ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.

                                                                                                            

Αρ. Αγωγής: 2544/2014

Μεταξύ:         

Αρέστη Τρύφωνος

Ενάγων - Αιτητής

και

 

Χαράκης Καραπατέας υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Keziban Mouharem Mouslou, από τη Λεμεσό

Εναγόμενος - Καθ΄ου η αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.2.15

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:  22  Απριλίου 2024

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τον Αιτητή - ενάγοντα: κ. Τρ.Τρύφωνος

Για τον Καθ΄ου η Αίτηση - εναγόμενο: κ. Χρ.Χριστοφόρου

Για τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών – Ενδιαφερόμενο Μέρος: κα Ε.Φλωρέντζου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την υπό κρίση αίτηση, ο ενάγων (στο εξής ο Αιτητής) στον βαθμό που προωθήθηκε αιτείται (α) την έκδοση διατάγματος πώλησης 3 ακινήτων – τεμ.139, 140, 152, στη Λεμεσό, τα οποία αποτελούν τουρκοκυπριακή (ΤΚ στο εξής) περιουσία, ιδιοκτησίας του εναγόμενου – καθ΄ου η αίτηση υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης K.Mouharem Mouslou, τα οποία βαρύνονται με το ΜΕΜΟ ημερ.15.12.14, (β) ένταλμα πώλησης αυτών, (γ) διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται η ημερομηνία πώλησης των εν λόγω ακινήτων με επιφυλαχθείσα τιμή που θα καθορίσει ο Επαρχ.Κτηματολογικός Λειτουργός και/ή διάταγμα πώλησης τόσου μέρους των ακινήτων, προς ικανοποίηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ.31.10.14 για το ποσό των €20.000, πλέον τόκους, έξοδα και ΦΠΑ.

 

Η αίτηση βασίζεται στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6, μέρος 5 άρθρα 22 – 27, 29, 31, 31 – 37, 53 – 57, 60, 61, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.42 Θ 2- 4, 48 Θ 2 – 4 και επί της πρακτικής και των γενικών εξουσιών του δικαστηρίου.

Υποστηρίζεται δε από την ένορκη δήλωση (Ε/Δ στο εξής) του αιτητή.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση δεν ενίσταται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και δεν  καταχώρησε ένσταση.

 

Ο Υπουργός Εσωτερικών ως ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (ΚΤΠ στο εξής) – Ενδιαφερόμενο Μέρος ενίσταται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και καταχωρίστηκε ένσταση εκ μέρους του από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Η ένσταση του συνοδεύεται από την Ε/Δ του Ν.Χριστοφόρου - Λειτουργού Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (ΤΚΠ στο εξής).

 

Σε αυτήν περιλαμβάνονται 14 λόγοι ένστασης οι οποίοι είναι αλληλένδετοι και περιστρέφονται στα εξής θέματα:

 

1.    Mη δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου γιατί η περιουσία της οποίας ζητείται η έκδοση διατάγματος υπάγεται σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης από τον Υπουργό Εσωτερικών - ως Κηδεμόνα βάση του Νόμου 139/91 (1ος).

 

2.    Ο αιτητής δεν έχει εξαντλήσει όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε να εισπράξει το εξ αποφάσεως χρέος (2ος, 4ος).

 

3.    Ο αιτητής εσκεμμένα προχώρησε στην λήψη συγκεκριμένων μέτρων και προωθεί την παρούσα αίτηση, αφού ο σκοπός του δεν είναι η εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους αλλά η μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα του (3ος),

 

4.    Ο αιτητής με την αίτηση του επιχειρεί την ανατροπή της απόφασης του Κηδεμόνα/ενδιαφερόμενου μέρους και η λήψη δικαστικών μέτρων επεμβαίνουν στην απόφαση της εκτελεστικής εξουσίας. Επιχειρεί να καρπωθεί ότι ο κηδεμόνας του αρνήθηκε. Καταχράται την εν λόγω διαδικασία (5ος, 6ος,7ος, 8ος, 9ος,10ος, 11ος, 12ος, 13ος, 14ος).

 

Στα πλαίσια ακρόασης της αίτησης οι συνήγοροι των εμπλεκομένων μερών αγόρευσαν προς το δικαστήριο και παρείχαν τις διευκρινίσεις που τους ζητήθηκαν και η πλευρά του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους κατέθεσαν τις γραπτές τους αγορεύσεις. Τα όσα ανέφεραν οι συνήγοροι αυτών στις αγορεύσεις τους έχουν μελετηθεί με προσοχή και επίσης λαμβάνονται υπόψη. Σχετική αναφορά θα γίνει στη συνέχεια, εάν και στο μέτρο που αυτό απαιτηθεί.

 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης προχωρώ να εκθέσω το ιστορικό της παρούσας αγωγής. Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτουν λοιπόν τα ακόλουθα:

 

Στις 20.12.96 η τουρκοκύπρια (ΤΚ στο εξής) K.M.Mouslou, άλλως K.Mouharrem, από τη Λεμεσό, απεβίωσε αφήνοντας ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Ο ελληνοκύπριος (ΕΚ στο εξής) – εναγόμενος – καθ΄ου η αίτηση διορίστηκε Διαχειριστής της κληρονομιαίας περιουσίας της (αρ.αίτ.344/08).  Αυτός υπό την πιο πάνω ιδιότητά του, το 2008 συνήψε συμφωνία πώλησης με τον ΕΚ ενάγοντα, στη βάση της οποίας ο εναγόμενος πώλησε τρία ακίνητα της ΤΚ αποβιωσάσης.

 

Ο ΚΤΠ δεν έδωσε την συγκατάθεση του για αποδοχή των αγοραπωλητηρίων εγγράφων και συνεπώς η μεταβίβαση των ακινήτων στο όνομα του αγοραστή - ενάγοντα δεν μπορούσε να διενεργηθεί και δεν διενεργήθηκε (επιστολή ημερ.24.2.14).

 

Ο ενάγων – αγοραστής (της περιουσίας της αποβιωσάσης) καταχώρησε την παρούσα αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εναγόμενου, υπό την πιο πάνω ιδιότητά του, με την οποία αξίωνε όπως του επιστραφεί το ποσό των €20.000, που ισχυρίστηκε ότι του είχε καταβάλει ως προκαταβολή για την αγορά των ακινήτων της πιο πάνω αποβιωσάσης. Ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε στην αγωγή, και έτσι στις 31.10.2014 εξεδόθη ερήμην  δικαστική απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγόμενου για το ποσό των €20.000, πλέον τόκους και έξοδα.  Ταυτόχρονα ακυρώθηκαν τα τρία αγοραπωλητήρια έγγραφα των τεμαχίων 139, 140 και 152.

 

Μετά την έκδοση της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, και συγκεκριμένα στις 15.12.2014, ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής – ενάγων ενέγραψε τη δικαστική απόφαση επί  ακινήτων της αποβιωσάσης (memo), στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού (με αρ.ΕΒ3329/14).

 

Ακολούθως, στις 2.2.2015 ο ενάγων στην προσπάθεια του να εκτελέσει την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως (που αφορά την παρούσα διαδικασία) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία ζητεί την έκδοση διατάγματος πώλησης 8 ακινήτων το οποίο με την συμπληρωματική Ε/Δ του ημερ.30.4.15 περιόρισε στα 3 τεμάχια με αρ.139, 140 και 152 τα οποία είχαν επιβαρυνθεί με την εγγραφή της δικαστικής απόφασης. Η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε κανονικά και στον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος όμως δεν εμφανίστηκε. Στις 15.5.2015 το Δικαστήριο εξέδωσε στην απουσία του «διάταγμα και ένταλμα πώλησης», του τεμ.140 της αποβιωσάσης.

 

Στις 22.6.2015 ο ΚΤΠ καταχώρισε αίτηση παραμερισμού του πιο πάνω εκδοθέντος διατάγματος και εντάλματος, η οποία όμως απερρίφθη από το Δικαστήριο στις 19.1.2016, αφού αυτός παρέλειψε να εμφανιστεί, ως όφειλε, την ημερομηνία και ώρα που αυτή ήταν ορισμένη.

 

Ο ΚΤΠ επανήλθε στις 29.1.2016 με νέα αίτηση παραμερισμού και μετά από ακροαματική διαδικασία, η αίτηση απερρίφθη με απόφαση του Επ. Δικαστηρίου Λεμεσού στις 13.7.2016.

 

Η απόφαση εφεσιβλήθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε βάσιμη την έφεση, τα εκδοθέντα διατάγματα παραμερίστηκαν και δόθηκαν οδηγίες όπως ο ΚΤΠ καταχωρήσει ένσταση στην επίδικη αίτηση ημερ.2.2.15. Αυτή καταχωρίστηκε στις 16.11.23.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Το άρθρο 14  του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 αναφέρει τα εξής:

14.-(1) Κάθε δικαστική απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου που διατάσσει πληρωμή χρημάτων, δύναται τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, να εκτελεστεί με όλα ή με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέσα:-

(α) με κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας

(β) με πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας ή επιβάρυνση αυτής με την εγγραφή της δικαστικής απόφασης

(γ) με μεσεγγύηση ακίνητης ιδιοκτησίας

(δ) με κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου δυνάμει του Μέρους VII του Νόμου αυτού

(ε) με την εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη δυνάμει του Μέρους VIII και την έκδοση διατάγματος δυνάμει του Μέρους ΙΧ του Νόμου αυτού.

 

Οι προϋποθέσεις για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος εκτέλεσης με πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας, καθορίζονται στα άρθρα 22, 23, 24, 28 και 40 του Κεφ. 6. Το δικονομικό δε πλαίσιο που καθορίζει την διαδικασία έκδοσης τέτοιου εντάλματος διέπεται από την Διαταγή 42 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Όσον δε αφορά την ακολουθητέα δικονομική διαδικασία, θα πρέπει να γίνεται αίτηση στο Δικαστήριο για πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία θα πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη χρέους (άρθρο 24).

 

Από το αντικείμενο, την διατύπωση και το λεκτικό των προαναφερόμενων διατάξεων του Κεφ. 6 και της Δ.42 αλλά και τις δραστικές συνέπειες της επιτυχίας τέτοιας αίτησης στον Καθ’ ου η αίτηση, καθίσταται σαφής ο επιτακτικός χαρακτήρας τους και η αυστηρότητα που πρέπει να υπάρχει ως προς την τήρηση τους. Συνεπώς οποιαδήποτε τέτοια παρέκκλιση μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης. (Αρέστη ν. Ερμογένους (Κοκόνα) (2010) 1Γ Α.Α.Δ. 1844).

 

Πριν να προχωρήσω στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης θα κάνω αναφορά στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο του 1991, ως τροποποιήθηκε («Νόμος» στο εξής) ο οποίος διέπει την διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών.

 

Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου «έκρυθμη κατάσταση» είναι η συνεπεία της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο ορίσει ημερομηνία λήξης της με γνωστοποίησή του, δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,.

«Τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε ΤΚ και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, περιλαμβάνει δε και τη βακουφική περιουσία.

«Τουρκοκύπριος» είναι ο ΤΚ ο οποίος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές την 1.7.1991 και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από ΤΚ, καθώς και το Εβκάφ.

«Κηδεμόνας των τουρκοκυπριακών περιουσιών» σύμφωνα με το Άρθρο 3, διορίζεται ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητές του διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος. 

Σύμφωνα με το Άρθρο 5 κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται με το Νόμο, ο Κηδεμόνας έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που είχε ο ΤΚ ιδιοκτήτης τους. 

Το Άρθρο 6 εξειδικεύει κάποιες από αυτές τις αρμοδιότητες χωρίς, όπως τονίζεται, να επηρεάζεται η γενικότητα του Άρθρου 5.  Έτσι ο Κηδεμόνας διαχειρίζεται κάθε τουρκοκυπριακή περιουσία και για το σκοπό αυτό εισπράττει κάθε ποσό που οφείλεται, συλλέγει κάθε προϊόν της περιουσίας, φροντίζει για τις αναγκαίες επιδιορθώσεις, βελτιώσεις, αναπτύξεις και μετατροπές της περιουσίας που θα ήταν επωφελείς για τον ιδιοκτήτη, προβαίνει σε διευθετήσεις, συνάπτει, τερματίζει, ακυρώνει συμβάσεις ή αναλαμβάνει υποχρεώσεις ή επιβαρύνσεις σε σχέση με την περιουσία, όπως είναι για παράδειγμα η εκμίσθωσή της. Ακόμα,εγείρει ή υπερασπίζεται οποιανδήποτε αγωγή ή παραπομπή ή λαμβάνει μέρος σε οποιανδήποτε διαδικασία που αφορά τουρκοκυπριακή περιουσία ή προβαίνει σε συμβιβασμό σε αγωγή ή παραπομπή η οποία θα ήταν επωφελής για την περιουσία του ιδιοκτήτη.  Αντιπροσωπεύει και δεσμεύει τον ιδιοκτήτη της περιουσίας ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής, διοικητικής ή άλλης αρχής στη Δημοκρατία και ασκεί όλα τα δικαιώματα και εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιανδήποτε νόμιμη σύμβαση στην οποία Τουρκοκύπριος είναι συμβαλλόμενο μέρος αντί αυτού.  Γενικά παίρνει τέτοια μέτρα ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα ήταν αναγκαία ή σκόπιμη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται με το Άρθρο 6.

Οι διατάξεις του Άρθρου 6 δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας.  Ο ΤΚ ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας εξακολουθεί να είναι κύριος.  Η διαχείριση όμως της περιουσίας αυτής ανατίθεται κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης στον Κηδεμόνα. Το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας υπόκειται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς που συνάδουν με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος . Η έκρυθμη κατάσταση δεν έχει βέβαια φτάσει στη λήξη της ενώ, παρά την κάποια χαλάρωση στην προηγούμενη απόλυτη απαγόρευση στη διακίνηση μεταξύ των κατεχομένων και των ελεγχομένων από τη Δημοκρατία περιοχών, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Όπως και προηγουμένως, μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας εξακολουθεί να τελεί υπό κατοχή και η έκρυθμη κατάσταση συνεχίζεται (Suleyman ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 99/2005, ημερ. 21.5.2007).

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Ερχόμενη τώρα στην ουσία της αίτησης, θα εξετάσω πρωτίστως τον 1ο λόγο ένστασης ήτοι ότι το παρόν δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας γιατί η περιουσία της οποίας ζητείται η έκδοση διατάγματος υπάγεται σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης από τον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα, βάση του Νόμου.

 

Όπως είναι καλά γνωστό ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, τονίστηκε ότι είναι αντινομικό το Δικαστήριο να αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητάς του. Περαιτέρω, στην πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση, αναφέρθηκε ότι:

 

«Σε θέματα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την δικαιοδοσία είναι αυτά που συνθέτουν την απαίτηση, και αποκλειστική πηγή αναζήτησής τους είναι η έκθεση απαιτήσεως».

 

Είναι η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους ότι το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αίτησης γιατί η περιουσία για την οποία ζητείται η έκδοση διατάγματος για την διενέργεια καταναγκαστικής πώλησης υπάγεται σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης από τον Υπουργό Εσωτερικών ως Κηδεμόνα ΤΠ και δεν μπορεί να εξεταστεί χωρίς να υπάρχει προηγουμένως απόφαση του με την οποία να αποδεσμεύεται η επίδικη περιουσία.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.ά,. (1998)1ΑΑΔ 426 επιβεβαιώθηκε ότι ο νομοθέτης καθόρισε την έννοια της «εγκαταλειφθείσας περιουσίας» ως την περιουσία Τουρκοκύπριου που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Έτσι η εφεσίβλητη στην πιο πάνω υπόθεση, η οποία είχε μεταναστεύσει με το σύζυγό της στην Αγγλία από το 1962, κρίθηκε ότι δεν είχε τη συνήθη διαμονή της στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ορθά ότι η περιουσία της εφεσείουσας εμπίπτει μέσα στον ορισμό «τουρκοκυπριακή περιουσία» ενώ είναι παραδεκτό ότι αφού περιήλθε στον Κηδεμόνα, ο τελευταίος παραχώρησε τα δύο τεμάχια σε Ελληνοκύπριους εκτοπισθέντες που τα κατέχουν μέχρι σήμερα.

Στην απόφαση Perihan Mustafa v Απ.Γεωργίου (2008) 1 ΑΑΔ, 905 τονίστηκε ότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 6 ο Κηδεμόνας δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, ιδιοκτήτης να είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό θα ήταν επωφελές για τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.  Επίσης, ενέργειες του Κηδεμόνα δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα, μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη αναφορικά με την περιουσία να έχει με οποιονδήποτε τρόπο περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ό,τι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο ή επωφελές για την περιουσία ή τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.

Σημαντικό άρθρο, για να γίνει αντιληπτή η φύση των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα, αλλά και ο σκοπός του Νόμου, είναι το Άρθρο 7 σύμφωνα με το οποίο ο Κηδεμόνας κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών.Μόνο τουρκοκυπριακές περιουσίες που δεν είναι αναγκαίες ή είναι πέραν των αναγκών ή κρίνονται ακατάλληλες για τις στεγαστικές ή επαγγελματικές ή γεωργικές ανάγκες ή ανάγκες δραστηριοποίησης των προσφύγων, μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις να ενοικιάζονται σε εκτοπισμένους δήμους ή κοινότητες ή σε κατοίκους ακριτικών κοινοτήτων που δεν είναι πρόσφυγες, αλλά των οποίων σημαντικό μέρος της γεωργικής τους γης έχει καταληφθεί ή είναι απροσπέλαστη λόγω της τουρκικής εισβολής ή σε πρόσωπα που έχουν τον ένα γονιό πρόσφυγα.

Επίσης περιουσία ΤΚ που κείται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ο ιδιοκτήτης της οποίας δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές κατά την 1.7.1991, θεωρείται ως «εγκαταλελειμμένη» σύμφωνα με το Νόμο. Και θεωρείται έτσι μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης η οποία θα αποφασιστεί σύμφωνα με το Άρθρο 2, από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Στην υπόθεση Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, εξετάστηκε η συνταγματικότητα του Νόμου ενόψει του γεγονότος ότι η υπό συζήτηση εκεί περιουσία ήταν βακουφική και συνεπώς αναπαλλοτρίωτη, σύμφωνα με το Σύνταγμα.  Κρίθηκε ότι η διαχείριση ακόμα και των βακουφικών κτημάτων από τον Κηδεμόνα μπορούσε να δικαιολογηθεί με βάση το δίκαιο της ανάγκης.  Το δικαστήριο κατέληξε ότι η πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να αναλάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης.  Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νόμιμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή και για όσο χρόνο χρειαζόταν, προστασία και διαχείριση της περιουσίας.

Ερχόμενη επί του προκειμένου διαπιστώνω ότι είναι κοινό έδαφος ότι τα επίδικα ακίνητα της αποβιωσάσης εμπίπτουν στις πρόνοιες του Νόμου. Διαχειριστής της κληρονομιαίας περιουσίας της διορίστηκε ο ΕΚ καθ΄ου η αίτηση ο οποίος συνήψε με τον ΕΚ αιτητή συμφωνία πώλησης αυτών και έλαβε προς τούτο προκαταβολή €20.000. Μετά την έκδοση της ερήμην αμετάκλητης απόφασης εναντίον του καθ΄ου η αίτηση, αυτή καταχωρίστηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού. Το δικαστήριο στην απόφαση του ημερ.31.10.14 ακύρωσε τα 3 αγοραπωλητήρια έγγραφα. Ο Κηδεμόνας δεν ήταν διάδικο μέρος, αλλά ενημερώθηκε αργότερα όταν έγινε προσπάθεια καταχώρησης των αγοραπωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο και δεν συμφώνησε περί τούτου.

Ο Ειδικός Νόμος 139/1991 ρυθμίζει ζητήματα περιουσιών οι οποίες βρίσκονται στις ελεγχόμενες περιοχές από την Δημοκρατία και ιδιοκτήτες αυτών είναι Τουρκοκύπριοι με διαμονή στα κατεχόμενα εδάφη.  Σημαντικός σκοπός του Νόμου (άρθρο 7 πιο πάνω) είναι ότι ο Κηδεμόνας κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εκτοπισμένων παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ΤΚ Ιδιοκτητών.

 

Όπως είναι γνωστό το 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, έκτοτε δε κατέχει ένα σημαντικό μέρος της. Προς αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης έπρεπε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Δηλαδή από τη μιά, να προστατευθούν οι περιουσίες των ΤΚ τις οποίες εγκατέλειψαν μεταβαίνοντας σε περιοχές που δεν έλεγχε η Δημοκρατία και από την άλλη να βοηθηθούν οι χιλιάδες εκτοπισμένοι ΕΚ οι οποίοι έχασαν τη δική τους περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές. Ο Κηδεμόνας έχει αναλάβει, σύμφωνα με το Νόμο, τις περιουσίες μόνο των ΤΚ.

 

Έχει νομολογηθεί ότι για την αλλαγή ιδιοκτησίας των περιουσιών που ανήκουν σε ΤΚ απαιτείται η συγκατάθεση του Κηδεμόνα.

 

Αυτά επαναλήφθηκαν στην Αναθ.Έφεση Μ.Ιωαννίδης v ΚΤΠ 49/15 ημερ.9.3.22 η οποία αφορούσε προσφυγή που απορρίφθηκε και αφορούσε αγοραπωλησία περιουσίας ΤΚύπριου στις ελεύθερες περιοχές.

 

Στην Perihan αναφέρθηκε ότι «ο ΤΚ ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας, βέβαια, εξακολουθεί να είναι κύριος.  Η κυριότητα της περιουσίας αυτής περιορίζεται μόνο ως προς τις δυνατότητες αποξένωσης της».

(Δέστε επίσης Ahmet Mulla Suleyman v. Δημοκρατίας κ.α. (2007) 4 ΑΑΔ 312). Ο αγοραστής/εφεσείων δεν έχει δικαίωμα, κατοχής ή ιδιοκτησίας του κτήματος, πλην μιας προσδοκίας να καταστεί ιδιοκτήτης η οποία δεν του προσδίδει το χαρακτηρισμό του ιδιοκτήτη (απόφαση ΕΔΑΔ Αpostolos Georgiou v. Cyprus and other applications, Application no. 4845/09, dated 28/8/2012).

 

Εκείνο που διαπιστώνει το δικαστήριο είναι ότι ο αιτητής με την παρούσα αίτηση έρχεται και ζητεί διάταγμα πώλησης των ιδίων τεμαχίων που ο Κηδεμόνας ΤΠ δεν έδωσε την συγκατάθεση του για αποδοχή και κατάθεση των 3 αγοραπωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο, για τα ακίνητα της ΤΚ αποβιωσάσης. Αυτά κατέστησαν άκυρα με την αμετάκλητη απόφαση ημερ.31.10.14.

 

Το δικαστήριο θεωρεί καθοριστικό το γεγονός της άγνοιας από τον ΚΤΠ της σύμβασης αγοραπωλησίας των ακινήτων της αποβιωσάσης ΤΚ μεταξύ του αιτητή και του καθ΄ου η αίτηση και της μετέπειτα καταχώρησης της παρούσας αγωγής, χωρίς ο ίδιος να είναι διάδικο μέρος, ως προνοεί ο Νόμος (άρθρο 6(β)). Αυτός έλαβε γνώση της διαδικασίας σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Λαμβάνω προς τούτο ιδιαίτερα υπόψη μου την αναντίλεκτη επιστολή ημερ.24.2.14 εκ μέρους του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον αιτητή και τον καθ΄ου η αίτηση στην οποία αναφέρεται ότι ο ΚΤΠ δεν δίνει την συγκατάθεση του για αποδοχή των αγοραπωλητηρίων εγγράφων και κατ΄επέκταση των δηλώσεων μεταβίβασης εφόσον υπάρχουν 3 κληρονόμοι της αποβιωσάσης οι οποίοι διαμένουν στα κατεχόμενα και μία εξ΄αυτών κατακρατεί Ε/Κ περιουσία. Αυτό δεν αποκαλύφθηκε από τον καθ΄ου η αίτηση διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης (παρ.8 ένστασης).

 

Aξίζει ν΄αναφερθεί ότι η πιο πάνω απόφαση του Κηδεμόνα ουδέποτε προσβλήθηκε από τους διαδίκους και συνεπώς δεν ανατράπηκε. Δηλαδή με την παρούσα αίτηση αποσκοπείται η ανατροπή της αμετάκλητης απόφασης του Κηδεμόνα στη βάση της υφιστάμενης δικαστικής απόφασης ημερ.31.10.14, κατά τέτοιο τρόπο ώστε το δικαστήριο να επέμβει ανεπίτρεπτα (δυνάμει της αρχής διάκρισης των εξουσιών), στην απόφαση οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας στο οποίο παρέχονται συγκεκριμένες αρμοδιότητες βάση του Νόμου.

 

Αξιοσημείωτο ακόμη είναι ότι η επιστολή ημερ.24.2.14 αποστάληκε στους διαδίκους πριν την καταχώρηση του ΜΕΜΟ στο Κτηματολόγιο (15.12.14). Επίσης οι ίδιες θέσεις επαναλαμβάνονται στην επιστολή ημερ.18.6.15 του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Το δικαστήριο κρίνει ότι η ακίνητη περιουσία της ΤΚ αποβιωσάσης, η οποία τον Ιούλιο του 1991 δεν κατοικούσε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, περιήλθε υπό την κατοχή και την διαχείριση του Κηδεμόνα ΤΚΠ και η αγοραπωλησία που έγινε μεταξύ του αιτητή και του καθ΄ου η αίτηση έγινε χωρίς την γνώση, άδεια και την συγκατάθεση του, ως προνοεί ο Νόμος.

Ωσαύτως, κάθε δικαστική διαδικασία θα πρέπει να εγείρεται όχι εναντίον του ιδιοκτήτη Τουρκοκύπριου, αλλά εναντίον του Κηδεμόνα, ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 6(β) του Νόμου εγείρει ή υπερασπίζεται οποιαδήποτε αγωγή ή λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε διαδικασία που αφορά ΤΚ περιουσία.

Η κυριότητα των ακινήτων της ΤΚ αποβιωσάσης παραμένει στους κληρονόμους της, κάτω από προϋποθέσεις, η οποία όμως περιορίζεται προσωρινά, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης, και αυτή δεν μπορεί ν΄αποξενωθεί.

Έχει αναφερθεί στην Πλάτων κ. V Δημοκρατίας (1995) 4Γ ΑΑΔ 242  ότι οι εξουσίες που έχει ο αρμόδιος Υπουργός, που διορίστηκε ως Κηδεμόνας των ΤΚ περιουσιών σύμφωνα με τον Νόμο, ανάγονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μάλιστα άπτονται μιας πολύ σοβαρής και μεγάλης πτυχής ζητήματος που ενδιαφέρει ολόκληρη την πολιτεία. Η διαχείριση των ΤΚ περιουσιών από τον Κηδεμόνα δεν αφορά μόνον έναν έκαστο των ιδιοκτητών αλλά γενικά όλους τους ΤΚ πολίτες της Δημοκρατίας, καθώς και τους υπόλοιπους. Αυτοί που αποκτούν προσωρινά τις ΤΚ περιουσίες το πράττουν προς όφελος των ιδιοκτητών των ιδίων, αλλά και της πολιτείας στο σύνολο της. Η κατάσταση αυτή, που δημιουργήθηκε μετά την τούρκικη εισβολή, αντιμετωπίζεται με νομοθετικούς κανόνες που επηρεάζουν όλους τους πολίτες.

Επίσης στην Mushawar HΠΑ v Κυπριακής Δημοκρατίας Αν.Εφ.113/13 ημερ.27..11.19 αναφέρθηκε ότι το καθεστώς της κηδεμονίας δεν μπορεί ν΄αλλάξει γιατί ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να το πωλήσει σε τρίτους, ώστε να τεθεί εκτός της κηδεμονικής διαχείρισης ενόσω υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση, ενώ κατά τ’ άλλα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αποξένωσης, που προνοούνται στο άρθρο 3 του Νόμου.

Στην παρούσα θεωρώ ότι διενεργήθηκαν πράξεις που είναι αντίθετες με την γενική πολιτική που ακολουθεί ο Κηδεμόνας αλλά και τον πιο πάνω αναφερθέντα Ειδικό  Νόμο για τις ΤΚ περιουσίες που ευρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές.

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι τα συγκεκριμένα ακίνητα της ΤΚ αποβιωσάσης έχουν τεθεί υπό τη διαχείρηση του Κηδεμόνα ΤΠ και τυχόν έγκριση των αιτημάτων του αιτητή θα ήταν ένας τρόπος παράκαμψης του Ειδικού Νόμου αλλά και της αμετάκλητης απόφασης του, ως πιο πάνω αναφέρθηκε. Ο ίδιος ο αιτητής επέλεξε να προχωρήσει με την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, χωρίς πρωτίστως να αποταθεί στο αρμόδιο πρόσωπο, δηλαδή τον Κηδεμόνα ΤΠ, ως όφειλε.

 

Συνεπώς το παρόν δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί και ν΄αποφασίσει για την παρούσα αίτηση και δεν δύναται να νομιμοποιήσει μία μη εγκεκριμένη διαδικασία από το κατά Νόμο αρμόδιο πρόσωπο. Κατ΄ακολουθία ο 1ος λόγος ένστασης εγκρίνεται.

 

Το αποτέλεσμα θεωρώ ότι είναι καταλυτικό για την πορεία της αίτησης η οποία και απορρίπτεται. Παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ένστασης.

 

Αναφορικά με τα έξοδα αυτά θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, ήτοι ο αιτητής καταδικάζεται στα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.

 

  ......................................

  Γ.Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο