ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:   Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

Συνενωμένες Αγωγές Αρ. 1479/2015, 1474/2015,

1475/2015, 1476/2015, 1477/2015 και 1478/2015

 

Αγωγή Αρ. 1479/2015

Μεταξύ:

 

SHIPTRANS SHIPPING & TRADING AGENCY LIMITED

Εναγόντων ΚΑΙ

         1.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ

         2.  Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

3.    Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Εναγομένων

------------------------------

Αρ. Αγωγής 1474/2015

Μεταξύ:

A.C.K. NAVIGATION CO LTD

 

Εναγόντων

Και

 

         1.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ

         2.  Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

4.    Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Εναγομένων

----------------------------

Αρ. Αγωγής 1475/2015

Μεταξύ:

 

SHIPTRANS SHIPPING AGENCY LIMITED

 

Εναγόντων

Και

 

                1.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ

              2.  Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

3.    Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Εναγομένων

----------------------------

 

Αρ. Αγωγής 1476/2015

Μεταξύ:

MEDITERRANEAN SHIPPING COMPANY (CYPRUS) LTD

Εναγόντων ΚΑΙ

              1.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ

              2.  Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

   3.  Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Εναγομένων

----------------------------

 

 

 

 

 

Αρ. Αγωγής 1477/2015

Μεταξύ:

SHIPTRANS LOGISTICS LIMITED

Εναγόντων ΚΑΙ

              1.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ

              2.  Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

   3.  Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Εναγομένων

 

----------------------------

Αρ. Αγωγής 1478/2015

Μεταξύ:

A.C.K. LOGISTICS LIMITED

Εναγόντων ΚΑΙ

              1.  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ

              2.  Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

   3.  Κυπριακή Δημοκρατία, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Εναγομένων

----------------------------

20 Φεβρουαρίου 2024

Για Ενάγοντες:   κ. Α. Θεοφίλου με κα Α. Παύλου για Andreas Theophilou LLC

Για Εναγόμενη 1:  κα Κ. Πολυβίου για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη 2:  κα Θ. Ραφτοπούλου για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη 3:  κα Ζ. Ερωτοκρίτου με κ. Α. Παναγή

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Σύμφωνα με το κοινά παραδεκτό υπόβαθρο γεγονότων, οι Ενάγουσες Εταιρείες στις υπό εκδίκαση συνενωμένες αγωγές (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως οι Ενάγουσες) κατά πάντα ουσιώδη χρόνο διατηρούσαν πιστωτικούς  λογαριασμούς στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Εναγόμενη 1).  Συνεπεία των μέτρων εξυγίανσης που επιβλήθηκαν στην Εναγόμενη 1 από την Εναγόμενη 2, η οποία είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, δυνάμει σειράς διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα υπό την ιδιότητα της ως Αρχή Εξυγίανσης, απομειώθηκαν διάφορα ποσά από τους λογαριασμούς των Εναγουσών, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς σε κατοπινό στάδιο της απόφασης μου.  Τα ποσά αυτά είναι μεταξύ των θεραπειών που διεκδικούνται από τις Ενάγουσες με τις υπό εκδίκαση αγωγές τους.  Λεπτομερής αναφορά στους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης των Εναγουσών και τα αγώγιμα δικαιώματα τους θα γίνει στο κατάλληλο στάδιο της απόφασης. 

 

Οι Εναγόμενες στα ξεχωριστά δικόγραφα της Υπεράσπισης τους, πέραν από ισχυρισμούς γεγονότων, εγείρουν σειρά νομικών ισχυρισμών, όπως το ότι δεν αποκαλύπτεται αιτία αγωγής εναντίον τους.  Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στο κατάλληλο στάδιο της απόφασης.

 

 

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Για την πλευρά των Εναγουσών παρουσιάστηκε ο διευθυντής τους κ. Κλεοβούλου (Μ.Ε.1) και ο οικονομολόγος κ.  Χρίστου (Μ.Ε.2).

 

Ο Μ.Ε.1 κατέθεσε ότι υπεύθυνος του χειρισμού των λογαριασμών όλων των Εναγουσών ήταν ο πατέρας του, ο οποίος απεβίωσε την 17.12.2019.  Γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από συνομιλίες που είχε με τον πατέρα του, ενόσω βρισκόταν εν ζωή.  Από τα τέλη του 2011 συζητούσε με τον πατέρα του διάφορες πληροφορίες που κυκλοφορούσαν σε μέσα μαζικής ενημέρωσης για προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου.  Ο πατέρας του ανησυχούσε για την κατάσταση και σκεφτόταν να στείλει όλες τις καταθέσεις των Εναγουσών στο εξωτερικό, όμως διάφορα δημοσιεύματα και ανακοινώσεις ή συνεντεύξεις υπουργών και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων όπως και αξιωματούχων της Εναγόμενης 2 που ο πατέρας του διάβαζε ή  άκουγε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ή τον πληροφορούσαν οι δικηγόροι του, τον έπεισαν να κρατήσει όλες τις καταθέσεις των Εναγουσών στην Κύπρου.  Τέτοιες δηλώσεις, συνεντεύξεις και παρουσιάσεις υπουργών και άλλων αξιωματούχων που ο πατέρας του πίστευε ως ειλικρινείς και αληθείς και συζητούσε μαζί του συνεχώς από τα του 2011 ήταν:

 

α) η συνέντευξη του τότε Υπουργού Οικονομικών κ. Καζαμία ημερομηνίας 08/01/2012 στην εφημερίδα «ΧΑΡΑΥΓΗ», που διαβεβαίωνε ότι λαμβάνονταν όλα τα μέτρα για διόρθωση της κατάστασης και αντιστροφή των δημόσιων οικονομικών (Τεκμήριο 9),

 

β) η επιστολή της Εναγόμενης 2 ημερ. 11.2.2013, (Τεκμήριο 8),

 

γ) συνεχείς δηλώσεις αξιωματούχων της Εναγομένης 3 του τύπου «η οικονομία δεν διατρέχει κίνδυνο» ότι «οι Τράπεζες είναι υγιείς» και ότι «οι καταθέτες ... δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε και τους καλούμε να κωφεύσουν σε όλες τις κακόβουλες διαδώσεις», ή ότι «έχουμε συμφωνήσει με την Τρόικα και η πρώτη δόση του δανείου θα έλθει το Δεκέμβριο» ή ότι «η Τρόικα χρειάζεται χρόνο για να μελετήσει τα στοιχεία», που είχε παρακολουθήσει ο πατέρας του και συζητούσαν κάθε φορά.

 Ιδιαίτερα όμως όταν άκουσαν από την τηλεόραση, τον πρώην Πρόεδρο Αναστασιάδη την 28/02/2013 να δηλώνει ενώπιον της Βουλής, κατά την τελετή εγκατάστασης του ότι «δεν θα δεχόταν κούρεμα καταθέσεων» η πίστη τους πως δεν υπήρχε κίνδυνος κουρέματος των καταθέσεων έγινε απόλυτη και ο πατέρας του αποφάσισε τελεσίδικα και άφησε τις καταθέσεις των Εναγουσών στην Κύπρο και στην Εναγόμενη 1,  παρά τις ανησυχίες του.

Υπήρξε επίσης απόκρυψη από τις Εναγόμενες 2 και 3 σημαντικών πληροφοριών που έμαθαν μετά το κούρεμα, όπως:

α)  η οικονομική κατάσταση της Εναγόμενης 3 και η αδυναμία της να καλύψει τα προβλήματα των τραπεζών ή ακόμα και τις εγγυημένες καταθέσεις σε περίπτωση ανάγκης και η απροθυμία της λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα που της εισηγήθηκαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο  και η Ευρωπαϊκή Ένωση, (ακόμα και ο πρώην Πρόεδρος Βασιλείου) και να ζητήσει βοήθεια από τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β) Ότι οι εγγυημένες καταθέσεις περιορίζονταν σε €100.000 ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αφήνοντας τις Τράπεζες να διαφημίζουν ότι όλες οι καταθέσεις δεν διέτρεχαν κίνδυνο.

γ) Ότι η Εναγόμενη 3 εν γνώσει και με τη βοήθεια της Εναγομένης 2 προετοίμαζαν σε συνεργασία με την Τρόϊκα σχέδια Νόμων για το ενδεχόμενο εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα, από τον Δεκέμβρη 2012 τουλάχιστο, αν όχι νωρίτερα, που στέρησε από τις Ενάγουσες ουσιώδη πληροφόρηση με βάση την οποία θα ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να αξιολογήσουν τον κίνδυνο.

 

δ) Η διαταγή του Διοικητή της Εναγόμενης 2 ημερομηνίας 16/03/2013, την οποία αντί να δημοσιοποιήσει, ζήτησε από τους Τραπεζίτες «αυστηρή τήρηση του απορρήτου της» ώστε να εξασφαλιστεί πλήρως η απόκρυψη και να είναι αδύνατη η πληροφόρηση των καταθετών και των Εναγουσών (Τεκμήριο 7).

 

Αυτή η απόκρυψη, σε συνδυασμό με όλες τις πιο πάνω δηλώσεις των Υπουργών Οικονομικών της περιόδου Μαρτίου 2011 - Φεβρουάριου 2013 που διαβεβαίωναν τόσο για το υγιές του τραπεζικού συστήματος όσο - και πολύ περισσότερο - για την ασφάλεια των καταθετών και τελικά οι δηλώσεις του νεοεκλεγέντος Προέδρου κ. Αναστασιάδη, έκαναν τον πατέρα του να πιστεύει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, γι’  αυτό άφησε τα χρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς με αποτέλεσμα την απώλεια των καταθέσεων των Εναγουσών.

 

Κατά την αντεξέταση του διευκρίνισε ότι τα γεγονότα για τα οποία έχει προσωπική γνώση, πέραν αυτών τα οποία περιήλθαν εις γνώση του από συνομιλίες που είχε με τον πατέρα του, είναι η συνέντευξη του τότε Υπουργού Οικονομικών κου Καζαμία στην εφημερίδα «Χαραυγή» - Τεκμήριο 9,  η επιστολή του επικεφαλής του Γραφείου του Διοικητή της Εναγομένης 2 ημερομηνίας 11.2.2013 – Τεκμήριο 8, καθώς και δηλώσεις διαφόρων αξιωματούχων των Εναγομένων 2 και 3.  Καθ’ όσον αφορά το τεκμήριο 8, διευκρίνισε ότι είχε δοθεί στον πατέρα του από τον διευθυντή του καταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας όπου ο πατέρας του διατηρούσε τις καταθέσεις του, πριν από το «κούρεμα» των καταθέσεων.  Κατά την ίδια περίοδο ο πατέρας του το έδωσε στους δικηγόρους τους.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, η συγκεκριμένη επιστολή ήταν «σήμα κατατεθέν» για τους ιδίους επειδή με αυτή βεβαιώθηκαν ότι οι καταθέσεις τους δεν κινδύνευαν και ότι ήταν ασφαλείς.  Διαφώνησε με υποβολή ότι ο πατέρας του είχε λάβει την υπό αναφορά επιστολή μετά το «κούρεμα» των καταθέσεων τους.

Καθ’ όσον αφορά την επιστολή του Διοικητή της Εναγόμενης 2 ημερομηνίας 16.3.2013 – Τεκμήριο 7, η θέση του ήταν ότι επρόκειτο για την επιστολή με την οποία απαγορεύθηκε η μετακίνηση των καταθέσεων τους από τις τράπεζες.  Διαφώνησε με υποβολή ότι δεν είναι με τη συγκεκριμένη επιστολή που απαγορεύτηκε η μετακίνηση των καταθέσεων τους, αλλά με διατάγματα του Υπουργού Οικονομικών.  Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η Εναγόμενη 2 απέκρυψε την επιστολή αυτή από τους καταθέτες για να μην μπορέσουν να αποσύρουν τα χρήματα τους από τις τράπεζες, όπως επίσης απέκρυψε και το γεγονός ότι οι ασφαλισμένες καταθέσεις ήταν μόνο μέχρι το ποσό των €100.000, κάτι το οποίο πληροφορήθηκαν μετά το «κούρεμα» των καταθέσεων.  Κατά τη θέση του, η επιστολή αυτή – τεκμήριο 9 – δείχνει ξεκάθαρα ότι συγκεκριμένες τράπεζες ήταν υπό κατάρρευση, κάτι το οποίο απέκρυψε η Εναγόμενη 2.  Σε υποβολή ότι ήταν «τοις πάσι» γνωστό ότι η Κυπριακή οικονομία και το τραπεζικό σύστημα είχε πρόβλημα, απάντησε ότι ουδεμία εκ των Εναγομένων ενημέρωσε τους πολίτες για κάτι τέτοιο, παρά το ότι είχαν υποχρέωση, αντίθετα αυτό που έλεγαν ήταν ότι η κυπριακή οικονομία ήταν καλή, όπως επίσης και το τραπεζικό σύστημα.

 

            Ο Μ.Ε.2 παρουσιάστηκε ως ειδικός εμπειρογνώμονας.  Οι απόψεις και οι θέσεις του εμπεριέχονται στην από σαράντα σελίδες Γραπτή Δήλωση του – Έγγραφο Β. Λεπτομερής αναφορά αλλά και σχολιασμός των θέσεων του θα γίνει στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του.

 

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Για την Εναγόμενη 1 παρουσιάστηκε η κα Λειβαδιώτου, εκτελεστική Διευθύντρια Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης (Μ.Υ.1), για την Εναγόμενη 2 ο προϊστάμενος του τμήματος εξυγίανσης κ. Στυλιανού (Μ.Υ.2) και για την Εναγόμενη 3 ο Λειτουργός στο Υπουργείο Οικονομικών κ. Διονυσίου (Μ.Υ.3). 

 

Η Μ.Υ.1 κατέθεσε ότι το 2005 διορίστηκε προϊστάμενη οικονομικής διεύθυνσης και φορολογικού σχεδιασμού της Εναγόμενης 1 και το 2012 ανέλαβε επιπρόσθετα και το Τμήμα Στρατηγικής και Corporate Finance.  Τον Δεκέμβριο του 2013 διορίστηκε οικονομική διευθύντρια συγκροτήματος και τον Απρίλιο του 2016 Διευθύντρια Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης. 

Οι επενδύσεις σε ομόλογα είναι σύνηθης πρακτική των τραπεζών διεθνώς, στα πλαίσια διαχείρισης της ρευστότητας τους.  Κατά την περίοδο 2010 – 2011 τα ρευστά της τράπεζας ήταν της τάξης των €13 δις και ποσό περίπου €5 δις ήταν επενδυμένο σε ομόλογα κυβερνήσεων Κύπρου, Ελλάδας και άλλων χωρών.  Τα κυβερνητικά ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης θεωρούνταν την εποχή εκείνη ως μηδενικού κινδύνου από τις εποπτικές αρχές και δεν απαιτείτο η διατήρηση κεφαλαίων γι’  αυτά.  Στην ουσία, για σκοπούς υπολογισμού των κεφαλαιακών αναγκών, τα ομόλογα των κρατών της ευρωζώνης τύγχαναν του ίδιου χειρισμού όπως τα μετρητά, δηλαδή δεν υπήρχε απαίτηση να διατηρείται κεφαλαιακό απόθεμα για να καλύψει τυχόν ζημιές. 

 

Αναφορικά με την απομείωση των ομολόγων ελληνικού δημοσίου, τον Ιούλιο του 2011 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συμφωνία της Ελλάδας με το Eurogroup για εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (κούρεμα) με απομείωση ομολόγων της τάξης του 21% (PSI 1), μετά από διαβουλεύσεις με την Τρόϊκα, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Ελλάδα.  Αυτή η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε και οι διαβουλεύσεις της Ελλάδας με την Τρόικα συνεχίστηκαν.  Στις αρχές του 2012 έγινε πρόσκληση στους κατόχους ομολόγων ελληνικού δημοσίου να λάβουν μέρος στην ανταλλαγή των παλιών ομολόγων και την αντικατάσταση τους με άλλες αξίες, με απομείωση της τάξης του 80% σχεδόν (PSI 2).  Τόσο οι θεσμοί όσο και η ελληνική κυβέρνηση τόνιζαν ότι εάν δεν γινόταν το κούρεμα των ομολόγων, η Ελλάδα θα χρεωκοπούσε.  Εφόσον, το 1/3 περίπου του ισολογισμού της Εναγόμενης 1 ήταν στην Ελλάδα, οι επιπτώσεις στην τελευταία θα ήταν πολλαπλές αφού μια χρεοκοπία θα επηρέαζε δυσμενέστατα το δανειακό χαρτοφυλάκιο της τράπεζας ύψους €10 δις.  Στην περίπτωση που τα εν λόγω ομόλογα πωλούνταν στην δευτερογενή αγορά κατά την περίοδο πριν από τις συμφωνίες με το Eurogroup, θα δημιουργείτο μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που είχε δημιουργηθεί με τη συμμετοχή στην απομείωση τους.  Τον Ιούλιο του 2011 οι τιμές των ομολόγων ήταν ήδη σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με το PSI 1.  Η απομείωση τους στο PSI 1 ήταν της τάξης του 21% ενώ οι τιμές τους στην δευτερογενή αγορά μεταφράζονταν σε ζημιά πέραν του 40%.  Οι τιμές των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2011 συνέχισαν την καθοδική τους πορεία και ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τα εκάστοτε PSI.  Οποιαδήποτε πώληση τους στη δευτερογενή αγορά θα αντιστοιχούσε σε σημαντικά μεγαλύτερη ζημιά από τη ζημιά του PSI

 

H απομείωση των ομολόγων προκάλεσε στην Εναγόμενη 1 κεφαλαιακό έλλειμμα ύψους €500 εκατομμύρια, όπως είχε καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.  Το έλλειμμα αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί μέσω κρατικής ενίσχυσης την οποία είχε αιτηθεί η Εναγόμενη 1 την περίοδο εκείνη, όπως έγινε με τράπεζες άλλων κρατών μελών της Ευρωζώνης.

 

Η απομείωση καταθέσεων τον Μάρτιο του 2013 ήταν ύψους περίπου €4 δις και είχε υπολογιστεί από την Pimco και την Τρόικα στα πλαίσια άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test).  Αυτή η άσκηση βασίστηκε σε ακραίες αρνητικές παραμέτρους, όπως τη μείωση του AEΠ κατά 7.3% και τη μείωση των τιμών των κατοικιών κατά 23,8%.  Αυτά τα ακραία οικονομικά σενάρια κατέληξαν σε υπολογιζόμενες ζημιές από προβλέψεις μη εξυπηρετούμενων δανείων με αποτέλεσμα αυξημένο κεφαλαιακό έλλειμμα. 

 

Η απομείωση των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου ήταν μια από τις αιτίες ζημιών της Εναγόμενης 1 μέχρι τον Μάρτη του 2013.  Την περίοδο εκείνη οι οικονομικές συνθήκες τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα ήταν δύσκολες.  Επιπρόσθετα η έκθεση της Pimco βασίστηκε σε ακόμη πιο ακραίες παραδοχές αναφορικά με την πορεία της οικονομίας και τις τιμές των ακινήτων.  Το κεφαλαιακό έλλειμμα στο οποίο κατέληξε η Pimco προήλθε από τις ζημιές στο δανειακό χαρτοφυλάκιο της τράπεζας, λόγω των ακραίων παραδοχών για την οικονομία που χρησιμοποιήθηκαν.

 

Αναφορικά με τα διατάγματα που εκδόθηκαν από την Εναγόμενη 1 ως αρχή εξυγίανσης, ειδικότερα δε το διάταγμα ΚΔΠ 103/2013, το οποίο επέβαλε την απομείωση των λογαριασμών των καταθετών, η Εναγόμενη 1 ουδεμία σχέση είχε με την έκδοση τους.  Ήταν όμως υποχρεωμένη να τα εφαρμόσει στην ολότητα τους, εφόσον αποτελούσαν εκδοθείσα νομοθεσία.  Εάν η Εναγόμενη 1 δεν τίθετο σε εξυγίανση, θα έπρεπε να εκκαθαριστεί, με πολύ οδυνηρές και χρονοβόρες συνέπειες, οι οποίες ενδεχομένως να κατέληγαν και σε άτακτη χρεοκοπία του κράτους.

 

Ο Μ.Υ.2 κατέθεσε ότι το Μάρτιο του 2013 μεταφέρθηκε στην Μονάδα Εξυγίανσης, η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Τμήμα Εξυγίανσης, του οποίου είναι προϊστάμενος.

 

Στα μέσα του 2011 η Κυπριακή Δημοκρατία, μετά τις συνεχιζόμενες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής της ικανότητας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, αποκλείστηκε για σκοπούς χρηματοδότησης από τις διεθνείς αγορές. Ως εκ τούτου, από τα μέσα του 2011 οι χρηματοδοτικές της ανάγκες καλύπτονταν από περιορισμένο αριθμό εγχώριων επενδυτών. Η εξασφάλιση από την Κυπριακή Δημοκρατία διακρατικού δανείου ύψους €2,5 δις από την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το οποίο συνομολογήθηκε στο τέλος του 2011, έδωσε, προσωρινά, διέξοδο στο πρόβλημα αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές.

 

Στις 26/10/2011 επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των Αρχηγών Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λήψη έκτακτων πρόσθετων μέτρων προς αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την παγκόσμια οικονομική κρίση, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στην ευρωζώνη, καθώς και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον Ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα που είχε κλονιστεί (Τεκμήριο 18). Τα μέτρα που προνοούνταν  στο Παράρτημα 2 (Annex 2) της Συμφωνίας Αρχηγών Κρατών για τον τραπεζικό τομέα αφορούσαν, μεταξύ άλλων,  τη βελτίωση της ποιότητας και ποσότητας της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, ούτως ώστε να είναι σε θέση να αντέξουν δονήσεις από απρόσμενα γεγονότα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συμφωνήθηκε να απαιτηθεί από τις τράπεζες η επίτευξη δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%, μετά την αφαίρεση των λογιστικών ζημιών που προέκυπταν από την αποτίμηση σε αγοραία αξία των επενδύσεων τους σε κυβερνητικά ομόλογα χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου κατά τις 30/09/2011, περιλαμβανομένων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως «τα ΟΕΔ»). Επίσης, συμφωνήθηκε όπως, για τις τράπεζες των οποίων ο δείκτης κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων υστερούσε του πιο πάνω στόχου του 9%, ο εν λόγω δείκτης επιτευχθεί μέχρι τις 30/06/2012 στη βάση σχεδίων ανακεφαλαιοποίησης (capital plans) των τραπεζών που θα  ετοιμάζονταν από τις ίδιες τις τράπεζες και τα οποία θα συμφωνούνταν με τις εθνικές εποπτικές αρχές υπό την αιγίδα και το συντονισμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως «η ΕΑΤ»). Περαιτέρω, η Συμφωνία Αρχηγών Κρατών προνοούσε ότι η αύξηση κεφαλαίων για επίτευξη του ελάχιστου δείκτη βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων 9% θα χρηματοδοτείτο μέσω ιδιωτικών πόρων, περιλαμβανομένης, εάν κρινόταν αναγκαίο, της αναδιάρθρωσης και μετατροπής υφιστάμενου δανειακού κεφαλαίου (χρεογράφων και αξιογράφων) των τραπεζών σε μετοχές. Επιπλέον, η Συμφωνία Αρχηγών Κρατών προνοούσε ότι οι εθνικές κυβερνήσεις θα παρείχαν οικονομική στήριξη στις τράπεζες σε περίπτωση που αυτές δεν πετύχαιναν ανακεφαλαιοποίηση μέσω ιδιωτικών πόρων. Σε περίπτωση δε που ένα κράτος δεν διέθετε τους αναγκαίους πόρους, η κρατική στήριξη για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα χρηματοδοτείτο, για τις χώρες της Ευρωζώνης, μέσω δανείου προς τις εθνικές κυβερνήσεις που θα χορηγείτο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας («European Financial Stability Fund») το οποίο συστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούνιο του 2010, με σκοπό την παροχή οικονομικής στήριξης σε κράτη μέλη της ΕΕ που αντιμετώπιζαν κρίση χρέους και σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα.

 

Η κεφαλαιακή θέση της Εναγόμενης 1 επιδεινώθηκε αμέσως μετά τον Οκτώβριο του 2011, όταν επιτεύχθηκε η Συμφωνία Αρχηγών Κρατών για απομείωση των ΟΕΔ, καθώς και λόγω της χειροτέρευσης της ποιότητας του δανειακού της χαρτοφυλακίου, ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης σε Κύπρο και Ελλάδα. Η απομείωση των ΟΕΔ και η σταδιακή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία οδήγησαν σε αύξηση των προβλέψεων για επισφαλείς χορηγήσεις, επηρέασε αρνητικά την κερδοφορία της Εναγόμενης 1 και, συνεπώς, την κεφαλαιακή της θέση.

 

Στις 8/12/2011 η ΕΑΤ, ενεργώντας βάσει της Συμφωνίας Αρχηγών Κρατών, εξέδωσε Σύσταση (Recommendation), ζητώντας από τις εθνικές αρχές να απαιτήσουν από τις τράπεζες να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση με τη δημιουργία αποθέματος κεφαλαίων, ούτως ώστε ο δείκτης των κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων τους να φτάσει το 9% μέχρι τις 30/06/2012 και, επιπρόσθετα να δημιουργήσουν προσωρινό απόθεμα κεφαλαίου, το οποίο να καλύπτει ζημιές από την αποτίμηση σε αγοραία αξία κυβερνητικών ομολόγων που βρίσκονταν στην κατοχή τους, περιλαμβανομένων των ΟΕΔ.

 

Με βάση τους υπολογισμούς που έγιναν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύστασης της ΕΑΤ, η Εναγόμενη 1 παρουσίαζε έλλειμμα κεφαλαίου €1.56 δις., για το οποίο θα  έπρεπε να λάβει μέτρα για να το καλύψει μέχρι τέλος Ιουνίου του 2012. Με επιστολή της Εναγόμενης 2 ημερομηνίας 27/12/2011 η Εναγόμενη 1 κλήθηκε να υποβάλει, αφού πρώτα τύγχανε έγκρισης από το Διοικητικό της Συμβούλιο, αναλυτικό και λεπτομερές σχέδιο για ενίσχυση της κεφαλαιακής της θέσης και εκμηδένιση του ελλείμματος κεφαλαίου.   Στις 20/01/2012 η Εναγόμενη 1 με επιστολή της προς την Εναγόμενη 2 υπέβαλε σχέδιο ενίσχυσης της κεφαλαιακής της θέσης, το οποίο περιλάμβανε διάφορα μέτρα και ενέργειες, ούτως ώστε μέχρι τον Ιούνιο του 2012 να καλύψει το υπό αναφορά έλλειμμα κεφαλαίου.

 

Ακολούθησε απάντηση της Εναγόμενης 2 με επιστολή της προς την Εναγόμενη 1 ημερομηνίας 9/03/2012, με την οποία την πληροφορούσε ότι, παρόλο που είχε κάποιες επιφυλάξεις για το βαθμό επιτυχούς κατάληξης των μέτρων και ενεργειών για κεφαλαιακή ενίσχυση, το σχέδιο γίνεται αποδεκτό.  Στις 20/06/2012 η Εναγόμενη 1 με επιστολή της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών, ενημέρωσε την Εναγόμενη 2 ότι, παρά τις προσπάθειες της, δεν κατάφερε να καλύψει πλήρως το κεφαλαιακό της έλλειμμα και να συμμορφωθεί με την πιο πάνω Σύσταση της ΕΑΤ ημερομηνίας 8/12/2011. Ως εκ τούτου, αιτήθηκε παράταση 6 μηνών για να συμμορφωθεί με τη Σύσταση της ΕΑΤ.  Ο Διοικητής της Εναγόμενης 2 με επιστολή του προς την Εναγόμενη 1 ημερομηνίας 26/06/2012, την ενημέρωσε ότι δεν τίθετο θέμα παράτασης από την ΕΑΤ και επομένως θα έπρεπε να αποταθεί άμεσα στη Κυβέρνηση με αίτημα για κρατική ενίσχυση.  Στις 29/06/2012 η Εναγόμενη 1 αποτάθηκε στην Εναγόμενη 3 ζητώντας κρατική στήριξη ύψους €500 εκατομμυρίων, με σκοπό την κάλυψη του κεφαλαιακού ελλείμματος που παρουσίαζε σε σχέση με την Σύσταση της ΕΑΤ για επίτευξη δείκτη  κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%.

 

Λόγω της αδυναμίας της Εναγόμενης 3 να αντλήσει χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές για την κεφαλαιακή στήριξη της Εναγόμενης 1 και της Λαϊκής Τράπεζας, και ενεργώντας στη βάση των προνοιών της Συμφωνίας των Αρχηγών Κρατών για χρηματοδότηση της οικονομικής στήριξης από τις εθνικές κυβερνήσεις προς τις τράπεζες που δεν πετύχαιναν ανακεφαλαιοποίηση μέσω δανείου που θα χορηγείτο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας («European Financial Stability Fund»), στις 25/06/2012 η Εναγόμενη 3 αποτάθηκε στον υπό αναφορά μηχανισμό καθώς και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για σύναψη δανείου και οικονομική στήριξη με σκοπό, μεταξύ άλλων, την χρηματοδότηση των κεφαλαιακών αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα.

 

Στις 2/07/2012, εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου  («η Τρόϊκα») έφτασαν στην Κύπρο για έναρξη συνομιλιών με τις Κυπριακές αρχές για την συνομολόγηση προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής και αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλάμβανε την παροχή οικονομικής στήριξης στη Δημοκρατία και τη λήψη μέτρων για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα.

 

Κατά τις συζητήσεις με την Τρόϊκα που έγιναν με τις Κυπριακές αρχές τον Ιούλιο του 2012 συμφωνήθηκε ο διορισμός ανεξάρτητου εξωτερικού συμβούλου για εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών του τραπεζικού τομέα. Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών μέσω ανεξάρτητου διαγνωστικού ελέγχου τέθηκε ως προϋπόθεση από τους διεθνείς δανειστές για τη χορήγηση δανείου και τη σύναψη συμφωνίας προγράμματος οικονομικής στήριξης.   Η Συντονιστική Επιτροπή, στην οποία ο ίδιος συμμετείχε μαζί με άλλους υπαλλήλους της Εναγομένης 2, επέλεξε κατόπιν προσφορών, την εταιρεία Pacific Investment Management Company LLC, γνωστή ως Pimco, για τη διενέργεια του ανεξάρτητου διαγνωστικού ελέγχου για υπολογισμό των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.

 

Στις 20/07/2012 η Εναγόμενη 2, ενόψει του γεγονότος ότι η  Εναγόμενη 1 δεν τηρούσε τις ελάχιστες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, ούτε συμμορφωνόταν με τους ελάχιστους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας, απαγόρευσε την εκποίηση στοιχείων ενεργητικού της και τη μεταφορά κεφαλαίου ή/και ρευστότητας σε οποιαδήποτε θυγατρική της εταιρεία, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της (Κεντρικής Τράπεζας).  Κατά την 7/11/2012 το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αποφάσισε, με ισχύ από τις 14/11/2012, την αναστολή πρόσβασης της Εναγόμενης 1 και των υποκαταστημάτων της σε πράξεις άντλησης ρευστότητας από την ΕΚΤ, η οποία αποτελούσε μία από τις πηγές χρηματοδότησης των εργασιών της τράπεζας, λόγω μη τήρησης των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εξέλιξης, στις 14/11/2012 η Εναγόμενη 1 αιτήθηκε από την Εναγόμενη 2 και της παραχωρήθηκε έκτακτη ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance - ELA) €2 δις, η οποία χρησιμοποιήθηκε μαζί με άλλα ρευστά διαθέσιμα της για την αποπληρωμή χρηματοδότησης €3,85 δις την οποία είχε λάβει μέχρι τότε από την ΕΚΤ. Ο ELA χορηγείται από την Εναγόμενη 2, ως ύστατος μηχανισμός παροχής ρευστότητας, σε περίπτωση που κάτω από έκτακτες συνθήκες κάποιο πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει και δεν μπορεί να εξασφαλίσει από άλλες χρηματοδοτικές πηγές επαρκή ρευστότητα για να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του. Έναντι της παροχής ELA, οι τράπεζες παρέχουν στην Εναγόμενη 2 επαρκείς εξασφαλίσεις από τα περιουσιακά τους στοιχεία.  Μέχρι την 30/11/2012 η Εναγόμενη 1 αποπλήρωσε το ποσό των €2 δις με τη χρήση διαθέσιμων από διατραπεζικές καταθέσεις και ρευστοποίηση ομολόγων.

 

Με βάση τα προκαταρτικά αποτελέσματα για το έτος 2012 και τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακών απαιτήσεων όπως απαιτούνταν από την Οδηγία προς τις τράπεζες για Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 (Κ.Δ.Π. 463/2006), η οποία ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Εναγόμενη 1 παρουσίαζε έλλειμμα Κύριων Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων  €1,463 δις και έλλειμμα Συνολικών Κεφαλαίων €1,628 δις.

 

Στις 23 Νοεμβρίου του 2012 συμφωνήθηκε προκαταρτικό Μνημόνιο Συναντίληψης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Τρόϊκα. Στο προκαταρκτικό Μνημόνιο Συναντίληψης περιλαμβανόταν πρόνοια για παροχή χρηματοδότησης μέχρι €10δις για κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.  Η ρευστότητα της Εναγόμενης 1 επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τους  πρώτους τρεις μήνες του 2013 λόγω των αυξημένων εκροών καταθέσεων.  Ως αποτέλεσμα των αυξημένων εκροών καταθέσεων η Εναγόμενη 1 αιτήθηκε στις 19/02/2013 την παροχή έκτακτης ρευστότητας ELA από την Εναγόμενη 2 ύψους €1δις. Επιπλέον, στις 19/03/2013 αιτήθηκε και της παραχωρήθηκε από την Εναγόμενη 2 επιπλέον έκτακτη ρευστότητα ELA ύψους €900 εκ..

 

Την 1/02/2013 υποβλήθηκε στη Συντονιστική Επιτροπή η Έκθεση που εκπονήθηκε από τον οίκο Pimco. Από τα αποτελέσματα του ανεξάρτητου διαγνωστικού ελέγχου που διενέργησε η Pimco προέκυπτε ότι η Εναγόμενη 1 υπολειπόταν σημαντικά του ελάχιστου δείκτη βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων με βάση τα σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενήργησε η PIMCO.   Στις 16/03/2013 επιτεύχθηκε στο Εurogroup πολιτική συμφωνία με τις κυπριακές αρχές για την εφαρμογή ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, όπου, μεταξύ άλλων, καταγράφηκε η δέσμευση των κυπριακών αρχών να λάβουν πρόσθετα μέτρα, αντλώντας εσωτερικά πόρους, προκειμένου να περιορίσουν το μέγεθος της χρηματοδότησης από την Τρόϊκα. Αυτά τα μέτρα περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή μιας εφάπαξ εισφοράς σταθεροποίησης (upfront one-off stability levy) που θα επιβαλλόταν στις καταθέσεις σε όλο το τραπεζικό σύστημα για χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.   Ωστόσο, το σχετικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε στις 16/03/2013 από την Κυβέρνηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων απορρίφθηκε στις 19/03/2013.

 

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, στις 21/03/2013 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε ότι θα επέτρεπε τη συνέχιση παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) από την Εναγόμενη 2 προς τις τράπεζες, περιλαμβανομένης της Εναγόμενης 1 και της Λαϊκής Τράπεζας, στα μέχρι τότε επίπεδα έως τις 25/03/2013. Στη συνέχεια, όπως αναφέρει η ίδια Ανακοίνωση της ΕΚΤ, η παροχή ELA θα εξεταζόταν μόνον υπό την προϋπόθεση ότι θα τίθετο σε εφαρμογή πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της ΕΕ/ΔΝΤ, το οποίο θα εξασφάλιζε τη φερεγγυότητα των επηρεαζόμενων τραπεζών. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε ότι σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας με την Τρόϊκα για την εφαρμογή προγράμματος οικονομικής στήριξης μέχρι τις 25/03/2013, η παροχή του ELA δεν θα ανανεωνόταν και το ποσό που είχαν αντλήσει η Λαϊκή Τράπεζα και η Εναγόμενη 1 θα καθίστατο άμεσα απαιτητό. Από το συνολικό ποσό χρηματοδότησης μέσω ELA και το απόθεμα ρευστών διαθεσίμων που είχε η κάθε τράπεζα στις 22 Μαρτίου 2013, προέκυπτε ότι και οι δύο τράπεζες δεν θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους αν εξέλειπε το ELA και θα έπρεπε να κηρύξουν στάση πληρωμών. Αυτό θα οδηγούσε άμεσα τις δύο τράπεζες σε χρεοκοπία και το κράτος σε ολική κατάρρευση με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στο σύνολο του πληθυσμού.

 

Μετά την πιο πάνω απόφαση της ΕΚΤ, κατέστη ορατός ο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης των δύο τραπεζών, ένα ενδεχόμενο το οποίο, στη βάση των μεριδίων αγοράς και του μεγέθους των δύο τραπεζών, θα οδηγούσε σε πλήρη αποσταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας και εν τέλει στην κατάρρευση του συνόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτά με τη σειρά τους θα είχαν αλυσιδωτές και καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία της χώρας, και την κοινωνία γενικότερα.  Σε περίπτωση κατάρρευσης και επακόλουθης εκκαθάρισης της Εναγόμενης 1 και της Λαϊκής Τράπεζας τη δεδομένη στιγμή, θα προέκυπταν άμεσα, μεταξύ άλλων, δυσμενείς επιπτώσεις σε όλους τους καταθέτες των τραπεζών, τόσο ανασφάλιστους όσο και ασφαλισμένους, αφού το κράτος όχι μόνο δεν διέθετε, αλλά ούτε μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα ποσά για αποζημίωση των ασφαλισμένων καταθετών, δυνάμει του σχετικού Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων (καταθέσεις μέχρι €100.000 ανά πελάτη).

 

Υπό το φως των πιο πάνω δραματικών εξελίξεων, την επόμενη ημέρα, 22/03/2013, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε σειρά νομοθεσιών στα πλαίσια διάσωσης της κυπριακής οικονομίας, μεταξύ των οποίων, τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο 17(Ι)/2013.  Προς αποφυγή χρεοκοπίας των δύο πιο πάνω τραπεζών  και, κατ’ επέκταση, της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αρνητικών συνεπειών μιας τέτοιας εξέλιξης για τη χώρα, στις 25/03/2013 επιτεύχθηκε στο Eurogroup νέα πολιτική συμφωνία με την κυπριακή κυβέρνηση για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα.

 

Σύμφωνα με τη σχετική Ανακοίνωση του Eurogroup που εκδόθηκε στις 25/03/2013, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε όπως η Λαϊκή Τράπεζα τεθεί άμεσα σε εξυγίανση με πλήρη συνεισφορά των μετόχων, ομολογιούχων και ανασφάλιστων καταθετών στη βάση απόφασης της Εναγόμενης 2, με την χρήση του νέου νομοθετικού πλαισίου για την εξυγίανση τραπεζών. Περαιτέρω, η πολιτική συμφωνία στο Eurogroup προνοούσε το διαχωρισμό της Λαϊκής Τράπεζας σε «καλή» και «κακή» τράπεζα, την απορρόφηση της «καλής» τράπεζας από την Εναγόμενη 1 και τη σταδιακή διάλυση της «κακής» τράπεζας (run down over time). Με την «καλή» τράπεζα θα μεταφέρονταν στην Εναγόμενη 1  €9 δις έκτακτης ρευστότητας (ELA) και οι ασφαλισμένες καταθέσεις μέχρι του ποσού των €100.000. Επίσης, σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Προκαταρκτικού Μνημονίου Συναντίληψης που συμφωνήθηκε στις 23/11/2012 και της Συμφωνίας Αρχηγών Κρατών που έγινε στις 26/10/2011, η απόφαση του Eurogroup προνοούσε ότι τα χρήματα του προγράμματος (μέχρι €10 δις) δεν θα χρησιμοποιούνταν για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας και της Εναγόμενης 1 και ότι η ανακεφαλαιοποίηση της Εναγόμενης 1 θα γινόταν με την μετατροπή καταθέσεων σε μετοχές και την πλήρη απομείωση των μετόχων και των κατόχων αξιογράφων/ομολόγων. Περαιτέρω, το Eurogroup απαιτούσε την άμεση εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Ελλάδος για τα υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα με σκοπό την προστασία της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδος. Σύμφωνα με την πιο πάνω Ανακοίνωση, το Eurogroup απαιτούσε από τις κυπριακές αρχές και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να οριστικοποιήσουν ένα Μνημόνιο Συναντίληψης μέχρι τις αρχές Απριλίου 2013.

 

Η Μονάδα Εξυγίανσης ετοίμασε στις 24/03/2013 Έκθεση Αξιολόγησης των προϋποθέσεων που έθετε το άρθρο 6 του Νόμου 17(Ι)/2013 για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1.  Υπό το φως της απόφασης του Eurogroup ημερομηνίας 25/03/2013 που απέκλεισε την περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης της Εναγόμενης 1 και της Λαϊκής Τράπεζας από το πρόγραμμα χρηματοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΕΕ/ΔΝΤ, βάσει της Έκθεσης Αξιολόγησης που αναφέρεται πιο πάνω και ενόψει του άμεσου κινδύνου για πλήρη αποσταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας και κατάρρευση του συνόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας και την κοινωνία, στις 25/03/2013, στη βάση του Νόμου 17(Ι)/2013 λήφθηκε η από κοινού απόφαση της Αρχής Εξυγίανσης και του Υπουργού Οικονομικών για εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1.   Στη συνέχεια, η Εναγόμενη 2,  ενεργώντας ως Αρχή Εξυγίανσης και ασκώντας τις εξουσίες που της είχαν παρασχεθεί δυνάμει του πιο πάνω Νόμου 17(Ι)/2013, και αφού έλαβε υπόψη τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, την Έκθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Εναγόμενης 1 και το Σχέδιο Εξυγίανσης που ετοιμάστηκε από την Μονάδα Εξυγίανσης και έχοντας διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6(1) του πιο πάνω Νόμου και ότι συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας ωφέλειας, εξέδωσε, με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των στόχων του άρθρου 3 του πιο πάνω Νόμου, Διατάγματα με βάση το Νόμο 17(Ι)/2013 για εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα στην Εναγόμενη 1.

 

Η λήψη του μέτρου εξυγίανσης με ίδια μέσα (bail in) στην Εναγόμενη 1 έγινε με σκοπό την απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας, ούτως ώστε να είναι σε θέση να συνεχίσει εργασίες ως δρώσα οικονομική μονάδα και, συνεπώς, να προστατευτούν πλήρως οι ασφαλισμένοι καταθέτες, οι κρίσιμες λειτουργίες της τράπεζας για την οικονομία και η χρηματοοικονομική σταθερότητα. Για επίτευξη αυτού του σκοπού, ακολουθήθηκε η σειρά απομείωσης που προβλέπεται από το άρθρο 12(8) του Νόμου 17(Ι)/2013. Δηλαδή, απομειώθηκε πρώτα το μετοχικό κεφάλαιο και τα δικαιώματα απόκτησης μετοχών, στη συνέχεια απομειώθηκε η αξία των αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές και έπειτα απομειώθηκαν οι χρεωστικοί τίτλοι και τα δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών τίτλων. Δεδομένου ότι η συνολική μείωση των πιο πάνω στοιχείων δεν επαρκούσε για την απορρόφηση όλων των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας, και με βάση την Προκαταρκτική Αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 κατά το άρθρο 22(1) του Νόμου 17(Ι)/2013 και την Έκθεση Τελικής Αποτίμησης του  ανεξάρτητου οίκου KPMG UK LLP των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της τράπεζας, η Αρχή Εξυγίανσης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποφάσισε την μετατροπή 47.5% των ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. 

 

Το Μάιο του 2013, η Εναγόμενη 2, ενεργώντας βάσει των προνοιών του Νόμου 17(Ι)/2013, διόρισε τον ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο KPMG UK LLP με σκοπό την αποτίμηση της «εύλογης αξίας» των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1. Στις 26/07/2013 ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στην Αρχή Εξυγίανσης, η Έκθεση Αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1.  Σύμφωνα με την Έκθεση του ανεξάρτητου οίκου KPMG UK LLP, η εύλογη καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 ήταν κατά €1.721εκ. χαμηλότερη από την λογιστική τους αξία κατά τις 31/03/2013. Με την εφαρμογή του μέτρου της διάσωσης με ίδια μέσα και για επίτευξη των σκοπών της εξυγίανσης, οι συσσωρευμένες ζημιές που είχε υποστεί η Εναγόμενη 1 διαγράφηκαν/εκμηδενίστηκαν με την απομείωση του μετοχικού κεφαλαίου και των αξιογράφων/ομολόγων της  και ακολούθως ανακεφαλαιοποιήθηκε με τη μετατροπή 47.5% των ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχές.

 

Σε περίπτωση που η Εναγόμενη 1 τον Μάρτιο του 2013 τίθετο σε εκκαθάριση και με δεδομένο το ότι η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό συνθήκες πίεσης είναι αβέβαιη και η τιμή πολύ χαμηλότερη από την εύλογη αξία που αναφέρεται πιο πάνω, οι εισπράξεις από την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων θα κατέληγαν σε μεγάλες ζημιές για τους ανασφάλιστους καταθέτες, καθώς επίσης σε πλήρη απώλεια του συνόλου της επένδυσης των κατόχων αξιογράφων και μετόχων. Περαιτέρω, λόγω του τεράστιου μεγέθους των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 (πέραν των €22δις σύμφωνα με την Έκθεση της KPMG UK LLP), καθώς και της επικρατούσας οικονομικής κατάστασης στην Κύπρο, η οποία θα παρουσίαζε κάθετη επιδείνωση με τυχόν απόφαση για να τεθεί η Εναγόμενη 1 και, συνεπώς, και η Λαϊκή Τράπεζα, σε καθεστώς εκκαθάρισης, θα ήταν αδύνατο αυτά να εκποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα και να αποπληρωθούν, έστω και μερικώς, μόνο οι καταθέτες. Η εκκαθάριση τράπεζας του μεγέθους της Εναγόμενης 1, η οποία θα γινόταν ταυτόχρονα με την εκκαθάριση της Λαϊκής Τράπεζας, δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, θα απαιτούσε πολύχρονη, επίπονη και δύσκολη διαδικασία και τεράστια έξοδα με τις ζημιές για τους πιστωτές να μεγαλώνουν με την πάροδο του χρόνου.

Επίσης, σε περίπτωση εκκαθάρισης της Εναγόμενης 1 θα ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και θα έπρεπε να αποζημιωθούν άμεσα, πριν από τους μετόχους, όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις με το συνολικό κόστος να ανέρχεται σε  €12,2 δις περίπου, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία με ημερομηνία αναφοράς 31/12/2012. Το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων διέθετε κεφάλαια μόνο €126εκ. περίπου, τα οποία ήταν σε θέση να καλύψουν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των ασφαλισμένων καταθετών της Εναγόμενης 1. Συνεπώς, θα ήταν παντελώς αδύνατο να αποζημιωθούν έστω οι ασφαλισμένοι καταθέτες, θα δημιουργείτο κοινωνική αναταραχή, οικονομική αποσταθεροποίηση και χρηματοοικονομική αστάθεια, γεγονότα τα οποία θα οδηγούσαν σε πλήρη κατάρρευση της αγοράς και των τιμών και θα μείωνε σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα την αξία εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1. 

 

Παράλληλα, η οφειλή της Εναγόμενης 1 σε σχέση με την έκτακτη ρευστότητα που της είχε παρασχεθεί από την Εναγόμενη 2 θα καθίστατο απευθείας ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και η Εναγόμενη 2, για σκοπούς είσπραξης του ποσού θα αξιοποιούσε τα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας που είχαν παραχωρηθεί ως εξασφάλιση για την χορήγηση  έκτακτης ρευστότητας. Ως εκ τούτου, τα περιουσιακά στοιχεία αυτά δεν θα ήταν στη διάθεση του εκκαθαριστή προς ικανοποίηση των λοιπών πιστωτών και των μετόχων.

 

Επιπλέον, εκατοντάδες χιλιάδες πελάτες της Εναγόμενης 1 θα έχαναν την πρόσβαση στα χρήματά τους και σε τραπεζικές υπηρεσίες με αποτέλεσμα τον τερματισμό της επιχειρηματικής/οικονομικής δραστηριότητας και την πτώχευσή τους και δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων της τράπεζας και άλλων επιχειρήσεων θα βρίσκονταν αμέσως στην ανεργία. Σε κάθε περίπτωση, η Κυπριακή Δημοκρατία θα τίθετο σε ανυπέρβλητα δεινή οικονομική θέση με καταστροφικές συνέπειες για τους καταθέτες, όπως οι Ενάγουσες, λοιπούς πιστωτές, κατόχους αξιογράφων,  την οικονομία του τόπου, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή.

 

Εάν η Εναγόμενη 1 τον Μάρτιο του 2013 τίθετο σε εκκαθάριση, οι καταθέτες της θα βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν που βρέθηκαν με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης.

 

O M.Y.3 κατέθεσε τα ακόλουθα:

 

Το Συμβούλιο Αρχηγών της Ευρωζώνης στη συνάντηση του ημερομηνίας 21/7/2011, αποφάσισε, λαμβάνοντας υπόψη τις έντονες θέσεις της Γερμανίας και άλλων χωρών μελών της Ευρωζώνης, την εμπλοκή και του ιδιωτικού τομέα στο Σχέδιο διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας (PSI). Αναφορικά με την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα, προβλέπετο η εθελοντική εμπλοκή του με σειρά εναλλακτικών επιλογών. Οι ιδιώτες επενδυτές με τη συνεισφορά τους θα υπόκειντο αρχικά σε απομείωση της αξίας των ομολόγων τους ύψους περίπου 21%. Οι τρόποι εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα στο όλο Σχέδιο θα ετοιμάζονταν από το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής- Institute of International Finance (IIF) σε συνεργασία με την Ελληνική Κυβέρνηση.

 

Το Υπουργείο Οικονομικών της Κύπρου είχε καλέσει αριθμό συσκέψεων με τις εμπλεκόμενες τράπεζες, ελεγκτικούς οίκους και τον Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου  όπου έγινε ανταλλαγή απόψεων επί του θέματος. Το Υπουργείο Οικονομικών επεσήμανε τις επιπτώσεις της Συμφωνίας στην κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και στα δημόσια έσοδα.  Σε σχετικά σημειώματα που ετοιμάστηκαν στις αρχές Αυγούστου του 2011 αναφερόταν το πόσο κρίσιμες θα μπορούσαν να ήταν οι επιπτώσεις για τις 2 μεγάλες κυπριακές τράπεζες (Τράπεζα Κύπρου και Λαϊκή Τράπεζα). Με βάση τα στοιχεία που προσκόμισαν οι εποπτικές αρχές, το συνολικό ύψος των Ελληνικών ομολόγων που κατείχαν τα Χρηματοοικονομικά ιδρύματα της  Κύπρου κατά την 30/6/2011 ( για τα ομόλογα με ημερομηνία λήξης μεταξύ 30/06/2011 και 31/12/2020) ανέρχονταν στα €4.257.708.285. Από το εν λόγω ποσό είχε δηλωθεί η πρόθεση για συμμετοχή ποσού €4.242.988.285 ή 99,65%.

 

Τα Κυπριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα ήταν σε απευθείας διαβουλεύσεις με το IIF και το Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών για την συζήτηση των όρων της ανταλλαγής. Η απόφαση των Κυπριακών τραπεζικών ιδρυμάτων για τη συμμετοχή τους στο όλο Σχέδιο ήταν καθαρά δική τους και μόνο απόφαση.  Οι κυπριακές τράπεζες δεν έδειξαν να διαφωνούν με τη συμφωνία και δεν τοποθετήθηκαν αρνητικά στην προοπτική συμμετοχής τους στην απομείωση των ελληνικών ομολόγων (PSI). Το τι παρουσιαζόταν από όλους ήταν «είτε αποδέχεστε μια απομείωση ή τα χάνετε όλα».

 

Με βάση απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ημερομηνίας 26/10/2011, σύμφωνα με την οποία οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα έπρεπε να ενισχύσουν το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας υψίστης ποιότητας (CoreTier 1) στο 9% μέχρι τον Ιούνιο του 2012, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά από σενάρια, είχε καταδείξει ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες της Λαϊκής Τράπεζας ανέρχονταν σε €1,971 δις και της Εναγόμενης 1 σε €1,56 δις.

 

Η απόφαση για την απομείωση των Ελληνικών κρατικών ομολόγων που καταγράφηκε σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής για το ευρώ τον Οκτώβριο του 2011 και συγκεκριμενοποιήθηκε περαιτέρω σε επίπεδο Eurogroup το Φεβρουάριο του 2012, τροχιοδρόμησε καθοριστικές  εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα της Κύπρου, λόγω της μεγάλης έκθεσης των Κυπριακών τραπεζών στα Ελληνικά κρατικά ομόλογα. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι οι Κυπριακές τράπεζες είχαν υποστεί ζημιές που αντιστοιχούσαν περίπου σε €4,5 δις ή στο 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Κύπρου,  ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα η Λαϊκή Τράπεζα, υπέστη ζημιά της τάξης των €2,4 δις, ενώ η Εναγόμενη 1, υπέστη ζημιά της τάξης των €1,9 δις. Επιπρόσθετα, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ήδη αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές από τα μέσα του 2011, λόγω της καθυστέρησης στην λήψη δημοσιονομικών μέτρων και της έκθεσης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, τόσο σε κρατικά ομόλογα όσο και σε δανειακό χαρτοφυλάκιο, που οδήγησαν σε συνεχόμενες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της από τους οίκους αξιολόγησης. Λόγω του μεγέθους του τραπεζικού τομέα της Κύπρου και της απώλειας πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων, το Κράτος αδυνατούσε να στηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τον τραπεζικό τομέα. Αποτέλεσμα του αποκλεισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις διεθνείς αγορές ήταν ο ουσιαστικός περιορισμός των δυνατοτήτων χρηματοδότησης των αναγκών του Κράτους, αφού η μόνη πλέον διαθέσιμη πηγή ήταν η χρηματοδότηση μέσω της εγχώριας αγοράς.  Οι δημοσιονομικές ανισοσκέλειες και τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας που υπήρχαν ήταν μεν μεγάλα, αλλά βρίσκονταν σε διαχειρίσιμα επίπεδα σε σχέση με τις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός τομέας.  Το κράτος είχε χρηματοδοτικές ανάγκες που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει με εξωτερικό δανεισμό και την στιγμή που δε θα ήταν πλέον δυνατή η ανανέωση του χρέους και η κάλυψη των πρόσθετων δημοσιονομικών αναγκών, το κράτος αναπόφευκτα θα χρεοκοπούσε.  Όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα, τον Ιούνιο του 2012 η Κυπριακή Δημοκρατία να απευθυνθεί για οικονομική βοήθεια στους Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς στήριξης, καθώς και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).  Τον Νοέμβριο του 2012, αποστολή εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου («η Τρόικα») συμμετείχε σε διαπραγματεύσεις στην Κύπρο σχετικά με τους όρους του προγράμματος αναπροσαρμογής. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε Προκαταρκτικό Μνημόνιο Συναντίληψης στις 29 Νοεμβρίου 2012.

 

Οι εκπρόσωποι της Τρόικα, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων, κατέστησαν  σαφές ότι οι τελικοί όροι του προγράμματος αναπροσαρμογής δεν θα οριστικοποιηθούν μέχρι την ολοκλήρωση της ανεξάρτητης άσκησης δέουσας επιμέλειας του οίκου PIMCO στη βάση του διαγνωστικού ελέγχου που ο οίκος διενήργησε στο χρηματoπιστωτικό σύστημα της Κύπρου. Η μελέτη αυτή περιλάμβανε μία ανασκόπηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και της ανθεκτικότητας των Κυπριακών τραπεζών για τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών αναγκών ανά τράπεζα, η οποία καταδείκνυε κατά πόσο  οι τράπεζες ήταν βιώσιμες και επιλέξιμες για κρατική ενίσχυση μέσω εισφοράς κεφαλαίου, ή στην περίπτωση που δεν  ήταν βιώσιμες, οι τράπεζες θα υπάγονταν σε αναδιάρθρωση, συρρίκνωση ή εξυγίανση σύμφωνα με το εθνικό πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης τραπεζών που θα αναπτυσσόταν σύμφωνα με το σχέδιο πρότασης Οδηγίας το οποίο βρισκόταν από τον Ιούνιο του 2012 υπό συζήτηση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο εγκρίθηκε αργότερα ως Οδηγία για την Ανάκαμψη και την Εξυγίανση Πιστωτικών Ιδρυμάτων (“BRRD”). Οι εκπρόσωποι της Τρόικα τόνισαν επίσης ότι οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις θα έπρεπε να ισχύσουν για οποιαδήποτε οικονομική στήριξη, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και των συγκεκριμένων  ειδικών διατάξεων σχετικά με την στήριξη σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αντικατοπτρίζονται στις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως εκ τούτου, εκείνη την περίοδο γνώριζαν ότι εάν οποιαδήποτε τράπεζα λάμβανε δημόσια βοήθεια, οι μέτοχοι και οι κάτοχοι ομολόγων της θα έπρεπε να αναλάβουν τις ζημιές από τη συμμετοχή τους στα ίδια κεφάλαια και ομόλογα, όπως ανέφερε το Προκαταρτικό Μνημόνιο Συναντίληψης.

 

Μετά την ολοκλήρωση και τη δημοσίευση των ευρημάτων της άσκησης δέουσας επιμέλειας του οίκου PIMCO και των εκλογών που διεξήχθησαν στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 2013, πραγματοποιήθηκε συνάντηση της Ευρωομάδας στις Βρυξέλλες στις 4 Μαρτίου 2013 με εκπροσώπους της νεοεκλεγείσας Κυβέρνησης της Κύπρου. Στην συνάντηση, οι εκπρόσωποι της Τρόικα συζήτησαν τα ευρήματα της PIMCO σχετικά με την οικονομική επάρκεια των επηρεαζόμενων τραπεζών ήτοι, της Λαϊκής Τράπεζας και της Εναγόμενης 1 και συγκεκριμένα τη διαπίστωση της πολύ μεγάλης έλλειψης κεφαλαίων των δύο αυτών τραπεζών. Υπό το φως των πορισμάτων της PIMCO, η Τρόικα αποφάσισε ότι ακόμα και αν οι υποχρεώσεις των τραπεζών έναντι των  κατόχων ομολόγων είχαν εξαλειφθεί πλήρως, η ίδια δεν ήταν πρόθυμη να παράσχει στην Κύπρο χρηματοδότηση στο απαιτούμενο επίπεδο έτσι ώστε να καλύψει το εναπομείναν κεφαλαιακό έλλειμμα μέσω δημόσιας διάσωσης.

 

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί το εναπομείναν κεφαλαιακό έλλειμμα των τραπεζών ελλείψει τέτοιας διάσωσης, η θέση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (“ΔΝΤ”) και της Γερμανίας ήταν ότι δεν θα έπρεπε να παρασχεθεί κρατική στήριξη στις τράπεζες και ότι οποιαδήποτε ανακεφαλαιοποίηση θα έπρεπε να γίνει μέσω της απομείωσης των υποχρεώσεων των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων και των ανασφάλιστων καταθέσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ορισμένα από τα  Κράτη Μέλη συμφώνησαν ότι απαιτείτο κάποιας μορφής συνεισφορά από τους ανασφάλιστους καταθέτες αλλά ήταν επίσης δεκτικοί και σε ορισμένες ανακεφαλαιοποιήσεις μέσω της δημόσιας διάσωσης για τη μείωση του κινδύνου δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας. Ο τότε Υπουργός Οικονομικών ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους ότι θα έπρεπε να συζητήσει  το θέμα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

 

Αναγνωρίζοντας ότι μια μεγάλη απομείωση των υποχρεώσεων  των τραπεζών από κατόχους μετοχών, κατόχους ομολόγων και καταθετών θα μπορούσε να έχει δυσμενείς συνέπειες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία, αρχίσαν να εξετάζονται πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Στο μεσοδιάστημα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συναντήθηκε με τη Γερμανίδα Καγκελάριο σε μια προσπάθεια να την πείσει να αλλάξει τη θέση της Γερμανίας σχετικά με την πιθανότητα η Τρόικα να χρηματοδοτήσει τη διάσωση των τραπεζών, προσπάθεια που δεν ήταν επιτυχής.  Δεδομένου του ότι δεν υπήρχαν άλλες διαθέσιμες βιώσιμες πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης, ξεκίνησαν να διερευνούν μέσα συγκέντρωσης κεφαλαίων από εγχώριες πηγές, τόσο για να καταδείξουν στο ΔΝΤ ότι η Κύπρος θα μπορούσε να εξυπηρετήσει υψηλότερο επίπεδο δημόσιου χρέους, όσο και για τον σκοπό της άμεσης συγκέντρωσης κεφαλαίων διάσωσης. Ετοίμασαν εκθέσεις για το ΔΝΤ οι οποίες εξέταζαν πιθανές επιλογές, όπως αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών για τις εταιρείες και τα φυσικά πρόσωπα καθώς και ΦΠΑ, εισφορές επί καταθέσεων, πιθανές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 2, και επενδύσεις από Κυπριακούς φορείς κεφαλαίων σε Κυπριακά κρατικά ομόλογα. Προσπάθησαν επίσης να δείξουν ότι η ανάπτυξη των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Κύπρου θα βελτίωνε την οικονομία και τη βιωσιμότητα του χρέους.

 

Στις 15 Μαρτίου 2013, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση της Ευρωομάδας στις Βρυξέλλες για να συζητηθεί το πρόγραμμα προσαρμογής για την Κύπρο. Δεν παρευρέθηκε σε αυτήν τη συνάντηση, αλλά ενημερώθηκε για το τι συνέβη και μελέτησε την επακόλουθη δήλωση της Ευρωομάδας για την Κύπρο (Τεκμήριο 37) που κυκλοφόρησε στις 16 Μαρτίου 2013. Περαιτέρω, και στη βάση της δήλωσης του Προέδρου της Ευρωομάδας ημερ. 18/03/2013, η οποία ακολούθησε τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα με τα μέλη της Ευρωομάδας, η Τρόικα ήταν ανοιχτή στο ενδεχόμενο η Κύπρος να συγκεντρώσει κεφάλαια μέσω της επιβολής ενός ειδικού τέλους επί των καταθέσεων, αλλά ενημέρωσε ότι η επιβολή τόκων από μόνη της δεν θα ήταν ικανή να συγκεντρώσει επαρκή κεφάλαια, και ότι θα έπρεπε να απαιτηθεί εισφορά επί της αξίας των καταθέσεων. Αν και η κυβέρνηση συνέχισε να ανησυχεί για μια ενδεχόμενη επιβολή ειδικού τέλους επί των καταθέσεων, κατέληξε σε πολιτική συμφωνία που συνεπαγόταν την έγκριση τέτοιου  τέλους, λόγω της ανησυχίας της για τις συνέπειες από μια άτακτη κατάρρευση των τραπεζώνΗ επιβολή του ειδικού τέλους, εάν εγκρινόταν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, θα είχε επιβληθεί στο πιστωτικό υπόλοιπο των λογαριασμών καταθέσεων στις 15 Μαρτίου 2013.

 

Με βάση τη Δήλωση της Ευρωομάδας, το Υπουργείο Οικονομικών ετοίμασε προσχέδιο νομοσχεδίου το οποίο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων για εξέταση, προκειμένου να μπορέσει να επισημοποιηθεί η πολιτική συμφωνία με την Ευρωομάδα. Την Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013 ήταν αργία στην Κύπρο, οπότε η ψηφοφορία στη Βουλή των Αντιπροσώπων είχε προγραμματιστεί για την Τρίτη 19 Μαρτίου 2013. Επειδή η Δήλωση της Ευρωομάδας (Eurogroup Statement) για την πρόταση του ειδικού τέλους  (levy proposal) πιθανότατα να προκαλούσε υψηλά επίπεδα εκροών καταθέσεων, ο Υπουργός Οικονομικών σε συνεργασία με την Εναγόμενη 2 καθόρισαν την Τρίτη και την Τετάρτη, 19 έως  20 Μαρτίου 2013 ως τραπεζικές αργίες για να δώσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων την ευκαιρία να μελετήσει και να συζητήσει το νομοσχέδιο και, εάν συμφωνήσει, να προνοήσει την εφαρμογή της πολιτικής συμφωνίας.

 

Στις 19 Μαρτίου 2013, η Βουλή των Αντιπροσώπων απέρριψε το προαναφερόμενο νομοσχέδιο επιβολής ειδικού τέλους. Μετά την απόρριψη του, ο Υπουργός Οικονομικών σε συνεργασία με Εναγόμενη 2 καθόρισαν την Πέμπτη και την Παρασκευή, 22-23 Μαρτίου 2013 ως τραπεζικές αργίες για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα στο τραπεζικό σύστημα.  Μετά την απόρριψη του νομοσχεδίου από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η Κυβέρνηση συνέχισε τις συζητήσεις με την Τρόικα για τους όρους του προγράμματος προσαρμογής. Χωρίς τα κεφάλαια διάσωσης που θα είχαν αντληθεί από την εφαρμογή του ειδικού τέλους που προνοείτο στο νομοσχέδιο, η προσδοκία ήταν ότι η Τρόικα θα απαιτούσε όρους που θα είχαν ως αποτέλεσμα, οι πιστωτές των τραπεζών να υποστούν σημαντικές απώλειες, συμπεριλαμβανομένων των ομολογιούχων και ανασφάλιστων καταθετών  της Εναγόμενης 1.

 

Στις 21 Μαρτίου 2013, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι το Διοικητικό της Συμβούλιο είχε αποφασίσει ότι η Έκτακτη Παροχή Ρευστότητας των Τραπεζών (ELA) θα παρέμενε  διαθέσιμη στις Κυπριακές τράπεζες μόνο εάν ένα αποδεκτό πρόγραμμα στήριξης θα τίθετο σε εφαρμογή έως τις 25 Μαρτίου 2013. Aυτή η απόφαση ήταν εξαιρετικά ανησυχητική, διότι εάν αποσύρετο η Έκτακτη Παροχή Ρευστότητας των Τραπεζών, τόσο η Εναγόμενη 1 όσο και η Λαϊκή Τράπεζα, οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες στην Κύπρο, θα κατέρρεαν αμέσως καθώς εξαρτώνταν από την Έκτακτη Παροχή Ρευστότητας και δεν θα μπορούσαν να βρουν εναλλακτικές πηγές ρευστότητας στον απαιτούμενο χρόνο. Δεν θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους μετά τις 25 Μαρτίου 2013, θα έπαυαν να δραστηριοποιούνται, κάτι που θα  είχε ως αποτέλεσμα την άτακτη κατάρρευση των δύο τραπεζών. Κάτι τέτοιο θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις στους πιστωτές των τραπεζών και στον Κυπριακό χρηματοπιστωτικό τομέα και την οικονομία στο σύνολο της.

 

Ενώ οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα συνεχίζονταν, η κυβέρνηση προώθησε  στη Βουλή των Αντιπροσώπων νομοθεσίες που θα ήταν απαραίτητες για την εφαρμογή των όρων της Τρόικα. Στις 22 Μαρτίου 2013, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε μια σειρά νόμων, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Ν17(Ι)/2013.

 

Έγιναν διάφορες προσπάθειες από την Κυβέρνηση για να αποκτήσει ένα πρόγραμμα που θα είχε ήπιο αντίκτυπο στους πιστωτές των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της προσπάθειας να πειστεί η Τρόικα να συμφωνήσει σε αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους της Δημοκρατίας, ώστε να μπορεί να παρασχεθεί περισσότερη χρηματοδότηση διάσωσης, αλλά οι προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς. Κατέστη αναπόφευκτο και προφανές ότι η Κυβέρνηση θα έπρεπε να αποδεχτεί τους όρους της Τρόικα. Δεδομένου του ότι η Έκτακτη Παροχή Ρευστότητας (ELA- Emergency Liquidity Assistance) των τραπεζών θα αποσύρετο στις 25 Μαρτίου 2013, η Κυβέρνηση θα μπορούσε είτε να συνάψει συμφωνία με την Τρόικα πριν ανοίξουν οι τράπεζες το πρωί της 26ης Μαρτίου 2013 είτε να τις αφήσει  να καταρρεύσουν.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συμφώνησε με την πρόταση της Τρόικα και στις 25 Μαρτίου 2013, η κυβέρνηση κατέληξε σε μια νέα πολιτική συμφωνία με την Ευρωομάδα («Συμφωνία Ευρωομάδας») σχετικά με τα βασικά στοιχεία του προγράμματος προσαρμογής.

 

Η Συμφωνία της Ευρωομάδας προέβλεπε ότι η Λαϊκή Τράπεζα θα τίθετο υπό εξυγίανση  για να χωριστεί σε μια «καλή τράπεζα» η οποία θα  ενσωματωνόταν  με την Εναγόμενη 1 μαζί με 9 δισεκατομμύρια ευρώ της Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας (ELA) και σε μια «κακή τράπεζα» για να εκκαθαριστεί. Οι ασφαλισμένες καταθέσεις της Λαϊκής Τράπεζας θα προστατεύονταν, καθώς η Τρόικα  έκρινε ότι κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο, αλλά οι μέτοχοι (equity shareholders) και οι κάτοχοι ομολόγων, ήταν βέβαιο ότι θα υφίσταντο πλήρεις απώλειες κατά την εκκαθάριση και η ανάκτηση των ανασφάλιστων καταθέσεων αναμενόταν να είναι πολύ χαμηλή δεδομένης της σοβαρότητας των οικονομικών της τράπεζας. Η Εναγόμενη 1, από την άλλη πλευρά, θα ανακεφαλαιοποιείτο μέσω των εργαλείων διάσωσης με ίδια μέσα, το οποίο στην πραγματικότητα θα περιελάβανε διάσωση, μέσω της ανταλλαγής χρεών με ίδια κεφάλαια, μερική διαγραφή των μη ασφαλισμένων καταθέσεων και πλήρη απομείωση των μετοχών και κατόχων ομολόγων.  Η Συμφωνία της Ευρωομάδας προέβλεπε επίσης την πώληση των υποκαταστημάτων των τραπεζών στην Ελλάδα για σκοπούς χρηματοοικονομικής σταθερότητας τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα.

 

Μετά τη Συμφωνία της Ευρωομάδας, και αφού έλαβε υπόψη τη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, η Εναγόμενη 2, ασκώντας τις εξουσίες  της ως Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου Ν17(Ι)/2013, εξέδωσε μια σειρά διαταγμάτων και μεταγενέστερων τροποποιήσεων για την υιοθέτηση  και την εφαρμογή του συμφωνηθέντος προγράμματος. 

 

Με τη λήψη των πιο πάνω μέτρων εξυγίανσης, έχει επιτευχθεί η διατήρηση και συνέχιση προσφοράς των βασικών και κρίσιμων τραπεζικών εργασιών με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται η χρηματοοικονομική σταθερότητα του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην ολότητά του. Επιπλέον έχουν προστατευθεί πλήρως οι καταθέτες που θα αποζημιώνονταν από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων σε περίπτωση ενεργοποίησής του, διασφαλίζοντας την άμεση πρόσβαση των καταθετών στις ασφαλισμένες καταθέσεις και δεν μετακυλίστηκε το κόστος εξυγίανσης των τραπεζών στους φορολογούμενους. Αποφεύχθηκε επίσης το ενδεχόμενο χιλιάδες εργαζομένων της Εναγόμενης 1 και της Λαϊκής Τράπεζας να βρεθούν στην ανεργία αφού αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα της κατάρρευσης των τραπεζικών αυτών ιδρυμάτων. 

 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Παρακολούθησα με την επιβαλλόμενη προσοχή όλους τους μάρτυρες να καταθέτουν ενόρκως στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Θα πρέπει να τονίσω ότι η αξιολόγησή τους δεν περιορίστηκε στην εντύπωση που άφησαν από το εδώλιο του μάρτυρα αλλά επεκτάθηκε στην ουσία της εκδοχής τους, την οποία αντιπαρέβαλα με το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που κατατέθηκε ενώπιον μου (Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 και Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71).

 

O Μ.Ε.1 προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι ο πατέρας του και γενικά η οικογένεια του, ως οι διευθύνοντες σύμβουλοι των Εναγουσών, εξαπατήθηκαν από μια σειρά δηλώσεων, συνεντεύξεων και παραστάσεων υπουργών και άλλων κρατικών αξιωματούχων, οι οποίες τους έπεισαν να αφήσουν τις καταθέσεις των Εναγουσών στην Εναγόμενη 1, με αποτέλεσμα αυτές να υποστούν απομείωση.  Η προσπάθεια του όμως, κάθε άλλο παρά επιτυχής ήταν, αφού οι δηλώσεις και παραστάσεις στις οποίες αναφέρθηκε, οι οποίες αναλύονται λεπτομερώς πιο κάτω, δεν θα μπορούσαν λογικά να τους οδηγήσουν στην απόφαση να αφήσουν τις καταθέσεις των Εναγουσών, τις οποίες διατηρούσαν με την Εναγόμενη 1.

 

 

Κατ’  αρχή στη γραπτή του δήλωση – Έγγραφο Α – η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρει ως τέτοιο παράδειγμα την συνέντευξη του τότε υπουργού Οικονομικών κ. Καζαμία στην εφημερίδα Χαραυγή ημερομηνίας 8.1.2012 – Τεκμήριο 9 – η οποία διαβεβαίωνε, ως ισχυρίστηκε, ότι λαμβάνονταν όλα τα μέτρα για διόρθωση της κατάστασης και αντίστροφη των δημόσιων οικονομικών.  Όπως επιμαρτυρεί το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9, ο κ. Καζαμίας στην συνέντευξη του κάμνει ιδιαίτερη αναφορά στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα και στους καταθέτες των κυπριακών τραπεζών.  Αυτό, κατά την άποψη μου, ήταν λογικά το πλέον ενδιαφέρον για τον ίδιο και την οικογένεια του, ως καταθέτες σε κυπριακές τράπεζες, μέρος της συνέντευξης του κ. Καζαμία, στο οποίο θα έπρεπε να βασιστούν και όχι στο ότι λαμβάνονταν όλα τα μέτρα από την κυβέρνηση για ασφάλεια των δημόσιων οικονομικών.   Θεωρώ δε χρήσιμο να μεταφέρω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της συνέντευξης του, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Ε. Κυκλοφορούσαν φήμες που ήθελαν μια κυπριακή τράπεζα να καταρρέει και την Κυβέρνηση να σπεύδει σε κρατική στήριξη.  Πώς επηρεάζουν την χώρα μας και την οικονομία τέτοιες κακόβουλες ειδήσεις;

 

Α.   Οι βάσεις του κυπριακού τραπεζικού συστήματος είναι κατά κανόνα υγιείς και οι τράπεζες μας, όπως εξάλλου και οι ίδιες έχουν δηλώσει, είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κατάσταση από μόνες τους.  Τα αρμόδια κρατικά όργανα, βασικά η Κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα παρακολουθούν την κατάσταση και πήραν όλα τα αναγκαία μέτρα, κυρίως νομοθετικά, έτσι που αν προκύψει οποιαδήποτε ανάγκη διενέργειας καλυπτικής κίνησης, αυτό να γίνει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο.  Οι καταθέτες και οι συνεργάτες των κυπριακών τραπεζών και όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Κύπρο δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε και τους καλούμε να κωφεύσουν σε όλες τις κακόβουλες διαδώσεις.»

 

Όπως έχει διαφανεί, η ανωτέρω συνέντευξη παραχωρήθηκε δεκατέσσερις και πλέον μήνες πριν την απομείωση των καταθέσεων των Εναγουσών και γενικά των καταθέσεων των καταθετών της Εναγόμενης 1.  Πιο συγκεκριμένα, στην έκταση που σχετίζεται με την Εναγόμενη 1, παραχωρήθηκε λίγες μόνο μέρες μετά την επιστολή της Εναγόμενης 2 προς την Εναγόμενη 1 ημερομηνίας 27.12.2011 – Τεκμήριο 50 – με την οποία της ζητείτο να υποβάλει λεπτομερές σχέδιο για ενίσχυση της κεφαλαιακής της θέσης, με βάση τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ημερομηνίας 8.12.2011 – Τεκμήριο 49, προς τις Εθνικές Αρχές να απαιτήσουν από τις τράπεζες να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση με τη δημιουργία αποθεμάτων κεφαλαίου.  Αναμφισβήτητα δε η ημερομηνία της υπό αναφορά συνέντευξης απέχει κατά πολύ από την ημερομηνία που η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε γραπτώς την Εναγόμενη 2 και τον υπουργό Οικονομικών ότι δεν κατάφερε να καλύψει πλήρως το κεφαλαιακό της έλλειμμα.  Υπενθυμίζεται ότι η επιστολή της Εναγόμενης 1 φέρει ημερομηνία 20.6.2012 – Τεκμήριο 53.  Δεν διαφεύγει φυσικά της προσοχής μου ότι η απόφαση για την απομείωση των ΟΕΔ τον Οκτώβριο του 2011, στα οποία είχε επενδύσει η Εναγόμενη 1, επέφερε σ’  αυτήν σημαντικό πλήγμα και ήταν μια από τις αιτίες που διάβρωσαν την ποιότητα του δανειακού της χαρτοφυλακίου.  Σε καμιά περίπτωση όμως η Εναγόμενη 1 ήταν αφερέγγυα ή αναξιόχρεη κατά το χρόνο που είχε παραχωρηθεί η επίμαχη συνέντευξη του κ. Καζαμία.  Αξίζει ακόμα να επισημανθεί ότι ο ίδιος ο Μ.Ε.2 παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι η Εναγόμενη 1 κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, τηρούσε τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη που απαιτούσε η Εναγόμενη 2.  Είναι αργότερα που οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της Εναγόμενης 1 υστέρησαν σημαντικά των εποπτικών απαιτήσεων της Εναγόμενης 2, γι’  αυτό και η τελευταία την 20.7.2012 απαγόρευσε την εκποίηση  στοιχείων του ενεργητικού της Εναγόμενης 1 χωρίς την προηγούμενη έγκριση της (Εναγόμενης 2).

 

Υπό το φως των όσων έχουν αναφερθεί αμέσως πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι τα δεδομένα που ίσχυαν κατά την ημερομηνία της παραχώρησης της ανωτέρω συνέντευξης ήταν εντελώς διαφορετικά από τα δεδομένα τα οποία διαμορφώθηκαν ένα περίπου χρόνο αργότερα.  Η υπό αναφορά συνέντευξη του κ. Καζαμία, σε καμιά περίπτωση παραπλανούσε τους καταθέτες των Κυπριακών Τραπεζών, ειδικότερα τους καταθέτες της Εναγόμενης 1, κατά το χρόνο που αυτή είχε παραχωρηθεί.

 

Ένα άλλο έγγραφο το οποίο έπεισε τον πατέρα του, κατά τον ισχυρισμό του, να κρατήσει τις καταθέσεις των Εναγουσών στην Εναγόμενη 1 ήταν η επιστολή της Εναγόμενης 2 – Τεκμήριο 8.  Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Τεκμήριο 8 φέρει ημερομηνία 11.2.2013 και υπογράφεται από κάποιο Δρ. Γ. Γεωργίου, προϊστάμενο του γραφείου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.  Απευθύνεται δε σε κάποιο Τ. Φειδία ως εκτελών χρέη εκτελεστικού διευθυντή της Λαϊκής Τράπεζας.  Η εν λόγω επιστολή,  όπως προκύπτει από το αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο της, φαίνεται ότι ακολούθησε τη δημοσίευση ενός άρθρου στους Financial Times με τον τίτλο «Radical rescue proposed for Cyprus» ημερ. 10.2.2013 – Τεκμήριο 32.   Η Κεντρική Τράπεζα τονίζει ότι οποιαδήποτε πράξη η οποία σκοπεύει να ελαττώσει, αποστερήσει ή περιορίσει το ιδιοκτησιακό δικαίωμα των καταθετών, είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προστατεύουν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και είναι ουσιώδεις για τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας.

 

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, η συγκεκριμένη επιστολή ήταν «σήμα κατατεθέν» επειδή με αυτή βεβαιώθηκαν ότι οι καταθέσεις των Εναγουσών δεν κινδύνευαν να απομειωθούν.  Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι δεν έχει επεξηγήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες η υπό αναφορά επιστολή περιήλθε στην κατοχή του πατέρα του.  Ισχυρίστηκε ότι είχε δοθεί στον πατέρα του περί την 14.2.2013 από τον διευθυντή του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στο οποίο (ο πατέρας του) διατηρούσε τις καταθέσεις του.  Όπως όμως έχει αναφερθεί, αυτή δεν απευθύνεται ούτε προς τις Ενάγουσες ούτε στον πατέρα του, αλλά στον εκτελούντα χρέη εκτελεστικού διευθυντή της Λαϊκής Τράπεζας κ. Φειδία.  Ούτε καν στο διευθυντή του καταστήματος στο οποίο διατηρούσε τις καταθέσεις του απευθύνεται.  Επιπρόσθετα, από το περιεχόμενο της δεν διαφαίνεται ότι υπήρχε εντολή να κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε άλλο ή άλλα πρόσωπα, όπως τους διευθυντές των καταστημάτων της Λαϊκής Τράπεζας ή ακόμα σε όλους τους καταθέτες της, πέραν του προσώπου προς το οποίο απευθύνετο.  Από τη στιγμή που απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο διερωτώμαι για ποιο λόγο δόθηκε αντίγραφο της στον πατέρα του.  Θα ήθελα ακόμα να υπογραμμίσω ότι δεν διαβιβάστηκε στον πατέρα του από οποιοδήποτε εκπρόσωπο της Εναγόμενης 1, στην οποία διατηρούνταν οι επίδικες καταθέσεις.  Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στον  ισχυρισμό του ότι η συγκεκριμένη επιστολή στάληκε από τον υπογράφοντα αυτήν στην Εναγόμενη 1 καθώς και στον Πρόεδρο του Κυπριακού Συνδέσμου Διεθνών Επιχειρήσεων.  Αναμφισβήτητα συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, δεύτερου μάλιστα βαθμού, αφού πρόκειται για πληροφορία που προήλθε από τον πατέρα του, χωρίς να αποκαλυφθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή περιήλθε εις γνώση του πατέρα του.

 

Ισχυρίστηκε ακόμα ότι ο πατέρας του είχε παραδώσει την υπό αναφορά επιστολή στους δικηγόρους τους.  Ερωτηθείς όμως ως προς το ποιες ήταν οι οδηγίες που είχε δώσει στους δικηγόρους τους, απάντησε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει επειδή τις συγκεκριμένες υποθέσεις χειριζόταν εξ ολοκλήρου ο πατέρας του.  Είναι πράγματι άξιο απορίας πώς είναι δυνατό από τη μια να γνωρίζει ότι ο πατέρας του είχε παραδώσει την υπό αναφορά επιστολή τους δικηγόρους τους, αλλά να μη γνωρίζει το λόγο για τον οποίο τους την είχε παραδώσει.  Περισσότερο όμως άξιο απορίας, είναι το γιατί παραδόθηκε στους δικηγόρους τους, αφού σύμφωνα με την εκδοχή του, η επιστολή αυτή τους καθησύχασε ότι δεν επρόκειτο να γίνει «κούρεμα» καταθέσεων.

 

Αναφέρθηκε επίσης σε δήλωση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Ν. Αναστασιάδη που έκαμε στη Βουλή των Αντιπροσώπων κατά την τελετή εγκατάστασης του ότι δεν θα δεχόταν «κούρεμα» καταθέσεων, δήλωση η οποία, κατά τον ισχυρισμό του, έκαμε απόλυτη την πίστη τους ότι δεν θα γινόταν «κούρεμα» καταθέσεων.  Πέρα του ότι πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία, λογικά θα ανέμενα ότι θα κατατίθετο ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του κ.  Αναστασιάδη, ή τουλάχιστον το μέρος της εκείνο που αφορούσε τις τραπεζικές καταθέσεις και όχι να γίνεται επιλεκτική αναφορά στο συγκεκριμένο απόσπασμα από τη δήλωση του.  Η παράλειψη παρουσίασης ολόκληρου του μέρους της δήλωσης του που αφορούσε τις τραπεζικές καταθέσεις στέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να εντάξει την συγκεκριμένη δήλωση στο όλο κείμενο, ώστε να καταλήξει με ασφάλεια ότι το νόημα που εξάγεται από αυτή είναι ότι σε καμιά περίπτωση και κάτω από καμιά περίσταση θα αποδεχόταν «κούρεμα» καταθέσεων.

 

Όμως ακόμα και στην περίπτωση που αποδεχόμουν ότι το νόημα της όλης δήλωσης ήταν ότι πράγματι σε καμιά περίπτωση και κάτω από καμιά περίσταση θα αποδεχόταν κούρεμα καταθέσεων,  θα ήθελα να αναφέρω ότι, όπως θα διαφανεί εναργέστερα και από τα όσα θα περιγράψω σε κατοπινό στάδιο της απόφασης μου, στην ουσία ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξαναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αποδεχθεί τους όρους που επέβαλαν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurogroup) ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση ολόκληρης της οικονομίας και η χρεωκοπία του κράτους.

Στη Γραπτή του Δήλωση αναφέρει ότι ο πατέρας του πριν το «κούρεμα» των καταθέσεων διάβαζε ή άκουε στα ΜΜΕ ή τον πληροφορούσαν οι δικηγόροι του για διάφορα δημοσιεύματα, ανακοινώσεις ή συνεντεύξεις υπουργών και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων, οι οποίες τον έπεισαν να κρατήσει τις καταθέσεις των Εναγουσών στην Κύπρο και στην Εναγόμενη 1.  Πέραν όμως των δηλώσεων που σχολιάστηκαν πιο πάνω, σε καμμιά άλλη συγκεκριμένη δήλωση, ανακοίνωση ή συνέντευξη αναφέρθηκε.

 

Πέραν των πιο πάνω, δεν θα μπορούσα να κάμω αποδεκτό ούτε τον ισχυρισμό του ότι είναι με την επιστολή ημερομηνίας 16.3.2013 – Τεκμήριο 7 – που απαγορεύτηκε η μετακίνηση χρημάτων από τις τράπεζες.  Ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται από το ίδιο το περιεχόμενο της υπό αναφορά επιστολής.  Θα πρέπει να αναφερθεί ότι πρόκειται για επιστολή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου η οποία απευθύνεται προς όλες τις τράπεζες και υποκαταστήματα στην Κύπρο.  Όπως προκύπτει ξεκάθαρα από το περιεχόμενο της, με αυτή η Εναγόμενη 2 απαγόρευσε προσωρινά και μέχρι νεωτέρας την εισαγωγή από τα τραπεζικά ιδρύματα εντολών πληρωμής ή μεταφοράς κεφαλαίων σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών, όπως και τον διακανονισμό εντολών που είχαν ήδη εισαχθεί προς εκτέλεση σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή και διακανονισμό συναλλαγών.  Η απόρριψη του ισχυρισμού του ότι είναι με αυτή την επιστολή που απαγορεύτηκε η μετακίνηση των χρημάτων των Εναγουσών με οδηγεί αναπόφευκτα και στην απόρριψη του ισχυρισμού του ότι υπήρχε υποχρέωση δημοσιοποίησης του περιεχομένου της.

Ενόψει των όσων προσπάθησα να επεξηγήσω πιο πάνω, δεν θα μπορούσα να κάμω αποδεκτή την εκδοχή του μάρτυρα ότι παραπλανήθηκε ο ίδιος και η οικογένεια του από τις διάφορες δηλώσεις αξιωματούχων του κράτους (και της Κεντρικής Τράπεζας) με αποτέλεσμα να μη μεταφέρουν τις επίδικες καταθέσεις των Εναγουσών και αυτές να υποστούν απομείωση.

O M.E.2 παρουσιάστηκε ως ειδικός εμπειρογνώμονας επί οικονομικών ζητημάτων, ειδικότερα επί ζητημάτων που αφορούν την Κυπριακή οικονομία.  Τα καθήκοντα των εμπειρογνώμων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Πιττάλης κ.α. ν. Ianira Enterprises Ltd. κ.α. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814, 823 αναφέρθηκε ότι ο εμπειρογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι που να μπορέσει το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία (Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1).  Όπως είναι επίσης νομολογημένο, η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων διέπεται από τους ίδιους βασικά κανόνες που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε άλλου μάρτυρα (Cybarco Ltd ν. Kovascik (2001) 1 A.A.Δ. 2013).

Παρά το αποδεκτό της κατοχής από αυτόν των ακαδημαϊκών προσόντων τα οποία περιέγραψε στη μαρτυρία του, εντούτοις δεν κατάφερε να πείσει το Δικαστήριο ότι είναι ειδικός εμπειρογνώμονας επί των θεμάτων επί των οποίων κλήθηκε να εκφέρει την άποψη του.  Η παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα αποσκοπούσε περισσότερο στο να εξυπηρετήσει την υπόθεση των Εναγουσών παρά να βοηθήσει το Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα, βασιζόμενο στη δική του ανεξάρτητη κρίση.  Οι απόψεις του ήταν περισσότερο «θεωρητικού» χαρακτήρα, αφού βασίστηκαν, κατά το πλείστο, σε διάφορες δηλώσεις, προφορικές και γραπτές, κρατικών αξιωματούχων και άλλων πολιτικών προσώπων, που έγιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και σε δηλώσεις και μαρτυρίες που παρουσιάστηκαν ενώπιον της Επιτροπής Πική, η οποία είχε αναλάβει τη διερεύνηση των αιτίων που οδήγησαν στην οικονομική κρίση του Μαρτίου του 2013, και όχι στην εμπειρογνωμοσύνη την οποία απόκτησε από την τυχόν εμπλοκή ή ανάμειξη του στα γεγονότα που έλαβαν χώρα την επίμαχη περίοδο.  Ενδεικτική των όσων αναφέρω πιο πάνω είναι η απάντηση που έδωσε κατά την αντεξέταση του στην ερώτηση κατά πόσο οι απόψεις του προέρχονται από τη μελέτη των όσων λέχθηκαν ενώπιον της Επιτροπής Πική καθώς και ενώπιον του Δικαστηρίου στις διάφορες ακροαματικές διαδικασίες οι οποίες είχαν ως αντικείμενο παρόμοιες υποθέσεις απομείωσης, άλλως «κουρέματος» τραπεζικών καταθέσεων.  Η απάντηση του ήταν η ακόλουθη:

            «Κατ' αρχήν διδάσκω Money and Banking για πολλά χρόνια. Επίσης για πολλά χρόνια δίδασκα και ήμουν υπεύθυνος του προγράμματος για όσο καιρό λειτουργούσε το πρόγραμμα των εξετάσεων των φοιτητών ή τραπεζικών ως επί το πλείστον υπαλλήλων οι οποίοι έδιναν εξετάσεις για την απόκτηση του επαγγελματικού πτυχίου του τραπεζικού ινστιτούτου του Λονδίνου. Άρα αυτό μου δημιούργησε και οι σπουδές μου μαζί, μου δημιούργησαν ένα υπόβαθρο γνώσεων θεωρητικό, έτσι. Στη συνέχεια και όχι μόνο αυτής της κατάστασης αλλά βλέποντας διαχρονικά τα δεδομένα τα οποία υπάρχουν στην κυπριακή οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα ναι, έχω αναπτύξει κάποια γνώση. Να σας πω ότι την περίοδο 1998 μέχρι το 2009 είχα τακτική μόνιμη στήλη, μεγάλη στήλη στην εφημερίδα ο Φιλελεύθερος των οικονομικών Φιλελεύθερος κάθε Κυριακή, δηλαδή έχω συγγράψει περισσότερα από 500 άρθρα συν ένα μικρότερο σχόλιο της τάξης των 300 λέξεων, το οποίο δημοσιεύεται στην εφημερίδα κάθε Πέμπτη και όλα αυτά είχαν να κάνουν με τα τρέχοντα ζητήματα της κυπριακής οικονομίας. Αντιλαμβάνεστε όλα αυτά κάποιες γνώσεις, εμπειρίες κτλ συν φυσικά και όσα αναφέρατε εσείς και όλα και πολλά αλλά τα οποία μου έχουν δώσει πιστεύω υπόβαθρο από το οποίο μπορώ να εκφέρω απόψεις και να συμβουλεύσω ακόμα και την Κεντρική Τράπεζα.»

 

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το οποίο φαίνεται η μη κατοχή από αυτόν των απαιτούμενων γνώσεων ή εμπειρίας είναι και το ότι, ενώ αρχικά, αντεξεταζόμενος από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εναγόμενης 1 συμφώνησε ότι αν η Εναγόμενη 1 αφήνετο να εκκαθαριστεί, οι καταθέτες της, περιλαμβανομένων των Εναγουσών, θα ήταν σε δυσμενέστερη θέση,  από αυτήν στην οποία βρέθηκαν με την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, σε κατοπινό στάδιο, αντεξεταζόμενος από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εναγόμενης 2 επί του ιδίου ζητήματος, ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να απαντήσει, για να μπορέσει δε να απαντήσει θα έπρεπε να «βάλει κάτω» τους αριθμούς και δεδομένα, άσκηση την οποία έκαμε για τη Λαϊκή Τράπεζα, όχι όμως για την περίπτωση της Εναγόμενης 1.  Είναι άξιον απορίας, πώς ένας μάρτυρας που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας να μην είναι σε θέση να εκφέρει άποψη επί ενός τόσο ουσιώδους σημασίας για την κρινόμενη υπόθεση ζήτημα.

 

Ένα ακόμα παράδειγμα ενδεικτικό του ότι στερείτο οποιωνδήποτε γνώσεων επί των μέτρων εξυγίανσης που εφαρμόστηκαν στην Εναγόμενη 1 ήταν και η θέση του ότι της επιβολής των ως άνω μέτρων δεν είχε προηγηθεί από την Εναγόμενη 2 η δική της μελέτη η οποία να βεβαιώνει ότι με τα μέτρα αυτά οι καταθέτες της Εναγόμενης 1 θα ήταν σε καλύτερη μοίρα από το αν αφήνετο η τράπεζα να εκκαθαριστεί και ότι η επέμβαση σε δικαιώματα των καταθετών δεν θα ξεπερνούσε τα όρια που επιτρέπει το Σύνταγμα.  Διαφαίνεται ότι δεν είχε υπόψη του το κατατεθέν από τον Μ.Ε.1 έγγραφο – Τεκμήριο 34 – το οποίο περιγράφεται ως «Αξιολόγηση των προϋποθέσεων του άρθρου 6 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ» ημερομηνίας 24.3.2013.  Όταν δε του υποδείχθηκε το έγγραφο αυτό από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εναγόμενης 2 προέβαλε αρχικά τη θέση ότι είχε εκδοθεί εκ των υστέρων από την Εναγόμενη 2 και αμέσως μετά ανέφερε επί λέξει «… θεωρώ ότι … εντάξει, πρέπει να κάνω κι εγώ κάποια στοιχεία για να το μελετήσω».  Ισχυρίστηκε ακόμα ότι το έγγραφο αυτό δίνει κάποιους αριθμούς χωρίς να υπάρχει λεπτομερής τεκμηρίωση του.  Οι ανωτέρω προβληθείσες εκ μέρους του δικαιολογίες καταρρίπτονται από το αναντίλεκτο περιεχόμενο του ανωτέρω τεκμηρίου, το οποίο επεξηγεί λεπτομερώς τους λόγους οι οποίοι επέβαλαν τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1.

 

Ένα έγγραφο το οποίο, κατά τη θέση του, αποτελεί απόδειξη του ότι δεν έγινε η ανωτέρω μελέτη από την Εναγόμενη 2, είναι η επιστολή ημερομηνίας 24/3/2013 – Τεκμήριο 33 – με την οποία ο Διοικητής της Εναγόμενης 2 εισηγείτο την εγγύηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για κάλυψη περαιτέρω δανεισμού ύψους €3,8 δις προς τη Λαϊκή Τράπεζα.  Κατά το επιχείρημα του, η ως άνω εισήγηση αποδεικνύει ότι η Εναγόμενη 2 είχε προβεί σε αξιολόγηση που ουσιαστικά απέρριπτε τα μέτρα εξυγίανσης, που στη συνέχεια υιοθετήθηκαν μέσα σε λίγες ώρες, χωρίς να αποδεικνύεται η ύπαρξη οποιασδήποτε μελέτης ως προς το κατά πόσο η εκκαθάριση της Λαϊκής Τράπεζα θα είχε καλύτερα ή χειρότερα οικονομικά αποτελέσματα απ’  ότι η εξυγίανση με τις επιπτώσεις που επήλθαν στη συνέχεια στην Εναγόμενη 1.

 

Το ανωτέρω συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, είναι κατά την άποψη μου, παντελώς αυθαίρετο.  Όπως επιμαρτυρεί το περιεχόμενο του ως άνω τεκμηρίου, η παραχώρηση της εγγύησης της Κυπριακής Δημοκρατίας προς τη Λαϊκή Τράπεζα ήταν απαραίτητη για τη διευθέτηση του διαχωρισμού των εν Ελλάδι εργασιών της και της πώλησης τους, ώστε να αποδεσμεύονταν τα εκεί περιουσιακά της στοιχεία, τα οποία ήταν δεσμευμένα προς όφελος της Εναγόμενης 2, και να καθίστατο δυνατή η πώληση τους, η οποία είχε τεθεί ως όρος από τους διεθνείς δανειστές για την υπογραφή του μνημονίου συναντίληψης.  Όπως δε επεξήγησε πολύ παραστατικά ο Μ.Υ.2 αν δεν γινόταν ο διαχωρισμός των εν Ελλάδι εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας, τα μέτρα εξυγίανσης που είχαν εφαρμοστεί επί της Λαϊκής Τράπεζας στην Κύπρο, θα έπρεπε να  εφαρμόσουν και επί των καταστημάτων της Λαϊκής Τράπεζας που βρίσκονταν στην Ελλάδα, κάτι το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα και την απομείωση των καταθέσεων που διατηρούνταν σ’  αυτά.  Δεν ήταν όμως νομικά εφικτή η εφαρμογή των μέτρων αυτών στην Ελλάδα, οι δε Ελληνικές Αρχές είχαν προειδοποιήσει ότι αν γινόταν προσπάθεια εφαρμογής τους και στην Ελλάδα, θα προχωρούσαν σε κρατικοποίηση των εκεί καταστημάτων της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Πέραν των πιο πάνω, στη γραπτή του δήλωση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι εκπρόσωποι των Εναγομένων 2 και 3 με διάφορες δηλώσεις τους παραπλανούσαν τους καταθέτες της Εναγόμενης 1 ότι δεν ετίθετο ζήτημα απομείωσης των καταθέσεων τους.  Ως παράδειγμα τέτοιων δηλώσεων αναφέρει την επιστολή του κ. Γεωργίου ημερομηνίας 11.2.2013 - Τεκμήριο 8 - η οποία σχολιάστηκε σε προγενέστερο στάδιο της απόφασης μου, όπως και τη δήλωση του νεοεκλεγέντος τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Αναστασιάδη, ότι δεν θα επέτρεπε να γίνει «κούρεμα» καταθέσεων.  Κατά τον ισχυρισμό του, οι ως άνω δηλώσεις έγιναν, παρά το ότι οι εκπρόσωποι των Εναγομένων 2 και 3 γνώριζαν, όταν προέβαιναν σ’  αυτές, ότι δεν θα εγκρίνετο από την Τρόικα το ποσό που είχε ζητηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και ότι αυτές θα ανακεφαλαιόνονταν με ίδια μέσα.  Έχω την ταπεινή άποψη ότι το έργο του ως εμπειρογνώμονας δεν ήταν να αναφέρει κατά πόσο οι ως άνω δηλώσεις είχαν παραπλανήσει τους καταθέτες της Εναγόμενης 1, στην προκειμένη περίπτωση τις Ενάγουσες.  Μόνο ο εκπρόσωπος των Εναγουσών θα μπορούσε να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό.  Η συγκεκριμένη μαρτυρία βρίσκεται εκτός του πεδίου των καθηκόντων του μάρτυρα ο οποίος θέλει να του προσδίδεται η ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Καθήκον του ήταν να βοηθήσει το Δικαστήριο, με την επιστημονική του άποψη, να διαγνώσει τους λόγους οι οποίοι οδηγήσαν στην εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 και την απομείωση των καταθέσεων.  Με  την προβολή των ως άνω ισχυρισμών του σκόπευε αποκλειστικά να εξυπηρετήσει την υπόθεση των Εναγουσών.  Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα του ως άνω σκοπού του ήταν και η θέση της Γραπτής του Δήλωσης ότι «… η επιλεκτική επικοινωνιακή δημοσιοποίηση και ειδικότερα με τον τρόπο που έγινε από πλευράς των Κυπριακών Αρχών και η χρήση της Διακήρυξης των Αρχηγών Κρατών της ΕΕ (Τεκμήριο 18), παραπλανούσε τους καταθέτες, δημιουργώντας λανθασμένη εικόνα παραπέμποντας τους στο να πιστεύουν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα με τις κυπριακές τράπεζες και ειδικότερα με την κεφαλαιακή τους επάρκεια.»   Ερωτηθείς κατά την αντεξέταση του αν ο εκπρόσωπος των Εναγουσών (Μ.Ε.1) ήταν γνώστης του περιεχομένου του Τεκμηρίου 18 έδωσε την ακόλουθη απάντηση, την οποία μεταφέρω αυτούσια:

 

«Μόλις, δεν μιλήσαμε για το συγκεκριμένο τεκμήριο κατά πόσο… ξέρω ότι υπήρχε η θέση των αρχηγών κρατών η οποία περιλάμβανε τα στοιχεία αυτά τα οποία υπήρχαν.»

 

Φυσικά θα πρέπει να επισημάνω ότι ο Μ.Ε.1 ουδόλως αναφέρθηκε στο ως άνω τεκμήριο.

 

Ένας εκ των παραγόντων που κατά τη θέση του οδήγησε στην ανάγκη εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 ήταν η επένδυση της  σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως ΟΕΔ) και η μετέπειτα απομείωση τους.  Όπως συγκεκριμένα υποστήριξε, κατά την περίοδο 2009 – 2010 παρόλο που η Ελληνική οικονομία βρισκόταν κάτω από τεράστια πίεση και τα δημόσια οικονομικά της είχαν εξασθενήσει σε βαθμό μη αναστρέψιμο, η Εναγόμενη 1 και γενικά οι κυπριακές τράπεζες, ενεργώντας ριψοκίνδυνα, κερδοσκοπικά και σε πλήρη αντίθεση με τις βέλτιστες τραπεζικές πρακτικές τις οποίες θεσμικά και ηθικά όφειλαν να εφαρμόσουν, εξακολουθούσαν να αγοράζουν τα ΟΕΔ, με την Εναγόμενη 2 ως επόπτη να μην παρεμβαίνει, παρά μόνο να υποδεικνύει τον κίνδυνο.

Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι η αναφορά του σε παράβαση θεσμικής υποχρέωσης της Εναγόμενης 1 με την αγορά των ΟΕΔ υπήρξε γενική κα αόριστη, αφού καμιά αναφορά έκαμε στο θεσμό ή στον κανόνα δικαίου ο οποίος απαγόρευε κατά τον ουσιώδη χρόνο τέτοιου είδους επένδυση.  Το ίδιο γενική και αόριστη υπήρξε και η αναφορά του στις βέλτιστες τραπεζικές πρακτικές αφού παρέλειψε να επεξηγήσει στο Δικαστήριο κατά  πόσο πρόκειται για κωδικοποιημένες πρακτικές ή ακόμα να καταθέσει το σχετικό κώδικα.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι το απόσπασμα που ο ίδιος παρουσίασε από το σύγγραμμα «Lending and Securities» –Τεκμήριο 42 – αναφέρεται μεν σε βέλτιστη τραπεζική πρακτική, όμως εν σχέσει με την χορήγηση δανείων και διευκολύνσεων, όπως αναφέρει και ο  ίδιος στη σελίδα 4 της Γραπτής του Δήλωσης. Καμιά αναφορά γίνεται σ’  αυτό σε βέλτιστες τραπεζικές πρακτικές που εφαρμόζονται σε τραπεζικές επενδύσεις, ειδικότερα σε επενδύσεις ομολόγων.

 

            Στη Γραπτή του Δήλωση – Έγγραφο Β – αναφέρει ως ένα εκ των σοβαρών παραγόντων ο οποίος ώθησε τα εκτελεστικά στελέχη της Εναγόμενης 1 να προβούν στην τόσο μεγάλης κλίμακας επένδυση στα ΟΕΔ, τα ποσοστά υψηλών αμοιβών που είχαν από τη συγκεκριμένη επένδυση.  Κάνει δε αναφορά σε «Πρωτόκολλο» που υπήρχε στην Εναγόμενη 1 για την παροχή αμοιβών στα στελέχη της.  Κάνει επίσης αναφορά στην κατάθεση κάποιας κας Διογένους, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 1, ενώπιον της Επιτροπής Πική, η οποία επεξήγησε ότι από το 2009 το ½ του φιλοδωρήματος των στελεχών της Εναγόμενης 1 παρεχόταν σε μετοχές της τράπεζας, τις οποίες θα έπρεπε να κρατήσουν για κάποιο χρονικό διάστημα πριν τις διαθέσουν.  Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ούτε το ισχυριζόμενο Πρωτόκολλο αλλά ούτε και η κατάθεση που έδωσε η κα Διογένους ενώπιον της Επιτροπής Πική παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο η ορθότητα της θέσης του ως προς τις αμοιβές που λάμβαναν τα στελέχη της Εναγόμενης 1  και, κατ’  επέκταση, ότι αυτές ήταν που τα ώθησαν να προβούν στη ρηθείσα επένδυση.  Ούτε καν το πόρισμα της Επιτροπής Πική παρουσίαστηκε στο Δικαστήριο.  Το γεγονός ότι ο ίδιος είχε παρακολουθήσει τις εργασίες της Επιτροπής Πική και άκουσε τα όσα κατέθεσε η κα Διογένους, δεν θα μπορούσε να μεταβάλει τα δεδομένα, τα οποία αναφέρθηκαν πιο πριν.  Αναμφισβήτητα τα όσα ανωτέρω ανέφερε αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία. Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι κριτής της βαρύτητας που προσδίδεται σε εξ’ ακοής μαρτυρία είναι το ίδιο το Δικαστήριο (Genemp Trading Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ.2050 και Haji κ.ά. ν. Adonis Baths Mavrokolimbos Waterfalls Limited κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. 192/14, ημερ. 10.5.2022), ECLI:CY:AD:2022:D181.  Τα κριτήρια τα οποία λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο στο ανωτέρω έργο του καθορίζονται στο άρθρο 27(2) του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9[1].

 

Στην προκειμένη περίπτωση, αφού στάθμισα όλα τα ανωτέρω κριτήρια, περαιτέρω δε αφού έλαβα σοβαρά υπόψη ότι ούτε το Πρωτόκολλο με τις σχετικές αμοιβές, ούτε και η κατάθεση που έδωσε η κα Διογένους ενώπιον της Επιτροπής Πική παρουσιάστηκαν, κατέληξα όπως μη προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στο ως άνω μέρος της Γραπτής του Δήλωσης.

 

Μια άλλη θέση της Γραπτής του Δήλωσης είναι ότι δεν επεδείχθη από τα στελέχη της Εναγόμενης 1 η αναμενόμενη επιμέλεια στην αναγνώριση και αξιολόγηση των κινδύνων και στη δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων στην επένδυση σε ΟΕΔ.  Στη βάση δε της υπόθεσης ότι πρόκειται περί Ομολόγων χώρας μέλους της ΟΝΕ και ο κίνδυνος είναι μειωμένος, θεώρησαν ως ευκαιρία την επένδυση αυτή, η οποία ανέμεναν ότι θα τους απέφερε σημαντικό κέρδος.

Από την αντίθετη πλευρά, η μάρτυρας της Εναγόμενης 1 (Μ.Υ.1) δεν αμφισβήτησε ότι η συγκεκριμένη επένδυση της Εναγόμενης 1 σε ΟΕΔ ήταν μια εμπορική πράξη η οποία απέβλεπε στην αποκόμιση κέρδους.  Όπως όμως επεξήγησε, τα Ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης θεωρούνταν, κατά την κρίσιμη περίοδο, ως μηδενικού ρίσκου και δεν απαιτείτο η διατήρηση κεφαλαίων γι’  αυτά.  Στην ουσία τύγχαναν του ιδίου χειρισμού όπως τα μετρητά, δηλαδή δεν υπήρχε απαίτηση από τις εποπτικές αρχές να διατηρείται κεφαλαιουχικό αποθεματικό για να καλύψει τυχόν ζημιές.  Υποστήριξε ακόμα ότι αξιολογήθηκαν από την Εναγόμενη 1 όλοι οι κίνδυνοι, ιδιαίτερα το ότι η Ελληνική Δημοκρατία βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή μνημονίου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για δανειακή στήριξη στης.  Όμως η απομείωση, άλλως η επέκταση του χρόνου αποπληρωμής των Ομολόγων της, δεν ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε να προβλεφθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφού είχε προηγηθεί η υπογραφή μνημονίου για δανειακή στήριξη από άλλες χώρες της ευρωζώνης (Ιρλανδία, Πορτογαλλία, Ιταλία, Ισπανία), χωρίς να υπάρξει απομείωση των Ομολόγων τους.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, η απομείωση των ΟΕΔ, ήταν κάτι το πρωτοφανές, αφού δεν υπήρχε, ούτε μέχρι σήμερα υπάρχει, άλλη χώρα στην ευρωζώνη που κατέληξε σε τέτοιο αποτέλεσμα.

Αφού στάθμισα τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις, κατέληξα όπως αποδεχθώ, ως λογικότερη αυτή της Μ.Υ.1.  Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη επένδυση δεν απέφερε το αναμενόμενο κέρδος, αλλά αντίθετα προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην Εναγόμενη 1 την οποία επέφερε η απομείωση, άλλως η επέκταση της πληρωμής των ΟΕΔ, δεν υποδηλώνει, κατά την άποψη μου, ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά από τα στελέχη της Εναγόμενης 1 όλοι οι κίνδυνοι τέτοιας επένδυσης.  Όπως ο ίδιος δέχθηκε κατά την αντεξέταση του από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εναγόμενης 2, η επένδυση σε κρατικά Ομόλογα θεωρείται επένδυση χαμηλού ρίσκου, ανάλογα και με την οικονομία του κράτους έκδοσης τους.  Δέχθηκε ακόμα ότι εκτός από την Ελλάδα, δεν υπήρξε άλλη χώρα μέλους της Ευρωζώνης της οποίας τα Ομόλογα να απομειώθηκαν ή να επιμηκύνθηκε ο χρόνος αποπληρωμής τους.  Η αμέσως πιο πάνω παραδοχή του ενισχύει, κατά την άποψη μου, τη θέση της Μ.Υ.1 ότι δεν ήταν προβλεπτό κατά το χρόνο αγοράς των ΟΕΔ ότι θα μπορούσε να υπάρξει απομείωση άλλως επέκταση του χρόνου πληρωμής τους.  Θεωρώ δε χρήσιμο να παραθέσω αυτούσια την απάντηση που έδωσε στην υποβολή της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης 2 ότι δεν ήταν προβλέψιμο ότι θα μπορούσε να γίνει απομείωση των ΟΕΔ.  Η απάντηση του έχει ως ακολούθως:

 

«Θεωρώ ότι το πρόβλημα ήταν εκεί, το χρέος της Ελλάδος ήταν εκεί και το πρόβλημα αντιμετώπισης της Ελλάδος ήταν επίσης εκεί. Οπόταν εάν λάβουμε υπόψη μας το τι εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες και τι εφαρμόζετο στην ευρωζώνη πριν τη δημιουργία της ευρωζώνης σε ευρωπαϊκές χώρες, οπότε θεωρώ ότι αυτό ήταν ενδεχομένως εκείνο το οποίο πίστευαν την εποχή εκείνη αυτοί οι, ιδιαίτερα αυτοί οι οποίοι επένδυσαν στα ομόλογα ήταν ότι αυτό δεν συνέβαινε γιατί η Ελλάδα ήταν μέρος της ευρωζώνης και δεν θα αφήνετο να γίνει αυτό το πράγμα. …….»

 

Με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι η θέση του ότι δεν επεδείχθη η αναμενόμενη επιμέλεια από τα στελέχη της Εναγόμενης 1 στην αξιολόγηση και αναγνώριση των κινδύνων και στη δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων στην επένδυση ΟΕΔ, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο.  Επιρρίπτει επίσης ευθύνη στην Εναγόμενη 1 επί τω ότι παρέλειψε να διαπραγματευθεί, να πωλήσει με άλλα λόγια, τα ΟΕΔ οποτεδήποτε πριν την απομείωση τους.  Όπως συγκεκριμένα υποστήριξε, μια διαπραγμάτευση τους στο χρηματιστήριο οποτεδήποτε πριν την απομείωση τους θα άφηνε λιγότερη ζημιά στην Εναγόμενη 1 διότι θα πωλούνταν στην τρέχουσα χρηματιστηριακή τους αξία, η οποία θα λάμβανε υπόψη τα δεδομένα της συγκεκριμένης στιγμής και όχι αυτά που δημιουργήθηκαν με την απόφαση της απομείωσης. Η δε αξία στην οποία θα πωλούνταν θα ήταν πολύ πιο ψηλή από αυτή που κατέληξε να είναι τον Οκτώβρη του 2011.

Αυτό το οποίο έχω να αναφέρω είναι ότι η άποψη του ότι η ζημιά της Εναγομένης 1 θα ήταν πολύ μικρότερη εάν τα ΟΕΔ πωλούνταν οποτεδήποτε πριν την απομείωση τους, δεν τεκμηριώθηκε από το απαιτούμενο υπόβαθρο μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο η ορθότητα της κρίσης του.  Κανένας πίνακας ή άλλο στοιχείο με τις τιμές των ΟΕΔ που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο παρουσιάστηκε από αυτόν.  Η αντίθετη θέση της  Μ.Υ.1 ήταν ότι σε περίπτωση που τα ΟΕΔ πωλούνταν κατά την περίοδο πριν τον Οκτώβριο του 2011 που επήλθε συμφωνία με το Eurogroup, θα δημιουργείτο μεγαλύτερη ζημιά στην Εναγόμενη 1 από αυτή που είχε δημιουργηθεί με τη συμμετοχή της στην απομείωση τους, για το λόγο ότι τον Ιούλιο του 2011 οι τιμές τους ήταν ήδη σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με το ποσοστό απομείωσης των ΟΕΔ που προέβλεπε η πρώτη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Eurogroup κατά τον Ιούλιο του 2011 που ήταν της τάξης του 21% (ΡSI 1).  Η συμφωνία όμως αυτή δεν ολοκληρώθηκε και οι διαβουλεύσεις της Ελλάδας με την Τρόϊκα συνεχίστηκαν.  Οι τιμές τους κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2011 συνέχισαν την καθοδική τους πορεία και ήταν  σημαντικά χαμηλότερες από τα εκάστοτε PSI (Private Sector Involvment).  Προς τεκμηρίωση δε της ως άνω θέσης της, η Μ.Υ.1 παρουσίασε πίνακα με τις τιμές τριών ενδεικτικά ομολόγων κατά την επίμαχη περίοδο – Τεκμήριο 47.  Αξίζει να επισημανθεί ότι η θέση της Μ.Υ.1 ότι το ποσοστό απομείωσης των ΟΕΔ κατά το ΡSI 1 του Ιουλίου 2012 ήταν 21%, ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγουσών, όπως επίσης και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 47 παρέμεινε αδιαμφισβήτητο.

Έχοντας σταθμίσει όσα έχω αναφέρει πιο πάνω,  κατέληξα όπως αποδεχθώ τη θέση της Μ.Υ.1 ότι σε περίπτωση που τα ΟΕΔ πωλούνταν σε οποιοδήποτε χρόνο πριν τον Οκτώβρη του 2011, η ζημιά που θα προκαλείτο στην Εναγόμενη 1 θα ήταν μεγαλύτερη από αυτή την οποία υπέστη τελικά από την απομείωση τους.

Αναφορικά με τα ΟΕΔ επιρρίπτει ευθύνη και στην Εναγόμενη 2 επί τω ότι δεν παρενέβη, ως είχε καθήκον αλλά και δικαίωμα, και να απαιτήσει από την Εναγόμενη 1 περί το τέλος του 2010 ή αρχές του 2011 ή ακόμα τον Ιούλιο του 2011 που λάμβαναν χώρα οι ανεπίσημες προσπάθειες για επίτευξη συμφωνίας απομείωσης των ΟΕΔ, να τα πωλήσει, να της υποδείξει την ορθή τραπεζική πρακτική διασποράς του κινδύνου, ώστε να τον περιορίσει.  Έχοντας όμως απορρίψει τη θέση  του ότι η διαπραγμάτευση (πώληση) των ΟΕΔ οποτεδήποτε πριν την απομείωση τους θα άφηνε πολύ μικρότερη ζημιά στην Εναγόμενη 1 απ’  ότι η απομείωση τους, θεωρώ ότι ορθά η Εναγόμενη 2 δεν παρενέβη και να απαιτήσει από την Εναγόμενη 1 να τα πωλήσει κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρθηκε πιο πάνω, ακόμα και στην περίπτωση που αποδεχόμουν ότι η Εναγόμενη 2 είχε τέτοιο καθήκον ή δικαίωμα, δυνάμει της Νομοθεσίας η οποία βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Θεωρώ όμως ορθό να παραθέσω αυτούσια την απάντηση που έδωσε στην υποβολή της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγομένης 2 ότι η Εναγόμενη 2 δεν είχε εξουσία να απαιτήσει από την Εναγόμενη 1 να πωλήσει τα ΟΕΔ καθότι αυτό θα συνιστούσε παρέμβαση στις επενδυτικές αποφάσεις της διεύθυνσης της τράπεζας.  Η απάντηση του ήταν η ακόλουθη:

            «Η θέση μου είναι ότι ένα από τα καθήκοντα της Κεντρικής Τράπεζας είναι να διασφαλίσει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα και η παρέμβαση φυσικά προς την κατεύθυνση αυτήν. Εάν η Κεντρική Τράπεζα αναγνώριζε έγκαιρα την έκθεση η οποία υπήρχε στην επένδυση ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου τότε πιστεύω θα μπορούσε να επέμβει μόνο και μόνο, δεν είμαι νομικός αλλά από την ευχέρεια την οποία της παρέχει ή της παρείχε η τότε νομοθεσία για να σταθεροποιήσει η προστασία του χρήματος των καταθετών, η προστασία ακόμα και των ίδιων των επενδυτών των μετοχών αλλά και των ομολόγων της Τράπεζας.

Η αμέσως πιο πάνω απάντηση του, ειδικά δε η παραδοχή του ότι δεν είναι νομικός, καθιστά εμφανές ότι η άποψη του σε εκ του νόμου καθήκον της Εναγόμενης 2 να επέμβει προς το σκοπό της προστασίας του «χρήματος των καταθετών», εκφεύγει του πεδίου της ειδικότητας του ως οικονομολόγου.

Επιρρίπτει ακόμα ευθύνη στις Εναγόμενες 2 και 3 επί τω ότι παρέλειψαν να αξιολογήσουν και διαγνώσουν τις επιπτώσεις από την απομείωση των ΟΕΔ στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, ως όφειλαν να διαγνώσουν, σε αντίθεση με την Ελληνική Κυβέρνηση η οποία κατάφερε να εξασφαλίσει στήριξη του τραπεζικού της συστήματος και ουσιαστική θωράκιση του, ύψος 48 δις.  Χαρακτηριστικά αναφέρει στη γραπτή του δήλωση «…. δυστυχώς η Κυπριακή κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τους κινδύνους και τις συνέπειες της απόφασης αυτής για τις Κυπριακές συστημικές τράπεζες και τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην Κυπριακή οικονομία και ως αποτέλεσμα δεν ζήτησε καμία απολύτως βοήθεια για τη στήριξη του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος, το οποίο ήταν έντονα εκτεθειμένο, ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό από Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα στα ΟΕΔ».  Όπως επίσης ανέφερε κατά την αντεξέταση του, η Κύπρος θα έπρεπε να είχε ζητήσει την στήριξη των Κυπριακών Τραπεζών, όπως είχε ζητήσει η Ελλάδα.

Στην αντίπερα όχθη, ο μάρτυρας της Εναγόμενης 3 (Μ.Υ.3) αντεξεταζόμενος επί του συγκεκριμένου ζητήματος, προέβαλε ως λόγο για τον οποίο δεν είχε ζητηθεί από πλευράς κυπριακής κυβέρνησης κατά τις διαπραγματεύσεις για την απομείωση των ΟΕΔ, η στήριξη των κυπριακών τραπεζών, σε αντίθεση με την ελληνική κυβέρνηση, το ότι δεν μπορούσε να ζητηθεί κάτι τέτοιο, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία δεν βρισκόταν τότε σε μνημόνιο, ενώ αντίθετα η Ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη υπογράψει μνημόνιο, θέση η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγουσών.  Από την άλλη, θα ήθελα να αναφέρω ότι η άποψη του μάρτυρα (Μ.Ε.2) ότι η κυπριακή κυβέρνηση όφειλε να ζητήσει βοήθεια για στήριξη των κυπριακών τραπεζών συνεπεία της ζημιάς που υπέστηκαν από την απομείωση των ΟΕΔ, φαίνεται να μη συμφωνεί με την άποψη του κ. Χαραλάμπους, οικονομολόγου, την οποία εξέφρασε ενώπιον της Επιτροπής Πική, σύμφωνα με την οποία η Κύπρος θα έπρεπε να αποταθεί αμέσως μετά το «κούρεμα» των ΟΕΔ στο μηχανισμό στήριξης με τη βάσιμη προσδοκία ότι θα επιδεικνυόταν ελαστικότητα στην επιβολή όρων.  Η ως άνω άποψη του κ. Χαραλάμπους, την οποία ο ίδιος ο μάρτυρας παραθέτει στη Γραπτή Δήλωση του (σελ. 29 - 30) καθιστά εμφανές, κατά την ταπεινή μου άποψη, το ότι δεν ήταν δυνατό να ζητηθεί οικονομική βοήθεια εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης για στήριξη των κυπριακών τραπεζών, έξω από τα πλαίσια  μνημονίου συναντίληψης με τους διεθνείς  δανειστές, στο οποίο βρισκόταν ήδη η ελληνική κυβέρνηση, γι’ αυτό και της είχε παραχωρηθεί οικονομική βοήθεια για στήριξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.  Τα όσα έχω παραθέσει αμέσως πιο πάνω, με οδηγούν αναπόφευκτα και στην απόρριψη του ισχυρισμού του ότι ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μετέβηκε στη διαπραγμάτευση για επιμήκυνση του Ελληνικού δημοσίου χρέους (PSI) χωρίς την ελάχιστη τεχνοκρατική υποστήριξη και βοήθεια από την πλευρά της Εναγόμενης 2, με αποτέλεσμα, μοιραία, να αποδεχθεί τη συμμετοχή των Κυπριακών Τραπεζών στη διαδικασία για την απομείωση του Ελληνικού χρέους και, κατ’  επέκταση, των ΟΕΔ, χωρίς να ζητήσει ανταλλάγματα στήριξης του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος. 

Υποστηρίζει επίσης στη Γραπτή του Δήλωση ότι αν η Εναγόμενη 1 πληρούσε τις οδηγίες της Εναγόμενης 2, δεν θα χρειαζόταν να εφαρμοστούν σ’  αυτήν μέτρα εξυγίανσης.  Όπως συγκεκριμένα αναφέρει, το γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 κατά την 31.12.2012 υστερούσε σημαντικά των εποπτικών απαιτήσεων, δηλαδή δεν πληρούσε τις οδηγίες της Εναγόμενης 2, αποτελεί απόδειξη της δικής της ευθύνης για την ανάγκη τελικά εξυγίανσης της.  Τα όσα ανωτέρω υποστήριξε δεν μπορούν  να γίνουν αποδεκτά από το Δικαστήριο.  Όπως ο ίδιος δέχθηκε κατά την αντεξέταση του, η Εναγόμενη 1 για όλα τα έτη τηρούσε τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη που η Εναγόμενη 2 απαιτούσε να τηρείται μετά την αξιολόγηση SREP (Supervisory Review and Evaluation Process) που, όπως επεξηγήθηκε, είναι η διαδικασία αξιολόγησης, με βάση την οποία καθορίζεται ο ελάχιστος εποπτικός δείκτης που απαιτείται να τηρεί μια τράπεζα κατά τον αμέσως επόμενο της αξιολόγησης χρόνο.  Σύμφωνα δε όσα αδιαμφισβήτητα κατέθεσε ο Μ.Υ.2, οι προκαταρκτικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της Εναγόμενης 1 κατά την 31.12.2012 παρουσίασαν σημαντική μείωση σε σχέση με τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στις 30.9.2012 λόγω των αυξημένων προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις που διενεργήθηκαν το τελευταίο τρίμηνο του 2012.  Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι, όπως ο ίδιος δέχθηκε κατά την αντεξέταση του, η απομείωση των ΟΕΔ δεν ήταν η μοναδική ζημιά της Εναγόμενης 1 τη δεδομένη στιγμή.  Άλλοι ζημιογόνοι παράγοντες ήταν η έκρηξη στο Μαρί καθώς και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε Ελλάδα και Κύπρο.

 

Πέραν από την επένδυση στα ΟΕΔ, ψέγει επίσης την Εναγόμενη 1 για τις πρακτικές τις οποίες ακολουθούσε στη χορήγηση δανείων, χωρίς να δίνεται επαρκής σημασία στη ρευστότητα και την ικανότητα του χρεώστη να αποπληρώσει.  Στις σελίδες 37 και 38  της Γραπτής του Δήλωσης καταγράφεται μια σειρά από μεγάλα δάνεια τα οποία είχαν χορηγηθεί σε εταιρείες, στα οποία, κατά τη θέση του, υπήρχαν «επισφάλειες».  Όλα αυτά φυσικά, δεν ήταν το αποτέλεσμα δικής του έρευνας ή μελέτης αλλά συνιστούν μέρος των όσων κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής Πική κάποιος κ. Ηρακλέους, τον οποίο περιγράφει ως υπεύθυνο της Υπηρεσίας Πιστωτικού Κινδύνου της Εναγομένης 1.  Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ούτε η κατάθεση του ως άνω προσώπου παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά ούτε και τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Πική.  Από τη στιγμή που δεν αποτελούν το αντικείμενο δικής του έρευνας ή μελέτης, το λογικά αναμενόμενο ήταν  ότι τουλάχιστον θα παρουσιάζονταν τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Πική.  Η απλή μεταφορά στη Γραπτή του Δήλωση των όσων ο ίδιος παρακολούθησε και άκουσε στη συνεδρία της Επιτροπής Πική δεν διαφοροποιεί το χαρακτήρα των ως άνω δηλώσεων ως εξ ακοής μαρτυρίας.  Ούτε και το γεγονός ότι η ευπαίδευτη συνήγορος της Εναγόμενης 1 δεν αμφισβήτησε ότι όλα τα ανωτέρω κατατέθηκαν από το συγκεκριμένο πρόσωπο ενώπιον της Επιτροπής Πική, απλά του υποβλήθηκε ότι είναι άσχετα με το επίδικο ζήτημα, δεσμεύει το Δικαστήριο να αποδεχθεί την ορθότητα τους.  Από τη στιγμή που ο ίδιος θεωρεί την παραχώρηση των ανωτέρω μεγάλων δανείων  ως ένα από τους παράγοντες που διάβρωσαν την ποιότητα του χαρτοφυλακίου της Εναγόμενης 1 και οδήγησαν στην ανάγκη εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης σ’  αυτήν, το λογικά αναμενόμενο ήταν ότι θα παρουσιαζόταν ενώπιον και του παρόντος Δικαστηρίου το ανωτέρω αναφερόμενο πρόσωπο, ώστε να είχε την ευκαιρία η πλευρά της υπεράσπισης να το υποβάλει σε αντεξέταση και, κατ’  αυτό τον τρόπο, να ελεγχθεί η ορθότητα των όσων θα κατέθετε.  Αξίζει να αναφερθεί ότι καμιά δικαιολογία δόθηκε από πλευράς Εναγουσών για την παράλειψη τους να κλητεύσουν και παρουσιάσουν το ως άνω πρόσωπο στο εδώλιο του μάρτυρα.

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω, το Δικαστήριο αποφάσισε όπως μη προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο ανωτέρω μέρος της μαρτυρίας του.  Για τους ίδιους βασικά λόγους δεν θα μπορούσε να δοθεί βαρύτητα ούτε και στις θέσεις  του ότι οι τράπεζες, περιλαμβανομένης της Εναγόμενης 1, είχαν προχωρήσει σε μια τεράστια πιστωτική επέκταση χορηγώντας δάνεια με την παροχή εξασφάλισης ακινήτων μόνο, χωρίς να εξετάζεται αυστηρά η δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεων από τους δανειολήπτες.  Ούτε σ’  αυτή την περίπτωση αποκάλυψε στο Δικαστήριο αν ήταν το αποτέλεσμα δικής του έρευνας ή μελέτης ή ακόμα τις πηγές από τις οποίες άντλησε τις ως άνω πληροφορίες.   Το ότι αναφέρθηκε σε μια προσωπική του εμπειρία όπου ο τραπεζίτης του του έλεγε ότι υπήρχε έτοιμο δάνειο ύψους €30.000 για να του παραχωρηθεί , δεν ήταν, κατά την άποψη μου, αρκετό για να αποκαλύψει τις πηγές από τις οποίες άντλησε την όλη πληροφόρηση του.

Επί του ζητήματος της προσφυγής της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, της επιρρίπτει ευθύνη επί τω ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή του σχετικού αιτήματος, ισχυριζόμενος ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να αποταθεί το αργότερο από τα τέλη του 2011, οπωσδήποτε αρχές του 2012.  Ερωτώμενος κατά την αντεξέταση του ως προς κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να παραβλέψει τα τρία στάδια τα οποία προνοούνται στη Συμφωνία των Αρχηγών Κρατών  Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τεκμήριο 18 – και να υποβληθεί απευθείας αίτημα για οικονομική στήριξη της ανακεφαλαιοποίησης της Εναγόμενης 1, πριν της δοθεί  η δυνατότητα να ανακεφαλαιοποιηθεί με ίδια μέσα, απάντησε αρνητικά, υποστηρίζοντας όμως ότι η Εναγόμενη 1 προσπάθησε αλλά δεν μπόρεσε να ανακεφαλαιοποιηθεί.  Ερωτηθείς πότε είχε προσπαθήσει, απάντησε ότι δεν θυμόταν ακριβώς την ημερομηνία, αυτό όμως δεν είχε σημασία επειδή το κράτος δεν μπορούσε να αντλήσει κεφάλαια για να στηρίξει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Τα όσα ανωτέρω προέβαλε για να στηρίξει την άποψη του ότι υπήρξε καθυστέρηση από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, καταρρίπτονται από το ενώπιον μου αδιαμφισβήτητο μαρτυρικό υλικό.  Όπως ειδικότερα διαφάνηκε, μόλις στις 26.6.2012 η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε την Εναγόμενη 2 ότι δεν κατάφερε να καλύψει πλήρως με  ίδια μέσα το κεφαλαιακό της έλλειμμα, αφού πρώτα της δόθηκε η δυνατότητα να καλυφθεί από την ίδια, σε πλήρη συμμόρφωση με τα όσα προέβλεπε η Συμφωνία των Αρχηγών των Κρατών  Μελών – Τεκμήριο 18 – πριν την υποβολή αιτήματος για ανακεφαλαιοποίηση της με κρατική στήριξη.  Είναι λοιπόν φανερό ότι το αίτημα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης υποβλήθηκε στον κατάλληλο χρόνο.

Θα πρέπει ακόμα να αναφερθεί ότι, όπως δέχθηκε κατά την αντεξέταση του, μόλις το Μάρτιο του 2012 κατέστη δυνατό να διακριβωθεί η πραγματική ζημιά της Εναγόμενης 1 από την απομείωση των ΟΕΔ.  Ερωτηθείς στη συνέχεια αν θεωρεί ότι υπήρξε καθυστέρηση από το Μάρτιο του 2012 μέχρι την υποβολή του αιτήματος στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, απάντησε ότι ακόμα κι  αν θεωρήσει ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση, εντούτοις στη συνέχεια υπήρξε τεράστια ολιγωρία εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης η οποία δεν ανταποκρινόταν ουσιαστικά στις διαπραγματεύσεις, οι διαδικασίες κινούνταν πολύ αργά, η δε πολιτική της τότε κυβέρνησης, ήταν να το «πάρει παρακάτω», να μην υπογράψει η ίδια το μνημόνιο, αλλά η επόμενη κυβέρνηση που θα εκλεγόταν στις επικείμενες τότε εκλογές.  Όταν ρωτήθηκε  αν ο ίδιος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενος όμως ότι αυτό το έχουν δηλώσει κρατικοί αξιωματούχοι, όπως για παράδειγμα ο τότε γενικός διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών. 

            Τα όσα ανωτέρω ανέφερε, σε καμιά περίπτωση αποτελούν ασφαλές υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να στηρίξει την άποψη του ότι σκόπιμα η τότε  κυπριακή κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν στις διαπραγματεύσεις ώστε να μην υπογράψει η ίδια το μνημόνιο.  Είναι φανερό ότι οι ως άνω απόψεις του δεν βασίστηκαν σε δική του έρευνα ή μελέτη αλλά σε δηλώσεις τρίτων προσώπων, συγκεκριμένα των τότε κρατικών αξιωματούχων.  Πέραν του ότι τα πρόσωπα στα οποία απέδωσε  τις ως άνω δηλώσεις δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για να καταθέσουν, χωρίς μάλιστα να δοθεί οποιαδήποτε δικαιολογία για τη μη παρουσίαση τους, δεν έχουν καν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου οι ίδιες οι δηλώσεις, ώστε να μπορούσε να ελεγχθεί η ορθότητα των ισχυρισμών του.  Ούτε και έχει διευκρινίσει πότε επακριβώς είχαν γίνει, ούτε αν επρόκειτο περί προφορικών ή γραπτών δηλώσεων.

 

Ψέγει επίσης την Εναγόμενη 3 και της επιρρίπτει ευθύνη για την απομείωση των καταθέσεων των Εναγουσών επί τω ότι δεν είχε πάρει έγκαιρα μέτρα για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, περιορίζοντας τα έξοδα του δημόσιου τομέα, παρά το ότι είχε δεσμευτεί με την υπογραφή της Συνθήκης των Βρυξελών – Τεκμήριο 21 – κατά την 2.3.2012 να το μειώσει μέχρι το τέλος του 2012 στο 2,5% στη συνέχεια στο 0,5% το 2013 για να καταλήξει σε μηδενικό έλλειμμα το 2014.  Κατά την άποψη του, ο στόχος αυτός ήταν εφικτός αν η κυβέρνηση (Εναγόμενη 3) υλοποιούσε μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι το οποίο όμως δεν έκαμε.  Όπως ειδικότερα αναφέρει στη γραπτή του δήλωση:

«Το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων της Κυβέρνησης αφορούσε το κρατικό μισθολόγιο, και γι’  αυτό άρχισαν οι συζητήσεις με τις κύριες συντεχνίες, την ΠΑΣΥΔΥ, την ΠΕΟ και τη ΣΕΚ για περιορισμό της έκτασης των αυξήσεων και την λήψη μέτρων που σχεδίαζε η κυβέρνηση να επιβάλει σε περίπτωση ανάγκης.  Οι συζητήσεις αυτές συνεχίστηκαν για περίοδο περίπου 10 μηνών χωρίς να υπάρξουν οποιαδήποτε ουσιαστικά αποτελέσματα, κάτι που είχε τραγικές συνέπειες στην κατοπινή προσπάθεια αποφυγής πτώχευσης του Κράτους.»

Ούτε σ’  αυτή την περίπτωση αποκαλύπτει το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζονται οι ως άνω θέσεις του, ειδικότερα κατά πόσο ήταν το αντικείμενο δικής του έρευνας ή μελέτης.  Περαιτέρω, για να στηρίξει την ως άνω θέση του, παραπέμπει στο κατατεθέν από το Μ.Ε.1 - Τεκμήριο 24.  Το έγγραφο αυτό περιγράφεται ως «συνέντευξη τύπου του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια με θέμα την εσωτερική διακυβέρνηση», φέρεται δε να εκδόθηκε από την Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα.  Κατά τον ίδιο, με την ως άνω συνέντευξη του, ο Πρόεδρος Χριστόφιας αναιρούσε τη δέσμευση που είχε αναλάβει με την υπογραφή της ως άνω συνθήκης για την υποχρέωση ισοσκελισμένων δημόσιων λογαριασμών. 

Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι το ως άνω έγγραφο δεν φέρει οποιαδήποτε ημερομηνία, ούτε μπορεί να διακριβωθεί από το περιεχόμενο του η ημερομηνία κατά την οποία παραχωρήθηκε η ως άνω συνέντευξη.  Ο ίδιος φυσικά στην Γραπτή του Δήλωση αναφέρει ότι δημοσιεύτηκε στο Αρχείο Δελτίου Τύπου ημερομηνίας 2.6.2012.  Δεν υπάρχει όμως μαρτυρία ότι η ημερομηνία κατά την οποία παραχωρήθηκε συμπίπτει με την ημερομηνία δημοσίευσης της στο Αρχείο Δελτίου Τύπου.   Κατά δεύτερο, δεν θα μπορούσα να συμμεριστώ τη θέση του ότι με την ως άνω συνέντευξη του ο κ. Χριστόφιας αναιρούσε τη δέσμευση  που είχε αναλάβει με την υπογραφή της συνθήκης των Βρυξελών για τη λήψη μέτρων προς το σκοπό της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος.  Αξίζει να επισημανθεί ότι σε κάποιο σημείο των δηλώσεων του αναφέρει επί λέξη «Όταν ο Πρόεδρος … και του είπε ότι δεν θα λάβουμε ΑΛΛΑ μέτρα τα οποία θα πλήξουν τους εργαζόμενους ….»  Στην ίδια παράγραφο διαβεβαιώνει ξανά ότι δεν θα ληφθούν ΑΛΛΑ μέτρα που θα κουτσουρεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων.  Το λεκτικό νόημα το οποίο μεταδίδει η  αναφορά του σε μη λήψη ΑΛΛΩΝ μέτρων είναι, κατά την άποψη μου, ότι είχαν ήδη ληφθεί μέτρα και δεν επρόκειτο να ληφθούν άλλα.

Πέραν της αναφοράς του στο Τεκμήριο 24, για να στηρίξει τις ως άνω θέσεις του, κάνει επίσης αναφορά στα όσα κατέθεσε ο τότε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών κ. Πατσαλίδης ενώπιον της Επιτροπής Πική, ο οποίος, όπως αναφέρει στη Γραπτή του Δήλωση, περιέγραψε την κατηφορική πορεία της Κυπριακής Οικονομίας και αναφέρθηκε σε κομβικά σημεία των αξιολογήσεων.  Το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην ως άνω καταγραφόμενη στη Γραπτή του Δήλωση εξ ακοής μαρτυρία.  Επισημαίνω ότι καμιά δικαιολογία ή επεξήγηση δόθηκε από πλευράς Εναγουσών ως προς το λόγο για τον οποίο το πρόσωπο στο οποίο αποδίδονται οι ως άνω δηλώσεις, δεν κλητεύθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον και του παρόντος Δικαστηρίου, ώστε να δινόταν η ευκαιρία στη υπεράσπιση να τον αντεξετάσει επί της ορθότητας των δηλώσεων του.

Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ούτε και το έγγραφο – Τεκμήριο 20 – το οποίο αποτελεί άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα Sigmalife ημερομηνίας 11.11.2011.  Το άρθρο αυτό κάνει αναφορά σε «τελεσίγραφο», όπως το αποκαλεί, της Κομισιόν προς την Κύπρο για επιβολή συγκεκριμένων μέτρων, ώστε να διασφαλιστεί η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2012.  Αναμφισβήτητα το συγκεκριμένο έγγραφο συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, μάλιστα όχι πρώτου βαθμού, αφού σχολιάζει ισχυριζόμενο μήνυμα, άλλως «τελεσίγραφο» της Κομισιόν προς την Κύπρο, χωρίς καν να παρουσιάζεται το ίδιο το μήνυμα, ώστε να καθίστατο εφικτός ο έλεγχος από το Δικαστήριο της ορθότητας των όσων αναφέρονται στο υπό αναφορά δημοσίευμα. 

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, δεν θα μπορούσα να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο του.

Μια άλλη θέση την οποία προβάλλει στην γραπτή του δήλωση είναι ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 γνώριζαν από το χρόνο που διαπραγματεύονταν το προκαταρκτικό μνημόνιο με τους διεθνείς δανειστές ότι  δεν θα εγκρίνετο το ποσό που απαιτούσε η Εναγόμενη 3 για την εξυγίανση των τραπεζών για τους λόγους που προέβαλαν η Γερμανία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γι’  αυτό όφειλαν να σταματήσουν να ισχυρίζονται ότι οι Τράπεζες θα ανακεφαλαιώνονταν από το μνημονιακό δάνειο.  Όταν όμως ετοίμασαν το Νομοσχέδιο για την εξυγίανση των τραπεζών γνώριζαν ότι η ανακεφαλαιοποίηση τους θα πραγματοποιείτο με ίδια μέσα. 

Με κάθε σεβασμό προς το μάρτυρα, η θέση του ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 γνώριζαν εκ των προτέρων ότι το ποσό για την εξυγίανση των τραπεζών δεν θα εγκρίνετο από τους διεθνείς δανειστές είναι παντελώς αυθαίρετη.  Το γεγονός και μόνο ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 από το τέλος του 2012 επεξεργάζονταν το νομοσχέδιο για την εξυγίανση των τραπεζών, με βάση ρητή πρόνοια που προκαταρκτικού μνημονίου, δεν υποδηλώνει ότι ήταν ενήμερες  ότι δεν θα παραχωρείτο το ποσό που είχε ζητηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και ότι η ανακεφαλαιοποίηση τους, περιλαμβανομένης της Εναγόμενης 1, θα γινόταν με ίδια μέσα (bail in).   Ούτε καν προσδιορίζεται στη γραπτή του δήλωση ο χρόνος κατά τον οποίο η Γερμανία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβαλαν ενστάσεις στην παραχώρηση ολόκληρου του ποσού του δανείου που είχε αιτηθεί η Εναγόμενη 3.  Θα πρέπει ακόμα να επισημάνω ότι ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει η μαρτυρία του Μ.Υ.2, η οποία σχολιάζεται πιο κάτω, σύμφωνα με την οποία το προκαταρκτικό μνημόνιο μιλούσε ξεκάθαρα για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από το δάνειο που θα εξασφάλιζε η Εναγόμενη 3 από τους διεθνείς δανειστές, ουδέποτε δε είχε τεθεί ζήτημα απομείωσης καταθέσεων για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης ή διάσωσης των τραπεζών.  Παραπέμπω και στη μαρτυρία του Μ.Υ.3, η οποία επίσης σχολιάζεται πιο κάτω, σύμφωνα με την οποία ο λόγος για τον οποίο δεν παραχωρήθηκε τελικά το ποσό που είχε ζητηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην ευρωζώνη κατά τον Μάρτιο του 2013.

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, δεν θα μπορούσα να κάμω αποδεκτή τη μαρτυρία του Μ.Ε.2.

Προχωρώ στην αξιολόγηση των μαρτύρων της υπεράσπισης.

Η Μ.Υ.1 άφησε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο.  Κρίνεται ως αντικειμενική, αμερόληπτη και χωρίς προσωπικό συμφέρον την έκβαση της υπόθεσης.  Απάντησε σε οτιδήποτε της ζητήθηκε με ευθύτητα, λιτότητα, χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις.  Η αντεξέταση στην οποία υπεβλήθη δεν κατέστη δυνατό να κλονίσει την αξιοπιστία της.  Επεξήγησε με πλήρη λεπτομέρεια και πειστικότητα τους λόγους για τους οποίους η Εναγόμενη 1 προέβηκε στην τόσο μεγάλης κλίμακας επένδυση σε ΟΕΔ, παρά το ότι η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την Τρόϊκα για την υπογραφή μνημονίου για δανειακή στήριξη της.  Περαιτέρω, επεξήγησε με την ίδια πειστικότητα και τεκμηρίωσε τους λόγους για τους οποίους η Εναγόμενη 1 δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση (πώληση)  των ΟΕΔ στο χρηματιστήριο στο χρόνο πριν από την απομείωση τους.  Περαιτέρω το Δικαστήριο, ως έχει ήδη αναφερθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.2, έκαμε αποδεκτή και τη θέση της ότι η απομείωση των ΟΕΔ δεν ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση για την αγορά τους, αφού είχε ήδη προηγηθεί η υπογραφή μνημονίου για δανειακή στήριξη άλλων χωρών της Ευρωζώνης, χωρίς να υπάρξει απομείωση των ομολόγων τους.

Αποδέχομαι τη μαρτυρία της στην ολότητα της ως ειλικρινή και αξιόπιστη.

Την ίδια θετική εντύπωση άφησε στο Δικαστήριο και ο Μ.Υ.2.  Πρωτίστως αποδέχομαι ότι έχει τα προσόντα καθώς και την εμπειρογνωμοσύνη που τον καθιστούν ειδικό επί θεμάτων εξυγίανσης.  Θα πρέπει να αναφέρω ότι ούτε τα προσόντα αλλά ούτε και η εμπειρογνωμοσύνη του αμφισβητήθηκαν από πλευράς Εναγουσών. 

Επεξήγησε πλήρως και τεκμηρίωσε την άποψη του ότι σε περίπτωση που δεν λαμβάνονταν τα μέτρα εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο και,  αντ’ αυτών, τίθετο σε εκκαθάριση, οι καταθέτες της, μεταξύ των οποίων και οι Ενάγουσες, θα βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία βρέθηκαν με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης, άποψη την οποία αποδέχομαι ανεπιφύλακτα.   Θα πρέπει να επισημάνω ότι επεξήγησε ένα προς ένα τους λόγους για τους οποίους οι καταθέτες της Εναγόμενης 1 θα βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση.  Επεξήγησε ακόμα πολύ πειστικά τις συνθήκες υπό τις οποίες είχαν πωληθεί τα καταστήματα της Εναγόμενης 1 στην Ελλάδα.  Όπως συγκεκριμένα ανέφερε, η πώληση τους είχε τεθεί ως προϋπόθεση από τους δανειστές της Κύπρου, για την έγκριση του προγράμματος οικονομικής στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπτωση δε που η κυβέρνηση δεν συναινούσε στην πώληση, οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα για τον καταρτισμό του τελικού μνημονίου συναντίληψης θα διακόπτονταν με συνεπακόλουθο την άτακτη χρεοκοπία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

 

Επεξήγησε επίσης το λόγο ο οποίος επέβαλε τη διενέργεια, πριν την υπογραφή του τελικού μνημονίου, εξειδικευμένου ελέγχου, τον οποίο ανέλαβε η εταιρεία Pimco, που ήταν ο υπολογισμός των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, οι οποίες δεν μπορούσαν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, σε αντίθεση με τις ανάγκες του δημοσιονομικού τομέα, οι οποίες μπορούσαν να υπολογιστούν.  Όπως δε επεξήγησε, ο ίδιος διαγνωστικός έλεγχος είχε διενεργηθεί και στις άλλες χώρες μέλη, οι οποίες είχαν ζητήσει δάνειο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για στήριξη του χρηματοπιστωτικού τους τομέα, δηλαδή των τραπεζών, άποψη την οποία αποδέχομαι.  Περαιτέρω αποδέχομαι ανεπιφύλακτα και τη θέση του ότι σκοπός του διαγνωστικού ελέγχου δεν ήταν η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δανείου το οποίο είχε αιτηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στο οποίο περιλαμβανόταν και το ποσό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως του είχε υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγουσών. Επεξήγησε πολύ πειστικά ότι στο προκαταρκτικό μνημόνιο που είχε συμφωνηθεί με την Τρόϊκα – Τεκμήριο 26 – προβλέπετο ποσό €10 δις για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αυτός δε ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχε υπογραφεί το προκαταρκτικό μνημόνιο, ώστε να διαπιστώνονταν οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών πριν την υπογραφή του τελικού μνημονίου. 

 

Κατά την αντεξέταση του, έγινε προσπάθεια από πλευράς ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγουσών να αντικρούσει την ως άνω θέση του, παραπέμποντας τον στην παρ.1.10 του προκαταρκτικού μνημονίου – Τεκμήριο 26,  ειδικότερα στην πρόνοια «the provision of capital from the facility will be in line with EU state - aid rules and will be disbursed  in  consultation with the EC, the ECB and the INF».  Όπως του υπεβλήθη από τον κ. Θεοφίλου, η φράση «in line with EU state - aid rules» σημαίνει ότι το δάνειο δεν θα παραχωρείτο αν δεν ήταν βιώσιμο.  Ο μάρτυρας απέρριψε την ως άνω υποβολή, προσφερόμενος να επεξηγήσει τι είναι τα “stateaid rules”, χωρίς όμως να του ζητηθεί κάτι τέτοιο από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγουσών.  Το θέμα είχε λήξει εκεί.  Θα ήθελα επίσης να αναφέρω ότι η θέση του ότι ο σκοπός του διαγνωστικού ελέγχου ήταν ο υπολογισμός των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του προκαταρκτικού μνημονίου, ειδικότερά από την πρόνοια στην παρ.1.10 ότι «The exact amount per bank will be determined in the due  diligence exercise».  Αποδέχομαι ακόμα το λόγο τον οποίο προέβαλε για τον οποίο το ποσό που απαιτείτο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν παραχωρήθηκε τελικά, που ήταν η αλλαγή γνώμης των διεθνών δανειστών εν σχέσει με τη βιωσιμότητα του δανείου που θα παραχωρείτο.  

 

Ακόμα επεξήγησε το λόγο για τον οποίο η Εναγόμενη 2 δεν μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε μέτρα από το 2011, πριν παρέλθει η προθεσμία που είχε ταχθεί στην Εναγόμενη 1 για ανακεφαλαιοποίηση με δικούς της πόρους, με βάση τη σύσταση (recommendation) της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών προς τις εθνικές αρχές να απαιτήσουν από τις τράπεζες να καλύψουν το κεφαλαιακό τους έλλειμμα μέχρι τον Ιούνιο του 2012.

 

Πέραν των πιο πάνω, επεξήγησε με πολύ πειστικό τρόπο το λόγο για τον οποίο αποστάληκε εκ μέρους της Εναγόμενης 2 η επιστολή ημερομηνίας 11.2.2013 – Τεκμήριο 8.  Κατά την αντεξέταση του του υπεβλήθη ότι η Εναγόμενη 2 σκόπιμα απέστειλε την ως άνω επιστολή ώστε να παραπλανήσει τους καταθέτες να μη μετακινήσουν τις καταθέσεις τους από την Εναγόμενη 1.  Η θέση των Εναγουσών περί σκοπιμότητας αποστολής της, βασίστηκε στο ότι η Εναγόμενη 2 σε συνεργασία με την Εναγόμενη 3 επεξεργάζονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο το νομοσχέδιο για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, το οποίο περιελάμβανε πρόνοια για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ίδια μέσα (bail  in), το οποίο αργότερα, σε χρόνο προς την απομείωση των καταθέσεων,  θεσπίστηκε ως νόμος.  O μάρτυρας απέρριψε την ως άνω υποβολή επεξηγώντας ότι το προκαταρκτικό μνημόνιο – Τεκμήριο 26 – μιλούσε ξεκάθαρα για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με κρατική στήριξη, συγκεκριμένα από δάνειο που θα εξασφάλιζε η Εναγόμενη 3 από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ουδέποτε δε είχε τεθεί ζήτημα απομείωσης καταθέσεων για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης ή διάσωσης των τραπεζών, θέση την οποία αποδέχομαι ανεπιφύλακτα. 

Την ίδια θετική εντύπωση άφησε στο Δικαστήριο και ο Μ.Υ.3.  Κρίνεται ως ειλικρινής, αντικειμενικός και αμερόληπτος.  Έδωσε πειστικές εξηγήσεις, χωρίς να υπερβάλει ή να παραποιήσει τα γεγονότα στα οποία είχε εμπλοκή ως εκ της θέσεως του, ώστε να δώσει προβάδισμα στην υπόθεση της Εναγόμενης 3. Αποδέχομαι τη θέση του ότι ο σκοπός του διαγνωστικού ελέγχου της  Pimco ήταν να καθοριστεί το ποσό των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, γι’  αυτό και το ποσό των €10 δις που προνοείται στην παρ. 1.10 του Τεκμηρίου 26 ήταν «σε αγκύλες»     Η θέση αυτή συνάδει απόλυτα και με τη θέση του Μ.Υ.2 ως προς το σκοπό για τον οποίο είχε γίνει ο διαγνωστικός έλεγχος της Pimco.  Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι στην παράγραφο 10 της Γραπτής του Δήλωσης αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η μελέτη της Pimco περιλάμβανε μια ανασκόπηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και της ανθεκτικότητας των κυπριακών τραπεζών για τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών αναγκών ανά τράπεζα, η οποία θα καταδείκνυε κατά πόσο οι τράπεζες ήταν βιώσιμες και επιλέξιμες για κρατική ενίσχυση μέσω εισφοράς κεφαλαίου, ή στην περίπτωση που δεν ήταν βιώσιμες, οι τράπεζες θα υπάγονταν σε αναδιάρθρωση, συρρίκνωση ή εξυγίανση σύμφωνα με το εθνικό πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης τραπεζών που θα αναπτυσσόταν σύμφωνα με το σχέδιο πρότασης οδηγίας το οποίο από τον Ιούνιο του 2012 βρισκόταν υπό συζήτηση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο εγκρίθηκε αργότερα ως οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων.  Δεν θεωρώ όμως τα όσα ανωτέρω αναφέρει, βρίσκονται σε αντίθεση με τη θέση του ότι ο σκοπός του διαγνωστικού ελέγχου της Pimco ήταν να καθοριστεί το ποσό των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.  Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ίδιο το προκαταρκτικό μνημόνιο που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία με την Τρόϊκα – Τεκμήριο 26 – ρητά προέβλεπε την παραχώρηση ποσού μέχρι €10 δις για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Επεξήγησε επίσης πολύ πειστικά το λόγο για τον οποίο δεν παραχωρήθηκε τελικά το ποσό των €10 δις από τους διεθνείς δανειστές, για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, μέχρι το Μάρτιο του 2013 άλλαξαν οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ευρωζώνη και άρχισε να διαφαίνεται μια τάση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και κάποιες χώρες της Ευρωζώνης, πρωτοστατούσης της Γερμανίας, να μην παραχωρηθεί ολόκληρο το αιτούμενο ποσό του δανείου, επειδή το δημόσιο χρέος δεν θα ήταν βιώσιμο.

Αποδέχομαι επίσης τη θέση του ότι, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία είχε αποκλειστεί από τις διεθνείς χρηματαγορές, η προσφυγή σε μνημονιακό δάνειο, ήταν μια εκ των εναλλακτικών εισηγήσεων των τεχνοκρατών του Υπουργείου Οικονομικών προς την κυβέρνηση της Εναγόμενης 3.  Επεξήγησε δε πολύ πειστικά το λόγο που τελικά προτιμήθηκε από την κυβέρνηση ο δανεισμός από τη Ρωσία, αντί της υποβολής αιτήματος για εξασφάλιση δανείου από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.  Ο λόγος ήταν η έκρηξη στο Μαρί τον Ιούλιο του 2011 που επέφερε μεγάλο οικονομικό πλήγμα και κατέστησε αναγκαία τη βραχυπρόθεσμη εισροή κεφαλαίων στην Κύπρο.

Κατά την αντεξέταση του, έγινε προσπάθεια από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγουσών να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του, υποβάλλοντας του ότι κατά την ακρόαση άλλης αγωγής που αφορούσε επίσης απομείωση τραπεζικών καταθέσεων[2],   η οποία προηγήθηκε της παρούσας, είχε δώσει διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που έδωσε στην παρούσα υπόθεση. Του υπεδείχθη δε  ότι στην προηγηθείσα διαδικασία ανέφερε ότι ο λόγος για τον οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αποδέχτηκε την εισήγηση για προσφυγή σε μνημόνιο ήταν πολιτικός και μόνο λόγος.  Όμως, παρά την αμφισβήτηση του μάρτυρα ότι προέβηκε στην ως άνω δήλωση, δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα πρακτικά της άλλης διαδικασίας κατά την οποία είχε προβεί στις ισχυριζόμενες αντιφατικές δηλώσεις, ως προνοεί το άρθρο 32 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, ώστε να αντικρουστεί η μαρτυρία του.  Από τη  στιγμή που δεν παρουσιάστηκαν τα πρακτικά, καθίσταται φανερό ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς τις ισχυριζόμενες προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις.

Φυσικά, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι στη Γραπτή του Δήλωση – Έγγραφο Ε – αναφέρει μεταξύ άλλων λόγων για τους οποίους η Εναγόμενη 3 αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές και το ότι καθυστέρησε να λάβει δημοσιονομικά μέτρα.  Ο ίδιος ισχυρισμός προβάλλεται και στο δικόγραφο της Υπεράσπισης της Εναγόμενης 3.  Όμως, όπως διαφάνηκε από την ενώπιον μου μαρτυρία, δεν ήταν αυτός ένας εκ των λόγων για τον οποίο η Εναγόμενη 3 αποκλείστηκε από τις διεθνείς χρηματαγορές.  Αντίθετα, το ζήτημα που τέθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα δεν ήταν  το κατά πόσο η Εναγόμενη 3  έλαβε δημοσιονομικά μέτρα πριν τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς χρηματαγορές αλλά το κατά πόσο θα έπρεπε να λάβει δημοσιονομικά μέτρα, στα οποία περιλαμβανόταν και η προσφυγή σε μνημόνιο που θα συνήπτε με τους διεθνείς δανειστές, από το χρόνο κατά τον οποίο αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές.  Για του λόγου το αληθές παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση του μάρτυρα:

«E.   Είμαι σωστός να πω ότι οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομικών πιθανότατα και εσείς μαζί τον Μάη του 2011 όταν η Κυπριακή Δημοκρατία έχασε το δικαίωμα να προσφεύγει στις χρηματαγορές για να χρηματοδοτείται εισηγηθήκατε, εισηγήθηκαν οι τεχνοκράτες στην κυβέρνηση να απευθυνθεί σε μνημονιακό δάνειο;

A.       …………………………………………………………………………………    Πράγματι σε τεχνοκρατικό επίπεδο υπήρχε η εισήγηση για τη λήψη μέτρων όπου εξετάστηκαν όλες οι τότε υπάρχουσες περιπτώσεις για δανεισμό της Δημοκρατίας. Μια εξ αυτών ήταν και η προσφυγή σε μνημόνιο. Η τότε πολιτική ηγεσία έλαβε μια εκ των εναλλακτικών που ήταν ο δανεισμός από τη Ρωσία τον Σεπτέμβρη του 2011 ύψους 2,5 δις.»

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

           

Με βάση την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία καταλήγω σε εύρημα ότι τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν της υπογραφής του μνημονίου συναντίληψης μεταξύ  Κυπριακής Δημοκρατίας και Θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την 25.3.2013,  είναι αυτά τα οποία περιέγραψαν λεπτομερώς στη μαρτυρία τους οι Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3.

 

Καθ’ όσον αφορά την Εναγόμενη 1 αποτελεί εύρημα μου ότι η απομείωση των ΟΕΔ στα οποία είχε επενδύσει, τον Οκτώβριο του 2011, επέφερε σ’ αυτή ζημιά της τάξης των €1,9 δις.  Πέραν από την απομείωση των ΟΕΔ, η σταδιακή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε Κύπρο και Ελλάδα επηρέασαν αρνητικά την κερδοφορία της και, κατ’ επέκταση, την κεφαλαιακή της θέση.

           

Στις 8.12.2011 η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών εξέδωσε σύσταση (Recommendation) – Τεκμήριο 49 – ζητώντας από τις εθνικές κυβερνήσεις να απαιτήσουν από τις Τράπεζες να ενισχύουν την κεφαλαιακή τους θέση με τη δημιουργία αποθέματος κεφαλαίων, κατά τρόπο ώστε ο δείκτης των κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων τους να φτάσει το 9% μέχρι την 30.6.2012 και, επιπρόσθετα, να δημιουργήσουν προσωρινό απόθεμα κεφαλαίου, το οποίο να καλύπτει ζημιές από την αποτίμηση κυβερνητικών ομολόγων που βρίσκονταν στην κατοχή τους.  Με βάση την ανωτέρω σύσταση, η Εναγόμενη 1 παρουσίαζε έλλειμα €1.56 δις το οποίο θα έπρεπε να καλύψει μέχρι την 30.6.2012.  Την 20.1.2012 η Εναγόμενη 1 υπέβαλε προς την Κεντρική Τράπεζα σχέδιο ενίσχυσης της κεφαλαιακής της θέσης – Τεκμήριο 51 – το οποίο έγινε αποδεκτό από την Κεντρική Τράπεζα την 9.3.2012 – Τεκμήριο 52 – παρόλο που διατυπώθηκαν κάποιες επιφυλάξεις για το βαθμό επιτυχούς κατάληξης των μέτρων και ενεργειών για κεφαλαιακή ενίσχυση.  Την 20.6.2012 η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε την Κεντρική Τράπεζα ότι, παρά τις προσπάθειες της, δεν κατέστη δυνατό να καλύψει πλήρως το κεφαλαιακό της έλλειμα και αιτήθηκε παράταση 6 μηνών – Τεκμήριο 53.  Η Κεντρική Τράπεζα ενημέρωσε την Εναγόμενη 1 ότι δεν τίθετο ζήτημα παράτασης της προθεσμίας για συμμόρφωση της γι’ αυτό θα έπρεπε να υποβάλει αίτημα στην κυβέρνηση για κρατική ενίσχυση – Τεκμήριο 54.  Την 29.6.2012 η Εναγόμενη 1 υπέβαλε προς την Κυπριακή Δημοκρατία αίτημα για κρατική ενίσχυση ύψους €500 εκ. με σκοπό την κάλυψη του κεφαλαιακού της ελλείμματος – Τεκμήριο 56.  Η αδυναμία της Κυπριακής Δημοκρατίας να αντλήσει χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές, συνεπεία του αποκλεισμού της από αυτές, για την κεφαλαιακή ενίσχυση της Εναγόμενης 1, καθώς και της Λαϊκής Τράπεζας, την οδήγησε να αποταθεί για οικονομική στήριξη στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης προς το σκοπό, μεταξύ άλλων, της χρηματοδότησης των κεφαλαιακών αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα. 

Κατά τις συζητήσεις με την Τρόϊκα συμφωνήθηκε ο διορισμός ανεξάρτητου εξωτερικού συμβούλου για υπολογισμό των κεφαλαιακών αναγκών του τραπεζικού τομέα, ο οποίος τέθηκε ως προϋπόθεση από τους διεθνείς δανειστές για τη χορήγηση δανείου και τη σύναψη συμφωνίας προγράμματος οικονομικής στήριξης.

 

Οι διαπραγματεύσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τους εκπροσώπους της Τρόικα κατέληξαν, την 23.11.2012, σε προκαταρκτικό μνημόνιο συναντίληψης, οι όροι του οποίου δεν θα οριστικοποιούντο μέχρι την ολοκλήρωση της ανεξάρτητης άσκησης δέουσας επιμέλειας, στη βάση διαγνωστικού ελέγχου επί του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Κύπρου, από τον οίκο PIMCO.  Σ’  αυτό περιλαμβανόταν πρόνοια για την παροχή χρηματοδότησης μέχρι €10 δις για κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, περιλαμβανομένης και της Εναγόμενης 1.  Από τα αποτελέσματα του ανεξάρτητου διαγνωστικού ελέγχου, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν την 1.2.2013,   προέκυπτε ότι η Εναγόμενη 1 υπολειπόταν σημαντικά του ελάχιστου δείκτη βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων.  Συγκεκριμένα, παρουσίαζε έλλειμμα κεφαλαίων €2.834 εκ. στο βασικό σενάριο και €3.960 εκ. στο ακραίο σενάριο.

 

Στις 20.7.2012 η Κεντρική Τράπεζα απαγόρευσε την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 και τη μεταφορά κεφαλαίου και/ή ρευστότητας σε οποιαδήποτε θυγατρική της εταιρεία, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της – Τεκμήριο 57.  Στις 7.11.2012 το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε την αναστολή πρόσβασης της Εναγόμενης 1 και των υποκαταστημάτων της σε πράξεις άντλησης ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λόγω μη τήρησης των απαιτήσεων της κεφαλαιακής επάρκειας.  Ως αποτέλεσμα της ως άνω εξέλιξης, στις 14.11.2012 η Εναγόμενη 1 αιτήθηκε και της παραχωρήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα έκτακτη ρευστότητα (ELA) ύψους €2 δις.  Η ρευστότητα της Εναγόμενης 1 επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τους πρώτους 3 μήνες του 2013 λόγω αυξημένων εκροών καταθέσεων.  Ως αποτέλεσμα των αυξημένων εκροών, αιτήθηκε στις 19.2.2013 την παροχή έκτακτης ρευστότητας (ELA) από την Κεντρική Τράπεζα ύψους 1 δις. Επιπλέον στις 19.3.2013 αιτήθηκε και της παραχωρήθηκε επιπλέον έκτακτη ρευστότητα ύψους €900 εκ..

 

Την 21.3.2013 το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε ότι θα επέτρεπε τη συνέχιση παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) από την Κεντρική Τράπεζα προς τις τράπεζες, περιλαμβανομένης της Εναγόμενης 1, στα μέχρι τότε επίπεδα μέχρι την 25.3.2013 – Τεκμήριο 59.  Στη συνέχεια, η παροχή ELA θα εξεταζόταν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα τίθετο σε εφαρμογή πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής/Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο θα εξασφάλιζε τη φερεγγυότητα των επηρεαζομένων τραπεζών.  Σε περίπτωση που διακόπτετο η παροχή ELA, η Εναγόμενη 1 δεν θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της και θα έπρεπε να κηρύξει στάση πληρωμών.

 

Την 22.3.2013, η Βουλή των Αντιπροσώπων θέσπισε τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο 17(Ι)/2013.  Στις 25.3.2013 επιτεύχθηκε μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Θεσμικών Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurogroup) πολιτική συμφωνία για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα – Τεκμήριο 38.  Πιο συγκεκριμένα συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, όπως η Λαϊκή Τράπεζα τεθεί άμεσα σε εξυγίανση με πλήρη συνεισφορά των μετόχων, ομολογιούχων και ανασφάλιστων καταθετών, περαιτέρω δε όπως διαχωριστεί σε «καλή» και «κακή» τράπεζα, με τη σταδιακή απορρόφηση της «καλής» τράπεζας από την Εναγόμενη 1.  Με την «καλή» τράπεζα θα μεταφέρονταν στην Εναγόμενη 1, €9 δις έκτακτης ρευστότητας (ELA) και οι ασφαλισμένες καταθέσεις μέχρι ποσού €100.000.  Η ρηθείσα συμφωνία προέβλεπε επίσης ότι τα χρήματα του προγράμματος (μέχρι 10 δις) δεν θα χρησιμοποιούνταν για την ανακεφαλαιοποίηση της Εναγόμενης 1, η οποία θα επιτυγχάνετο με τη μετατροπή καταθέσεων σε μετοχές και την πλήρη απομείωση των μετοχών και των κατόχων αξιογράφων/ομολόγων.  Το Eurogroup επέβαλε ακόμα ως όρο για την έγκριση του προγράμματος στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, την άμεση εφαρμογή συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας για την πώληση των υποκαταστημάτων της Εναγόμενης 1 στην Ελλάδα προς το σκοπό της προστασίας της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων Κύπρου και Ελλάδας.

 

Στις 25.3.2013 λήφθηκε η από κοινού απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, ενεργώντας ως Αρχή Εξυγίανσης και του Υπουργού Οικονομικών για εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 – Τεκμήριο 48.  Στη συνέχεια η Αρχή Εξυγίανσης, αφού έλαβε υπόψη την Έκθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Εναγόμενης 1 – Τεκμήριο 34 – και το σχέδιο εξυγίανσης – Τεκμήριο 35 – εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:

 

(α)       Το περί Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π.93/2013.

(β)       Το περί της Πώλησης Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π.94/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου 2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 94/2013»).

(γ)       Το περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημοσίας Εταιρίας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π.96/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 26 Μαρτίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 96/2013»),

(δ)       Το περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π.97/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 26 Μαρτίου 2013 («Διάταγμα Κ.Δ.Π. 97/2013»).

(ε)       Το περί Διάσωσης με Ίδια μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 103/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τέθηκε σε εφαρμογή στις 6 π.μ. της 29ης Μαρτίου 2013.

(στ)     Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 104/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 29 Μαρτίου 2013.

(ζ)       Το περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών στο Ηνωμένο Βασίλειο της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 105/2013, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1 Απριλίου 2013.

 

              Ενόψει του ότι η απομείωση του μετοχικού κεφαλαίου και των δικαιωμάτων απόκτησης μετοχών, των αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές, των χρεωστικών τίτλων και των δικαιωμάτων απόκτησης χρεωστικών τίτλων δεν ήταν επαρκής για την απορρόφηση όλων των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση της Εναγόμενης 1, η Αρχή Εξυγίανσης αποφάσισε, με βάση την προκαταρκτική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 – Τεκμήριο 61 – και την έκθεση τελικής αποτίμησης του ανεξάρτητου οίκου KPMG LLP UK – Τεκμήριο 70 – τη μετατροπή του 47,5% των ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχικό κεφάλαιο.

             

              Στη βάση των ανωτέρω μέτρων εξυγίανσης, το συνολικό ποσό των καταθέσεων των Εναγουσών που διατηρούσαν στην Εναγόμενη 1, απομειώθηκε, πέραν του ασφαλισμένου ποσού των €100.000, κατά ποσοστό 47,5% και μετατράπηκε σε μετοχές.  Ειδικότερα:

              (α)  Από τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Ενάγουσα στην αγωγή 1479/2015 απομειώθηκε ποσό €1.054.733.

 

              (β)  Από τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Ενάγουσα στην αγωγή 1474/2015 απομειώθηκε ποσό €946.509.

 

              (γ)  Από τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Ενάγουσα στην αγωγή 1475/2015 απομειώθηκε ποσό €1.493.448.

 

              (δ)     Από τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Ενάγουσα στην αγωγή 1476/2015 απομειώθηκε ποσό €234.338.

 

              (ε)       Από τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Ενάγουσα στην αγωγή 1477/2015 απομειώθηκε ποσό €312.589.

 

              (στ)  Από τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Ενάγουσα στην αγωγή 1478/2015 απομειώθηκε ποσό €181.977.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

                       

              Όπως επιμαρτυρεί το αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 48, τα μέτρα εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 επιβλήθηκαν με βάση την από κοινού απόφαση ημερομηνίας 25.3.2013 της Κεντρικής Τράπεζας, ως Αρχή Εξυγίανσης και του τότε Υπουργού Οικονομικών, η οποία εξεδόθη στη βάση του άρθρου 3(1) του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013.  Το εν λόγω άρθρο προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να αποφασίζει τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των πιο κάτω στόχων:

(α) Τη συνέχιση προσφοράς κρίσιμων τραπεζικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών,

 

(β) την πρόληψη δημιουργίας ή εξάπλωσης κινδύνων που πιθανόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, εντός ή και εκτός της Δημοκρατίας,

(γ) τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοοικονομικό σύστημα,

 

(δ) την προστασία των δημόσιων πόρων αποτρέποντας επηρεαζόμενα ιδρύματα από το να βασίζονται σε δημόσια στήριξη για τη διάσωσή τους,

 

(ε) την προστασία των καταθετών που καλύπτονται από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων,

 

(στ) την ελαχιστοποίηση του κόστους εξυγίανσης για τους φορολογούμενους,

 

(ζ) την προαγωγή της δημοσίας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

 

 

Περαιτέρω το άρθρο 6(1) του ιδίου Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

«Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, μόνο εάν ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή αφού διαβουλευθεί με την Επιτροπή Εξυγίανσης αποφασίζει ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο ή πιθανόν να καταστεί μη βιώσιμο και διαφαίνεται εύλογος κίνδυνος ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δυνατό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή και να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα,

 

(β) χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες που δυνατό να ληφθούν σε εύλογο χρόνο από το επηρεαζόμενο ίδρυμα ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με την αξιολόγηση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, δεν επαρκούν ούτως ώστε το ίδρυμα να μπορεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας, και

 

(γ) το μέτρο εξυγίανσης είναι αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.»

 

           

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, η απόφαση για τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 βασίστηκε στην έκθεση αξιολόγησης ημερ. 24.3.2013 – Τεκμήριο 34 – που ετοίμασε η μονάδα εξυγίανσης.  Όπως επιμαρτυρεί το περιεχόμενο της, στα πλαίσια αξιολόγησης των προϋποθέσεων του άρθρου 6(1) λήφθηκαν υπόψη, μεταξύ άλλων, η έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας, ως αρμόδιας εποπτικής αρχής, ημερ. 24.3.2013, αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Εναγόμενης 1 και η μελέτη που εκπονήθηκε από τον οίκο Ρimco ημερ. 1.2.2013.

 

Αναφορικά με την συνδρομή της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 6(1) και την αξιολόγηση της βιωσιμότητας της Εναγόμενης 1, όπως αναφέρεται στο Τεκμήριο 34, αυτή δεν τηρεί τους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας και η δυνατότητα της να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων της στηρίζεται στη χρηματοδότηση που λαμβάνει από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας καθώς το απόθεμα ρευστών διαθέσιμων υπολείπεται του ποσού χρηματοδότησης από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας.  Η αξιολόγηση καταλήγει στο ότι η Εναγόμενη 1 δεν είναι βιώσιμη ή πιθανό να καταστεί μη βιώσιμη εφόσον διαφαίνεται εύλογος κίνδυνος ότι δυνατό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ή να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα. 

 

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η έκθεση παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι η Εναγόμενη 1 απέτυχε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012 να αντλήσει κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές ώστε να καλύψει το κεφαλαιακό της έλλειμμα, όπως αυτό υπολογίστηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και, δεδομένης της χειροτέρευσης της χρηματοοικονομικής της κατάστασης και της ευρύτερης κατάστασης της κυπριακής οικονομίας, θα ήταν αδύνατο να αντλήσει τα κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές.  Η έκθεση καταλήγει ότι χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες που δυνατό να ληφθούν σε εύλογο χρόνο δεν θα ήταν επαρκείς ώστε να μπορεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας.

 

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, αξιολογήθηκε το κατά πόσο η δημόσια ωφέλεια και το δημόσιο συμφέρον προάγονται περισσότερο από τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης αντί εφαρμογής ενδεχόμενης εκκαθάρισης.  Διαπιστώνεται δε ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης της Εναγόμενης 1 θα ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και θα έπρεπε να αποζημιωθούν άμεσα όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις.  Το ταμείο προστασίας καταθέσεων δεν διέθετε τα κεφάλαια για να καλύψει τις ασφαλισμένες καταθέσεις.  Παράλληλα η οφειλή της Εναγόμενης 1 σε σχέση με την έκτακτη ρευστότητα (ELA) που της είχε παραχωρηθεί θα καθίστατο απευθείας ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και η Κεντρική Τράπεζα θα αξιοποιούσε τα περιουσιακά στοιχεία που της είχαν παραχωρηθεί ως εξασφάλιση για σκοπούς είσπραξης του οφειλόμενου ποσού.  Κατά συνέπεια τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία δεν θα ήταν στη διάθεση του εκκαθαριστή προς ικανοποίηση των λοιπών πιστωτών.  Επιπλέον, χιλιάδες εργαζόμενοι της Εναγόμενης 1 θα βρίσκονταν στην ανεργία.  Σε κάθε περίπτωση, η Κυπριακή Δημοκρατία θα τίθετο σε ανυπέρβλητη δεινή οικονομική κατάσταση με καταστροφικές συνέπειες για τους καταθέτες και πιστωτές των τραπεζών, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και το κοινωνικό σύνολο.

 

Τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 34 καθιστούν σαφές και ξεκάθαρο ότι η Αρχή Εξυγίανσης πριν θέσει την Εναγόμενη 1 υπό καθεστώς εξυγίανσης εξέτασε τις καθοριζόμενες στο άρθρο 6(1) του Νόμου προϋποθέσεις και αφού ικανοποιήθηκε ως προς τη συνδρομή τους προέβηκε στην έκδοση του διατάγματος Κ.Δ.Π. 103/2013, με το οποίο εφαρμόστηκαν μέτρα εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1.  Θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του Μ.Ε.2 ότι η Εναγόμενη 2 έλαβε μέτρα εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 χωρίς να προηγηθεί η δική της μελέτη.  Υπενθυμίζω επίσης ότι το Δικαστήριο απέρριψε και τη θέση του ότι είναι με την επιστολή του Διοικητή της Εναγόμενης 2 ημερομηνίας 16.3.2013 – Τεκμήριο 7 – που απαγορεύθηκε η εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες.  Όπως έχει διαφανεί, είναι με τα διατάγματα Κ.Δ.Π. 84/2013 84/2013 85/2013 και 95/2013 τα οποία κήρυξαν ως τραπεζικές αργίες  την 19, 20, 21, 22, 26 και 27 Μαρτίου 2013, που απαγορεύτηκε στην ουσία η εκροή των καταθέσεων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(δ) του Νόμου 17(Ι)/2013 μία εκ των βασικών αρχών που διέπουν την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης είναι οι πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος να μην βρεθούν σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση του θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση.

           

O Μ.Υ.2 ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια πως θα διαμορφωνόταν η κατάσταση για τους καταθέτες της Εναγόμενης 1 στην περίπτωση που αντί των μέτρων εξυγίανσης η Εναγόμενη 1 τίθετο σε εκκαθάριση.  Όπως επεξήγησε, ένας εκ των κινδύνων για τους καταθέτες ήταν να μην μπορέσουν να εισπράξουν ούτε καν το ποσό της ασφαλισμένης τους κατάθεσης για το λόγο ότι το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων δεν διέθετε το ποσό των €12,2 δις στο οποίο είχαν υπολογιστεί συνολικά οι ασφαλισμένες καταθέσεις της Εναγόμενης 1, κάτι το οποίο θα είχε ως συνέπεια η υποχρέωση για κάλυψη τους να μεταφερόταν στο κράτος, το οποίο όμως αδυνατούσε να καταβάλει ένα τόσο υπέρογκο ποσό, με αποτέλεσμα να οδηγείτο στη χρεοκοπία.  Περαιτέρω, όλοι ανεξαιρέτως οι καταθέτες θα έχαναν την πρόσβαση στους λογαριασμούς και τα χρήματα τους αφού θα δεσμεύονταν για σκοπούς εκκαθάρισης, θα έπρεπε δε να αναμένουν την εκποίηση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1, κάτι το οποίο θα γινόταν εις βάθος χρόνου, για να μπορέσουν να εισπράξουν έστω και κάποιο μέρος από τα χρήματα τους.

 

Αποδέχομαι ανεπιφύλακτα την άποψη του Μ.Υ.2 ότι οι καταθέτες της Εναγόμενης 1, περιλαμβανομένων των Εναγουσών, με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης δεν βρίσκονται εντέλει σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν αν η Εναγόμενη 1 τίθετο σε εκκαθάριση.  Θα πρέπει να επισημάνω ότι η ανωτέρω άποψη του είναι πλήρως εναρμονισμένη με την έκθεση αξιολόγησης των προϋποθέσεων του άρθρου 6 του Νόμου 17(Ι)/2013 – Τεκμήριο 34.  Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Μ.Ε.2 δεν έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση ως προς το κατά πόσο οι καταθέτες της Εναγόμενης 1 θα βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση σε περίπτωση εκκαθάρισης της, αντί της επιβολής των μέτρων εξυγίανσης.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προγενέστερο σημείο της απόφασης μου, ενώ αρχικά συμφώνησε με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης 1 ότι πράγματι σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι καταθέτες της Εναγόμενης 1 θα βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση, κατά την αντεξέταση του από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εναγόμενης 2 ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να απαντήσει, για να μπορέσει δε να απαντήσει θα πρέπει να «βάλει κάτω» τους αριθμούς και δεδομένα, άσκηση την οποία έκαμε για την Λαϊκή Τράπεζα, όχι όμως για την περίπτωση της Εναγόμενης 1. 

 

Tο άρθρο 7(1) του Νόμου 17(Ι)/2013 καθορίζει τα μέτρα εξυγίανσης τα οποία έχει την εξουσία να επιβάλει η Αρχή Εξυγίανσης είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό.  Τα μέτρα αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

(α)  Αύξηση κεφαλαίου, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8,

(β)  πώληση εργασιών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9,

(γ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε ενδιάμεση τράπεζα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10,

(δ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11,

(ε)  διάσωση με ίδια μέσα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12.

Με βάση την ενώπιον μου προσκομισθείσα μαρτυρία, αποδέχομαι ότι το μέτρο της διάσωσης με ίδια μέσα που εφαρμόστηκε στην Εναγόμενη 1, ήταν το πλέον ορθό και κατάλληλο υπό τις περιστάσεις, συγκριτικά με τα άλλα αναφερόμενα στο άρθρο 7(1) μέτρα.

Σύμφωνα με την καθόλα αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ.2, με την εφαρμογή του μέτρου της διάσωσης με ίδια μέσα και για επίτευξη των σκοπών της εξυγίανσης, οι συσσωρευμένες ζημιές που υπέστη η Εναγόμενη 1 διαγράφηκαν/εκμηδενίστηκαν με την απομείωση του μετοχικού κεφαλαίου και των αξιογράφων/ομολόγων, ακολούθως δε, ενόψει του ότι η απομείωση των ανωτέρω στοιχείων δεν επαρκούσε για ανακεφαλαιοποίηση, η Εναγόμενη 1 ανακεφαλαιοποιήθηκε με τη μετατροπή του 47,5% των ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχές.  Το ανωτέρω ποσοστό απομείωσης καθορίστηκε από την Αρχή Εξυγίανσης με βάση την προβλεπόμενη στο άρθρο 22(1) του Νόμου 17(Ι)/2013 προκαταρκτική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 - Τεκμήριο 61 – και την έκθεση τελικής αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1, η οποία ετοιμάστηκε από τον ανεξάρτητο οίκο KPMG LLP UK – Τεκμήριο 70.  Επισημαίνω ότι το περιεχόμενο των ανωτέρω τεκμηρίων παρέμεινε αδιαμφισβήτητο.

 

 

ΤΑ ΑΓΩΓΙΜΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ       

 

Αυτό το οποίο έχω διαπιστώσει είναι ότι στην Έκθεση Απαίτησης, η οποία είναι πανομοιότυπη στην κάθε συνενωμένη αγωγή, συγχέεται σε πολλά σημεία τους η  Εναγόμενη 1 με την Λαϊκή Τράπεζα.  Για παράδειγμα στην παρ. 13(Α) προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι από την 18.5.2012 που εγκρίθηκε η κρατική στήριξη της Λαϊκής Τράπεζας, η Εναγόμενη 1 σε γνώση των Εναγομένων 2 και 3 δεν ήταν φερέγγυα και αξιόχρεη και κακώς η Εναγόμενη 2 της παρείχε ELA (Emergency Liquidity Assistance)  από το Σεπτέμβρη του 2011, όπως κακώς η Εναγόμενη 3 της παραχώρησε χρηματοδότηση με χρήματα που τελικά πλήρωσαν οι Ενάγουσες με το «κούρεμα» των καταθέσεων τους.  Στην αμέσως επόμενη παράγραφο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Εναγόμενη 1 έπαυσε να είναι φερέγγυα στις 18/5/2012 με την πιο πάνω «εξαγορά» του 85% των μετοχών της από την Εναγόμενη 3 και η παροχή σ’  αυτήν ELA  από την Εναγόμενη 2 έκτοτε ήταν παράνομη, παράτυπη και εις βάρος των συμφερόντων των καταθέσεων όλων των τραπεζών και εις βάρος της κυπριακής οικονομίας.  Στην ίδια παράγραφο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αν η Εναγόμενη 1 αφήνετο να εκκαθαριστεί από τότε δεν θα ζημιώνονταν οι Ενάγουσες αφού μόνο από το ELA η Εναγόμενη 1 ζημιώθηκε €9,54 δις και άλλα €7,8 δις από κρατική στήριξη και εγγύηση.

 

Κατά πρώτο, όπως κατέδειξε η ενώπιον μου αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, η Εναγόμενη 1 ουδέποτε έλαβε κρατική στήριξη από την Εναγόμενη 3.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.3, κρατική  στήριξη είχε λάβει η Λαϊκή Τράπεζα κατά τον τρόπο ο οποίος περιγράφεται στις παρ. 6(viii) και (ix)  της Γραπτής του Δήλωσης. Ούτε οποιοδήποτε ποσοστό μετοχών της εξαγοράστηκε από την  Εναγομένη 3.  Συνεπώς δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός ότι η Εναγόμενη 1 δεν ήταν φερέγγυα η αξιόχρεη ενόψει της προσφερθείσας σ’  αυτήν κρατικής στήριξης.  Επιπρόσθετα, όπως κατέδειξε η μαρτυρία του Μ.Υ.2, η Εναγόμενη 1 για πρώτη φορά αιτήθηκε και της παραχωρήθηκε ELA από την Εναγόμενη 2 μόλις στις 14/11/2012.  Ουδέποτε προηγουμένως της είχε παραχωρηθεί ELA από την Εναγόμενη 2, ειδικά δε από τον Σεπτέμβριο του 2011, κατά τον ισχυρισμό της Έκθεσης Απαίτησης.  Η απόρριψη των ανωτέρω ισχυρισμών αναπόφευκτα με οδηγεί στην απόρριψη και του ισχυρισμού της Έκθεσης Απαίτησης ότι η Εναγόμενη 3 χρηματοδότησε την Εναγόμενη 1 για ίδιο συμφέρον και ή εξ ανάγκης.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι αν η Λαϊκή Τράπεζα αφήνετο να εκκαθαριστεί τότε, δηλαδή το Μάϊο ή Οκτώβριο του 2012 δεν θα υπήρχε ζημιά των καταθετών, όπως και των Εναγουσών, αφού μόνο από τον ELA η Λαϊκή Τράπεζα ζημιώθηκε €9,54 δις, θα ήθελα να αναφέρω ότι  καμιά μαρτυρία παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού.  Επιπρόσθετα, όπως κατέδειξε η ενώπιον μου αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, πράγματι ο ELA της Λαϊκής Τράπεζας ύψους €9δις μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη 1.  Όμως οι καταθέτες της Εναγόμενης 1, περιλαμβανομένων των Εναγουσών δεν επιβαρύνθηκαν ούτε και ζημιώθηκαν από τη μεταφορά της ως άνω υποχρέωσης για το λόγο ότι στην Εναγόμενη 1 μεταβιβάστηκαν περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής Τράπεζας, η καθαρή αξία των οποίων υπερέβαινε το ύψος των μεταβιβασθεισών σ’  αυτήν υποχρεώσεων, εξ’  ου και παραχωρήθηκαν στη Λαϊκή Τράπεζα μετοχές της Εναγόμενης 1 σε ποσοστό 18,056371% σε αντίτιμο για την καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας που μεταβιβάστηκαν στην Εναγόμενη 1, με βάση την Κ.Δ.Π. 279/2013.    Επί του ιδίου  ζητήματος προβάλλεται ακόμα στην Έκθεση Απαίτησης των Εναγουσών ότι πέραν του ELA, η Λαϊκή Τράπεζα ζημιώθηκε με €2,8 δις από την κρατική στήριξη και εγγύηση, €2,4 δις από την απομείωση των ΟΕΔ και άλλα €2.6 δις από την πώληση των εργασιών στην Ελλάδα, ζημιές που οδήγησαν κατά μεγάλο βαθμό στην καταβαράθρωση της κυπριακής οικονομίας και τελικά τα λάθη «πλήρωσαν» οι καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας και Εναγόμενης 1 με την απομείωση των καταθέσεων τους.

Αυτό το οποίο ήθελα να αναφέρω είναι ότι, πέραν του ότι δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία προς απόδειξη του ότι η Λαϊκή Τράπεζα ζημιώθηκε με τα ως άνω ποσά, με εξαίρεση φυσικά τη ζημιά από την απομείωση των ΟΕΔ, δεν έχει διαφανεί, μέσα από την προσκομισθείσα μαρτυρία οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια τους με την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1 και την απομείωση των καταθέσεων των Εναγουσών.

Στην Εναρκτήρια Δήλωση των Εναγουσών προβάλλεται πρωτίστως ότι η αξίωση τους εναντίον της Εναγόμενης 1 στηρίζεται στη συμβατική υποχρέωση της Εναγόμενης 1, στη βάση της συμφωνίας ανοίγματος των επίδικων λογαριασμών, να επιστρέψει ολόκληρο το ποσό που η κάθε Ενάγουσα απώλεσε με την έκδοση στην κάθε μια μετοχών της Εναγόμενης 3, μηδενικής τότε αξίας που συμψηφίστηκε με τις καταθέσεις τους.

Η Εναγόμενη 1 στο δικόγραφο της Υπεράσπισης της προβάλλει τη θέση ότι οι Ενάγουσες, στη βάση των άρθρων 12(15) και 12(16) του Νόμου 17(1)/2013, δεν νομιμοποιούνται να προωθούν την παρούσα αγωγή καθότι δεν κέκτηνται οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της.  Στην αντίπερα όχθη η πλευρά των Εναγουσών υποστηρίζει ότι οι πρόνοιες των ως άνω άρθρων είναι αντισυνταγματικές, ως αντίθετες με το άρθρο 30[3] του Συντάγματος για το λόγο ότι τους απαγορεύει να προσφύγουν στο Δικαστήριο για διεκδίκηση των απαιτήσεων τους.

Το άρθρο 12(15) και (16) του Νόμου 17(1)/2013 έχει ως ακολούθως:

«(15)  Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία απαιτώντας την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, στη βάση μη εκπλήρωσης των όρων και προϋποθέσεων του μέσου, βάσει του οποίου έχουν εκδοθεί ή συνομολογηθεί, αν οι πιο πάνω όροι και προϋποθέσεις έχουν επηρεαστεί από την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.

(16)  Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να απαιτήσουν, είτε από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, είτε από τη Δημοκρατία, οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση για ζημιές που δυνατόν να έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα.»

 

Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ.1)(2000) 3 Α.Α.Δ. 157 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η εξουσία αποκήρυξης νόμου ως αντισυνταγματικού εκτείνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος, στο σύνολο του νόμου ή μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένη διάταξή του. Η αντισυνταγματικότητα διάταξης ή διατάξεων του νόμου συμπαρασύρει και το υπόλοιπο μέρος του, εάν η νομοθεσία αποτελεί ενιαίο σύνολο. Έχει αυτό το χαρακτηριστικό, οποτεδήποτε οι πρόνοιες του νόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, οπόταν δε χωρεί διάσπασή τους.»

Στην Board for Registration of Architects and Civil v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640 καθορίζονται οι αρχές οι οποίες διέπουν τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια.  Οι αρχές αυτές είναι οι ακόλουθες (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«1. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν αποφασιστεί το αντίθετο πέρα από κάθε λογική αμφιβολία και καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη εκτός εάν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

 

2. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με τη συνταγματικότητα του νόμου και όχι με τα κίνητρα την πολιτική ή την φιλοσοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του συντάγματος.

 

3. Αν είναι δυνατό τα Δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.

 

4. Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων και τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός εάν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του δικαστηρίου διαφοράς.»

 

Είμαι της άποψης ότι δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί ή και να περιοριστεί το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου να προσφύγει στη δικαιοσύνη για διεκδίκηση αποζημιώσεων για τυχόν ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1.  Τέτοιος περιορισμός ή αποκλεισμός αντίκειται στο άρθρο 30 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει σε  κάθε πρόσωπο το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο.  Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω με βρίσκει σύμφωνο η θέση της πλευράς του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγουσών ότι οι πρόνοιες των ως άνω άρθρων δεν είναι συμβατές με το Σύνταγμα. 

 

Η Εναγόμενη 1, βασιζόμενη στο Διάταγμα Κ.Δ.Π. 103/2013, προβάλλει ως επιπρόσθετη υπεράσπιση της τη «ματαίωση σύμβασης».  Όπως υποστηρίζεται στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της, δεν είχε άλλη επιλογή από του να εφαρμόσει το εν λόγω Διάταγμα στην ολότητα του και να συμμορφωθεί πλήρως με τις πρόνοιες του.

 

Η ματαίωση σύμβασης αποτελεί το αντικείμενο του άρθρου 56 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«56(1) ……………………………………………………………………………….

(2) Σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη.»

Στο σύγγραμμα το «Δίκαιο των Συμβάσεων» του Π.Γ. Πολυβίου Τόμος Β σελ. 676-677 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Σε ορισμένες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα αλλαγής του νόμου ή πραγματικών γεγονότων, η σύμβαση έχει καταστεί παράνομη και η οποιαδήποτε περαιτέρω εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων θα αποτελεί ποινικό ή άλλο αδίκημα.  Η κλασική περίπτωση είναι όταν μετά την συνομολόγηση κάποιας σύμβασης θεσπίζεται Νόμος ή Κανονισμός που απαγορεύει την εκτέλεσή της.  Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Δήμος Στροβόλου ν. Επίσημος Παραλήπτης της Εταιρείας PC Infomedia Publications Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 125/2011, ημερ. 20.1.2017, όπου το θέμα αφορούσε αλλαγή του εφαρμοζόμενου νομικού καθεστώτος μετά από τη συνομολόγηση της επίδικης σύμβασης.  Τα μέρη είχαν συνάψει συμφωνία για τοποθέτηση διαφημιστικών κατασκευασμάτων εντός κατοικημένης περιοχής.  Μεταγενέστερα, η τοποθέτηση τέτοιων σκευασμάτων απαγορεύτηκε με Νόμο.»

 

Όπως διαφάνηκε από την προσαχθείσα μαρτυρία, η Εναγόμενη 1 ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τα διατάγματα τα οποία είχαν εκδοθεί από την Αρχή Εξυγίανσης, στη βάση του Νόμου 17(1)/2013, κάτι το οποίο αποδέχθηκε και ο ίδιος ο μάρτυρας των Εναγουσών (Μ.Ε.2).  Υπενθυμίζεται ότι με τα υπό αναφορά διατάγματα, ειδικά δε με το Διάταγμα Κ.Δ.Π. 103/2013, η Εναγόμενη 1 τέθηκε υπό εξυγίανση, η οποία επέφερε την απομείωση των καταθέσεων των Εναγουσών.  Αναμφισβήτητα δε η εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1,  ματαίωσε την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων έναντι των Εναγουσών.

Στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι η Εναγόμενη 1, δικαίως επικαλείται ως υπεράσπιση της το δόγμα της ματαίωσης της σύμβασης.

Πέραν της συμβατικής υποχρέωσης, η αξίωση των Εναγουσών τόσο εναντίον της Εναγόμενης 1 όσο και εναντίον των Εναγομένων 2 και 3 στηρίζεται, όπως αναφέρεται στην εναρκτήρια δήλωση των Εναγουσών, στις από κοινού κακόπιστες ή και δόλιες ή και ψευδείς παραστάσεις αξιωματούχων τους που τις εξαπάτησαν να αφήσουν τις καταθέσεις τους στην Κύπρο, με αποτέλεσμα να απομειωθούν.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης, στελέχη της Εναγόμενης 1 διαβεβαίωναν τις Ενάγουσες μέχρι και τις αρχές Μαρτίου 2013 ότι η τράπεζα ήταν φερέγγυα και δεν κινδύνευαν οι καταθέσεις τους και τους παρέπεμπαν στις προγραμματικές δηλώσεις του τότε προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Ακόμα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Εναγόμενη 1 παρουσίαζε στις Ενάγουσες τις διάφορες δηλώσεις αξιωματούχων των Εναγομένων 2 και 3 με την ανοχή των τελευταίων, με αποτέλεσμα οι Ενάγουσες να συνεχίζουν να τηρούν τις καταθέσεις τους με την Εναγόμενη 1 παραπλανηθείσες από αυτές τις ψευδείς δηλώσεις, τις οποίες οι Εναγόμενες γνώριζαν ότι ήταν αναληθείς.  Καθ’  όσον αφορά την Εναγόμενη 2 της επιρρίπτεται περαιτέρω ότι ανέχθηκε και ή επέτρεψε στην Εναγόμενη 1 να διαφημίζει νέα επενδυτικά προϊόντα, σε χρόνο που η Εναγόμενη 1 ήταν εντελώς αφερέγγυα, και βοήθησε στη συνέχιση της λειτουργίας της Εναγόμενης 1, αυξάνοντας έτσι διαρκώς τις οφειλές της εις βάρος των επενδυτών και δανειστών της. 

Το αστικό αδίκημα της απάτης, στο οποίο εμπεριέχονται οι ψευδείς παραστάσεις, αποτελεί το αντικείμενο του άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148.  Το άρθρο αυτό προνοεί τα ακόλουθα:

«Απάτη συvίσταται σε ψευδή παράσταση γεγovότoς, η oπoία γίvεται εv γvώσει τoυ ψεύδoυς αυτής, ή χωρίς πίστη για τo αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφoρα τoυ κατά πόσo είvαι αληθής ή ψευδής, με σκoπό όπως τo πρόσωπo πoυ εξαπατήθηκε εvεργήσει με βάση αυτή:

Νoείται ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση εκτός αv αυτή έγιvε με σκoπό εξαπάτησης τoυ εvάγovτα και πράγματι εξαπάτησε αυτόv, και αυτός εvέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτoύ υπέστη ζημιά:

Νoείται περαιτέρω ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση για τo χαρακτήρα, τη συμπεριφoρά, τηv πίστη, τηv ικαvότητα, τo επιτήδευμα ή τις συvαλλαγές oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ, η oπoία έγιvε με σκoπό εξασφάλισης πίστωσης, χρημάτωv ή αγαθώv στo πρόσωπo αυτό, εκτός αv η παράσταση αυτή έγιvε γραπτώς και υπoγράφτηκε από τov ίδιo τov εvαγόμεvo.»

Στο σύγγραμμα «Αστικά Αδικήματα στο Κυπριακό Δίκαιο» του Π.Γ. Πολυβίου αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ. 767:

«Η ουσία της αγωγής για απάτη (action of deceit) είναι η ανεντιμότητα. Τέτοια αγωγή επιτυγχάνει όπου ο εναγόμενος, με σκοπό να προκαλέσει τον ενάγοντα να ενεργήσει με βάση την παράστασή του, δόλια ή απερί­σκεπτα (recklessly), δηλαδή αδιαφορώντας κατά πόσον αυτή είναι αλη­θής ή ψευδής, παριστάνει κάτι ως αληθές ενώ είναι αναληθές. Εάν ο ενάγων έχει ενεργήσει με βάση την παράσταση του εναγομένου, η οποία ήταν αναληθής είτε εν γνώσει του είτε στο πλαίσιο πλήρους απερισκε­ψίας εκ μέρους του, και εάν περαιτέρω έχει υποστεί ζημιά, τότε έχει το δικαίωμα να εγείρει αγωγή για απάτη εναντίον του εναγομένου.

 

Αναφέρεται στο σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s Precedents of Pleadings:

 

"The essence of the action of deceit is dishonesty; the action will lie where the defendant, in order to induce the plaintiff to act upon his representation, fraudulently or recklessly, i.e. without caring whether his representation is true or false represents as true a matter of which he knows nothing and which is in reality untrue, if the plaintiff is thereby induced to act upon such representation to his loss”.

Η απλή μη αποκάλυψη γεγονότος, όταν δεν υπάρχει καθήκον αποκάλυψης, δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα. Από την άλλη, όμως, η ενεργός απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος μπορεί να λειτουργήσει ως ψευδής παράσταση, ανάλογα με τα γεγονότα. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Frederickou Schools Co Ltd v. Acuac Inc., (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1527 «για να είναι νομικά επιλήψιμη η απόκρυψη, πρέπει να εκδηλώνεται με συγκεκριμένη πράξη, συμπεριφορά ή στάση» (εξαιρουμένης συνήθως της σιωπής, εκτός των περιπτώσεων όπου είτε υπάρ­χει καθήκον αποκάλυψης ή «η σιωπή ισοδυναμεί με δήλωση»).»

 

Πέραν των πιο πάνω, στη θεμελιακή υπόθεση Derry v. Peek (1889) 14 App. Cas. 337 αναφέρθηκε ότι το αστικό αδίκημα της απάτης απαιτεί δόλο, δηλαδή πρόθεση καταδολίευσης.  Αμέλεια δεν είναι αρκετή και πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράσταση ήταν ψευδής ή αδιαφορούσε πλήρως κατά πόσο αυτή ήταν αληθής ή ψευδής.

Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία περί των ψευδών παραστάσεων προήλθε, κατά κύριο λόγο, από το Μ.Ε.1.  Το Δικαστήριο επεξήγησε λεπτομερώς, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, τους λόγους για τους οποίους αυτή δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.  Ειδικά δε καθ’  όσον αφορά την Εναγόμενη 1, δεν παρουσιάστηκε ίχνος μαρτυρίας ότι αυτή, μέσω των αντιπροσώπων της προέβηκε σε οποιεσδήποτε παραστάσεις προς τις Ενάγουσες.  Στην παρ. 44 της Έκθεσης Απαίτησης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι περί τα μέσα Φεβρουαρίου 2013 είχε λεχθεί στις Ενάγουσες από το υποκατάστημα της Εναγόμενης 1 στο οποίο διατηρούσαν τις καταθέσεις τους, ότι η Εναγόμενη 1 είχε τη στήριξη της Εναγόμενης 2 (με τη συνεχή παροχή ELA) και δεν κινδύνευε, ούτε θα αφήνετο να πάθει κακό.  Καμιά όμως μαρτυρία παρουσιάστηκε προς απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού.  Καθ’  όσον αφορά τις Εναγόμενες 2 και 3 πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, θα πρέπει να προστεθεί ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι οποιεσδήποτε αποδιδόμενες σ’  αυτές δηλώσεις έγιναν με πρόθεση καταδολίευσης των Εναγουσών.  Είναι φανερό ότι οι Ενάγουσες απέτυχαν να αποδείξουν ένα εκ των ουσιαστικών στοιχείων του αδικήματος της απάτης. 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το βασικό επιχείρημα της πλευράς των Εναγουσών ήταν ότι δεν μπορούσαν οι Εναγόμενες 2 και 3 να μη γνωρίζουν το ψεύδος των δηλώσεων τους που έγιναν, τόσο με την επιστολή – Τεκμήριο 8 – όσο και με τη δήλωση του νεοεκλεγέντα τότε Προέδρου της Δημοκρατίας ότι δεν θα επέτρεπε «κούρεμα καταθέσεων», από τη στιγμή που επεξεργάζονταν το νομοσχέδιο για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, το οποίο αργότερα θεσπίστηκε σε Νόμο (Ν17(Ι)/2013).  Το Δικαστήριο έχει ήδη επεξηγήσει σε προγενέστερο στάδιο της απόφασης του, τους λόγους για τους οποίους η επεξεργασία του ανωτέρω νομοσχεδίου από τις Εναγόμενες 2 και 3 δεν υποδηλώνει ότι αυτές γνώριζαν εκ των προτέρων ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, περιλαμβανομένης της Εναγομένης 1, δεν θα προερχόταν από το μνημονιακό δάνειο, περαιτέρω δε ότι θα αποκλειόταν η διάθεση οποιουδήποτε μέρους του για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης.

 

Η αξίωση των Εναγουσών, πέραν των ισχυριζόμενων ψευδών παραστάσεων στηρίζεται και σε ισχυριζόμενη απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και των τραπεζών.  Ειδικότερα στη Γραπτή Δήλωση του Μ.Ε.1. προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 απέκρυψαν από τις Ενάγουσες:

(α) Την οικονομική κατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αδυναμία της να καλύψει τα προβλήματα των τραπεζών ή ακόμα και τις εγγυημένες καταθέσεις σε περίπτωση ανάγκης ήδη από το 2011 και την απροθυμία της να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα που της εισηγήθηκε το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, (ακόμα και ο πρώην Πρόεδρος Βασιλείου) και/ή να ζητήσει βοήθεια από τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(β) Ότι οι εγγυημένες καταθέσεις περιορίζονταν σε €100.000 ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αφήνοντας τις Τράπεζες να διαφημίζουν ότι όλες οι καταθέσεις δεν διέτρεχαν κίνδυνο.

(γ) Το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εν γνώσει και με τη βοήθεια της Κεντρικής Τράπεζας προετοίμαζαν σε συνεργασία με την Τρόϊκα σχέδια Νόμων για το ενδεχόμενο εξυγίανσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με ίδια μέσα, (ακριβώς όπως ο νόμος της Εξυγίανσης αργότερα), από τον Δεκέμβρη 2012 τουλάχιστο αν όχι  νωρίτερα, που στέρησε από τις Ενάγουσες ουσιώδη πληροφόρηση με βάση την οποία θα ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να αξιολογήσουν τον κίνδυνο.

 

Εν πρώτοις θα ήθελα να αναφέρω ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί δεν καλύπτονται στην ολότητα τους από την Έκθεση Απαίτησης.  Στην παρ.29 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρεται ότι αξιωματούχοι των Εναγομένων 2 και 3 με αμελείς ή και ψευδείς ή και δόλιες παραστάσεις τους απέκρυβαν για μήνες από το λαό και τις Ενάγουσες τα γνωστά σ’  αυτές σχέδια του Eurogroup περί «κουρέματος» των καταθέσεων στις Κυπριακές Τράπεζες, ώστε να αποφύγουν τις ευθύνες τους, κατά παράβαση νομικών υποχρεώσεων και/ή καθηκόντων τους.  Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η παρουσιασθείσα μαρτυρία ουδόλως κατέδειξε ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 γνώριζαν κάτι τέτοιο.  Αντίθετα, κατέδειξε ότι αυτό το οποίο γνώριζαν οι Εναγόμενες 2 και 3 ήταν ότι οι κυπριακές τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιούντο από το δάνειο που θα παραχωρούσαν οι διεθνείς δανειστές  στην Εναγόμενη 3.  Από τη στιγμή δε που γίνεται αναφορά σε νομική υποχρέωση ή και καθήκον των Εναγομένων 2 και 3, το λογικά αναμενόμενο ήταν ότι θα γινόταν και επίκληση του κανόνα δικαίου ή του θεσμού που επέβαλλε την υποχρέωση δημοσιοποίησης των ισχυριζόμενων σχεδίων, κάτι το οποίο όμως δεν έγινε.  Περαιτέρω, στην παρ. 10(Ζ) της Έκθεσης Απαίτησης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το νομοσχέδιο  βάσει του οποίου έγινε αργότερα το «κούρεμα» καταθέσεων είχε ετοιμαστεί από τις Εναγόμενες 2 και 3 από τις αρχές Δεκεμβρίου 2012, ελέγχθηκε από τη Νομική Υπηρεσία, εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το Γενάρη του 2013 και έκτοτε φυλασσόταν από τις Εναγόμενες 2 και 3 για να το αναλάβει η νέα κυβέρνηση, ενώ η ύπαρξη του αποκρύφθηκε από το κοινό (και τις Ενάγουσες), οι οποίες αφέθηκαν να πιστεύουν ότι οι καταθέσεις τους δεν κινδύνευαν.

Πέραν του ότι δεν θα μπορούσα να κάμω αποδεκτό τον ισχυρισμό ότι η ύπαρξη του αναφερόμενου νομοσχεδίου «αποκρύφθηκε» από το κοινό,  ούτε σ’  αυτή την περίπτωση έγινε επίκληση η αναφορά στον κανόνα δικαίου ή το θεσμό που επέβαλλε στις Εναγόμενες 2 και 3 να κάμουν δημόσια γνωστή την επεξεργασία του αναφερόμενου νομοσχεδίου, όπως και οποιουδήποτε άλλου νομοσχεδίου, το οποίο βρίσκεται υπό νομοτεχνική επεξεργασία πριν αυτό κατατεθεί στη Βουλή των αντιπροσώπων για να ψηφιστεί σε νόμο.  Το γεγονός ότι δεν δημοσιοποιήθηκε η επεξεργασία του, δεν εξυπακούει ότι «αποκρύφθηκε» από το κοινό και μάλιστα δόλια.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Μ.Ε.1 ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 απέκρυψαν από τις Ενάγουσες ότι οι εγγυημένες καταθέσεις περιορίζονταν στις €100.000 ανά πρόσωπο, έχω να αναφέρω ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν δικογραφείται.  Από τη στιγμή που βρίσκεται εκτός των δικογραφημένων θέσεων, δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο  (Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλας  (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422).

Η αξίωση των Εναγουσών στηρίζεται επίσης στο Αστικό Αδίκημα της αμέλειας, διαζευκτικά δε στη παράβαση θέσμιου άλλως νόμιμου καθήκοντος. Σύμφωνα με το άρθρο 51 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148:

 

«Αμέλεια συνίσταται –

(α) εις την τέλεσιν πράξεως ήν υπό τας περιστάσεις δεν θα ετέλει λογικός συνετός άνθρωπος ή εις την παράλειψιν τελέσεως πράξεως ήν υπό τας περιστάσεις ο λογικός συνετός άνθρωπος θα ετέλει, ή

 

(β) εις την παράλειψιν καταβολής τοιαύτης δεξιότητος ή επιμελείας περί την άσκησιν του επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας ως λογικός συνετός άνθρωπος, έχων τα προς άσκησιν του τοιούτου επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας προσόντα, θα κατέβαλλεν υπό τας περιστάσεις, και εις την ένεκεν ταύτης πρόκλησιν ζημίας.»

 

Στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Κ.Ν. Zoo Bar Restaurant Ltd κ.ά., Πολ. Έφεση αρ. 447/2011, ημερ. 15/12/2016, αναφέρθηκε ότι η αμέλεια ως έννοια μπορεί να επιδεικνύεται σε μια μεγάλη κατηγορία συνθηκών.  Το θέμα εξετάζεται σε δύο στάδια: (α) Κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία γειτνίαση ώστε να εγείρεται το ερώτημα ότι η έλλειψη φροντίδας δυνατόν να προκαλέσει ζημιά ως θέμα εύλογης πρόβλεψης και (β) αν η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσο υπάρχουν δεδομένα που αδρανοποιούν ή περιορίζουν την έκταση αυτής της επιμέλειας. 

 

Όπως επίσης είναι νομολογημένο θα πρέπει να αποδειχθεί (α) ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια (causation) μεταξύ των πράξεων ή ενεργειών του Εναγομένου αφενός και του συμβάντος αφετέρου, και (β) ότι η συγκεκριμένη ζημιά ή απώλεια δεν ήταν απομεμακρυσμένη (not too remote) (Δημητριάδης ν. Φαρφάρα (1997) 1 Α.Α.Δ. 430 και Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447).

 

Στο σύγγραμμα «η Αμέλεια στο Κυπριακό Δίκαιο» του Π.Γ. Πολυβίου, σελ. 319, αναφέρεται ότι αυτό που απαιτείται να αποδείξει ο Ενάγοντας είναι ότι η συμπεριφορά ή παράβαση από την πλευρά του Εναγόμενου ήταν η αιτία της επίδικης ζημιάς.  Άλλος τρόπος διατύπωσης της ίδιας αρχής είναι ότι ο Ενάγοντας θα πρέπει να αποδείξει ότι η συμπεριφορά του Εναγόμενου προκάλεσε τη ζημιά που υπέστη ο ίδιος. 

 

Στην εναρκτήρια δήλωση των Εναγουσών προβάλλεται ότι η Εναγόμενη 1 με δική της βαριά αμέλεια και σε πολλές περιπτώσεις καταχρηστική πολιτική ή και πρακτική λειτουργίας της και παραβαίνοντας τα θέσμια πλαίσια λειτουργίας της ως τράπεζα, που μάλιστα τα υποδείκνυε η Εναγόμενη 2, διολίσθησε και κατέστη αφερέγγυα με κεφαλαιακά ελλείμματα ή και έφερε εαυτόν στη θέση των υπερβολικών ελλειμμάτων που οδήγησαν στην ανάγκη χρηματοδότησης της ανακεφαλαιοποίησης της από τον τότε Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την τελική ανάγκη εξυγίανσης της με ίδια μέσα. 

 

Το Δικαστήριο για τους λόγους που επεξήγησε σε προγενέστερο στάδιο της απόφασης του, δεν έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά των μαρτύρων της Ενάγουσας στην έκταση που αφορούσε την ευθύνη της Εναγόμενης 1 στην επιβολή σ’  αυτήν των μέτρων εξυγίανσης.  Η απόρριψη της μαρτυρίας τους, ειδικά δε του Μ.Ε.2, που ήταν και ο μάρτυρας ο οποίος επέρριψε στην Εναγόμενη 1 σειρά επιλήψιμων ενεργειών και παραλείψεων, καθιστά εμφανές ότι η Εναγόμενη 1 δεν μπορεί να κριθεί ως αμελής.   Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 κατέστη αφερέγγυα με κεφαλαιακά ελλείμματα, που είχαν ως αποτέλεσμα να αιτηθεί κρατική στήριξη, στη βάση της συμφωνίας των Αρχηγών των Κρατών Μελών ημερομηνίας 26/10/2011 - Τεκμήριο 18 - δεν υποδηλώνει ότι περιήλθε στην κατάσταση αυτή με δική της ευθύνη ή και υπαιτιότητα.  Ειδικότερα, όσον αφορά την απώλεια την οποία υπέστη συνεπεία της επένδυσης στα ΟΕΔ, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Υ.1, την οποία το Δικαστήριο αποδέχτηκε, η μετέπειτα απομείωση τους ήταν κάτι το «πρωτοφανές» και δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση για τη σχετική επένδυση. 

 

Καθ’  όσον αφορά την Εναγόμενη 2, η Έκθεση Απαίτησης την καθιστά υπεύθυνη για τις  ακόλουθες πράξεις ή παραλείψεις της:

 

α) για την έλλειψη ελέγχου και/ή απραξία στον τρόπο απόκτησης και διάθεσης Ελληνικών Κρατικών Ομολόγων από τις Τράπεζες και τον όγκο και συνολική αξία τέτοιων Ομολόγων, ενώ γνώριζε και κατείχε όλα τα στοιχεία σαν αρμόδια εποπτική Αρχή,

β) για έλλειψη προειδοποίησης προς τις Τράπεζες για τις συνέπειες από τέτοια συμφωνία απομείωσης των Ελληνικών Ομολόγων,

γ) για τη μετατροπή της θυγατρική της Λαϊκής Τράπεζας στην Ελλάδα, (Μαρφίν Εγνατία Τράπεζα ΑΕ), σε υποκατάστημα κατά ή περί 31/03/2011, οπόταν το δανειακό χαρτοφυλάκιο της Λαϊκής στην Ελλάδα άρχισε να επιδεινώνεται,

δ) ενώ γνώριζε πως η ρευστότητα της Λαϊκής κατά ή περί τις 6 Σεπτεμβρίου 2011 επιδεινώθηκε σημαντικά και λόγω εκροών και μειώθηκε περαιτέρω (μαζί με επιδείνωση και της κεφαλαιακής της επάρκειας) λόγω των ομολόγων και χειροτέρευσης του χαρτοφυλακίου της, (και όλα μαζί από Οκτώβρη 2011), και είχαν παρουσιαστεί παραβάσεις της Εναγόμενης 1 στους δείκτες ρευστότητας που εφάρμοζε η Εναγόμενη 2, ήδη από τις αρχές 2011, (αλλά και πιο πριν στην τήρηση εποπτικών δεικτών ρευστότητας που εφάρμοζε η Τράπεζα της Ελλάδας (ως προς τις Ελληνικές εργασίες της) και επέβαλε (κατά δική της θέση) περιορισμούς στη Λαϊκή σε θέματα ρευστότητας και υστέρησης ελάχιστου δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων, εν τούτοις,

 

ί) εξαίρεσε από το δείκτη αυτό τους κινδύνους από κυβερνητικά ομόλογα, (ανεξήγητο), και παρά την μη τήρηση των δεικτών θεώρησε τη Λαϊκή (κακώς) σαν φερέγγυα και της παρείχε ELA και δεν έκανε τίποτα να σταματήσει την κατρακύλα και τις παραβάσεις της Λαϊκής, και          

 

ii) δεν άσκησε ορθά τα εκ του Νόμου δικαιώματα της και/ή την αρμοδιότητα και καθήκον εποπτείας και ελέγχου ακόμα και των πιο πάνω ελλιπέστατων μέτρων που καθυστερημένα επέβαλε.

ε) παρά τη συνέχιση των παραβάσεων από τη Λαϊκή και των υποκαταστημάτων της και παρά την απόφαση του Δ.Σ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ανάκληση της πρόσβασης της Λαϊκής και των υποκαταστημάτων της σε πιστωτικά μέτρα άσκησης νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος από 03/07/2012, συνέχισε την παροχή ELA μέχρι που έφτασε (στις 22/03/2013) τα €9,6 δις και απλά απαγόρευσε, στις 09/07/2012, την εκποίηση στοιχείων ενεργητικού της και τη μεταφορά κεφαλαίου ρευστότητας σε θυγατρικές της "χωρίς προηγούμενη έγκριση”, (που όμως δόθηκε όποτε ζητήθηκε),

στ) επέτρεψε ώστε οι επισφαλείς χορηγίες της Εναγόμενης 1 σε Κύπρο και Ελλάδα αυξάνονταν συνεχώς δραματικά χωρίς ενέργειες από την Εναγόμενη 2 για έλεγχο της κατάστασης,

ζ) ενώ οι δείκτες της Λαϊκής σε κεφαλαιακή επάρκεια μειώθηκαν σταδιακά κάτω από το 10% περίπου των εποπτικών απαιτήσεων της ίδιας της Εναγόμενης 2 μέσα στο 2012, εντούτοις η εναγόμενη 2 ουδέν έπραξε αλλά περίμενε και “ανέμενε” ότι η προ αγγελθείσα συμφωνία της Εναγόμενης 3 επί "προκαταρκτικού μνημονίου” θα της έδιδε "επαρκείς” πόρους για την περαιτέρω ανακεφαλαίωση της Εναγόμενης 1 από το πρόγραμμα στήριξης, δίδοντας πλήρη εμπιστοσύνη, (ακριβώς όπως και οι Ενάγουσες), στις σχετικές ανακοινώσεις της Εναγόμενης 3,

η) οι υπολογισμοί της Εναγόμενης 2 για το έλλειμα "Κυρίων Βασικών Ίδιων Κεφαλαίων” της Λαϊκής ανέρχονταν τέλος 2012 σε €1,622 δις, και το έλλειμα Συνολικών Κεφαλαίων ανέρχονταν στο €1,782 δις, ενώ από την έρευνα της PIMCO αυτό φάνηκε να ανέρχεται, (στην καλύτερη περίπτωση), στα €2,782 δις, που δείχνει την επιπολαιότητα στις μελέτες της Εναγόμενης 2 (αν έγιναν μελέτες), και

θ) δεν προέβλεπε την επιβολή εφαρμογής προγράμματος της ΕΕ/ΔΝΤ που θα εξασφάλιζε τη φερεγγυότητα των επηρεαζόμενων Τραπεζών με ίδια μέσα για να εξεταστεί από την Ε.Κ.Τ. η περαιτέρω παροχή ELA ούτε όμως δικαιούται να ισχυρίζεται ότι έμαθε γι’ αυτή τη θέση της Ε.Κ.Τ., μόλις στις 21/03/2013 μετά από σχετική απόφαση της Ε.Κ.Τ., γιατί η ίδια (με άλλους φορείς) επεξεργαζόταν τέτοιο πρόγραμμα από πολύ πιο πριν.

ι) παραβίασε τα δικά της ελλιπή συστήματα ελέγχου με την διοίκηση της να αγνοεί εσωτερικά σημειώματα των τεχνοκρατών της και/ή να λαμβάνει υπόψη λανθασμένα εσωτερικά σημειώματα των τεχνοκρατών της χωρίς πραγματική επιστημονική μελέτη και εμπειρογνωμοσύνη ως προς τα αποτελέσματα και με πλήρη αδιαφορία για τα συμφέροντα των καταθετών και/ή της ίδιας της Εναγόμενης 1 τράπεζας και/ή της Κυπριακής οικονομίας.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησης, όλα τα πιο πάνω αποτελούν:

 

(α) Παράβαση από την Εναγόμενη 2 θεσμικών καθηκόντων της που περιλαμβάνονται στον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο, στον περί Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Νόμο, στο Πρωτόκολλο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο τέταρτο Πρωτόκολλο για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος και των Ευρωπαϊκών Τραπεζών. 

(β)  Παράβαση των καθηκόντων της από τη σχέση εγγύτητας (proximity), προς τους καταθέτες των τραπεζών εκ της οποίας πηγάζει και καθήκον επιμέλειας με ευθύνη έγκαιρης διάγνωσης των κινδύνων και θετική υποχρέωση για λήψη μέτρων αποτροπής τους, όπως και έγκαιρης ενημέρωσης των καταθετών. 

(γ)  Παράβαση των εκ του Νόμου ή και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων της να ελέγχει και να εποπτεύει την ορθή λειτουργία των τραπεζών. 

 

Διαζευκτικά προβάλλεται ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούν αμέλεια της Εναγόμενης 2. 

Αυτό το οποίο διαφαίνεται από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω είναι ότι οι Ενάγουσες δεν έχουν προβεί σε ξεχωριστή καταγραφή των λεπτομερειών αμέλειας και των λεπτομερειών παράβασης νόμιμου καθήκοντος της Εναγόμενης 2.  Όπως είναι νομολογημένο, η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παράβασης νόμιμου καθήκοντος, αποτελεί συγκεκριμένη θεραπεία του κοινοδικαίου και δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση ή να επικαλύπτεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια, ακόμα και αν η ίδια ζημιά δυνατό να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με συνήθη αμέλεια, είτε με συμπεριφορά με διάρρηξη νόμιμου καθήκοντος (Μ.Σ. Ιακωβίδης & Σία Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 Α.Α.Δ. 1593).  Έχει ακόμα νομολογηθεί ότι κατά τη δικογράφηση, τα δύο αυτά αγώγιμα δικαιώματα θα πρέπει να διαχωρίζονται.

Πριν προχωρήσω σε οποιοδήποτε περαιτέρω σχολιασμό θεωρώ ορθό να κάμω αναφορά στην προδικαστική ένσταση η οποία εγείρεται στο δικόγραφο της Υπεράσπισης της Εναγόμενης 2 ότι δεν αποκαλύπτεται οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον της καθ’  όσον αφορά την αποδιδόμενη σ’  αυτή επίδειξη αμέλειας.  Η υπό αναφορά ένσταση, όπως επεξηγείται στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Εναγόμενης 2, στηρίζεται στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 47Α(11)[4]  και 6 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου 138(Ι)/2002, του άρθρου 32[5] του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου 66(Ι)/97 και του άρθρου 29[6] του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου.

 

Όπως υποστηρίζεται στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Εναγόμενης 2, στην Έκθεση Απαίτησης δεν εγείρονται ισχυρισμοί για βαριά ή σοβαρή αμέλεια, αλλά για αμέλεια.  Κατά την εισήγηση τους δε, οι ισχυρισμοί των Εναγουσών για αμέλεια θα πρέπει να απορριφθούν αφού δεν στοιχειοθετείται εναντίον της Εναγόμενης 2 τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα.  Κατά πρώτο, θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν συμμερίζομαι τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων ότι δεν εγείρεται στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμός για βαριά ή σοβαρή αμέλεια.  Στην παράγραφο 35 αυτής, αναφέρεται, μεταξύ άλλων ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 ενήργησαν με βαριά αμέλεια και με πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεων τους επί των καταθετών της Εναγόμενης 1.  Το κατά πόσο δε οι Ενάγουσες κατάφεραν να αποδείξουν τέτοια βαριά αμέλεια της Εναγόμενης 2 είναι ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ αμέσως πιο κάτω.

 

Η μαρτυρία την οποία παρουσίασαν οι Ενάγουσες, σε καμιά περίπτωση θα μπορούσε να αποδείξει τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις και, κατ’  επέκταση, την αποδιδόμενη στην Εναγόμενη 2 βαριά αμέλεια.  Εν πρώτοις, καθ’  όσον αφορά τους ισχυρισμούς οι οποίοι σχετίζονται με την Λαϊκή Τράπεζα, όπως αυτοί περιγράφονται στις υπό (γ), (δ), (ε), (ζ) και (η) παραγράφους, θα πρέπει να αναφερθεί ότι καμιά μαρτυρία παρουσιάστηκε προς απόδειξη τους, με αποτέλεσμα να παραμείνουν παντελώς ατεκμηρίωτοι.  Σ’  ότι αφορά τους ισχυρισμούς για έλλειψη ελέγχου ή απραξίας στον τρόπο απόκτησης και διάθεσης των ΟΕΔ από τις τράπεζες και την έλλειψη προειδοποίησης σ’  αυτές, θα πρέπει να αναφερθεί ότι σ’  ότι αφορά τη Λαϊκή Τράπεζα, ενώπιον του Δικαστηρίου παρουσιάστηκε η επιστολή της Εναγόμενης 2 προς τη Λαϊκή Τράπεζα ημερομηνίας 1/3/2010 – Τεκμήριο 43 – η οποία προειδοποιούσε για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στη ρευστότητα της τράπεζας η επένδυση στα ΟΕΔ.   Ζητείτο δε από αυτήν όπως ενημερώσει την Εναγόμενη 2 για τη στρατηγική που ακολουθεί σε σχέση με τα εν λόγω ομόλογα καθώς και τα συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνει για αντιμετώπιση των κινδύνων που αναλαμβάνει από τοποθετήσεις σε ομόλογα.  Είναι λοιπόν φανερό ότι, καθ’  όσον αφορά τη Λαϊκή Τράπεζα, δεν μπορούν οι Ενάγουσες να μέμφονται την Εναγόμενη 2 ότι δεν την είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους τέτοιας επένδυσης.  

 

Σ’  ότι αφορά την Εναγόμενη 1 το Δικαστήριο έχει ήδη επεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν θα μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην Εναγόμενη 1 για την επένδυση στα ΟΕΔ, όπως και για τη ζημιά την οποία υπέστη από την μετέπειτα απομείωση τους. Από τη στιγμή που δεν θα μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε μεμπτή πράξη ή παράλειψη στην Εναγόμενη 1 σ’  ότι αφορά την επένδυση στα ΟΕΔ, ούτε και στην Εναγόμενη 2, ως εποπτική αρχή, θα μπορούσε να αποδοθεί οτιδήποτε το μεμπτό.  Σ’  ότι αφορά τον ισχυρισμό ότι η Εναγόμενη 2 δεν προέβλεψε την επιβολή εφαρμογής προγράμματος που θα εξασφάλιζε τη φερεγγυότητα των τραπεζών με ίδια μέσα, έχω ήδη επεξηγήσει σε προγενέστερο στάδιο της απόφασης μου τους λόγους για τους οποίους η Εναγόμενη 2 δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να προβλέψει την επιβολή ενός τέτοιου προγράμματος. Παντελώς ατεκμηρίωτος παρέμεινε και ο ισχυρισμός της παραγράφου (ι) ότι η Εναγόμενη 2 παραβίασε τα δικά της ελλιπή συστήματα ελέγχου με τη διοίκηση της να αγνοεί εσωτερικά σημειώματα των τεχνοκρατών της.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγουσών στη γραπτή του αγόρευση υποστηρίζει ότι το άρθρο 30(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου 66(Ι)/1997, καθορίζει την υποχρέωση της Κεντρικής Τράπεζας να παρέμβει ευθύς ως διακριβώσει ότι υφίσταται κίνδυνος να ελαττωθεί η ικανότητα τράπεζας για έγκαιρη αντιμετώπιση των υποχρεώσεων της.  Κατά δε τη θέση του, όταν η Λαϊκή Τράπεζα το 2011 και η Εναγόμενη 1 το 2012 είχαν ζητήσει από την Εναγόμενη 2 την παραχώρηση ELA, δεν υπήρχε απλά κίνδυνος να ελαττωθεί η δυνατότητα αυτή αλλά αποδεδειγμένα οι τράπεζες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις υποχρεώσεις τους και η Κεντρική Τράπεζα όφειλε, εκτός της παροχής ELA ή ακόμα και αντί αυτού, να λάβει μέτρα που θα αποκαθιστούσαν τη χαμένη ικανότητα των τραπεζών να προστατεύσουν διαφορετικά τα συμφέροντα των καταθετών, των οποίων η Κεντρική Τράπεζα είναι προστάτης των συμφερόντων τους. 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ίδιο ζήτημα είχε τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγουσών στον Μ.Υ.2, ο οποίος εξήγησε πολύ πειστικά τους λόγους για τους οποίους η Εναγόμενη 2 δεν μπορούσε να επέμβει νωρίτερα και να πάρει οποιαδήποτε μέτρα.  Για του λόγου το αληθές θεωρώ ορθό να παραθέσω αυτούσια την απάντηση που έδωσε ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του:

«E.    Έκαμε κάτι η Κεντρική Τράπεζα τότε με την εμφάνιση των προβλημάτων το 2011.

A.    Μα νομίζω ότι η συμφωνία αρχηγών Κρατών του τόκου του 2011 αφού έβαζε τον οδηγό χάρτη. Η Κεντρική Τράπεζα εργάστηκε για υλοποίηση εκείνου του οδηγού χάρτη. Πώς θα αντιμετωπίζονταν προβλήματα των Τραπεζών; Με την ενίσχυση των κεφαλαίων τους. Και με άλλα μέτρα, τα οποία θα ενίσχυαν την κεφαλαιακή θέση, δηλαδή δεν είναι μόνο να αυξήσεις τα κεφάλαιά σου βρίσκοντας επενδυτές για να επενδύσουν στο μετοχικό κεφάλαιο των Τραπεζών. Μπορούσε να κάνουν και άλλες ενέργειες οι ίδιες οι Τράπεζες, όπως να μειώσουν τα στοιχεία ενεργητικού. Ενδεχομένως να πουλήσουν κάποια περιουσιακά στοιχεία, ούτως ώστε να βελτιωθεί η κεφαλαιακή τους θέση και εργάζετουν με αυτήν την κατεύθυνση και κάλεσε τις Τράπεζες να υποβάλουν λεπτομέρειες σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης και παρακολουθούσε τούτο το σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης που εκπόνησε η κάθε Τράπεζα ούτως ώστε να πετύχουν συμμόρφωση και με τον στόχο κεφαλαίων που είχε τεθεί από τη συμφωνία αρχηγών Κρατών και την ευρωπαϊκή αρχή Τραπεζών μέχρι 30/06/2012 και για να καλυφθούν τα κεφαλαιακά ελλείμματα.»

 

            Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, καταλήγω ότι η Εναγόμενη 2 δεν θα μπορούσε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα πριν δώσει την ευκαιρία στην Εναγόμενη 1, καθώς και στη Λαϊκή Τράπεζα να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, στη βάση λεπτομερούς σχεδίου που θα υπέβαλλαν προς το σκοπό τούτο, ως προνοούσε η συμφωνία των Αρχηγών Κρατών Μελών - Τεκμήριο 18. 

 

Καθ’  όσον αφορά την Εναγόμενη 3 στην εναρκτήρια δήλωση των Εναγουσών προβάλλεται ότι η αξίωση τους στηρίζεται:

 

(α)  Στη βαριά αμελή κακοδιαχείριση των δημοσίων οικονομικών από την Εναγόμενη 3 που οδήγησε την οικονομία της σε συνεχείς υποβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, και την αδυναμία της να καλύψει τις δικές της ανάγκες, βοηθώντας ταυτόχρονα στην επίλυση των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα, υποχρέωση την οποία ανέλαβε τον Οκτώβριο του 2011 με τη συμφωνία των αρχηγών κρατών μελών της Ευρωζώνης.  Και

(β)  Στην απροθυμία της να ζητήσει βοήθεια από το Μηχανισμό Στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης στήριξης, μόλις τέλος Ιουνίου 2012, αντί από τον Μάιο 2011 που τέθηκε εκτός χρηματαγορών.

Όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, δεν υπάρχει γενικός κανόνας ο οποίος εξαιρεί τις δημόσιες αρχές από οποιαδήποτε ευθύνη λόγω αμέλειας.  Στην υπόθεση Μ.Σ. Ιακωβίδης & Σία Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αποτελεί την κωδικοποίηση των αρχών του Κοινοδικαίου, (Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 Α.Α.Δ. 393). Έχει λεχθεί στην υπόθεση αυτή ότι το βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, η οποία θα έπρεπε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβληθεί από τον δράστη ώστε να μην προκληθεί ζημία στον πλησίον. Το όριο της επιμέλειας διαγράφεται από την επίδειξη της ανάλογης προσοχής από τον υποθετικό μέσο συνετό άνθρωπο. 

 

Στο σύγγραμμα «Street on Torts» 11η έκδ. σελ. 200 κ.ε., αναφέρεται ότι δεν υπάρχει γενικός κανόνας που να εξαιρεί τις δημόσιες αρχές από οποιαδήποτε ευθύνη λόγω αμελείας, απλώς και μόνο διότι είναι δημόσιες και όχι ιδιωτικές αρχές ή σώματα, (Mersey Docks and Harbour Board Trustees v. Gibbs [1866] LR 1 HL 93). Δεν υπάρχει με άλλα λόγια ασυλία εναντίον των δημοσίων αρχών ή του κράτους. Τα κριτήρια επιβολής καθήκοντος αμέλειας είναι τα ίδια όπως και στην περίπτωση των ιδιωτών.  Στην υπόθεση Home Office v. Dorset Yacht Co Ltd [1970] AC 1004, HL, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αναφέρθηκε στο ότι η πιθανότητα της ζημιάς πρέπει να είναι εύλογα προβλεπτή. Όπου υπάρχει διακριτική ευχέρεια από το δημόσιο όργανο, ευχέρεια που δυνατόν να ασκείται καλόπιστα, αλλά κατά λανθασμένο τρόπο, δεν δημιουργεί κατ' ανάγκη δικαίωμα σε αποζημίωση. Στην υπόθεση Anns v. Merton London Borough Council [1978] AC 728, HL, λέχθηκε ότι εκεί όπου η άσκηση νομίμου δημοσίου καθήκοντως απορρέει από μια ευρεία άσκηση πολιτικής απόφασης, η εναπόθεση στοιχείου αμέλειας κατά το αστικό δίκαιο δεν επαφίεται κατά κανόνα στα πολιτικά Δικαστήρια. Όμως, τέτοιο καθήκον επιμέλειας μπορεί να εναποτεθεί στο στάδιο της εφαρμογής της πολιτικής αυτής του κράτους, («operational sphere»).

 

Έγινε προσπάθεια περαιτέρω επεξήγησης της εναπόθεσης καθήκοντος σε δημόσιες αρχές, εφόσον το κριτήριο της διαφοράς μεταξύ «policy and operational decisions» στην Anns v. Merton London Borough Council, δεν θεωρήθηκε ιδιαίτερα επαρκές, με τις κατευθυντήριες γραμμές που έδωσε ο Lord Browne-Wilkinson στην X. v. Bedfordshire County Council [1995] 2 AC 633. Σχετική είναι και η μεταγενέστερη Barrett v. Enfield London Borough Council [2001] 2 AC 550. Η ουσία εν τέλει φαίνεται να έγκειται στην εφαρμογή των τριών βασικών γνωστών προϋποθέσεων της πρόβλεψης («foreseeability»), της εγγύτητας («proximity») και του δικαίου, ορθού και λογικού μέτρου («just, fair and reasonable»), τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νουν πριν αποδώσει ευθύνη σε κρατική υπηρεσία. Στην άσκηση αυτή υπεισέρχεται και ο παράγοντας της πολιτικής του κράτους, αλλά και του τρόπου της εν τη πράξει εφαρμογής αυτής της πολιτικής.»

           

Σε πολλά σημεία της Έκθεσης Απαίτησης η ισχυριζόμενη αμέλεια της Εναγόμενης 1 συμπλέκεται με την αμέλεια της Εναγόμενης 2.  Ειδικότερα, στην παράγραφο 37(Α) προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά την περίοδο Μαρτίου 2009 – Φεβρουαρίου 2013 οι Εναγόμενες 2 και 3 δεν επέδειξαν την δέουσα επιμέλεια (due diligence) και φροντίδα ή και την εύλογα αναμενόμενη γνώση, ικανότητα και δεξιοτεχνία για την προστασία και ορθή διαχείριση της κυπριακής οικονομίας ή και την ορθή λειτουργία των τραπεζών και απέτυχαν να λάβουν τα απαραίτητα δημοσιονομικά και άλλα μέτρα για προστασία των συμφερόντων των Εναγουσών, που ήταν εύλογα προβλεπτό ότι θα επηρεάζονταν από την αμελή εκτέλεση ή και παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων τους.  Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 ενήργησαν με βαριά αμέλεια και με πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεων τους επί των καταθετών της Εναγόμενης 1, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Ενάγουσες.

 

Στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. K.N. Zoo Bar Restaurant Ltd (ανωτέρω) αναφέρθηκαν επί λέξη τα ακόλουθα:

«Η αμέλεια ως έννοια είναι νομικά πασίγνωστη και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Χάριν υπενθύμισης και μόνο, να λεχθεί ότι στο Κυπριακό σύστημα δικαίου αυτή οριοθετείται από το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 149, όπως έχει βέβαια ερμηνευθεί καθοδηγητικά από τη νομολογία στη βάση της Αγγλικής προσέγγισης του κοινοδικαίου, (Κωνσταντίνου v. Χατζηκυριάκου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864 και Καλαθά v. Πουλλίτα (2006) 1 Α.Α.Δ. 480). Το καθήκον επιμέλειας, η διάρρηξη του καθήκοντος αυτού και η επέλευση ζημιάς ως αποτέλεσμα αποτελούν τα τρία κλασσικά συστατικά ή παράγοντες που ο ενάγων πρέπει να αποδείξει για να στοιχειοθετήσει ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου. Δεν είναι όμως η έλευση κάθε ζημιάς από τρίτο που καθιερώνει αξίωση αμέλειας. Κατά τη νομολογιακή προσέγγιση της έννοιας της αμέλειας είναι απαραίτητη πρωταρχικά η απόδειξη ότι το άτομο, φυσικό ή νομικό, που προκάλεσε τη ζημιά, όφειλε καθήκον επιμέλειας, έναντι του ζημιωθέντος («duty of care») που περικλείεται στη ρήση του Lord Atkin στην πασίγνωστη υπόθεση Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562, με τη χρήση της έννοιας ή κριτηρίου του γείτονα («neighbour principle»). Όπου πρόσωπο βρίσκεται σε τέτοια γειτνίαση με άλλο ώστε το τελευταίο να αντιλαμβάνεται ως θέμα εύλογης αποτίμησης των δεδομένων («reasonable foreseeability»), ότι πράξη ή παράλειψη του  πιθανόν  να επιφέρει στο πρώτο ζημιά,  τότε αναδύεται καθήκον επιμέλειας.

 

Οι κατηγορίες ή συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να εγερθεί τέτοιο καθήκον αναγνωρίστηκε ήδη από την Donoghue v. Stevenson, από τον Lord McMillan, ότι δεν είναι ποτέ στεγανοποιημένες. Η αμέλεια ως έννοια μπορεί να επιδεικνύεται σε μια μεγάλη κατηγορία συνθηκών. Δεν είναι αναγκαίο τα εξεταζόμενα γεγονότα να εντάσσονται σε υποθέσεις όπου και προηγουμένως είχε στοιχειοθετηθεί αμέλεια. Το θέμα εξετάζεται, σύμφωνα με την Anns v. Merton London Borough Council [1978] AC 728, σε δύο στάδια: Πρώτον, κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία γειτνίαση ώστε να εγείρεται το ερώτημα ότι η έλλειψη φροντίδας δυνατόν να προκαλέσει ζημιά ως θέμα εύλογης πρόβλεψης. Δεύτερον, αν η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσον υπάρχουν δεδομένα που αδρανοποιούν ή περιορίζουν την έκταση αυτής της επιμέλειας.

 

Η έννοια της επιμέλειας περιορίστηκε στο χρόνο ώστε να αναχαιτιστεί η ανεξέλεγκτη επέκταση και ένταξη των διαφόρων περιπτώσεων στην έννοια, ώστε με την έλευση και μόνο της  ζημιάς να εγείρεται έστω εκ πρώτης όψεως αναζήτηση αποζημιώσεων από τρίτους, κυρίως ασφαλιστικές εταιρείες και κρατικές ή κοινωφελείς υπηρεσίες, (Stovin v.Wise [1996] AC 923. Σήμερα, η έννοια της επιμέλειας οριοθετείται από το Caparo test, από την υπόθεση Caparo Industries plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568 και τη σύγχρονη της, Marc Rich & Co. AG v. Bishop Rock Marine Co Ltd [1996] 1 AC 211, ώστε θα πρέπει: (1) ο ενάγων να δείξει ότι εμπίπτει στα πρόσωπα που ευλόγως μπορούσαν να επηρεαστούν, ανάλογα με τη ζημιά που έγινε, (2) ότι ενάγων και εναγόμενος βρίσκονται σε σχέση γειτνίασης («proximity») και (3) να είναι δίκαιο, ορθό και εύλογο («fair, just and reasonable») να εναποτεθεί καθήκον επιμέλειας υπό τις περιστάσεις.»

 

 

Όπως κατέδειξε η ενώπιον μου μαρτυρία, η κυπριακή οικονομία κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν σε δεινή κατάσταση.  Ήδη από τα μέσα του 2011 η Κυπριακή Δημοκρατία (Εναγόμενη 3) είχε αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές για σκοπούς χρηματοδότησης της και από εκείνο το χρονικό διάστημα, οι χρηματοδοτικές της ανάγκες καλύπτονταν από περιορισμένο αριθμό εγχώριων επενδυτών.  Η δεινή κατάσταση των οικονομικών του κράτους ήταν και ο λόγος για τον οποίο η Εναγόμενη 3 δεν ήταν σε θέση να παράσχει στην Εναγόμενη 1 την οικονομική στήριξη για ανακεφαλαιοποίηση της, όταν η τελευταία υπέβαλε σχετικό αίτημα μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να ανακεφαλαιοποιηθεί με δικούς της πόρους.  Την υποχρέωση της Εναγόμενης 3 να παράσχει κρατική στήριξη στην Εναγόμενη 1 επέβαλε η Συνθήκη των Αρχηγών Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τεκμήριο 18 - καθώς και η βάσει αυτής εκδοθείσα από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών Σύσταση (Recommendation) ημερομηνίας 8.12.2011 – Τεκμήριο 49 – προς τις εθνικές κυβερνήσεις να απαιτήσουν από τις τράπεζες να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση με τη δημιουργία αποθέματος κεφαλαίου, κατά τρόπο ώστε ο δείκτης των κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων τους να φτάσει το 9% μέχρι την 30.6.2012 και, επιπρόσθετα, να δημιουργήσουν προσωρινό απόθεμα κεφαλαίου το οποίο να καλύπτει ζημιές από την αποτίμηση κυβερνητικών ομολόγων που βρίσκονταν στην κατοχή τους.

 

Συνεπεία δε του ότι η Εναγόμενη 3 δεν ήταν σε θέση να ενισχύσει οικονομικά την Εναγόμενη 1 για ανακεφαλαιοποίηση της, η Εναγόμενη 3 υπέβαλε σχετικό αίτημα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης για εξασφάλιση δανείου.  Το αίτημα για δανεισμό αφορούσε αφενός την κάλυψη των αναγκών του δημοσιονομικού τομέα και αφετέρου την κάλυψη των αναγκών του χρηματοπιστωτικού συστήματος (τραπεζικός τομέας).  Παρά την υπογραφή μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Τρόϊκα) προκαταρκτικού μνημονίου – Τεκμήριο 26 – το οποίο προέβλεπε την παραχώρηση ποσού μέχρι €10 δις για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, υπό τον όρο της διεξαγωγής διαγνωστικού ελέγχου από την εταιρεία Pimco προς διακρίβωση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, εντούτοις τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρνήθηκαν τελικά να παράσχουν οποιοδήποτε ποσό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θέτοντας μάλιστα όρο στην Ανακοίνωση που εκδόθηκε από το Eurogroup για την Κύπρο, ημερομηνίας 25/3/2013 – Τεκμήριο 38 -  ότι δεν ήταν επιτρεπτή η διάθεση οποιουδήποτε ποσού από το δάνειο το οποίο παραχωρήθηκε τελικά στην Κυπριακή Δημοκρατία, προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποίησης της Εναγόμενης 1 και της Λαϊκής Τράπεζας.  Ακολούθησαν τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς στα ευρήματα της απόφασης μου και η επιβολή του μέτρου της ανακεφαλαιοποίησης της Εναγόμενης 1 με ίδια μέσα (bail in), που είχε ως αποτέλεσμα την απομείωση των επίδικων καταθέσεων των Εναγουσών, κατά τα ποσά που έχουν περιγραφεί πιο πάνω, όπως και όλων των καταθετών της Εναγόμενης 1, με εξαίρεση φυσικά κάποιες κατηγορίες καταθετών.  

Από τα όσα περιγράφονται αμέσως πιο πάνω καθίσταται ξεκάθαρο ότι η Εναγόμενη 3 είχε θεσμικό καθήκον έναντι της Εναγόμενης 1 να την στηρίξει οικονομικά για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης της, καθήκον το οποίο, ως έχει ήδη αναφερθεί αμέσως πιο πάνω, δημιούργησε η υπογραφή της Συνθήκης των Αρχηγών Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τεκμήριο 18.   Ενόψει δε του ότι η Εναγόμενη 3 δεν είχε την ικανότητα να παράσχει την αιτηθείσα από την Εναγόμενη 1 οικονομική στήριξη, απευθύνθηκε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, διάβημα το οποίο προβλέπετο από την ίδια τη συμφωνία των Αρχηγών των Κρατών Μελών - Τεκμήριο 18.   Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι ακολουθήθηκαν κατά γράμμα τα όσα προέβλεπε η ρηθείσα Συμφωνία.  Συνεπώς, η Εναγόμενη 3 εκπλήρωσε το καθήκον προσφυγής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, που είχε έναντι της Εναγόμενης 1. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο ίδιος ο μάρτυρας των Εναγουσών (Μ.Ε.2) στη γραπτή του Δήλωση, θέτει ως θέμα το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο το ότι ο αποκλεισμός της κεφαλαιοποίησης των κυπριακών τραπεζών είναι, κατά την άποψη  του, αντίθετος με τη διακήρυξη των Αρχηγών Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τεκμήριο 18 – που έγινε ακριβώς για τη δανειοδότηση κυβερνήσεων ως μέτρο στήριξης για κεφαλαιοποίηση των τραπεζών.  Αναμφισβήτητα δε το καθήκον αυτό της Εναγόμενης 3 δεν υφίστατο έναντι των καταθετών της Εναγόμενης 1, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Ενάγουσες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οποιαδήποτε παράβαση θέσμιου καθήκοντος της Εναγόμενης 3 προς τις Ενάγουσες. 

Απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η Εναγόμενη 3 είχε καθήκον επιμέλειας προς τις Ενάγουσες.  Εφαρμόζοντας στην υπό εξέταση υπόθεση τις τρεις προϋποθέσεις (κριτήρια) που έθεσε η υπόθεση Caparo (Caparo test), αναμφισβήτητα οι Ενάγουσες εμπίπτουν στα πρόσωπα που εύλογα μπορούσαν να επηρεαστούν, όπως και επηρεάστηκαν τελικά, από τη μη ανακεφαλαιοποίηση της Εναγόμενης 1 μέσω της κρατικής στήριξης (bail out), με αποτέλεσμα να ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση.    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, έχω την ταπεινή άποψη ότι οι Ενάγουσες δεν βρίσκονταν σε σχέση γειτνίασης (proximity) με την Εναγόμενη 3.  Δεν θεωρούνται «γείτονες», με την έννοια που έθεσε η σχετική νομολογία, προς τους οποίους η Εναγόμενη 3 είχε καθήκον επιμέλειας.   Από τη στιγμή που δεν υπήρχε καθήκον επιμέλειας καθίσταται αχρείαστη η εξέταση του κατά πόσο η Εναγόμενη 3 διέρρηξε το ως άνω καθήκον.  Στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγουσών υποστηρίζεται ότι η εγγύτητα βρίσκεται στις συνταγματικές υποχρεώσεις της Εναγόμενης 3 για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δημόσιων οικονομικών, στη τήρηση των διεθνών συνθηκών και συμφωνιών που υπέγραψε, στη παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εναγουσών, στις αντινομικές ενέργειες και αντισυνταγματικές πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013.  Με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγουσών, η αναφορά στα ανωτέρω νομοθετήματα γίνεται γενικά και αόριστα, αφού δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια και σαφήνεια η συνταγματική ή νομοθετική διάταξη η οποία επιβάλλει στην Εναγόμενη 3 συγκεκριμένο καθήκον ή υποχρέωση, την οποία η Εναγόμενη 3 έχει παραβεί, όπως έχω αντιληφθεί την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου.  Όμως, ακόμα και αν αποδεχόμουν ότι υπήρξε τέτοια παραβίαση, αυτή δεν θα συνιστούσε αμέλεια, αλλά παραβίαση θέσμιου ή νόμιμου καθήκοντος που αποτελεί ξεχωριστό αγώγιμο δικαίωμα από την αμέλεια.

Όπως έχει αναφερθεί, οι Ενάγουσες επιρρίπτουν στην Εναγόμενη 3, ότι με αμελείς πράξεις ή παραλείψεις της, οι οποίες περιγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης, οι οποίες συνιστούν βαριά αμέλεια, οδήγησε την κυπριακή οικονομία στη δεινή κατάσταση, η οποία έχει περιγραφεί πιο πάνω, με αποτέλεσμα να μην έχει την οικονομική δυνατότητα να ενισχύσει την ανακεφαλαιοποίηση της Εναγόμενης 1 όταν αυτή υπέβαλε το σχετικό αίτημα.  Η απόρριψη της μαρτυρίας  που προσκόμισαν οι Ενάγουσες αναφορικά με τους λόγους που η κυπριακή οικονομία περιήλθε στην ως άνω δεινή κατάσταση, άφησε όλους τους ισχυρισμούς των Εναγουσών χωρίς το απαιτούμενο υπόβαθρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε τέτοιο συμπέρασμα.  Παρενθετικά όμως θα ήθελα να αναφέρω ότι, ακόμα και στην περίπτωση που κατέληγα σε συμπέρασμα ότι υπεύθυνη για την ως άνω κατάσταση στην οποία περιήλθε η κυπριακή οικονομία είναι η Εναγόμενη 3, δεν θα μπορούσα και πάλι να καταλήξω ότι έχει ικανοποιηθεί η σχέση γειτνίασης των Εναγουσών με την Εναγόμενη 3. 

Επιρρίπτεται επίσης αμέλεια στην Εναγόμενη 3 επί τω ότι καθυστέρησε αδικαιολόγητα να υποβάλει αίτηση στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και αντί τον Μάϊο του 2011 που θα έπρεπε να είχε υποβληθεί η αίτηση, υπεβλήθη τελικά στο τέλος Ιουνίου του 2012.  Στην Έκθεση Απαίτησης προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι αντί υπογραφής του προγράμματος στήριξης (Μνημόνιο), η Εναγόμενη 3 το διαπραγματευόταν χωρίς να το υπογράψει, με αποτέλεσμα να αλλάζουν συνεχώς προς το χειρότερο οι όροι των δανειστών μέχρι το Νοέμβριο του 2012 που τελικά συμφώνησε προκαταρκτικά σε μνημόνιο.

Θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι ο Μ.Υ.3 επεξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους δεν είχε υποβληθεί από την Εναγόμενη 3 αίτηση στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης για μνημονιακό δάνειο από τον Μάϊο του 2011, παρά την προς τούτο εισήγηση των τεχνοκρατών του Υπουργείου Οικονομικών, και προτιμήθηκε τελικά ο δανεισμός από τη Ρωσία.  Υπενθυμίζω επίσης ότι το Δικαστήριο έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία του Μ.Υ.3.  Βασιζόμενος στην ως άνω μαρτυρία καταλήγω σε εύρημα ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή του σχετικού αιτήματος.  Επιπρόσθετα, θα ήθελα να αναφέρω ότι το αίτημα για δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, όπως και ο χρόνος υποβολής του, ήταν μια πολιτική απόφαση της τότε κυβέρνησης, όπως πολύ ορθά τη χαρακτήρισε ο Μ.Υ.3.  Αναμφισβήτητα δε τέτοιου είδους αποφάσεις εκφεύγουν του ελέγχου του Δικαστηρίου και δεν εμπίπτουν στις πράξεις ή παραλείψεις για τις οποίες μπορεί να φέρει ευθύνη για αποζημίωση η Κυπριακή Δημοκρατία στη βάση του άρθρου 172 του Συντάγματος (Georghiou v. Attorney General (1982) 1 Α.Α.Δ. 938).

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι οι Ενάγουσες απέτυχαν να αποδείξουν ότι η Εναγόμενη 3 υπήρξε αμελής έναντι τους.

 

 

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 

 

Οι Ενάγουσες στην Έκθεση Απαίτησης τους ισχυρίζονται ότι ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμος 17(Ι)/2013 και τα δυνάμει αυτού εκδοθέντα διατάγματα είναι αντισυνταγματικά καθότι παραβιάζουν νόμιμα δικαιώματα τους τα οποία διασφαλίζονται από το Σύνταγμα, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και από τον χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Στην παράγραφο 42 της Έκθεσης Απαίτησης προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους είναι αντισυνταγματικά, βασικά λόγω επέμβασης ή και ιδιοποίησης των περιουσιακών δικαιωμάτων των Εναγουσών, ή και λόγω παράνομης μετατροπής σε μετοχές των περιουσιακών τους δικαιωμάτων ή και λόγω παραβίασης των αρχών της ισότητας, της ίσης κατανομής βαρών, παράνομης προτίμησης πιστωτών της Εναγόμενης 1 εις βάρος των Εναγουσών και παραβίασης βασικών ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ’ άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού.

Το δικαίωμα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων, ορυχείων και μεταλλείων και αρχαιοτήτων διαφυλάσσεται.

2. Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.

3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.

4. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικώς υπό της Δημοκρατίας ή υπό της δημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών, φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις την αρμοδιότητα αυτής και μόνον εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα, ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας, προς ους έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου και δη μόνον:

(α) προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικώς καθορισθησομένου διά γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος,

(β) του τοιούτου σκοπού εξειδικευομένου δι’ ητιολογημένης αποφάσεως της απαλλοτριούσης αρχής εκδιδομένης κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου, περιλαμβανούσης σαφώς τους λόγους της τοιαύτης απαλλοτριώσεως και

(γ) επί καταβολή τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου.

            Η σχέση καταθέτη και τράπεζας επεξηγήθηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η σχέση καταθέτη και Λαϊκής είναι εκείνη πιστωτή και οφειλέτη. Ο καταθέτης ουσιαστικά παραδίδει τα χρήματά του στην τράπεζα, τα οποία και απορροφούνται στο όλο ενεργητικό της ως δικά της πλέον περιουσιακά στοιχεία, και η τράπεζα οφείλει στον καταθέτη το ποσό της κατάθεσής του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης. Ο λογαριασμός του με την Τράπεζα δεν του δίδει δικαίωμα σε συγκεκριμένα χρήματα παρά μόνο συνιστά ακριβώς το δούναι και λαβείν του, ως λογαριασμού, με την τράπεζα, υπό τη μορφή της καταγεγραμμένης κατάστασης της συμβατικής τους σχέσης. Η θέση του καταθέτη σε θυρίδα της τράπεζας είναι εντελώς διαφορετική, αφού εκείνος διατηρεί την ιδιοκτησία του στα συγκεκριμένα χρήματα ή άλλα αντικείμενα που ευρίσκονται στη θυρίδα. Ο μέτοχος της τράπεζας διαφέρει βεβαίως από τον καταθέτη κατά το ότι είναι ιδιοκτήτης αναλόγου μεριδίου της περιουσίας της τράπεζας, ο όποιος δικός του όμως επηρεασμός θα μπορούσε να συναρτάτο μόνο προς επηρεασμό των ίδιων των μετοχών του».

 

            Στην ίδια υπόθεση αναφέρθηκε ακόμα ότι η φύση της σχέσης των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου (Εναγόμενης 3) με την Τράπεζα Κύπρου είναι ακριβώς η ίδια με τη σχέση των καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας με τη Λαϊκή Τράπεζα.

 

            Από τα ανωτέρω νομολογηθέντα προκύπτει, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι από τη στιγμή που τα χρήματα παραδίδονται από τον καταθέτη στην Τράπεζα, παύουν να αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του καταθέτη, αντίθετα αποτελούν πλέον περιουσιακό στοιχείο της Τράπεζας. Τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθιστούν σαφές ότι οι καταθέσεις των Εναγουσών δεν αποτελούν δικό τους περιουσιακό στοιχείο, αλλά περιουσιακό στοιχείο της Εναγόμενης 1.   Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να τύχουν της προστασίας του άρθρου 23 του Συντάγματος.  Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Μ.Ε.1 στη Γραπτή του Δήλωση αποδέχεται ρητά ότι η Εναγόμενη 1 δεν εξυγιάνθηκε με «κούρεμα» καταθέσεων, αλλά με χρήση δικών της νομικά κεφαλαίων, όπως ήταν οι καταθέσεις των Εναγουσών και όλων των καταθετών της, που από της κατάθεσης τους μετατράπηκαν σε χρέος της Εναγόμενης 1 προς κάθε καταθέτη.

 

            Καθ’  όσον αφορά τα υπόλοιπα κατ’  ισχυρισμό προσβληθέντα δικαιώματα των Εναγουσών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι καμιά μαρτυρία παρουσιάστηκε προς τεκμηρίωση τους.  Όμως, καθ’  όσον αφορά την ισχυριζόμενη παραβίαση των αρχών της ισότητας και της ίσης κατανομής βαρών θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, ο λόγος για τον οποίο εξαιρέθηκαν ορισμένες κατηγορίες καταθέσεων, όπως οι καταθέσεις των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, σχολείων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ήταν η προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, για την προάσπιση της εκπαίδευσης και του φιλανθρωπικού έργου, μαρτυρία η οποία παρέμεινε αδιαμφισβήτητη.   Είναι λοιπόν φανερό ότι αιτιολογήθηκε πλήρως ο λόγος για τον οποίο εξαιρέθηκαν οι ανωτέρω κατηγορίες καταθέσεων από τις πρόνοιες των διαταγμάτων που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου 17(Ι)/2013.   Κατ’  επέκταση δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης των Εναγουσών, ώστε να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας ή της ίσης κατανομής βαρών.

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Ενάγουσες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους εναντίον των Εναγομένων στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.  Καμιά από τις αιτούμενες θεραπείες δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στις Ενάγουσες.  Συνεπώς, οι αγωγές τους θα πρέπει να απορριφθούν. 

 

            Όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω οποιονδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διάδικου.

 

            Οι συνενωμένες Αγωγές απορρίπτονται με έξοδα προς όφελος των Εναγομένων 1, 2 και 3 και εις βάρος των Εναγουσών, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Νοείται ότι από της ημερομηνίας συνένωσης των αγωγών θα επιδικαστούν έξοδα μόνο στην αγωγή υπ’  αριθμό 1479/15, η οποία ήταν η οδηγός.

 

 

 

(Υπ.) …………………………………

                                                                                        Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο,

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] 27.- (2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:

(α)  Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα    στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·

(β)  το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·

(γ)  το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·

(δ)  κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·

(ε)  κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·

(στ)  το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·

(ζ)   κατά  πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·

(η)  κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.

 

 

[2] Αγωγή υπ’  αρ. 5617/2013 του Ε.Δ. Λεμεσού.

 

[3]   Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.

[4] Οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο είναι σύμβουλος ή λειτουργός της Τράπεζας, δεν υπέχει ευθύνης σε περίπτωση αρωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Τράπεζας δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6 ή δυνάμει οποιωνδήποτε ειδικών ή γενικών οδηγιών ή κατευθυντήριων γραμμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 47Α, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

[5] Η Κεντρική Τράπεζα και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι σύμβουλος ή λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

[6] Η Αρχή Εξυγίανσης δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη, σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της, που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους της.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο