καζαμία

 

                                                                                                        Ενάγουσα

            -και-

 

Μηλίτσας Κουννή

                                                                                    Εναγόμενη

 

Αίτηση ημερομηνίας 09/10/2023 για διαγραφή παραγράφων από δικόγραφο

 

Ημερομηνία:  22  Μαρτίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Εναγόμενη/Αιτήτρια: κ. Ε. Γεωργίου για Α. Παπαμιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Για την Ενάγουσα/ Καθ’ ης η  Αίτηση: κος Κ. Δημοσθένους για Αργυρού & Δημοσθένους Δ.Ε.Π.Ε

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή

 

1.    Στις 12/01/2023 η Ενάγουσα («Καθ΄ ης η Αίτηση»), καταχώρισε την παρούσα αγωγή με κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο. Όπως προκύπτει από την Έκθεση Απαίτησης η Καθ’ ης η Αίτηση ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη (« Αιτήτρια») παραβίασε προφορική συμφωνία που σύναψε μαζί της το 2022 για αγοραπωλησία αυτοκινήτου κατόπιν «χειραγώγησης από τον πατέρα της» λόγω της άσχημης ψυχολογικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν και ότι συνεπεία ενεργειών τις οποίες χαρακτηρίζει ως δόλιες απώλεσε την ιδιοκτησία του αυτοκινήτου της το οποίο μεταβιβάστηκε στο όνομα της Αιτήτριας.

 

2.    Σημειώνω ότι ως θεραπείες με την απαίτηση αξιώνονται το ποσό των «€27,000 ως οφειλόμενο ποσό δυνάμει προφορικής συμφωνίας και/ή ως αποζημιώσεις για παραβίαση της ειρημένης συμφωνίας και/ή άλλως πως και €1,500 δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή ως χρήματα αχρεωστήτως καταβληθέντα. Επισημαίνω, ότι δεν υπάρχει δικογράφηση στο παρακλητικό (prayer) της Έκθεσης Απαίτησης για αξίωση αποζημιώσεων στη βάση δόλου που όπως είναι νομολογημένο αποτελεί τον πυρήνα της αξίωσης (βλ. Vasilico Cement Works Limited and Others ν. World Tide Shipping Corporation and Others (1996) 1 ΑΑΔ 389).

 

3.    Στις 19/05/2023 η Αιτήτρια καταχώρισε την Υπεράσπιση της με την οποία αρνείται ότι σύναψε προφορική συμφωνία για αγορά του αυτοκινήτου της Καθ΄ ης η Αίτηση για συγκεκριμένο ποσό. Αναφέρεται σε σειρά γεγονότων στα οποία εμπλάκηκαν τρίτα πρόσωπα με σκοπό να επιτευχθεί η αγορά άλλου οχήματος που επιθυμούσε να αποκτήσει η Καθ’ ης η Αίτηση το οποίο και απέκτησε. Ισχυρίζεται ότι στα πλαίσια αυτής της δοσοληψίας επήλθε και η μεταβίβαση του οχήματος της Καθ’ ης η Αίτηση σε αυτή. Επισημαίνει, ότι η ίδια προσπάθησε να αποτρέψει την Καθ’ ης η Αίτηση από του να ολοκληρώσει συγκεκριμένες δοσοληψίες που σχετίζονταν με την αγοραπωλησία οχημάτων και ότι παρά τις συμβουλές της η Καθ’ ης η Αίτηση προχώρησε, πράγμα το οποίο αποδίδει στην ευρύτερη άσχημη ψυχολογική κατάσταση και χαρακτήρα της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

4.    Με το δικόγραφο της Απάντησης το οποίο καταχωρήθηκε στις 04/09/2023 η Καθ΄ ης η Αίτηση αρνείται τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης τους οποίους η Καθ’ ης η Αίτηση περιγράφει ως εκ των υστέρων σκέψεις της Αιτήτριας με σκοπό να δικαιολογήσει την δόλια και αντισυμβατική συμπεριφορά της, και προβαίνει σε σωρεία αναφορών επί άλλων θεμάτων που απασχόλησαν τους διαδίκους στο παρελθόν.

Αίτηση

5.    Η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση  στις  09/10/2023 (η «Αίτηση») με την οποία ζητείται η διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων από το δικόγραφο της Απάντησης, στο περιεχόμενο των οποίων θα αναφερθώ στη συνέχεια, και διαζευκτικά αιτείται την διαγραφή όλου του δικόγραφου. Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.2, Δ.6, θ.1, Δ.19 θ.θ 1 και 4 και 26, Δ.21 θ.1-15, Δ.27 θ.θ 1-4, Δ.39, Δ.48, θ.θ1-9 και 11, Δ.64, Δ.9, Δ.16, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14(Ι)/1960 (ως έχει τροποποιηθεί), στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στη νομολογία, στις αρχές του δικαίου της επιείκειας, στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Την αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση ημερομηνίας 09/10/2023 της Αιτήτριας  (η «Ε/Δ Κουννή»).

 

6.    Στην Ε/Δ Κουννή παρατίθεται μαρτυρία με την οποία αναφέρει ότι οι πλείστοι  ισχυρισμοί της Καθ’ ης η Αίτηση στην Απάντηση είναι ψευδείς, άσχετοι με τα επίδικα γεγονότα και οι οποίοι έχουν συμπεριληφθεί για να δημιουργήσουν εντυπώσεις εναντίον της. Εξειδικεύει αριθμό παραγράφων τις οποίες θεωρεί ως εξ ολοκλήρου άσχετες με την παρούσα υπόθεση. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της παραπέμπει σε ισχυρισμούς από το δικόγραφο της Απάντησης που πιστεύει ότι προσβάλλουν την τιμή, το ήθος και την αξιοπρέπεια της και παραθέτει την απάντηση τους σε αυτές. Συνεχίζει ότι οι εν λόγω αναφορές είναι αισχρές και σύμφωνα με την νομική συμβουλή που λαμβάνει συνιστούν σκανδαλώδεις και ενοχλητικούς χαρακτηρισμούς που πρέπει να διαγραφούν. Πιστεύει ότι οι αναφορές αυτές πρέπει να διαγραφούν, ώστε να μην εμφιλοχωρήσουν άσχετα γεγονότα προκαλώντας καθυστέρηση κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

 

 

Ένσταση

7.    Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρισε την ένσταση της στις 26/11/2023, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της ίδιας (η «Ε/Δ Καζαμία») και με την οποία προβάλλονται 18 συνολικά λόγοι ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Η ένσταση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.9, Δ.16, Δ.19, θ.2, θ.4, θ.14, θ.26, Δ.21 θ.14 (1), Δ.25 θ.1-6, Δ.26 θ. 1-15, Δ.27 θ.1-3, Δ.48, θ.1-9, στο Κοινοδίκαιο, στις αρχές του δικαίου της επιείκειας, στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες, στην νομολογία στη διακριτική εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

8.    Συνοπτικά αποδιδόμενοι, με τους λόγους ένστασης προωθείται ότι α) δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της διαγραφής των υπό αναφορά ισχυρισμών καθότι οι παράγραφοι που επιθυμεί η Αιτήτρια να διαγράψει συμμορφώνονται με τους δικονομικούς κανόνες, β) ότι η αίτηση καταχωρήθηκε με αλλότρια κίνητρα και/ή με απώτερο σκοπό την πρόκληση καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής, γ) με την υπό κρίση αίτηση επιζητείται κατά τρόπο ανεπίτρεπτο όπως        κριθούν στο παρόν στάδιο επί της ουσίας ισχυρισμοί της Καθ' ης η Αίτηση  χωρίς τη διεξαγωγή δίκης δ) ότι οι ισχυρισμοί τους οποίους επιθυμεί να διαγράψει η Αιτήτρια είναι ουσιώδεις και σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα και είναι αναγκαίο να τεθούν για να απαντηθούν θέσεις της Αιτήτριας που προβλήθηκαν με την Υπεράσπιση.

 

9.    Επιπρόσθετα, προβάλλεται η θέση ότι πρέπει να αφεθεί η Καθ’ ης η Αίτηση να προωθήσει την υπόθεση της όπως επιθυμεί και με τυχόν διαγραφή των παραγράφων θα παραβιαστεί το συνταγματικό δικαίωμα της να προσφύγει στην δικαιοσύνη. Με την Ε/Δ Καζαμία που υποστηρίζει την ένσταση ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και υιοθετούνται οι πιο πάνω λόγοι ένστασης με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία. Ειδικότερα, σε αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι συμπεριλήφθηκαν οι εν λόγω δικογραφημένοι ισχυρισμοί με μοναδικό λόγο «…την ανασύνταξη και τον εμπλουτισμό, συνεπαγόμενα εις των δικογραφημένων ισχυρισμών μου…» ως απόρροια των όσων δικογράφησε η Αιτήτρια με την Υπεράσπιση της, και της οποίας την έκταση των εν λόγω ισχυρισμών λησμονεί. Επιπλέον, αναφέρει ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι απαραίτητοι ώστε να γνωρίζει η Αιτήτρια το σύνολο των ισχυρισμών που προτίθεται να αναπτύξει στο στάδιο της ακρόασης και για να είναι σε θέση να προωθήσει την υπόθεση της.

 

 

 

Ακρόαση της Αίτησης

10. Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και επισημαίνω, ότι τα επιχειρήματα αμφότερων των πλευρών εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

11. Κατόπιν μελέτης των αγορεύσεων της συνηγόρου της Αιτήτριας, κρίνω ότι εφόσον δεν υπήρξε επιχειρηματολογία επί των αρχών που διέπουν την διαγραφή δικογράφων στο σύνολο τους τα σχετικά αιτητικά (Α και Β) έχουν εγκαταλειφθεί (Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακης Δημοκρατιας, Αγωγή Αρ. 1/2019, ημερομηνίας 28/05/2020). Συνεπώς, δεν θα σχολιάσω την σχετική επιχειρηματολογία επί της Δ.27 που ανέπτυξε ο συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση και θα περιοριστώ να εξετάσω τα Αιτητικά με τα οποία η Αιτήτρια αιτείται τη διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων και αποσπασμάτων από την Απάντηση.

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

 

12. Το υπόλοιπο μέρος της παρούσας Αίτησης στηρίζεται στη Δ.19, θ.26 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action».

13. Επιπλέον η αίτηση στηρίζεται και στην επίσης σχετική διάταξη Δ.19, θ4 μέσω της οποίας καθορίζεται το πλαίσιο και οι παράμετροι που διέπουν την σύνταξη δικογράφων:

"Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, ........"

14. Στην υπόθεση Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1Β Α.Α.Δ. 685 λέχθηκε ότι η σύνταξη των δικογράφων διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι διασφαλίζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της δίκης. Οι εν λόγω κανόνες ενσωματώνονται στη Δ.19, Θ.4.  Στη βάση της εν λόγω Διαταγής προκύπτει ο θεμελιακός κανόνας  ότι κάθε δικόγραφο θα πρέπει να διατυπώνει σε συνοπτική μορφή όλα τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία ο διάδικος βασίζει την απαίτηση ή την υπεράσπιση του Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238. Η έννοια δε της λέξης ουσιώδη (material) εκεί, συσχετίζεται με ότι είναι απαραίτητο για να διατυπωθεί μια πλήρης αιτία αγωγής η βάση υπεράσπισης.  Στην ίδια απόφαση εξηγείται ότι η πεμπτουσία είναι ότι η διατύπωση και η παρουσίαση της υπόθεσης πρέπει να είναι λιτή χωρίς πλατειασμούς. Ο βασικός σκοπός των δικογράφων είναι να δώσουν την ευχέρεια στον αντίδικο να γνωρίζει τι υπόθεση θα αντιμετωπίσει με τέτοιες λεπτομέρειες ώστε να μπορέσει να ετοιμασθεί επαρκώς για να απαντήσει. Εξηγείται επίσης ότι η μαρτυρία με την οποία μπορεί να αποδειχθεί οποιοδήποτε από τα επίδικα θέματα δεν έχει θέση σε δικόγραφο και εάν παρεισφρήσει πρέπει να διαγραφεί.

 

15. Ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Δ.19 θ.26 χρησιμοποιείται όπου οι ισχυρισμοί στο δικόγραφο τείνουν να εκτροχιάσουν την πορεία της δίκης ή όπου η συμπερίληψη άσχετων ισχυρισμών ή μαρτυρίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρή δυσχέρεια στον αντίδικο. Στην Soboh Petroleum v Hussein Ali Nasrat Abdallah (2013) 1 AAΔ 1520 αναφέρθηκε ότι:

 

“Σύμφωνα δε με το Annual Practice, 1958, σελ. 477-479, η φράση: "Tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action" - («τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής») - έχει ερμηνευθεί φιλελεύθερα από τα δικαστήρια, έτσι ώστε απλή πολυλογία να μην προκαλεί αμηχανία. Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεσή τους, εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους κανόνες. Δικόγραφα, έστω και αν δεν είναι απόλυτα σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες, δε διαγράφονται. Το γεγονός ότι δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε διαγραφή του, εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Εάν, όμως, σε δικόγραφο, περιέχονται ισχυρισμοί παντελώς άσχετοι, από τους οποίους θα προκληθούν έξοδα και καθυστέρηση στην υπόθεση, τότε αυτοί δικαιολογείται να διαγραφούν. Ισχυρισμοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα και συμπεριφορά προσβλητική για τον αντίδικο, εφόσον δεν είναι σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα, θεωρούνται σκανδαλώδεις.”

 

16. Οι ίδιες αρχές επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Αγγελίδου ν. Μούσουλου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1846 αναφέρθηκαν τα εξής αναφορικά με τη σύνταξη δικογράφων:

«Τα δικόγραφα αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αρχίζει και τελειώνει η προσφερόμενη δυνατότητα παρουσίασης της υπόθεσης ενός εκάστου διαδίκου.  Η Δ.19 θ.4 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας επιτακτικά καθορίζει ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα δικόγραφα γεγονότα, κατ' αντίθεση προς τη μαρτυρία, και κατά δεύτερο λόγο τα γεγονότα στα οποία γίνεται αναφορά από ένα διάδικο πρέπει να είναι ουσιώδη σχετιζόμενα με το επίδικο ζήτημα που τίθεται προς εκδίκαση.  (Βλ. Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, Γεωργίου Καψού (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 164 και Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 685

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

17. Περαιτέρω για να διαπιστωθεί κατά πόσο ένα θέμα είναι σκανδαλώδες θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο το θέμα αυτό θα αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία για να δείξει την αλήθεια κάποιου δικογραφημένου ισχυρισμού, ο οποίος είναι ουσιώδης με αναφορά στην αιτούμενη θεραπεία όπως αυτή εκτίθεται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης. Γενικά σκανδαλώδη, ενοχλητικά και άχρηστα θέματα είναι εκείνα τα οποία θεωρούνται ανήθικα ή υποβιβαστικά ή γίνονται με στόχο τον επηρεασμό της άλλης πλευράς, αλλά αν είναι σχετικά τότε δεν είναι κατ' ανάγκη και σκανδαλώδη, ούτε και διαγράφεται ισχυρισμός απλώς και μόνο διότι είναι αχρείαστος, εκτός και αν είναι εμφανώς άσχετος. Επίσης θα πρέπει διαγραφούν μη απαραίτητοι ισχυρισμοί με τους οποίους αποδίδεται στον αιτητή ή άλλο πρόσωπο κακή πίστη ή παράπτωμα (misconduct) (Αnnual Practice 1956 σελ. 365 - 368).

 

18. Όπως όμως επίσης έχει αναγνωρισθεί νομολογιακά, η διαγραφή ισχυρισμών δικογράφου, δυνάμει της Δ.19 θ.26, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται μόνον εφόσον το δικόγραφο ή μέρος του, κρίνεται στα πλαίσια των όσων η νομολογία έχει αναγνωρίσει, πώς επιβάλλεται η διαγραφή του. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί ένα χρήσιμο όπλο προς αποφυγή κατάχρησης της διαδικασίας με την προώθηση σκανδαλωδών, αχρείαστων ή ενοχλητικών θεμάτων αντίθετων με τους κανόνες που έθεσε η Δ.19 θ.4.

 

 

19. Στην ESQUIRE HOLDING LTD v ΤSENTAS DEVELOPERS LTD κ.α, Πoλιτική ΄Εφεση αρ. E191/2015, ημερομηνίας 23/3/2016, αφού επαναλήφθηκαν οι πιο πάνω αρχές, λέχθηκαν επί του προκειμένου τα ακόλουθα:

 

«Με βάση τη σχετική νομολογία κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφου είναι εξαιρετικό μέτρο και μέρη από τη δικογραφία μπορούν να διαγραφούν όταν τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής.  Όπως έχει τεθεί από παλαιά (βλ Annual Practice 1958, σελ.477 κ.ε.) απλή πολυλογία δεν προκαλεί αμηχανία.  Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεση τους εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους Κανόνες.  Ακόμη και αν ένα δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα τούτο δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει το Δικαστήριο στη διαγραφή του εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο.  Η τελευταία αυτή φράση αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αλλά και ως προς τη συναφή αιτιολογία που πρέπει να δίδεται για τη διαγραφή. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί παλαιότερα «though the language of Order 19 Rule 26 is wide, its operation is limited".  (βλLavar Shipping CoLtd & Another v. Souras Bros Ltd & Another (1972) 4 J.S.C. σελ. 416)».

 Η φύση του δικογράφου της Απάντησης

20. Προτού προχωρήσω κρίνω ορθό να περιγράψω συνοπτικά τη φύση και τον σκοπό που εξυπηρετεί το δικόγραφο της Απάντησης. Από νομικά συγγράμματα και νομολογία καθίσταται αντιληπτό ότι το δικόγραφο της Απάντησης (Reply) είναι το δικογραφικό μέσο που απλά στοχεύει στο να δώσει απαντήσεις και διευκρινήσεις σε ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της Yπεράσπισης. Ειδικότερα, στο σύγγραμμα 'Precedents of Pleadings' (Bullen & Leake & Jacob's), 19th edition, παράγραφος 1-38 καταγράφονται τα εξής σε σχέση με το πότε πρέπει να καταχωρείται το δικόγραφο της 'Απάντησης' ('Reply'):

 

“A reply is always optional. A claimant who does not file a reply is not taken to admit the matters raised in the defence. However, it is advisable for a claimant to serve a reply if he wishes to allege facts in answer to the defence which were not included in his claim, or if he wishes to take a point or raise any fact which, in the light of the defence, may cause his opponent difficulty if he does not mention it. In general, the approach should be only to serve a reply if it is required to clarify the issues in the case. It should contain only those points which genuinely require a reply, and should not be used restate a party’s entire case (see The Report and Recommendations of the Commercial Court Long Trials Working Party, p.22). Unlike the defence, a reply need not deal with every allegation. Unless the claimant makes an express admission, the defendant will be required to prove the matters raised in his defence. It follows that the “general rejoinder” paragraph commonly found in replies under the old procedure is redundant. The reply must be verified by a statement of truth.

 

A reply must not contradict or be inconsistent with the claim, and the claimant should not introduce new claims or causes of action within the reply; if he wishes to do so he should amend his particulars of claim. The reply is usually the last of the statements of case. Rule 15.9 provides that no party may file or serve a statement of case after a reply without the permission of the court”.

 

21. Περαιτέρω, στο σύγγραμμα Zuckerman on Civil Procedure: Principles of Practice 3rd Edition αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την φύση και το περιεχόμενο της Απάντησης:

“In most cases, the exchange of particulars of claim and defence should suffice to identify and define the issues. Occasionally, however, the claimant may deem it necessary to file a reply to the defence in order to make admissions, put forward an assertion in response to something contained in the defence or in order to cut down the issues.

[…]

Α reply must not be used for repeating the allegations in the particulars of claim or for bolstering them by challenging the defendant’s denials. It should be used only for dealing with matters that could not have been addressed in the particulars of claim.”

 

 

22. Σε πλήρη σύμπνοια με τα πιο πάνω βρίσκεται και η πλούσια νομολογία των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας από την οποία προκύπτει ότι το δικόγραφο της Απάντησης δεν είναι ούτε ο ορθός αλλά ούτε ο κατάλληλος δικογραφικός μηχανισμός για να ενταχθούν νέα ισχυριζόμενα γεγονότα, τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση απαίτησης. Στην απόφαση Bona Alikhani, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Hosse Alikhani v. Προδρόμου και άλλης (2012) 1 Α.Α.Δ. 657 λέχθηκε ότι το δικόγραφο της απάντησης δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε για να διαφοροποιηθούν τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση και σίγουρα δεν προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης.

 

23. Περαιτέρω στην απόφαση Eurogoal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2009 ημερομηνίας 17/10/2014 λέχθηκε ότι το δικόγραφο της απάντησης ως δικογραφικό όχημα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά και εξ' αρχής δικογραφημένης απαίτησης επειδή σκοπός της δεν είναι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης. Αυτή η νομική θέση διατυπώθηκε εκ νέου ακολούθως στην πρόσφατη υπόθεση Σαλαχώρη v. Παναγιωτίδου, Πολιτική Έφεση Αρ. 257/2010 ημερομηνίας 01/03/2016.

 

24. Τα ως άνω ως προς την γενικότερη φύση του δικογράφου κρίνω ότι αποτελούν επαρκή απάντηση στην όποια ανησυχία των συνηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως προβλήθηκε με τις γραπτές τους αγορεύσεις, ότι τυχόν μη απάντηση στους ισχυρισμούς που εγείρει η Αιτήτρια με την Υπεράσπιση της θα έχει ως συνέπεια την αποδοχή τους από μέρους της, πόσο μάλλον όταν δικονομικά δεν επιβάλλεται η υποχρέωση καταχώρισης Απάντησης, όπως ορθά επισήμανε η συνήγορος της Αιτήτριας. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνω ότι στην Απάντηση της η Καθ’ ης η Αίτηση αρνήθηκε το σύνολο των παραγράφων της Υπεράσπισης.

Ανάλυση παραγράφων των οποίων η Αιτήτρια αιτείται τη διαγραφή τους

 

25. Έχω ήδη αναφερθεί συνοπτικά στην ενότητα της εισαγωγής στα όσα συνθέτουν την παρούσα διαφορά. Ειδικότερα όμως, στις παραγράφους και τα αποσπάσματα της Απάντησης τα οποία η Αιτήτρια επιθυμεί να διαγραφούν υπάρχουν αναφορές, μεταξύ άλλων, στα εξής ζητήματα των οποίων το περιεχόμενο θα προσπαθήσω να συνοψίσω, καθότι παρέλκει η αυτούσια επανάληψη τους:

 

α) στη γενικότερη συμπεριφορά του πατέρα της Καθ’ ης η Αίτηση μετά το θάνατο της μητέρας της το 2013, β) στο κατά πόσο ο ίδιος παρουσίαζε την Αιτήτρια ή όχι ως την ερωτική του σύντροφο και τις αντιδράσεις της οικογένειας της σε αυτή την προσπάθεια, γ) αποδίδεται στον πατέρα της δόλο αναφορικά με την εγγραφή συγκεκριμένης οικίας επ΄ ονόματι του που ήταν ιδιοκτησίας της μητέρας της και στην οποία συναντιόταν με την Αιτήτρια, δ) στην διαφορά ηλικίας μεταξύ της Αιτήτριας και του πατέρα της, ε) στην ευάλωτη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Αιτήτρια με αποτέλεσμα όπως αναφέρει να μην ενεργούσε στο παρελθόν με διαύγεια, στ) στο ιστορικό επαγγελματικής σταδιοδρομίας της Αιτήτριας, ζ) κατά πόσο ο πατέρας της και η Αιτήτρια οδήγησαν την Καθ΄ ης η Αίτηση να υποβάλει την παραίτηση της στην εργασία της, ι) στο κατά πόσο ο πατέρας της και η Αιτήτρια αποτελούσαν την κύρια αιτία διάλυσης του γάμου της και αναφέρεται σε σχετικούς οικογενειακούς διαπληκτισμούς, κα) κατά πόσο ο πατέρας της και η Αιτήτρια την χειραγωγούσαν οικονομικά και ψυχολογικά και λόγω της εργασίας της Αιτήτριας η ίδια είχε πρόσβαση στην προσωπική αλληλογραφία της.

 

26. Αρχικά αναφέρω ότι όλες οι εν λόγω παράγραφοι και τα σχετικά αποσπάσματα, των οποίων η Αιτήτρια αιτείται τη διαγραφή, είναι κατάσπαρτες από στοιχεία μαρτυρίας και έχουν συνταχθεί ωσάν να δίνεται δια ζώσης μαρτυρία από την Καθ΄ ης η Αίτηση στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής. Στις εν λόγω παραγράφους ουσιαστικά αποτυπώνονται οι σκέψεις της Καθ’ ης η Αίτηση  και περιλαμβάνεται εκτενής μαρτυρία η οποία εμπλέκει σε επιλήψιμες ενέργειες τρίτα πρόσωπα - μη διαδίκους καταγράφοντας σε αυτές, υποθέσεις και συμπεράσματα της που κατά την ίδια καταδεικνύουν κακοπιστία της Αιτήτριας. Επαναλαμβάνω, ότι στα δικόγραφα επιτρέπεται μόνο η προβολή ουσιωδών γεγονότων σχετικών με τα επίδικα θέματα και όχι μαρτυρίας ή πολύ περισσότερο υποθέσεων, συμπερασμάτων ή γενικότερα σχολιασμών. Απερίφραστα αναφέρω ότι η σύνταξη των εν λόγω παραγράφων υπό τύπου μαρτυρίας παρεκκλίνει ουσιωδώς από τους κανόνες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν τη σύνταξη της δικογραφίας, όπως αυτές έχουν αναπτυχθεί πιο πάνω και συνεπώς απορρίπτω την σχετική επιχειρηματολογία του συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση περί συμμόρφωσης με τους κανόνες δικογράφησης.

 

27. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της πάγιας νομολογίας επί του θέματος, το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δύναται να εξετάζει κατά πόσον συγκεκριμένα αποσπάσματα που περιλήφθηκαν σε ένα δικόγραφο είναι σκανδαλώδη, αχρείαστα ή ενοχλητικά σύμφωνα πάντα με τη φύση της αγωγής και κατά πόσο τα εν λόγω αποσπάσματα είναι σχετικά με τα επίδικα ζητήματα.

 

28. Ο κύριος άξονας επιχειρηματολογίας της ένστασης του συνηγόρου της Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως προωθήθηκε με τις αγορεύσεις του, στηρίζεται στην θέση ότι καθόσον δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης δόλος και κακοπιστία τότε αυτό ουσιαστικά δικαιολογεί την παράθεση όλων των πιο πάνω ισχυρισμών και σχολιασμό επί παντός θέματος προς τεκμηρίωση των «κινήτρων της Αιτήτριας» για να προκληθεί ζημιά στην Καθ΄ ης η Αίτηση. Αναπόφευκτα, η σχετικότητα των εν λόγω παραγράφων εξετάζεται με την Έκθεση Απαίτησης και την Υπεράσπιση που έχουν ήδη καταχωρηθεί. Το πρώτο που θα επισημάνω είναι ότι στην Έκθεση Απαίτησης ήδη δικογραφούνται λεπτομέρειες δόλου που αφορούν την επίδικη μεταβίβαση αυτοκινήτου και παρενθετικά σημειώνω ότι είναι αμφίβολο αν όντως προωθείται ο δόλος ως βάση αγωγής δεδομένου των παρακλητικών της Έκθεσης Απαίτησης (παραβίαση σύμβασης και αδικαιολόγητος πλουτισμός), αν και δεν χρειάζεται να αποφανθώ καταληκτικά επί του σημείου στο παρόν στάδιο της διαδικασίας.

 

29. Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι το δικόγραφο της Απάντησης κατ’ ομολογία της Καθ’ ης η Αίτηση έχει χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για να συμπληρωθούν και να εμπλουτισθούν οι ήδη δικογραφημένοι ισχυρισμοί της. Έχω ήδη παραπέμψει στη σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία η Απάντηση δεν είναι ούτε ο ορθός αλλά ούτε ο κατάλληλος δικογραφικός μηχανισμός για να ενταχθούν ισχυριζόμενα γεγονότα, τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν στην Έκθεση Απαίτησης, ως μια έμμεση τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης κάτι που αποτελεί επιπρόσθετο λόγο που διαμόρφωσε την άποψη μου ότι στην παρούσα υπόθεση δικαιολογείται η διαγραφή των αιτούμενων παραγράφων και αποσπασμάτων. Όπως επεξηγώ στη συνέχεια τα εν λόγω αποσπάσματα προκαλούν αμηχανία στην προώθηση και εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης καθότι όχι μόνο δεν διευκρινίζουν θέματα απεναντίας προκαλούν δυσχέρεια στο να γνωρίζει τόσο η Αιτήτρια αλλά προπάντων το Δικαστήριο ποια θα είναι τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης που καλείται να αποφασίσει.

 

30. Σε αυτό το σημείο κρίνω χρήσιμο να παραθέσω συνοπτικά τις αρχές δικογράφησης και απόδειξης του δόλου στην έκταση και στον βαθμό που η χρήση της εν λόγω λέξης αφορά την ύπαρξη ή μη απάτης κατά την σύναψη μιας σύμβασης  αν και στην Έκθεση Απαίτησης η λέξη δόλος χρησιμοποιείται γενικά και αόριστα. Ειδικότερα αναφέρω, ότι στα πλαίσια σύναψης μιας σύμβασης, το άρθρο 17 του Κεφ.149 καθορίζει τις περιπτώσεις όπου δύναται να συναχθεί η ύπαρξη απάτης. Σημειώνω ότι θα αναφερθώ στη συνέχεια σε νομολογία και συγγράμματα που άπτονται του αστικού αδικήματος της απάτης (άρθρο 36 του Κεφ. 148) μιας και οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εξετάζεται δόλος κατά την σύναψη συμφωνίας δεδομένης της εννοιολογικής ομοιότητας και αποτελεσμάτων του λεκτικού που καταγράφεται στα δύο αυτά άρθρα.

 

31. Γενικότερα, ο δόλος δύναται να συνίσταται στην παράσταση ενός αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, με γνώση της αναλήθειας του, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση άλλου προσώπου. Eπισημαίνεται ότι ο όρος δόλος αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο και ηθικώς ανάρμοστο, ειδικά σε σχέση με απόκτηση χρηματικού ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα και πρέπει να χρησιμοποιείται και να γίνεται αντιληπτός κατά την κοινή του έννοια, με τη συνήθη χρήση του στην αγγλική γλώσσα (Μαρία Ιακώβου v. Λαϊκής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 922, 1003Συμεών Μ. Συμεών v. Χριστάκης Γεωργίου ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Αντώνη Χριστοφή Λαπιέρη (2011) 1 Α.Α.Δ).

 

32. Στην απόφαση Ανδρέας Τσιάρτας κ.α. ν. ALOCAY HOLDINGS Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1523, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την έννοια του δόλου:

«Σύμφωνα με τους Halsbury's Laws of England, 3rd ed., vol. 18, p. 189, η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα. (Βλ. επίσης Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματ.) Λτδ (2004) 1(Β) ΑΑΔ 992). Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ΄ ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ.  Kakoullou  and  Another vKakoullou (1987) 1 CLR 547.   Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.»

 

33. Στην Αγγλική απόφαση Ludsin Overseas Ltd v Eco3 Capital Ltd [2013] EWCA Civ 413, στην οποία λέχθηκαν τα εξής σχετικά, τα οποία απερίφραστα υιοθετώ σχετικά με το αδίκημα της απάτης:

 

“77.  I do not agree with the analysis of the authorities which the appellants advance. What the cases show is that the tort of deceit contains four ingredients, namely:

i)  The defendant makes a false representation to the claimant.

ii)  The defendant knows that the representation is false, alternatively he is reckless as to whether it is true or false.

iii)  The defendant intends that the claimant should act in reliance on it.

iv)  The claimant does act in reliance on the representation and in consequence suffers loss. Ingredient (i) describes what the defendant does. Ingredients (ii) and (iii) describe the defendant's state of mind. Ingredient (iv) describes what the claimant does.

 

78.  I do not accept that “intention to deceive” is a separate or free standing element of the tort of deceit. The phrase “intention to deceive” is merely another way of describing the mental element of the tort. It is a compendious description of ingredients (ii) and (iii) as set out in the preceding paragraph”.

 

34. Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts 24th Edition καταγράφονται τα εξής σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία της απάτης, την ύπαρξη τυχόν του κίνητρου του προσώπου που κατ’ ισχυρισμό ενήργησε δόλια, αλλά και της κατάδειξης πρόθεσης να ενεργήσει κάποιο πρόσωπο επί των ψευδών δηλώσεων:

The state of mind necessary for liability in deceit

17-20 […] The leading case on this point is the later decision of the House of Lords in Derry v Peek. There, Lord Herschell laid down the essentials of fraud in the following propositions:

“First, in order to sustain an action of deceit, there must be proof of fraud and nothing short of that will suffice. Secondly, fraud is proved when it is shown that a false representation has been made (i) knowingly, (ii) without belief in its truth, or (iii) recklessly, careless whether it be true or false. Although I have treated the second and third as distinct cases, I think the third is but an instance of the second, for one who makes a statement under such circumstances can have no real belief in the truth of what he states. To prevent a false statement from being fraudulent, there must, I think, always be an honest belief in its truth.”

Motive irrelevant

17-21 It should be noted that if the requisite degree of knowledge or recklessness is shown, the defendant’s motive in making the representation is irrelevant: “If fraud be established it is immaterial that there was no intention to cheat or injure the person to whom the false statement was made[…]

Representation must be intended to be acted on by claimant

17-32 In order to give a cause of action in deceit, not only must the statement complained of be untrue to the defendant’s knowledge, but it must in addition be made with intent to deceive the claimant: with intent, that is to say, that it shall be acted upon by him”.

35. Από τα ως άνω, μεταξύ άλλων, συνάγεται ότι αυτό που πρέπει να καταδειχθεί είναι πρόθεση να βασιστεί το θύμα της απάτης στην εν λόγω δήλωση ή πράξη που είναι είτε ψευδής ή ο εναγόμενος είναι απερίσκεπτος ως προς το κατά πόσο είναι όντως ψευδής η αληθής. Αν το φυσικό και πιθανό αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών είναι να υποστεί το θύμα οποιαδήποτε απώλεια, ο υπαίτιος ευθύνεται για αυτήν, ανεξαρτήτως του κατά πόσο είχε όντως σκοπό την πρόκληση απώλειας. 

 

36. Αποφαίνομαι ότι κατά τρόπο ανεπίτρεπτο η Καθ΄ ης η Αίτηση στην Απάντηση της προβαίνει γενικά και αόριστα σε μια αφήγηση διαφόρων πρωτογενών γεγονότων, αφήνοντας την Αιτήτρια και το Δικαστήριο να εξακριβώσουν ποια από αυτά τα γεγονότα τα οποία δικογραφήθηκαν θα μπορούσαν να καταδείξουν ότι η Αιτήτρια γνώριζε κάτι το οποίο ήταν ψευδές και όμως το παρουσίασε ως αληθές ή ότι η Αιτήτρια προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό να βασιστεί σε αυτή την ενέργεια η Καθ’ ης η Αίτηση για σκοπούς σύναψης της προφορικής συμφωνίας ώστε να προκαλείται ευρύτερα αμηχανία (βλ. Davy vGarret, (1878) 7 ChD. 486 και Crypton Digital Assets Ltd v. Blockchain Luxembourg SA [2021] EWHC 3194 (Ch). Δηλαδή δεν περιέχονται εκείνα τα γεγονότα που δίνουν στον αντίδικο την αναγκαία πληροφόρηση για το τι καλείται να αντιμετωπίσει κατά την δίκη σε σχέση με τα εν λόγω ζητήματα. Η ανάγκη δικογράφησης στοιχείων και γεγονότων, που δύναται να οδηγούν συμπερασματικά ότι υπήρχε πρόθεση να βασιστεί σε αυτά ένα πρόσωπο για σκοπούς σύναψης μιας συμφωνίας όταν προωθείται ισχυρισμός δόλου, αναπόφευκτα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται και αυτό το ζήτημα δεν εξετάζεται γενικά και αφηρημένα.

 

37. Συνεπώς, τα όσα αναφέρονται στις αιτούμενες προς διαγραφή παραγράφους της Απάντησης ως κατ΄ ισχυρισμό στοιχεία κακοπιστίας και  i) που άπτονται των ευρύτερων διαπροσωπικών σχέσεων και κινήτρων που αποδίδει η Καθ’ ης η Αίτηση στην Αιτήτρια για να της προκαλέσει ζημιά και ii) δεδομένου ότι η ύπαρξη κίνητρου για πρόκληση ζημιάς δεν αποτελεί συστατικό στοιχείου απόδειξης του δόλου πόσον μάλλον όταν οι εν λόγω ισχυρισμοί στην Απάντηση ουδόλως διασυνδέονται επαρκώς με τα ήδη δικογραφημένα γεγονότα που αφορούν την μεταβίβαση του αυτοκινήτου. Τα ως άνω αναπόφευκτα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα όσα περιγράφονται στις υπό εξέταση παραγράφους είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης. Επιπλέον, τα εν λόγω ζητήματα είναι σκανδαλώδη και ενοχλητικά προκαλώντας δυσχέρεια στον χειρισμό και εξέταση της παρούσας υπόθεσης εφόσον αν παραμείνουν θα προκαλέσουν αχρείαστα έξοδα και θα επηρεάσουν την δίκη θέτοντας τους διαδίκους σε θέση όπου θα αναλώνονται με ζητήματα εκτός των επίδικων θεμάτων.

 

38. Οι αποφάσεις Βασιλειάδης κ.ά. ν. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 ΑΑΔ 16 Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 ΑΑΔ 319 στις οποίες με παρέπεμψε  ο συνήγορος της Καθ΄ ης η Αίτηση, ουδόλως  συσχετίζονται με τα υπό εξέταση ζητήματα. Οι εν λόγω αποφάσεις πραγματεύονται την ανάγκη εξειδίκευσης λεπτομερειών που καταδεικνύουν κακοπιστία σε αιτήσεις τροποποίησης δικογράφων και ουδόλως καθιέρωσαν ως γενικότερη αρχή ότι ένας γενικός και αόριστος ισχυρισμός «κακοπιστίας» ή δόλου δικαιολογεί την παράθεση και αναφορά στην έκταση και στην μορφή που υπάρχει στην παρούσα, οποιονδήποτε γεγονότων, και δη στο δικόγραφο της Απάντησης, επί παντός θέματος ανεξαρτήτως του αν αυτά συνδέονται με το επίδικο ζήτημα της υπόθεσης. Είναι ομολογουμένως άξιο απορίας γιατί οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν συμπεριλήφθηκαν στην Έκθεση Απαίτησης, αν όντως ήταν ουσιώδεις για σκοπούς απόδειξης των αγώγιμων δικαιωμάτων της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

39. Πέραν των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, στη Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd (ανωτέρω) επισημάνθηκε, ότι ισχυρισμοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα και προσβλητική συμπεριφορά για τον αντίδικο, εφόσον δεν είναι σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα, όπως έχω ήδη αποφασίσει ότι δεν είναι, θεωρούνται σκανδαλώδεις και ειδικότερα στην προκείμενη περίπτωση, όπου σημαντικό μέρος των επίμαχων ισχυρισμών και χαρακτηρισμών της Καθ΄ ης η Αίτηση δεν αφορούν καν διάδικα μέρη αλλά τον πατέρα της Καθ’ ης η Αίτηση

 

40. Αν και ομολογουμένως και στην Υπεράσπιση μπορούσε να αποφευχθούν οι περιορισμένες αναφορές για τις διαπροσωπικές σχέσεις της Καθ’ ης η Αίτηση το τι δικογραφικά ακολούθησε με την Απάντηση, της οποίας ο πολύ περιορισμένος σκοπός έχει επεξηγηθεί προηγουμένως, ουδόλως δικαιολογεί το περιεχόμενο της, λαμβάνοντας υπόψη την φύση της υπόθεσης.

 

41. Συνεπώς ισχυρισμοί της Καθ’ ης η Αίτηση για ευρύτερη δόλια συμπεριφορά και κακοπιστία της Αιτήτριας και τρίτων προσώπων μη διαδίκων και τα όσα άλλα περιγράφονται αναφορικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις των μερών δεν έχουν θέση στη σύνταξη του δικογράφου της Απάντησης ενόψει των ήδη προβαλλόμενων δικογραφημένων θέσεων στην Έκθεση Απαίτησης αλλά και στη Υπεράσπιση. Επομένως, καθίσταται εντελώς αχρείαστος ο σχολιασμός της Καθ’ ης η Αίτηση προς το πρόσωπο της Αιτήτριας καθώς επίσης και η άσκοπη επιχειρηματολογία αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό γενικότερη κακοπιστία της που περιέχει άτοπους και σκανδαλώδεις ισχυρισμούς για τα προαναφερθέντα άσχετα με τα επίδικα ζητήματα (δέστε και πάλι το περιεχόμενο της παραγράφου 25) που τείνουν να προκαταβάλουν δυσμενώς το Δικαστήριο προς το πρόσωπο της.

 

42. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί πως οι ισχυρισμοί της παραγράφου 25 είναι σχετικοί με τα επίδικα θέματα. Πρέπει να καταστεί αντιληπτό από τους διαδίκους ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας δεν θα επιλύσει οποιεσδήποτε ευρύτερες διαφορές και τυχόν αισθήματα έχθρας ή αντιπαλότητας μπορεί να υπάρχουν μεταξύ τους. Ούτε το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί, κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, επί των όλων όσων καταγράφονται στην παράγραφο 25 ανωτέρω, στην απουσία προώθησης οποιαδήποτε αξίωσης από μέρους της Καθ΄ ης η Αίτηση σε σχέση με τα ως άνω ζητήματα.

 

43. Υπό το φως των πιο πάνω, προκύπτει ξεκάθαρα ότι η Καθ' ης η Αίτηση προσπάθησε να συμπεριλάβει τα πιο πάνω αποσπάσματα στην Απάντηση της με σκοπό να προσαγάγει μαρτυρία και σχολιασμό προς το πρόσωπο της Αιτήτριας, τα οποία απαράδεκτα συμπεριλήφθηκαν σε αυτό το στάδιο. Η παρούσα είναι από τις απλές και ξεκάθαρες περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο θα πρέπει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια διαγράφοντας τις εν λόγω παραγράφους και αποσπάσματα ως τα σχετικά αιτητικά.

 

44. Καταληκτικά, επιθυμώ να  σχολιάσω την θέση του συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση ότι με τυχόν διαγραφή των παραγράφων, η τελευταία θα υποστεί ζημιά και δεν θα τύχει μιας δίκαιης δίκης κατά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος της Καθ’ ης η Αίτηση να παρουσιάσει την υπόθεση της όπως επιθυμεί. Το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι τα υπό εξέταση αποσπάσματα και παράγραφοι, των οποίων επιζητείται η διαγραφή τους, δεν αφορούν ζητήματα που άπτονται της ουσίας της διαφοράς και συνεπώς θα έχει την ευκαιρία να προωθήσει την υπόθεση της στη βάση των όσων έχει δικογραφήσει στην Έκθεση Απαίτησης.

 

45. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ως προς την εφαρμογή της Δ.19 Κ.26 θα πρέπει αφ΄ ενός μεν να λαμβάνει υπόψη το συνταγματικό δικαίωμα κάθε διαδίκου για ελεύθερη παρουσίαση της υπόθεσης του και πρόσβαση στο δικαϊκό σύστημα, και αφ΄ ετέρου το σεβασμό στους δικονομικούς κανόνες της διαδικασίας και ειδικότερα αυτούς που αφορούν την σύνταξη δικογράφων, οι οποίοι θα πρέπει να τηρούνται ούτως ώστε να εξυπηρετείται ορθά η έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης κατόπιν βέβαια διεξαγωγής δίκαιης δίκης.  Οι τελευταίοι αυτοί κανόνες θέτουν τα όρια στη διατύπωση των δικογράφων καθότι χωρίς αυτούς οι δικαστικές διαδικασίες θα διαιωνίζονταν ατέρμονα και άσκοπα επί οποιασδήποτε τυχόν διαφοράς μεταξύ διαδίκων και συνεπώς απορρίπτω τη σχετική επιχειρηματολογία περί δήθεν παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

46. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η παρείσφρηση των ισχυρισμών που δικογραφήθηκαν με την Απάντηση της η Αιτήτρια θα περιπλέξει και θα καθυστερήσει αδικαιολόγητα την διαδικασία προκαλώντας αχρείαστα έξοδα, δυσχεραίνοντας την εκδίκαση της παρούσας αγωγής, ενώ απεναντίας με τη διαγραφή των εν λόγω παραγράφων η Απάντηση θα καταστεί ανεκτή για σκοπούς δικογράφησης.

 

Κατάληξη

 

47. Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, τα αιτητικά Γ- Ζ της Αίτησης εγκρίνονται με έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και τα οποία θα είναι πληρωτέα από αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Τροποποιημένη Απάντηση που να συνάδει με την παρούσα απόφαση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………….

           Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο