ΕΝ ΤΩ ΕΠΑΡΧΙΑΚΩ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩ ΛΕΜΕΣΟΥ                                       

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.                                             

                                                                                                  Αρ. Αγ.: 455/20

Μεταξύ:

Α/ΦΟΙ Χ. & Μ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΛΤΔ

                                                                                                                     Ενάγουσας

και

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ  ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ

 

                                                                                                                        Εναγόμενης

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:  22 Μαρτίου 2024

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Ενάγουσα: κ. Μ.Τελώνης & Γ.Ζυμπουλάκη Τελώνη Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Εναγόμενη: κ. Χρ.Σ.Χριστοφόρου για Χρ. Σ.Χριστοφόρου Δ.Ε.Π.Ε

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα αγωγή η ενάγουσα αξιώνει το ποσό των 2.198,04 για παράβαση σύμβασης και/ή δυνάμει τιμολογίων και/ή δυνάμει κατάστασης λογαριασμού, πλέον νόμιμο τόκο,  έξοδα και ΦΠΑ.

 

ΔΙΚΟΓΡΑΦΗΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης (Ε/Α στο εξής) η εναγόμενη ήταν πελάτιδα της ενάγουσας και πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη, υλικά οικοδομής και άλλα συναφή είδη, δυνάμει υπολοίπου λογαριασμού και/ή ως αξία τιμήματος εμπορευμάτων. Η εναγόμενη παρέλειψε να εξοφλήσει το ποσό των €2.198,04 προς την ενάγουσα, παρά τις οχλήσεις της σ΄αυτήν αλλά και τις υποσχέσεις της πρώτης για την άμεση εξόφληση των εκάστοτε τιμολογίων στην ενάγουσα. Η εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα σε δύο περιπτώσεις τον Νοέμβριο του 2018 το ποσό των €2.732 και παρέμεινε υπόλοιπο το πιο πάνω αξιούμενο με την αγωγή ποσό. Επίσης η εναγόμενη εξέδωσε προς την ενάγουσα 3 επιταγές συνολικού ποσού €2.196 οι οποίες δεν μπορούσαν να εξαργυρωθούν λόγω της μεταγενέστερης ημερομηνίας σε αυτές.

 

Η εναγόμενη στην Έκθεση Υπεράσπισης της (Ε/Υ στο εξής) πέραν της γενικής άρνησης της ισχυρίζεται και αποδέχεται ότι η ενάγουσα ασχολείται με εκσκαφές, χωματουργικές και μεταφορικές εργασίες και ήταν πελάτιδα της ενάγουσας. Η εναγόμενη αμφισβητεί τόσο την επικαλούμενη κατάσταση λογαριασμού που διατηρούσε γι΄αυτήν η ενάγουσα όσο και τα αξιούμενα ποσά ως οφειλόμενα απ΄αυτήν. Αυτή δεν προέβηκε σε αγορά υλικών οικοδομής ή συναφών ειδών από την ενάγουσα, αλλά η συνεργασία τους αφορούσε εκσκαφές στις οποίες προέβηκε η ενάγουσα, για λογαριασμό της εναγόμενης στο Περιφερειακό Σχολείο Κυπερούντας. Παραδέχεται ότι κατά τον Νοέμβριο του 2018 κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των €2.732 με επιταγές για πλήρη εξόφληση της ενάγουσας και όχι ως μέρος οποιουδήποτε υπόλοιπου ποσού. Επίσης αποδέχεται ότι παρέδωσε στην ενάγουσα και 3 επιταγές οι οποίες ήταν εξαργυρωτέες την ημερομηνία που έφεραν (15.1.18, 15.2.18, 15.3.18) όμως αυτή ζήτησε από την ενάγουσα  επιπρόσθετες εργασίες εκσκαφής και μη κατάθεση των επιταγών μέχρι την πλήρη ολοκλήρωση των εργασιών ο οποίες ολοκληρώθηκαν. Ακόμη αποδέχεται την αποστολή της επιστολής εκ μέρους της ενάγουσας ημερ.15.10.18, και την παραλαβή απ΄αυτήν. Οι επιπρόσθετες εργασίες που εκτέλεσαν οι εναγόμενοι ως αναφέρεται στην Ε/Υ ήταν ύψους €536.

Η ενάγουσα στην Απάντηση της ισχυρίζεται ότι πράγματι η ενάγουσα προέβηκε σε εκσκαφές, κατόπιν οδηγιών της εναγόμενης, ως η εναγόμενη επικαλείται και όχι σε παράδοση υλικών οικοδομής που εκ παραδρομής και καλόπιστου λάθους αναφέρεται στις παραγράφους 3 - 5 της Ε/Α της. Είναι η θέση της ότι η εναγόμενη δεν διαθέτει εξοφλητική απόδειξη και οφείλεται σε αυτήν το αξιούμενο ποσό των €2.198 για εκτελεσθείσες εργασίες το έτος 2017 - 18.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Η παρούσα αγωγή διέπεται από τις πρόνοιες της νέας Διαταγής 30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και εφόσον το αξιούμενο ποσό δεν υπερβαίνει τις €3.000 ακολουθήθηκε διαδικασία ταχείας εκδίκασης. Έτσι το Δικαστήριο εξέδωσε οδηγίες ως προς την καταχώρηση και ανταλλαγή εγγράφως της μαρτυρίας, όπερ και εγένετο. Η εκδίκαση της αγωγής διεξήχθη λοιπόν στη βάση της γραπτής μαρτυρίας που αμφότεροι οι διάδικοι προσκόμισαν. Καμία δε εκ των δύο πλευρών δεν αιτήθηκε να της επιτραπεί προφορική εξέταση μάρτυρα της ή αντεξέταση μάρτυρα του αντιδίκου της (δυνάμει των προνοιών της Δ.30 Κ.7), οπόταν η ακρόαση περιορίσθηκε σε γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες οι συνήγοροι κατέθεσαν στο Δικαστήριο, προς υποστήριξη των θέσεων τους. Οι εν λόγω αγορεύσεις έχουν μελετηθεί προσεκτικά, λαμβάνονται υπόψην στο σύνολο τους και δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο τους.

 

Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι εντός του φακέλου της υπόθεσης στις 27.11.20 έχουν καταχωριστεί «Προτεινόμενα Παραδεκτά Γεγονότα» για τα οποία όμως οι συνήγοροι των διαδίκων ποτέ δεν ζήτησαν όπως αυτά αποτελέσουν τεκμήρια στην παρούσα διαδικασία «ως Παραδεκτά Γεγονότα» αλλά ούτε και εκδόθηκε οποιαδήποτε διαταγή δικαστηρίου σε προγενέστερο στάδιο. Συνεπώς αυτά τα Προτεινόμενα Παραδεκτά Γεγονότα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το παρόν δικαστήριο ως Παραδεκτά Γεγονότα στην παρούσα διαδικασία.

 

 Για την απόδειξη της απαίτησης της ενάγουσας κατατέθηκε γραπτή ένορκη δήλωση (Ε/Δ στο εξής) από τον διευθυντή της Μ.Χαραλάμπους με επισυνημμμένα τεκμήρια 1 – 6.

 

Ο ομνύων στην Ε/Δ του ουσιαστικά επαναλαμβάνει την Ε/Α  λέγοντας όμως ότι η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα το αξιούμενο ποσό για εκσκαφές και όχι για παράδοση εμπορευμάτων ως αναφέρει η Ε/Α της.

 

Στην γραπτή δήλωση του επισυνάπτονται έγγραφα που αφορούν την εγγραφή των δύο εμπλεκομένων εταιρειών στον Έφορο Εταιρειών - ως ιδιωτικές εταιρείες με τα ονόματα των αξιωματούχων αυτών (τεκμ.1,2), κατάσταση λογαριασμού που διατηρούσε η ενάγουσα στο όνομα της εναγομένης ημερ.8.10.18 (τεκμ.3) και δεικνύει ως οφειλόμενο από την εναγομένη ποσό €4.930.

Επίσης επισυνάπτονται δύο φωτοαντίγραφα τιμολογίων (τεκμ.4) ήτοι το με αρ.2591 για οφειλόμενο ποσό €9000 και το με αρ.2592 για οφειλόμενο ποσό €930,04, τρεις επιταγές (τεκμ.5) και επιστολή ημερ.15.10.18 (τεκμ.6).

 

Αναφορικά με την εναγόμενη κατατέθηκε γραπτή δήλωση ενός εκ των διευθυντών της Γ.Σοφοκλέους με επισυνημμένο τεκμήριο σχετικά με την εγγραφή της ως ιδιωτική εταιρεία στον Έφορο Εταιρειών. Σε αυτήν υϊοθετεί την Ε/Υ της εναγόμενης και επαναλαμβάνει ότι δεν οφείλεται στην ενάγουσα το αξιούμενο απ΄αυτήν ποσό, ποτέ δεν της αποστάληκε ούτε η κατάσταση λογαριασμού, ούτε και τα τιμολόγια τα οποία δεν επισυνάφθηκαν στην επιστολή που της αποστάληκε τεκμ.6.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Το βάρος απόδειξης της υπόθεσης φέρει στην παρούσα η ενάγουσα, στο βαθμό πάντα που απαιτείται για αστικές υποθέσεις ήτοι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Ως έχει νομολογηθεί, το κριτήριο απόδειξης δεν είναι φυσικά αν η θέση ή η εκδοχή της Ενάγουσας, ως του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι πιο πιθανή παρά η αντίθετη δηλαδή εκείνη της αντιδίκου της - εναγόμενης αλλά το κατά πόσο η ενάγουσα ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία και/ή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι. Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή της σε αυτό το επίπεδο (standard of proof) δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή της είναι πιο πιθανή από εκείνη της εναγόμενης (βλ. Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1858).

 

Πρωτίστως το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο ν΄αναφερθεί στο περιεχόμενο των δικογράφων της παρούσας υπόθεσης το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

Η παράγραφος 3 της Εκθέσεως Απαιτήσεως της Ενάγουσας αναφέρει επί λέξη τα ακόλουθα:

 

«Η Ενάγουσα διατηρούσε κατάσταση λογαριασμού για τις συναλλαγές τις με την Εναγόμενη οι οποίες αφορούσαν την αγορά υλικών οικοδομής και άλλων συναφών ειδών από μέρους της για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησης που διατηρούσε καταστάσεις λογαριασμού και οι οποίες στις 21/02/2020 παρουσίαζαν οφειλόμενο υπόλοιπο ύψους €2.198,04 αναφορικά με την περίοδο από 11/07/2017 μέχρι 22/11/2018».

 

Στην παράγραφο 4 της Εκθέσεως Απαιτήσεως αναφέρονται επί λέξη τα ακόλουθα:-

 

«Η αξίωση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €2.198,04 συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. δυνάμει υπολοίπου λογαριασμού και/ή ως αξία τιμήματος εμπορευμάτων τα οποία η Ενάγουσα και/ή δια υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων τους πώλησαν και παρέδωσαν στην Εναγόμενη και/ή σε αντιπρόσωπο της κατά ή περί το έτος 2017 και/ή ως αποζημιώσεις και/ή περί των αρχών περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή της επιείκειας και/ή άλλως πως».

 

Στην παράγραφο 5 της Εκθέσεως Απαιτήσεως αναγράφονται επί λέξη τα εξής:-

 

«Η Εναγόμενη κατά την παράδοση των εμπορευμάτων καθώς επίσης σε μεταγενέστερο στάδιο από τις παραδόσεις αυτών αφού έμεινε ευχαριστημένη από την ποιότητα των εμπορευμάτων, υποσχέθηκε την άμεση εξόφληση των εκάστοτε τιμολογίων στην Ενάγουσα».

 

Ως προκύπτει εκ των ανωτέρω και των δικογραφημένων θέσεων της Ενάγουσας στην Ε/Α της το αξιούμενο ποσό των €2.198,04 αφορά αγορά υλικών οικοδομής και συναφών ειδών από την Εναγόμενη και η οποία μάλιστα έμεινε ευχαριστημένη από την ποιότητα των εμπορευμάτων.

 

Η Εναγόμενη με την Ε/Υ της αρνείται τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας περί αγοράς υλικών οικοδομής και αναφέρει ότι η συνεργασία της με την Ενάγουσα περιοριζόταν σε εκσκαφές στις οποίες προέβηκε η Ενάγουσα δια λογαριασμό της στο Περιφερειακό Σχολείο Κυπερούντας και ισχυρίζεται ότι το ποσό το οποίο απαιτεί η Ενάγουσα είχε διευθετηθεί πλήρως από την συνεργασία τους εν σχέση με τις εκσκαφές ως επίσης και ότι υπήρξε συνάντηση για διευθέτηση του οφειλόμενου ποσού στο καφεστιατόριο «Gala Art» στην Τριμίκλινη μεταξύ του Διευθυντή της Ενάγουσας και του Διευθυντή της Εναγόμενης και ότι η ενάγουσα θα τους απέστελλε εξοφλητική απόδειξη.

 

Η Ενάγουσα με την απάντηση στην Ε/Υ της διαφοροποιεί την δικογραφημένη θέση της στην Ε/Α της περί αγοράς υλικών οικοδομής και επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης ότι η συναλλαγή αφορούσε εκσκαφές ως αναφέρει η Εναγόμενη στην Ε/Υ της, πλην όμως αρνείται ότι υπήρξε εξόφληση του ποσού του οποίου απαιτεί.

 

Το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο με τα πιο πάνω δικογραφηθέντα αλλάζει η βάση της αγωγής της ενάγουσας.

 

Αποτελεί βασικό κανόνα ότι μία υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων (Cheeseline Ltd v Ανθούλης Θωμά & Υιοί ΛτδECLI:CY:AD:2014:A319, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Χρ. Μαρνέρος και Σία Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 718 στη σελ. 721 λέχθηκε ότι:

«Τα δικόγραφα είναι ουσιώδη στον καθορισμό των επιδίκων θεμάτων και στον καθορισμό της βάσης επί της οποίας θα προχωρήσει η ακρόαση της υπόθεσης.Η σημασία τους τονίστηκε στην υπόθεση Christakis Loucaides vC. D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.LR. 134. Τα δικόγραφα δεν έχουν σκοπό μόνο τη διαφύλαξη της κανονικής διαδικασίας. Σκοπό έχουν να μην καταλαμβάνονται εξ απρόοπτου οι διάδικοι στους οποίους θα πρέπει να παρέχεται η δέουσα ευκαιρία να ετοιμάσουν την υπόθεση τους για ακρόαση. Εκτός αν τα επίδικα θέματα καθοριστούν δεόντως η ακρόαση παραμένει χωρίς οριοθέτηση και οι σκοποί της δικαιοσύνης μπορεί να παρακωλυθούν λόγω της αβεβαιότητας (G.I.P. Constructions Ltd v. Panayiota Neophvtou and Οthers (1983) 1 C.LR. 669, 680).

 

Επί του προκειμένου το νομικό ερώτημα που χρήζει εξέτασης είναι εάν το δικόγραφο της απάντησης (reply) είναι το ορθό και κατάλληλο δικογραφικό μέσο για την εισαγωγή νέων ισχυριζόμενων γεγονότων που υποστηρίζει η ήδη δικογραφημένη θέση της ενάγουσας.

 

Μελέτη της νομολογίας αλλά και νομικών συγγραμμάτων συναφών με το εγειρόμενο ζήτημα καθιστά αντιληπτό ότι το δικόγραφο της απάντησης (reply) είναι το δικογραφικό μέσο που απλά στοχεύει στο να δώσει απαντήσεις σε ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της υπεράσπισης. Στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα 'Pleadings without tears' του William M. Rose, 5η έκδοση, σελίδα 126 υποδεικνύεται πότε προκύπτει ανάγκη καταχώρησης δικογράφου 'απάντησης' ως επίσης και στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα 'Precedents of Pleadings' (Bullen & Leake & Jacob's), Τόμος 1, 15η έκδοση, παράγραφος 1-37, σελίδα 26.

 

Το δικόγραφο της απάντησης δεν είναι ούτε ο ορθός αλλά ούτε ο κατάλληλος δικογραφικός μηχανισμός για να φιλοξενήσει νέα ισχυριζόμενα γεγονότα, τα οποία έχουν λησμονηθεί να περιληφθούν στην έκθεση απαίτησης. Στην υπόθεση Bona Alikhani, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Hosse Alikhani v. Προδρόμου και άλλης (2012) 1 Α.Α.Δ. 657 τονίστηκε ότι το δικόγραφο της απάντησης δεν αποτελεί το ορθό δικογραφικό forum για να προβληθεί αξίωση, ούτε για να διαφοροποιηθούν τα γεγονότα που περιβάλλουν την αξίωση και σίγουρα δεν προσφέρεται ως εφαλτήριο τροποποίησης.

 

Επίσης στην Eurogoal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd, (2014), 1ΑΑΔ 2258 λέχθηκε ότι το δικόγραφο της απάντησης ως δικογραφικό όχημα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά και εξ' αρχής δικογραφημένης απαίτησης επειδή σκοπός της δεν είναι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης. Αυτή η νομική θέση διατυπώθηκε εκ νέου ακολούθως στην Σαλαχώρη v. Παναγιωτίδου, Πολιτική Έφεση Αρ. 257/2010 ημερομηνίας 01.03.16.

 

Στην παρούσα διαπιστώνεται ότι ακόμη και η ένορκη δήλωση του ομνύοντα για την ενάγουσα σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αναφέρει τα ορθά γεγονότα επιβεβαιώνει την θέση της εναγόμενης και προβαίνει για πρώτη φορά σε αναφορά περί εργολαβίας μεταξύ τους στην εκτέλεση διαφόρων εργασιών στο χωριό Κυπερούντα, ως επίσης και μεταφορές και εργασίες λατομείου για ανακύκλωση για λογαριασμό και κατόπιν οδηγιών που έλαβε από την Εναγόμενη.

 

Το δικαστήριο με βάση τα πιο πάνω θεωρεί ότι η βάση και η αιτία της αγωγής της ενάγουσας διαφοροποιήθηκε και δεν μπορεί να εκληφθεί ότι η αναφορά στην Ε/Α για την μεταξύ τους αγορά και παράδοση υλικών οικοδομής για κάλυψη των αναγκών της επιχείρησης της εναγόμενης είναι ταυτόσημη με την σύμβαση υπεργολαβίας για διενέργεια εκσκαφών και εργασιών λατομείου και ανακύκλωσης.

 

Είναι ανεπίτρεπτο και δικονομικά απαράδεκτο να γίνεται παραδοχή στην απάντηση της ενάγουσας περί καλόπιστου λάθους και επιβεβαίωσης των θέσεων της εναγόμενης χωρίς να ζητείται σε προγενέστερο στάδιο τροποποίηση του δικογράφου της Ε/Α με τον δικονομικά ενδεδειγμένο και ορθό τρόπο. Ούτε μπορεί να καλυφθεί το εν λόγω κενό με την απλή αναφορά στην απάντηση «για εκ παραδρομής και/ή ένεκα καλόπιστου λάθους», ή στην ένορκη δήλωση του διευθυντή της ενάγουσας ή ακόμη στην αγόρευση του συνήγορου της κατά την ακρόαση.

 

Συνεπώς το δικαστήριο κρίνει την εξέλιξη αυτή ως καταλυτική για την αγωγή της ενάγουσας. Όμως παρά τα πιο πάνω το δικαστήριο θα προχωρήσει να παραθέσει γενικότερα τα συμπεράσματα του και λαμβάνοντας υπόψη τις αποδεκτές θέσεις των δύο πλευρών και τα επισυνημμένα τεκμήρια αποδέχεται:

·      ότι η ενάγουσα κατά πάντα για την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν συσταθείσα ιδιωτική εταιρεία, νομίμως εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών με έδρα την Λεμεσό και με διευθυντές τον Μάριο και Ανδρέα Χαραλάμπους (τεκμ.1),

·       ότι η εναγόμενη κατά πάντα για την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν συσταθείσα ιδιωτική εταιρεία, νομίμως εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών, με έδρα την Λεμεσό και με διευθυντές τον Γεώργιο και Νικόλα Σοφοκλέους (τεκμ.2). Αυτή ήταν πελάτιδα της ενάγουσας,

·      ότι κατά ή περί τα έτη 2017 -2018 η ενάγουσα προέβηκε σε εκσκαφές στο σχολείο Κυπερούντας κατόπιν οδηγιών από την εναγόμενη. Η εναγόμενη για την εκτέλεση  αυτών κατέβαλε προς την ενάγουσα το ποσό των €2732 με τις επιταγές [ ] και [ ],

·      η εναγόμενη εξέδωσε και παρέδωσε προς την ενάγουσα τις 3 επιταγές τεκμ.5,

·      ότι η ενάγουσα απέστειλε στην εναγόμενη μέσω των δικηγόρων της προειδοποιητική επιστολή, ημερ.15/10/18, η οποία της επιδόθηκε στις 24.10.18 με ιδιωτική επίδοση, αξιώνοντας το ποσό €4.930,00 εντός 7 ημερών αρχομένων από την παραλαβή της εν λόγω επιστολής (τεκμ.6).

 

Στην Ε/Α ενώ αναφέρεται η αξίωση της ενάγουσας για το ποσό των €2.198,04 που αφορά αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης διαπιστώνεται ότι πουθενά στο σώμα της δεν περιγράφεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η ημερομηνία σύναψης και κατά πόσο αυτή ήταν προφορική ή γραπτή, ή εν μέρει γραπτή και εν μέρει προφορική ούτε και πώς ακριβώς προκύπτει το οφειλόμενο ποσό αφού δεν αναφέρεται η φύση των εργασιών που της προσέφερε.

Eπίσης γίνεται αναφορά από την ενάγουσα για ύπαρξη καταστάσεων λογαριασμού με οφειλόμενο υπόλοιπο και για οφειλή δυνάμει τιμολογίων από την εναγόμενη.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι η κατάρτιση τιμολογίων, η γνησιότητα και η αλήθεια των οποίων  αμφισβητείται, δεν δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ύπαρξης συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων και ούτε δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ύπαρξης χρηματικής οφειλής. Οι καταστάσεις λογαριασμού και τα τιμολόγια δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική αξία. Αποτελούν σημειώσεις, η αξιοπιστία των οποίων συναρτάται με τη γνώση και την αξιοπιστία του προσώπου το οποίο τα καταρτίζει (βλ.Θεοδώρου ν. Χριστάκης Χ¨Αντωνίου Ξυλουργικές Εργασίες Λτδ (2003)1(Γ)Α.Α.Δ.1492, Palatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited (2002) 1(B) A.A.Δ.962. Στην Haleko Hanseatisches Lebensmittelkontor GMBH & Co OHG v. L.S.E.Life Style Enterprises Ltd (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1055 με παραπομπή στο Halsburys Laws of England, τρίτη έκδοση, τόμος 24, σελ. 171 και στην Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339 λέχθηκε ότι τα τιμολόγια αποτελούν τον έγγραφο λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, σε σχέση με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή, με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση. Ως τέτοια πρέπει να συνεκτιμούνται με την υπόλοιπη μαρτυρία. Ως έχει δε λεχθεί στην Παναγιώτης Μαστρής Λτδ ν. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1Α Α.Α.Δ 728, η παρουσίαση τιμολογίων είναι μαρτυρία, που αν γίνει αποδεκτή, τείνει να αποδείξει την απαίτηση. Όμως το περιεχόμενο αυτών (π.χ. εργασίες ή εμπορεύματα και εκτέλεση ή παράδοση αυτών) μπορεί να αποδειχθεί και με άλλη, άμεση προφορική μαρτυρία, χωρίς αναφορά στα τιμολόγια.

 

Επίσης κρίνεται σκόπιμο να λεχθεί ότι κανένα από τα δύο φωτοαντίγραφα τιμολογίων (τεκμ.4) που επισυνάφθηκαν στην Ε/Δ του ομνύοντα για την ενάγουσα δεν φέρει καμία υπογραφή ή σφραγίδα της εναγόμενης αλλά ούτε και αναφέρθηκαν ποτέ είτε στην Ε/Α, ούτε και στην αποσταλθείσα επιστολή (τεκμ.6) της ενάγουσας προς την εναγόμενη. Βεβαίως το γεγονός αυτό δεν καταρρίπτει αυτόματα την εκδοχή της ενάγουσας αλλά θα συνεκτιμηθεί με την υπόλοιπη παρουσιασθείσα μαρτυρία.

 

Είναι η θέση της ενάγουσας ότι η εναγόμενη δεν έχει παρουσιάσει εξοφλητική απόδειξη για τις υπηρεσίες που τις παρείχε. Όμως η εναγόμενη ευθύς εξ αρχής στην Ε/Υ της (παράγρ.7(β)) αναφέρει ότι ζητήθηκαν επιπρόσθετες εργασίες εκσκαφής από την ενάγουσα και ενώ ανέμενε συνάντηση για την διευθέτηση του λοιπού οφειλόμενου ποσού παρέλαβε την επιστολή των συνηγόρων της ενάγουσας. Επίσης γίνεται μνεία για την συνάντηση των διευθυντών ενάγουσας και εναγόμενης, χωρίς όμως να αναφέρεται οτιδήποτε περί τούτου ούτε στην Ε/Α ούτε στην απάντηση της ενάγουσας. Μάλιστα ο διευθυντής της εναγόμενης πριν την συνάντηση διαμαρτυρήθηκε έντονα για το οφειλόμενο ποσό και ότι δεν υπερέβαινε τις €3000.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω στην Ε/Α γίνεται μία γενική αναφορά για την παράδοση των 3 επιταγών από την εναγόμενη περί τον Νοέμβριο του 2018 δηλαδή  «ότι αυτές έφεραν ημερομηνία μεταγενέστερη απ΄αυτήν που προβλέπεται από τον Νόμο έτσι ώστε να δύναται η ενάγουσα να τις καταθέσει στην τράπεζα για σκοπούς είσπραξης τους». Να επαναλάβω ότι αυτές έφεραν ημερομηνία 15.1.18, 15.2.18 και 15.3.18 δηλαδή προγενέστερη ημερομηνία από την κατ΄ισχυρισμό έκδοση και παράδοση τους στην ενάγουσα από την εναγόμενη τον Νοέμβριο του 2018. Στη συνέχεια στην απάντηση της ενάγουσας γίνεται μία γενική αναφορά για τις 3 επιταγές χωρίς να αναφέρεται με σαφήνεια γιατί αυτές έφεραν ημερομηνία προγενέστερη και όχι μεταγενέστερη του Νοεμβρίου του 2018. Ο ομνύων για την ενάγουσα φαίνεται να προσπαθεί να το αιτιολογήσει στην Ε/Δ του σε κατοπινό στάδιο. Αυτό το κενό το οποίο αφορά τις υπηρεσίες που δόθηκαν από την ενάγουσα σε σχέση με το κατ΄ισχυρισμό οφειλόμενο από την εναγόμενη ποσό δεν θεραπεύεται και ούτε είναι επιτρεπτό το δικαστήριο να πιθανολογεί και να προβαίνει σε εικασίες για ποιό συγκεκριμένο λόγο εκδόθηκαν αυτές, πού και για ποιές ακριβώς υπηρεσίες αλλά εναπόκειται στην ενάγουσα η οποία έχει και το βάρος να παρουσιάζει την υπόθεση της χωρίς να αφήνει να υποβόσκουν κενά και ερωτήματα.

 

Είναι ισχυρισμός της Εναγόμενης ότι ολόκληρο το ποσό για αυτές τις εκσκαφές εξοφλήθηκε από την εταιρεία με 2 πληρωμές μία των €2.000,00 και μία δεύτερη των €732,00 ήτοι συνολικά καταβλήθηκε στην Ενάγουσα από την εναγόμενη το ποσό των €2.732,00 το οποίο ήταν για πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, η Εναγόμενη διατείνεται ότι οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας δεν ευσταθούν αναφορικά με τις τρεις επιταγές αξίας €732,00 έκαστη, οι οποίες δόθηκαν από την Εναγόμενη για εξόφληση του οφειλόμενου ποσού. Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η πλήρης εξόφληση έγινε με τις δύο πληρωμές που αναφέρονται ανωτέρω και δεν υπήρχε κάποιο υπόλοιπο.

 

Σε καμία περίπτωση δεν ζητήθηκε από την ενάγουσα να αντεξετάσει τον ομνύοντα για την εναγόμενη, ούτε και προσκομίστηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να επιβεβαιώνει την θέση της ή ν΄αντικρούει την θέση της αντιδίκου της. Έχει νομολογηθεί ότι όταν ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες σημείο της μαρτυρίας του παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε (Philippou General Bonded Warehouse Ltd v Νικολαϊδη (2006) 1Β 1057, Marketrends Finance Ltd v Χριστοδουλίδη (2007) 1 Α 624).

 

Δέον να επαναλάβω ότι ο ομνύων για την ενάγουσα αναφέρει για τις επιταγές ότι έφεραν προγενέστερη ημερομηνία στην Ε/Δ του, δηλαδή αλλάζει άρδην την θέση του σε αντίθεση με την Ε/Α στην οποία αναφέρεται ότι αυτές φέρουν μεταγενέστερη ημερομηνία. Σε αυτό το σημείο επίσης είναι αντίθετη η αναφορά των συνήγορων της ενάγουσας, αφού ισχυρίζονται ότι οι επιταγές είναι προγενέστερης ημερομηνίας σε αντίθεση με την Ε/Α της που αναφέρει ότι αυτές είναι μεταγενέστερης ημερομηνίας.

 

Συνακόλουθα είναι νεφελώδες το σκηνικό για την έκδοση και παράδοση των 3 επιταγών από την εναγόμενη και παραλαβή αυτών από την ενάγουσα, αλλά και το τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ των δύο διευθυντών (σε ισχυριζόμενη συνάντηση που έλαβε χώρα ως διατείνεται ο ομνύων για την εναγόμενη και για την οποία η ενάγουσα δεν ανέφερε οτιδήποτε, ούτε την διέψευσε), πάντοτε σε συνάρτηση με την παροχή των επίδικων υπηρεσιών από την ενάγουσα προς την εναγόμενη αλλά και το κατ΄ισχυρισμό υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό από την εναγόμενη. Επίσης παραμένει αναπάντητο από την ενάγουσα εάν έγιναν ή όχι επιπρόσθετες εργασίες, ποιές ήταν αυτές και ποιό το κόστος τους σε συνάρτηση και πάλιν με το αξιούμενο ποσό αλλά και τις 3 δοθείσες επιταγές από την εναγόμενη.  Λαμβάνοντας υπόψη μου τα πιο πάνω η ύπαρξη και μόνο των δύο ανυπόγραφων από την εναγόμενη τιμολογίων δεν προσθέτει οτιδήποτε στην υπόθεση της ενάγουσας.

 

Έχει νομολογηθεί ότι δεν είναι αρκετό για την ενάγουσα να διεκδικεί συγκεκριμένο ποσό και να αναμένει την επιδίκασή του. Βαρύνεται, κατά πρώτον, να αποδείξει την ταυτότητα του υπευθύνου για την αξίωσή του καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε η αξίωση αυτή (Αντωνιάδης ν. Σταύρου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1171, Παντελής κ.α. ν. Savina Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 814, 827).

 

Επί του προκειμένου η ενάγουσα δεν το έχει πράξει.

 

Ως εκ των άνω κρίνεται ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση της με επαρκή και σαφή μαρτυρία στον απαραίτητο βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

Καταληκτικά η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εναγομένης και εναντίον της ενάγουσας ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

              (Υπ.) ………………………

                                                                                     Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ              


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο