ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

                                                                                            Αρ. Αγωγής: 2260/2018

Μεταξύ:

                              1. ΦΟΙΒΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

                              2. ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΡΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Εναγόντων

και

 

  1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

     2.   ΛΟΪΖΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

                       Εναγόμενων

---------------------

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 23/4/2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες 1 και 2: κ. Χρ. Πουτζιουρής, για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για εναγόμενους 1: κ. Χρ. Κίτσιος, για Α.Ι. ΚΙΤΣΙΟΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για εναγόμενο 2: κ. Λ. Σωτηρίου, προσωπικά.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τα ακόλουθα γεγονότα αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών:

 

Το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ (στο εξής «Συνεργατικό») δυνάμει δυο γραπτών συμφωνιών, ημερομηνίας 20/3/2007 παραχώρησε στους ενάγοντες δάνειο, ύψους €60.655,35 (£35.500) με την πρώτη συμφωνία και €146.939,72 (£86.000) με τη δεύτερη. Οι δυο αυτές συμφωνίες, στο εξής θα αναφέρονται ως «επίμαχες συμβάσεις». Για σκοπούς εξασφάλισης των δυο αυτών δανείων, η ενάγουσα, με δυο ξεχωριστές συμφωνίες υποθήκευσε προς όφελος του Συνεργατικού, δυο ακίνητά της, σε χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Οι ενάγοντες παρέλαβαν το ποσό των δανείων.

 

Σε σχέση και με τα δυο δάνεια, στις 11/11/2009, ο εναγόμενος 2 εξέδωσε διαιτητική απόφαση και συγκεκριμένα, μια για κάθε δάνειο. Και οι δυο αποφάσεις (στο εξής «επίμαχες αποφάσεις») εκδόθηκαν υπέρ του Συνεργατικού και σε βάρος των εναγόντων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για το ποσό των €72.983,80, η πρώτη και για το ποσό των €174.575,49, η δεύτερη. Με τις επίμαχες αποφάσεις επιδικάστηκαν υπέρ του Συνεργατικού και τόκοι προς 9% ετησίως από 11/9/2009 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση των τόκων δυο φορές το χρόνο (στις 30/6 και 31/12) μέχρι εξοφλήσεως, πλέον €130, έξοδα διαιτησίας. Τέλος, με αυτές διατάχθηκε η εκποίηση των παραπάνω υποθηκών.

 

Οι επίμαχες αποφάσεις επιδόθηκαν στους ενάγοντες, στις 18/11/2009. Το Συνεργατικό, στις 11/5/2010 καταχώρησε δυο αιτήσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού - οι οποίες επιδόθηκαν δεόντως στους ενάγοντες, στις 17/5/2010 - στο πλαίσιο των οποίων, στις 23/6/2010 εξασφάλισε διάταγμα εγγραφής των επίμαχων αποφάσεων στο Πρωτοκολλητείο για σκοπούς εκτέλεσής τους.

 

Οι εναγόμενοι 1 έχουν αντικαταστήσει και υποκαταστήσει νόμιμα τους προηγούμενους εναγόμενους 1, σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους που αφορούν την παρούσα αγωγή και όλα τα επίδικα θέματά της.

 

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ζητούν - μεταξύ άλλων - διάταγμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού ένεκα δόλου και παραπλάνησης του Δικαστηρίου από τους εναγόμενους των αποφάσεων εγγραφής των επίμαχων αποφάσεων, διάταγμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού ένεκα δόλου από τους εναγόμενους των επίμαχων αποφάσεων και τέλος, ειδικές αποζημιώσεις για το συνολικό ποσό των €123.000.

 

Οι κύριες δικογραφημένες θέσεις των εναγόντων που συνθέτουν τη βάση της αγωγής τους είναι οι εξής:

 

Οι ενάγοντες έλαβαν σχετική ειδοποίηση με την οποία οι εναγόμενοι 1 και ή οι αντιπρόσωποί τους, τους καλούσαν να παρευρεθούν στο γραφείο τους, στις 11/11/2009 σε διαδικασία επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς σχετικά με τα επίδικα δάνεια και για τα κατ’ ισχυρισμό των εναγόμενων 1 ποσά που όφειλαν οι ενάγοντες. Κατά την εν λόγω συνάντηση, ο εναγόμενος 2 και οι εναγόμενοι 1 και ή οι αντιπρόσωποι και ή οι υπάλληλοί τους παρέλειψαν και ή αμέλησαν και ή δεν παρότρυναν τους ενάγοντες και αρνήθηκαν να τους δώσουν την ευκαιρία να λάβουν ανεξάρτητη νομική συμβουλή αναφορικά με τους κινδύνους ή και οικονομικές συνέπειες της έκδοσης των επίμαχων αποφάσεων. Η εξασφάλιση των επίμαχων αποφάσεων έγινε δόλια και με πρόθεση καταδολίευσης των εναγόντων από τους τότε εναγόμενους 1 και 2 και ως εκ τούτου είναι παράνομες και ή άκυρες και πρέπει να ακυρωθούν και ή να παραμεριστούν.

 

Οι σχετικές λεπτομέρειες δόλου εκτίθενται στην παράγραφο 14 της έκθεσης απαίτησης. Με αυτές, οι ενάγοντες αποδίδουν στους εναγόμενους - μεταξύ άλλων - τα εξής: οι εναγόμενοι και ή ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών διόρισαν παράνομα και δόλια ως διαιτητή τον εναγόμενο 2, ενώ γνώριζαν ότι ήταν πρώην υπάλληλος του Συνεργατισμού ή και λειτουργός του, ο οποίος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εναγόμενων, εκδίδοντας αποφάσεις εναντίον των μελών τους, χωρίς δίκη και χωρίς οποιαδήποτε δικόγραφα και ή μαρτυρία και ή αποδείξεις. Οι εναγόμενοι και οι υπάλληλοί τους παραπλάνησαν τους ενάγοντες ότι η διαδικασία της διαιτησίας ήταν μια τυπική διαδικασία και δε χρειαζόταν να πάει δικηγόρος εκ μέρους τους και ότι θα τους κανόνιζαν να πληρώνουν μειωμένη δόση. Ο διαιτητής δεν ακολούθησε οποιαδήποτε δικονομική διαδικασία ούτε καταχωρήθηκαν οποιαδήποτε δικόγραφα ή επέδειξαν οποιαδήποτε τεκμήρια στους ενάγοντες κατά τη διάρκεια της διαιτησίας. Οι ενάγοντες, ουδέποτε ειδοποιήθηκαν να παραστούν σε διαιτησία από το διαιτητή, αλλά απλώς οι εναγόμενοι τους τηλεφώνησαν να παρουσιαστούν στα γραφεία της τότε τράπεζας για κάτι που τους ήθελαν και τους έφεραν εξ απροόπτου. Ουδέποτε ο διαιτητής επέδειξε στους ενάγοντες οποιοδήποτε διορισμό του από τον Έφορο Συνεργατικών για να διεξάγει τη διαιτησία και ούτε υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο που αναφέρει ποια θέματα παραπέμφθηκαν σε διαιτησία. Κανένα πρακτικό της διαιτησίας δεν κρατείτο, αλλά, ο διαιτητής, απλώς ρώτησε τους ενάγοντες αν πήραν τα επίδικα δάνεια από τους εναγόμενους και όταν απάντησαν καταφατικά, αμέσως έκδωσε τις επίμαχες αποφάσεις, χωρίς να τους παρουσιάσουν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία.

 

Οι ενάγοντες, δικογραφικά πάντοτε ισχυρίζονται και τα εξής:

 

Όταν οι εναγόμενοι τους επέδωσαν τις αιτήσεις για εγγραφή των επίμαχων αποφάσεων, τους είπαν πως δε χρειάζεται να πάνε Δικαστήριο και θα τους κάνουν άλλο δάνειο, παραπλανώντας τους για να μην πάνε στο Δικαστήριο και να εγγράψουν τις επίμαχες αποφάσεις και να τους φέρουν προ τετελεσμένων και ως εκ τούτου, παραπλάνησαν και το Δικαστήριο με τη μαρτυρία που παρουσίασαν να εκδώσει απόφαση για εγγραφή των επίμαχων αποφάσεων. Οι εναγόμενοι εξασφάλισαν τις αποφάσεις εγγραφής των επίμαχων αποφάσεων με δόλο  και  κατόπιν παραπλάνησης του Δικαστηρίου, εκμεταλλευόμενοι την απουσία και ή τη μη εμφάνιση των εναγόντων. Οι σχετικές λεπτομέρειες δόλου εκτίθενται στην παράγραφο 21 της έκθεσης απαίτησης.

 

Ένεκα της πιο πάνω δόλιας και απατηλής συμπεριφοράς των εναγόμενων, οι ενάγοντες έχουν υποστεί ζημιές και έξοδα, ως ακολούθως: €3,500, δικηγορικά έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. για εξωδικαστηριακές υπηρεσίες του δικηγόρου τους αναφορικά με την παρούσα υπόθεση, €500, πλέον Φ.Π.Α., έξοδα οικονομολόγου εμπειρογνώμονα αναφορικά με τη χρήση του ορθού συμβατικού επιτοκίου και τα ορθά υπόλοιπα των επίδικων λογαριασμών που θα έπρεπε να πληρωθούν στους εναγόμενους και €119.000, παράνομες και ή αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων και παράνομες ανακεφαλαιοποιήσεις τόκων και εξόδων τήρησης λογαριασμού και εξόδων ασφαλειών ζωής και ή κατοικίας και ή τόκων επί αυτών στους επίδικους λογαριασμούς δανείων.

 

Οι εναγόμενοι 1, με την υπεράσπισή τους, καταρχάς εγείρουν τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

 

Σύμφωνα με τις δυο πρώτες, η διαφορά τους με τους ενάγοντες που αφορά στα επίδικα δάνεια λύθηκε με την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, οι οποίες κατέστησαν τελεσίδικες, αφού οι ενάγοντες, ουδέποτε άσκησαν έφεση εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας των 21 ημερών. Στο πλαίσιο των δυο αιτήσεων οι οποίες επιδόθηκαν στους ενάγοντες οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο κατά την ημέρα που οι αιτήσεις ήταν ορισμένες, οι εναγόμενοι  εξασφάλισαν  διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η εγγραφή και εκτέλεση των επίμαχων αποφάσεων, ως αποφάσεις Δικαστηρίου. Με βάση τα πιο πάνω, οι επίμαχες αποφάσεις κατέστησαν τελεσίδικες. Σύμφωνα με την τρίτη, οι ενάγοντες, με την παρούσα αγωγή επιχειρούν να καταστρατηγήσουν και παρακάμψουν τις επίμαχες - και τελεσίδικες - αποφάσεις καθώς και τα διατάγματα εγγραφής και εκτέλεσής τους. Τέλος, σύμφωνα με την τέταρτη, οι ενάγοντες με την παρούσα αγωγή επιχειρούν να δημιουργήσουν δεύτερη ευκαιρία εκδίκασης των πιο πάνω διαφορών που είχαν με τους εναγόμενους, αφού στις σχετικές διαδικασίες διαιτησίας στις οποίες παρέστησαν δεν ήγειραν κανένα από τα θέματα που εγείρουν με την παρούσα αγωγή και εμποδίζονται από του να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα το οποίο είχαν την ευκαιρία να εγείρουν στις διαδικασίες διαιτησίας. Επιπρόσθετα, ούτε εφεσίβαλαν τις επίμαχες αποφάσεις ούτε εμφανίστηκαν στις αιτήσεις εγγραφής τους.

 

Απ’ εκεί και πέρα, άνευ βλάβης, προς υπεράσπισή τους αρνούνται και απορρίπτουν όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων που συνθέτουν τη βάση της αγωγής τους και ισχυρίζονται ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί, σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να τεθούν ενώπιον του διαιτητή κατά το στάδιο της διαιτησίας, οπότε κωλύονται από το να τους προβάλλουν σ’ αυτό το στάδιο. Οι ενάγοντες ενημερώθηκαν δεόντως και με νομικά αποδεκτό τρόπο να παρουσιαστούν στη διαδικασία διαιτησίας, παρευρέθηκαν στις σχετικές διαδικασίες και παραδέχθηκαν τα χρέη τους.

 

Με τη σειρά του, ο εναγόμενος 2, με την υπεράσπισή του κι αυτός εγείρει προδικαστική ένσταση με την οποία ισχυρίζεται ότι η παρούσα αγωγή είναι ενοχλητική και/ή επιπόλαια και/ή καταχρηστική και/ή άνευ αντικειμένου, μεταξύ άλλων, επειδή η διαδικασία διαιτησίας έγινε με βάση το νόμο και/ή το έθιμο και/ή τους ισχύοντες κανόνες και/ή εκδόθηκε απόφαση στην παρουσία των εναγόντων και σε κάθε περίπτωση, αυτοί είχαν δικαίωμα να εφεσιβάλουν το αποτέλεσμά της, ακόμη και αν η απόφαση εκδόθηκε εκ συμφώνου με βάση την ισχύουσα νομοθεσία κάτι το οποίο δεν έπραξαν.

 

Άνευ βλάβης, προς υπεράσπισή του αρνείται όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων και ισχυρίζεται τα εξής:

 

Στον ουσιώδη χρόνο διορίστηκε ως διαιτητής για να εκδικάσει την επίδικη διαφορά, νόμιμα και/ή με βάση την ισχύουσα νομοθεσία. Απέστειλε δεόντως όλες τις γνωστοποιήσεις και/ή προέβη σε όλα τα διαβήματα που προνοεί η νομοθεσία για τη νομική διαδικασία της διαιτησίας, η οποία ακολουθήθηκε με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και/ή τους κανονισμούς και/ή το έθιμο και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες από το νόμο και τη νομολογία διαδικασίες και οι επίμαχες αποφάσεις του εκδόθηκαν στην παρουσία των εναγόντων, εξ συμφώνου. Οι επίδικες αποφάσεις κοινοποιήθηκαν στους ενάγοντες, γραπτώς, οι οποίοι δεν προχώρησαν στην καταχώρηση έφεσης εντός του καθορισμένου από το νόμο χρονικού διαστήματος.   

 

Με αντιπαραβολή των παραπάνω δικογραφημένων ισχυρισμών, το βασικό επίδικο θέμα της υπόθεσης που καλούμε να επιλύσω αφορά στο κατά πόσο ευσταθεί η θέση των εναγόντων ότι οι επίμαχες αποφάσεις και ακολούθως, οι αποφάσεις εγγραφής τους για σκοπούς εκτέλεσής τους εξασφαλίστηκαν δόλια και με πρόθεση καταδολίευσης των εναγόντων από τους εναγόμενους.

 

Η ενάγουσα, Φοίβη Ιωάννου Ριζοπούλου (Μ.Ε.1) και η Άννα Θεολόγου (Μ.Ε.2) είναι οι δυο μάρτυρες που κατέθεσαν για την υπόθεση της εναγόντων. Από την άλλη, μαρτυρία για την υπόθεση των εναγόμενων 1 δόθηκε από τους: εναγόμενο 2, Λοΐζο Σωτηρίου, Δόξα Παρμαξή και Κίκα Αυγουστή (Μ.Υ.1 μέχρι 3, αντίστοιχα). Ο εναγόμενος 2 δεν παρουσίασε κανένα μάρτυρα. Η ακρόαση της υπόθεσης συμπληρώθηκε με την υποβολή γραπτών αγορεύσεων από τον ευπαίδευτο δικηγόρο των εναγόντων καθώς και από τον ευπαίδευτο δικηγόρο των εναγόμενων 1.

 

Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω το περιεχόμενο της προσαχθείσας μαρτυρίας και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις γραπτές αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες, ενώ κατάθεταν ενόρκως ενώπιόν μου. Αισθάνομαι ότι είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη συμπεριφορά, αντιδράσεις, αναφορές και ισχυρισμούς τους, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο γνώσης τους αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης και για μερικούς από αυτούς και την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος από την έκβαση της υπόθεσης. Αυτονόητο πως, η μαρτυρία κάθε μάρτυρα, θα ιδωθεί και αξιολογηθεί τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνάρτηση με το αντίστοιχο - κατά περίπτωση μέρος - της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων, είτε της μιας πλευράς είτε της άλλης και γενικά, ενταγμένη στο σύνολο της μαρτυρίας, περιλαμβανομένων και των παραδεκτών γεγονότων.

 

Ακόμη λαμβάνω υπόψη τ’ ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με τη Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391), όταν δεν υπάρχουν ισχυροί λόγοι περί του αντιθέτου, αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα είναι δυνατή στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Βλ. και την Εvpalia Trading Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 162 καθώς και την Akil v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 148, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία είναι επιτρεπτό για ένα δικαστήριο να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο.»

 

Περαιτέρω, όπως επισημαίνεται στην Κυπριανού ν. Αστυνομίας  (2008) 2 Α.Α.Δ. 816:

 

«Η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις και το Εφετείο επεμβαίνει, όταν διαπιστωθούν τέτοιες, μόνο όταν είναι ουσιαστικής μορφής και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή καταδεικνύουν πρόθεση εκ μέρους του να πει ψέματα.»

 

Όπως αναφέρεται  συναφώς στην Akil  (ανωτέρω):

 

«Αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες, όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία που γενικά έχει κριθεί ως αξιόπιστη, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν.»

 

Επειδή ένας μάρτυρας κατάθεσε ως πραγματογνώμονας, προστίθενται και τα εξής:

 

Ο πραγματογνώμονας οφείλει να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια και δεδομένα που θα του επιτρέψουν να καταλήξει σε δικαστική κρίση. Ενώ η μαρτυρία πραγματογνώμονα, κατά κανόνα θεωρείται μαρτυρία ανεξάρτητου μάρτυρα, η εκτίμηση της εν λόγω μαρτυρίας δε διαφέρει από την εκτίμηση της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων. Και τούτο, επειδή οι κανόνες που διέπουν τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων είναι ίδιοι με τους κανόνες που διέπουν τη μαρτυρία όλων των άλλων μαρτύρων. Τέλος, η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σ’ ένα θέμα, δε βασίζεται μόνο στα σχετικά ακαδημαϊκά προσόντα που διαθέτει κανείς γύρω από το θέμα, αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ’ αυτό. Ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας, με βάση, είτε τα ακαδημαϊκά προσόντα του είτε την πείρα του σ’ ένα τομέα, η  οποία από μόνη της μπορεί να καταστήσει το μάρτυρα εμπειρογνώμονα ή πραγματογνώμονα. Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να προτιμά τη μαρτυρία του προσώπου που διαθέτει τόσο ακαδημαϊκά προσόντα όσο και πείρα σε σύγκριση με τη μαρτυρία ενός προσώπου που έχει μόνο πείρα. Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, την όλη εντύπωση και τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας για τα όσα κατάθεσε (βλ. τη Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 841).

 

Όσα ακολουθούν από την υπόθεση Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 162/14, ημερ. 2/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B154, κατά τη γνώμη μου περικλείουν το σύνολο των αρχών που διέπουν το θέμα:

«Η πραγματογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα μελέτης, πείρας ή εκπαίδευσης (Δέστε Χατζηξενοφώντος κ.ά. v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 316). Μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία πραγματογνώμονα όταν προέρχεται από επιστήμονα, στα πλαίσια της επιστήμης του (Δέστε Folkes v Chadd (1782) 3 Dong KB 157-15.4.13). Κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας, χωρίς, κατ΄ανάγκη, να κατέχει τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα εάν έχει μεγάλη πείρα επί του θέματος (Δέστε Ηλιάδη & Σάντη – Το Δίκαιο της Απόδειξης – Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, σελ. 575 – 587). Για να καταθέσει κάποιος ως πραγματογνώμονας, πρέπει να καταδείξει ότι κατέχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο (Δέστε R v Francis (2013) EWCA Crim. 123). Το ζήτημα του ποιος είναι πραγματογνώμονας αποφασίζεται από το Δικαστήριο μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας και αφού εξετάσει τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα, στο συγκεκριμένο θέμα που καλείται να καταθέσει (Δέστε Σιακόλα v Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110 και Yaacoub v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 73/2013, ημερ. 19.3.2014). Το ζήτημα της πραγματογνωμοσύνης μπορεί να αποφασιστεί κατά την προσπάθεια παρουσίασης της σχετικής μαρτυρίας ή ακόμη ευχερέστερα, στο τέλος της υπόθεσης, κατά τη διατύπωση της τελικής ετυμηγορίας, εκτός αν το όλο ζήτημα εξεταστεί στα πλαίσια δίκης εντός δίκης. Το καίριο ερώτημα που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο είναι το για ποιο θέμα παρουσιάζεται ο μάρτυρας ως πραγματογνώμονας (Δέστε R. V Clarke (2013) EWCA, Crim. 162).

 ……..

Είναι προφανές ότι, το κατά πόσον ένας μάρτυρας θεωρείται ως πραγματογνώμονας από το Δικαστήριο, είναι σημαντικό για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του και την έκβαση της δίκης. Τούτο διότι ένας πραγματογνώμονας μάρτυρας, σε αντίθεση με άλλους μάρτυρες, δικαιούται να πει στο Δικαστήριο τη γνώμη, την κρίση, τους συλλογισμούς και τα συμπεράσματά του, αφού, βεβαίως, παραθέσει το υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο. Ακόμα, όμως, και πραγματογνώμονας να είναι ένας μάρτυρας, δεν σημαίνει, απαραίτητα, ότι κάθε αναφορά του εμπίπτει στον τομέα της πραγματογνωμοσύνης του (Δέστε R v Allad (2014) EWCA Crim 421 και R v Foulger (2012) EWCA Crim 1516).

……..

Οι πραγματογνώμονες μάρτυρες έχουν καθήκοντα και υποχρεώσεις έναντι του Δικαστηρίου, και ειδικά, να παρουσιάζουν την έντιμη, αντικειμενική και ανεξάρτητη τους θέση.»

 

 

Καθ’ όλα σχετικά με τα προηγούμενα είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1(B) A.A.Δ. 1682:

 

«Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, από όπου και αν προέρχεται, δεν υποκαθιστά την πρωτογενή μαρτυρία των ιδίων των πρωταγωνιστών μιας διαφοράς. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων θεμελιώνει επιστημονικώς τη μια ή την άλλη εκδοχή των διαδίκων, αλλά το πράττει συμπληρωματικώς και προς επίρρωση ή αναίρεση, αναλόγως, της πρωταρχικής και ουσιαστικής μαρτυρίας των ιδίων των μερών.»

 

Η εντύπωσή μου για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία της ενάγουσας, Φοίβης Ιωάννου Ριζοπούλου (Μ.Ε.1) ως μάρτυρα είναι αρνητική. Η μάρτυρας, στις πλέον ουσιώδεις πτυχές τις υπόθεσης, μεταξύ άλλων, υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις και προέβαλε ισχυρισμούς που στερούνται λογικής και πειστικότητας, είτε ακόμη που δεν μπορούσε να τεκμηριώσει. Ακόμη, η μαρτυρία της σε κάποιο βαθμό συγκρούεται με το περιεχόμενο της γραπτής μαρτυρίας και των παραδεκτών γεγονότων. Τέλος, είναι και το γεγονός ότι μερικοί από τους πλέον ουσιώδεις ισχυρισμούς της, που αφορούσαν μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν για την υπόθεση των εναγόμενων, δεν τέθηκαν στους ίδιους, για να τους δοθεί η εύκαιρα, αν μη τι άλλο να τους σχολιάσουν. Για όλους αυτούς τους λόγους, η μαρτυρία της, επί της ουσίας, με εξαίρεση εκείνο το μέρος της που επιβεβαιώνεται από άλλη - αξιόπιστη μαρτυρία, είτε ακόμη που συνάδει με τα παραδεκτά γεγονότα απορρίπτεται ως αναξιόπιστη, σαφώς κατασκευασμένη και ψευδής.

 

Τα παραδείγματα που ακολουθούν, κατά τη γνώμη μου αιτιολογούν επαρκώς, πλείστες από τις παραπάνω διαπιστώσεις μου. Ειδικότερα:

 

Αρχίζοντας από τη γραπτή δήλωσή της (τεκμ. 2), στις παραγράφους 5 και 6 ισχυρίζεται ότι πήραν τηλεφωνική κλήση από υπαλλήλους των εναγόμενων 1 που τους κάλεσαν να παρευρεθούν στο γραφείο τους, στις 11/11/2009 με σκοπό - όπως τους είπαν - να επιλύσουν το θέμα με τις καθυστερήσεις στα δάνειά τους. Πήγαν στη συνάντηση και κανένας δεν τους εξήγησε ή τους πληροφόρησε για τους κινδύνους και τις οικονομικές συνέπειες της διαδικασίας διαιτησίας, χωρίς την παρουσία δικού τους δικηγόρου και για τις συνέπειες έκδοσης των επίμαχων αποφάσεων. Παρόλα αυτά, στην παράγραφο 17 της γραπτής δήλωσής της ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι εξασφάλισαν την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, καθώς και την εγγραφή τους, στις 23/6/2010 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με δόλο και κατόπιν παραπλάνησης του Δικαστηρίου, εκμεταλλευόμενοι την απουσία τους και τη μη εμφάνισή τους. Το μέγεθος της αντίφασης στην οποία υπέπεσε και μάλιστα, εντελώς αβίαστα είναι ολοφάνερο.

 

Όσα ακολουθούν είναι από την αντεξέτασή της:

 

«Όταν ακούτε ότι εκδόθηκε διαιτητική απόφαση εναντίον σας, για σας δε σημαίνει τίποτα;» ρωτήθηκε κάποια στιγμή από τον κ. Κίτσιο (με αναφορά στην ημέρα διεξαγωγής της διαιτησίας η οποία οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων). «Τότε τίποτε. Δεν ξέραμε τι είναι ο διαιτητής, δεν ήταν γνωστό, ακόμα δεν είχαν αρχίσει διαιτησίες και εκποιήσεις και μας καθησύχασαν με τα λόγια «Κανενός το σπίτι δεν πήρε ποτέ το Συνεργατικό»» ήταν η απάντησή της. Ειδικά για τον εναγόμενο 2, όταν λίγο αργότερα ρωτήθηκε εάν του ζήτησαν να τους δείξει το διορισμό του, όπως είπε - μεταξύ άλλων - απαντώντας, μόνο με ποδοσφαιρικούς όρους ήξεραν τη λέξη «διαιτητής». Να πω απλώς, ότι η Μ.Υ.3 ήταν παρούσα κατά τη διεξαγωγή της διαιτησίας που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων και δεν της υποβλήθηκε η τόσο σημαντική θέση, ότι, είτε αυτή είτε οποιοσδήποτε άλλος εκ μέρους του Συνεργατικού, βασικά, προκειμένου να εξαπατήσουν τους ενάγοντες να μην αντιδράσουν στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, τόσο κατά την έκδοσή τους όσο και στη συνέχεια, δεν κινδύνευε το σπίτι τους, ενώ για το τελευταίο που είπε, για να διαφανεί πόσο παράλογο είναι ένα μόνο θέλω να πω. Στο μέρος όπου η ίδια και ο ενάγοντας σύζυγός της κλήθηκαν να πάνε - και πήγαν - και για το λόγο που συνέβη αυτό, που ασφαλώς δεν είναι αυτός που ισχυρίστηκε η ίδια, ακόμη και με βάση την εκδοχή της - την οποία ασφαλώς δεν αποδέχομαι - δεν ήταν, είτε για να παίξουν ποδόσφαιρο είτε για να παρακολουθήσουν κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα, για να αφήνει να νοηθεί  - έστω έμμεσα - ότι εξέλαβε τον εναγόμενο 2, ως διαιτητή που διευθύνει ποδοσφαιρικό αγώνα.

 

Ερωτηθείσα γιατί ήταν παράνομος ο διορισμός του διαιτητή, όπως είπε: «Είχε σχέση με το Συνεργατικό Ταμιευτήριο οικονομική, άρα δεν ήταν ανεξάρτητος, ήταν πιο πολύ σε εντεταλμένη υπηρεσία παρά σε διαιτησία, ήταν προαποφασισμένο το τι ακριβώς θα γίνει εκεί εναντίον μας.» Όταν στη συνέχεια ρωτήθηκε εάν ξέρει που εργαζόταν ο διαιτητής τη μέρα που εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις, απάντησε ως εξής: «Είχε σχέση οικονομική με το Συνεργατικό Ταμιευτήριο, χωρίς να γνωρίζω λεπτομέρειες, αν ήταν υπάλληλος, αν ήταν λειτουργός του Συνεργατισμού ή στον Έφορο συνεργατικών.» Στην επιμονή του κ. Κίτσιου να πει τι ακριβώς εννοεί όταν λέει ότι ο εναγόμενος 2 είχε οικονομική σχέση με το Ταμιευτήριο, απάντησε ως εξής: «Δεν ξέρω πώς ακριβώς συνδέετουν οικονομικά με το Ταμιευτήριο. Και στην κατάθεσή του φροντίζει επιμελώς να μην πει τι ακριβώς επαγγέλλετουν.»

 

Όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί της κατατάσσονται κατ’ ελάχιστον, ως στερούμενοι σοβαρότητας και πειστικότητας, ενώ αποκαλύπτουν και το μέγεθος της σύγχυσης που την είχε κυριεύσει, καθώς, υπό το βάρος της αντεξέτασης στην οποία είχε υποβληθεί συναφώς με την, σαφώς κατασκευασμένη και ψευδή μαρτυρία που είχε θέσει ενώπιόν μου στο πλαίσιο της γραπτής δήλωσής της, προέβαλλε αντιφατικούς και άκρως παράλογους ισχυρισμούς, φθάνοντας στο σημείο να επικαλείται και την κατάθεση του εναγόμενου 2, τη στιγμή που ουδέποτε είχε τεθεί ενώπιόν μου τέτοια κατάθεση. Ο εναγόμενος 2 προέβη σε γραπτή δήλωση και κατάθεσε μετά από την ενάγουσα και τη Μ.Ε.2. Να πω ακόμη, ότι δικογραφικά οι ενάγοντες, ισχυρίζονται ότι ο εναγόμενος 2 ήταν πρώην υπάλληλος και ή λειτουργός του Συνεργατισμού, ο οποίος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εναγόμενων 1, εκδίδοντας αποφάσεις εναντίον των μελών του, χωρίς δίκη. Ισχυρίζονται ακόμη, ότι οι εναγόμενοι, δολίως και ενώ γνώριζαν ότι ο εναγόμενος 2 ήταν πρώην λειτουργός του Συνεργατισμού και ή της ελεγκτικής υπηρεσίας του Συνεργατισμού και ή λειτουργός στο γραφείο του Εφόρου Συνεργατισμού, εντούτοις προχώρησαν με τη διεξαγωγή των επίδικων διαιτησιών με σκοπό να εξασφαλιστεί απόφαση εναντίον τους για μεγαλύτερα ποσά και με πιο ψηλό επιτόκιο. Το πόσο «συνάδουν» οι παραπάνω ισχυρισμοί της ενάγουσας με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς και των δυο εναγόντων είναι ολοφάνερο. Όμως, ειδικά ο δικογραφημένος ισχυρισμός τους ότι οι εναγόμενοι προχώρησαν με τη διεξαγωγή των επίδικων διαιτησιών, προφανώς εκθεμελιώνει τον ισχυρισμό της ενάγουσας - στη γραπτή δήλωσή της - ότι στον  ουσιώδη χρόνο, ο διαιτητής (δηλαδή ο εναγόμενος 2) απλώς τους ρώτησε εάν πήραν τα δυο δάνεια από τους εναγόμενους 1 και όταν απάντησαν καταφατικά, εξέδωσε αμέσως απόφαση.

 

Επί του ισχυρισμού της ότι ο εναγόμενος 2 δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις για να διεξάγει τη διαδικασία της διαιτησίας, της υποβλήθηκε ότι ο διαιτητής είχε εκδικάσει εκατοντάδες διαιτησίες και ότι είχε όλες τις απαραίτητες γνώσεις για να λάβει απόφαση και να διεξάγει τη διαιτητική διαδικασία. Απάντησε ως εξής: «Μπορεί να εκδίκασε εκατοντάδες υποθέσεις, αλλά δεν είχε τις γνώσεις, δεν ήταν αρμόδιος να εκδώσει απόφαση για εκποίηση, μίαν τόσο σοβαρή απόφαση εναντίον της ζωής μας.» Ότι στην προσπάθειά της να με πείσει να δεχθώ την αναληθή εκδοχή της αναφορικά με τις συνθήκες διεξαγωγής της διαιτησίας που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων είχε φθάσει στο σημείο να ισχυρίζεται από τη μια, ότι μόνο με ποδοσφαιρικούς όρους ήξεραν τη λέξη «διαιτητής» και από την άλλη, πως γνώριζε ότι ο διαιτητής δεν ήταν αρμόδιος να εκδώσει απόφαση για εκποίηση, που αποτελεί ορθή, πλην όμως, αμιγώς νομική θέση, ομολογώ πως δεν το περίμενα.

 

Στην υποβολή ότι αφού διαφωνούσαν με όλα όσα ανάφερε θα έπρεπε να είχαν εφεσιβάλει τις επίμαχες αποφάσεις, απάντησε ως εξής: «Δε γνωρίζαμε τι έγινε εκεί. Ούτε ήξερα ότι πρόκειται για απόφαση εκποίησης.»

 

Δεν γνώριζαν τι έγινε εκεί, ωστόσο, στη γραπτή δήλωσή της ισχυρίζεται ότι στον ουσιώδη χρόνο, ο διαιτητής, απλώς τους ρώτησε εάν πήραν τα δυο δάνεια από τους εναγόμενους 1 και όταν απάντησαν καταφατικά εξέδωσε αμέσως απόφαση, εφόσον θεώρησε ότι παραδέχθηκαν το χρέος τους, που με απλά λόγια σημαίνει ότι ήξεραν πολύ  καλά τι έγινε την ημέρα διεξαγωγής της διαιτησίας. Η νέα αντίφαση στην οποία υπέπεσε αποτελεί γεγονός. Εν πάση περιπτώσει, να υπενθυμίσω στην ενάγουσα το παραδεκτό γεγονός (βλ. το κείμενο παραδεκτών γεγονότων - τεκμ. 1- ) ότι οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν στις 11/11/2009 και επιδόθηκαν και στους δυο εναγόμενους, στις 18/11/2009, δηλαδή, μόλις 7 μέρες αργότερα. Μάλιστα, οι σχετικές ειδοποιήσεις (τεκμ. 10) επιδόθηκαν στην ίδια, προσωπικά καθώς και για τον ενάγοντα σύζυγό της και στην τελευταία παράγραφο (με αρ. 3) αναφέρονται τα εξής: «Αν έχετε ένσταση κατά της απόφασης μπορείτε μέσα σε 21 μέρες να υποβάλετε έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως προνοεί το άρθρο 52 (4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Νόμοι του 1985 μέχρι 2007)»  Ότι η ενάγουσα, για ακόμη μια φορά εκτίθεται ως αναξιόπιστη μάρτυρας από το περιεχόμενο των παραδεκτών γεγονότων είναι ολοφάνερο.

 

Ως άκρως παράλογο και στερούμενο πειστικότητας θεωρώ και τον ισχυρισμό της ότι ο λόγος που δεν είχαν ζητήσει την παύση του εναγόμενου 2 από διαιτητή ήταν επειδή δεν ήξεραν την έννοια της διαιτησίας και του διαιτητή.

 

Επί του ισχυρισμού της ότι στη διαδικασία διαιτησίας, δεν κατατέθηκαν τεκμήρια, όταν της υποβλήθηκε ότι το Ταμιευτήριο παρουσίασε τις συμφωνίες δανείου, τα έγγραφα υποθήκης και τις καταστάσεις λογαριασμού, όπως είπε απαντώντας «Παρουσίασαν τη συμφωνία δανείου, την οποία εμείς παραδεχθήκαμε την ύπαρξη του δανείου μας, αλλά όχι ποσά.» Η νέα αντίφαση στην οποία υπέπεσε αποτελεί γεγονός.

 

Όσα ακολουθούν, θα έλεγα ότι συνθλίβουν και το τελευταίο ίχνος αξιοπιστίας της ενάγουσας, ως μάρτυρος:

 

Όταν κάποια στιγμή ρωτήθηκε από τον κ. Κίτσιο, τι έκαναν όταν τους επιδόθηκε η ειδοποίηση για την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, ξεχνώντας - ή αδιαφορώντας - ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι οι επίμαχες αποφάσεις επιδόθηκαν στους ενάγοντες, στις 18/11/2009 ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν κάποια ειδοποίηση για την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων. Όταν στη συνέχεια της υποδείχθηκε η εν λόγω ειδοποίηση (βασικά πρόκειται για δυο ειδοποιήσεις σε δέσμη (τεκμ. Γ προς αναγνώριση - τότε - και αργότερα τεκμ. 10) και ρωτήθηκε εάν την αναγνωρίζει ισχυρίστηκε πως δεν αντιλαμβάνεται τι λέει το έγγραφο και ότι πρέπει να το μελετήσει. Στην υπόδειξή μου ότι η ερώτηση ήταν εάν αναγνωρίζει το έγγραφο που της είχε δοθεί, ισχυρίστηκε πως δεν ξέρει σε ποιο στάδιο μπορεί να τους δόθηκε ένα τέτοιο έγγραφο. Όταν της υποδείχθηκε και πάλιν εκ μέρους μου ότι θα πρέπει να απαντήσει στην ερώτηση, ισχυρίστηκε πως έχει επιφυλάξεις και ακολούθως, πως δεν είναι σίγουρη. Όταν οι δυο ειδοποιήσεις, με επισυνημμένη σε κάθε μια την ένορκη δήλωση επίδοσής τους - για να επαναλάβω - στην ίδια προσωπικά και για λογαριασμό του ενάγοντα συζύγου της έγιναν τεκμήρια προς αναγνώριση, ερωτηθείσα εάν βλέπει την αναφορά - η οποία εκτίθεται σε άλλο σημείο πιο πάνω - που διαλαμβάνει για το δικαίωμά τους να καταχωρήσουν έφεση, εάν έχουν ένσταση κατά της απόφασης, απάντησε αρνητικά. Όταν της υποδείχθηκε επ’ ακριβώς η σχετική αναφορά στην ειδοποίηση και της επαναλήφθηκε η ερώτηση, απάντησε καταφατικά. Ερωτηθείσα στη συνέχεια, γιατί δεν υπόβαλαν έφεση αφού διαφωνούσαν με τις επίμαχες αποφάσεις, όπως είπε απαντώντας «Δεν γνωρίζαμε ακριβώς ποιες είναι οι διαιτητικές αποφάσεις, πραγματικά. Μας είχαν υποσχεθεί εξάλλου προφορικά ότι όλα αυτά θα ακυρωθούν τζιαι θα μας δώσουν ένα νέο δάνειο που να ήταν πιο προσβάσιμο για εμάς και ότι δεν θα κατατεθεί αυτή η απόφαση στο Κτηματολόγιο τζιαι να μην ανησυχούμε, γιατί δεν πήρε κανενού το σπίτι του το Συνεργατικό.» «Άρα αντιληφθήκατε ότι εκδόθηκαν διαιτητικές αποφάσεις και δεν τις εφεσιβάλετε γιατί σας υποσχέθηκαν ότι δεν θα προχωρήσουν;» ρωτήθηκε στη συνέχεια, για να απαντήσει μονολεκτικά «Ναι.» Φυσικά, ευθύς αμέσως ισχυρίστηκε και πάλιν πως δεν ήξεραν τι ακριβώς γινόταν εκεί και ποιες είναι οι διαιτητικές αποφάσεις.

 

Όσα ακολουθούν είναι με αναφορά στους ακόλουθους ισχυρισμούς της, οι οποίοι περιέχονται στην παράγραφο 15 της γραπτής δήλωσής της: όταν τους επέδωσαν τις αιτήσεις για εγγραφή των επίμαχων αποφάσεων, οι εναγόμενοι 1 τους είπαν πως δε χρειάζεται να πάνε στο Δικαστήριο και θα τους κάνουν άλλα δάνεια για να ξοφληθούν τα δυο προηγούμενα δάνεια που έβγαλαν τις επίμαχες αποφάσεις, παραπλανώντας τους για να μην πάνε Δικαστήριο και να εγγράψουν τις επίμαχες αποφάσεις. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, όπως είπε, το Ταμιευτήριο πρόσβλεπε στην καταδολίευση της περιουσίας τους. Είναι με δόλο που έκαναν την όλη διαδικασία, δεν είχαν γνώση τι γινόταν εκεί ούτε πού πάνε ούτε πώς και ποια ήταν η πορεία αυτής της διαδικασίας. Στην υποβολή ότι όλα αυτά που λέει είναι αναληθή και αβάσιμα, απαντώντας ισχυρίστηκε - και - τα εξής: «Δεν είναι αναληθή, μας παραπλάνησαν ότι δεν τρέχει τίποτε, ότι είμαστε δυο καλοί φίλοι τζιαι ότι θα τα βρούμε τζιαι θα μας βοηθήσουν να λύσουμε το πρόβλημα με τις υποχρεώσεις μας και να μην πάμε στο Δικαστήριο γιατί ήταν τυπικό το θέμα.»

 

Καθόλα δικαιολογημένα νομίζω, ο κ. Κίτσιος, στη συνέχεια τής υπόβαλε την ακόλουθη ερώτηση και η απάντησή της σ’ αυτή και πάλιν στερείται και σοβαρότητας και πειστικότητας: «Κυρία μάρτυς, αφού σας υποσχέθηκαν όταν σας επέδωσαν τις ειδοποιήσεις των διαιτητικών αποφάσεων ότι «Δεν θα προχωρήσουμε τις διαδικασίες» και δεν τήρησαν το λόγο τους, γιατί όταν σας επέδωσαν τις αιτήσεις για εγγραφή των διαιτητικών αποφάσεων, τους πιστέψατε;» ήταν η ερώτηση. Και η απάντησή της: «Όταν μας επέδωσαν τέλος πάντων την ενημέρωση ότι θα καταθέσουν, εκεί ήταν που μας είπαν «Μην ανησυχείτε, είναι τυπικό το θέμα και εμείς θα το τακτοποιήσουμε αργότερα.» Τζιαι εγώ δοκίμασα σε διάφορες περιπτώσεις να έρτω σε επαφή τζιαι να λύσουμε το πρόβλημα. Αν θέλετε σας λέω τζιαι ποια ήταν  η απάντησή τους τζιαι η διαχείριση αργότερα.» Η υποβολή του κ. Κίτσιου στη συνέχεια ότι όπως δεν έπραξαν τίποτε όταν πήραν τις ειδοποιήσεις για την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, την ίδια αδιαφορία επέδειξαν και όταν πήραν και τις αιτήσεις για εγγραφή τους, με εκφράζει απόλυτα.

 

Τέλος, επί του ισχυρισμού της ότι μίλησε τηλεφωνικώς με τη Μ.Υ. 3 και αυτή είναι που της είπε ότι είναι τυπικό το θέμα και δε χρειάζεται να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο, της υπενθυμίζω απλώς, ότι προηγουμένως, αντεξεταζόμενη και πάλιν φέρει τη μάρτυρα να φαίνεται δυσαρεστημένη από αυτά που γίνονταν σε βάρος της ίδιας και του συζύγου της κατά τη διαιτητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων. Προφανώς, και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής δεν μπορούν να ισχύουν και τα δυο για τη Μ.Υ.3. Δηλαδή, από τη μια να δυσαρεστείται βλέποντας τα όσα υποτίθεται γίνονταν σε βάρος των δυο εναγόντων κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων και από την άλλη, αργότερα, να αποτελεί το πρόσωπο που τους παραπλάνησε να μην παρουσιαστούν στο Δικαστήριο όταν τους επιδόθηκε η αίτηση εγγραφής των εν λόγω αποφάσεων.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ, προκειμένου να αιτιολογήσω την κρίση μου για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία της ενάγουσας, ως μάρτυρα.

 

Η Άννα Θεολόγου (Μ.Ε.2) είναι οικονομολόγος με πτυχίο στα οικονομικά και μεταπτυχιακό στα νομισματικά και χρηματοοικονομικά από το πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει πείρα στην αναδιάρθρωση δανείων και στον έλεγχο καταστάσεων λογαριασμών τραπεζών για εξεύρεση του ορθού υπολοίπου και δίνει μαρτυρία ενώπιον των κυπριακών Δικαστηρίων για τα θέματα αυτά, παρουσιάζοντας και επεξηγώντας τα ευρήματά της. Είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Alternus Consulting Ltd η οποία ασχολείται με θέματα αναδιαρθρώσεων δανείων και παροχής συμβουλών προς δανειολήπτες για τραπεζικούς δανεισμούς τους και διά μέσου της προβαίνει σε λογιστικό έλεγχο των καταστάσεων λογαριασμού των τραπεζικών ιδρυμάτων.

 

Η ουσία της μαρτυρίας της υπό αναφορά περικλείεται στην έκθεσή της (τεκμ. 6) αναφορικά με τα επίδικα δάνεια της παρούσας αγωγής. Όπως αναφέρει σ’ αυτή έλαβε εντολή από τους ενάγοντες να προβεί σε μελέτη και σύνταξη έκθεσης αναφορικά με τα ορθά υπόλοιπα που θα έπρεπε να φαίνονται στις καταστάσεις λογαριασμού στις επίμαχες συμβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί. Το αντικείμενο της μελέτης της είναι τα πιο κάτω ερωτήματα/θέματα: πρώτο, εάν εφαρμοζόταν το ορθό κυμαινόμενο βασικό επιτόκιο και συμβατικό περιθώριο των επίμαχων συμβάσεων από την 1/8/2008 όταν είχε γίνει μετατροπή της λίρας Κύπρου σε ευρώ, δεύτερο, ποιο είναι το ορθό υπόλοιπο των δυο δανείων και τρίτο, εάν είναι ορθά τα ποσά των επίμαχων αποφάσεων και ο συνολικός τόκος που επιβλήθηκε από το διαιτητή.

 

Η ανάλυση και τα ευρήματά της, προστίθεται, περιλαμβάνονται στα παραρτήματα και στην ανάλυσή τους πιο κάτω και περιλαμβάνουν χρεώσεις και πιστώσεις στους λογαριασμούς μέχρι και τις 11/11/2009 που εκδόθηκαν οι επίμαχες αποφάσεις.

 

Η μάρτυρας, στο στάδιο της κυρίως εξέτασης επεξήγησε σε συντομία τα διάφορα παραρτήματα που περιλαμβάνονται στην έκθεσή της και απάντησε και σε αριθμό διευκρινιστικών ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο δικηγόρο των εναγόντων. Αντεξεταζόμενη απάντησε και πάλιν σε αριθμό διευκρινιστικών ερωτήσεων του ευπαίδευτου δικηγόρου των εναγόμενων 1, καθώς και σε σημαντικό αριθμό υποβολών του, τις οποίες δε δέχθηκε. Η μάρτυρας, όπως και η ενάγουσα, δεν αντεξετάστηκαν από τον  εναγόμενο 2.

 

Δύο μόνο σχόλια θέλω να κάνω για την υπό κρίση μάρτυρα και τη μαρτυρία της. Αρχίζοντας από το πρώτο, μολονότι δέχομαι ότι η μάρτυρας είναι πραγματογνώμονας για ό,τι αποτελεί το αντικείμενο της μελέτης της σύμφωνα με την έκθεσή της καθώς και για το σκοπό για τον οποίο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο να δώσει - και έδωσε - μαρτυρία, εντούτοις, για λόγους που θα διαφανούν κατά την εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, η μαρτυρία της, επί της ουσίας, δεδομένης της κρίσης μου επί της αξιοπιστίας της ενάγουσας, του εναγόμενου 2 και της Μ.Υ.3 θεωρώ ότι καθίσταται αχρείαστη για σκοπούς επίλυσης των βασικών επίδικων θεμάτων της υπόθεσης. Και το δεύτερο, από τα παραδείγματα που θα παραθέσω αμέσως θεωρώ επισφαλές να βασιστώ στην ανάλυση και τα σχετικά ευρήματα της μάρτυρος για σκοπούς εξαγωγής των δικών μου συμπερασμάτων.

 

Όπως αναφέρει η μάρτυρας στη σελίδα 7 της έκθεσής της, σύμφωνα με τις μελέτες τις για τα δυο δάνεια που επισυνάπτονται ως Παραρτήματα 7 και 8, τα ορθά υπόλοιπα των δανείων, στις 11/11/2009, όταν ο διαιτητής εξέδιδε τις επίμαχες αποφάσεις, είναι ως αναφέρει στη έκθεσή της στη συνέχεια, ξεχωριστά για κάθε δάνειο.

 

Ωστόσο, αντεξεταζόμενη η μάρτυρας, μεταξύ άλλων ανάφερε τα εξής:

 

Η μελέτη της έχει γίνει από το 2018 αν δεν κάνει λάθος και διαφοροποιείται από την έκθεσή της. Η ανάλυση των δανείων που έχει στα παραρτήματα 7 και 8 έχει γίνει προγενέστερα της έκθεσης.

 

Ερωτηθείσα, πού είναι τα έξοδα που συνέχιζε να χρεώνει το Συνεργατικό μετά την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, ενώ δε θα έπρεπε να χρεώνει, όπως αναφέρει στην έκθεσή της, όπως είπε απαντώντας, δεν τα έχει ενώπιόν της, αλλά, αντιλαμβάνεται είναι στη βάση του διογκωμένου ποσού που έχει σήμερα το Συνεργατικό.

 

Ότι συναφώς με το θέμα έκανε υπόθεση είναι ολοφάνερο.

 

Απαντώντας σε αριθμό ερωτήσεων στη συνέχεια, με παραπομπή στα παραρτήματα 7 και 8 στην έκθεσή της, αναφέρθηκε ειδικά σε διάφορες χρεώσεις, όπως για ασφάλειες και διάφορα έξοδα και όπως είπε υπάρχουν συναλλαγές μετά την απόφαση του διαιτητή. Όπως ασφάλειες και έξοδα τήρησης συναλλαγών κ.λπ. Όταν όμως στη συνέχεια ρωτήθηκε εάν τέθηκε υπόψη της ότι αυτές οι χρεώσεις έχουν αφαιρεθεί, απάντησε αρνητικά. Ούτε ότι είχαν ετοιμαστεί αναδομημένοι λογαριασμοί το γνώριζε. Εξ ου και όταν της υποβλήθηκε ότι αυτές οι χρεώσεις στις οποίες αναφέρεται έχουν αφαιρεθεί με τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού, απάντησε ως εξής, που αποδεικνύει πόσο επισφαλές είναι να βασιστώ στη μελέτη της καθώς και στην έκθεσή της και τα σχετικά συμπεράσματά της, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη, ότι, όπως αναφέρει η ίδια εισαγωγικά στην έκθεσή της τής ζητήθηκε από τους ενάγοντες να προβεί σε μελέτη και σύνταξη έκθεσης αναφορικά με τα ορθά υπόλοιπα που θα έπρεπε να φαίνονται στις καταστάσεις λογαριασμού των επίμαχων συμβάσεων, για τις οποίες, προσθέτω με τη σειρά μου, εκδόθηκαν οι επίμαχες αποφάσεις: «Ωραία, δεν έχω δει τις αναδομημένες για να σας πω εάν έχουν αφαιρεθεί, εάν μου τες δείξετε να τες συγκρίνω και να σας πω εάν έχουν γίνει.» Όταν στη συνέχεια της υποδείχθηκαν οι εν λόγω αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού (τεκμ. 12 και 13), ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχαν οι διάφορες χρεώσεις στις οποίες αναφέρθηκε προηγουμένως. Τις οποίες όμως, η ίδια έλαβε υπόψη κατά τους διάφορους υπολογισμούς και την ανάλυση που είχε κάνει για σκοπούς ετοιμασίας της δικής της μελέτης.

 

Και με δεδομένο ότι, όπως έχει νομολογηθεί (βλ. Φρουταρία Το Πανέρι Λτδ κ.ά. ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 426/2011, ημερ. 29/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A432) ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν είναι να προβεί σε λογιστικό ή αναλογιστικό έλεγχο των κατατεθειμένων λογαριασμών πιστεύω καθίσταται απολύτως κατανοητό γιατί δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία της υπό αναφορά για σκοπούς εξαγωγής ασφαλών συμπερασμών για ό,τι αποτελεί το αντικείμενο της μελέτης και έκθεσής της.

 

Η ουσία της μαρτυρίας του εναγόμενου 2, Λοΐζου Σωτηρίου (Μ.Υ.1) περικλείεται στη γραπτή δήλωσή του (τεκμ. 9) το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε για σκοπούς κυρίως εξέτασης, ως μέρος της. Σύμφωνα με αυτή διορίστηκε ως διαιτητής από τον Έφορο Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών και εκδίκασε και εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις. Αφού καθόρισε τη μέρα και την ώρα για τις επίδικες διαιτησίες ετοίμασε σχετικές ειδοποίησες, οι οποίες δόθηκαν σε ιδιώτη επιδότη για να τις επιδώσει. Στην παρούσα περίπτωση επιδόθηκε σχετική ειδοποίηση στους ενάγοντες να παραστούν στη διαιτησία και για τις δυο υποθέσεις.

 

Την ημέρα της διαιτησίας, οι ενάγοντες προσήλθαν στο Συνεργατικό όπου θα διεξαγόταν η διαιτησία. Εκ μέρους του Συνεργατικού παρουσιάστηκαν η Μ.Υ.3 και ο Χριστάκης Σαββίδης. Αρχικά εξήγησε τη διαδικασία της διαιτησίας στα μέρη και τους τόνισε ότι η απόφαση του διαιτητή ισχύει ως απόφαση Δικαστηρίου. Πρόσθετα, τους είπε ότι αν διαφωνούν με την απαίτηση του Ταμιευτηρίου (πρόκειται για το Συνεργατικό) θα πρέπει να το αναφέρουν και ότι μετά την έκδοση της απόφασης έχουν επίσης το δικαίωμα να εφεσιβάλουν στο Δικαστήριο εντός 21 ημερών από την κοινοποίηση.

 

Το Ταμιευτήριο παρουσίασε την επίμαχη σύμβαση, την υποθήκη και την κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαινόταν το οφειλόμενο υπόλοιπο των δανείων, πρώτα για το ένα δάνειο. Αφού ζήτησε το οφειλόμενο ποσό, πλέον τόκο 9% με κεφαλαιοποίηση δυο φορές το χρόνο, ο ίδιος ρώτησε τους ενάγοντες εάν συμφωνούν ή  διαφωνούν. Αυτοί ανάφεραν ότι συμφωνούν και ότι ο λόγος που δεν πλήρωναν ήταν γιατί δεν μπορούσαν. Κατόπιν τούτου προχώρησε και εξέδωσε την πρώτη επίμαχη απόφαση την οποία απήγγειλε στην παρουσία τους. Ακολούθως έγινε το ίδιο ακριβώς και για το δεύτερο δάνειο.

 

Μετά το πέρας των διαδικασιών ετοίμασε τη σχετική ειδοποίηση για την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, η οποία, κατόπιν οδηγιών του επιδόθηκε στους ενάγοντες. Με αυτές, οι ενάγοντες ενημερώνονταν για το εξ αποφάσεως χρέος τους στις δυο υποθέσεις και τον επιβληθέντα τόκο, ως επίσης και ότι αν έχουν ένσταση μπορούν να υποβάλουν έφεση στο Δικαστήριο εντός 21 ημερών. Στο τέλος, κι αφού επιδόθηκε η εν λόγω ειδοποίηση συμπλήρωσε το φάκελο με τα πρακτικά και τις επίμαχες αποφάσεις και τα έστειλε στον Έφορο.

 

Η εντύπωσή μου για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία του εναγόμενου 2, ως μάρτυρα είναι θετική. Απαντούσε αυθόρμητα, με απλότητα, πειστικά και με απόλυτη ειλικρίνεια, σ’ όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, χωρίς να υποπέσει σε καμιά σοβαρή αντίφαση. Η μαρτυρία του σε σημαντικό βαθμό συνάδει με το περιεχόμενο των παραδεκτών γεγονότων, είτε ακόμη και άλλη αξιόπιστη μαρτυρία - περιλαμβανομένης και γραπτής μαρτυρίας -, χωρίς να μου διαφεύγει και το γεγονός, ότι, κατά την αντεξέτασή του, μερικοί από τους πλέον ουσιώδεις ισχυρισμούς των εναγόντων, δεν υποβλήθηκαν στο μάρτυρα για να του δοθεί η ευκαιρία, αν μη τι άλλο να σχολιάσει. Τέλος είναι και το γεγονός ότι σε σχέση πάντοτε με μερικούς από τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του, στο βαθμό που αμφισβητήθηκε, αυτό έγινε είτε με αντιφατικό τρόπο είτε σε αντίθεση με τα παραδεκτά γεγονότα ή τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εναγόντων είτε με συνδυασμό μερικών από αυτά. 

 

Ακολουθούν μερικά παραδείγματα προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι εννοώ με μερικές από τις παραπάνω διαπιστώσεις μου:

 

Κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, κάποια στιγμή τού υποβλήθηκε ότι οι ενάγοντες λένε ότι δεν είχε διορισμό από τον  Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών για διεξαγωγή της διαιτησίας που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων και ότι δεν τον παρουσίασε ποτέ του. Όπως είπε απαντώντας, κατά την ακρόαση δεν τον παρουσίασε γιατί δεν του ζητήθηκε και για όσες υποθέσεις έχουν εκδικάσει, σχεδόν ουδέποτε παρουσίασαν το διορισμό. Όταν ευθύς αμέσως τού υποβλήθηκε πως δεν υπάρχει διορισμός και γι’ αυτό δεν τον έφερε στο Δικαστήριο, δε δέχθηκε την υποβολή.

 

Να πω απλώς, ότι οι ενάγοντες, στην παράγραφο 14 (α) της έκθεσης απαίτησης ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι και ή ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών διόρισαν παράνομα και δόλια τον εναγόμενο 2, ως διαιτητή της διαφοράς των διαδίκων. Αυτό ακριβώς ισχυρίζεται και ενάγουσα στη γραπτή δήλωσή της, με μόνη διαφορά ότι αποδίδει τον παράνομο διορισμό του εναγόμενου 2 στον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, γεγονός το οποίο, όπως αναφέρει στην παράγραφο 8, πληροφορήθηκε μετά την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων. Να πω τέλος, ότι το υπ’ αριθμό 11 παραδεκτό γεγονός (μέρος του τεκμ. 1) είναι ότι ο εναγόμενος 2 ήταν ο διαιτητής που εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις.

 

Κάποια στιγμή υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι ενώ γνώριζε ότι με βάση τον περί Διαιτησίας Νόμο δεν μπορούσε να εκδώσει διάταγμα εκποίησης των υποθηκών που εξασφάλιζαν τα επίδικα δάνεια, το εξέδωσε σκόπιμα για να βοηθήσει το Συνεργατισμό. Ο μάρτυρας δε δέχθηκε την υποβολή. Ωστόσο, λίγο αργότερα, του υποβλήθηκε ότι δόλια συνεργάστηκε με το Συνεργατικό με σκοπό να εκδώσει αποφάσεις εναντίον των εναγόντων, όπως του το είχε ζητήσει το Συνεργατικό. Για να επαναλάβω, η ενάγουσα, ενόρκως και συγκεκριμένα, στην παράγραφο 8 της γραπτής δήλωσής της αποδίδει στον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών ότι διόρισε παράνομα τον εναγόμενο, ως διαιτητή, ενώ γνώριζε ότι ήταν πρώην λειτουργός του Συνεργατισμού, ο οποίος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εναγόμενων 1, εκδίδοντας αποφάσεις εναντίον των μελών τους, χωρίς δίκη και χωρίς οποιαδήποτε δικόγραφα, μαρτυρία και αποδείξεις. Έχοντας υπόψη ότι τα διατάγματα εκποίησης των υποθηκών περικλείονται στις επίμαχες αποφάσεις και αποτελούν μέρος τους καταφαίνεται και πόσο επαμφοτερίζουσα - συν τοις άλλοις - είναι η εκδοχή των εναγόντων σε σχέση με ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης. 

 

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η υποβολή προς το μάρτυρα ότι ουδέποτε ως διαιτητής κοινοποίησε ειδοποίηση στους ενάγοντες για να παρευρεθούν σε διαιτησία καθώς και η υποβολή στη συνέχεια ότι οι ενάγοντες κλήθηκαν τηλεφωνικά από υπαλλήλους των εναγόμενων 1 να πάνε στη ΣΠΕ στον ίδιο χώρο της ΣΠΕ που τους έδωσε τα δάνεια για το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι ενάγοντες, δικογραφικά και πάλιν και συγκεκριμένα, στην παράγραφο 10 ισχυρίζονται ότι έλαβαν σχετική ειδοποίηση με την οποία οι εναγόμενοι 1 και ή οι αντιπρόσωποί τους, τους καλούσαν όπως παρευρεθούν στο γραφείο τους, στις 11/11/2009 σε διαδικασία επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς σχετικά με τα επίδικα δάνεια και για τα ισχυριζόμενα οφειλόμενα από τους ενάγοντες ποσά, ενώ στην παράγραφο 14 (δ) ισχυρίζονται ότι ουδέποτε ειδοποιήθηκαν να παραστούν σε διαιτησία από το διαιτητή, αλλά, απλώς οι εναγόμενοι τούς τηλεφώνησαν μόνο να παρουσιαστούν στα γραφεία της τότε τράπεζας, για κάτι που τους ήθελαν και τους έφεραν εξ απροόπτου.

 

Ότι δε συνάδουν οι παραπάνω υποβολές προς το μάρτυρα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εναγόντων και οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των τελευταίων, μεταξύ τους είναι ολοφάνερο.

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους, η μαρτυρία του εναγόμενου 2, επί της ουσίας γίνεται αποδεκτή. 

 

Η μαρτυρία της Δόξας Παρμαξή (Μ.Υ.2) ουσιαστικά παρέμεινε αδιαμφισβήτητη. Περικλείεται στη γραπτή δήλωσή της (τεκμ. 11) το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε  για σκοπούς κυρίως εξέτασης.  Η ουσία της μαρτυρίας της έγκειται στο γεγονός ότι ετοίμασε τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού των επίδικων δανείων (τεκμ. 12 και 13) για τα οποία εκδόθηκαν οι επίμαχες αποφάσεις. Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας απάντησε σε μικρό αριθμό ερωτήσεων του ευπαίδευτου δικηγόρου των εναγόντων, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί σε σχέση με οτιδήποτε ανάφερε. Ακολουθεί ότι η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή.

 

Για τους ίδιους περίπου λόγους που έκρινα αξιόπιστο μάρτυρα τον εναγόμενο θεωρώ αξιόπιστη μάρτυρα και την Κίκα Αυγουστή (Μ.Υ.3), της οποίας η μαρτυρία, επί της ουσίας, επίσης γίνεται αποδεκτή. Η ουσία της μαρτυρίας της περικλείεται στη γραπτή δήλωσή της (τεκμ. 15) το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε για σκοπούς κυρίως εξέτασης, ως μέρος της.

 

Σύμφωνα με αυτή, η μάρτυρας, στον ουσιώδη χρόνο και συγκεκριμένα, την περίοδο που δόθηκαν τα επίδικα δάνεια μέχρι και την εγγραφή των επίμαχων αποφάσεων ήταν τμηματάρχης στο Συνεργατικό. Επειδή οι ενάγοντες δεν πλήρωναν τις δόσεις των δανείων τους, η διαφορά στάλθηκε σε διαιτησία. Στις 11/11/2009 που διεξάχθηκε η διαιτησία ήταν παρούσα εκ μέρους του Συνεργατικού για να παρουσίασε την απαίτησή του μαζί με τον κ. Χριστάκη Σαββίδη. Παρόντες ήταν και οι ενάγοντες. Κατά την παρουσίαση των υποθέσεων παρουσιάστηκαν ενώπιον του διαιτητή κ. Σωτηρίου, οι επίμαχες συμβάσεις, οι υποθήκες και οι καταστάσεις λογαριασμού. Στη συνέχεια ζήτησαν να εκδοθεί απόφαση με βάση το υπόλοιπο που φαινόταν στις καταστάσεις λογαριασμού, πλέον δεδουλευμένους τόκους μέχρι εκείνη την ημέρα, πλέον επιτόκιο 9% με κεφαλαιοποίηση 2 φορές το χρόνο. Στη συνέχεια ο διαιτητής ρώτησε τους ενάγοντες αν συμφωνούν ή διαφωνούν και αν έχουν κάτι να αναφέρουν και αυτοί ανάφεραν ότι συμφωνούν και ότι ο λόγος που δεν πλήρωναν ήταν γιατί δεν μπορούσαν. Μετά από αυτό, ο διαιτητής εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις, τις οποίες απήγγειλε στην παρουσία όλων τους. Επειδή η ίδια παρουσιάστηκε σε πάρα πολλές υποθέσεις ενώπιον του εναγόμενου 2 γνωρίζει ότι πάντοτε εξηγούσε στα μέρη από την αρχή τη διαδικασία της διαιτησίας και τους έλεγε ότι η απόφαση του διαιτητή ισχύει ως απόφαση Δικαστηρίου. Επιπλέον, τους έλεγε ότι αν διαφωνούν με την απαίτηση του Ταμιευτηρίου θα πρέπει να το αναφέρουν και ότι μετά την έκδοση απόφασης έχουν δικαίωμα να εφεσιβάλουν στο Δικαστήριο εντός 21 ημερών. Αυτό έγινε και στην παρούσα περίπτωση. Ουδέποτε η ίδια είπε στους ενάγοντες να μη διορίσουν δικηγόρο ή να μην εφεσιβάλουν τις επίμαχες αποφάσεις είτε ακόμη να μην καταχωρήσουν ένσταση.

 

Επειδή, όπως θα διαφανεί κατά την εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης έχει σημασία και λαμβάνοντας ιδιαίτερα σοβαρά υπόψη ότι η μάρτυρας, καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους για την παρούσα αγωγή ήταν τμηματάρχης στο Συνεργατικό, που και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής είναι σαφές ότι κατείχε πολύ σημαντική θέση, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω μερικούς ιδιαίτερα σοβαρούς και σημαντικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας, οι οποίοι ουδέποτε τέθηκαν στη μάρτυρα, για να της δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί, αν και για μερικούς από αυτούς τοποθετήθηκε με τη γραπτή δήλωσή της. Ειδικότερα:

 

H Κίκα Αυγουστή ήταν παρούσα στη διαιτητική διαδικασία. Δεν ήξεραν τι γινόταν εκεί σε βάρος τους. Και η κυρία Αυγουστή φαινόταν δυσαρεστημένη από το τι γινόταν εκεί σε βάρος τους. Αντιλήφθηκαν ότι εκδόθηκαν οι επίμαχες αποφάσεις και ο λόγος που δεν τις είχαν εφεσιβάλει ήταν επειδή τους είχαν υποσχεθεί προφορικά ότι όλα αυτά θα ακυρωθούν και θα τους δώσουν ένα νέο δάνειο που να ήταν πιο προσβάσιμο για τους ίδιους και ότι δεν θα κατατεθεί αυτή η απόφαση στο Κτηματολόγιο και να μην ανησυχούν γιατί το Συνεργατικό δεν πήρε κανενός το σπίτι. Όταν τους επέδωσαν τις αιτήσεις εγγραφής των επίμαχων αποφάσεων τούς είπαν ότι είναι τυπικό το θέμα και δε χρειάζεται να πάνε στο Δικαστήριο και θα τους κάνουν άλλα δάνεια για να ξοφλήσουν τα δυο προηγούμενα για τα οποία εκδόθηκαν οι επίμαχες αποφάσεις, παραπλανώντας τους να μην πάνε στο Δικαστήριο και να εγγράψουν τις επίμαχες αποφάσεις. Μίλησε στο τηλέφωνο με την κυρία Αυγουστή και της είπε να μην πάρουν δικηγόρο είναι τυπικό το θέμα και δε χρειάζεται να παρουσιαστούν εκεί και δε θα κατατεθεί στο Κτηματολόγιο και να μην ανησυχούν. Οι εναγόμενοι 1 και οι υπάλληλοί τους, ενώ γνώριζαν ότι θα προχωρούσαν με την έκδοση απόφασης εναντίον τους, εντούτοις, δολίως τους ανάφεραν και τους έπεισαν ότι δε χρειαζόταν να εμφανιστούν στο Δικαστήριο ή να βάλουν δικηγόρο, εφόσον θα αποσύρουν τις αιτήσεις τους.

 

Κατ’ ακολουθία της κρίσης μου αναφορικά με την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία όλων όσοι κατέθεσαν ως μάρτυρες στην υπόθεση βρίσκω ότι τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης - μέρος των οποίων αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών - είναι τα εξής:

 

Το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, δυνάμει δυο γραπτών συμφωνιών, ημερομηνίας 20/3/2007 παραχώρησε στους ενάγοντες, δάνειο, ύψους €60.655,35 (£35.500) με την πρώτη συμφωνία και €146.939,72 (£86.000) με τη δεύτερη. Για σκοπούς εξασφάλισης των δυο αυτών δανείων, η ενάγουσα με δυο ξεχωριστές συμφωνίες, υποθήκευσε προς όφελος του Συνεργατικού δυο ακίνητά της σε χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Οι ενάγοντες παρέλαβαν το ποσό και των δυο δανείων.

 

Επειδή οι ενάγοντες δεν πλήρωναν τις δόσεις των δανείων τους, προέκυψε διαφορά μεταξύ τους και του Συνεργατικού, η οποία, δυνάμει του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν. 22/1985) παραπέμφθηκε για επίλυση σε διαιτησία. Για το σκοπό αυτό, ο Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών διόρισε διαιτητή τον εναγόμενο 2.

 

Ο τελευταίος, αφού πήρε το φάκελο των δυο αυτών υποθέσεων και καθόρισε τη μέρα και ώρα διεξαγωγής της διαδικασίας διαιτησίας ετοίμασε σχετική ειδοποίηση, με την οποία καλούσε ξεχωριστά τους δυο ενάγοντες να παραστούν στη διαιτησία, η οποία ορίστηκε για διεξαγωγή στο Συνεργατικό, στις 11/11/2009.

 

Την ημέρα αυτή, οι ενάγοντες, στους οποίους είχε επιδοθεί η παραπάνω ειδοποίηση, προσήλθαν στο Συνεργατικό, εκ μέρους του παρουσιάστηκε η τότε τμηματάρχης του, Μ.Υ.3 και ακόμη ένα πρόσωπο.

 

Εκεί, ο εναγόμενος 2, αφού εξήγησε στα μέρη τη διαδικασία της διαιτησίας και τους τόνισε ότι η απόφαση του διαιτητή ισχύει ως απόφαση Δικαστηρίου, πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι αν διαφωνούν με την απαίτηση του Συνεργατικού, θα πρέπει να το αναφέρουν. Τους είπε ακόμη ότι μετά την έκδοση της απόφασης, έχουν το δικαίωμα να την εφεσιβάλουν στο Δικαστήριο, εντός 21 ημερών από την κοινοποίησή της.

 

Στη συνέχεια, η Μ.Υ.3 παρουσίασε τη μια από τις δυο συμφωνίες δανείου, τη σχετική με αυτή σύμβαση υποθήκης και την κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαινόταν το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό του δανείου και ζήτησε την έκδοση απόφασης για το ποσό αυτό, με τόκο 9% με κεφαλαιοποίηση 2 φορές το χρόνο. Τότε, ο εναγόμενος ρώτησε τους ενάγοντες εάν συμφωνούν ή διαφωνούν και αν έχουν κάτι να αναφέρουν και αυτοί ανάφεραν ότι συμφωνούν και ότι ο λόγος για τον οποίο δεν πλήρωναν ήταν γιατί δεν μπορούσαν. Ακολούθως εξέδωσε τη σχετική απόφαση την οποία απάγγειλε στην παρουσία όλων. Στη συνέχεια, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία εξέδωσε και τη δεύτερη διαιτητική απόφαση για το άλλο δάνειο.

 

 

Και οι δυο αποφάσεις εκδόθηκαν υπέρ του Συνεργατικού και σε βάρος των εναγόντων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για το ποσό των €72.983,80, η πρώτη και για το ποσό των €174.575,49, δεύτερη. Και με τις δυο επιδικάστηκαν υπέρ του Συνεργατικού και τόκοι προς 9% ετησίως από 11/9/2009 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση των τόκων δυο φορές το χρόνο (στις 30/6 και 31/12) μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και το ποσό των €130 έξοδα διαιτησίας. Τέλος, με τις εν λόγω αποφάσεις διατάχθηκε η εκποίηση των δυο υποθηκών που εξασφαλίζουν τα δάνεια.

 

Και οι δυο διαιτητικές αποφάσεις επιδόθηκαν στους ενάγοντες, στις 18/11/2009. Το Συνεργατικό, στις 11/5/2010 καταχώρησε δυο αιτήσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού - οι οποίες επιδόθηκαν δεόντως στους εναγόμενους, στις 17/5/2010 - στο πλαίσιο των οποίων, στις 23/6/2010 εξασφάλισε διάταγμα εγγραφής τους στο Πρωτοκολλητείο για σκοπούς εκτέλεσής τους. Οι ενάγοντες παρέλειψαν να εμφανιστούν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων.

 

Οι εναγόμενοι 1 έχουν αντικαταστήσει και υποκαταστήσει νόμιμα τους προηγούμενους εναγόμενους 1 σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους που αφορούν την παρούσα αγωγή και όλα τα επίδικα θέματά της.

 

Υπεισέρχομαι στη νομική πτυχή της υπόθεσης.

 

Όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο (πιο πάνω) το βασικό επίδικο θέμα της υπόθεσης που καλούμε να επιλύσω αφορά στο κατά πόσο ευσταθεί η θέση των εναγόντων ότι οι επίμαχες διαιτητικές αποφάσεις καθώς και οι αποφάσεις εγγραφής τους για σκοπούς εκτέλεσής τους εξασφαλίστηκαν δόλια και με πρόθεση κατατοδολίευσή τους από τους εναγόμενους.

 

Στην υπόθεση Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 992  λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στην Karim v. Κονιδάρη (1995) 1 Α.Α.Δ. 145, 148 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) το θέμα του παραμερισμού απόφασης για το λόγο ότι είχε εκδοθεί με δόλο τέθηκε ως εξής:

 

«Η Αρχή, η οποία ενσωματώνεται στην Δ.33 θ.15, πηγάζει από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Birch v. Birch [1902] P. 62 στην οποία διακηρύχθηκε ότι συνιστά θεμελιωμένη αρχή δικαίου ότι απόφαση η οποία εκδίδεται με δόλο μπορεί να παραμεριστεί σε αγωγή η οποία υποβάλλεται από διάδικο ή τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για αρχή δικαίου που με μια εξαίρεση, αποφάσεις κυρωτικές διαθήκης, τυγχάνει καθολικής εφαρμογής.  Η αρχή αυτή, όπως επισημαίνεται, έχει βαθιές ρίζες στο Αγγλικό δίκαιο (Βλ. Barnsly v. Powel [1749] 1 Ves. Sen. 287 και Wyatt v. Palmer [1899] 2 Q.B. 106).

............................

Στην ιρλανδική υπόθεση Nixon v. Loundes [1909] 2 Ir.R. αναγνωρίστηκε ότι το δικαστήριο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία για τον παραμερισμό δικαστικής απόφασης για το λόγο ότι αυτή είναι το προϊόν συμπαιγνίας και δόλου.

 

Και η κυπριακή νομολογία αναγνωρίζει την ύπαρξη ανάλογων αρχών δικαίου με εκείνες οι οποίες απαντώνται στην Birch και Nixon (ανωτέρω) (Βλ. Savva v. Hadjichristodoulou II C.L.R. 3 και Hassan v. Yiarim, XI C.L.R. 96).»

 

Στους Halsbury's Laws of England, Third Ed., Vol. 22, παραγ. 1669, υποδεικνύεται ότι απόφαση που έχει ληφθεί με δόλο είτε ενώπιον του δικαστηρίου ή με δόλο των διαδίκων μπορεί να αμφισβητηθεί με αγωγή και ότι σε τέτοια αγωγή δεν είναι αρκετό απλώς να υπάρχει ισχυρισμός για δόλο χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες.  Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο δόλος πρέπει να σχετίζεται με ζητήματα τα οποία εκ πρώτης όψεως θα αποτελούσαν λόγο για παραμερισμό της απόφασης εάν αποδεικνύοντο με μαρτυρία και όχι με ζητήματα τα οποία είναι απλώς δευτερεύοντα.  Περαιτέρω υποδεικνύεται ότι πρέπει να αποδεικνύεται ισχυρή υπόθεση προτού το Δικαστήριο επιτρέψει τον παραμερισμό απόφασης λόγω δόλου.  Τέλος υποδεικνύεται ότι εκτός αν ο κατ' ισχυρισμό δόλος εγείρει εύλογη προοπτική επιτυχίας και έχει αποκαλυφθεί μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η αγωγή θα ανασταλεί ή απορριφθεί ως ενοχλητική*.

 

Στην Jonesco v. Beard [1930] A.C. 298, 300 (H.L.) λέχθηκε ότι σύμφωνα με την από μακρού χρόνου θεμελιωμένη πρακτική του Δικαστηρίου η ορθή μέθοδος αμφισβήτησης απόφασης για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο είναι με αγωγή στην οποία, όπως σε κάθε άλλη αγωγή που βασίζεται σε δόλο, οι λεπτομέρειες του δόλου πρέπει να δίδονται επακριβώς και οι ισχυρισμοί να αποδεικνύονται με την αυστηρή απόδειξη που απαιτείται από μια τέτοια κατηγορία.  Λέχθηκε, επίσης, (βλ. σελ. 301, 302) ότι «ο δόλος αποτελεί μια ύπουλη ασθένεια και αν αποδειχθεί καθαρά ότι έχει χρησιμοποιηθεί για να εξαπατηθεί το Δικαστήριο επεκτείνεται και μολύνει το όλο σώμα της απόφασης.  Αν υποθέσουμε ότι η διαδικαστική δυσκολία έχει ξεπερασθεί, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο δόλος έχει προσδιορισθεί και αποδειχθεί»**.

 

H Jonesco (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Ampthill Peerage Case [1976] 2 All E.R. 411, 419. Λέχθηκε ότι οι αυθεντίες σε σχέση με τις αποφάσεις το κάμνουν ξεκάθαρο ότι ένας που επιθυμεί να αμφισβητήσει απόφαση για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο πρέπει να προβάλει τους ισχυρισμούς του με πλήρη λεπτομέρεια και πρέπει να είναι διατεθειμένος να αποδείξει αυτά που ισχυρίζεται με αυστηρό τρόπο*.

 

Στην Birch v. Birch [1894] 86 L.T. 364 λέχθηκε:  «Όπου μια αγωγή είναι μια ανεξάρτητη διαδικασία για παραμερισμό απόφασης για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο αυτή μπορεί να εξεταστεί για το λόγο ότι έχει εξασφαλισθεί με το δόλο διαδίκου στην αγωγή.  Πλην όμως ένας απλός γενικός  ισχυρισμός για δόλο χωρίς λεπτομέρειες δεν είναι αρκετός»**.»

 

Καθόλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την απόφαση στην υπόθεση Ανδρέου ν. P & D Crystal Line Co Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1521:

 

«Μια απόφαση που έχει εκδοθεί εκ συμφώνου μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση που εκδίδεται σε νέα αγωγή που καταχωρείται για το σκοπό αυτό. (Emeris v. Woodward [1889] 43 Ch. D. 185, Ainsworth v. Wilding 1896] 1 Ch. 673). Αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εκ συμφώνου έχουν ακυρωθεί γιατί η συμφωνία είχε στοιχεία παρανομίας (Windhill Local Board of Health v. Vint [1890] 45 Ch. D. 351), γιατί λήφθηκε κατόπιν απάτης (Priestman v. Thomas [1884] 9 P.D.70, 210, γιατί ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίου λάθους (Wilding v. Sanderson [1897] 2 Ch. 534) και γιατί δεν υπήρχε η απαραίτητη εξουσιοδότηση (Sheperd v. Robinson [1919] 1 K.B. 474).

 

Ακύρωση δικαστικής απόφασης που έχει εκδοθεί εκ συμφώνου δεν μπορεί να επιτευχθεί με την καταχώριση έφεσης. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Re Elsteins' Affairs [1945] 1 All E.R. 272, ανώτερα Δικαστήρια δεν μπορούν να ακυρώνουν δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται από κατώτερα Δικαστήρια.  Η ακύρωση θα πρέπει να επιδιωχθεί με την καταχώριση νέας ανεξάρτητης αγωγής, όταν και ο εφεσείων θα έχει την ευχέρεια να καλέσει μαρτυρία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του.»

 

Οι παραπάνω αρχές υιοθετούνται και στην εντελώς πρόσφατη υπόθεση ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ΠΡΩΗΝ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD ΚΑΙ MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD), Πολ, Έφ. αρ. 284/2014, ημερ. 16/1/2023 στην οποία υιοθετείται και το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 26 para 562:

 

«Setting aside consent judgment or order. A judgment given or an order made by consent may be set aside in a fresh action brought for the purpose, on any ground which would invalidate a compromise not contained in a judgment or order.  Compromises have been set aside on the ground that the agreement was illegal as against public policy, or was obtained by fraud or misrepresentation, or non-disclosure of a material fact which there was an obligation to disclose, or by duress, or was concluded under a mutual mistake of fact, ignorance of a material fact, or without authority.  A compromise in ratification of a contract which is incapable of being ratified is not enforceable; and a compromise which is conditional on some term being carried out, or on the assent of the court or other persons being given to the arrangement, is not enforceable if the term is not carried out or the assent is given effectually.

 

The court may refuse to set aside a compromise when the party seeking to set it aside is guilty of delay in questioning it.»»

 

Σύμφωνα με την Ιακώβου και πάλιν (ανωτέρω) το πρώτο ζήτημα που χρήζει εξέτασης, σύμφωνα με τις αυθεντίες, είναι κατά πόσο οι ενάγοντες δικογραφικά έδωσαν τις λεπτομέρειες του κατ' ισχυρισμό δόλου, όπως απαιτείται από την νομολογία.  Αυτές εκτίθενται στις παραγράφους 14 και 21 τις έκθεσης απαίτησης και θεωρώ - όπως και το Εφετείο στην Ιακώβου - ότι ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομολογίας. Είναι γεγονός, ότι οι ενάγοντες παρέθεσαν με επάρκεια και πληρότητα τις κατ' ισχυρισμό τους, δόλιες ενέργειες των εναγόμενων.

 

Σύμφωνα με την Ιακώβου, πάντοτε, το επόμενο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν αποδείξει τις λεπτομέρειες του δόλου με την αυστηρότητα που προδιαγράφεται από τη νομολογία. Αυτονόητο πως είναι αρκετό αν αποδειχθούν μερικές από αυτές (βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547,552).

 

Θα αναφερθώ μόνο σε όσες θεωρώ ότι έχουν αποδειχθεί.

 

Αρχίζοντας από αυτές της παραγράφου 14 έχει αποδεχθεί μέρος των υποπαραγράφων (γ) (ε) (ζ) και (η). Από αυτές της παραγράφου 21 - με τη διευκρίνιση ότι μερικές αποτελούν επανάληψη όσων εκτίθενται στην παράγραφο 14 - έχει αποδειχθεί μέρος μόνο της υποπαραγράφου (στ).

Σύμφωνα με την Ιακώβου και πάλιν, το τρίτο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο τα όσα έχουν αποδείξει οι ενάγοντες, συνιστούν δόλο. Σύμφωνα με τους Halsbury's Laws of England, 3rd ed., Τόμος 18, σελ. 189, προστίθεται, «συνήθως ο όρος αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα. Βλ. και Joliffe v. Baker [1883] 11 Q.B.D. 255, 270:  «Ο όρος δόλος πρέπει να χρησιμοποιείται και να γίνεται αντιληπτός στην κοινή έννοια του όρου όπως συνήθως χρησιμοποιείται στην Αγγλική γλώσσα και ως εξυπονοών κάποια κακή συμπεριφορά και ηθική αισχρότητα». Βλ., επίσης, Re Companies Acts, Ex p. Watson [1888] 21 Q.B.D. 301, 309: «Δόλος είναι ένας όρος που πρέπει να αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο και ηθικώς ως ανάρμοστο».»

 

Τίποτε απ’ όσα έχουν αποδεχθεί συνιστά δόλο τη παραπάνω εννοία. Ειδικότερα:

 

Από την παράγραφο 14 (γ) έχει αποδειχθεί ότι κατά τη διαδικασία της διαιτησίας που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων δεν καταχωρήθηκαν οποιαδήποτε δικόγραφα. Ωστόσο, έχοντας υπόψη ότι οι  εν λόγω αποφάσεις, ουσιαστικά υπέχουν θέση εξ συμφώνου απόφασης, ουδεμία ανάγκη καταχώρησης δικογράφων υπήρχε. Όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ε) ο διαιτητής, ουδέποτε επέδειξε στους ενάγοντες οποιοδήποτε διορισμό του από τον Έφορο Συνεργατικών για να διεξάγει τη διαιτησία. Αυτό είναι γεγονός, όπως όμως αποτελεί επίσης γεγονός, ότι δικογραφικά οι ενάγοντες, κατά μια θέση δέχονται ότι ο εναγόμενος 2 διορίστηκε διαιτητής για να διεξάγει τη διαδικασία διαιτησίας που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων και παραδεκτό γεγονός ότι ο εναγόμενος 2 ήταν ο διαιτητής που  εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις, ενώ, όπως θα διαφανεί αργότερα - με αναφορά και σε σχετική νομολογία  δεν μπορεί να εγείρεται τέτοιο  θέμα στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής. Εν πάση περιπτώσει, οι ενάγοντες που επικαλούνται το συγκεκριμένο γεγονός, ως συνιστών δόλο, δεν εξηγούν κατά ποια έννοια αυτό, άνευ άλλου συνιστά δόλο, καθώς και επί τη βάση ποιας νομοθετικής διάταξης, ο εναγόμενος 2 υπείχε νομικής υποχρέωσης να τους δείξει το διορισμό του. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση ΖΑΜΠΑ κ.ά. ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ, Πολ. Έφ. Αρ. 96/12, ημερ. 6/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A277, το έργο του διαιτητή είναι «οιονεί δικαστικό». Αυτό, με απλά λόγια σημαίνει, ότι κατ’ αναλογία και ο διαιτητής υπέχει θέση «οιονεί δικαστή». Ομολογώ πώς δεν μου έτυχε μέχρι σήμερα να μου έχει ζητηθεί από οποιοδήποτε διάδικο να του υποδείξω είτε το διορισμό μου, ως Δικαστή είτε ειδικό διορισμό μου να εκδικάσω την υπόθεσή του και ούτε βέβαια υπάρχει πουθενά στο Νόμο τέτοια υποχρέωση για οποιοδήποτε δικαστή οποιασδήποτε δικαιοδοσίας και  βαθμού.

 

Για να συνεχίσω, από την υποπαράγραφο (ζ) έχει αποδειχθεί ότι και τα δυο δάνεια ήταν σε κυπριακές λίρες και ότι οι επίμαχες αποφάσεις περιλαμβάνουν τόκο με επιτόκιο 9%. Ωστόσο, αυτό και μόνο ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι κατά ποια έννοια συνιστά δόλο. Τέλος είναι γεγονός ότι οι εναγόμενοι, όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (η) - το οποίο προκύπτει από τις σχετικές καταστάσεις λογαριασμού των δυο δανείων (τεκμ. 4 και 5) - τόκιζαν έξοδα τήρησης λογαριασμού, έξοδα ασφαλειών και άλλα έξοδα. Συναφώς με αυτά, το πρώτο που θέλω να πω είναι ότι με συνδυασμένη ερμηνεία αριθμού όρων των επίμαχων συμβάσεων, οι εναγόμενοι φαίνεται να είχαν το δικαίωμα να χρεώνουν τους λογαριασμούς των επίδικων δανείων με τα πιο πάνω έξοδα καθώς και να τα τοκίζουν. Και το δεύτερο, όλες αυτές οι χρεώσεις έχει αποδειχθεί ότι αφαιρέθηκαν με τους αναδομημένους λογαριασμούς. Τέλος αποτελεί επίσης γεγονός, αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο 21 (στ) της έκθεσης απαίτησης και συγκεκριμένα, ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν δικαίωμα να ζητήσουν και ο εναγόμενος 2 το δικαίωμα να διατάξει την εκποίηση των υποθηκών που εξασφάλιζαν τα επίδικα δάνεια. Όπως επίσης αποτελεί γεγονός ότι το Δικαστήριο διέταξε την εγγραφή των επίμαχων αποφάσεων, οι οποίες διαλαμβάνουν και το διάταγμα εκποίησης. Ωστόσο, εκείνο που δεν έχει αποδειχθεί είναι πρώτο, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι το πρώτο έγινε δόλια και τούτο, επειδή οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν με την έκδοση του σχετικού διατάγματος εκποίησης και δεύτερο, ότι το Δικαστήριο εξέδωσε τις αποφάσεις εγγραφής των επίμαχων διαιτητικών αποφάσεων, ως απότοκο της παραπλάνησής του από τους εναγόμενους.   

 

Ότι ο διαιτητής δεν είχε δικαίωμα να διατάξει την εκποίηση των υποθηκών, διασαφηνίστηκε νομολογιακά μετά την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων και των αποφάσεων εγγραφής τους, με τις αποφάσεις στις υποθέσεις ΖΑΜΠΑ κ.ά. (ανωτέρω) και ΖΑΜΠΑ κ.ά. ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ, Πολ. Έφ. Αρ. 169/12, ημερ. 6/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A273. Το γεγονός ότι προτού εκδοθούν οι δυο αυτές αποφάσεις, ο εναγόμενος 2 με τις επίμαχες αποφάσεις διέταξε και την εκποίηση των υποθηκών που εξασφάλιζαν τα δυο δάνεια και ακολούθως, το Δικαστήριο διέταξε την εγγραφή των εν λόγω αποφάσεων, περιλαμβανομένου και του μέρους τους που διαλαμβάνει το διάταγμα εκποίησης των υποθηκών, σε καμιά περίπτωση μπορεί βάσιμα να λεχθεί ότι συνιστά - άνευ άλλου - δόλο.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεών μου, η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ευσταθεί η θέση των εναγόντων ότι οι επίμαχες αποφάσεις και ακολούθως, οι αποφάσεις εγγραφής τους για σκοπούς εκτέλεσής τους εξασφαλίστηκαν δόλια και με πρόθεση καταδολίευσης των εναγόντων από τους εναγόμενους, που αποτελεί και το βασικό επίδικο θέμα της υπόθεσης που καλούμαι να επιλύσω, σαφώς και είναι αρνητική. Γεγονός το οποίο διαγράφει και την τύχη της αγωγής, η οποία ασφαλώς δεν μπορεί να πετύχει.

 

Αυτό θα συμβεί για ακόμη δυο λόγους, σ’ ότι αφορά στις επίμαχες αποφάσεις, εκ των οποίων, ο ένας αφορά και στις αποφάσεις εγγραφής τους. Αρχίζοντας από τις επίμαχες αποφάσεις, καθώς ήδη έχει αναφερθεί, στην ουσία εκδόθηκαν εκ συμφώνου. Με αυτό δεδομένο σύμφωνα με την ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ (ανωτέρω) και το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 26 para 562, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να ακυρώσει έναν συμβιβασμό όταν το μέρος που επιδιώκει να τον ακυρώσει είναι ένοχο για καθυστέρηση στην αμφισβήτησή του.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες που αμφισβητούν τις επίμαχες αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν εκ συμφώνου, στις 11/11/2009, τις αμφισβήτησαν για πρώτη φορά με την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, στις 18/10/2018. Δηλαδή, 9 σχεδόν χρόνια μετά την έκδοσή τους, περίοδος η οποία, ενώ αποτελεί ιδιαίτερα μακρά καθυστέρηση, εντούτοις, ουδεμία αποδεκτή και νόμιμη εξήγηση έχει δοθεί εκ μέρους των εναγόντων που να τη δικαιολογεί. Με αυτό δεδομένο, στο βαθμό που με την αγωγή τους ζητούν την ακύρωση των επίμαχων αποφάσεων, ακόμη και να αποδείκνυαν ότι αυτές εξασφαλίστηκαν δυνάμει δόλου - στη βάση οποιασδήποτε από τις σχετικές λεπτομέρειες παραθέτουν στην έκθεση απαίτησής τους - ομολογώ πως δε θα ήμουν  διατεθειμένος να ικανοποιήσω τη συγκεκριμένη αξίωσή τους.

 

Η υπόθεση ΜΑΝΩΛΗ ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ, Πολ. Έφ. Αρ. 413/11, ημερ. 3/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:A37, δε βοηθά τους ενάγοντες για το λόγο που την επικαλείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του. Ο λόγος της ήταν διαφορετικός. Αφορούσε σε αίτηση παραμερισμού ερήμην απόφασης, η οποία εξασφαλίστηκε χωρίς να επιδοθεί η αγωγή στον εναγόμενο, η οποία παραμερίζεται ex debito justitiae, δικαιωματικά για τον εναγόμενο, ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη (Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1 ΑΑΔ 247, Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 3, J.Z. Classic Music Pro Ltd ν. Alkadia Music Land Ltd (2002) 1 AAΔ.1151), χωρίς να τίθεται θέμα κωλύματος του εναγόμενου να επιδιώκει τον παραμερισμό της, ένεκα της συμπεριφοράς που επέδειξε στη συνέχεια.

 

Η ουσία της εν λόγω απόφασης - για ό,τι μας ενδιαφέρει - περικλείεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η έκδοση, όμως, ερήμην απόφασης επί ανυπόστατου νομικά υποβάθρου, ήτοι χωρίς (δέουσα) επίδοση, είναι κατά την πάγια νομολογία που παραθέσαμε, νομικά ανυπόστατη, εξ υπαρχής άκυρη, μη δυνάμενη να διασωθεί. Αυτή είναι η αρχή που εφαρμόστηκε και στην Hewitson με αποτέλεσμα να μην είχε σημασία η καθυστέρηση εκ μέρους του εναγομένου.»

 

Στην περίπτωση των εναγόντων τα γεγονότα είναι διαφορετικά. Αυτοί κλήθηκαν και παρουσιάστηκαν δεόντως στη διαδικασία διαιτησίας που οδήγησε εκ συμφώνου στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, οι οποίες, ακολούθως αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι τους είχαν επιδοθεί, όπως επίσης αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι στη συνέχεια τούς είχαν επιδοθεί και οι αιτήσεις εγγραφής τους.

 

Υπάρχει όμως ακόμη ένας λόγος για τον οποίο η αγωγή είναι έκθετη σε απόρριψη σε σχέση και με τις δυο βασικές αξιώσεις των εναγόντων που είναι η ακύρωση τόσο των επίμαχων αποφάσεων  όσο και  των αποφάσεων εγγραφής τους. Αυτό θα συμβεί για τους ίδιους περίπου λόγους που απορρίφθηκε και η έφεση στην υπόθεση ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΑΣ, Πολ. Έφ. Αρ. 192/2013, ημερ. 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A327, αντικείμενο της οποίας αποτέλεσε η εγγραφή στο Δικαστήριο για σκοπούς εκτέλεσης, διαιτητικής απόφασης, ανάλογης με τις επίμαχες αποφάσεις στην παρούσα υπόθεση.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση εγγραφής της διαιτητικής απόφασης που είχε εκδοθεί προς όφελος τους και εναντίον του εφεσείοντα και ενός άλλου νομικού προσώπου το οποίο δεν ενδιαφέρθηκε να καταχωρήσει σχετική εμφάνιση. Η απόφαση του διαιτητή, η οποία εκδόθηκε για συγκεκριμένο ποσό με τόκο 9% ετησίως από 18/11/2011 μέχρι εξόφλησης και για ακόμη ένα ποσό, έξοδα διαιτησίας, γνωστοποιήθηκε γραπτώς στον εφεσείοντα και είχε παρέλθει ο χρόνος των 21 ημερών που προνοείται από το Νόμο για σκοπούς έφεσης. Το Δικαστήριο, αφού άκουσε την υπόθεση και τη δοθείσα μαρτυρία από το γραμματέα των εφεσίβλητων, εξέδωσε απόφαση εγγραφής της διαιτητικής απόφασης στο Δικαστήριο για σκοπούς εκτέλεσης.  Σημείωσε δε ότι αυτή έφερε όλα τα απαραίτητα εξωτερικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, δηλαδή, έφερε το όνομα και την υπογραφή του διαιτητή που την εξέδωσε, είχε ημερομηνία έκδοσης, συναρτάτο προς τους διαδίκους οι οποίοι και είχαν ειδοποιηθεί για τη διαδικασία της διαιτησίας, αναφερόταν σαφέστατα ότι η απαίτηση των εφεσίβλητων πήγαζε από ενυπόθηκο γραμμάτιο, ενώ καταγραφόταν και το χρέος που οφειλόταν στους εφεσίβλητους.  Το Δικαστήριο μνημόνευσε το γεγονός ότι ο εφεσείων, ως πρωτοφειλέτης παρουσιάστηκε και παραδέχθηκε το χρέος του ενώπιον του διορισθέντος διαιτητή, η απόφαση του οποίου του γνωστοποιήθηκε, χωρίς να αμφισβητηθεί και χωρίς να εφεσιβληθεί.  Επομένως, η διαιτητική απόφαση είχε καταστεί τελεσίδικη και μπορούσε να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο, ως απόφαση αστικού Δικαστηρίου.

 

Το Δικαστήριο, με την απόφασή του απέρριψε όλες τις σχετικές ενστάσεις και υπερασπίσεις του εφεσείοντα, οι οποίες σχετίζονταν με το ότι η επίδικη διαφορά ουδέποτε παραπέμφθηκε νόμιμα σε διαιτησία και ότι ο διαιτητής δεν είχε διοριστεί νόμιμα και έγκυρα και/ή καθόλου για να διεξάγει τη διαιτησία.  Επιπλέον, ότι ο φερόμενος ως διαιτητής ήταν πρόσωπο ακατάλληλο για να διοριστεί ως τέτοιος, ένεκα των σχέσεων που είχε και διατηρούσε με τους εφεσίβλητους και τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, εφόσον ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος εργαζόμενος στον Έφορο Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Ιδρυμάτων. Πρόσθετα, ότι ο εφεσείων ουδέποτε ειδοποιήθηκε νομότυπα για το διορισμό του διαιτητή και ούτε συμφώνησε ή συγκατατέθηκε γι’ αυτόν.  Ουδεμία πραγματική διαιτητική διαδικασία διεξήχθη, ούτε ακούστηκε μαρτυρία και η αίτηση για εγγραφή ήταν πρόωρη και αδικαιολόγητη, εφόσον ουδεμία ειδοποίηση δόθηκε στον εφεσείοντα.

 

Όσα ακολουθούν από την εν λόγω απόφαση περικλείουν το σκεπτικό της κατάληξης του Εφετείου να απορρίψει την έφεση, τα οποία τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής για πλείστες από τις αιτιάσεις των εναγόντων και στην παρούσα υπόθεση:

 

«Το σχετικό άρθρο 52(5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου αρ. 22/85, προνοεί ότι εάν η απόφαση του διαιτητή με βάση το εδάφιο (2) δεν εφεσιβληθεί συμφώνως του εδαφίου (4), τότε η διαιτητική απόφαση καθίσταται τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου.  Όπως λέχθηκε στην υπόθεση ΣΠΕ Αγίας Νάπας ν. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 716, η διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση διαιτητικής απόφασης ως να ήταν απόφαση Δικαστηρίου είναι τυπική.  Αποτελεί ζήτημα τύπου η διαδικασία από την άποψη ότι η διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε θα πρέπει να καταχωρηθεί στα αρχεία του Πρωτοκολλητείου ως να ήταν απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να δυνηθεί ο πιστωτής να προχωρήσει με την εκτέλεση της.  Λέχθηκε επίσης ότι η αίτηση προς εγγραφή και εκτέλεση επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο για να προβάλει, εάν επιθυμεί, ένσταση με αναφορά, όμως, μόνο στο επίδικο θέμα της αίτησης, της προώθησης, δηλαδή, της εγγραφής και εκτέλεσης της.  Τα ίδια λέχθηκαν και στην Ανδρέας Χατζηγεωργίου Πίκολου ν. Νέας ΣΠΕ Αγλαντζιάς (2012) 1 Α.Α.Δ. 707.  Επιβεβαιώθηκε εκεί ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εν λόγω διαδικασία δεν ελέγχει την ορθότητα της απόφασης του διαιτητή παρά μόνο δίδεται στο πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, η ευχέρεια να προβάλει ο,τιδήποτε έχει σχέση με τις προϋποθέσεις εγγραφής και εκτέλεσης της απόφασης.  Αυτό διότι βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση από το Δικαστήριο ότι αυτή φέρει όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι αυτή γνωστοποιήθηκε δεόντως στον οφειλέτη.

 

Όλοι οι λόγοι που προβάλλονται εκ νέου στο σχετικό περίγραμμα έφεσης δεν είναι δυνατόν να επιτύχουν.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί η σχετική νομοθεσία του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου είναι αυτοτελής και αφορά σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με διαφορά μεταξύ των προσώπων που καταγράφονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 52 και επί τη λήψει παραπομπής της διαφοράς στον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, αυτός δύναται, μεταξύ άλλων, να παραπέμψει τη διαφορά προς επίλυση, η οποία διεξάγεται δυνάμει της εν ισχύϊ νομοθεσίας περί Διαιτησίας. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση της απόφασης του διαιτητή δεν νοείται  εκτός εάν προηγουμένως είχε εφεσιβληθεί στο Δικαστήριο εντός 21 ημέρες από τη γνωστοποίηση της απόφασης.  Η έφεση στο Δικαστήριο έχει ακριβώς την έννοια της αναψηλάφησης της απόφασης του διαιτητή με ενδεχόμενο την ακύρωση ή παραμερισμό της για τους λόγους που προβάλλονται.  Η έφεση αποτελεί την ορθή διαδικασία αναζήτησης θεραπείας στο στάδιο της έκδοσης απόφασης από τον διαιτητή.  Η όλη διαιτητική διαδικασία εξετάστηκε στην Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικού Κλάδου και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ, Πολ. Έφ. αρ. 304/2010, ημερ. 10.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:A507, όπου αναφέρθηκε ότι η φιλοσοφία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτητικής μορφής, συναρτάται ακριβώς προς την ανάγκη για ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς.  Τα ίδια λέχθηκαν και στη Ζαμπά κ.ά. ν. Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 169/2012, ημερ. 6.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A273, ECLI:CY:AD:2018:A273. Κατά την έφεση στο Δικαστήριο, μπορούν να εξεταστούν ζητήματα παρατυπίας από πλευράς του διαιτητή ή πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του ή και ζητήματα αναφορικά  με τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας παραπομπής περιλαμβανομένης και της ορθής τήρησης πρακτικών εκ μέρους του διαιτητή, όπως διαπιστώθηκε στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Μιχαήλ κ.ά. ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία ΣτρουμπίουΠολ. Έφ. αρ. 190/2012, ημερ. 28.6.2018.

 

Η τελεσιδικία της διαιτητικής απόφασης που τεκμαίρεται νομοθετικά δυνάμει του άρθρου 52(5), δίδει το έναυσμα για την εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης ως εξωδικαστικού διατάγματος δυνάμει της Δ.47 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.  Αυτό ακριβώς είχε γίνει και στην παρούσα περίπτωση όπου η επιδίωξη εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης βασίστηκε στα ορθά νομοθετικά και διαδικαστικά άρθρα,  Με πλήρη εφαρμογή της καθιερωθείσας στο θέμα νομολογίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αρνήθηκε στην ουσία να εξετάσει ζητήματα που προηγούνταν της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης η οποία, κατά το Νόμο, θεωρείτο τελεσίδικη εφόσον δεν είχε εφεσιβληθεί.  Κατά συνέπεια τα όσα, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ο εφεσείων, ο οποίος υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα  με τη διαιτητική απόφαση είχε παρουσιαστεί κατά την ακρόαση της διαιτησίας και είχε παραδεχθεί το χρέος του, όπως ότι δεν είχε ειδοποιηθεί για την παραπομπή της διαφοράς στη διαιτησία δυνάμει του Θεσμού 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Κανονισμών  Κ.Δ.Π. 142/87, όχι μόνο δεν μπορούν να ληφθούν  υπόψη, αλλά αποτελούν και εκ των υστέρων σκέψεις τις οποίες ο εφεσείων κωλύεται να προβάλει. Προστίθεται ότι εν πάση περιπτώσει ο σχετικός Θεσμός 79 στον οποίο βασίστηκε ο εφεσείων ουδόλως προνοεί για προηγούμενη ειδοποίηση του διορισμού διαιτητή ή και συγκατάθεση του οφειλέτη.»

 

Και κάτι ακόμη προτού καταλήξω.

 

Οι ενάγοντες αξιώνουν υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, €3,550, δικηγορικά έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. για εξωδικαστηριακές υπηρεσίες του δικηγόρου τους αναφορικά με την παρούσα υπόθεση, €500, πλέον Φ.Π.Α., έξοδα οικονομολόγου εμπειρογνώμονα αναφορικά με τη χρήση του ορθού συμβατικού επιτοκίου και τα ορθά υπόλοιπα των επίδικων λογαριασμών που θα έπρεπε να πληρωθούν στους εναγόμενους και €119.000, παράνομες χρεώσεις και ή αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων και παράνομες ανακεφαλαιοποιήσεις τόκων και εξόδων τήρησης λογαριασμού και εξόδων ασφαλειών ζωής και ή κατοικίας και ή τόκων επί αυτών στους επίδικους λογαριασμούς δανείων.

 

Σύμφωνα με την Ιακώβου και πάλιν, οι λεπτομέρειες των ειδικών αποζημιώσεων πρέπει να αναφέρονται στα δικόγραφα (Pourikkos v. Fevzi (1963) 2 C.L.R. 24) και η απόδειξή τους κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια (Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239). Ίχνος μαρτυρίας έχει τεθεί ενώπιόν μου αναφορικά με τα δυο πρώτα από τα παραπάνω ποσά, ενώ η μαρτυρία των εναγόντων που αποβλέπει σε απόδειξη και στοιχειοθέτηση του τρίτου ποσού - που είναι και το μεγαλύτερο -, για λόγους που αναφέρονται στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Ε.2 δεν έχει γίνει αποδεκτή.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αγωγή απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναφορικά με τα έξοδα δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αγωγής, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων 1 και 2 και σε βάρος των εναγόντων.

 

 

 

                                                                        (Υπ.) ..…………………………….

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

/ΚΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο