ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

                                                                                                            Αρ. Αγωγής: 1546/14

Μεταξύ:

                                    ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

                                                                                                              ΕΝΑΓΟΥΣΑ

                                                            ΚΑΙ

 

                                             ΑΝΔΡΕΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

                                                                                                            ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 15 Μαρτίου 2024

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Ενάγουσα: κ.Π.Μπενάκης

Για τον Εναγόμενο: κ. Π.Γιωρκάτζης για Α.Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Η ενάγουσα με την παρούσα αγωγή αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου το ποσό των €6.500, πλέον Φ.Π.Α. και νόμιμους τόκους, κατόπιν προφορικής συμφωνίας μεταξύ τους  το έτος 2012 για σύναψη δανείου το οποίο αυτός ανέλαβε να εξοφλήσει κατά/ή περί την 31.5.13.

 

ΔΙΚΟΓΡΑΦΗΜΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης (Ε/Α στο εξής) η ενάγουσα κατά/ή περί την 11.6.12 δυνάμει προφορικής συμφωνίας δάνεισε τον εναγόμενο το ποσό των €6500 και αυτός ανέλαβε να της το επιστρέψει κατά /ή προ την 31.5.13 κάτι το οποίο δεν έπραξε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις αυτής.

Ο εναγόμενος είχε καταχωρήσει έκθεση υπεράσπισης (Ε/Υ στο εξής) και ανταπαίτησης την οποία ανταπαίτηση η οποία συνεκδικάστηκε με την απαίτηση, απέσυρε κατά τις τελικές αγορεύσεις από τον συνήγορο του.

Στην Έκθεση Υπεράσπισης (Ε/Υ στο εξής) o εναγόμενος εγείρει προδικαστική ένσταση επικαλούμενος μεταξύ άλλων ότι η αγωγή της ενάγουσας είναι έκθετη σε απόρριψη και/ή αναστολή και/ή διαγραφή και/ή παραμερισμό αφού δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα. Αυτή δεν προωθήθηκε καθ΄οιονδήποτε τρόπο κατά την διαδικασία ούτε και αναφέρθηκε στην τελική αγόρευση εκ μέρους του, συνεπώς θεωρώ ότι έχει εγκαταλειφθεί και δεν χρήζει οποιουδήποτε σχολιασμού ή εξέτασης της από το δικαστήριο.

Στην Ε/Υ του δεν γίνεται αποδοχή των θέσεων της ενάγουσας. Αυτός προβαίνει σε γενική άρνηση ήτοι ότι δεν της οφείλει κανένα ποσό, καμία προφορική συμφωνία δεν έγινε μεταξύ τους, ούτε και ανάληψη πληρωμής ποσού εκ μέρους του. Επίσης αναφέρει ότι ήταν ζευγάρι με την ενάγουσα και συζούσαν σε διαμέρισμα το οποίο ήταν εγγεγραμμένο κατά ½ μερίδιο στο όνομα τους. Κατά την διάρκεια της συμβίωσης τους ο εναγόμενος της πώλησε το μερίδιο του και αυτή ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής σε αυτόν του ποσού των £10.000 κάτι που αυτή δεν έπραξε, ενώ του είχε δώσει  €10.000. Το μερίδιο του μεταβιβάστηκε επ΄ονόματι της. Η σχέση τους διαλύθηκε κατά/ή περί τα τέλη του 2012 λόγω της ενάγουσας.

Eν κατακλείδι αυτός ζητεί όπως η αγωγή της ενάγουσας απορριφθεί με έξοδα, πλέον ΦΠΑ εναντίον της. 

Στην Απάντηση της η ενάγουσα διαφωνεί με τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και επαναλαμβάνει τις θέσεις της, ως η Ε/Α της και ζητεί την έκδοση απόφασης εναντίον του.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Για την απόδειξη της υπόθεσης κατέθεσε η ενάγουσα Π.Χρυσοστόμου ΜΕ1 και η Σ.Μελινιώτη ως ΜΕ2.  Προς υπεράσπιση του εναγομένου κατέθεσε  ο ίδιος ως ΜΥ1.

 

Επίσης κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά 8 τεκμήρια και οι γραπτές δηλώσεις των πιο πάνω μαρτύρων (τεκμ. Α – Γ)

 

Η ενάγουσα  ΜΕ1 υϊοθέτησε στο δικαστήριο την γραπτή της κατάθεση τεκμήριο Α. Προς υποστήριξη των θέσεων της κατέθεσε τα τεκμήρια 1 - 6 και ανέφερε τις συνθήκες δανεισμού του ποσού των €6500 στον εναγόμενο.

 

ΜΕ2 ήταν η Σ. Μελινιώτη η οποία υιοθέτησε την γραπτή κατάθεση της τεκμήριο Β. Αυτή ανέφερε ότι ήταν φίλη με την ενάγουσα και τον εναγόμενο. Το 2012 υπέγραψε ως εγγυήτρια στο δάνειο τεκμ.1 το οποίο συνήψε η ενάγουσα εκ μέρους του εναγόμενου γιατί αυτός όφειλε το εν λόγω ποσό σε τρίτο πρόσωπο.

 

Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι είναι φίλοι με τον εναγόμενο μέχρι και σήμερα. Της ανέφεραν ότι τα χρήματα αφορούσαν ένα αυτοκίνητο Μερσεντές το οποίο ήρθε από το εξωτερικό και το είδε αρκετές φορές. Τους είχε εμπιστοσύνη και μπήκε ως εγγυήτρια στο δάνειο. Η τράπεζα είχε αρνηθεί να κάνει το δάνειο στο όνομα του εναγόμενου γιατί δεν τον έγκριναν. Επανέλαβε ότι το ποσό των €6500 αφορούσε τον εναγόμενο και επίσης ότι θα τα έδιναν στον Α.Χ¨Γέρου και αν τα έδωσαν δεν μπορούσε να ξέρει.

 

Ο εναγόμενος ΜΥ1 υϊοθέτησε στο δικαστήριο την γραπτή δήλωση του τεκμήριο Γ΄και κατέθεσε τα τεκμήρια 7 και 8. Να αναφερθεί ότι κατόπιν ένστασης του συνήγορου της ενάγουσας εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου με την οποία αποκλείστηκαν μέρη του τεκμ.Γ γιατί αυτά δεν είχαν δικογραφηθεί.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι από το 2013 - 2014 είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος και δεν μπορεί να δουλέψει. Αυτός δεν αποδέχεται ότι οφείλει στην ενάγουσα το εν λόγω ποσό και αυτή τον κατήγγειλε εκδικητικά.

 

 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και, στη βάση των δικών του ευρημάτων ως προς τα γεγονότα, να εξετάσει στη συνέχεια κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται.  Ωστόσο, η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (Barry Wynne v. David Costakis Mavronicola κ.α. (2009) 1(β) Α.Α.Δ. 1138, Αθανασίου κ.α. ν Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).).

 

Η μαρτυρία εξετάζεται από τo Δικαστήριο συνολικά και όχι αποσπασματικά (Βλ. μεταξύ άλλων απόφαση της Μιχαηλίδου, Δ., ημερ. 8.4.2014, στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 273/2010, Βαρβάρα (Ρίτσα) Mason ν. Αντώνη Αντωνίου κ.α).

 

Η ενάγουσα ΜΕ1 μου έκανε πολύ καλή εντύπωση περιγράφοντας με σαφήνεια τα γεγονότα που σχετίζονται με την σύναψη δανείου επονόματι της, στην Τράπεζα Κύπρου τεκμ.1 για το ποσό των €6500.

Αντεξεταζόμενη υποστήριξε ότι με τον εναγόμενο ήταν συμβίοι από το 2004 – 2012. Αυτός αγόρασε ένα όχημα μάρκας μερσεντές, χρώματος μαύρου και όφειλε να δώσει το ποσό σε τρίτο πρόσωπο ονόματι Α.Χ¨Γέρου ο οποίος τον πίεζε για να του το επιστρέψει.

Αυτή αναγκάστηκε να συνάψει το εν λόγω προσωπικό δάνειο γιατί πρωτίστως αυτός της το ζήτησε. Ο εναγόμενος της είπε ότι σε ένα χρόνο θα την εξοφλούσε.

Στις 30.5.12 υπογράφτηκε το εν λόγω δάνειο τεκμ.1 και αυτή κατέθεσε το πιο πάνω ποσό στον Α.Χ΄Γέρου όπως της ζήτησε ο εναγόμενος (τεκμ.2,6).

Ο εναγόμενος δεν της εξόφλησε το ποσό που δανείστηκε για τον ίδιο, παρά τις οχλήσεις της σε αυτόν. Η ενάγουσα εξόφλησε το δάνειο το 2017, όταν ήδη είχαν χωρίσει και παρά τις δυσκολίες της και ως μητέρα δύο μικρών παιδιών.

 

 

Στην θέση της υπεράσπισης ότι το ποσό των €6500 που η ΜΕ1 έλαβε βάση του δανείου τεκμ.1 δεν αφορά τον εναγόμενο, γιατί πουθενά δεν φαίνεται το όνομα του αυτή απάντησε αρνητικά.

Αποδέχομαι τις θέσεις της ΜΕ1 οι οποίες υποστηρίζονται από τα ενώπιον μου τεκμήρια δηλαδή το τεκμήριο 1 το οποίο αποτελεί την υπογραμμένη από την ενάγουσα συμφωνία δανείου ημερομηνίας 30.5.12 με εγγυητές τον εναγόμενο και την ΜΕ2. Σε αυτό αναφέρεται ότι το ποσό της παραχωρηθείσας πίστωσης είναι €6500, για 60 μήνες και ποσό έκαστης δόσης €137,30.

Δέον να αναφέρω ότι ένα μεγάλο μέρος της αντεξέτασης της αναλώθηκε σε θέματα που αφορούσαν την ανταπαίτηση η οποία ως ανέφερα αποσύρθηκε και σχετιζόταν με την αγορά ενός διαμερίσματος απ΄αυτούς, το οποίο κατέληξε στην ενάγουσα και στην αδελφή της παλαιότερα και πριν τους επίδικους χρόνους και δεν σχετίζεται τόσο με την προφορική συμφωνία δανείου της ενάγουσας και του εναγόμενου όσο και με την γραπτή συμφωνία δανείου που συνήψε η ενάγουσα με την τράπεζα για λήψη των χρημάτων προς όφελος του εναγόμενου.

Εξετάζοντας την μαρτυρία και αντιπαραβάλλοντας την με τα ενώπιον μου κατατεθειμένα τεκμήρια διαπιστώνω την ενίσχυση της μαρτυρίας της ενάγουσας στα ουσιώδη σημεία της από την ΜΕ2 η οποία είναι φίλη και μ΄αυτήν αλλά και με τον εναγόμενο.

Συνακόλουθα αποδέχομαι την μαρτυρία της ως αξιόπιστη στο σύνολο της και προβαίνω στα ανάλογα ευρήματα.

 

Η ΜΕ2 ως αναφέρθηκε πιο πάνω ήταν φίλη και με την ενάγουσα και με τον εναγόμενο και υπέγραψε ως εγγυήτρια στο τεκμ.1, αφού της το ζήτησαν.

Αυτή ήταν σταθερή και συνεπής λέγοντας ότι γνωρίζει για την σύναψη του επίδικου δανείου από την ενάγουσα προς όφελος του εναγόμενου. Αυτή επιβεβαίωσε την ενάγουσα στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας της. Είχε άμεση εμπλοκή στα γεγονότα, αφού αυτή υπέγραψε ως εγγυήτρια στο επίδικο δάνειο τεκμ.1 στο οποίο εμφαίνεται και η υπογραφή της. Δεν κλονίστηκε η μαρτυρία της σε κανένα σημείο, ήταν αντικειμενική και δεν διέκρινα καθ΄όλη την διάρκεια της μαρτυρίας της οποιαδήποτε εμπάθεια εναντίον του εναγόμενου,  αντίθετα αυτή εξακολουθεί να είναι φίλη και με τους δύο μέχρι και σήμερα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να καταθέσει ψεύδη υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγόμενου, τόσο για την σύναψη του δανείου στο οποίο αυτή και ο εναγόμενος υπέγραψαν ως εγγυητές αλλά και ότι αυτά τα χρήματα θα δίνονταν για το όχημα μερσεντές που η ίδια είδε αρκετές φορές και που ο εναγόμενος αγόρασε γι΄αυτό και χρειαζόταν τα χρήματα.

Ενόψει των πιο πάνω αποδέχομαι την μαρτυρία της  στο σύνολό της ως αξιόπιστη.

 

Ο εναγόμενος ΜΥ1 κατά την μαρτυρία του είπε ότι από το 2013 - 2014 είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος και δεν μπορεί να δουλέψει. Μετά είπε ότι από το 2013 -2019 έλαβε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Στην υποβολή ότι δεν το ελάμβανε παρέπεμψε στο έντυπο του Υπουργείου Εργασίας τεκμ.8 στο οποίο αναφέρεται ότι αυτός ήταν γραμμένος από 30.7.10 - 2017 ως άνεργος. Μέχρι σήμερα είναι άνεργος.

 

Η μαρτυρία του ήταν διάχυτη από κενά, αντιφάσεις, αοριστίες και ενέπλεξε το θέμα της μεταξύ τους αγοράς ενός διαμερίσματος το 2004 (που αφορούσε την ανταπαίτηση του που αποσύρθηκε μεταγενέστερα) με το ποσό του επίδικου δανείου.

 

Προς τούτο προχωρώ να αναφέρω ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά κομμάτια από την ένορκη μαρτυρία του.

 

Στην ερώτηση πότε έκανε τις εργασίες στην εταιρεία Καραολής, σύμφωνα με την γραπτή δήλωση του δεν θυμόταν ημερομηνία γιατί πέρασαν 20 χρόνια, ως είπε. Σε άλλο σημείο είπε ότι δεν ήταν συνεχές το διάστημα που εγγραφόταν ως άνεργος. Στην ερώτηση πως και θυμόταν ότι ήταν  £15.000  η αμοιβή του για εκτελεσθείσες εργασίες στην εταιρεία Καραολής δεν απάντησε. Η θέση του ήταν ότι του τα χρωστούσε ο Καραολής, του τα έδωσε και τα έδωσε στην ενάγουσα και έπιασαν το διαμέρισμα της. Σε ερώτηση πως τον πλήρωσε ο Καραολής η απάντηση ήταν δεν θυμούμαι. Θα του έβγαλε απόδειξη, δεν την έχει λόγω των 20 χρόνων που πέρασαν. Στις 28.4.04 αγόρασε το διαμέρισμα. Μετά ανέφερε ότι δεν θυμάται πότε του δούλεψε του Καραολή. Στην θέση του κου Μπενάκη ότι αυτός δεν εκτέλεσε £15.000 δουλειά στον Καραολή αυτός απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι εργαζόταν σε διάφορους τόπους. Ανέφερε ότι η ενάγουσα είχε σχέδιο να του φάει το διαμέρισμα και τον κατάφερε να της κάνει πληρεξούσιο, του έδωσε τις 15.000 και έμειναν οι 5000 και του είπε θα του τα έδινε λίγα - λίγα και αυτός συμφώνησε, δεν του τα έδωσε και τον κατέστρεψε. Η ενάγουσα του είπε να του δώσει  €20.000 και του έδωσε τις 15.000, δεν θυμάται αν ήταν σε λίρες ή ευρώ. Όταν ερωτήθηκε για την επιταγή τεκμ.5  αν είναι η υπογραφή του, αρχικά απάντησε θετικά λέγοντας είναι η επιταγή που της έδωσε για να του κάνει πληρεξούσιο και μετά είπε τα γράμματα δεν νομίζω να είναι δικά μου, δεν είναι η υπογραφή μου. Επανέλαβε ότι του έδωσε η ενάγουσα  £15.000 και έμειναν οι 5000. Μετά είπε του έδωσε €15.000 και μένουν οι 5000. Στην υποβολή ότι δεν του οφείλει κανένα ποσό απάντησε αρνητικά. Νομίζει ότι του έδωσε επιταγή τις  £15.000. Σε μεταγενέστερη υποβολή του κου Μπενάκη ότι αυτός στην υπεράσπιση του λέει ότι του χρωστάει η ενάγουσα €20.000  η απάντηση του ήταν δεν τα καταλάβω τούτα που μου είπατε.

 

Αναφορικά με την συμφωνία δανείου (τεκμ.1) είπε ότι δεν είδε έτσι πράμα και δεν θυμάται αν είναι αυτό, αλλά ξέρει ότι η ενάγουσα τον έβαλε εγγυητή για να κάνει δάνειο. Το εισόδημα του όταν δούλευε νομίζει ήταν γύρω στα €1500. Επίσης στην ερώτηση αν το 2012 που υπογράφηκε το δάνειο ήταν άνεργος για αρκετούς μήνες απάντησε θετικά, αλλά έβρισκε δουλειές, δεν πήγαινε να γραφτεί και μετά είπε ότι δεν θυμάται.  Σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι ο ίδιος παρουσίασε το έντυπο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων τεκμ.8 το οποίο δεικνύει ότι την περίοδο που υπογράφηκε το δάνειο εμφαίνεται να είναι άνεργος. Παρά την ύπαρξη του τεκμηρίου 8 δεν θεωρώ ότι μεταβάλλεται το γεγονός της ιδιότητας του εναγόμενου στο δάνειο τεκμ.1 ως εγγυητή τον οποίο αποδέχθηκε η τράπεζα.

 

Στην θέση ότι το ποσό του δανείου το κατέβαλε η ενάγουσα σε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του απάντησε ότι δεν ξέρει για ποιό σκοπό ήθελε να κάνει το δάνειο η ενάγουσα, γιατί ο φίλος του της έδωσε τα χρήματα, δεν ξέρει.

 

Μία από τις θέσεις του ήταν ότι η ίδια η Ενάγουσα δανείστηκε από το φίλο του, Α.Χ΄΄Γέρου, παρά το γεγονός ότι όπως ο ίδιος ανέφερε ήταν ερωτευμένος με αυτήν και ότι του έλεγε έκανε, πλην όμως κατά τους ισχυρισμούς του δεν δανείστηκε ο ίδιος από τον φίλο του, αλλά άφησε την ενάγουσα να το πράξει.

 

Απώτερος σκοπός του ήταν να καταδείξει ότι αυτός δεν της οφείλει το απαιτούμενο ποσό, αλλά ήταν εμφανές ότι παραμένει δυσαρεστημένος για τους λόγους χωρισμού τους, κάτι που δεν αφορά το δικαστήριο επί του προκειμένου. Πλείστα απ΄αυτά που ανέφερε δεν ήταν δικογραφημένα στην Ε/Υ του.

 

Όπως έχει νομολογηθεί σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τις έγγραφες προτάσεις δεν μπορεί να προσαχθεί και αν προσάχθηκε αυτή θα πρέπει να αγνοηθεί (βλέπε Κούρτης -v- Iασωνίδης (1970) 1 CLR 180 και Νίκος Πουρίκκου -v- Μυροφόρα Κ. Σάββα (1991) 1 CLR 507) και η μαρτυρία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά μέσα στα πλαίσια των δικογράφων (βλέπε Δημητρίου v Δημοκρατία (1985) 1 Α.Α.Δ, σελ. 217 και Παπακοκίνου & άλλη v Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ., σελ.379, Βραχίμη -v- Κολουμπή (1992) 1 ΑΑΔ, σελ. 836 και Σταύρου v Αyios Andronicos Dev. Co (1992) 1 AAΔ, σελ. 870.

 

Αυτός δεν ήταν ειλικρινής μάρτυρας, υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων και κρίνεται από το δικαστήριο ως αναξιόπιστος.

 

ΤΕΛΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των 2 πλευρών οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αυτών, προχώρησαν σε νομική επιχειρηματολογία μέσω γραπτών αγορεύσεων που ετοίμασαν και υπέβαλαν στο Δικαστήριο προς διευκόλυνση του και αφού τις υιοθέτησαν επεξήγησαν προφορικώς το περιεχόμενο τους.

 

Δεν κρίνω σκόπιμο και χρήσιμο να παραθέσω το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων αφού αυτές βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου ως μέρος των επισυνημμένων εγγράφων, έχουν εξεταστεί με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα, λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και αξιολογούνται από το Δικαστήριο.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Η παρούσα υπόθεση είναι πολιτική και το βάρος απόδειξης βρίσκεται γενικά στους ώμους του Ενάγοντα να αποδείξει τους ισχυρισμούς του στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία, η απόσειση του βάρους απόδειξης θα αποτιμηθεί υπό το φως της μαρτυρίας που θα κριθεί αξιόπιστη, πάντοτε στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό αλλά μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων (Miorage vRadivojenik (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1162 και Αθανασίου κ.α. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614).

 

Η παρούσα αγωγή αφορά την κατ΄ισχυρισμό προφορική σύναψη δανείου μεταξύ των διαδίκων.

 

Συμφωνία δανείου είναι η συμφωνία με βάση την οποία κάποιος δανείζει ή συμφωνεί να δανείσει χρηματικό ποσό σε κάποιον τρίτον, με αντάλλαγμα τη ρητή ή εξυπακουόμενη υπόσχεση του άλλου προσώπου ότι θα επιστρέψει το ποσό αυτό, σε πρώτη ζήτηση ή σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, με ή χωρίς τόκο (Chitty on Contracts No. 2, 26η έκδοση, παρ. 3574, σελίς 624).

 

Οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων, εγείρουν προς εξέταση, ζητήματα που αφορούν: (1) πως δύο μέρη προσέρχονται σε μία σύμβαση και εάν στη παρούσα είχε συναφθεί τέτοια (2) πως ερμηνεύονται οι όροι μίας σύμβασης όταν υπάρχει διαφωνία ως προς τα συμφωνηθέντα (3) πότε υπάρχει παράβαση μίας σύμβασης και εάν στη παρούσα υπήρξε τέτοια και (4) ποιές οι επιπτώσεις της στην νομική θέση των μερών.

 

Γενικά ομιλούντες, σύμβαση μπορεί να συνομολογηθεί, χωρίς την τήρηση οποιονδήποτε διατυπώσεων («formalities»), απλά δια ζώσης (δηλαδή, προφορικά) (βλ. Limassol Drugs Co Ltd v Λάμπρου κα(2010) 1 Α.Α.Δ. 371). 

 

Αποδοχή προσφοράς για συμβατική δέσμευση, κατά το δίκαιο των συμβάσεων, συνίσταται στην τελική και άνευ όρων εκδήλωση συναίνεσης στους όρους της προσφοράς (βλ. στο σύγγραμμα TreitelThe Law of Contract, 14η έκδοση, στην παράγραφο 2-016). Όπου, προς τον σκοπό επίτευξης μίας συμφωνίας, τα μέρη βρίσκονταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις, χωρίς εμφανή κατάληξη σε συμφωνία και υπό ποιους όρους, το Δικαστήριο εξετάζει την συνολική πορεία των διαπραγματεύσεων, για να αποφασίσει κατά πόσο κάποια εμφανής, χωρίς επιφυλάξεις, αποδοχή, κατέληξε τις διαπραγματεύσεις σε συμφωνία. Η οποία αποδοχή, ως έχει προαναφερθεί, εκτός από ρητή, δια του λόγου, μπορεί να συναχθεί και από την διαγωγή του αποδέκτη της.

 

Για να είναι νομικά δεσμευτική μία συμφωνία (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων που ορίζονται στο νόμο), ως έχει προαναφερθεί, πρέπει να υποστηρίζεται από αντιπαροχή. Αποτελεί βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων ότι δεν είναι νομικά εκτελεστή μία υπόσχεσης για την οποία τίποτα δεν πρέπει να γίνει εις αντάλλαγμα.

 

Προς διαπίστωση του κατά πόσο έχει καταρτιστεί μια δεσμευτική συμφωνία, ποιοι είναι οι όροι της και εάν ήταν σκοπός ότι θα ήταν νομικά δεσμευτική, εφαρμόζεται ένα κριτήριο αντικειμενικό. (RTS Flexible Systems Ltd v Molkerei Alois Muller GmbH and Co KG [2010] U.K.S.C. 14).

 

Η λυδία λίθος, συνεπώς, είναι πως οι λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί, στο πλαίσιο τους, θα γίνονταν κατανοητές από ένα λογικό άτομο. Υπάρχει, εντούτοις, τουλάχιστον σε επίπεδο συζητήσεως, περιορισμός στην αντικειμενική φύση του κριτηρίου θεώρησης του κατά πόσο τα μέρη έχουν προσέλθει σε μία δεσμευτική σύμβαση, όταν η υποκειμενική πρόθεσης ενός εκ των μερών είναι γνωστή στον άλλο (βλ. Novus Aviation Ltd v Alubaf Arab International Bank BSC(c) [2016] E.W.H.C. 1575 (Comm.).).

 

Όπου το Δικαστήριο εξετάζει ζήτημα προφορικής σύμβασης, το κριτήριο είναι και πάλι το προαναφερόμενο, δηλαδή, το αντικειμενικό. Εντούτοις, μαρτυρία της υποκειμενικής αντίληψης των μερών για το ζήτημα είναι παραδεκτή, στο βαθμό που τείνει να καταδείξει κατά πόσον, αντικειμενικά, τα μέρη έχουν καταλήξει σε συμφωνία, και εάν ναι, υπό ποιους όρους και κατά πόσον η πρόθεσης ήταν ότι θα ήταν νομικά εκτελεστή. Μαρτυρία, σε ότι αφορά μεταγενέστερη συμπεριφορά των μερών, είναι, επί της ίδιας βάσης, επίσης αποδεκτή. Σε ότι αφορά την περίπτωση μίας προφορικής συμφωνίας, εκτός και εάν αυτή έχει κάπως καταγραφεί, το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει το τι ακριβώς ελέχθη, ή τον τόνο στην λεκτική έκφραση, ή τις εκφράσεις στα πρόσωπα των εμπλεκόμενων μερών ή την γλώσσα του σώματος τους. Υπό τέτοιες περιστάσεις, η υποκειμενική αντίληψης των μερών, μπορεί να αποτελεί ένα καλό οδηγό ως προς το πώς, στο πλαίσιο τους, οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν, θα ήταν λογικά κατανοητές (βλ. Carmichael v National Power Plc [1999] 1 W.L.R. 2042HL, C. MALATHOURAS & SONS LTD v. ΛΑΪΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ (2004) 1Β Α.Α.Δ 1233).

 

 Το άρθρο 2 του Περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149 («Νόμος» στο εξής) προνοεί   ότι:

(2) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται με την ακόλουθη έννοια:

(α) πρόσωπο το οποίο δηλώνει σε άλλο τη βούληση του για πράξη ή αποχή, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του άλλου στην πράξη αυτή ή αποχή, θεωρείται ότι προβαίνει σε πρόταση~

(β) η πρόταση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δηλώσει τη συγκατάθεση του σε αυτή. Η πρόταση όταν γίνει αποδεκτή, καθίσταται υπόσχεση~

(γ) το πρόσωπο που προτείνει καλείται “οφειλέτης”, και το πρόσωπο που αποδέχεται την πρόταση “δανειστής”~

(δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται “αντιπαροχή” για την υπόσχεση~

(ε) κάθε υπόσχεση και κάθε σύνολο υποσχέσεων, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή μεταξύ τους, είναι συμφωνία~

(στ) αμοιβαίες υποσχέσεις καλούνται οι υποσχέσεις, οι οποίες συνιστούν την αντιπαροχή ή μέρος της αντιπαροχής μεταξύ τους~

Το άρθρο 10(1) του Νόμου προνοεί ότι:

«Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες~ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.

 

Το άρθρο 70 του Νόμου αναφέρει ότι: 

 

«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε».

 

Το άρθρο 73(1) του Νόμου προνοεί ότι:

«Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης».

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.»

(2) Το πρόσωπο το οποίο ζημιώνεται από τη μη εκπλήρωση υποχρέωσης που προσομοιάζει με τις συμβατικές, δικαιούται να λάβει από τον υπαίτιο την ίδια αποζημίωση, ωσάν να επρόκειτο για παράβαση σύμβασης».

 

Σύμφωνα με το δόγμα της συμβατικής σχέσης («privity of contract»), σαν γενικός κανόνας στο Κοινοδίκαιο, δικαιώματα και υποχρεώσεις από μια σύμβαση δημιουργούνται μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (βλ. Πίριλλος v. Κονναρή (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1153). Ένας εκ των τρόπων τερματισμού της ισχύος μιας σύμβασης και κατ’ επέκταση και της περαιτέρω εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτήν, είναι λόγω παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων του ενός μέρους, όταν δηλαδή οφείλεται στην συμπεριφορά και ανάγεται στην υπαιτιότητα του ενός συμβαλλομένου. Είναι δε θεμελιωμένο ότι όταν υπάρχει αθέτηση μιας συμφωνίας, το αθώο – αναίτιο μέρος, έχει δικαίωμα είτε να τερματίσει την συμφωνία και να αξιώσει αποζημιώσεις, είτε να επιμείνει στην τήρηση της και να αξιώσει αποζημιώσεις (βλ. και Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά. (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1311).

 

Επισημαίνεται επίσης, ότι  το κατά πόσο έχει συναφθεί σύμβαση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί θέμα που κρίνεται με βάση τα δεδομένα κάθε ξεχωριστής περίπτωσης και τις αρχές που η νομολογία έχει αναγνωρίσει διαχρονικά (βλ. σύγγραμμα Chitty on Contracts, General Principles, 24η έκδοση, παραγρ.41, σελ. 21). 

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει την μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της αγωγής αυτής, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν τα πραγματικά και αληθή ουσιώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον επίδικο χρόνο:

 

Κατά/ή περί τον Μάϊο του 2012 ο εναγόμενος ζήτησε από την ενάγουσα (συμβία του τότε), να του δανείσει το χρηματικό ποσό των €6500 για αποπληρωμή χρέους του προς τον Α.Χ¨Γέρου που αφορούσε αγορά ενός αυτοκινήτου μάρκας MERCEDES. Η ενάγουσα αποδέκτηκε και γι΄αυτό τον σκοπό αποτάθηκε στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και στις 30.5.12 η τελευταία της παραχώρησε δάνειο (τεκμ.1) για το ποσό των €6500, το οποίο αυτή υπέγραψε, με εγγυητές τον εναγόμενο και την ΜΕ2.

Η ενάγουσα στις 20.6.12 κατόπιν οδηγιών του εναγόμενου μετέφερε το εν λόγω ποσό στο τρίτο πιο πάνω πρόσωπο, μέσω τραπεζικής εντολής. Ο εναγόμενος ανέλαβε να της το επιστρέψει κατά/ή προ την 31.5.13, κάτι το οποίο δεν έπραξε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις αυτής. Το ποσό αφορούσε τέλη εισόδου του οχήματος στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το δάνειο εξοφλήθηκε από την ενάγουσα το 2017.

Η ΜΕ2 φίλη και των δύο διαδίκων μέχρι σήμερα γνώριζε τα πιο πάνω και αυτή αποδέχθηκε να υπογράψει ως εγγυήτρια στο δάνειο, ως και έγινε.

 

Ο εναγόμενος εξακολουθεί να οφείλει το εν λόγω ποσό στην ενάγουσα μέχρι και σήμερα.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Είναι δε γνωστές οι αρχές όπως προκύπτουν από  τη νομολογία μας (βλ. Αντωνιάδης ν. Σταύρου, (1998) 1 (Β) ΑΑΔ 1171 και Παντελής κ.α ν. Savina Enterprises Ltd κ.α., (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 814, 827), ότι δεν είναι αρκετό για την ενάγουσα να διεκδικεί συγκεκριμένο ποσό και να αναμένει την επιδίκασή του. Αυτή φέρει το βάρος να αποδείξει τις συνθήκες που δημιούργησαν τις αξιώσεις αυτές.

 

Αποτιμώντας τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά της ενάγουσας σε συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία κρίνω ότι αυτή ήταν εκτός από αξιόπιστη και πειστική και αποκαλύπτει την αληθινή εικόνα των γεγονότων και των σχέσεων των διαδίκων (βλ. Rana και Άλλου ν.  Δημοκρατίας, (2004) 2 ΑΑΔ 489, 500). Περαιτέρω δε και ο συσχετισμός της με την υπόλοιπη μαρτυρία οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα (βλ. Φώτιου ν. Ηροδότου, (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172, 1175).

 

Ειδικότερα η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων υπήρξε προφορική και η ενάγουσα εκπλήρωσε την υπόσχεση της όταν μετέφερε το επίδικο ποσό στο τρίτο πρόσωπο προς όφελος βεβαίως του εναγόμενου. Τα χρήματα δεν δόθηκαν απ΄αυτήν χαριστικά αλλά με την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος θα τα επέστρεφε, σε διαφορετική περίπτωση η ενάγουσα ουδέποτε θα  του τα έδιδε. Ο εναγόμενος δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση του να επιστρέψει τα χρήματα εντός του έτους που του δόθηκε ως διορία για την αποπληρωμή των χρημάτων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 50 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 η εκπλήρωση της υπόσχεσης για την αποπληρωμή του δανείου γίνεται σε χρόνο που ορίζει και εγκρίνει ο δανειστής.  Είναι γεγονός ότι αυτός ο χρόνος παρήλθε. Διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος προσπορίστηκε το όφελος αυτών των χρημάτων και η ενάγουσα τα ζήτησε επανειλημμένα απ΄αυτόν. Ως εκ τούτο ισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 70 του Κεφ. 149 ήτοι ο εναγόμενος οφείλει να αποζημιώσει την ενάγουσα ή να επιστρέψει τα χρήματα σε αυτήν.

 

Συνοψίζοντας λέγω ότι με το υλικό που παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου η ενάγουσα απέσεισε το βάρος απόδειξης της αξίωσης της στον απαραίτητο βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και δικαιούται τις αξιούμενες θεραπείες της έκθεσης απαίτησης της (Α, Γ και Δ).

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω η αγωγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγόμενου για το συνολικό ποσό της αξίωσης της, ήτοι των €6.500, πλέον νόμιμο τόκο από την 31.5.13 (ημερομηνία σύναψης του δανείου) μέχρι εξοφλήσεως, πλέον τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ.

 

 

 

 

              (Υπ.) ………………………

                                                                       Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ              

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο