ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ.

Αρ. Συνενωμένων Αγωγών: 5423/13, 2409/14, 818/16 και 820/16

 

Αρ. Αγωγής: 5423/13

 

Μεταξύ:

TYNIANS VALERY, από τη Ρωσία

Ενάγοντα

 

ν.

1.    CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, από τη   Λεμεσό

2.    Άντρης Αντωνιάδου από τη Λευκωσία, φ/δι Κεντρικά γραφεία   Εναγόμενης 1, Λευκωσία

3.    Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

4.    Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

Εναγομένων

 

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 30/10/2015

 

Αρ. Αγωγής: 5423/13

 

Μεταξύ:

TYNIANS VALERY, από τη Ρωσία

Ενάγοντα

 

ν.

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά του ειδικού διαχειριστή της κου Κρις Παύλου, από τη Λευκωσία

2. Κεντρική  Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

Εναγομένων

 

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΗΜΕΡ. 12/09/2017

 

Αρ. Αγωγής: 5423/13

 

Μεταξύ:

TYNIANS VALERY, από τη Ρωσία

Ενάγοντα

 

ν.

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά του ειδικού διαχειριστή της κου Κλεόβουλου Αλεξάνδρου, από τη Λευκωσία

2. Κεντρική  Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

Εναγομένων

                             -----------------------------------------------------------------------------

 

Αρ. Αγωγής: 2409/14

 

Μεταξύ:

LEBEDEVA SVETLANA, από τη Λεμεσό και τώρα στη Ρωσία

Ενάγουσα

 

ν.

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά της διαχειρίστριας της κας. Άντρης Αντωνιάδου από τη Λευκωσία

2. Κεντρική  Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

 

 

Εναγομένων

 

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 07/12/2017

 

Αρ. Αγωγής: 2409/14

 

Μεταξύ:

LEBEDEVA SVETLANA, από τη Λεμεσό και τώρα στη Ρωσία

 

Ενάγουσα

 

ν.

 

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά του ειδικού διαχειριστή της κου Κλεόβουλου Αλεξάνδρου, από τη Λευκωσία

2. Κεντρική  Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

Εναγομένων

 

                          -----------------------------------------------------------------------------

 

Αρ. Αγωγής: 818/16

 

Μεταξύ:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ, από τη Λεμεσό

Ενάγουσα

 

ν.

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά του ειδικού Διαχειριστή της κου Κρις Παύλου, Λευκωσία

2. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

Εναγομένων

 

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΣΗΣ ΗΜΕΡ. 14/09/2017

 

Αρ. Αγωγής: 818/16

 

Μεταξύ:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ, από τη Λεμεσό

Ενάγουσα

ν.

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά του ειδικού Διαχειριστή της κου Κλεόβουλου Αλεξάνδρου, από τη Λευκωσία

2. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

                                                                      Εναγομένων

 

                      -----------------------------------------------------------------------------

 

 

Αρ. Αγωγής: 820/16

 

Μεταξύ:

CROSS LINE INVESTMENTS LTD, από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους (BVI)

Ενάγουσα

 

ν.

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά του ειδικού Διαχειριστή της κου Κρις Παύλου, Λευκωσία

2. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

Εναγομένων

 

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 15/09/2017

 

Αρ. Αγωγής: 820/16

 

Μεταξύ:

CROSS LINE INVESTMENTS LTD, από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους (BVI)

Ενάγουσα

 

ν.

1. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED, διά του ειδικού Διαχειριστή της κου Κλεόβουλου Αλεξάνδρου, Λευκωσία

2. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από τη Λευκωσία

3. Κυπριακή Δημοκρατία, διά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Λευκωσία

Εναγομένων

 

 

Συνενωθείσες δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 19.10.2023

 

11 Απριλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες: κ. Α. Θεοφίλου με κα Α. Παύλου για  A. Chr. Theophilou LLC 

Για την Εναγόμενη 2: κα Ραφτοπούλου με κα Φράγκου για Αλέκο Ευαγγέλου και Σία  ΔΕΠΕ

Για την Εναγόμενη 3: κ. Α. Παναγή με κα Ε. Φλουρέντζου

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τα πρωτόγνωρα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τον Μάρτιο του 2013 και είχαν, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα τη λήψη του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης εργασιών της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (στο εξής «Λαϊκή») και την απώλεια καταθέσεων των καταθετών της, αποτέλεσαν την αφορμή για την καταχώρηση της παρούσας αγωγής.

 

Ο Ενάγων, σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του, διατηρούσε καταθέσεις σε υποκαταστήματα της Λαϊκής οι οποίες, στις 26.03.2013, παρουσίαζαν συνολικό πιστωτικό υπόλοιπο €1.776.520,26. Η ψήφιση και εφαρμογή του περί της Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, Ν.17(Ι)/2013, και των εκδοθέντων δυνάμει αυτού Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων, είχε ως αποτέλεσμα να απωλέσει ο Ενάγων ποσό ύψους €1.735.768,11 το οποίο και αξιώνει από τις Εναγόμενες 2 και 3.

 

Η Εναγόμενη 2, ως η εποπτική αρχή των τραπεζικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία, ευθύνεται λόγω αμελούς ελέγχου και/ή παράβασης θεσμικών καθηκόντων της και/ή έλλειψης συνεργασίας με κυβερνητικά στελέχη και/ή τον Προέδρο της Δημοκρατίας (στο εξής «ΠτΔ») αναφορικά, μεταξύ άλλων, με την αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου (στο εξής «ΟΕΔ») από τη Λαϊκή, τη μετατροπή της θυγατρικής της Λαϊκής στην Ελλάδα σε υποκατάστημα, την παράβλεψη των παραβάσεων της Λαϊκής σε σχέση με την ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια που όφειλε να διατηρεί και την παροχή έκτακτης οικονομικής ρευστότητας (στο εξής «ELA») στη Λαϊκή, ακόμη και όταν η τελευταία κατέστη αφερέγγυα.

 

Η ευθύνη της Εναγόμενης 3 εντοπίζεται, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, στην ύπαρξη χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας, τα οποία διογκώθηκαν από το 2008 και έπειτα με τη σημαντική επέκταση της ανισορροπίας μεταξύ παραγωγικότητας και δημόσιων δαπανών. Περαιτέρω, από το 2009, η Εναγόμενη 3 αγνοώντας τις προειδοποιήσεις για την λήψη διορθωτικών μέτρων στην οικονομία, παρέλειψε να προχωρήσει έγκαιρα σε διορθωτικές κινήσεις, με αποτέλεσμα να επέλθουν συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής της ικανότητας και να αποκλειστεί τον Μάιο του 2011 από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.  Επιπροσθέτως, αποδίδεται, μεταξύ άλλων, ευθύνη στην Εναγόμενη 3 λόγω αμέλειας και/ή παράβασης των θεσμικών καθηκόντων της, σε σχέση με την απόφαση της να συγκατατεθεί στην απομείωση των ΟΕΔ χωρίς να λάβει οποιαδήποτε ανταλλάγματα, καθώς και σε σχέση με την καθυστέρηση που επέδειξε στο να αποταθεί στους διεθνείς δανειστές για την υπογραφή μνημονίου και την εξασφάλιση χρηματοδότησης. Επίσης, η Εναγόμενη 3, αμελώς και χωρίς οποιαδήποτε μελέτη, παραχώρησε κρατική στήριξη ύψους €1,8 δις στη Λαϊκή.

 

Περαιτέρω, οι Εναγόμενοι 2 και 3 ευθύνονται, λόγω αμελών και/ή ψευδών και/ή παραπλανητικών δηλώσεων και/ή παραστάσεων ανώτατων αξιωματούχων τους, οι οποίοι παρουσίαζαν προς το κοινό την κατάσταση της οικονομίας ως διαχειρίσιμη και τη Λαϊκή ως φερέγγυα, αποκλείοντας οποιαδήποτε πιθανότητα απομείωσης καταθέσεων. Ο Ενάγων, βασιζόμενος καλόπιστα στις πιο πάνω δηλώσεις και/ή διαβεβαιώσεις, διατήρησε τις καταθέσεις του στη Λαϊκή, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά για την οποία οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέχουν ευθύνη αποζημίωσης. 

 

Καταληκτικά, ο Ενάγων ισχυρίζεται, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενήργησαν με βαριά αμέλεια και με πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειες που θα επέφεραν οι πράξεις τους στους καταθέτες της Λαϊκής και/ή για την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας και της περιουσίας.

 

H Εναγόμενη 2 στην Υπεράσπισή της ισχυρίζεται, ότι η λήψη των μέτρων εξυγίανσης της Λαϊκής δεν έθεσε τον Ενάγοντα σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρισκόταν αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν λαμβάνονταν και/ή αν η Λαϊκή τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση.

 

Όλες οι ενέργειες της Εναγόμενης 2, ως εποπτικής αρχής, έγιναν καλόπιστα και/ή με επιμέλεια και/ή σύμφωνα με τη νομοθεσία και προς τον σκοπό της προστασίας της Λαϊκής και ευρύτερα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας της Δημοκρατίας. 

 

Η Εναγόμενη 2 αρνείται, ότι παραβίασε τα θεσμικά της καθήκοντα και/ή ότι επέδειξε αμέλεια και/ή ότι προκάλεσε την ισχυριζόμενη ή οποιαδήποτε άλλη ζημιά ή απώλεια στον Ενάγοντα. Αντιθέτως, ισχυρίζεται, ότι επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια, καλή πίστη και δεξιότητα για την προστασία και/ή ορθή διαχείριση της οικονομίας και/ή την ορθή λειτουργία των κυπριακών τραπεζών.

 

Περαιτέρω, η Εναγόμενη 2 ισχυρίζεται, ότι η ζημιά και/ή απώλεια που επικαλείται ο Ενάγων είναι απομακρυσμένη και/ή έμμεση και/ή δεν προέκυψε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.

 

Η Εναγόμενη 3 στη δική της Υπεράσπιση ισχυρίζεται, ότι ουδεμία εξουσία ελέγχου και/ή εποπτείας διατηρεί επί των τραπεζικών εργασιών των τραπεζικών ιδρυμάτων περιλαμβανομένης της Λαϊκής. Η δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε το κράτος, λόγω του αποκλεισμού του από τις διεθνείς χρηματαγορές οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, τόσο σε κρατικά ομόλογα, όσο και σε δανειακό χαρτοφυλάκιο.

 

Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup στις 25.03.2013 ήταν αναγκαία, αφού σε διαφορετική περίπτωση υπήρχε άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης του τραπεζικού τομέα και χρεοκοπίας του κράτους. Μέσω της πιο πάνω συμφωνίας και των επίδικων μέτρων εξυγίανσης επιτεύχθηκε η διατήρηση και συνέχιση προσφοράς των κρίσιμων και βασικών τραπεζικών εργασιών, η προστασία των ασφαλισμένων καταθέσεων, η διατήρηση χιλιάδων θέσεων εργασίας υπαλλήλων της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, καθώς και η αποφυγή της κατάρρευσης του κράτους.

 

Η Εναγόμενη 3 αρνείται, ότι υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης του Ενάγοντα για την ισχυριζόμενη ζημιά και/ή αρνείται ότι υπήρξε εκ μέρους της και/ή εκ μέρους οποιουδήποτε αντιπροσώπου της παραβίαση οποιουδήποτε συνταγματικού ή άλλου δικαιώματος του Ενάγοντα. Περαιτέρω, αρνείται ότι υπήρξε από κυβερνητικούς αξιωματούχους οποιαδήποτε αναληθής δήλωση και ισχυρίζεται ότι οι οποιεσδήποτε  δηλώσεις έγιναν καλόπιστα και/ή στη βάση των πληροφοριών που κατείχαν οι αξιωματούχοι χωρίς πρόθεση παραπλάνησης.

 

Στις 19.10.2023 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα συνένωσης των αγωγών που καταγράφονται στον τίτλο της παρούσας απόφασης. Παρενθετικά σημειώνω, ότι το αρχικό διάταγμα περιλάμβανε 6 αγωγές. Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας διατάχθηκε εκ συμφώνου η αποσυνένωση 2 αγωγών, με αποτέλεσμα να προχωρήσουν σε συνεκδίκαση οι παρούσες.

 

Σύμφωνα με το διάταγμα συνένωσης, οι αγωγές θα συνεκδικαστούν για το σύνολο των επιδίκων θεμάτων τους. Συνεπώς, κατά την ακροαματική διαδικασία προσφέρθηκε μαρτυρία από όλους τους διαδίκους των συνενωμένων αγωγών και επί όλων των επίδικων θεμάτων.

 

Στο σημείο αυτό δράττομαι της ευκαιρίας για να εκφράσω προς τους συνηγόρους των διαδίκων τις ευχαριστίες μου για την εποικοδομητική στάση που τήρησαν, τόσο κατά την προετοιμασία των αγωγών για ακρόαση, όσο και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Η συμβολή τους υπήρξε σημαντική στην ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας και στην εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και εξόδων.

 

Εξίσου βοηθητικές ήταν και οι εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων μέσω των οποίων ανέπτυξαν τις θέσεις τους. Οι τελικές αγορεύσεις των συνηγόρων έχουν μελετηθεί και ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους. Ειδική αναφορά σε αυτές θα γίνει πιο κάτω, όπου αυτό κριθεί σκόπιμο.

 

Μαρτυρία

Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να παραθέσω το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ 35).

 

Ο Μ.Ε.1 είναι ο Ενάγων στην αγωγή με αρ.5423/13. Υιοθέτησε ως την κυρίως εξέταση του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης (δέσμη Εγγράφου Β). Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι το συνολικό ποσό απομείωσης των καταθέσεων που διατηρούσε στη Λαϊκή ανέρχεται σε €1.707.252,16 (Τεκμήρια 87 και 88).

 

Αποτελούσε «όρο της κατάθεσης» των χρημάτων του, ότι η Λαϊκή θα του επέστρεφε όλα ή μέρος των ποσών που κατέθεσε οποτεδήποτε το ζητούσε.

 

Στις 13.02.2013 ενημερώθηκε από συνεργάτη του για δημοσίευμα των Financial Times (στο εξής «FT») στο οποίο γινόταν αναφορά σε επιβολή «κουρέματος» καταθέσεων στην Κύπρο λόγω προβλημάτων των τραπεζών. Μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί, ότι το τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο διέτρεχε κινδύνους.

 

Επικοινώνησε άμεσα με τον διευθυντή του καταστήματος της Λαϊκής στο οποίο διατηρούσε τις καταθέσεις του. Ο τελευταίος τον καθησύχασε διαβάζοντας του επιστολή της Εναγόμενης 2 ημερ.11.02.2013 (Τεκμήριο 11) λέγοντας του ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να συμβεί. Το ίδιο πρόσωπο επικοινώνησε μαζί του μετά την εκλογή του νέου ΠτΔ ενημερώνοντας τον, ότι ο νεοεκλεγείς ΠτΔ δήλωσε στη Βουλή, ότι δεν θα γινόταν «κούρεμα» καταθέσεων. 

 

Στις 19.03.2013 επιχείρησε να στείλει χρήματα από τους επίδικους λογαριασμούς στην Ιταλία για την αγορά οικίας. Δεν μπόρεσε να το πράξει και επιχείρησε να μιλήσει με το υποκατάστημα στο οποίο διατηρούσε τις καταθέσεις του. Ούτε αυτό κατέστη δυνατόν, διότι δεν υπήρξε απάντηση στα τηλεφωνήματα που διενήργησε. Αποτάθηκε στο υποκατάστημα της Λαϊκής στη Μόσχα και εκεί πληροφορήθηκε, ότι οι τράπεζες στην Κύπρο παρέμειναν κλειστές λόγω διαταγής της κυβέρνησης. Ολόκληρη την εβδομάδα που ακολούθησε δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με τη Λαϊκή στη Λεμεσό, παρά τις προσπάθειές του.

 

Πολύ αργότερα, ενημερώθηκε από τον δικηγόρο του, ότι παρά τη βεβαίωση της Εναγόμενης 2 ημερ.11.02.2013 (Τεκμήριο 11), οι Εναγόμενοι 2 και 3 είχαν ήδη ετοιμάσει νoμοθεσία για την απομείωση των καταθέσεων. 

 

Αντεξεταζόμενος από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εναγόμενης 2 δήλωσε, ότι κατά το άνοιγμα λογαριασμού στη Λαϊκή υπέγραψε συμβόλαιο. Δεν θυμόταν τους όρους του συμβολαίου, όμως, σύμφωνα με την κοινή λογική, από τη στιγμή που καταθέτει χρήματα στην τράπεζα, τότε θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να λάβει πίσω τα χρήματα που κατέθεσε. Δεν του λέχθηκε από κανένα υπάλληλο της Λαϊκής, ότι υπήρχε η πιθανότητα να μην παραλάβει τα χρήματα που κατέθεσε.

 

Μετά το δημοσίευμα των FT, καθησυχάστηκε από όσα του ανέφερε ο διευθυντής του υποκαταστήματος, καθώς ήταν πρόσωπο προς το οποίο έτρεφε εμπιστοσύνη.

 

Κατά την αντεξέτασή του από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εναγόμενης 3 δήλωσε, ότι δεν θυμόταν το όνομα του διευθυντή του υποκαταστήματος της Λαϊκής ο οποίος τον καθησύχασε ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για τις καταθέσεις του.

 

Συμφώνησε με τον κ. Παναγή, ότι ήταν δική του η απόφαση να διατηρήσει τις καταθέσεις του με τη Λαϊκή. Αυτή η απόφασή του, όμως, βασίστηκε στις διαβεβαιώσεις που έλαβε από τη Λαϊκή, οι οποίες τον έπεισαν ότι δεν διέτρεχε οποιοδήποτε κίνδυνο η τράπεζα.

 

Η Μ.Ε.2 είναι η Ενάγουσα στην αγωγή με αρ.2409/2014. Υιοθέτησε ως την κυρίως εξέταση της το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης – Έγγραφο Γ. Το συνολικό ποσό απομείωσης των καταθέσεων της ανήλθε σε €202.317,72 (Τεκμήρια 90 και 91).

 

Άνοιξε λογαριασμό στη Λαϊκή το 1999 και έκτοτε επικοινωνούσε κατά διαστήματα με τη διευθύντρια του υποκαταστήματος στο οποίο διατηρούσε τις καταθέσεις της. Η διευθύντρια ονομαζόταν Χριστίνα και η ενημέρωση που λάμβανε από αυτήν ήταν ότι όλα κυλούσαν ομαλά.

 

Περί τις 12.02.2013 επικοινώνησε μαζί της ο οικονομικός σύμβουλος της οικογένειας της, ο οποίος την πληροφόρησε για δημοσίευμα των FT, σύμφωνα με το οποίο θα επιβαλλόταν «κούρεμα» καταθέσεων στην Κύπρο. Μετά την εν λόγω πληροφόρηση επικοινώνησε άμεσα με τη Χριστίνα, η οποία την ενημέρωσε για επιστολή της Εναγόμενης 2 δια της οποίας διαψευδόταν το προαναφερόμενο δημοσίευμα. Ακολούθως, στις 04.03.2013, η Χριστίνα της τηλεφώνησε και την πληροφόρησε σε σχέση με τη δήλωση του νέου ΠτΔ, ότι δεν θα επέτρεπε την απομείωση των καταθέσεων.

 

Στις 16.03.2013, η Χριστίνα της τηλεφώνησε και πάλι, αυτήν την φορά για να την πληροφορήσει, ότι ο Διοικητής της Εναγόμενης 2 απαγόρευσε τη μεταφορά χρημάτων από τις τράπεζες.

 

Αντεξεταζόμενη δήλωσε, ότι κατά το άνοιγμα του λογαριασμού στη Λαϊκή υπογράφηκε ένα τυπικό συμβόλαιο. Δεν ήταν βέβαιη ως προς το κατά πόσο στο τυπικό αυτό συμβόλαιο περιλαμβανόταν όρος, ότι η Λαϊκή ήταν υπόχρεη να της επιστρέψει όλα ή μέρος των χρημάτων που θα κατέθετε. Ήταν, όμως, σίγουρη ότι υπήρχε τέτοιος όρος.

 

Δεν διάβασε η ίδια την επιστολή της Εναγόμενης 2, αλλά πληροφορήθηκε για το περιεχόμενό της από τη Χριστίνα. Έδειξε πίστη στα όσα της ανέφερε η Χριστίνα, διότι την εμπιστευόταν. Διευκρίνισε, ότι στις 16.03.2013, κατά το τηλεφώνημα που έλαβε από τη Χριστίνα, δεν ήταν βέβαιη κατά πόσο η τελευταία αναφέρθηκε συγκεκριμένα στον Διοικητή της Εναγόμενης 2 ή γενικά στην Εναγόμενη 2.

 

Κατά την αντεξέτασή της από τον συνήγορο της Εναγόμενης 3 δήλωσε, ότι εμπιστευόταν τη Χριστίνα, η οποία ήταν η διευθύντρια του υποκαταστήματος στο οποίο διατηρούσε τις καταθέσεις της καθώς την γνώριζε για μεγάλο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από το έτος 1999. Ο λόγος που διατήρησε τις καταθέσεις της στη Λαϊκή, ήταν διότι διέμενε στην Κύπρο και είχε εμπιστοσύνη τόσο προς τη Λαϊκή, όσο και προς την κυβέρνηση. 

 

Η Μ.Ε.3 είναι η Ενάγουσα στην αγωγή με αριθμό 818/2016. Υιοθέτησε ως την κυρίως εξέτασή της το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης ‑ Έγγραφο Δ. Οι καταθέσεις που διατηρούσε στη Λαϊκή τον Μάρτιο του 2013 ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €291.110,32 και οι απώλειες της λόγω της απομείωσης ανήλθαν στο ποσό των €191.110,32 (Τεκμήρια 92 και 93).

 

Αποτελούσε «όρο της κατάθεσης» των χρημάτων της στη Λαϊκή, ότι η τελευταία θα επέστρεφε όλες ή μέρος των καταθέσεων οποτεδήποτε το ζητούσε.

 

Η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε τα προβλήματα της κυπριακής οικονομίας ήταν στις 28.02.2013 όταν άκουσε τον νεοεκλεγέντα ΠτΔ κατά την τελετή εγκατάστασής του στη Βουλή να δηλώνει ότι δεν θα επιτρέψει «κούρεμα» καταθέσεων.

 

Αργότερα, μετά την Καθαρά Δευτέρα του 2013, πληροφορήθηκε στην εργασία της ότι έκλεισαν οι τράπεζες και ότι μάλλον θα γινόταν «κούρεμα» καταθέσεων. Αμέσως προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον προσωπικό τραπεζίτη της, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Όταν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του, της επιβεβαίωσε ότι δεν γίνονταν οποιεσδήποτε συναλλαγές και δεν μπορούσε να λάβει τις καταθέσεις της.

 

Κατά την αντεξέτασή της από τη συνήγορο της Εναγόμενης 2 δήλωσε, ότι δεν θυμόταν κατά πόσο ο όρος περί ανάληψης των καταθέσεών της οποτεδήποτε το ζητούσε ήταν γραπτός. Ήταν, ωστόσο, σίγουρη ότι ο τραπεζίτης της τής ανέφερε ότι θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λαμβάνει χρήματα από τις καταθέσεις της.

 

Αντεξεταζόμενη από τον συνήγορο της Εναγόμενης 3 ανέφερε, ότι εξέλαβε τη δήλωση του νεοεκλεγέντα ΠτΔ ενώπιον της Βουλής ως βεβαίωση ότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος ανησυχίας.

 

Η Μ.Ε.4 είναι δικηγορική υπάλληλος στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Ενάγουσα εταιρεία (στο εξής η «εταιρεία») στην αγωγή 820/2016. Υιοθέτησε ως την κυρίως εξέτασή της το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης ‑ Έγγραφο Ε. Το καλοκαίρι του 2012 ορίστηκε ως μία εκ των δύο υπεύθυνων χειρισμού των λογαριασμών που διατηρούσε η εταιρεία στη Λαϊκή. Μετά την απομείωση των καταθέσεων, η εταιρεία υπέστη απώλεια ανερχόμενη στο ποσό των €914.503,32 (Τεκμήρια 96 και 97). Αποτελούσε «όρο της κατάθεσης» των χρημάτων στη Λαϊκή, ότι η τελευταία θα επέστρεφε στην εταιρεία όλα ή μέρος των κατατεθειμένων ποσών οποτεδήποτε το ζητούσε.

 

Κατά την περίοδο Ιουνίου 2012 ‑ Μαρτίου 2013 ήταν μία εκ των υπεύθυνων για να ενημερώνει την εταιρεία σε σχέση με τα τεκταινόμενα στις συνομιλίες που διεξάγονταν μεταξύ της Δημοκρατίας και των διεθνών δανειστών. Η πληροφόρηση που λάμβανε και μετέφερνε στην εταιρεία ήταν μέσω των δηλώσεων αξιωματούχων των Εναγομένων 2 και 3, μεταξύ των οποίων, οι δηλώσεις του τότε Υπουργού Οικονομικών σε σχέση με το προκαταρκτικό μνημόνιο (Τεκμήριο 29), καθώς και η επιστολή η οποία στάλθηκε από το γραφείο του Διοικητή της Εναγόμενης 2 ημερομηνίας 11.02.2013 (Τεκμήριο 11). Επιστέγασμα των πιο πάνω δηλώσεων και διαβεβαιώσεων αποτέλεσε η αναφορά του νεοεκλεγέντα ΠτΔ στις 28.02.2013 ενώπιον της Βουλής, ότι δεν θα δεχόταν «κούρεμα» καταθέσεων.

 

Παρά τις πιο πάνω διαβεβαιώσεις και δηλώσεις, δυστυχώς, δεν αποφεύχθηκε η απομείωση. Ως ενημερώθηκε αργότερα από τον συνήγορο της εταιρείας, η Εναγόμενη 2 όταν απέστελλε την επιστολή ‑ Τεκμήριο 11, γνώριζε πως ήδη από την 01.02.2013 είχε εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το σχέδιο νόμου που προέβλεπε απομείωση καταθέσεων και το οποίο συντάχθηκε από κοινού από τις Εναγόμενες 2 και 3 τον Νοέμβριο του 2012.

 

Αντεξεταζόμενη από τη συνήγορο της Εναγόμενης 2 ανέφερε, ότι δεν ήταν η ίδια που προχώρησε στο άνοιγμα των λογαριασμών της εταιρείας στη Λαϊκή. Ο συνήγορος της εταιρείας ήταν αυτός που την πληροφόρησε, ότι αποτελούσε «όρο της κατάθεσης» ότι τα χρήματα θα επιστρέφονταν οποτεδήποτε το ζητούσε η εταιρεία.

 

Περαιτέρω, διευκρίνισε ότι η εταιρεία ουδέποτε ανέφερε ότι επιθυμούσε να μεταφέρει τα κατατεθειμένα χρήματά της στο εξωτερικό.

 

Ο συνήγορος της Εναγόμενης 3 υιοθέτησε πλήρως την αντεξέταση της Μ.Ε.4 από τη συνήγορο της Εναγόμενης 2 και δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε περαιτέρω ερωτήσεις.

 

Ο Μ.Ε.5 κατάθεσε υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Η κυρίως εξέτασή του περιέχεται στη γραπτή του δήλωση η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο ΣΤ και αποτελείται από 83 σελίδες. Θα επιχειρήσω να συνοψίσω πιο κάτω τη μακροσκελή μαρτυρία του.

 

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία έπληξε το 2009 και την Κύπρο, δεν έτυχε ορθολογιστικής αντιμετώπισης από την τότε κυβέρνηση. Η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση κατά την περίοδο 2008 ‑ 2013 οδήγησε το κράτος σε υπερβολικά ελλείμματα τα οποία δεν επέτρεψαν σε αυτό να ανταποκριθεί στην ανάγκη στήριξης του τραπεζικού τομέα, ο οποίος, με τη σειρά του, παρουσίασε σημαντικά προβλήματα λόγω της βαριάς αμέλειας της Εναγόμενης 2 κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της. Οι αμελείς χειρισμοί των Εναγομένων 2 και 3 οδήγησαν μοιραία στην ψήφιση και εφαρμογή του Ν.17(Ι)/2013 και την επιβολή του μέτρου απομείωσης των καταθέσεων των καταθετών της Λαϊκής, περιλαμβανομένων των Εναγόντων.

 

Συγκεκριμένα, η Εναγόμενη 3 αγνόησε τις συστάσεις ειδικών και παρέλειψε να εφαρμόσει μέτρα τα οποία θα αντιμετώπιζαν την επιδεινούμενη οικονομική κρίση και θα διασφάλιζαν τα δημόσια οικονομικά. Πιο συγκεκριμένα, δεν λήφθηκαν μέτρα προς αντιμετώπιση του τεράστιου κόστους της δημόσιας υπηρεσίας και ειδικότερα του κρατικού μισθολογίου. Αντί της λήψης οποιωνδήποτε μέτρων εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, πράγμα το οποίο επιβαλλόταν να γίνει τουλάχιστον από τις αρχές του 2011, οι δαπάνες του κράτους συνέχισαν να ακολουθούν ανοδική πορεία μέχρι και τις αρχές του 2013.

 

Η τότε κυβέρνηση της Εναγόμενης 3 επέλεξε, φοβούμενη το πολιτικό κόστος, να υποβαθμίσει τις προειδοποιήσεις που λάμβανε τόσο από τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από ειδικούς εμπειρογνώμονες, αλλά και θεσμούς όπως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ειδικότερα, τον Ιούνιο του 2011, ο πρώην ΠτΔ κ. Βασιλείου, δημοσίευσε μελέτη στην οποία περιλάμβανε διάφορες εισηγήσεις για λήψη μέτρων προς τον σκοπό αναχαίτισης του κόστους λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Λίγο αργότερα, το φθινόπωρο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέστησε στην Εναγόμενη 3 τη λήψη διορθωτικών μέτρων, ενημερώνοντάς την παράλληλα ότι θα ήταν διατεθειμένη να της εξασφαλίσει ευνοϊκούς όρους συμφωνίας στήριξης της κυπριακής οικονομίας. Περαιτέρω, τον Οκτώβριο του 2011 αντιπροσωπεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επισκέφθηκε την Κύπρο προς αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης, ενόψει της ταχείας επιδείνωσης που παρατηρούνταν. Με το πέρας της αξιολόγησης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εισηγήθηκε τη λήψη αποφασιστικών μέτρων για την αναστροφή της δημοσιονομικής διολίσθησης και την επαναφορά του δημόσιου χρέους σε πτωτική πορεία (Τεκμήριο 18).

 

Επιπροσθέτως, η Εναγόμενη 3 απέτυχε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα προς αντιμετώπιση της ολοένα μεγαλύτερης επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία άρχισε να παρατηρείται από το 2008, με αποτέλεσμα το 2012 να φτάσει σε ύφεση. Ταυτόχρονα, η παράλειψη λήψης μέτρων αντιμετώπισης των δημοσιονομικών προβλημάτων οδηγούσε σε συνεχή αύξηση του δημοσίου χρέους, το οποίο το 2011 έφτασε το 71,6% του ετήσιου Α.Ε.Π αντί του επιτρεπτού, με βάση το Σύμφωνο Οικονομικής Σταθερότητας, μέγιστου ορίου του 60%.

 

Παράλληλα, η τότε κυβέρνηση απέτυχε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις που επήλθαν στην οικονομία από την έκρηξη που επεσυνέβη στις 11.07.2011 στη Ναυτική Βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί. Σύμφωνα με υπολογισμούς, η οικονομία υπέστη, ένεκα της έκρηξης, πλήγμα περί τα €2,3 δις.

 

Σημαντικός σταθμός στη μετέπειτα δυσμενή εξέλιξη των πραγμάτων υπήρξε η απόφαση για απομείωση των ΟΕΔ. Ο τότε ΠτΔ, όπως διαφάνηκε και από δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων, μετέβηκε στη Σύνοδο ημερομηνίας 26 και 27.10.2011 χωρίς επαρκή διαβούλευση, είτε με το Υπουργείο Οικονομικών, είτε με την Εναγόμενη 2, με αποτέλεσμα να μην ζητήσει και να μην λάβει οποιαδήποτε «ανταλλάγματα» για την απομείωση των ΟΕΔ. Αυτή η απόφαση επέφερε τεράστιες απώλειες στο αντίστοιχο τμήμα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου, τόσο της Λαϊκής, όσο και της Τράπεζας Κύπρου, οι οποίες απώλεσαν περίπου το 75% της αξίας του εν λόγω χαρτοφυλακίου τους. Η Εναγόμενη 3 μπορούσε και όφειλε να ζητήσει βοήθεια για στήριξη του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, το οποίο ήταν έντονα εκτεθειμένο στα ΟΕΔ. 

 

Η κακή οικονομική κατάσταση της Δημοκρατίας έφερε ως επακόλουθο τις συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής της ικανότητας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Αυτές οι συνεχείς υποβαθμίσεις είχαν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της Κύπρου από τις διεθνείς αγορές τον Ιούνιο του 2011. Η κυβέρνηση όφειλε από τότε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (στο εξής «ΕΤΧΣ») για να λάβει στήριξη προς αντιμετώπιση των επιτακτικών αναγκών της οικονομίας. Δυστυχώς, δεν επιλέγηκε αυτή η οδός, λόγω των μέτρων που θα έπρεπε ταυτόχρονα να ληφθούν και τα οποία η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να λάβει. Η Δημοκρατία επέλεξε το δάνειο των €2,5 δις που έλαβε τον Νοέμβριο του 2011 από την Ρωσική Ομοσπονδία, με χειρότερους, όμως, οικονομικούς όρους. Η καθυστέρηση προσφυγής στο ΕΤΧΣ, η οποία εντέλει έγινε μερικούς μήνες αργότερα, ήτοι τον Ιούνιο του 2012, διόγκωσε τα προβλήματα της οικονομίας και των τραπεζών και προκάλεσε την εξαίρεση των τραπεζών από τη δανειακή σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (στο εξής «Τρόικα») και της Εναγόμενης 3.

 

Περαιτέρω, οι Εναγόμενες 2 και 3, λανθασμένα αποφάσισαν να διατηρήσουν στον «αναπνευστήρα» τη Λαϊκή, ενώ αυτή από το τέλος του 2011 είχε ουσιαστικά καταστεί μη δρώσα οικονομική οντότητα και θα έπρεπε άμεσα να οδηγηθεί σε πτώχευση. Αντί να προχωρήσουν στη λήψη του πιο πάνω μέτρου, η Εναγόμενη 3 έκδωσε στις 18.05.2012 κρατικό ομόλογο ύψους €1,8 δις προς όφελος της Λαϊκής και κατέστη έτσι ο μεγαλύτερος μέτοχός της. Το εν λόγω, ωστόσο, ομόλογο απλώς αύξησε λογιστικά το μετοχικό κεφάλαιο και τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής χωρίς να ενισχυθεί η ρευστότητα της τράπεζας.

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω, η Εναγόμενη 3, όπως και η Εναγόμενη 2, επέδειξαν βαρύτατη αμέλεια κατά το στάδιο αποξένωσης των παραρτημάτων της Λαϊκής, όπως και των υπόλοιπων κυπριακών τραπεζών, στην Ελλάδα. Οι καταθέτες της Λαϊκής δεν έτυχαν οποιασδήποτε προστασίας από τις Εναγόμενες 2 και 3, αφού, στην πραγματικότητα, αφαιρέθηκε από τη Λαϊκή πλούτος, χωρίς καμία ίση ή ισότιμη αμοιβή προς τους καταθέτες της Λαϊκής Κύπρου.

 

Η Εναγόμενη 2, ως εποπτική αρχή, φέρει το δικό της μερίδιο ευθύνης για την απομείωση των καταθέσεων των Εναγόντων. Η εποπτεία που άσκησε υπήρξε ελλιπής, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αλόγιστη επέκταση του τραπεζικού τομέα, αλλά και την ριψοκίνδυνη απόκτηση εκ μέρους των τραπεζών ΟΕΔ από τη δευτερογενή, μάλιστα, αγορά. Η Εναγόμενη 2, όφειλε να επέμβει και να αποτρέψει τις τράπεζες από την απερίσκεπτη αγορά των ΟΕΔ.

 

Η Εναγόμενη 2, κατά παράβαση των καθηκόντων της, όπως και η Εναγόμενη 3, επέτρεψαν τη συνέχιση παροχής ELA προς τη Λαϊκή, παρά το ότι η τελευταία έπαψε να είναι φερέγγυα από το τέλος του 2011.

 

Περαιτέρω, η Εναγόμενη 2, όφειλε να εισηγηθεί στην Εναγόμενη 3 τη λήψη μέτρων εκκαθάρισης της Λαϊκής, αν όχι από το τέλος του 2011, τουλάχιστον από την έκδοση των ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων του Ομίλου της Λαϊκής για το εξάμηνο που έληξε στις 30.06.2012 (Τεκμήριο 74). Ακόμα, όμως, και κατά τις 16.03.2013 ή και στις 22.03.2013 η εφαρμογή του μέτρου εκκαθάρισης ή άλλων μέτρων αντί της εξυγίανσης θα ήταν επωφελέστερη για τους καταθέτες της Λαϊκής σε σύγκριση με την κατάσταση στην οποία περιήλθαν μέσω των επίμαχων μέτρων εξυγίανσης. Συγκεκριμένα, η εκκαθάριση θα διασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντα των καταθετών, αφού, σε αντίθεση με την εξυγίανση, οι καταθέτες θα μπορούσαν να λάβουν το σύνολο των καταθέσεών τους ή στη χειρότερη περίπτωση η απομείωση των καταθέσεών τους θα μειωνόταν κατά 70,69%.

 

Πέραν των πιο πάνω αμελών πράξεων και παραλείψεων, οι Εναγόμενες 2 και 3, μέσω εσφαλμένων και παραπλανητικών δηλώσεων, δημιούργησαν στους καταθέτες των κυπριακών τραπεζών, περιλαμβανομένων των Εναγόντων, την πεπλανημένη αντίληψη ότι οι τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε σοβαρό πρόβλημα και οι καταθέσεις τους δεν διατρέχουν κίνδυνο. Σημαίνοντα ρόλο στη δημιουργία εντυπώσεων περί απουσίας οποιουδήποτε κινδύνου απομείωσης των καταθέσεων, διαδραμάτισε η επιστολή ‑ Τεκμήριο 11 εκ μέρους του Διοικητή της Εναγόμενης 2, αλλά και οι δηλώσεις του ΠτΔ κατά την τελετή εγκατάστασής του στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 28.02.2013, ότι δεν θα επέτρεπε «κούρεμα» των καταθέσεων.

 

Οι Εναγόμενες 2 και 3 όφειλαν να γνωρίζουν, ότι μέσα από όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες αμελείς ενέργειές τους θα κατέληγαν εξ ανάγκης στην ψήφιση του Ν.17(Ι)/2013 και στην εφαρμογή του μέτρου της απομείωσης των καταθέσεων.

 

Περαιτέρω, η απόφαση του Eurogroup, ότι το δάνειο που θα παραχωρούνταν στην Εναγόμενη 3 θα έπρεπε να συμβαδίζει με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παροχή βοήθειας στα κράτη‑μέλη και ότι, επομένως, αυτό δεν θα υπερέβαινε το ποσό των €10 δις (Τεκμήριο 44), καθιστούσε σαφές ότι οι τράπεζες θα παρέμεναν εκτός του πακέτου οικονομικής στήριξης παραπέμποντας στη διάσωσή τους με ίδια μέσα.

 

Η γνώση των Εναγομένων 2 και 3 για το ενδεχόμενο επιβολής του μέτρου απομείωσης των καταθέσεων επιβεβαιώνεται και από την προώθηση προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα νομοσχεδίου στο οποίο περιλαμβανόταν το μέτρο της απομείωσης των καταθέσεων. Το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο ετοιμάστηκε από τον Νοέμβριο του 2012, διαβιβάστηκε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για εκφορά γνώμης τον Ιανουάριο του 2013 (Τεκμήριο 37).

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.5 ανέφερε, ότι η Δημοκρατία αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές όταν αξιολογήθηκε σε μη επενδυτική βαθμίδα. Παρά ταύτα, η Δημοκρατία όφειλε νωρίτερα, από τα μέσα του 2011, να αποταθεί στο ΕΤΧΣ.

 

Διαφώνησε με τη θέση της κας Ραφτοπούλου, ότι ο τραπεζικός τομέας κατά το έτος 2011 δεν αντιμετώπιζε προβλήματα. Όσα επισημάνθηκαν από τους ελεγκτές της Λαϊκής το 2012 (Τεκμήριο 73), αφορούσαν τις οικονομικές καταστάσεις του 2011. Συγκεκριμένα, υπήρχαν από τότε προβλήματα που αφορούσαν το δανειακό χαρτοφυλάκιο της Λαϊκής και την απομείωση των ΟΕΔ.

 

Σε σχέση με το δανειακό χαρτοφυλάκιο, υπήρξε ελλιπής εποπτεία από την Εναγόμενη 2 όσον αφορά την παροχή δανείων χωρίς την ενδεδειγμένη αξιολόγηση της δυνατότητας αποπληρωμής των δανείων από τους δανειολήπτες. Η απαίτηση της Εναγόμενης 2 για διατήρηση από την Λαϊκή αυξημένου κεφαλαιακού δείκτη δεν αποτελούσε ικανοποιητικό μέτρο.

 

Αναφορικά με τα ΟΕΔ, η Εναγόμενη 2 όφειλε να παρέμβει και να υποδείξει στη Λαϊκή τον κίνδυνο από τη συγκέντρωση μεγάλου ποσοστού των επενδύσεών της στα ΟΕΔ. Συμφώνησε, ότι στάλθηκαν σχετικές επιστολές από την Εναγόμενη 2 προς τη Λαϊκή (Τεκμήρια 84 και 85), καθώς κα ότι ζητήθηκε από τη Λαϊκή η διατήρηση αυξημένων κεφαλαίων για προστασία από την επένδυση σε ΟΕΔ. Τα εν λόγω μέτρα, ωστόσο, δεν ήταν επαρκή. Θα έπρεπε η Εναγόμενη 2 να προχωρήσει σε δραστικότερα μέτρα για να διασφαλίσει τη διασπορά του επενδυτικού χαρτοφυλακίου της Λαϊκής. Περαιτέρω, θα έπρεπε η Εναγόμενη 2 να προβεί σε υπολογισμούς για τη ζημιά που θα επερχόταν στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου από την έκθεση των εγχώριων τραπεζών στα ΟΕΔ, έτσι ώστε να συμβουλεύσει κατάλληλα τον ΠτΔ, προκειμένου ο τελευταίος να ζητήσει στήριξη του τραπεζικού τομέα.

 

Στη σύνοδο κορυφής της 26ης και 27ης Οκτωβρίου 2011, οι κυπριακές τράπεζας δεν μπορούσαν να γνωρίζουν επακριβώς το ύψος της ζημιάς από την απομείωση των ΟΕΔ. Υπήρχαν, ωστόσο, σοβαρές ενδείξεις για τις ζημιές που θα προκαλούνταν. Διαφώνησε με την κα Ραφτοπούλου, ως προς το ότι κατά τη Σύνοδο Κορυφής ο ΠτΔ δεν θα μπορούσε να θέσει ζήτημα στήριξης των κυπριακών τραπεζών.

 

Συμφώνησε με την κα Ραφτοπούλου, ότι τα ομόλογα των κρατών – μελών της Ευρωζώνης δεν ενέχουν οποιοδήποτε κίνδυνο για σκοπούς υπολογισμού του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που επενδύουν σε αυτά, υπό την έννοια ότι δεν οφείλουν να διατηρούν ως ασφάλεια κεφάλαια για την επένδυσή τους σε τέτοιας φύσης ομόλογα. Επίσης, ο Μ.Ε.5, συμφώνησε, ότι κατά το έτος 2011 δεν αγοράστηκαν ΟΕΔ από τη Λαϊκή.

 

Αναφορικά με την παραχώρηση ELA, δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί το νομοθετικό πλαίσιο ή τους κανόνες που ίσχυαν την εν λόγω περίοδο και ρύθμιζαν την παροχή του σε τραπεζικά ιδρύματα.

 

Επέμεινε στη θέση του, ότι η Εναγόμενη 2 δεν διενήργησε εμπεριστατωμένη μελέτη ως προς τα αποτελέσματα που θα είχε η εφαρμογή του μέτρου της εκκαθάρισης αντί της εξυγίανσης της Λαϊκής. Το Τεκμήριο 41 είναι γενικά διατυπωμένο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιου είδους μελέτη.

 

Στη βάση της δικής του μελέτης, η εφαρμογή του μέτρου της εκκαθάρισης θα είχε ευνοϊκότερα αποτελέσματα για τους καταθέτες της Λαϊκής. Αυτό, διότι στην εκκαθάριση οι πιστωτές θα προηγούνταν σε σειρά προτεραιότητας της Εναγόμενης 2, παρά το ότι η τελευταία διέθετε εξασφαλίσεις ενόψει της παραχώρησης ELA. Το δε ποσό του ELA δεν θα μεταφερόταν στην Τράπεζα Κύπρου. Περαιτέρω, θα υπήρχε μεγαλύτερη ευχέρεια διαπραγμάτευσης με τους διεθνείς δανειστές, εφόσον θα υπήρχε στο τραπέζι μόνο το ζήτημα προστασίας της Τράπεζας Κύπρου. Από την άλλη, δεν θα επηρεάζονταν οι υποχρεώσεις που τέθηκαν στην Εναγόμενη 3 με το Τεκμήριο 45 για την παραχώρηση του δανείου των €10 δις. Συγκεκριμένα, οι όροι 1 – 3 που τέθηκαν επί του Τεκμηρίου 45 θα μπορούσαν και με το σενάριο της εκκαθάρισης να ικανοποιηθούν, αφού τα ποσά που σχετίζονται με αυτούς τους όρους θα αποτελούσαν μέρος των υπολογισμών της εκκαθάρισης.

 

Διαφώνησε με τη θέση της κας Ραφτοπούλου, ότι με τη διαδικασία της εκκαθάρισης θα ήταν αδύνατη η διασφάλιση του ποσού των €100.000 για τους εξασφαλισμένους καταθέτες της Λαϊκής και των άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων. Επιπροσθέτως, διαφώνησε με τη θέση, ότι δεν υπήρχε ευχέρεια άλλης διαπραγμάτευσης με τους διεθνείς δανειστές, λέγοντας ότι δεν υποβλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης 3 οποιαδήποτε άλλη πρόταση.

 

Όσον αφορά την εξαγορά των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα από την Τράπεζα Πειραιώς ο Μ.Ε.5, συμφώνησε, ότι κατά τα έτη 2014 και 2015 η Τράπεζα Πειραιώς πραγματοποίησε ζημιές. Ανέφερε ωστόσο, ότι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση των αποτελεσμάτων των ετών 2011 – 2018, καθώς λόγω των εξαγορών και συγχωνεύσεων που έγιναν από την Τράπεζα Πειραιώς τις εν λόγω περιόδους, ο Όμιλος κάθε χρόνο ήταν διαφορετικός.

 

Τέλος, ο Μ.Ε.5 διαφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εναγόμενης 3, ότι, υπό τις περιστάσεις, η τιμή πώλησης των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα ήταν η καλύτερη δυνατή. Υπέδειξε, ότι το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν η συμπερίληψη πρόνοιας στη συμφωνία πώλησης, όπως σε κατοπινό στάδιο γίνει αποτίμηση της δίκαιης αξίας πώλησης των εργασιών των κυπριακών τραπεζών

 

Ο Μ.Υ.1(2) εργάζεται ως Διευθυντής στην Εναγόμενη 2 και επί του παρόντος προΐσταται του Τμήματος Εξυγίανσης. Υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης που ετοίμασε και κατατέθηκε ως Έγγραφο Ζ. 

 

Στη σύνοδο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (Τεκμήριο 17) συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι τράπεζες θα πρέπει να διατηρούν δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9% και δόθηκε χρονικό περιθώριο μέχρι τις 30.06.2012 για να επιτευχθεί ο πιο πάνω δείκτης από όσες τράπεζες δεν τον τηρούσαν. Επίσης, η συμφωνία καθόριζε τα βήματα που θα λαμβάνονταν για επίτευξη του ελάχιστου δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%. Ως πρώτο βήμα προνοούνταν η αύξηση των κεφαλαίων μέσω ιδιωτικών πόρων. Σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου μέσω των ιδιωτικών πόρων, ως δεύτερο βήμα, οι εθνικές κυβερνήσεις θα παρείχαν οικονομική στήριξη στις τράπεζες. Εάν μία εθνική κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να παράσχει κρατική στήριξη, τότε, ως τρίτο βήμα, θα χορηγείτο στις εθνικές κυβερνήσεις δάνειο από το ΕΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας εκδόθηκε σύσταση από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (Τεκμήριο 99). Στη σύσταση καταγράφονταν οι τράπεζες που αφορούσε και σε αυτές περιλαμβανόταν και η Λαϊκή.

 

Η απομείωση των ΟΕΔ και οι αυξημένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου της Λαϊκής σε Ελλάδα και Κύπρο, επέφεραν σημαντικές ζημιές στην τελευταία οι οποίες οδήγησαν σε έλλειμμα κεφαλαίων και αδυναμία εκπλήρωσης του ελάχιστου δείκτη του 9%. Ως εκ των πιο πάνω, σύμφωνα με το Τεκμήριο 99, η Λαϊκή κλήθηκε από την Εναγόμενη 2 να υποβάλει και υπέβαλε σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης (Τεκμήρια 50 και 51).

 

Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τη Λαϊκή δεν κατέστη δυνατή η άντληση κεφαλαίων από ιδιωτικούς πόρους. Κατέφυγε, επομένως, στο δεύτερο βήμα, δηλαδή στην κρατική στήριξη. Στις 18.05.2012, η Βουλή ενέκρινε την παροχή κρατικής στήριξης ύψους €1,8 δις.

 

Στο μεταξύ, λόγω εκροών καταθέσεων, υποβαθμίσεων των ομολόγων, αλλά και της απόφασης του Δ.Σ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για αναστολή πρόσβασης της Λαϊκής στα πιστοδοτικά μέσα άσκησης νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, η Λαϊκή από τον Σεπτέμβριο του 2011 αιτήθηκε και λάμβανε από την Εναγόμενη 2, χωρίς ένσταση από το Δ.Σ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ELA.  Για την λήψη ELA, η Λαϊκή παραχώρησε στην Εναγόμενη 2 επαρκείς εξασφαλίσεις χρησιμοποιώντας τα περιουσιακά της στοιχεία.

 

Η κρατική στήριξη προς τη Λαϊκή δεν ήταν αρκετή για επίτευξη του στόχου του ελάχιστου δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9% μέχρι τις 30.06.2012, με αποτέλεσμα η Εναγόμενη 3 να αποταθεί στις 25.06.2012 στο ΕΤΧΣ για σύναψη δανείου με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη χρηματοδότηση των αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2012 συζητήσεις με την Τρόικα και αποφασίστηκε ο διορισμός της εταιρείας PIMCO για τη διενέργεια ανεξάρτητου διαγνωστικού ελέγχου για υπολογισμό των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.

 

Στις 23.11.2012 συμφωνήθηκε το προκαταρκτικό Μνημόνιο (Τεκμήριο 30) στο οποίο περιλαμβανόταν πρόνοια για χρηματοδότηση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, περιλαμβανομένης της Λαϊκής, μέχρι €10 δις.

 

Ο διαγνωστικός έλεγχος της PIMCO ολοκληρώθηκε την 01.02.2013 και σύμφωνα με αυτόν τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής υπολείπονταν σημαντικά των υποχρεώσεών της.

 

Στις 16.03.2013 επήλθε στο Eurogroup πολιτική συμφωνία (Τεκμήριο 44) η οποία περιλάμβανε την παροχή χρηματοδότησης και τη λήψη μέτρων από την Εναγόμενη 3 για άντληση πόρων από εσωτερικές πηγές, περιλαμβανομένου ενός «one off stability levy» επί όλων των καταθέσεων σε όλες τις τράπεζες με σκοπό τη συγκέντρωση των απαιτούμενων κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου. Σχετικό νομοσχέδιο που προωθήθηκε από την κυβέρνηση απορρίφθηκε στις 19.03.2013 από τη Βουλή.

 

Στις 21.03.2013, το Δ.Σ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε ότι θα επέτρεπε τη συνέχιση παροχής ELA μέχρι τις 25.03.2013 και η περαιτέρω παροχή ELA θα εξεταζόταν μόνο υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής προγράμματος οικονομικής προσαρμογής με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μετά την εν λόγω απόφαση κατέστη ορατός ο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, αλλά και της πλήρους αποσταθεροποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος, με καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία και τη χώρα. Υπό το φως των πιο πάνω δυσμενών εξελίξεων ψηφίστηκε ο Ν.17(Ι)/2013 στις 22.03.2013 και στις 25.03.2013 επιτεύχθηκε στο Eurogroup νέα πολιτική συμφωνία (Τεκμήριο 45). Η νέα πολιτική συμφωνία προνοούσε, ανάμεσα σε άλλα, ότι η Λαϊκή θα τίθετο άμεσα σε εξυγίανση με πλήρη συνεισφορά των μετόχων, ομολογιούχων και ανασφάλιστων καταθετών της. Επίσης, σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Τεκμηρίου 30, απαγορευόταν η χρήση των €10 δις για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου.

 

Στις 24.03.2013 η Μονάδα Εξυγίανσης ετοίμασε έκθεση αξιολόγησης σύμφωνα με την οποία ικανοποιούνταν και οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 6 του Ν.17(Ι)/2013 για την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης στη Λαϊκή (Τεκμήριο 41).

 

Η λήψη μέτρων εξυγίανσης αντί της εκκαθάρισης, που ήταν η μοναδική αναμενόμενη υπό τις περιστάσεις εξέλιξη, κρίθηκε ότι ήταν αναγκαία για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση εκκαθάρισης θα έπρεπε να αποζημιωθούν άμεσα όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις με συνολικό κόστος περί τα €7,5 δις (Τεκμήριο 107), πράγμα το οποίο ήταν αδύνατο. Περαιτέρω, θα καθίστατο άμεσα οφειλόμενο το ποσό που έλαβε η Λαϊκή ως ELA και η Εναγόμενη 2 για σκοπούς είσπραξης του ποσού θα χρησιμοποιούσε τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής που είχαν δοθεί ως εξασφάλιση. Άμεση συνέπεια τούτου θα ήταν, ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν θα βρίσκονταν στη διάθεση του εκκαθαριστή προς ικανοποίηση των λοιπών πιστωτών. Επίσης, εκατοντάδες χιλιάδες πελατών της Λαϊκής θα έχαναν την πρόσβαση στα χρήματά τους και σε τραπεζικές υπηρεσίες. Επιπλέον, χιλιάδες εργαζόμενοι της Λαϊκής θα βρίσκονταν στην ανεργία και η Δημοκρατία θα περιερχόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση με καταστροφικές συνέπειες για τους καταθέτες και πιστωτές των τραπεζών και το κοινωνικό σύνολο.

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω, με την εξυγίανση η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου, έγινε στη βάση της εύλογης αξίας τους σύμφωνα με την έκθεση αποτίμησης από τον ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο KPMG LLP UK (Τεκμήριο 106). Εάν η Λαϊκή οδηγούνταν σε εκκαθάριση, τα περιουσιακά της στοιχεία θα πωλούνταν στη βάση της ρευστοποιήσιμης αξίας η οποία, υπό τις πιεστικές συνθήκες εκκαθάρισης, είναι αβέβαιη και η τιμή πολύ χαμηλότερη της εύλογης αξίας.

 

Οι καταστροφικές συνέπειες που θα επέρχονταν σε περίπτωση εκκαθάρισης της Λαϊκής διαφαίνονται και στο σχέδιο αναδιάρθρωσης που ετοιμάστηκε για λογαριασμό της Λαϊκής από ανεξάρτητο ελεγκτικό οίκο. Το εν λόγω σχέδιο υποβλήθηκε στην τελική του μορφή στην Εναγόμενη 2, η οποία με τη σειρά της το προώθησε στο Υπουργείο Οικονομικών για να υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δέσμη Τεκμηρίου 108). Στο προαναφερόμενο σχέδιο εξετάζονται διάφορα εναλλακτικά σενάρια αναδιάρθρωσης, περιλαμβανομένου και του σεναρίου της εκκαθάρισης, το οποίο ήταν το χειρότερο από όλα τα υπόλοιπα σενάρια.  

 

Σημαντικό, επίσης, πλεονέκτημα των μέτρων εξυγίανσης, ήταν ότι με αυτά οι πιστωτικές διευκολύνσεις συνέχισαν να παρέχονται και τα φυσικά και νομικά πρόσωπα είχαν πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Αντιθέτως, στην περίπτωση της εκκαθάρισης δεν θα υπήρχαν οι πιο πάνω δυνατότητες.

 

Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι το σχέδιο Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξυγίανση των τραπεζών εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2012 και στηρίχθηκε στις αρχές που τέθηκαν από τον διεθνή οργανισμό «Financial Stability Board», στον οποίο μετέχουν οι Κεντρικές Τράπεζες των 20 μεγαλύτερων χωρών και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αρχικό προσχέδιο νόμου ετοιμάστηκε από την Εναγόμενη 2 τον Ιούνιο του 2012 και στηριζόταν στα διεθνή πρότυπα που αναπτύχθηκαν από το «Financial Stability Board». Σε εκείνο το νομοσχέδιο δεν υπήρχε πρόνοια για συνεισφορά των ανεξασφάλιστων καταθετών στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η σχετική πρόνοια περιλήφθηκε στη συνέχεια, λόγω απαίτησης της Τρόικα, η οποία ζήτησε όπως το νομοσχέδιο βασίζεται στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θέσπιση Οδηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και η οποία περιλάμβανε το μέτρο της διάσωσης με ίδια μέσα. Το νέο σχέδιο νόμου άρχισε να ετοιμάζεται τον Ιούλιο του 2012 με την τεχνική υποστήριξη της Τρόικα και ολοκληρώθηκε αρχές Ιανουαρίου του 2013, οπότε και στάλθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών.

 

Το προκαταρκτικό μνημόνιο – Τεκμήριο 30, δεν κατέστη τελική συμφωνία, διότι μετά την έκθεση της PIMCO, οι διεθνείς δανειστές άλλαξαν στάση. Συγκεκριμένα κατά το Eurogroup της 16.03.2013, οι κυπριακές αρχές ενημερώθηκαν για πρώτη φορά ότι το δάνειο δεν θα υπερέβαινε τα €10 δις και ότι τα υπόλοιπα χρήματα που χρειάζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα έπρεπε να εξευρεθούν με άλλους τρόπους. Ακόμα και τότε, όμως, δεν έγινε αναφορά σε «κούρεμα» καταθέσεων. Ο Μ.Υ.1 (2) διαφώνησε με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγόντων, ότι η Εναγόμενη 2 γνώριζε από την ημερομηνία κατάρτισης του Τεκμηρίου 30, ότι το δάνειο που θα παραχωρούνταν δεν θα ξεπερνούσε τα €10 δις.

 

Οι εκθέσεις του οίκου Moodys (Τεκμήριο 48) δημοσιεύονταν στα ΜΜΕ και ήταν σε γνώση της Εναγόμενης 2. Στις εκθέσεις των Moodys δεν γίνεται λόγος για «κούρεμα» καταθέσεων. Ακόμα και στην ανακοίνωση με την οποία σχολιάζεται το επίμαχο δημοσίευμα των FT, οι Moodys θεωρούν ότι ήταν απομακρυσμένη ή ότι δεν υπήρχε πιθανότητα εφαρμογής του μέτρου της συνεισφοράς των πιστωτών στην ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου.

 

Η επιλογή της εκκαθάρισης αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης στο σχέδιο αναδιάρθρωσης που παρουσίασε η Λαϊκή κατ’ εφαρμογή των προνοιών της Κ.Δ.Π. 182/2012 (Τεκμήριο 100). Συγκεκριμένα, η KPMG που ετοίμασε τη σχετική έρευνα εξέτασε το ενδεχόμενο εκκαθάρισης, τόσο στη συνοπτική έκθεση του Ιουλίου 2012 (Τεκμήριο 109), όσο και στο τελικό σχέδιο του Μαρτίου του 2013 (Τεκμήριο 108). Αποτελούσε τη χειρότερη επιλογή, αφού τον Ιούλιο του 2012 η επίπτωση στα κεφάλαια της τράπεζας θα ήταν €15 δις, ενώ τον Μάρτιο του 2013 αυξήθηκε σε €18 δις. Όσο μεγαλύτερη είναι η επίπτωση στα κεφάλαια, τόσο δυσμενέστερο είναι το σενάριο για τα συμφέροντα των πιστωτών.

 

Στα Τεκμήρια 41 – 43, περιλαμβάνεται εκτίμηση της Εναγόμενης 2 για τη θέση στην οποία θα βρίσκονταν οι καταθέτες σε περίπτωση που επιλεγόταν η εκκαθάριση αντί της εξυγίανσης. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά στην αδυναμία του κράτους να παρέχει στήριξη στη Λαϊκή χωρίς τη συμφωνία με την Τρόικα, καθώς και για το ύψος των ασφαλισμένων καταθέσεων που θα καλείτο το κράτος να αποζημιώσει, χωρίς να υπάρχει τη δεδομένη στιγμή τέτοια δυνατότητα εκ μέρους του.

 

Η εκκαθάριση μίας τράπεζας του μεγέθους της Λαϊκής αποτελεί εφιαλτικό σενάριο. Οι εργασίες της τράπεζας θα σταματούσαν, οι λογαριασμοί και τα περιουσιακά στοιχεία θα παρέμεναν αδρανή. Αυτό θα είχε άμεση επίδραση στους καταθέτες, καθώς δεν θα είχαν πρόσβαση στα χρήματά τους. Ο δε εκκαθαριστής, όταν θα διοριζόταν, θα προχωρούσε στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων ένα προς ένα. Αντιθέτως, με το μέτρο εξυγίανσης που εφαρμόστηκε στη Λαϊκή, ήτοι την πώληση των εργασιών της στην Τράπεζα Κύπρου, η Λαϊκή πωλήθηκε ως δρώσα οικονομική μονάδα και το 98% των καταθετών της δεν υπέστηκαν οποιαδήποτε επίπτωση.

 

Κατά τις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα, πριν τη σύναψη του προκαταρκτικού μνημονίου, ουδέποτε τέθηκε θέμα από τους δανειστές ότι η δανειακή σύμβαση θα εξαρτάτο από το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, όπως αυτό θα προέκυπτε από την έκθεση της PIMCO. Η έκθεση της PIMCO, η οποία κάλυπτε την τριετία 01.07.2012 – 30.06.2015, σκοπό είχε να διαγνώσει τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, ώστε να καθοριστεί επακριβώς το ποσό που θα χρειαζόταν η κάθε τράπεζα. Η έκθεση κατέδειξε, ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών ήταν περί τα €9 δις με βάση το δυσμενές σενάριο.

Ο Μ.Υ.2(2) υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης την οποία κατέθεσε ως Έγγραφο Θ. Συνοψίζοντας την 26 σελίδων γραπτή δήλωση του αναφέρει ότι εργάζεται στη Διεύθυνση Ρύθμισης και Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων και από το 2020 ασκεί καθήκοντα βοηθού Διευθυντή και είναι επικεφαλής του Τμήματος Σημαντικών και Λιγότερο Σημαντικών Ιδρυμάτων το οποίο έχει την ευθύνη για την εποπτεία όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Κύπρο.

 

Η Εναγόμενη 2 στα πλαίσια των εποπτικών της αρμοδιοτήτων θέτει το ρυθμιστικό και νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να λειτουργούν τα πιστωτικά ιδρύματα και ελέγχει κατά πόσο αυτά συμμορφώνονται με το προαναφερόμενο ρυθμιστικό και νομοθετικό πλαίσιο.

 

Την περίοδο 2008 ‑ 2012 η Εναγόμενη 2, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων προχώρησε σε διάφορες ενέργειες σε σχέση με τη Λαϊκή. Συγκεκριμένα, στις 19.02.2008 η Εναγόμενη 2 με επιστολή της στη Λαϊκή (Τεκμήριο 57) επισήμανε στην τελευταία ότι εκ πρώτης όψεως παρέλειψε να εφαρμόσει πρόνοιες της Οδηγίας για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων. Ακολούθως, στις 25.07.2008, ενημέρωσε τη Λαϊκή ότι κατά την περίοδο 13 ‑ 17.10.2008 θα πραγματοποιούσε επιτόπιο έλεγχο στην Marfin Egnatia Bank S.A (στο εξής «ΜΕΒ») η οποία ήταν θυγατρική της Λαϊκής στην Ελλάδα. Οι λειτουργοί της Εναγόμενης 2 οι οποίοι μετέβηκαν στην Ελλάδα για τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου δεν έτυχαν ορθής αντιμετώπισης, καθώς η διεύθυνση της ΜΕΒ αρνήθηκε να τους επιτρέψει πρόσβαση στα βιβλία και στοιχεία της Τράπεζας ισχυριζόμενη ότι την ευθύνη για την εποπτεία της σε ατομική βάση είχε η Τράπεζα της Ελλάδος. Τον Μάρτη του 2009 προγραμματίστηκε νέος επιτόπιος έλεγχος από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος, έτσι ώστε να αποφευχθούν οποιαδήποτε προσκόμματα εκ μέρους της ΜΕΒ. Μετά τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου ετοιμάστηκε από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικό πόρισμα ημερομηνίας 06.07.2009 (δέσμη Τεκμηρίου 112). Επιτόπιος έλεγχος διεξήχθη και τον Ιούνιο του 2011 στη ΜΕΒ, τα αποτελέσματα του οποίου καταγράφηκαν σε νέο πόρισμα ημερομηνίας 24.08.2011 (δέσμη Τεκμηρίου 113). 

 

Περαιτέρω, η Εναγόμενη 2, μέσα στο πλαίσιο άσκησης των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, διενεργούσε ετησίως την εποπτική αξιολόγηση γνωστή ως «SREP» (Supervisory Review and Evaluation Process). Η αξιολόγηση SREP περιλάμβανε και άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test). Κατά την αξιολόγηση που διενεργήθηκε για το έτος 2009 και αφού λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματά της, η Εναγόμενη 2 απαίτησε από τη Λαϊκή να διατηρεί ελάχιστο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας ύψους 11%. Αυτό παρά το ότι, σύμφωνα με την Οδηγία για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων, το ελάχιστο ποσοστό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που όφειλαν να τηρούν οι τράπεζες ήταν 8%.

 

Ο ελάχιστος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 11,35%, μετά την αξιολόγηση SREP για το έτος 2010. Για τον πιο πάνω υπολογισμό  η Εναγόμενη 2 έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, την κεφαλαιακή ανάγκη σε σχέση με την επένδυση της Λαϊκής σε ΟΕΔ. Αξιολόγηση SREP διενεργήθηκε και για το έτος 2011. Ως αποτέλεσμα των προβλημάτων που εντοπίστηκαν κατά τους επιτόπιους ελέγχους που διενήργησε η Εναγόμενη 2 στη ΜΕΒ και στη Λαϊκή Κύπρου, η Εναγόμενη 2 επέβαλε στη Λαϊκή την τήρηση ελάχιστου δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της τάξης του 15,86%. Σε αυτό το ποσοστό περιλαμβανόταν, επίσης, η ανάγκη διατήρησης κεφαλαίων για συμμόρφωση της Λαϊκής με την απαίτηση του Τεκμηρίου 99 για τήρηση δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%.

 

Η Εναγόμενη 2 δεν είχε εξουσία να σταματήσει τη Λαϊκή από την αγορά ΟΕΔ ή ομολόγων οποιασδήποτε άλλης χώρας. Εν πάση περιπτώσει, κατά τον χρόνο αγοράς των ΟΕΔ από τη Λαϊκή, τα πλείστα εκ των οποίων αγοράστηκαν τον Μάρτη του 2009 από την ΜΕΒ, αυτά δεν θεωρούνταν αυξημένου κινδύνου. Κατά τον χρόνο αγοράς των ΟΕΔ, η Ελλάδα κατατασσόταν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης σε επενδυτικές βαθμίδες.

 

Κατά τον χρόνο αγοράς των ΟΕΔ από τη Λαϊκή δεν μπορούσε να προβλεφθεί «κούρεμά» τους, αφού κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ προηγουμένως σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά ταύτα, η Εναγόμενη 2 κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων σε σχέση με την επένδυση της Λαϊκής σε ΟΕΔ και ειδικότερα κατά τον επιτόπιο έλεγχο της στη ΜΕΒ τον Μάρτιο του 2009 διαπίστωσε αριθμό σημαντικών παραλείψεων και κενών στις διαδικασίες που ακολουθούσε η ΜΕΒ και οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην τελευταία με το πόρισμα ‑ δέσμη Τεκμηρίου 112. Επιπροσθέτως, με τα Τεκμήρια 83 και 84 ζήτησε, αφενός, απ' όλες τις τράπεζες όπως της παρέχουν ανάλυση του χαρτοφυλακίου κρατικών ομολόγων που διατηρούσαν και, αφετέρου, όπως την ενημερώσουν για τη στρατηγική που ακολουθούν σε σχέση με τα ΟΕΔ, καθώς και για τα συγκεκριμένα μέτρα που λάμβαναν για αντιμετώπιση των κινδύνων από τις τοποθετήσεις τους σε ομόλογα.

 

Το τελικό ποσό της ζημιάς που υπέστη η Λαϊκή από την απομείωση των ΟΕΔ ήταν κατά πολύ ψηλότερο από αυτό που αναμενόταν με βάση τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκε το 2011 από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η απομείωση των ΟΕΔ που υπέστη η Λαϊκή έφτασε το 76%, δηλαδή €2,3 δις.

 

Η Εναγόμενη 2 παρακολουθούσε και τους δείκτες ρευστότητας του Ομίλου της Λαϊκής λαμβάνοντας ιδιαίτερα αυστηρά και πρωτοφανή μέτρα τόσο σε τοπικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκεκριμένα, η Εναγόμενη 2 επέβαλε στη Λαϊκή την υποχρέωση να υποβάλλει τη θέση ρευστότητάς της, αρχικώς, κάθε δύο εβδομάδες και στη συνέχεια καθημερινά. Επίσης, η Λαϊκή όφειλε να υποβάλλει εβδομαδιαίο προϋπολογισμό ρευστότητας, καθώς και να ετοιμάσει σχέδιο χρηματοδότησης ρευστότητας. Μετά την παραχώρηση ELA και αφότου αυτή ανήλθε κατά το τέλος Οκτωβρίου 2011 στο ποσό των €2,5 δις, η Εναγόμενη 2 με επιστολή της προς τη Λαϊκή (Τεκμήριο 64) προειδοποίησε την τελευταία για τη λήψη μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν.66(Ι)/97. Η Εναγόμενη 2 με την επιστολή της ‑ Τεκμήριο 66 επέβαλε πολύ αυστηρά περιοριστικά μέτρα στη Λαϊκή τα οποία, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν την απαγόρευση παραχώρησης νέων δανείων, την απαγόρευση απελευθέρωσης εξασφαλίσεων και την απαγόρευση διενέργειας επενδύσεων χωρίς την εκ των προτέρων έγκριση της Εναγόμενης 2. Λόγω της επιδείνωσης της ρευστότητας του Ομίλου της Λαϊκής, η Εναγόμενη 2 προειδοποίησε εκ νέου τη Λαϊκή με επιπρόσθετα μέτρα δυνάμει και πάλι του άρθρου 30 του N.66(I)/97. Τέτοια μέτρα λήφθηκαν με την επιστολή της Εναγόμενης 2 ημερ. 29.11.2011 (Τεκμήριο 70) με την οποία απαιτήθηκε η άμεση απομάκρυνση του τότε Διευθύνοντα Συμβούλου της Λαϊκής, αφού κρίθηκε ότι η διεύθυνση της Λαϊκής δεν λάμβανε τα μέτρα που όφειλε να λάβει.

 

Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας που να επιβάλλει όπως το μέγεθος του τραπεζικού τομέα μιας χώρας τελεί σε συνάρτηση με το ΑΕΠ της συγκεκριμένης χώρας. Το μέγεθος μιας τράπεζας θα πρέπει να εξετάζεται με αναφορά στους κινδύνους που αναλαμβάνει η τράπεζα και τα κεφάλαια που διαθέτει για αντιμετώπισή τους, ανεξαρτήτως του μεγέθους του ΑΕΠ.

 

Στη δια ζώσης μαρτυρία του επεξήγησε το Τεκμήριο 82 λέγοντας, ότι οι τιμές των ΟΕΔ κατά τον Μάρτιο του 2009, όταν και αγοράστηκε το μεγαλύτερο ποσοστό τους από την Λαϊκή, αλλά και κατά τον Φεβρουάριο του 2010 όταν αγοράστηκε το υπόλοιπο μικρότερο ποσοστό, ήταν πολύ κοντά στην αρχική τιμή έκδοσής τους, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι κατά τον χρόνο αγοράς τους ήταν χαμηλού κινδύνου. Οι τιμές των ΟΕΔ μειώθηκαν και οι αποδόσεις τους αυξήθηκαν μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2010, οπότε και κατέστησαν αυξημένου κινδύνου.

 

Η συμμετοχή στην απομείωση των ΟΕΔ δεν κατέστη υποχρεωτική με την συμφωνία των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στις 26.10.2011, αλλά αργότερα. Συγκεκριμένα, στις 23.02.2012, όταν η ελληνική κυβέρνηση, λόγω του ότι η διαπραγμάτευση με τους ιδιώτες επενδυτές ήταν ατέρμονη, με νομοθετική πράξη εισήγαγε πρόνοια σύμφωνα με την οποία εάν το 50% των πιστωτών συμφωνούσαν για την μετατροπή των ομολόγων, τότε αυτή θα καθίστατο υποχρεωτική στο σύνολο των ομολόγων.

 

Aντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι ευθύνη των εποπτικών αρχών είναι να παρακολουθούν κατά πόσο τα πιστωτικά ιδρύματα ενεργούν εντός του σχετικού νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου και στις περιπτώσεις που υπάρχει παράβαση να επέμβουν. Το σημαντικότερο εποπτικό εργαλείο που διαθέτει η Εναγόμενη 2 για την υλοποίηση της αποστολής της είναι τα κεφάλαια και συγκεκριμένα η διατήρηση αυξημένων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας.

 

Διαφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγόντων, ότι η Εναγόμενη 2 περιορίστηκε μόνο στην αποστολή επιστολών προς τη Λαϊκή μέσω των οποίων κατέγραψε προβλήματα χωρίς, όμως, να παρακολουθεί στη συνέχεια κατά πόσο λαμβάνονταν από την τελευταία μέτρα προς επίλυση και αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρατηρούνταν. Η Εναγόμενη 2, πέραν των επιστολών και εγκυκλίων, διενήργησε επιτόπιους ελέγχους και εξέδωσε πορίσματα καλώντας τη Λαϊκή να λάβει διορθωτικά μέτρα προς τον σκοπό βελτίωσης των διαδικασιών που ακολουθούσε. Περαιτέρω, επέβαλε στη Λαϊκή τη λήψη αυξημένων προβλέψεων σε σχέση με το δανειακό χαρτοφυλάκιο της και την τήρηση αυξημένων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας. Επιπροσθέτως, ζήτησε την παρουσίαση σχεδίου ανακεφαλαιοποίησης και ακολούθως, ως κλιμάκωση των ενεργειών της, χρησιμοποίησε τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 30 του Ν.66(Ι)/97 το οποίο εφαρμόζεται σπάνια και σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις. Παρά τους πολύ αυστηρούς ελέγχους που διενεργήθηκαν από την Εναγόμενη 2 στη Λαϊκή, η τελευταία οδηγήθηκε τελικά στη λήψη μέτρων εξυγίανσης λόγω του απρόβλεπτου γεγονότος του «κουρέματος» των ΟΕΔ. Αν δεν επιβαλλόταν «κούρεμα» των ΟΕΔ, τότε η Λαϊκή δεν θα αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα, καθώς τα κεφάλαια που ήταν υποχρεωμένη από την Εναγόμενη 2 να τηρεί και όντως τηρούσε ήταν επαρκή για τους κινδύνους που αντιμετώπιζε.

 

Μετά την κρίση χρέους στην Ελλάδα και την ένταξή της σε μνημόνιο το δεύτερο εξάμηνο του 2010, η Εναγόμενη 2 έλαβε μέτρα σε σχέση με τους ενδεχόμενους κινδύνους που μπορούσε να αντιμετωπίσει η Λαϊκή. Συγκεκριμένα, οι απαιτήσεις για τήρηση αυξημένης κεφαλαιακής επάρκειας επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, και λόγω της επένδυσης της Λαϊκής σε ΟΕΔ. Διαφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγόντων, ότι μετά τη διαπίστωση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και την έναρξη συζητήσεων για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των ΟΕΔ, η Εναγόμενη 2 όφειλε να επέμβει και να ζητήσει από τη Λαϊκή να προχωρήσει στην πώλησή τους. Όταν ξεκίνησε η συζήτηση για την άμβλυνση του ελληνικού χρέους τον Ιούλιο του 2011, γινόταν λόγος για ένα ποσοστό της τάξης του 21%. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 82, η τιμή του δεκαετούς ΟΕΔ την ίδια περίοδο ήταν 54,92. Επομένως, σε περίπτωση πώλησης η ζημία θα ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με το 21% το οποίο συζητείτο την εν λόγω περίοδο. Αργότερα, τον Οκτώβριο του 2011, δεν μπορούσαν να πωληθούν γιατί, ουσιαστικά, δεν υπήρχε αγορά. Επίσης, ουδείς μπορούσε να υπολογίσει ότι η απομείωση των ΟΕΔ θα έφθανε τελικά το 76% της αξίας τους.

 

Το stress test που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011 και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του εκδόθηκε στις 11.07.2011. Η εν λόγω άσκηση αφορούσε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και τα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, δεν υπήρχε κίνδυνος «κουρέματος» ομολόγων οποιασδήποτε χώρας. Η δε Λαϊκή πέρασε με επιτυχία την εν λόγω άσκηση.

 

Ο Μ.Υ.2(2) διαφώνησε με τη θέση του κ. Θεοφίλου, ότι η Εναγόμενη 2 γνωρίζοντας τα δημοσιονομικά προβλήματα της Δημοκρατίας θα έπρεπε από τον Μάρτιο του 2012 να συμβουλεύσει την τελευταία αντί για παροχή κρατικής στήριξης προς τη Λαϊκή, την οποία δεν ήταν σε θέση να παράσχει, να προσφύγει στο ΕΤΧΣ. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι τον Μάρτιο του 2012 υπήρχε ακόμη ενδιαφέρον από επενδυτές σε σχέση με την Λαϊκή.

 

Ο Μ.Υ.3(2) υιοθέτησε το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης – Έγγραφο Ι ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται σε αυτό, εργάζεται στην Εναγόμενη 2 από το 2005 και συγκεκριμένα στην Υπηρεσία Διαχείρισης Ενεργητικού. Από το 2011, λόγω της εξειδίκευσης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ενεργητικού, εμπλεκόταν στον χειρισμό των θεμάτων παροχής ELA σε σχέση κυρίως με την αποτίμηση εξασφαλίσεων υπό μορφή ομολόγων.

 

Η παροχή ELA προς ένα πιστωτικό ίδρυμα δίδεται κάτω από έκτακτες συνθήκες και συγκεκριμένα όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει και δεν μπορεί να εξασφαλίσει επαρκή ρευστότητα από άλλες χρηματοδοτικές πήγες για να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του. Η παροχή ELA δεν σχετίζεται και δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τα κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος και τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του. Περαιτέρω, η παροχή ELA έχει προσωρινό χαρακτήρα, χωρίς, ωστόσο, να τίθεται συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός. Αυτό, διότι αποτελεί κύριο εργαλείο στη διάθεση των Κεντρικών Τραπεζών προς διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.

 

Η αρμοδιότητα και εξουσία της Εναγόμενης 2 για παροχή δανεισμού προς τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένου του ELA, προνοείται στον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο, N.138(I)/2002. Επίσης, τον Ιανουάριο του 2011, το Δ.Σ. της Εναγόμενης 2 ενέκρινε το Πλαίσιο Πολιτικής της Εναγόμενης 2 για την παροχή ELA (Τεκμήριο 122). Επιπροσθέτως, η παροχή ELA από την Εναγόμενη 2 υπόκειται στις διαδικασίες ανταλλαγής πληροφοριών του Ευρωσυστήματος και σε άλλες σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στη βάση των προαναφερόμενων διαδικασιών, για την παροχή ELA στα κυπριακά πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης της Λαϊκής, υποβάλλονταν αιτήματα του Διοικητή της Εναγόμενης 2 για εξασφάλιση μη ένστασης από το Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

Η απόφαση της Εναγόμενης 2 για παροχή ELA στη Λαϊκή προϋπόθετε την αξιολόγηση της τελευταίας ως υψηλής συστημικής σημασίας, ως φερέγγυας και ως κατόχου επαρκών εξασφαλίσεων οι οποίες θα παραχωρούνταν προς την Εναγόμενη 2 έναντι της παροχής ELA. Επιπροσθέτως, ο Διοικητής της Εναγόμενης 2 θα έπρεπε να εξασφαλίζει τη μη ένσταση του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την παροχή ELA στη Λαϊκή.

 

Η Λαϊκή ζήτησε για πρώτη φορά ELA στις 27.09.2011, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης απώλειας καταθέσεων, κυρίως στην Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό στην Κύπρο, σε συνδυασμό με τη μείωση της ρευστότητας που αντλούσε μέσω των πιστοδοτικών πράξεων νομισματικής πολιτικής.

 

Η παροχή ELA αντικαθιστά άλλες πηγές χρηματοδότησης από τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα λάμβανε προηγουμένως ρευστότητα. Επομένως, δεν χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση νέων δραστηριοτήτων και ως εκ τούτου δεν οδηγεί σε αύξηση του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων.

 

Η φερεγγυότητα της Λαϊκής τύγχανε θετικής αξιολόγησης από το Τμήμα Εποπτείας της Εναγόμενης 2 και από το Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφού σε 39 αιτήματα του Διοικητή της Εναγόμενης 2 για παροχή ELA δόθηκε η απαιτούμενη μη ένσταση. Η θέση του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άλλαξε στις 21.03.2013 (Τεκμήριο 54).

 

Η Εναγόμενη 2, ως εξασφαλίσεις για την παροχή ELA στη Λαϊκή, αποδέχτηκε τρεις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής, ήτοι ομόλογα, δάνεια και ακίνητη περιουσία. Οι εξασφαλίσεις που χρησιμοποιήθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια της παροχής ELA ήταν συγκεκριμένες, σταθερές και επαρκείς και η διαδικασία εκχώρησης τους προς όφελος της Εναγόμενης 2 προϋπόθετε την υπογραφή των κατάλληλων νομικών εγγράφων.

 

Στην Κύπρο κυριάρχησε μια έντονα λανθασμένη εντύπωση ως προς τον σκοπό παροχής ELA. Συγκεκριμένα, η έλλειψη ρευστότητας ενός πιστωτικού ιδρύματος λανθασμένα θεωρούνταν ως ένδειξη αφερεγγυότητας και αντιστρόφως. Η παροχή ELA βοηθούσε στην ομαλή αναδιάρθρωση και απομόχλευση του ισολογισμού της Λαϊκής με στόχο την επαναφορά της σε συνθήκες ομαλότητας το συντομότερο δυνατό.

 

Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι η εμπλοκή του κατά τα έτη 2011‑ 2013 στην παραχώρηση ELA αφορούσε την αξιολόγηση των εξασφαλίσεων και ειδικότερα την αξιολόγηση των ομολόγων. Στα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρούσε η Λαϊκή ως εξασφάλιση για την παραχώρηση ELA εφαρμόζονταν συντηρητικές τιμές. Για παράδειγμα, η ονομαστική αξία των περιουσιακών στοιχείων που είχαν παραχωρηθεί μέχρι τις 16.03.2013 ως εξασφάλιση ήταν περί τα €17,5 δις και η αποδιδόμενη αξία από την Εναγόμενη 2 ήταν περί τα €9,5 δις.

 

Η φερεγγυότητα ενός τραπεζικού ιδρύματος για παροχή ELA έχει δύο πτυχές. Η μία πτυχή είναι η στατική και αφορά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας τη δεδομένη χρονική στιγμή που υποβάλλεται αίτημα για παροχή ELA. Η δεύτερη πτυχή αφορά την προοπτική επίτευξης κεφαλαιακής επάρκειας και εξετάζεται στις περιπτώσεις που οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκονται κάτω από το επιτρεπτό όριο. Στην περίπτωση της Λαϊκής από τον Σεπτέμβρη του 2011, χρόνο κατά τον οποίο αιτήθηκε για πρώτη φορά την παροχή ELA, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2012 οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ήταν ικανοποιητικοί για την παροχή ELA. Από τον Φεβρουάριο του 2012, χρόνος κατά τον οποίο οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της Λαϊκής βρίσκονταν κάτω του επιτρεπτού ορίου, γινόταν αξιολόγηση της προοπτικής επίτευξης της απαιτούμενης κεφαλαιακής επάρκειας. Η αξιολόγηση ήταν θετική, τόσο από την Εναγόμενη 2, όσο και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

 

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραχώρησε έγκριση για την παροχή ELA στη Λαϊκή μέχρι τις 21.03.2013, διότι μεσολάβησε η απόρριψη από τη Βουλή της πολιτικής συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Eurogroup στις 16.03.2013. Συνεπώς, δεν υπήρχε πλέον προοπτική επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν η Λαϊκή και η Τράπεζα Κύπρου.

 

Εν κατακλείδι, ο Μ.Υ.3(2) επισήμανε, ότι αυτό το οποίο εξεταζόταν δεν ήταν κατά πόσο υπήρχε βεβαιότητα, αλλά κατά πόσο υπήρχε αξιόπιστη προοπτική ανακεφαλαιοποίησης.

 

Ο Μ.Υ.1(3) είναι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών. Υιοθέτησε ως την κυρίως εξέταση του, το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσης – Έγγραφο ΙΑ. Θα επιχειρήσω, στις επόμενες παραγράφους, να συνοψίσω το Έγγραφο ΙΑ.

 

Το Συμβούλιο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωζώνης αποφάσισε στις 21.07.2011, κατόπιν των έντονων θέσεων της Γερμανίας και άλλων χωρών, όπως εμπλακεί ο ιδιωτικός τομέας στο σχέδιο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Οι ιδιώτες επενδυτές, των οποίων η συμμετοχή θα ήταν εθελοντική, με τη συνεισφορά τους θα υπόκειντο αρχικά σε απομείωση της αξίας των ομολόγων τους σε ποσοστό περίπου 21%. Μετά από αυτή την εξέλιξη το Υπουργείο Οικονομικών συγκάλεσε αριθμό συσκέψεων με τις εμπλεκόμενες τράπεζες, ελεγκτικούς οίκους και τον Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου για ανταλλαγή απόψεων επί του θέματος. Επιπροσθέτως, το Υπουργείο ετοίμασε σημειώματα στα οποία γινόταν αναφορά ως προς το πόσο κρίσιμες θα μπορούσε να ήταν οι επιπτώσεις στις δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες.

 

Οι τράπεζες ήταν σε απευθείας διαβουλεύσεις με το Διεθνές Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικής και το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών για τη συζήτηση των όρων εμπλοκής τους. Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι ενδεχόμενη αποτυχία της εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα και πτώχευση της Ελλάδος θα είχε δυσμενέστερες επιπτώσεις στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα.

 

Η απόφαση για την απομείωση των ΟΕΔ, η οποία καταγράφηκε σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής τον Οκτώβριο του 2011 και συγκεκριμενοποιήθηκε περαιτέρω σε επίπεδο Eurogroup τον Φεβρουάριο του 2012 τροχοδρόμησε καθοριστικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα της Κύπρου. Ειδικότερα, η Λαϊκή υπέστη ζημιά περί τα €2,4 δις και η Τράπεζα Κύπρου περί τα €1,9 δις. Ταυτόχρονα, το κράτος αντιμετώπιζε δημοσιονομικά προβλήματα. Μάλιστα, αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές από τα μέσα του 2011 ενόψει των συνεχών υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής του ικανότητας από τους οίκους αξιολόγησης λόγω της έκθεσης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, τόσο σε κρατικά ομόλογα, όσο και σε δανειακό χαρτοφυλάκιο.

 

Στη βάση αυτών των δεδομένων, η Δημοκρατία απευθύνθηκε τον Ιούνιο του 2012 στην Τρόικα για οικονομική βοήθεια προς αντιμετώπιση των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και χρηματοδότησης των δημόσιων οικονομικών. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο προκαταρκτικό μνημόνιο συναντίληψης – Τεκμήριο 30. Κατά τις διαπραγματεύσεις οι εκπρόσωποι της Τρόικα κατέστησαν σαφές, ότι οι τελικοί όροι του προγράμματος δεν θα οριστικοποιούνταν μέχρι την ολοκλήρωση της έκθεσης του οίκου PIMCO, η οποία αποσκοπούσε στον προσδιορισμό των κεφαλαιακών αναγκών ανά τράπεζα προκειμένου να καταδειχθεί κατά πόσο οι τράπεζες ήταν βιώσιμες και επιλέξιμες για κρατική ενίσχυση μέσω εισφοράς κεφαλαίου ή όχι. Επίσης, οι εκπρόσωποι της Τρόικα τόνισαν, ότι οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις θα έπρεπε να ισχύσουν για οποιαδήποτε οικονομική στήριξη προς τις τράπεζες. Επομένως, ήταν κατανοητό, ότι οποιαδήποτε τράπεζα λάμβανε δημόσια βοήθεια, οι μέτοχοι και κάτοχοι ομολόγων της θα έπρεπε να αναλάβουν τις ζημιές από τη συμμετοχή τους στα ίδια κεφάλαια και ομόλογα.

 

Μετά τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων της PIMCO και τη διενέργεια των εκλογών στην Κύπρο, πραγματοποιήθηκε στις 04.03.2013 συνάντηση του Eurogroup στην οποία συμμετείχε η νέα κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Σε αυτή τη συνάντηση, η Τρόικα, ενόψει της πολύ μεγάλης έλλειψης κεφαλαίων της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, αποφάσισε ότι δεν ήταν πρόθυμη να παράσχει στην Κύπρο χρηματοδότηση στο απαιτούμενο επίπεδο για να καλύψει το κεφαλαιακό έλλειμμα. Ο τότε Υπουργός Οικονομικών ενημέρωσε, ότι θα έπρεπε να συζητήσει το όλο θέμα με τον ΠτΔ.

 

Με την επιστροφή της κυπριακής αποστολής στην Κύπρο, άρχισε η επεξεργασία πιθανών εναλλακτικών σεναρίων. Ο ΠτΔ συναντήθηκε, εν τω μεταξύ, με την Καγκελάριο της Γερμανίας σε μία προσπάθεια να αλλάξει τη θέση της Γερμανίας και της Τρόικα σε σχέση με τη χρηματοδότηση για τη διάσωση των τραπεζών. Η προσπάθεια δεν στέφθηκε με επιτυχία.

 

Οι εναλλακτικές λύσεις, ενόψει του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμες βιώσιμες πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης, επικεντρώθηκαν στη συγκέντρωση κεφαλαίων από εγχώριες πηγές. Ετοιμάστηκαν εκθέσεις προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με διάφορες πιθανές επιλογές, προκειμένου να καταδειχθεί, ότι η Κύπρος μπορούσε να εξυπηρετήσει ψηλότερο επίπεδο δημόσιου χρέους. Ανάμεσα στα σενάρια που εξετάστηκαν ήταν και η επιβολή τέλους επί των καταθέσεων, παρά την ανησυχία του Υπουργείου Οικονομικών ότι με την επιβολή τέλους επί των καταθέσεων θα μπορούσαν να προκληθούν μαζικές αναλήψεις καταθέσεων. Το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε, εντέλει, να προτείνει την επιβολή τέλους επί των τόκων στο σύνολο των καταθέσεων των κυπριακών τραπεζών.

 

Στις 15.03.2013 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Eurogroup για να συζητηθεί το πρόγραμμα προσαρμογής για την Κύπρο. Η Τρόικα θεώρησε ότι η επιβολή τέλους επί των τόκων δεν θα συγκέντρωνε επαρκή κεφάλαια και ανέφερε ότι θα έπρεπε να απαιτηθεί εισφορά επί της αξίας των καταθέσεων. Παρά την ανησυχία της κυβέρνησης, η τελευταία κατέληξε σε πολιτική συμφωνία λόγω του κινδύνου άτακτης κατάρρευσης των τραπεζών. Ετοιμάστηκε προσχέδιο νομοσχεδίου το οποίο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή. Στις 19.03.2013, η Βουλή απέρριψε το προαναφερόμενο νομοσχέδιο. Μετά την απόρριψη, η κυβέρνηση συνέχισε τις συζητήσεις με την Τρόικα για τους όρους του προγράμματος προσαρμογής.

 

Στις 21.03.2013, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε, ότι η παροχή ELA θα συνέχιζε μόνο εάν ένα αποδεκτό πρόγραμμα στήριξης εφαρμοζόταν μέχρι τις 25.03.2013.

 

Οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα συνεχίστηκαν και κορυφώθηκαν στη συνάντηση του Eurogroup στις 25.03.2013. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να αποκτήσει ένα πρόγραμμα που θα είχε ήπιο αντίκτυπο στους πιστωτές των τραπεζών και να αυξηθεί το ανώτατο όριο χρέους της Δημοκρατίας, δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Η αποδοχή των όρων της Τρόικα, με δεδομένο ότι δεν θα παρεχόταν ELA μετά τις 25.03.2013, ήταν αναπόφευκτη. Ως εκ των ανωτέρω, η κυβέρνηση αποδέχθηκε τους όρους της Τρόικα και κατέληξε σε νέα πολιτική συμφωνία. Σε διαφορετική περίπτωση ο τραπεζικός τομέας θα καταστρεφόταν ολοκληρωτικά, αφού τυχόν άτακτη κατάρρευση της Λαϊκής, λόγω της συστημικότητάς της, θα συμπαρέσυρε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα και θα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση χρεωκοπία του κράτους.

 

Η συμφωνία προέβλεπε, επίσης, την πώληση των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Το γενικό πλαίσιο και οι οικονομικοί όροι της πώλησης ετοιμάστηκαν και τέθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η επιλογή του αγοραστή έγινε από την Τράπεζα της Ελλάδος και δεν υπήρχε κανένα όφελος ή ζημιά στην κυπριακή πλευρά από την επιλογή του αγοραστή, αφού οι όροι της πώλησης είχαν συμφωνηθεί στο Eurogroup.

 

Με την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης επιτεύχθηκε η διατήρηση και συνέχιση προσφοράς των βασικών και κρίσιμων τραπεζικών εργασιών και προστατεύθηκαν πλήρως οι καταθέτες που θα αποζημιώνονταν από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων σε περίπτωση ενεργοποίησής του. Παράλληλα, αποφεύχθηκε το ενδεχόμενο χιλιάδες υπάλληλοι της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου να βρεθούν στην ανεργία. Επιπρόσθετα, κατόπιν συνεννόησης του Υπουργείου Οικονομικών, της Εναγόμενης 2 και της Τρόικα, αποφασίστηκε όπως συγκεκριμένες κατηγορίες καταθετών εξαιρεθούν από τα μέτρα εξυγίανσης προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.

 

Στη δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε, ότι υποβλήθηκε από μέρους της Δημοκρατίας ολοκληρωμένη πρόταση με πλειάδα μέτρων προς τον σκοπό αποφυγής της απομείωσης των καταθέσεων. Δυστυχώς, η εν λόγω πρόταση δεν έγινε αποδεκτή.

 

Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι το κόστος της εκκαθάρισης σε σύγκριση με τα μέτρα εξυγίανσης θα ήταν μεγαλύτερο κυρίως σε ό,τι αφορά τους καταθέτες της Λαϊκής. Αυτό, διότι θα εγκλωβίζονταν στη διαδικασία της εκκαθάρισης και δεν θα είχαν πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Αντιθέτως, με τα μέτρα εξυγίανσης όλοι οι καταθέτες, είτε εξασφαλισμένοι είτε όχι, είχαν από την πρώτη στιγμή πρόσβαση στις καταθέσεις τους μέχρι του ποσού των €100.000. Επιπροσθέτως, το κόστος της εκκαθάρισης θα ήταν μεγαλύτερο και για την ευρύτερη οικονομία, αφού θα προκαλούνταν αλυσιδωτές επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

 

Συμφώνησε με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγόντων, ότι το 2010 τέθηκαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου εισηγήσεις για λήψη μέτρων προς διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών. Τα εν λόγω μέτρα υποβλήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2010 και δεν έτυχαν της έγκρισης της κυβέρνησης. Στη συνέχεια, όμως, τον Αύγουστο του 2011 εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και ψηφίστηκε από τη Βουλή σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών. Η λήψη αυτών των μέτρων αναγνωρίστηκε και από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές και είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος εναντίον της Δημοκρατίας.

 

 

Μέχρι το 2013, η Δημοκρατία εξακολουθούσε να παρουσιάζει υπερβολικό έλλειμμα το οποίο διορθώθηκε το 2014. Συμφώνησε με τον κ. Θεοφίλου, ότι τα μέτρα που συμπεριλήφθηκαν στο μνημονιακό δάνειο συνέβαλαν στη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος και τη δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Διαφώνησε, ωστόσο, με τη θέση ότι τα μέτρα που η Δημοκρατία έλαβε το 2011 ουδόλως βοήθησαν στη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.

 

Τον Ιούλιο του 2011 ο τότε Διευθυντής του Γραφείου Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους υπέβαλε υπόμνημα προς τον τότε Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και τον Υπουργό Οικονομικών με το οποίο εισηγούνταν την προσφυγή της Δημοκρατίας στο ΕΤΧΣ για άντληση χρηματοδότησης προς τον σκοπό κάλυψης των αναγκών του κράτους. Αντί της υιοθέτησης της πιο πάνω εισήγησης, η Δημοκρατία κατέφυγε σε διμερή δανεισμό από τη Ρωσική Ομοσπονδία. 

 

Στις συσκέψεις που συγκλήθηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών, μετά την απόφαση απομείωσης των ΟΕΔ, δεν ήταν ακόμη γνωστή η ζημιά που θα προκαλούνταν στα κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα από την απομείωση των ΟΕΔ. Αυτό το οποίο έγινε κατά τις συσκέψεις, ήταν η ενημέρωση των τραπεζών έτσι ώστε να έχουν πλήρη εικόνα του πλαισίου συζητήσεων που διεξαγόταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να προχωρήσουν οι ίδιες οι τράπεζες στις ενέργειες που θεωρούσαν αναγκαίες προς αντιμετώπιση των επικείμενων προκλήσεων.

 

Η Σύνοδος της 26.10.2011 είχε ως επίκεντρο τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία ήδη βρισκόταν σε μακροοικονομικό πρόγραμμα προσαρμογής. Δεν υπήρχε περιθώριο συζήτησης για παροχή στήριξης του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα, αφ' ης στιγμής η Κύπρος κατά τον εν λόγω χρόνο δεν ήταν σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής.

 

Στις αρχές του 2012 οι κεφαλαιακές ανάγκες της Λαϊκής καθορίστηκαν στο ποσό των €1,971 δις από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών. Η κρατική στήριξη προς τη Λαϊκή ύψους €1,8 δις αποφασίστηκε με βάση τα δεδομένα του Μαΐου 2012, κατόπιν εκτίμησης από τους εξωτερικούς ελεγκτές της τράπεζας και την Εναγόμενη 2.

 

Η έκδοση του κρατικού ομολόγου των €1,8 δις προς όφελος της Λαϊκής, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Δημοκρατία αδυνατούσε να στηρίξει τον τραπεζικό τομέα. Άλλωστε, αμέσως μετά, η Δημοκρατία υπέβαλε το αίτημα για χρηματοοικονομική στήριξη. Η απόφαση για στήριξη της Λαϊκής, η οποία έτυχε της έγκρισης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λήφθηκε λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Η Λαϊκή ήταν συστημικό ίδρυμα και το κράτος όφειλε να ενεργήσει άμεσα παρέχοντας τη σχετική εγγύηση για να διαφυλάξει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας ευρύτερα.

 

Τα αποτελέσματα της έκθεσης της PIMCO έδειξαν ότι η Λαϊκή δεν ήταν βιώσιμη. Διαφώνησε με τον κ. Θεοφίλου, ότι αυτό το γεγονός καταδεικνύει ότι η Εναγόμενη 3 δεν μπορούσε να αναμένει την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής μέσω του μνημονιακού δανείου. Υπέδειξε, ότι ακόμη και μετά την απόφαση του Eurogroup ημερομηνίας 16.03.2013 προβλεπόταν η ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου με ίδιους πόρους, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται η χρηματοδότηση τους με μέρος του ποσού των €10 δις. Αυτή η δυνατότητα αποκλείστηκε, μόνο με την απόφαση του Eurogroup ημερομηνίας 25.03.2013.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή τους μάρτυρες κατά τη ζωντανή παρουσία τους στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με τη νομολογία στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, η δυνατότητα που είχαν οι μάρτυρες να παρακολουθήσουν τα επίδικα γεγονότα, καθώς επίσης η λογικότητα και η συνοχή της μαρτυρίας τους, αλλά και η σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία (Μαυροσκούφη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1Α Α.Α.Δ 839).

 

Είναι καλά γνωστό, ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, υπό την έννοια πως δεν απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Περαιτέρω, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίστηκε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ 1056 και Mustafa ν. Κακουρή κ.ά. (2002) 1Α Α.Α.Δ 165).

 

Η μαρτυρία των Εναγόντων στις αγωγές με αρ.5423/2013, 2409/2014 και 818/2016 και την αντιπρόσωπο της Ενάγουσας στην αγωγή με αρ.820/2016, περιστράφηκε σε δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 – 4 αφορούσε το ύψος των καταθέσεων που διατηρούσαν οι Ενάγοντες στη Λαϊκή, το ποσό της επαλήθευσης χρέους που υποβλήθηκε στον εκκαθαριστή της Λαϊκής, καθώς και την έγκριση από τον τελευταίο των επαληθεύσεων χρέους. Αυτό το σκέλος της μαρτυρίας τους κρίνεται ως αποδεκτό και αξιόπιστο. Σημειώνω, ότι η μαρτυρία τους επιβεβαιώνεται από τα Τεκμήρια 87, 88, 90 – 93 και 96 - 97 και, σε κάθε περίπτωση, δεν αμφισβητήθηκε από τους Εναγόμενους 2 και 3.

 

Ο δεύτερος άξονας αφορούσε την απόφασή τους να διατηρήσουν τις καταθέσεις τους στη Λαϊκή. Συγκεκριμένα, οι Μ.Ε.1 - 4 ισχυρίστηκαν, ότι ένας εκ των βασικών λόγων για την απόφασή τους να διατηρήσουν τις καταθέσεις τους στη Λαϊκή ήταν οι δηλώσεις του ΠτΔ κατά την τελετή εγκατάστασής του στη Βουλή στις 28.02.2013. Επίσης, με εξαίρεση την Μ.Ε.3, οι υπόλοιποι μάρτυρες δήλωσαν ότι, εξίσου σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασής τους διαδραμάτισε το περιεχόμενο της επιστολής ημερ.11.02.2013 ‑ Τεκμήριο 11.

 

Θεωρώ, ότι δεν μπορώ να αποδώσω βαρύτητα στους προαναφερόμενους ισχυρισμούς των Μ.Ε.1 - 4 για τους λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω αμέσως πιο κάτω.

 

Ξεκινώ με τους Μ.Ε.1 και 2 οι οποίοι δήλωσαν, ότι, μετά την πληροφόρηση που έλαβαν σε σχέση με το δημοσίευμα των FT, επικοινώνησαν με τους διευθυντές των υποκαταστημάτων της Λαϊκής στα οποία διατηρούσαν τις καταθέσεις τους. Κατά την εν λόγω επικοινωνία πληροφορήθηκαν από τα προαναφερόμενα πρόσωπα για το περιεχόμενο της επιστολής – Τεκμήριο 11 με την οποία η Εναγόμενη 2 απέρριψε την οποιανδήποτε πιθανότητα «κουρέματος» καταθέσεων. Μάλιστα, αμφότεροι δήλωσαν, ότι έδωσαν πίστη στα όσα τους αναφέρθηκαν λόγω της εμπιστοσύνης που έτρεφαν στα συγκεκριμένα πρόσωπα που τους μετέφεραν την εν λόγω πληροφόρηση.

 

Μέσα από τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και 2 αναδείχθηκε το γεγονός, ότι οι ίδιοι δεν έλαβαν αντίγραφο της επιστολής - Τεκμήριο 11, αλλά περιορίστηκαν στα όσα τους μετέφεραν οι διευθυντές των υποκαταστημάτων, ενόψει της σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους. Μάλιστα, οι εν λόγω διευθυντές, λόγω προφανώς της καλής σχέσης που διατηρούσαν με τους Μ.Ε.1 και 2, με δική τους πρωτοβουλία επικοινώνησαν μαζί τους για να τους μεταφέρουν δηλώσεις που έγιναν από τον νέο ΠτΔ.

 

Θεωρώ, ότι ενόψει της ισχυριζόμενης ανησυχίας των Μ.Ε.1 και 2 για ένα σοβαρό ζήτημα που αφορούσε την τύχη των καταθέσεών τους, το λογικά αναμενόμενο θα ήταν να ζητήσουν να τους κοινοποιηθεί η επιστολή – Τεκμήριο 11, εφόσον η ύπαρξή της περιήλθε στη γνώση τους, έτσι ώστε να λάβουν ιδία γνώση του περιεχομένου της και όχι να περιοριστούν στις δηλώσεις των διευθυντών των υποκαταστημάτων, όσο καλή κι αν ήταν η μεταξύ τους σχέση. Περαιτέρω, θα αναμενόταν οι Μ.Ε.1 και 2, ενόψει της ανησυχίας που τους προκάλεσε το δημοσίευμα των FT, να παρακολουθούν πλέον οι ίδιοι τις εξελίξεις στο εν λόγω ζήτημα. Από τη μαρτυρία, ωστόσο, προέκυψε ότι δεν έπραξαν κάτι τέτοιο, αφού, ως οι ίδιοι δήλωσαν, ενημερώθηκαν από τους διευθυντές των υποκαταστημάτων για τις δηλώσεις ημερ.28.02.2013 του ΠτΔ.

 

Τα πιο πάνω προκαλούν, κατά την κρίση μου, ρήγμα στη θέση των Μ.Ε.1 και 2 περί ανησυχίας τους ως προς την τύχη των καταθέσεων τους και πρόθεσης μεταφοράς των χρημάτων τους, η οποία άλλαξε εξαιτίας της πληροφόρησης που έλαβαν από τους διευθυντές των υποκαταστημάτων της Λαϊκής.

 

Δεν παραβλέπω τον ισχυρισμό των Μ.Ε.1 και 2, ότι εμπιστεύονταν τους διευθυντές των υποκαταστημάτων της Λαϊκής. Παρατηρώ, ωστόσο, ότι ο μεν Μ.Ε.1 δεν θυμόταν καν το όνομα του διευθυντή του υποκαταστήματος που του μετέφερε τις σχετικές πληροφορίες. Η δε Μ.Ε.2 θυμόταν μόνο το μικρό όνομα της διευθύντριας του υποκαταστήματος στο οποίο διατηρούσε τις καταθέσεις της. Εάν υπήρχε τέτοια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα τους θα ήταν αναμενόμενο, έστω κι αν παρήλθαν 10 έτη από τα επίδικα ζητήματα, να θυμούνται το ονοματεπώνυμο των προσώπων προς τα οποία έδειξαν πλήρη εμπιστοσύνη και στηριζόμενοι στις πληροφορίες που τους μετέφεραν καθησυχάστηκαν για το ενδεχόμενο απώλειας των καταθέσεών τους.

 

Η Μ.Ε.4, από την πλευρά της, ισχυρίστηκε, επίσης, ότι το Τεκμήριο 11 αποτέλεσε στοιχείο το οποίο επηρέασε την απόφαση της εταιρείας να διατηρήσει τις καταθέσεις της στη Λαϊκή.

 

Μέσα από τη μαρτυρία της Μ.Ε.4 διαφάνηκε, ότι η τελευταία δεν είχε προσωπική γνώση ως προς το κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε ανησυχία εκ μέρους της εταιρείας για τις καταθέσεις της και κατά πόσο άσκησαν οποιαδήποτε επίδραση στη βούλησή της, είτε το Τεκμήριο 11, είτε οι δηλώσεις του ΠτΔ. Η μαρτυρία της επί των προαναφερόμενων ζητημάτων ήταν εξ ακοής. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κεφ.9, μια εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται απλά και μόνο διότι είναι εξ ακοής. Στο άρθρο 27 του Κεφ.9 καταγράφονται διάφοροι παράμετροι που θα πρέπει να προσμετρηθούν για να αποφασιστεί κατά πόσο θα προσδοθεί βαρύτητα σε μια εξ ακοής μαρτυρία. Εν προκειμένω, η Μ.Ε.4 δεν ανέφερε την πηγή πληροφόρησής της ως προς τον ισχυρισμό της ότι η εταιρεία πείστηκε να διατηρήσει τις καταθέσεις της στη Λαϊκή. Ειδικότερα, δεν ανέφερε στη μαρτυρία της ποιοι είναι οι πραγματικοί δικαιούχοι της εταιρείας ή ποια είναι τα πρόσωπα που λάμβαναν αποφάσεις για λογαριασμό της σε σχέση με τις καταθέσεις που διατηρούσε στη Λαϊκή. Δεν μου διαφεύγει, ότι κατονομάζει στη μαρτυρία της τον διευθυντή της εταιρείας. Αυτό το γεγονός δεν διαφοροποιεί τις πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου. Επισημαίνω, ότι, σύμφωνα με τη Μ.Ε.4, η εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και ο διευθυντής της είναι ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας Theoservices Secretarial Ltd, η οποία παρείχε εταιρικές υπηρεσίες. Δεν μπορεί, επομένως, να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ήταν το πρόσωπο που λάμβανε αποφάσεις εκ μέρους της εταιρείας στην απουσία μαρτυρίας που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Οι προαναφερόμενες ελλείψεις της μαρτυρίας της Μ.Ε.4 καθιστούν αδύνατη την αξιολόγηση των παραμέτρων που παρατίθενται στο άρθρο 27(2) του Κεφ.9. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσδοθεί βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία της Μ.Ε.4. 

 

Περαιτέρω, μέσα από τη μαρτυρία της Μ.Ε.4 συνάγεται ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε επικοινωνία για λογαριασμό της εταιρείας με τη Λαϊκή στο πλαίσιο της οποίας να κοινοποιήθηκε το περιεχόμενο της επιστολής ‑ Τεκμήριο 11. Επισημαίνω, ότι η Μ.Ε.4 στη γραπτή δήλωσή της (Έγγραφο Ε) περιορίστηκε απλώς να αναφέρει, ότι το Τεκμήριο 11 περιήλθε στη γνώση της εταιρείας, χωρίς να διευκρινίζει κάτω από ποιες περιστάσεις αυτό έγινε και κυρίως πότε έγινε. Τα ίδια ισχύουν και για τις δηλώσεις ημερ. 28.02.2013 του ΠτΔ. Δεν τέθηκε ίχνος μαρτυρίας ως προς το πότε και σε ποιους κοινοποιήθηκαν οι εν λόγω δηλώσεις. Αντιθέτως, αντεξεταζόμενη διευκρίνισε ότι η εταιρεία ουδέποτε εκδήλωσε επιθυμία μεταφοράς των χρημάτων της στο εξωτερικό.

 

Ως εκ των ανωτέρω οι υπό αναφορά ισχυρισμοί των Μ.Ε.1, 2 και 4 είναι, κατά την άποψή μου, προϊόν εκ των υστέρων σκέψεων στην προσπάθεια των τελευταίων να πείσουν ότι διατήρησαν τις καταθέσεις τους στη Λαϊκή ενόψει του περιεχομένου της επιστολής – Τεκμήριο 11 και των δηλώσεων ημερ.28.02.2013 του ΠτΔ.

 

Προχωρώ στη μαρτυρία της Μ.Ε.3. Αυτό το οποίο προκύπτει μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας της είναι, ότι κατά τον χρόνο των επίμαχων δηλώσεων του ΠτΔ (28.02.2013) δεν είχε πρόθεση μετακίνησης των χρημάτων της. Η Μ.Ε.3 δήλωσε με ειλικρίνεια, ότι δεν γνώριζε ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα οι κυπριακές τράπεζες και δη η Λαϊκή. Όπως ρητά δήλωσε στο Έγγραφο Δ, ήταν μεταγενέστερα που συνειδητοποίησε ότι υπήρχαν σοβαρά προβλήματα και συγκεκριμένα όταν πλέον είχε απαγορευθεί το άνοιγμα των τραπεζών μετά την Καθαρά Δευτέρα του 2013 (δηλαδή μετά τις 19.03.2013).

 

Αναφορικά, τώρα, με τους ισχυρισμούς των Μ.Ε.1 – 4, σε σχέση με τους όρους των συμβάσεων που διατηρούσαν με τη Λαϊκή παρατηρώ, ότι αυτοί εκφεύγουν των επίδικων ζητημάτων της παρούσας υπόθεσης. Αυτό, διότι άπτονται της συμβατικής σχέσης των διαδίκων με τη Λαϊκή η οποία δεν αποτελεί, πλέον, διάδικο μέρος.

Με εξαίρεση, επομένως, τα σημεία που έχουν προσδιοριστεί πιο πάνω, η μαρτυρία των Μ.Ε.1 – 4 κρίνεται ως αξιόπιστη. Έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο (Shahin Mohamed v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 266, 268 και Ιωσηφίδης ν. Αστυνομίας (2014) 2Α Α.Α.Δ 307).

 

Ο Μ.Ε.5, αλλά και όλοι οι μάρτυρες εκ μέρους των Εναγομένων κατέθεσαν υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων και ο τρόπος προσέγγισης της μαρτυρίας τους απασχόλησε σε αρκετές περιπτώσεις τη νομολογία. Στην  Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιος Ευριπίδου κ.ά., (2015) 2Α Α.Α.Δ 140, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Υπενθυμίζουμε ότι με βάση καλά εδραιωμένες νομολογιακές αρχές, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη [βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298]. Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του [βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 ΑΑΔ 1020].»

 

Προέχει, φυσικά, η εξέταση του κατά πόσο ο μάρτυράς είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα που καταθέτει (Halil κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 271/18, ημερ.15.03.2024). Η δυνατότητα του Μ.Ε.5 να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας αμφισβητήθηκε ακροθιγώς. Είναι γεγονός, ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές του Μ.Ε.5 δεν συσχετίζονται άμεσα με ζητήματα εκκαθάρισης και εξυγίανσης τραπεζικών ιδρυμάτων ή παροχής ELA. Τα εν λόγω, ωστόσο, ζητήματα, για τα οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν τέθηκε ενώπιον μου μαρτυρία ότι αποτελούν ειδικό αντικείμενο πανεπιστημιακών σπουδών, έχουν συνάφεια με τον ευρύτερο τομέα των οικονομικών επιστημών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Μ.Ε.5, ο οποίος σπούδασε Οικονομικά, Οικονομετρία, Χρηματοοικονομικά και Λογιστική και διδάσκει τα πιο πάνω αντικείμενα, πλήν της Οικονομετρίας, σε Πανεπιστήμιο, μπορεί να προσφέρει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας. Το αντικείμενο, επομένως, των σπουδών του και η ακαδημαϊκή του εμπειρία τού επιτρέπει, κατά την άποψή μου, να εκφέρει επιστημονική άποψη επί των πιο πάνω ζητημάτων.

 

Για ευκολότερη κατανόηση της αξιολόγησης της επιστημονικής μαρτυρίας θα αντιπαραβάλω τη μαρτυρία του Μ.Ε.5 με αυτή των Μ.Υ1 - 3(2) και Μ.Υ.1(3). Σημειώνεται, ότι οι πιο πάνω μάρτυρες πρόσφεραν μαρτυρία και επί πραγματικών γεγονότων. Η εν λόγω μαρτυρία θα τύχει, επίσης, αξιολόγησης κατωτέρω.

 

Οι βασικοί πυλώνες επί των οποίων στήριξε τη γνώμη του ο Μ.Ε.5 για να στοιχειοθετήσει ευθύνη των Εναγομένων 2 και 3 είναι οι ακόλουθοι:

  1. Αντιμετώπιση παγκόσμιας οικονομικής κρίσης – δημοσιονομικών προβλημάτων.
  2. Απόκτηση ΟΕΔ και χειρισμός της απομείωσης της αξίας τους.
  3. Έκδοση κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις προς όφελος της Λαϊκής.
  4. Εξακολούθηση παροχής ELA, παρά το ότι η Λαϊκή κατέστη αφερέγγυα.
  5. Αποξένωση παραρτημάτων της Λαϊκής στην Ελλάδα.
  6. Εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης, αντί της εκκαθάρισης της Λαϊκής.
  7. Παραπλανητικές δηλώσεις εκ μέρους αξιωματούχων με τις οποίες διαβεβαίωναν ότι δεν θα επιβληθεί το μέτρο του «κουρέματος» των καταθέσεων.

 

Ακολουθώντας την πιο πάνω αρίθμηση θα εξετάσω σε ξεχωριστή υποενότητα τα ζητήματα που τέθηκαν από τον Μ.Ε.5. Σημειώνω, ότι δεν αφορούν όλα τα ζητήματα τους Εναγόμενους 2 και 3 από κοινού. Συγκεκριμένα, το ζήτημα υπ’ αρ. 1 αφορά αποκλειστικά την Εναγόμενη 3 και το ζήτημα υπ’ αρ. 4 την Εναγόμενη 2.

 

Οι αναφορές του Μ.Ε.5 ως προς τα δημοσιονομικά του κράτους, την κατάταξη της Δημοκρατίας από διεθνείς οίκους αξιολόγησης σε μη επενδυτική βαθμίδα και τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς αγορές, αποτελούν κοινό έδαφος.

 

Ο Μ.Ε.5 διατύπωσε τη γνώμη, ότι η παράλειψη της Εναγόμενης 3 να λάβει μέτρα αντιμετώπισης των δημοσιονομικών προβλημάτων, καθώς και η κωλυσιεργία που επέδειξε για να αιτηθεί στήριξης από το ΕΤΧΣ αφαίρεσε από το κράτος τη δυνατότητα να σταθεί αρωγός στις τράπεζες και ειδικότερα στη Λαϊκή. Η διατήρηση ισχυρής οικονομίας ή η εξασφάλιση δανείου νωρίτερα, θα επέτρεπαν στο κράτος να παράσχει στήριξη στη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου και να αποφευχθεί έτσι το «κούρεμα» των καταθέσεων.

 

Προτού ασχοληθώ με την ουσία της υπό αναφορά άποψης του Μ.Ε.5, θεωρώ ότι στο παρόν στάδιο θα πρέπει να λεχθούν τα εξής σε σχέση με τη γενικότερη προσέγγιση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου από τους Μ.Ε.5, Μ.Υ.1 - 3(2) και Μ.Υ.1(3). Η εξέταση των επίμαχων πράξεων ή παραλείψεων των Εναγομένων 2 και 3 θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να γίνει υπό το φως των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο. Νοείται, ότι σε αυτήν τη διεργασία δεν αποκλείονται γεγονότα τα οποία μπορεί να περιήλθαν σε γνώση των διαδίκων μεταγενέστερα, αλλά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο των επίμαχων πράξεων ή παραλείψεων. 

 

Με την πιο πάνω επισήμανση προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της θέσης του Μ.Ε.5.

 

Δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς της Εναγόμενης 3 η ύπαρξη εισηγήσεων από τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομικών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή τον πρώην ΠτΔ κ. Βασιλείου, οι οποίες αφορούσαν τη λήψη μέτρων προς διασφάλιση των δημόσιων οικονομικών και αναχαίτισης του κόστους λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Σημειώνω, άλλωστε, ότι και ο Μ.Υ.1(3) δήλωσε στην αντεξέτασή του ότι σχετικές εισηγήσεις που υποβλήθηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών το 2010 για λήψη μέτρων απορρίφθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, όμως, δήλωσε, ότι, λήφθηκαν εντός του 2011 μέτρα που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, περικοπές στο κρατικό μισθολόγιο και αύξηση φόρων. Τα εν λόγω μέτρα θεωρήθηκαν μεν ικανοποιητικά για να εξαιρεθεί η Κύπρος από την έναρξη εναντίον της διαδικασίας υπερβολικού ελλείματος, τα αποτελέσματά τους, ωστόσο, δεν εξάλειψαν το υπερβολικό έλλειμμα το οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται μέχρι τον Μάιο του 2013.  

 

Η σταδιακή επιδείνωση που παρουσίαζαν τα δημόσια οικονομικά από το 2009 και εντεύθεν είναι, επίσης, γεγονός αδιαμφισβήτητο. Τρανή απόδειξη των εν λόγω προβλημάτων αποτελεί ο αποκλεισμός της Κύπρου από τις διεθνείς αγορές, αλλά και το ίδιο το αίτημα που υποβλήθηκε στις 25.06.2012 για παροχή δανείου προς αντιμετώπιση και των δημοσιονομικών αναγκών.

 

Αυτά, ωστόσο, τα δεδομένα δεν οδηγούν και σε συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των προτεινόμενων από τους διάφορους φορείς μέτρων κατά το 2010 και 2011 ή η προσφυγή της Κύπρου στο ΕΤΧΣ νωρίτερα, θα απέτρεπαν τις εξελίξεις που επακολούθησαν τον Μάρτιο του 2013 με την ψήφιση του Ν.17(Ι)/2013. Θεωρώ, ότι το ουσιαστικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί συνίσταται στο κατά πόσο η λήψη των προτεινόμενων μέτρων προς αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων κατά τα έτη 2010 ή 2011, θα επέτρεπε στη Δημοκρατία να παράσχει κρατική στήριξη στη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου καθιστώντας έτσι αχρείαστη την ψήφιση και εφαρμογή του Ν.17(Ι)/2013.

 

Υπό το φως των πιο πάνω αποκτά βαρύνουσα σημασία το πότε εμφανίστηκαν τα προβλήματα ανακεφαλαιοποίησης της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου. Υπάρχει ομογνωμία μεταξύ όλων των εμπειρογνωμόνων, περιλαμβανομένου του Μ.Ε.5, ως προς το ότι η απομείωση των ΟΕΔ υπήρξε καθοριστική στη μετέπειτα δυσμενή εξέλιξη των γεγονότων. Η ολική αποτίμηση της μαρτυρίας δεικνύει, ότι το πρόβλημα της ανακεφαλαιοποίησης των δύο τραπεζών προέκυψε ως αποτέλεσμα της απομείωσης των ΟΕΔ, αφού αν δεν μεσολαβούσε το γεγονός της απομείωσης των ΟΕΔ δεν θα υπήρχε ανάγκη για παροχή κρατικής στήριξης. Είναι χαρακτηριστικές οι μη αμφισβητηθείσες δηλώσεις των Μ.Υ.1 και 2(2), ότι το πρόβλημα του δανειακού χαρτοφυλακίου ήταν διαχειρίσιμο, καθώς η Λαϊκή διατηρούσε επαρκή κεφάλαια για την αντιμετώπισή του.

 

Περαιτέρω, η μαρτυρία κατέδειξε ότι το ζήτημα της απομείωσης των ΟΕΔ τέθηκε επισήμως τον Ιούλιο του 2011. Ειδικότερη αναφορά στο προβλεπτό της απομείωσης θα γίνει στην επόμενη υποενότητα που αφορά αποκλειστικά τα ΟΕΔ. Περιορίζομαι σε αυτό το στάδιο να σημειώσω, ότι η οριστική αποτίμηση της ζημιάς που υπέστηκαν οι κυπριακές τράπεζες ένεκα της απομείωσης διακριβώθηκε τον Φεβρουάριο του 2012 (βλ. Τεκμήριο 73,  σελ.34).

 

Επιπροσθέτως, ο Μ.Ε.5, εκτός της επισήμανσης της παράλειψης της Εναγόμενης 3 να λάβει μέτρα προς αναχαίτιση των δημοσιονομικών προβλημάτων, δεν παρέθεσε στοιχεία ως προς τα αποτελέσματα και ειδικότερα την ενδεχόμενη βελτίωση που θα επέφεραν στα δημόσια οικονομικά η υιοθέτηση των εν λόγω μέτρων. Ούτε και παρατέθηκε εκτίμηση ως προς τον χρονικό ορίζοντα επέλευσης των όποιων βελτιώσεων στα δημόσια οικονομικά, έτσι ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί κατά πόσο η υιοθέτηση των προαναφερόμενων εισηγήσεων εντός του 2010 θα βελτίωνε σε τέτοιο βαθμό τα δημόσια οικονομικά που θα επέτρεπε στο κράτος να στηρίξει τις τράπεζες. Εν ολίγοις, στη μαρτυρία δεν παρατίθεται το υπόβαθρο που θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να εξετάσει και ακολούθως να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα ως προς το κατά πόσο η λήψη συγκεκριμένων δημοσιονομικών μέτρων κατά το 2010 θα επέτρεπε στο κράτος να παράσχει την αναγκαία στήριξη προς τις τράπεζες προς αποφυγή των μέτρων που λήφθηκαν τον Μάρτιο του 2013 κατ’ εφαρμογή του Ν.17(Ι)/2013.

 

Τα προαναφερόμενα απαντούν και στη θέση του Μ.Ε.5 περί καθυστέρησης υποβολής αιτήματος για λήψη δανείου από το ΕΤΧΣ. Εφόσον, η ακριβής ζημιά που υπέστησαν οι τράπεζες από την απομείωση των ΟΕΔ δεν είχε προσδιοριστεί παρά μόνο τον Φεβρουάριο του 2012, προκύπτει το εύλογο ερώτημα ποιο ποσό θα έπρεπε η Δημοκρατία να ζητήσει ως δάνειο από τους διεθνείς δανειστές κατά το 2011 για να είναι σε θέση να παράσχει μελλοντικά κρατική στήριξη στις τράπεζες; Εν πάση περιπτώσει, το αίτημα της Δημοκρατίας για στήριξη των δημόσιων οικονομικών και του τραπεζικού τομέα υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 2012. Δεν θεωρώ, ότι οι τέσσερις μήνες που μεσολάβησαν από την οριστικοποίηση της ζημιάς ένεκα της απομείωσης των ΟΕΔ (Φεβρουάριος 2012 - Ιούνιος 2012) υπήρξαν καθοριστικοί στη μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων. Ούτε και παρατέθηκαν στοιχεία που να υποστηρίζουν το αντίθετο.

 

Συνεπώς, δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να προβάλλεται βάσιμα η θέση ότι η λανθασμένη αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με την παράλειψη λήψης δημοσιονομικών μέτρων το 2010 ή προσφυγής στο ΕΤΧΣ το 2011, δεν επέτρεψε στο κράτος να παράσχει στήριξη στις τράπεζες τον Φεβρουάριο του 2012. Υπογραμμίζω, ότι το 2010 δεν ήταν αναμενόμενη η απομείωση των ΟΕΔ, αλλά και το 2011, όταν πλέον ήταν αναμενόμενη η απομείωση των ΟΕΔ, δεν ήταν εύλογα προβλεπτή η έκταση της ζημιάς που εντέλει επήλθε. Επομένως, δεν υπήρχαν κατά τα έτη 2010 και 2011, τέτοια δεδομένα που να καθιστούν  εύλογα προβλεπτό τον κίνδυνο λήψης μέτρων εξυγίανσης των τραπεζών, αν δεν λαμβάνονταν αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης των δημοσιονομικών αναγκών.

 

Θα πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη στο όλο σκηνικό και το Τεκμήριο 17. Στη συλλογιστική που ανέπτυξε ο Μ.Ε.5 δεν έλαβε υπόψη τη δήλωση – συμφωνία των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων ημερ. 27.10.2011 (Τεκμήριο 17) και ειδικότερα την πρόνοια, ότι σε περίπτωση που ο τραπεζικός τομέας κρατών μελών της ευρωζώνης αντιμετώπιζε πρόβλημα ανακεφαλαιοποίησης που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τις ίδιες τις τράπεζες σε πρώτο στάδιο και από το κράτος σε δεύτερο στάδιο, τότε, θα παραχωρούνταν δάνειο προς τον σκοπό αυτό. Συνεπώς, στη βάση των δεδομένων που ίσχυαν από τις 27.10.2011 και έπειτα, εάν η Εναγόμενη 3 δεν μπορούσε για οποιονδήποτε λόγο να παράσχει κρατική στήριξη στη Λαϊκή, τότε, το πρόβλημα θα αντιμετωπιζόταν με την παραχώρηση δανείου στη βάση του Τεκμηρίου 17.

 

Δεν παραβλέπω, τη θέση του Μ.Ε.5, ότι οι ρυθμίσεις του Τεκμηρίου 17 αφορούσαν μόνο φερέγγυες τράπεζες και η Λαϊκή δεν εντασσόταν σε αυτές. Η σχετική δήλωση του Μ.Ε.5 αντικρούεται, όμως, από το Τεκμήριο 99, το οποίο αποτελεί σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και αφορά την εφαρμογή των προνοιών του Τεκμηρίου 17 (βλ. προοίμιο Τεκμηρίου 99, σελ.4, παράγραφοι (3) – (5)). Υποδεικνύεται, ότι στο Τεκμήριο 99 (σελ.15) περιλαμβάνεται κατάλογος των τραπεζών επί των οποίων θα εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Τεκμηρίου 17. Σε αυτόν τον κατάλογο περιλαμβάνεται και η Λαϊκή. Επομένως, καθ’ όλον τον ουσιώδη χρόνο, η Λαϊκή ήταν φερέγγυα. Πρόβλημα βιωσιμότητας της Λαϊκής τέθηκε για πρώτη φορά από τους διεθνείς δανειστές μετά την έκθεση της PIMCO. Ακόμη όμως και μέχρι το Eurogroup της 16.03.2013 θεωρούνταν δυνατή η ανακεφαλαιοποίηση της. Συνεπώς, η Λαϊκή, αλλά και οι Εναγόμενοι 2 και 3, όφειλαν να ακολουθήσουν τον οδικό χάρτη του Τεκμηρίου 17 για την ανακεφαλαιοποίηση και εύλογα να αναμένουν ότι τυχόν προβλήματα στην επίτευξη του στόχου ανακεφαλαιοποίησης που δεν θα επιλύονταν από την ίδια την τράπεζα και το κράτος, θα αντιμετωπίζονταν μέσω της παραχώρησης δανείου.

 

Ερχόμενος στο κεφάλαιο της επένδυσης σε ΟΕΔ, θεωρώ, ότι είναι το κατάλληλο σημείο για να γίνει αναφορά στο εύρος του εποπτικού ρόλου της Εναγόμενης 2. Όπως ανέφερε ο Μ.Υ.2(2), η Εναγόμενη 2 θέτει το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου οφείλουν να δραστηριοποιούνται οι τράπεζες και παρακολουθεί τη συμμόρφωση των τραπεζών με αυτό, επεμβαίνοντας όταν διαπιστώνονται παραβάσεις. Το ουσιαστικό παράπονο των Εναγόντων έγκειται στην αποτελεσματικότητα των επεμβάσεων που επέλεξε να διενεργήσει η Εναγόμενη 2 στη Λαϊκή.

 

Επανέρχομαι στα ΟΕΔ. Δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων, ότι η αγορά κρατικών ομολόγων αποτελεί συνήθη πρακτική των τραπεζών. Ο Μ.Ε.5 υποστήριξε, ωστόσο, ότι οι τράπεζες ενήργησαν κερδοσκοπικά κατά την αγορά ΟΕΔ από τη δευτερογενή αγορά, καθώς τα τελευταία είχαν καταστεί υψηλού κινδύνου.

 

Καταρχάς, αποτελεί κοινό έδαφος, ότι η τελευταία αγορά ΟΕΔ από τη Λαϊκή έγινε εντός του 2010. Περαιτέρω, ο Μ.Υ.2(2) υπέδειξε, χωρίς να αμφισβητηθεί επ’ αυτού, ότι το μεγαλύτερο μέρος των ΟΕΔ αγοράστηκαν από τη ΜΕΒ κατά το έτος 2009 και το υπόλοιπο μικρότερο μέρος αγοράστηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2010. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το Τεκμήριο 80, η ελληνική οικονομία κατατασσόταν από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης σε επενδυτικές βαθμίδες κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα. Συγκεκριμένα για όλο το έτος 2009 η κατάταξη της Ελλάδας κυμαινόταν μεταξύ Α και ΒΒΒ+, ενώ μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2010 κατατασσόταν σε επενδυτική βαθμίδα (κατάταξη από οίκο Fitch σε ΒΒΒ-). Μάλιστα, κατά τον Φεβρουάριο του 2010 η Ελλάδα κατατασσόταν στη βαθμίδα A2 με αρνητικό ορίζοντα, δηλαδή ήταν 5 επενδυτικές βαθμίδες πάνω από την κατηγορία «μη επενδυτική βαθμίδα/σκουπίδια».

 

Ταυτόχρονα, οι τιμές αγοράς των ΟΕΔ δεκαετούς διάρκειας, τα οποία κατά την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Υ.2(2) αποτελούν τη συνηθέστερη μορφή κρατικών ομολόγων, ήταν, κατά τον χρόνο απόκτησής τους από τη Λαϊκή, πολύ κοντά στις αρχικές τιμές έκδοσής τους. Η πιο πάνω διαπίστωση εξάγεται από το Τεκμήριο 82 στο οποίο καταγράφονται οι «Τιμές και Αποδόσεις Τίτλων Αναφοράς του Ελληνικού Δημοσίου».

 

Στο όλο σκηνικό θα πρέπει να προστεθούν και τα ακόλουθα γεγονότα. Πρώτον, ότι τα ομόλογα των κρατών – μελών της Ευρωζώνης είναι μηδενικού κινδύνου για σκοπούς υπολογισμού του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Δεύτερον, ότι η απομείωση ομολόγων χώρας – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Συνεπώς, η επίσημη συζήτηση που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2011 για απομείωση των ΟΕΔ δεν ήταν κάτι που μπορούσε εύλογα να προβλεφθεί κατά τον χρόνο απόκτησής τους, πόσω μάλλον το τελικό ποσοστό της απομείωσης. Όλα τα προαναφερόμενα καταρρίπτουν, κατά την άποψή μου, τις θέσεις του Μ.Ε.5 περί κερδοσκοπικής τακτικής των τραπεζών κατά τον χρόνο αγοράς των ΟΕΔ, καθώς και ότι τα τελευταία ήταν υψηλού κινδύνου.

 

Δεν παραβλέπω την παρατήρηση του Μ.Ε.5, ότι το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της Λαϊκής παρουσίαζε συγκέντρωση σε ΟΕΔ, ενώ θα ήταν ορθότερο να υπάρχει διασπορά των επενδύσεων. Αυτό το δεδομένο δεν πέρασε απαρατήρητο από την Εναγόμενη 2, η οποία το επεσήμανε στη Λαϊκή (Τεκμήρια 84 και 112) και απαίτησε από την τελευταία τη διατήρηση αυξημένης κεφαλαιακής επάρκειας. Η απαίτηση της Εναγόμενης 2 για τήρηση αυξημένου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας ύψους 11,35% ήταν βαρύνουσας σημασίας, κάτι, άλλωστε, που παραδέχθηκε και ο Μ.Ε.5, ενόψει του μηδενικού κινδύνου των κρατικών ομολόγων για τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών.

 

Εισηγήθηκε, επίσης, ο Μ.Ε.5 ότι η Εναγόμενη 2 θα έπρεπε να συμβουλεύσει τη Λαϊκή να πωλήσει τα ΟΕΔ από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκε στο τραπέζι το ζήτημα της απομείωσης τους. Παρατηρώ, ότι, η εν λόγω θέση δεν βρίσκει έρεισμα στα δεδομένα του επίδικου χρόνου. Υποδεικνύω, ότι τον Ιούλιο του 2011, όταν τέθηκε για πρώτη φορά ζήτημα απομείωσης των ΟΕΔ, έγινε λόγος για απομείωση της τάξης του 21%. Την ίδια περίοδο, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 82, η ονομαστική αξία των δεκαετών ομολόγων στην αγορά κυμαινόταν σε 54,92, δηλαδή ήταν χαμηλότερη του 21%. Επομένως, η πώληση, με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης περιόδου, θα ήταν ζημιογόνα σε σύγκριση με τη συζητούμενη απομείωση. Ούτε, όμως, και σε μεταγενέστερο χρόνο η πώληση τους ήταν εφικτή, καθώς, σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Υ.2(2), δεν υπήρχε πλέον «αγορά» για την πώληση των ΟΕΔ.

 

Ένα άλλο ζήτημα που έθιξε ο Μ.Ε.5 ήταν ότι κατά τη σύνοδο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, ο ΠτΔ όφειλε να ζητήσει τη στήριξη των κυπριακών τραπεζών λόγω της μεγάλης έκθεσής τους σε ΟΕΔ. Η εν λόγω θέση καταρρίπτεται από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1(3). Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του τελευταίου, η Κύπρος δεν ήταν σε θέση να ζητήσει αντισταθμιστικά μέτρα ή ανταλλάγματα, αφ’ ης στιγμής κατά τον δεδομένο χρόνο δεν βρισκόταν σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής -  μνημόνιο.

 

Ακόμη, όμως, κι αν υπήρχε η εν λόγω δυνατότητα, τίθεται, κατά την άποψή μου, το εξής εύλογο ερώτημα. Ποιο θα ήταν το ύψος της χρηματικής βοήθειας που θα ζητούσε η Κύπρος, αφού κατά τον επίδικο χρόνο ήταν άγνωστο το ποσοστό απομείωσης των ΟΕΔ; Υπενθυμίζω, ότι κατά την αρχική συζήτηση τον Ιούλιο του 2011 έγινε λόγος για απομείωση της τάξης του 21%, ενώ το τελικό ποσοστό απομείωσης σχεδόν τετραπλασιάστηκε φθάνοντας το 76,4% της ονομαστικής αξίας των ΟΕΔ.

 

Παράλληλα, επισημαίνω, ότι σύμφωνα και με την παραδοχή του Μ.Ε.5, μετά την απόφαση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων για την απομείωση των ΟΕΔ υπήρξε συζήτηση μεταξύ των ομολογιούχων και της ελληνικής κυβέρνησης για τον καθορισμό της απομείωσης, η οποία διήρκησε για κάποιους μήνες με το τελικό ποσοστό να προσδιορίζεται τον Φεβρουάριο του 2012.

 

Όσον αφορά, τώρα, τη θέση του Μ.Ε.5 περί ελλιπούς προετοιμασίας και διαβούλευσης του ΠτΔ με το Υπουργείο Οικονομικών ή την Εναγόμενη 2 για τη συμμετοχή του πρώτου στη Σύνοδο της 26ης και 27ης Οκτωβρίου του 2011, σημειώνω τα ακόλουθα. Εν πρώτοις, η υπό αναφορά δήλωση του Μ.Ε.5 καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1(3), ο οποίος δήλωσε ρητά, ότι υπήρξαν σημειώματα του Υπουργείου Οικονομικών με τα οποία τονίζονταν οι δυσμενείς επιπτώσεις που θα επέρχονταν στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα σε ενδεχόμενη απομείωση των ΟΕΔ. Επομένως, ο ΠτΔ ήταν ενήμερος των κινδύνων που βρίσκονταν προ των πυλών για τις κυπριακές τράπεζες. Όπως, όμως αναφέρθηκε πιο πάνω δεν υπήρχε ευχέρεια υποβολής αίτησης για λήψη αντισταθμιστικών μέτρων. Από την άλλη, η διάσωση της ελληνικής οικονομίας μέσω και της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα δια της απομείωσης των ΟΕΔ, ήταν προς όφελος και της κυπριακής οικονομίας, αφού ενδεχόμενη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας θα επέφερε δυσμενείς συνέπειες στην Κύπρο ενόψει της στενής διασύνδεσης των δύο οικονομιών.

 

Κατά δεύτερο λόγο, τα συμπεράσματα που εξέφρασε ο Μ.Ε.5 βασίζονται σε δηλώσεις πρώην Υπουργών Οικονομικών. Επομένως, τα συμπεράσματά του δεν αποτελούν προϊόν των ειδικών γνώσεων του, αλλά απόψεις στηριζόμενες σε εξ ακοής μαρτυρία. Ως εμπειρογνώμονας μπορεί μεν να εκφέρει τη γνώμη του, σε σχέση, όμως, με το πεδίο της εμπειρογνωμοσύνης του. Δεν δίδεται «λευκή επιταγή» στον εμπειρογνώμονα με την οποία δύναται να εκφέρει τη γνώμη του επί παντός επιστητού. Η ερμηνεία των δηλώσεων των πρώην Υπουργών Οικονομικών και άλλων αξιωματούχων δεν εμπίπτει, ασφαλώς, στο πεδίο εμπειρογνωμοσύνης του Μ.Ε.5. Οι παράμετροι αξιολόγησης μιας εξ ακοής μαρτυρίας καταγράφονται στο άρθρο 27 του Κεφ. 9. Εν προκειμένω, οι περιστάσεις είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν την απόδοση βαρύτητας στην εξ ακοής μαρτυρία του Μ.Ε.5. Συγκεκριμένα, οι ισχυριζόμενες δηλώσεις των πρώην Υπουργών Οικονομικών και άλλων αξιωματούχων παρουσιάστηκαν στο Έγγραφο ΣΤ αποσπασματικά, χωρίς καν να παρατίθεται η ερώτηση ή το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η ισχυριζόμενη δήλωση. Αυτή η αποσπασματική παράθεση δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξάξει οποιαδήποτε συμπεράσματα.

 

Ο Μ.Ε.5 υποστήριξε, ότι λανθασμένα το κράτος προχώρησε στην αναδοχή των δικαιωμάτων προτίμησης της Λαϊκής μέσω της έκδοσης κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.5, τον Μάιο του 2012, οπότε και εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα – Τεκμήριο 100, η Λαϊκή είχε καταστεί αφερέγγυα και θα έπρεπε να οδηγηθεί σε εκκαθάριση αντί να διατηρηθεί στον «αναπνευστήρα» με το προαναφερόμενο ομόλογο. Περαιτέρω, ο σκοπός της έκδοσης του ομολόγου, που δεν ήταν άλλος από την ανακεφαλαιοποίηση, δεν επιτεύχθηκε, αφού με το ομόλογο απλώς αυξήθηκε λογιστικά το μετοχικό κεφάλαιο της Λαϊκής, χωρίς να ενισχυθεί η ρευστότητά της.

 

Ξεκινώντας από το ζήτημα της ρευστότητας, θεωρώ ότι λανθασμένα ο Μ.Ε.5 συνέδεσε την επιτυχία της ανακεφαλαιοποίησης με τη ρευστότητα για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν επιτεύχθηκε η ανακεφαλαιοποίηση. Οι μάρτυρες της Εναγόμενης 2 επεσήμαναν, ότι η κεφαλαιακή επάρκεια δεν ταυτίζεται με τη ρευστότητα. Αποδέχομαι τη θέση τους, η οποία επιβεβαιώνεται τόσο από το Τεκμήριο 100, όσο και από το Τεκμήριο 28. Στο άρθρο 3 του Τεκμηρίου 100 καταγράφεται ρητά, ότι αυτό αποσκοπεί στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης της Λαϊκής. Στο δε Τεκμήριο 28, το οποίο αποτελεί τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε σχέση με την υπό αναφορά ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής, αναγνωρίζεται ότι το υπουργικό διάταγμα – Τεκμήριο 100 θεσπίζει πλαίσιο για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής. Σε κάθε περίπτωση, η ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής μέσω του κρατικού ομολόγου τεκμηριώνεται από το ότι το κράτος με την αναδοχή των δικαιωμάτων προτίμησης κατέστη ο μεγαλύτερος μέτοχός της. Επομένως, ο στόχος της ανακεφαλαιοποίησης επιτεύχθηκε, ανεξαρτήτως των προβλημάτων ρευστότητας.

 

Κλείνοντας το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης, σημειώνω ότι και ο ίδιος ο Μ.Ε.5 αποδέχθηκε επί της ουσίας ότι υπήρξε μέσω του κρατικού ομολόγου ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής. Επισημαίνω, ότι στο σενάριο εκκαθάρισης της Λαϊκής που ο ίδιος παρουσίασε, χρησιμοποίησε ως μέρος των περιουσιακών της στοιχείων την υποχρέωση του κράτους να καταβάλει το ποσό των €1,8 δις. Αν δεν μεσολαβούσε η ανακεφαλαιοποίηση και το κράτος δεν καθίστατο μέτοχος της Λαϊκής, τότε, ασφαλώς, δεν θα μπορούσε να κάνει λόγο ο Μ.Ε.5 για πληρωμή από το κράτος του ποσού των €1,8 δις.

 

Αναφορικά, τώρα, με την αναδοχή των δικαιωμάτων προτίμησης της Λαϊκής από την Εναγόμενη 3, θεωρώ ότι τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο συνηγορούν ως προς την ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, στις 27.10.2011, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωζώνης κατέληξαν σε συμφωνία (Τεκμήριο 17) στην οποία γινόταν, ανάμεσα σε άλλα, αναφορά στα μέτρα που θα έπρεπε να λαμβάνονταν προς ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της διατήρησης κύριων πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%. Προς τούτο εκδόθηκε και σχετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (Τεκμήριο 99). Επομένως, η αναδοχή των δικαιωμάτων προτίμησης της Λαϊκής, συνιστούσε υλοποίηση της υποχρέωσης της Δημοκρατίας δυνάμει των προνοιών των Τεκμηρίων 17 και 99. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την παράγραφο 2 του Τεκμηρίου 28.

 

Υπό το φως των πιο πάνω ήταν, κατά την κρίση μου, δικαιολογημένη η εισήγηση της Εναγόμενης 2 και η έκδοση του διατάγματος – Τεκμηρίου 100 από την Εναγόμενη 3. Άλλωστε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρχαν ακόμη προοπτικές αναδιάρθρωσης της Λαϊκής, αφού οι ανάγκες της συμπεριλήφθηκαν στο αίτημα για δάνειο που υποβλήθηκε από την Εναγόμενη 3, έναν περίπου μήνα αργότερα.  Επί της ουσίας, με την αναδοχή των δικαιωμάτων προτίμησης της Λαϊκής, η Εναγόμενη 3 με τη σύμφωνη γνώμη της Εναγόμενης 2, προσπάθησαν να συνδράμουν στη διάσωσή της προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και κατ’ επέκταση των δικαιωμάτων των πιστωτών και καταθετών της Λαϊκής (βλ. άρθρα 3 και 10 του Τεκμηρίου 100). Το ότι η πεποίθηση των Εναγομένων 2 και 3 για διάσωση της Λαϊκής ήταν εύλογη, τεκμηριώνεται από τη συμπερίληψη στο Τεκμήριο 30 και των αναγκών χρηματοδότησης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η εκ των υστέρων μη ευόδωση της εν λόγω προσπάθειας δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να προσμετρήσει εις βάρος των Εναγομένων 2 και 3.

 

 

 

Διιστάμενες απόψεις εκφράστηκαν από τον Μ.Ε.5 και τους μάρτυρες της Εναγόμενης 2 σε σχέση με την παραχώρηση ELA στη Λαϊκή.

 

Το βασικό επιχείρημα του Μ.Ε.5 συνίστατο στο ότι η Εναγόμενη 2 όφειλε να διακόψει την παροχή ELA τον Μάρτιο του 2012, όταν οι ελεγκτές της Λαϊκής συμπεριέλαβαν στις οικονομικές καταστάσεις του 2011 έμφαση θέματος ως προς τη δυνατότητα της Λαϊκής να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα χωρίς την παροχή κρατικής στήριξης. Ο Μ.Ε.5 βάσισε την άποψή του στο ότι με την πιο πάνω έμφαση θέματος οι ελεγκτές εξέφρασαν ουσιαστικά τη γνώμη, ότι η Λαϊκή κατέστη αφερέγγυα.

 

Καταρχάς, είναι γεγονός, ότι στο Τεκμήριο 73, σελ. 59, συμπεριλήφθηκε από τους ελεγκτές της Λαϊκής έμφαση θέματος. Η προαναφερόμενη, ωστόσο, εκφρασθείσα κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.5 άποψη ως προς τη σημασία της συμπερίληψης έμφασης θέματος, αντικρούεται από όσα ο ίδιος δήλωσε στην κυρίως εξέτασή του - Έγγραφο ΣΤ. Συγκεκριμένα, δήλωσε, ότι η έμφαση θέματος δεν αποτελεί γνώμη με επιφύλαξη και επεξήγησε, ότι οι ελεγκτές με αυτήν ήθελαν να επισύρουν την προσοχή των μετόχων της Λαϊκής σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Επομένως, η συμπερίληψη έμφασης θέματος στις οικονομικές καταστάσεις (Τεκμήριο 73), ουδόλως σήμαινε, ότι η τράπεζα δεν μπορούσε να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα ή ότι κατέστη αφερέγγυα. Άλλωστε, η υπογραφή των οικονομικών καταστάσεων της Λαϊκής στις 30.04.2012 επιβεβαιώνει, ότι η τελευταία μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα. Τονίζει, απλώς, τις αβεβαιότητες που προέκυψαν, αφενός από την απομείωση των ΟΕΔ και αφετέρου από την επιδείνωση του δανειακού της χαρτοφυλακίου.

 

Πέραν της σημασίας της έμφασης θέματος, θεωρώ ότι και τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον Μάρτιο του 2012 και εντεύθεν μέχρι και τις 21.03.2013, δεν δικαιολογούν την άποψη του Μ.Ε.5. Υπενθυμίζω, ότι τον Μάρτιο του 2012 βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης της Λαϊκής και επίτευξης του στόχου τήρησης του ελάχιστου δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9% στη βάση των προνοιών του Τεκμηρίου 17. Όπως αναφέρεται στις σελ.67 – 68 του Τεκμηρίου 73, η Λαϊκή προς επίτευξη του πιο πάνω στόχου είχε καταθέσει στην Εναγόμενη 2 ολοκληρωμένο πλάνο κεφαλαιακής ενίσχυσης η επίτευξη του οποίου θα επανέφερε τον όμιλο της Λαϊκής σε υγιείς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Ταυτόχρονα, υπήρχε η δέσμευση της Δημοκρατίας για παροχή κρατικής στήριξης, εάν αυτό απαιτείτο, σύμφωνα με τον οδικό χάρτη του Τεκμηρίου 17. Περαιτέρω, στη βάση του Τεκμηρίου 17, υπήρχε, ως έσχατη λύση, η ασφαλιστική δικλείδα της εξασφάλισης δανείου από το ΕΤΧΣ.

 

Στη βάση, επομένως, των δεδομένων του Μαρτίου και Απριλίου 2012, η Λαϊκή ήταν και συνέχισε να είναι δρώσα οικονομική μονάδα με προοπτικές αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειας της. Συνεπώς, η παροχή ELA ήταν, κατά την άποψή μου, αιτιολογημένη.

 

Κατά την αντεξέταση του Μ.Υ.3(2), απασχόλησε έντονα το ζήτημα της φερεγγυότητας της Λαϊκής. Ο Μ.Υ.3(2), κατέθεσε ως Τεκμήριο 122 το πλαίσιο πολιτικής παροχής ELA λέγοντας, ότι η παροχή ELA προϋπόθετε τη συστημικότητα της τράπεζας, τη φερεγγυότητα της και την ύπαρξη επαρκών εξασφαλίσεων. Η μαρτυρία του, πέραν του ότι επί της ουσίας παρέμεινε αναντίλεκτη, ήταν και κατατοπιστική. Σύμφωνα με αυτή, η φερεγγυότητα αξιολογείται, είτε στη βάση στατικών δεδομένων, δηλαδή στη βάση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, είτε, όταν οι τελευταίοι δεν ικανοποιούν τα ελάχιστα όρια, στη βάση της προοπτικής αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειας. Σημειώνεται, ότι όταν ρωτήθηκε ο Μ.Ε.5 για το πώς κρίνεται ως φερέγγυα μία τράπεζα για σκοπούς παροχής ELA και γενικότερα για τους κανόνες ή τις προϋποθέσεις που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο για την παροχή ELA, απάντησε, ότι δεν θυμόταν. Επομένως, και υπό αυτή την οπτική γωνία, η άποψη του Μ.Ε.5, ότι δεν δικαιολογούνταν η παροχή ELA από τον Μάρτιο του 2012 και εντεύθεν, παρέμεινε μετέωρη.

 

Ως προς το ζήτημα της προοπτικής της αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειας της Λαϊκής, η οποία για σκοπούς παροχής ELA άρχισε να εξετάζεται από τον Μάρτιο του 2012, θεωρώ, ότι στη βάση των δεδομένων που περιγράφονται στο Τεκμήριο 73 και στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω, αλλά και των προνοιών του Τεκμηρίου 17, ορθώς αξιολογήθηκε θετικά. Αυτό για τους εξής λόγους. Στις 18.05.2012 η Δημοκρατία, εφαρμόζοντας τον οδικό χάρτη του Τεκμηρίου 17, εξέδωσε το διάταγμα – Τεκμήριο 100 και αναδέχθηκε στις 29.06.2012, μέσω της έκδοσης κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις, τα δικαιώματα προτίμησης της Λαϊκής. Παράλληλα, στις 25.06.2012, υπέβαλε αίτημα στην Τρόικα για την εξασφάλιση δανείου προς αντιμετώπιση των αναγκών του δημόσιου και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η προοπτική ανακεφαλαιοποίησης της Λαϊκής επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια και με το προκαταρκτικό μνημόνιο – Τεκμήριο 30. Τέλος, ακόμη και στην πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup της 16.03.2013 υπήρχε πρόνοια για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής μέσω της επιβολής τέλους επί των καταθέσεων.

 

Η πιο πάνω αναφορά στο Τεκμήριο 30, μας οδηγεί στην εισήγηση του Μ.Ε.5, ότι δεν προνοούνταν σε αυτό η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η εν λόγω εισήγηση δεν βρίσκει, κατά την κρίση μου, έρεισμα στις πρόνοιες του Τεκμηρίου 30. Παραθέτω τους όρους 1.4, 1.5 και 1.10 επί των οποίων στηρίχθηκε η επιχειρηματολογία των Εναγόντων:

 

«1.4.  The Cypriot authorities are conducting an accounting and economic value assessment (due diligence review) of the credit portfolios of Bank of Cyprus, Cyprus Popular Bank, Hellenic Bank and a sample representing about 63% of the cooperative credit institution’s assets as well as Alpha Bank Cyprus, and Eurobank Cyprus in order to inform their home authority. The assessment, which is overseen by a Steering Committee including representatives of the Cypriot authorities, the EC, the ECB, the ESM (as members) and the IMF (as observer), formally started on 4 October 2012, with the selection of the external consultant. This due diligence includes both an accounting review, and an assessment of the economic value of bank’s assets. It also forms the basis for the bank-by-bank stress tests. Details about the expected deliverables of the due diligence exercise have been provided in the Terms of Reference (attached to this Memorandum of Understanding), approved by the Steering Committee and subscribed to by the external consultant. The due diligence preliminary results will be [were] submitted to the Steering Committee by [on] [7 December 2012], with the final report made available by [mid-January 2013].

 

1.5       The due diligence review will form the basis for a bank-by-bank stress test, using a baseline and adverse macroeconomic scenario, with the elements agreed by the Steering Committee at the beginning of November 2012. The stress tests will be carried out by the Central Bank of Cyprus with the assistance of the external consultant and in consultation with EC, ECB and IMF. This stress test will build on the top-down exercise used to determine the overall size of the capital back-stop facility along with capital needs of each participating institution (banks and cooperative credit institutions). The Central Bank of Cyprus in consultation with the EC, the IMF and the EBA, and in liaison with the ECB, will establish the specific capital needs of each participating bank by [31 January 2013] with a view to recapitalisation or resolution, if necessary. 

 

1.10     Noting that the European Banking Authority (EBA) deadline of 30 June 2012 has been missed by two banks and that public capital support has already been provided to one bank, while the State itself is under financial stress, a bank support facility of up to EUR [10] billion is foreseen under the programme, which will also cover potential future capital needs, determined on the basis of a top-down capital exercise, as well as potential resolution costs. The exact amount per bank will be determined in the due diligence exercise. The resources of this facility will be deposited with a dedicated account held at the Central Bank of Cyprus or any relevant securities depository based on the timeline for resolution and recapitalisation. The provision of capital from the facility will be in line with EU state-aid rules and will be disbursed in consultation with the EC, the ECB and the IMF.»

 

Θεωρώ, ότι από το κείμενο των προαναφερόμενων προνοιών συνάγεται ξεκάθαρα, ότι το προκαταρκτικό μνημόνιο προνοούσε για την παροχή στήριξης στον τραπεζικό τομέα μέχρι ποσού ύψους €10 δις. Από αυτή την πρόνοια δεν εξαιρούνταν η Λαϊκή. Το γεγονός, ότι θα έπρεπε να προηγηθεί η έκθεση της PIMCO για τον επακριβή καθορισμό των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών δεν διαφοροποιούσε την προοπτική της ανακεφαλαιοποίησης τους μέσω του μνημονιακού δανείου. Επισημαίνω, ότι ο Μ.Ε.5 κατά την αντεξέτασή του συμφώνησε με τη συνήγορο της Εναγόμενης 2, ότι οι όροι εντολής της PIMCO αφορούσαν τη διακρίβωση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών και δεν σχετίζονταν με τη βιωσιμότητα του δανείου.

 

Ταυτόχρονα, υποδεικνύω, ότι η έκθεση της PIMCO δεν ανέτρεψε τους υπολογισμούς του Τεκμηρίου 30. Δεν κατέδειξε, δηλαδή, ότι οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης θα ήταν πέραν των €10 δις. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, η έκθεση κατέδειξε, στο δυσμενές μάλιστα σενάριο, ότι οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν θα ξεπερνούσαν το ποσό των €9 δις. Αυτό το δεδομένο, καταδεικνύει την ορθότητα της θετικής αξιολόγησης της προοπτικής αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειας της Λαϊκής, αλλά και τη γνησιότητα της πεποίθησης των Εναγομένων 2 και 3, ότι οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα καλύπτονταν από το δάνειο. Παράλληλα, καταδεικνύεται, ότι ο εν συνεχεία αποκλεισμός των τραπεζών οφειλόταν σε αλλαγή στάσης των δανειστών κατ’ αντίθεση των όρων του προκαταρκτικού μνημονίου.

 

Δεν παραβλέπω, ότι οι Ενάγοντες διασύνδεσαν τη θέση τους περί αποκλεισμού της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μέσω του προκαταρκτικού μνημονίου λόγω της συμπερίληψης σε αυτό των «state aid rules». Ο Μ.Ε.5 υποστήριξε, ότι η αναφορά σε «state aid rules», στα Τεκμήρια 17 και 30, καθιστούσε σαφές ότι το μνημονιακό δάνειο δεν θα υπερέβαινε τα €10 δις, καθώς οι σχετικοί κανόνες δεν επέτρεπαν δανεισμό πέραν του 120% του Α.Ε.Π της χώρας.

 

Καταρχάς, σημειώνω, ότι η σχετική αναφορά του Μ.Ε.5 παρέμεινε ατεκμηρίωτη, καθώς δεν παρέπεμψε σε οποιοδήποτε σχετικό κανονισμό που να περιλαμβάνει τέτοια πρόνοια η οποία, κατ’ επέκταση, θα έπρεπε να ήταν σε γνώση των Εναγομένων 2 και 3.

 

Πέραν της εγγενούς αδυναμίας της σχετικής εισήγησης του Μ.Ε.5, η μαρτυρία των Μ.Υ.3(2) και Μ.Υ.1(3), καθώς και το Τεκμήριο 125 κατέδειξαν ότι τα «state aid rules» δεν αφορούν κανόνες που σχετίζονται με την παροχή δανείων προς τα κράτη, αλλά αντιθέτως αφορούν τα κριτήρια παροχής κρατικών ενισχύσεων σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της υπάρχουσας τότε παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Δεν απέκλειαν, επομένως, την παροχή δανείου προς τη Δημοκρατία πέραν των €10 δις, αλλά ρύθμιζαν τους κανόνες παροχής κρατικών ενισχύσεων προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ χρηματοπιστωτικών οργανισμών δραστηριοποιούμενων στην αγορά και δευτερογενείς αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη (βλ. παράγραφοι 5 και 15 του Τεκμηρίου 125). Επιπροσθέτως, σημειώνω ότι ούτε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων στην αγόρευσή του, παρά την επίκληση του Τεκμηρίου 125, παρέπεμψε  σε συγκεκριμένη πρόνοια του εν λόγω Τεκμηρίου που να απαγορεύει την παροχή δανείου προς κράτος εάν αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να υπερβεί το 120% του Α.Ε.Π του κράτους.

 

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η παροχή ELA, σύμφωνα με αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Υ.3(2), δεν αποτελούσε πρόσθετο δανεισμό για τη Λαϊκή, αλλά αντικατάσταση άλλων πηγών άντλησης ρευστότητας. Συγκεκριμένα, η συνολική χρηματοδότηση που έλαβε η Λαϊκή από άλλες χρηματοδοτικές πηγές στις 30.09.2011 ήταν €10,9 δις, ενώ στις 30.09.2012 ήταν €10,2 δις εκ των οποίων τα €9,9 δις ήταν μέσω ELA. Επομένως, η παροχή ELA δεν οδήγησε σε αύξηση του ισολογισμού της Λαϊκής.

 

Ο Μ.Ε.5 καταλόγισε βαρύτατη αμέλεια στις Εναγόμενες 2 και 3 επί τω ότι με την υπό αναφορά αποξένωση αφαιρέθηκε πλούτος από τους καταθέτες της Λαϊκής Κύπρου, χωρίς να τους δοθεί ίση ή ισότιμη αμοιβή, και δωρήθηκε στους μετόχους της Τράπεζας Πειραιώς. Επιπροσθέτως, οι καταθέτες της Λαϊκής Κύπρου έτυχαν άνισης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους καταθέτες της Λαϊκής Ελλάδος.

 

Το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να απαντηθεί είναι το κατά πόσο οι Εναγόμενοι 2 και 3 είχαν λόγο στην πώληση των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα και ιδιαιτέρως στη διαμόρφωση των όρων της εν λόγω πώλησης. Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι, για τους λόγους που θα εκτεθούν αμέσως πιο κάτω, αρνητική.

 

Η διενέργεια της προαναφερόμενης πώλησης αποτελούσε προϋπόθεση για την παραχώρηση του μνημονιακού δανείου. Σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Υ.1(3), οι οικονομικοί όροι της πώλησης ετοιμάστηκαν και τέθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επομένως, οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν οποιοδήποτε ρόλο σε ό,τι αφορά το πρόσωπο του αγοραστή και τους όρους της πώλησης.

 

Αν και η απάντηση στο πρώτο ερώτημα καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με το κατά πόσο αφαιρέθηκε πλούτος από τους καταθέτες της Λαϊκής Κύπρου, εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας σημειώνω τα ακόλουθα.

 

Η θέση του Μ.Ε.5 στηρίχθηκε στις οικονομικές καταστάσεις της  Τράπεζας Πειραιώς, σύμφωνα με τις οποίες υπήρξε υπεραξία €4,5 δις. Κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.5 διαφάνηκε, ωστόσο, ότι δεν υπήρξε πραγματικό χρηματικό όφελος για την Τράπεζα Πειραιώς. Αυτό το οποίο υπήρξε ήταν αρνητική υπεραξία από την απόκτηση των παραρτημάτων και των τριών κυπριακών τραπεζών που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν σε €3,2 δις και όχι €4,5 δις.

 

Περαιτέρω, ο Μ.Ε.5 συμφώνησε ότι η Τράπεζα Πειραιώς πραγματοποίησε ζημιές κατά τα έτη 2014 – 2015, δηλαδή κατά τα έτη που ακολούθησαν την απόκτηση των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών.  Αυτή η παραδοχή σε συνδυασμό με τη θέση του, ότι τα αποτελέσματα της Τράπεζας Πειραιώς προ της εξαγοράς των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών και μετά από αυτήν δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, αφήνει μετέωρο τον ισχυρισμό του περί οφέλους που αποκόμισε η Τράπεζα Πειραιώς. Αφ’ ης στιγμής οι οικονομικές καταστάσεις δεν μπορούσαν να συγκριθούν μεταξύ τους και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσο οι ζημιές που καταγράφηκαν τα έτη 2014 – 2015 συνδέονται με τα προβληματικά δάνεια των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών ή όχι, τότε, πώς μπορεί, την ίδια στιγμή, να είναι βέβαιος για το ότι επωφελήθηκε η Τράπεζα Πειραιώς και ζημιώθηκαν αντιστοίχως οι καταθέτες της Λαϊκής Κύπρου. Είναι χαρακτηριστική η πιο κάτω στιχομυθία μεταξύ της συνηγόρου της Εναγόμενης 2 και του Μ.Ε.5 (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«E.      Ξέρεις αν η Τράπεζα Πειραιώς το '14 και το '15 πραγματοποίησε ζημιές;

 A.       Πραγματοποίησε ζημιές η Τράπεζα Πειραιώς το '14 και '15.

 E.       Ξέρεις και γιατί;

 A.       Κοιτάξετε, η Τράπεζα Πειραιώς την περίοδο ακόμα και την περίοδο αυτήν που μιλούμε είχε προβεί και σε ακόμα μια εξαγορά, της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Επομένως οι κινήσεις που έκανε η Τράπεζα Πειραιώς που ήταν μη οργανική ανάπτυξη των εργασιών της ουσιαστικά είχαν κόστος. Και ναι, η Τράπεζα Πειραιώς πραγματοποίησε αρκετές ζημιές για διάφορους λόγους. Επαναλαμβάνω ότι η Τράπεζα Πειραιώς προχώρησε και σε διάφορες εξαγορές τόσο πριν, όσο και μετά από την περίοδο εκείνη. Άρα τα αποτελέσματα της Τράπεζας Πειραιώς αν με ρωτάτε να σας πω συγκριτικά το '11, το '12, το '13, το '14 και το '15 και ακόμα και μέχρι και το '18 δεν μπορεί να είναι άμεσα συγκρίσιμα μεταξύ τους διότι μιλούμε για διαφορετικό Όμιλο κάθε χρόνο. Λόγω των εξαγορών και συγχωνεύσεων τις οποίες έχει κάνει η Τράπεζα Πειραιώς.

 E.       Εγώ θα σου υποβάλω ότι κατ' αρχήν αυτή η αναφορά του 3,2 δις για κέρδη που αναφέρετε ακόμα και στις οικονομικές καταστάσεις είναι μια εικονική αναφορά αφού δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι προβλέψεις που έπρεπε να ληφθούν αναφορικά με τα προβληματικά δάνεια των τριών υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. 

 A.       Να διαφωνήσω μαζί σας και διαφωνώ μαζί σας γιατί ξέρω πολύ καλά ότι εκτός από αυτά τα οποία αποτιμήθηκαν είχαν αποτιμηθεί και άλλα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών των κυπριακών στη συνέχεια από τα οποία είχε ακόμα επωφεληθεί η Τράπεζα Πειραιώς τα οποία δεν μπορώ αυτήν τη στιγμή να στοιχειοθετήσω αλλά ξέρω πολύ καλά ότι υπήρξαν εγγυητικές για παράδειγμα που είχαν παραχωρηθεί μπορεί όχι από τη Λαϊκή, αλλά από την Τράπεζα Κύπρου σε έργα του ελληνικού δημοσίου συγχρηματοδοτούμενα τα οποία δεν είχαν συμπεριληφθεί στη συμφωνία και αποτιμήθηκαν στη συνέχεια. Γι' αυτό σου λέω ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα βγαίνει στη συνέχεια είναι μη συγκρίσιμο. Και από πού γνωρίζετε ότι οι διαγραφές ή οι ζημιές τις οποίες έχει υποστεί η Τράπεζα Πειραιώς στη συνέχεια αν θεωρήσω ότι δεν προέρχονται από τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές που έκανε στη συνέχεια δεν προέρχονται για παράδειγμα από την μεγάλη προβληματική τράπεζα που αγόρασε την άλλη την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος; Έχει μεγάλες διαγραφές εκεί, έχετε συγκεκριμένα στοιχεία;

 E.       Εσείς έχετε συγκεκριμένα στοιχεία ότι δεν είναι από τις εξαγορές των προβληματικών δανείων των τριών υποκαταστημάτων που συμπεριλήφθηκαν;  

 A.       Δεν έχω συγκεκριμένα στοιχεία, δεν ξέρω αν έχετε εσείς. Απλώς σας λέω ότι δεν μπορώ να εκφέρω άποψη επί του θέματος. Θεωρώ ότι η προσέγγιση σας είναι γενική και θεωρητική διότι μιλούμε για διαφορετική δομή τράπεζας. Δηλαδή έχουν μπει και άλλες τράπεζες στην Τράπεζα Πειραιώς που έχουν δημιουργήσει έναν νέο όμιλο.»

 

Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν είναι συγκρίσιμη η οικονομική κατάσταση της Τράπεζας Πειραιώς πριν και μετά την εξαγορά των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών, δεν μπορεί βάσιμα να υποστηρίζεται ότι επωφελήθηκε από αυτή εις βάρος των καταθετών της Λαϊκής.

 

·              Εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης, αντί της εκκαθάρισης της Λαϊκής

Η όλη συλλογιστική που ανέπτυξε ο Μ.Ε.5 για να υποστηρίξει ότι με την εφαρμογή του μέτρου της εκκαθάρισης οι καταθέτες θα ήταν σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με αυτή στην οποία βρέθηκαν με την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης, προϋποθέτει την παραχώρηση του μνημονιακού δανείου ύψους €10 δις προς τη Δημοκρατία, καθώς και την πληρωμή από την τελευταία προς τη Λαϊκή του ποσού των €1,8 δις των δικαιωμάτων προτίμησης που αναδέχθηκε δυνάμει του Τεκμηρίου 100. Στην απουσία των προαναφερόμενων δεδομένων η ανάλυση και επιχειρηματολογία του Μ.Ε.5, ως προς το ότι η εκκαθάριση θα είχε ευνοϊκότερα αποτελέσματα, παραμένει γράμμα κενό.

 

Προέχει, επομένως, η εξέταση του ακόλουθου ερωτήματος. Υπήρχε ενδεχόμενο παραχώρησης του μνημονιακού δανείου, εάν η Λαϊκή εκκαθαριζόταν; Αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική, τότε, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, περιττεύει η εξέταση των αναλύσεων του Μ.Ε.5. Σημειώνω, ότι το υπό εξέταση ζήτημα δεν εμπίπτει στο πεδίο εμπειρογνωμοσύνης των μαρτύρων, αφού άπτεται των γεγονότων που επικρατούσαν τη δεδομένη χρονική στιγμή.

 

Άμεση απάντηση στο ερώτημα, στη βάση τουλάχιστον των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υπάρχει. Αυτό, διότι το σενάριο της εκκαθάρισης δεν φαίνεται να τέθηκε επισήμως ως πιθανή λύση στα δύο κρίσιμα Eurogroup της 16.03.2013 και της 25.03.2013. Υπάρχουν, όμως, άλλα γεγονότα τα οποία αντικειμενικά οδηγούν στο αναπόδραστο συμπέρασμα, ότι δεν ήταν προς συζήτηση το ενδεχόμενο παραχώρησης δανείου στη Δημοκρατία με ταυτόχρονη εκκαθάριση της Λαϊκής. Τα παραθέτω αμέσως πιο κάτω.

 

Στις 27.07.2012, μετά την υποβολή αιτήματος εκ μέρους της Δημοκρατίας για παροχή δανείου ύψους €17,5 δις από την Τρόικα προς αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αναγκών και των αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο ελεγκτικός οίκος KPMG ετοίμασε προκαταρκτική έκθεση σε σχέση με τα σενάρια αναδιάρθρωσης της Λαϊκής (Τεκμήριο 109). Η εν λόγω έκθεση, όπως υποδηλοί και ο τίτλος της, χρησιμοποιήθηκε σε συνάντηση με την Τρόικα. Σε αυτήν την έκθεση εξετάστηκε και το σενάριο της εκκαθάρισης το οποίο θεωρήθηκε ότι αποτελούσε τη χειρότερη δυνατή επιλογή, αφού η επίπτωση στα κεφάλαια της Λαϊκής υπολογίστηκε ότι θα κυμανθεί μεταξύ €12 δις - €15 δις, χωρίς να υπολογίζονται οι επιπτώσεις στην ευρύτερη οικονομία. Μάλιστα, καταγράφηκε και το εξής σχόλιο ως προς τις επιπτώσεις στην οικονομία λόγω της συστημικότητας της τράπεζας:

«Given its systemic importance, liquidation would severely impact the Cypriot economy (e.g. balance sheet =2x GDP) and would reduce competition in Cypriot banking)»

 

Ακολούθως, στις 13.03.2013, η Λαϊκή, συμμορφούμενη με υποχρέωση της που πηγάζει από το Τεκμήριο 100, παρέδωσε στην Εναγόμενη 2 το αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης της προκειμένου να υποβληθεί από την Εναγόμενη 2 στις αρμόδιες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δέσμη Τεκμηρίου 108). Εξετάστηκε και πάλι το ενδεχόμενο της εκκαθάρισης, με τα αποτελέσματα του να είναι μακράν τα χειρότερα όλων των διαθέσιμων επιλογών (βλ. Κεφάλαιο 5.3, πίνακας 5.1 δέσμης Τεκμηρίου 108). Η επίπτωση στα κεφάλαια της Λαϊκής, χωρίς να υπολογίζονται οι ευρύτερες επιπτώσεις στο κράτος, θα ήταν μεταξύ των €6,8 δις - €18,2 δις. Στο Κεφάλαιο 5.6.5 της δέσμης Τεκμηρίου 108 γίνεται περαιτέρω ανάλυση της επιλογής της εκκαθάρισης και των δυνητικών δυσμενών επιπτώσεων επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής. Οι πιο κάτω αναφορές είναι ενδεικτικές:

 

«CPB is of systemic importance for Cyprus as the second largest bank in the country. It has maintained a dominant position in the Cyprus Banking system through the years. Liquidating this bank is a worst case scenario for the Bank and the Cyprus economy as it could potentially result in:

·         Significant asset haircuts as a result of fire sales. Asset and collateral liquidation by the bank as part of the orderly wind down will increase the supply of assets and is likely to further reduce prices and recoveries in a stressed market. This will negatively impact the banking system and also influence the entire economy of Cyprus. The experience of the Federal Deposit Insurance Corporation in the United States suggests the average incurred recovery for a liquidated bank is circa 60% on performing loans and 20-30% on non-performing loans. Low recovery rates will imply a higher burden on the Bank (and ultimately the taxpayer).»

 

Ο Μ.Υ.1(2) επεξήγησε, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η επίπτωση στα κεφάλαια τόσο δυσμενέστερες είναι οι επιπτώσεις στα συμφέροντα των πιστωτών. Κατά συνέπεια, στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, θα ήταν μάταιη οποιαδήποτε πρόταση ή διαπραγμάτευση για εφαρμογή του μέτρου της εκκαθάρισης, αφού αυτό παρουσιαζόταν ως καταστροφικό, τόσο για την ίδια τη Λαϊκή και κατ’ επέκταση τους καταθέτες της, όσο και για την οικονομία ευρύτερα. Η αντιμετώπιση μίας τέτοιας πρότασης θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, αρνητική και δεν θα μπορούσε, επομένως, να αποτελέσει εναλλακτική λύση.  

 

Ένα ακόμη αντικειμενικό δεδομένο που καταδεικνύει, ότι το δάνειο δεν θα παραχωρούνταν παρά μόνο με την εφαρμογή του μέτρου της εξυγίανσης της Λαϊκής αποτελεί και η ανακοίνωση του Eurogroup ημερ. 25.03.2013 – Τεκμήριο 45. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν τα ακόλουθα: «The Eurogroup welcomes the plans for restructuring the financial sector as specified in the annex.» Συνεπώς, παρά το ότι το δάνειο περιορίστηκε εντέλει στην κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών μόνο, εντούτοις, οι δανειστές έθεσαν ως όρο τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων που εξειδικεύτηκαν στο Παράρτημα του Τεκμηρίου 45. Το πρώτο μέτρο που απαριθμείται στο εν λόγω Παράρτημα είναι η εξυγίανση της Λαϊκής στη βάση του νέου νομοθετικού πλαισίου εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, ήτοι στη βάση του Ν.17(Ι)/2013.

 

Όλα τα πιο πάνω, σωρευτικά ιδωμένα, οδηγούν στο μόνο ασφαλές συμπέρασμα, ότι η επιλογή της εκκαθάρισης ήταν η χειρότερη δυνατή λύση για τη Λαϊκή. Θα ήταν, επομένως, άκαιρο και ανώφελο για τη Δημοκρατία να προωθήσει μία τέτοια λύση χωρίς να διαθέτει στη φαρέτρα της οποιαδήποτε βάσιμα επιχειρήματα προς υποστήριξη της επιλογής της εκκαθάρισης της Λαϊκής. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ως συνάγεται από το Τεκμήριο 45, η εφαρμογή του μέτρου της εξυγίανσης αποτελούσε όρο εκ των ων ουκ άνευ για την παραχώρηση του δανείου. Συνεπώς, η επιλογή της εκκαθάρισης, δεν θα οδηγούσε μόνο στην άρνηση παραχώρησης του δανείου, αλλά και στην αδυναμία του κράτους στην καταβολή του ποσού των €1,8 δις σε χρήμα, λόγω των δημοσιονομικών πιέσεων που δεχόταν.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η ενασχόληση στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης με τη θεωρητική ανάλυση που παρέθεσε ο Μ.Ε.5 καθίσταται ακαδημαϊκής, πλέον, σημασίας, αφού τα δύο προαπαιτούμενα της εξέτασης της πρακτικής εφαρμογής της, ήτοι η παραχώρηση του μνημονιακού δανείου και η πληρωμή του €1,8 δις, απουσιάζουν. Παρά ταύτα, για σκοπούς πληρότητας, επισημαίνω τα ακόλουθα δύο ζητήματα τα οποία αναδεικνύουν, κατά την άποψή μου, τις εγγενείς αδυναμίες της εισήγησης του Μ.Ε.5.

 

Πρώτον, ο Μ.Ε.5 χρησιμοποίησε στην ανάλυσή του για την εκκαθάριση τις τιμές που υιοθετήθηκαν στην εξυγίανση σε σχέση με την αξία των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής. Χρησιμοποίησε, δηλαδή, την εύλογη αξία, όπως αυτή υπολογίστηκε από την  KPMG στο Τεκμήριο 106 για τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής που μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. Ωστόσο, τόσο η δέσμη Τεκμηρίου 108, όσο και το Τεκμήριο 109, υποδεικνύουν ότι οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση εκκαθάρισης υφίστανται σημαντική μείωση. Συγκεκριμένα, για τα δάνεια (advances to customers - net), τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής (βλ. Τεκμήριο 73, σελ.63 - Χορηγήσεις €24.778.623) καταγράφηκαν προβλέψεις για μειώσεις της τάξης του 50% – 63% της αξίας τους (πίνακας κεφαλαίου 5.6.5.2 δέσμης Τεκμηρίου 108 και σελ.5 Τεκμηρίου 109). Τα πιο πάνω συνάδουν και με όσα δήλωσε ο Μ.Υ.1(2), ο οποίος ανέφερε ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων γίνεται με βάση τη ρευστοποιήσιμη αξία η οποία είναι χαμηλότερη από την εύλογη αξία. Επιγραμματικά σημειώνω, ότι η δέσμη Τεκμηρίου 108 και το Τεκμήριο 109 σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1(2) θέτουν εκ ποδών την όλη συλλογιστική του Μ.Ε.5 περί καλύτερων αποτελεσμάτων της εκκαθάρισης σε σύγκριση με την εξυγίανση.

 

Δεύτερον, η ανάλυση περιορίστηκε στη σειρά προτεραιότητας των πιστωτών και στο τι θα λάμβαναν από τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής χρησιμοποιώντας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τις αξίες που υιοθετήθηκαν στην εξυγίανση. Δεν επεκτάθηκε η ανάλυση στις συνέπειες που θα επέρχονταν από την εφαρμογή του μέτρου της εκκαθάρισης. Ως ανέφεραν οι Μ.Υ.1(2) και Μ.Υ.1(3), με την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης των εργασιών της Λαϊκής, όπου η τελευταία πωλήθηκε ως δρώσα οικονομική μονάδα, συνεχίστηκαν οι βασικές και κρίσιμες τραπεζικές εργασίες οι οποίες μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. Συγκεκριμένα, διασφαλίστηκε η άμεση πρόσβαση των πελατών της Λαϊκής στα χρήματά τους μέχρι ποσού €100.000 και στις πιστωτικές διευκολύνσεις που τους παρέχονταν, είτε αυτές ήταν σε μορφή δανείων, είτε σε τρεχούμενους λογαριασμούς, είτε σε άλλη μορφή. Σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι πελάτες της Λαϊκής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να προσδιοριστεί,  δεν θα είχαν πρόσβαση στις καταθέσεις και λογαριασμούς τους, αφού θα έπρεπε να γίνει αποτίμηση όλων των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων της τράπεζας. Παράλληλα, η τράπεζα θα έπαυε τις εργασίες της, αφού θα ανακαλείτο η άδεια λειτουργίας της (βλ. άρθρα 33(ε) και 31 Ν.66(Ι)/97, ως ίσχυε στις 22.03.2013). Με δεδομένο ότι η Λαϊκή κατείχε το 25% της αγοράς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι κάτι τέτοιο θα παρέλυε σε μεγάλο βαθμό την οικονομία επιφέροντας δυσμενέστατες συνέπειες. Περαιτέρω, ο Μ.Ε.5 δεν ανέλυσε τις επιπτώσεις που θα προκαλούνταν στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Δημοκρατίας ως συνέπεια της εκκαθάρισης μιας συστημικής τράπεζας. Υποδεικνύω, ότι, σύμφωνα με τον Μ.Υ.1(2) σε καμία χώρα του κόσμου δεν τέθηκε σε εκκαθάριση συστημική τράπεζα, καθώς μια τέτοια ενέργεια θα επηρέαζε τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Τα πιο πάνω ουσιώδη ζητήματα δεν απασχόλησαν τον Μ.Ε.5, με αποτέλεσμα η ανάλυση του να παραμένει ατελής. 

 

Οι συγκεκριμένες αναφορές του Μ.Ε.5 εκφεύγουν της εμπειρογνωμοσύνης του, καθώς δεν διατυπώνει τη γνώμη του επί ενός εξειδικευμένου τομέα για τον οποίο απαιτούνται ειδικές γνώσεις, αλλά αποτελούν σχολιασμό πράξεων και δηλώσεων τρίτων προσώπων. Κατά συνέπεια, οι σχετικές αναφορές αποτελούν μη αποδεκτή μαρτυρία η οποία, ως τέτοια, θα αγνοηθεί.

 

Σε κάθε, όμως, περίπτωση η προσαχθείσα μαρτυρία δεν κατέδειξε, ότι οι δηλώσεις και ενέργειες που αποδίδουν οι Ενάγοντες και ο Μ.Ε.5 σε αξιωματούχους των Εναγομένων 2 και 3 ήταν παραπλανητικές ή ότι αυτές έγιναν απερίσκεπτα ή με αδιαφορία ως προς το αληθές αυτών. Όλες οι επίμαχες δηλώσεις και ενέργειες αφορούν την περίοδο μέχρι τις 28.02.2013. Δεν υπάρχει ενώπιόν μου αξιόπιστη μαρτυρία που να δεικνύει ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 ή οι αξιωματούχοι τους γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι θα λαμβάνονταν μέτρα εξυγίανσης που θα οδηγούσαν σε απομείωση των καταθέσεων και παρά ταύτα παραπλανούσαν το ευρύ κοινό και ειδικότερα τους Ενάγοντες.

 

Ευρήματα

Από το 2009 άρχισαν να γίνονται ορατές στην κυπριακή οικονομία οι επιπτώσεις από την παγκόσμια οικονομική κρίση, ενώ από τα μέσα του 2011 η Δημοκρατία αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές με αποτέλεσμα οι δυνατότητες του κράτους προς εξασφάλιση εξωτερικού δανεισμού να περιοριστούν δραστικά. Την ίδια περίοδο ξεκίνησαν να παρουσιάζονται προβλήματα στα τραπεζικά ιδρύματα της Κύπρου, ενόψει της επιδείνωσης του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και των εκροών καταθέσεων που παρατηρούνταν κυρίως στις εργασίες των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα.

 

Στις 21.07.2011 το Συμβούλιο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των κρατών‑μελών της Ευρωζώνης αποφάσισε όπως υπάρξει εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Η αρχική προσέγγιση ήταν, ότι η συμμετοχή των ιδιωτών θα γινόταν σε εθελοντική βάση και η συνεισφορά τους θα αφορούσε απομείωση της ονομαστικής αξίας των ΟΕΔ που κατείχαν σε ποσοστό 21% περίπου. Η απόφαση για την απομείωση των ΟΕΔ και τη συμμετοχή ιδιωτών επικυρώθηκε τον Οκτώβρη του 2011 σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής. Η συμμετοχή των ιδιωτών κατέστη τελικά υποχρεωτική και το ποσοστό απομείωσης οριστικοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012. Η απομείωση των ΟΕΔ που κατείχε η Λαϊκή έφθασε σε ποσοστό το 76,4% της ονομαστικής αξίας τους με τη χρηματική ζημιά που υπέστη να ανέρχεται στο ποσό των €2,331 δις. Εν τω μεταξύ η Λαϊκή αντιμετώπιζε και προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα από τον Σεπτέμβρη του 2011 να λαμβάνει ELA από την Εναγόμενη 2.

 

Παράλληλα, στις 27.10.2011 οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθέτησαν κοινή δήλωση με την οποία συμφώνησαν στη λήψη μέτρων προς τον σκοπό αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συμφωνήθηκε όπως τα τραπεζικά ιδρύματα επιτύχουν και διατηρήσουν δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%. Προς τούτο εκδόθηκε και σχετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών στην οποία παρουσιαζόταν και κατάλογος των τραπεζικών ιδρυμάτων που όφειλαν να συμμορφωθούν με την κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτόν τον κατάλογο περιλαμβανόταν τόσο η Λαϊκή, όσο και η Τράπεζα Κύπρου. Για την επίτευξη του πιο πάνω στόχου παραχωρήθηκε χρόνος μέχρι τις 30.06.2012. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι για υλοποίηση του στόχου του ελάχιστου δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%, οι τράπεζες θα επιχειρούσαν αύξηση των κεφαλαίων μέσω ιδιωτικών πόρων και σε περίπτωση μη ευόδωσης της πιο πάνω προσπάθειας, θα αποτείνονταν στις εθνικές κυβερνήσεις για παροχή στήριξης. Εάν οι εθνικές κυβερνήσεις δεν ήταν σε θέση να παράσχουν σχετική στήριξη, τότε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, στις περιπτώσεις των χωρών της Ευρωζώνης, θα χρηματοδοτούνταν μέσω δανείου από το ΕΤΧΣ.

Η προσπάθεια της Λαϊκής για επίτευξη του πιο πάνω στόχου δεν ήταν επιτυχής και ως εκ τούτου αποτάθηκε στο κράτος για στήριξη. Η Δημοκρατία, κατόπιν εισήγησης και σύμφωνης γνώμης της Εναγόμενης 2, και στη βάση των προνοιών της προαναφερόμενης κοινής δήλωσης των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να παράσχει κρατική στήριξη στη Λαϊκή. Για αυτόν τον σκοπό εξέδωσε την Κ.Δ.Π. 182/2012 και στις 29.06.2012, μέσω της έκδοσης κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις, αναδέχθηκε τα δικαιώματα προτίμησης της Λαϊκής.

 

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω τα δημόσια οικονομικά από το 2009 παρουσίαζαν διαρκή επιδείνωση. Προς αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αναγκών, η Δημοκρατία συνήψε συμφωνία δανεισμού από τη Ρωσική Ομοσπονδία τον Νοέμβριο του 2011 δυνάμει της οποίας εξασφάλισε δάνειο ύψους €2,5 δις. Ενόψει, ωστόσο, των αυξημένων πιέσεων των δημοσιονομικών αναγκών, καθώς και των αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα, η Δημοκρατία στις 25.06.2012 υπέβαλε αίτημα στην Τρόικα για παραχώρηση δανείου ύψους €17,5 δις για την κάλυψη των αναγκών τόσο του δημοσίου, όσο και του χρηματοπιστωτικού τομέα.

 

Η Εναγόμενη 2, άρχισε, παράλληλα, την επεξεργασία νομοσχεδίου αναφορικά με την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το πρώτο προσχέδιο νόμου καταρτίστηκε τον Ιούνιο του 2012. Ακολούθως, μετά την κάθοδο της Τρόικα στην Κύπρο για τη συζήτηση των όρων του μνημονιακού δανείου, οι διεθνείς δανειστές ζήτησαν όπως ετοιμαστεί ολοκληρωμένο νομοσχέδιο για θέματα εξυγίανσης στη βάση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέσπιση Οδηγίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων. Το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο στη συνέχεια ψηφίστηκε ως ο Ν.17(Ι)/2013, διαβιβάστηκε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για εκφορά γνώμης τον Ιανουάριο του 2013.

 

Οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα οδήγησαν στην υπογραφή προκαταρκτικού μνημονίου στις 23.11.2012. Στο εν λόγω έγγραφο περιλαμβανόταν πρόνοια για χρηματοδότηση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών μέχρι ποσού €10 δις. Επίσης, αποτελούσε όρο στο προκαταρκτικό μνημόνιο η διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου σε τραπεζικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης της Λαϊκής, προκειμένου να καθοριστούν οι κεφαλαιακές ανάγκες της κάθε τράπεζας που συμπεριλήφθηκε στον διαγνωστικό έλεγχο. Ο εν λόγω διαγνωστικός έλεγχος ανατέθηκε στην εταιρεία PIMCO και τα αποτελέσματά του δημοσιοποιήθηκαν την 01.02.2013. 

 

Μετά τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2013, πραγματοποιήθηκε στις 04.03.2013 συνάντηση του Eurogroup στην οποία συμμετείχε η νέα κυβέρνηση. Η Τρόικα, στη βάση των αποτελεσμάτων του διαγνωστικού ελέγχου της PIMCO και των μεγάλων κεφαλαιακών αναγκών που κατέδειξε σε σχέση με τη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου, αποφάσισε ότι δεν ήταν πρόθυμη να παράσχει χρηματοδότηση στο απαιτούμενο επίπεδο για να καλύψει το κεφαλαιακό έλλειμμα των τραπεζών.

 

Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, άρχισε από πλευράς Δημοκρατίας η επεξεργασία εναλλακτικών σεναρίων και ετοιμασία εκθέσεων προκειμένου να καταδειχθεί ότι η Κύπρος ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει το επίπεδο δανεισμού που αρχικά αιτήθηκε. Παράλληλα, ο ΠτΔ συναντήθηκε με την Καγκελάριο της Γερμανίας σε μια προσπάθεια να την μεταπείσει ως προς το ζήτημα της χρηματοδότησης των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.

 

Στη συνάντηση του Eurogroup ημερ. 16.03.2013 η Δημοκρατία πρότεινε την επιβολή τέλους επί των τόκων στο σύνολο των καταθέσεων που τηρούνταν στις κυπριακές τράπεζες. Η Τρόικα δεν αποδέχθηκε την εν λόγω θέση και εισηγήθηκε την επιβολή εισφοράς επί της αξίας του συνόλου των καταθέσεων. Στη βάση της πιο πάνω πρότασης επιτεύχθηκε πολιτική συμφωνία και ετοιμάστηκε σχετικό νομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή. Στις 19.03.2013 απορρίφθηκε το προαναφερόμενο νομοσχέδιο από τη Βουλή. Στις 21.03.2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε, ότι η παροχή ELA θα ήταν διαθέσιμη στις κυπριακές τράπεζες, μόνο εάν εφαρμοζόταν ένα αποδεκτό πρόγραμμα στήριξης μέχρι τις 25.03.2013. 

 

Μετά την απόρριψη του νομοσχεδίου από τη Βουλή, η κυβέρνηση της Δημοκρατίας συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα προκειμένου να εξευρεθούν τρόποι αύξησης του ορίου χρέους της Δημοκρατίας και επιλογής ενός οικονομικού προγράμματος που θα είχε ήπιο αντίκτυπο στους πιστωτές των τραπεζών. Παράλληλα, στις 22.03.2013, ψηφίστηκε από τη Βουλή ο Ν.17(Ι)/2013 που αφορά την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

 

Στις 25.03.2013 διεξάχθηκε νέο Eurogroup. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τη Δημοκρατία δεν στέφθηκαν με επιτυχία, με αποτέλεσμα να γίνουν αποδεκτοί οι όροι της Τρόικα οι οποίοι, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν την εξυγίανση της Λαϊκής στη βάση των προνοιών του Ν.17(Ι)/2013. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, στις 25.03.2013 η Κ.Δ.Π. 94/13 αναφορικά με την πώληση εργασιών της Λαϊκής, στις 26.03.2013 η Κ.Δ.Π. 97/13 αναφορικά με την πώληση των εν Ελλάδι εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα Πειραιώς και στις 29.03.2013 η Κ.Δ.Π. 104/13 αναφορικά με την πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου.

 

Οι Ενάγοντες διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς στη Λαϊκή και λόγω της εφαρμογής του μέτρου της εξυγίανσης της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής, μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου οι καταθέσεις τους μέχρι του ποσού των €100.000. Τα υπόλοιπα ποσά των καταθέσεων των Εναγόντων παρέμειναν στη Λαϊκή και οι Ενάγοντες υπέβαλαν στον εκκαθαριστή της Λαϊκής επαληθεύσεις χρέους, οι οποίες έγιναν αποδεκτές. Συγκεκριμένα, ο Ενάγων στην αγωγή 5423/13 υπέβαλε επαλήθευση χρέους για το ποσό των €1.707.252,16, η Ενάγουσα στην αγωγή 2409/14 για το ποσό των €202.317,72, η Ενάγουσα στην αγωγή με αριθμό 818/2016 για το ποσό των €191.110,32 και η Ενάγουσα στην αγωγή 820/16 για το ποσό των €914.503,32.

 

 

Συμπεράσματα

Η απαίτηση των Εναγόντων εδράζεται σε τρείς πυλώνες, ήτοι στην αμέλεια, στην παράβαση θέσμιου καθήκοντος και στις ψευδείς παραστάσεις.

 

Στις Εκθέσεις Απαίτησης συμπλέκονται σε διάφορες παραγράφους οι αιτίες αγωγής της αμέλειας και της παράβασης νομικών καθηκόντων. Η νομολογία ορίζει, ως γενική αρχή, ότι θα πρέπει να δικογραφούνται ξεχωριστά οι λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης νομικού καθήκοντος (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κωστάκη (2008) 1Α Α.Α.Δ, 432). Στη Sigma Radio TV Public Ltd κ.ά. και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά., Πολ. Έφ. 272/13, ημερ. 08.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:A242, τονίστηκε ότι: «Η παράβαση θέσμιου καθήκοντος (breach of statutory duty) αποτελεί αυτοτελή αιτία αγωγής και πρέπει να εγείρεται στα δικόγραφα αυτοτελώς και ξεχωριστά από άλλες αγώγιμες αξιώσεις».

 

Η προαναφερόμενη γενική αρχή δεν εφαρμόζεται, ωστόσο, κατά τρόπο ανελαστικό. Στην Παπακώστα v. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Πολ. Έφ. 214/13, ημερ. 24.06.2019, ECLI:CY:AD:2019:A238, αν και δεν υπήρξε ξεχωριστή δικογράφηση των λεπτομερειών αμέλειας και της παράβασης νομικών καθηκόντων, εντούτοις το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτό το γεγονός δεν ήταν μοιραίο. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε, ότι από τη μη ορθή και ενδεδειγμένη δικογράφηση δεν δημιουργήθηκε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης. Εφαρμόζοντας την προσέγγιση της πιο πάνω υπόθεσης, παρατηρώ ότι και στην παρούσα δεν προκλήθηκε πρόβλημα κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης από την κοινή δικογράφηση των λεπτομερειών αμέλειας και παράβασης νομικών καθηκόντων. Συνεπώς, θα προχωρήσω στην από κοινού εξέταση των δύο αιτιών αγωγής.

 

Προέχει η αναφορά στα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, όπως αυτό κωδικοποιείται στο άρθρο 51 του Κεφ.148. Τα συστατικά στοιχεία που θα πρέπει να αποδειχθούν για να στοιχειοθετηθεί αμέλεια συνίστανται στην ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, στην έλλειψη της προσήκουσας προσοχής από μέρους ενός μέσου συνετού ανθρώπου, στην πρόκληση ζημιάς ως αποτέλεσμα της αμελούς πράξης ή παράλειψης και στη δυνατότητα πρόβλεψης ότι η τέλεση της εν λόγω πράξης ή παράλειψης μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα (Παπακώστας v. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, ανωτέρω).

 

Σημειώνεται, ότι η ευθύνη της Δημοκρατίας για αμελείς πράξεις υπαλλήλων ή αρχών της πηγάζει από το άρθρο 172 του Συντάγματος. Παρά το ότι μέχρι σήμερα δεν έχει ψηφιστεί ειδική νομοθεσία που να ρυθμίζει τα της αστικής ευθύνης της Δημοκρατίας, η τελευταία δεν εξαιρείται από την ευθύνη για αμελείς ενέργειες των υπαλλήλων ή αξιωματούχων της (σύγγραμμα «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας» του πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. A. Λοΐζου, σελ.409 – 410).

 

Οι εκφάνσεις της αποδιδόμενης αμέλειας παρατέθηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων. Επιγραμματικά, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 από κοινού επέδειξαν βαριά αμέλεια σε ό,τι αφορά (i) την  απόκτηση ΟΕΔ από τις τράπεζες και τον χειρισμό της απομείωσης της αξίας τους, (ii) την έκδοση κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις προς όφελος της Λαϊκής, (iii) την αποξένωση παραρτημάτων - υποκαταστημάτων της Λαϊκής στην Ελλάδα και (iv) την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης αντί της εκκαθάρισης της Λαϊκής. Επιπροσθέτως, η Εναγόμενη 2 υπήρξε βαριά αμελής σε σχέση με την παροχή ELA στη Λαϊκή παρά το ότι αυτή κατέστη αφερέγγυα, ενώ η Εναγόμενη 3 υπήρξε αμελής σε σχέση με την αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των δημοσιονομικών προβλημάτων της Δημοκρατίας. Όλα τα πιο πάνω ζητήματα συνιστούν ταυτόχρονα και παραβάσεις θέσμιων καθηκόντων των Εναγομένων 2 και 3, αφού η μεν Εναγόμενη 2 έχει καθήκον διαφύλαξης του χρηματοπιστωτικού τομέα και των συμφερόντων των καταθετών των τραπεζών, η δε Εναγόμενη 3 καθήκον διασφάλισης των δημοσιονομικών αναγκών και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Αμφότερες, κατά τους Ενάγοντες, παραβίασαν τα θεσμοθετημένα καθήκοντά τους.

 

Σε αυτό το σημείο θεωρώ χρήσιμη την παραπομπή στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Χριστοδούλου κ.α ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α (2013) 3 Α.Α.Δ 427. Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας (κατά πλειοψηφία) τις προσφυγές που καταχωρήθηκαν από καταθέτες της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου κατά των διαταγμάτων που εκδόθηκαν σε σχέση με την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης δυνάμει του Ν.17(Ι)/2013, έθεσε το πλαίσιο εξέτασης των απαιτήσεων των καταθετών των πιο πάνω τραπεζών στις αστικές διαδικασίες προς τις οποίες και τους παρέπεμψε. Παραθέτω σχετικά αποσπάσματα (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):

 

«Αυτή είναι δε και η ουσία του θέματος, σε συμφωνία με την ορθόδοξη θεώρηση των πραγμάτων. Τα όποια δικαιώματα των καταθετών της Λαϊκής, αν αυτοί επηρεάζονται δυσμενώς από την πώληση των εργασιών της, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου της νομιμότητας των εν λόγω Διαταγμάτων αλλά στα πλαίσια αστικών διαδικασιών εναντίον της ίδιας της Λαϊκής στη βάση της συμβατικής σχέσης ή στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης και κατ’ επέκταση και της Δημοκρατίας ως έχουσας, δια της παρέμβασης της αυτής μέσω της Κεντρικής Τράπεζας στα της Λαϊκής, ενδεχομένως προκαλέσει ζημία στους καταθέτες. Είναι σε εκείνα τα πλαίσια που θα μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα των ενεργειών της Δημοκρατίας δυνάμει των Διαταγμάτων και η όποια ζημία έχει ενδεχομένως προκληθεί στους καταθέτες από τις ενέργειες εκείνες, περιλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τον όποιο επηρεασμό των προτεραιοτήτων και εξασφαλίσεων, τον επηρεασμό ως εκ της ενδεχομένως μη συμφέρουσας αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων (με αναφορά και στα τρία Διατάγματα 97, 105 και 103), τον επηρεασμό ως εκ της ανισότητας μεταχείρισης που μπορεί να προκύπτει ως εκ της επιλεκτικής μεταβίβασης υποχρεώσεων (με ιδιαίτερη αναφορά στις μη μεταβιβαζόμενες υποχρεώσεις δυνάμει του Παραρτήματος ΙΙ) και την πιστότητα της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής. Και είναι στα ίδια εκείνα πλαίσια που θα μπορούν να κριθούν οι όποιες άλλες αστικές ευθύνες ήθελαν αποδοθεί από προηγούμενες ενέργειες είτε στη Δημοκρατία είτε στην ίδια τη Λαϊκή, στις οποίες και σε τελευταία ανάλυση παραπέμπουν προσφυγές με αναφορά στα γεγονότα στα οποία βασίζονται, περιλαμβανομένης της όποιας προηγηθείσας ευθύνης για την κατάληξη των τραπεζών στην κατάσταση που ευρέθησαν και της όποιας αποτυχίας κάλυψης των ασφαλισμένων καταθέσεων δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων, που ενδεχομένως να αντανακλούν στην έκταση των μέτρων εξυγίανσης.

 

Ως προς τούτο δε, είναι σημαντικό να τονισθεί και η θεμελιακή διάσταση του Άρθρου 3(2)(δ) του Νόμου ότι οι πιστωτές (και τούτο αναφέρεται σε όλους τους πιστωτές, περιλαμβανομένων των καταθετών) του υποκείμενου σε εξυγίανση ιδρύματος (εδώ της Λαϊκής) «δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα ετίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση». Η πρόνοια αυτή, ουσιαστικά κατοχυρώνοντας και στο Νόμο πάγιες νομικές αρχές όσον αφορά την πρόκληση ζημίας και την απόδειξη και αποτίμηση της έκτασής της, διασφαλίζει τα δικαιώματα των καταθετών στις αστικές διαδικασίες στις οποίες και παραπέμπονται και καταδεικνύει το ουσιαστικό ζητούμενο, που είναι κατά πόσο ο καταθέτης έχει, ως εκ των συνεπειών των μέτρων εξυγίανσης, ζημιώσει περισσότερο από όσο θα εζημίωνε αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν ελαμβάνοντο.

……………………………

 

Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το αντικείμενο των αστικών διαδικασιών δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η όποια χρηματική ζημία στους καταθέτες κατέστη προκύπτουσα από ενέργειες των τραπεζών, της Πολιτείας ή των εμπλεκομένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων. Και το ζητούμενο θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που το ίδιο το Άρθρο 3(2)(δ) του Νόμου προνοεί, εκφράζοντας, όπως είπαμε, πάγιες νομικές αρχές – το κατά πόσο η ζημία στους καταθέτες είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα υφίσταντο αν τα διατάγματα δεν είχαν εκδοθεί και οι τράπεζες είχαν αφεθεί στην πορεία τους. Δεν θα μπορούσαν δηλαδή οι καταθέτες να ευρίσκονται σε δυσμενέστερη εκείνης θέση, όπως όμως δεν θα μπορούσαν να ευρίσκοντο ποτέ και σε ευνοϊκότερη – και τούτο πρέπει να είναι συνεχώς υπ’ όψη, διότι είναι τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση των τραπεζών κατά το χρόνο των Διαταγμάτων που καθορίζουν και την πραγματική αξία των καταθέσεων κατά το χρόνο εκείνο, με κυρίαρχο στοιχείο ότι οι καταθέτες δεν είναι παρά πιστωτές της τράπεζας.

………………………………………..

 

Η πρόνοια του Άρθρου 3(2)(δ), η θεμελιακή σημασία της οποίας έχει ήδη τονισθεί, ότι οι πιστωτές της τράπεζας δεν θα ευρεθούν σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως εκ της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης από ότι θα ευρίσκοντο αν τα μέτρα δεν ελαμβάνοντο, απευθύνεται στην υποχρέωση τόσο των τραπεζών όσο και της Πολιτείας, με συνέπεια την αστική ευθύνη της Πολιτείας προς εφαρμογή του Νόμου.» 

 

 

Η απόφαση στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.α ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α (ανωτέρω) προσδιόρισε το επίδικο θέμα σε ενδεχόμενες αστικές διαδικασίες, όπως η παρούσα, το οποίο, εν ολίγοις, συνίσταται στο κατά πόσο και σε ποια έκταση οι καταθέτες της Λαϊκής ζημιώθηκαν από τη λήψη μέτρου εξυγίανσης κατ’ εφαρμογή του Ν.17(Ι)/2013 σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι θα ζημίωναν αν δεν είχε ληφθεί το επίμαχο μέτρο εξυγίανσης και η Λαϊκή οδηγούνταν σε εκκαθάριση. Η εξέταση, επομένως, της ισχυριζόμενης αμέλειας και παράβασης θέσμιου καθήκοντος θα πρέπει να γίνει, τόσο σε σχέση με όσα προηγήθηκαν της ψήφισης και εφαρμογής του Ν.17(Ι)/2013, όσο και σε σχέση με την επακολουθήσασα εφαρμογή του προαναφερόμενου νόμου μέσω των σχετικών Κ.Δ.Π. Νοείται, ότι η εξέταση των πιο πάνω ζητημάτων θα διεξαχθεί υπό το φως των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο της αποδιδόμενης πράξης ή παράλειψης.

 

Σε σχέση με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της ψήφισης και εφαρμογής του Ν.17(Ι)/2013, το ερώτημα που θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να απαντηθεί συνίσταται στο κατά πόσο οι Εναγόμενοι 2 και 3 γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν κατά τον χρόνο των αποδιδόμενων σε αυτούς πράξεων ή παραλείψεων, ότι οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις θα οδηγούσαν στην ψήφιση του Ν.17(Ι)/2013 και κατ’ επέκταση στην εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής.

 

Για τους λόγους που έχουν αναλυθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, θεωρώ ότι δεν στοιχειοθετείται αμέλεια και παράβαση θέσμιου καθήκοντος των Εναγομένων 2 και 3, πόσω μάλλον βαριά αμέλεια για την Εναγόμενη 2. Συγκεκριμένα, δεν έχει καταδειχθεί ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 και οι αξιωματούχοι τους γνώριζαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν κατά τον ουσιώδη χρόνο των αποδιδόμενων σε αυτούς πράξεων ή παραλείψεων, ότι αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης και στην απομείωση των καταθέσεων των Εναγόντων. Με άλλα λόγια, δεν καταδείχθηκε ότι κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο ήταν εύλογα προβλεπτό το αποτέλεσμα του Μαρτίου 2013.  Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Στυλιανού (1998) 1Γ Α.Α.Δ 1861, η οποία αφορούσε τροχαίο ατύχημα ειπώθηκαν τα ακόλουθα ως προς την υποχρέωση επίδειξης επιμέλειας, τα οποία εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στην παρούσα:

«Η αρχή αυτή είναι απλή και συνίσταται στη θέση ότι αν η πιθανότητα εμφάνισης κινδύνου είναι λογικά εμφανής, τότε η παράλειψη λήψης των αναγκαίων προφυλάξεων συνιστά αμέλεια. Αντίθετα, η πιθανότητα κινδύνου είναι τέτοια που ουδέποτε θα εγειρόταν στη σκέψη ενός λογικού ανθρώπου, τότε η παράλειψη λήψης ασύνηθων προφυλάξεων δεν συνιστά αμέλεια (βλέπε μεταξύ άλλων και Κώστα ν. Χρυσοστομίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 271).»

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.5 εστίασε στην εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποφάσεων που λήφθηκαν ή δεν λήφθηκαν από τους Εναγόμενους 2 και 3 εκφέροντας επί της ουσίας τη γνώμη του ως προς την ορθότητα ή την επάρκεια της οικονομικής πολιτικής της τότε κυβέρνησης και της εποπτείας της Εναγόμενης 2, έχοντας ως γνώμονα το αποτέλεσμα που επέφερε η εφαρμογή του Ν.17(Ι)/2013. Η θεωρητική ανάλυση στην οποία προέβη μέσω της μαρτυρίας του ο Μ.Ε.5 μπορεί να είναι χρήσιμη για την οικονομική επιστήμη, δεν μπορεί, όμως, να αποτελέσει τη βάση για την στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της αμέλειας ή της παραβίασης θέσμιου καθήκοντος.

 

Όπως προκύπτει από την τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, η πρώτη φορά κατά την οποία τέθηκε ως ενδεχόμενο η απομείωση καταθέσεων ήταν μετά την υποβολή αίτησης από μέρους της Δημοκρατίας προς την Τρόικα για παροχή δανείου. Χρονικά, δηλαδή, το όλο ζήτημα τέθηκε περί τα τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου 2012. Υπενθυμίζω, ότι, σύμφωνα με τη μη αμφισβητηθείσα επί του θέματος μαρτυρία του Μ.Υ.1(2), το αρχικό προσχέδιο νόμου που ετοιμάστηκε από την Εναγόμενη 2 για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν περιελάμβανε μέτρα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απομείωση των καταθέσεων. Τέτοια δυνατότητα εισάχθηκε αργότερα, λόγω απαίτησης της Τρόικα η οποία ζήτησε όπως το σχέδιο νόμου βασίζεται στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θέσπιση Οδηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων. Το νέο σχέδιο νόμου άρχισε να ετοιμάζεται τον Ιούλιο του 2012 και αποτέλεσε στη συνέχεια τον Ν.17(Ι)/2013.

 

Καθίσταται, επομένως, ξεκάθαρο, ότι το ενδεχόμενο απομείωσης των καταθέσεων δεν υφίστατο καν ως σενάριο μέχρι τα τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου 2012. Συνεπώς, ακόμη κι αν υπήρξε κακή διαχείριση των δημοσιονομικών προβλημάτων από την Εναγόμενη 3 και σοβαρή αμέλεια στην άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της Εναγόμενης 2, δεν θα μπορούσε εξ αντικειμένου να αποδοθεί στους Εναγόμενους 2 και 3, για όσα τους αποδίδονται την περίοδο 2008 - τέλη  Ιουνίου με αρχές Ιουλίου 2012, δυνατότητα πρόβλεψης της απομείωσης των καταθέσεων των Εναγόντων.

 

Ούτε, όμως, και για την περίοδο που ακολούθησε μετά τα τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 2012 μπορεί, κατά την άποψή μου, να γίνει λόγος για αμέλεια ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος των Εναγομένων 2 και 3.

 

Ξεκινώ με την Εναγόμενη 3. Σύμφωνα με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, η Εναγόμενη 3, ήδη, από τον Αύγουστο του 2011 προχώρησε σε σειρά νομοθετικών μέτρων για περιστολή των δαπανών στον δημόσιο τομέα. Τέτοια μέτρα λήφθηκαν και το 2012, ενώ, παράλληλα υπέβαλε τον Ιούνιο του 2012 το αίτημα στην Τρόικα για παροχή δανείου προς αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αναγκών, καθώς και των αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι Ενάγοντες αμφισβήτησαν κατά την ακροαματική διαδικασία την εφαρμογή στην πράξη των νομοθετικών μέτρων που ψηφίστηκαν. Σημειώνω, επί τούτου, ότι η εφαρμογή τους επιβεβαιώνεται από νομολογία που επικαλούνται οι Ενάγοντες στην αγόρευσή τους και συγκεκριμένα από τη Χαραλάμπους κ.α ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ 175 και Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.α., ΕΔΔ 177/2018 κ.α., ημερ.10.04.2020.

 

Έρχομαι στην Εναγόμενη 2, η απόφαση της οποίας να συνεχίσει την παροχή ELA ήταν, υπό το φως των δεδομένων που ίσχυαν τον Ιούνιο 2012 μέχρι και τις 21.03.2013, αιτιολογημένη. Υπενθυμίζω, ότι σύμφωνα με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Υ.3(2) και το πλαίσιο πολιτικής παροχής ELA (Τεκμήριο 122), η Λαϊκή πληρούσε τις προϋποθέσεις για να τύχει της σχετικής βοήθειας. Συγκεκριμένα, ήταν συστημική τράπεζα, εξακολουθούσε να διαθέτει και να παρέχει επαρκείς εξασφαλίσεις και παρουσίαζε θετική προοπτική αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειάς της. Σημειώνεται, ότι η θέση του Μ.Ε.5, ότι η Λαϊκή δεν ήταν φερέγγυα από τον Μάρτιο του 2012 δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που επεξηγήθηκαν στο κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας στις υποενότητες της αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης - δημοσιονομικών αναγκών και της εξακολούθησης παροχής ELA παρά το ότι η Λαϊκή κατέστη αφερέγγυα.

 

Δεν μπορεί, επίσης, να αποδοθεί αμέλεια στις Εναγόμενες 2 και 3, είτε για την απόκτηση ΟΕΔ από τις τράπεζες και τον χειρισμό της απομείωσης της αξίας τους, είτε για την απόφαση αναδοχής των δικαιωμάτων προτίμησης της Λαϊκής μέσω της έκδοσης κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις. Για σκοπούς αποφυγής επανάληψης παραπέμπω στα όσα καταγράφηκαν στις σχετικές υποενότητες στο κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Περιορίζομαι να τονίσω, ότι η παροχή κρατικής στήριξης συνιστούσε επί της ουσίας θεσμοθετημένο καθήκον της Εναγόμενης 3 ενόψει του Τεκμηρίου 17.

 

Παράλληλα, υπογραμμίζω τα ακόλουθα δεδομένα τα οποία οδηγούν, κατά την κρίση μου, στο ένα και μοναδικό συμπέρασμα, ότι δεν ήταν λογικά προβλεπτός ο κίνδυνος εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης που θα οδηγούσαν στην απομείωση των καταθέσεων των Εναγόντων.

 

Στις 23.11.2012 υπογράφηκε το προκαταρκτικό μνημόνιο ‑ Τεκμήριο 30. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στο εν λόγω Τεκμήριο και συγκεκριμένα στην παράγραφο 1.10 περιλαμβάνεται ειδική πρόνοια για τη χρησιμοποίηση ποσού μέχρι €10 δις από το υπό συζήτηση δάνειο για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.

 

Δεν παραβλέπω την πρόνοια του Τεκμηρίου 30, ότι η διαδικασία οριστικοποίησης του μνημονίου δεν θα ολοκληρωνόταν πριν την ετοιμασία της διαγνωστικής έκθεσης της εταιρείας PIMCO. Αυτό το γεγονός δεν οδηγεί, κατά την άποψή μου, σε συμπέρασμα ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν από τότε, δηλαδή από τον χρόνο υπογραφής του Τεκμηρίου 30, ότι η Τρόικα δεν θα παραχωρούσε δάνειο προς ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Με κάθε σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγόντων, εάν αυτή ήταν η θέση της Τρόικα, τότε, δεν υπήρχε κανένας λόγος συμπερίληψης της παραγράφου 1.10 στο Τεκμήριο 30, αλλά ούτε και της διενέργειας διαγνωστικού ελέγχου εκ μέρους της PIMCO. Εφόσον, ως η θέση του κ. Θεοφίλου, οι διεθνείς δανειστές ήταν ήδη αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν τη χρησιμοποίηση του δανείου προς ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ή να μην παράσχουν δάνειο πέραν των €10 δις, τότε, προς τι η διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου και πολύ περισσότερο τι εξυπηρετούσε ο όρος 1.10 περί παροχής ποσού μέχρι €10 δις το οποίο προοριζόταν ειδικά για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Περαιτέρω, εάν ίσχυε η θέση ότι το δάνειο δεν θα μπορούσε να υπερβεί το 120% του Α.Ε.Π της Κύπρου, τότε, το αναμενόμενο θα ήταν να τεθεί ρητά ο εν λόγω όρος στο Τεκμήριο 30, αντί να συμπεριληφθεί σε αυτό πρόνοια για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και διενέργεια προς αυτόν τον σκοπό διαγνωστικού ελέγχου.

 

Ο σκοπός του ελέγχου της PIMCO ήταν, ακριβώς, αυτός ο οποίος αναφέρεται στο Τεκμήριο 30, δηλαδή ο επακριβής καθορισμός των κεφαλαιακών αναγκών των πιστωτικών ιδρυμάτων που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας, ούτως ώστε να καθοριστεί ποια εξ αυτών ήταν βιώσιμα και επομένως δεκτικά κρατικής ενίσχυσης μέσω του δανείου που θα παραχωρούνταν (βλ. όρους 1.4 και 1.5 Τεκμηρίου 30).

 

Η γνησιότητα και η ορθότητα της πεποίθησης των Εναγομένων 2 και 3, ότι το ποσό των €10 δις θα ήταν αρκετό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, περιλαμβανομένης της Λαϊκής, επιβεβαιώνεται και από την ίδια την έκθεση της PIMCO. Συγκεκριμένα, η εν λόγω έκθεση κατέδειξε ότι στο δυσμενές σενάριο οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ανέρχονταν στο ποσό των €9 περίπου δις. Το ποσό, δηλαδή, της ανακεφαλαιοποίησης σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο του διαγνωστικού ελέγχου ήταν χαμηλότερο από το ποσό που προβλέφθηκε στο Τεκμήριο 30.

 

Ούτε και από το Τεκμήριο 116 προκύπτει, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 γνώριζαν ότι το δάνειο δεν θα ήταν βιώσιμο, εκτός εάν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών γινόταν εκτός του μνημονίου. Καταρχάς, το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων του Τεκμηρίου 116 δεν μεταδίδει ένα τέτοιο νόημα. Περαιτέρω, τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα είναι ημερομηνίας 28.06.2012, δηλαδή ημερομηνίας προγενέστερης του Τεκμηρίου 30. Επομένως, η θέση που προώθησε ο κ. Θεοφίλου καταρρίπτεται από το γεγονός της συμπερίληψης, μεταγενέστερα, στο Τεκμήριο 30, της δυνατότητας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μέσω του μνημονιακού δανείου. 

 

Ένα ακόμη δεδομένο που συνηγορεί στο ότι η Λαϊκή ήταν δεκτική ανακεφαλαιοποίησης και δεν ήταν λογικά προβλεπτή η απομείωση των καταθέσεων, αποτελεί και η πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup της 16.03.2013. Συγκεκριμένα, στο Τεκμήριο 44 δεν περιλήφθηκε πρόνοια για εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης στη Λαϊκή. Αντιθέτως, η πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, περιλαμβανομένης της Λαϊκής, μέσω της επιβολής τέλους επί της αξίας του συνόλου των καταθέσεων.

 

Ο κίνδυνος της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απομείωση των καταθέσεων κατέστη ουσιαστικά ορατός και εύλογα προβλεπτός μετά τις 19.03.2013, όταν η Βουλή απέρριψε το νομοσχέδιο που περιελάμβανε την επιβολή τέλους επί του συνόλου της αξίας των καταθέσεων, ως η πολιτική συμφωνία στην οποία κατέληξε η Δημοκρατία στο Eurogroup στις 16.03.2013.

 

Για όσα διαδραματίστηκαν μετά τις 19.03.2013 μέχρι και το Eurogroup της 25.03.2013, θεωρώ, επίσης, ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για επίδειξη αμέλειας ή για παραβίαση θέσμιων καθηκόντων των Εναγομένων 2 και 3. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 21.03.2013, ότι η παροχή ELA θα ήταν διαθέσιμη στις κυπριακές τράπεζες μόνο εάν εφαρμοζόταν ένα αποδεκτό πρόγραμμα στήριξης μέχρι τις 25.03.2013, έθεσε ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα περιορίζοντας δραστικά τις δυνατότητες της Δημοκρατίας για διαπραγμάτευση. Η κατάρρευση της Λαϊκής, σε περίπτωση αδυναμίας κατάληξης σε πρόγραμμα στήριξης, ήταν δεδομένη, αφού η ρευστότητα της εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από την παροχή ELA. Η κατάρρευση μίας συστημικής τράπεζας, όπως η Λαϊκή, σε συνάρτηση με τις πιεστικές δημοσιονομικές ανάγκες που αντιμετώπιζε το κράτος, έθεταν σε άμεσο κίνδυνο την «επιβίωση» του ιδίου του κράτους. Συνεπώς, η ανάγκη για επίτευξη συμφωνίας ήταν επιτακτική. Μέσα σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον καταβλήθηκαν προσπάθειες, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Υ.1(3), για να επιτευχθεί συμφωνία με τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις για τους καταθέτες. Οι προσπάθειες, ωστόσο, της κυβέρνησης να αποκτήσει ένα πρόγραμμα που θα είχε ήπιο αντίκτυπο στους πιστωτές των τραπεζών και να αυξηθεί το ανώτατο όριο χρέους της Δημοκρατίας, δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Η αποδοχή των όρων της Τρόικα αποτέλεσε μονόδρομο για την εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδότησης για τις δημοσιονομικές ανάγκες και την αποφυγή άτακτης κατάρρευσης της Λαϊκής, αλλά και της Τράπεζας Κύπρου.

 

Μέσω της αγόρευσης των Εναγόντων προβλήθηκε για πρώτη φορά η θέση, ότι η επιλογή του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου, καθώς και των άλλων όρων που καταγράφονται στο Παράρτημα του Τεκμηρίου 45, αποτελούσαν πρόταση των Εναγομένων 2 και 3 και όχι της Τρόικα. Παραθέτω αυτούσια ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγόντων:

 

«Β) Στο τεκμήριο 45, ημερ. 25/03/2013, αφορά τον Χρηματοπιστωτικό τομέα και δηλώνει την τελική συμφωνία ΤΡΟΙΚΑ με ΚΔ επί των βασικών σημείων του προγράμματος αναπροσαρμογής και καλωσορίζει τα σχέδια για αναδιάρθρωση (restructuring) του Χρηματοπιστωτικού τομέα όπως προβλέπεται στο παράρτημα (Annex).

 

Στις πρώτες 2 γραμμές προβάλλεται η θέση ότι η συμφωνία βασίστηκε στην παρουσίαση από τις Κυπριακές Αρχές των σχεδιασμών πολιτικής τους που έγιναν ευρέως αποδεκτοί και παραθέτει τη συμφωνία όπως εφαρμόστηκαν αυτοί οι σχεδιασμοί των Κυπριακών Αρχών που έγιναν αποδεκτοί.

 

Ένας από αυτούς τους "σχεδιασμούς των Κυπριακών Αρχών"(= της ΚΔ και ΚΤΚ), ήταν η ψήφιση 3 μέρες προηγουμένως (στις 22/03/2013 τη νύχτα) του Ν. 17(1)/2013, (αφού προηγουμένως η Ρωσία αρνήθηκε να δώσει νέο δάνειο μετά την απόρριψη από τη Βουλή του νομοσχεδίου εφάπαξ εισφορών επί των καταθέσεων!! ΕΝΑ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ που είχαν προετοιμάσει ΚΔ και ΚΤΚ από τον Ιούνιο 2012!!!»

 

«Η ΚΔ και όχι η ΤΡΟΙΚΑ προτίμησε τη 2η λύση, ψήφισε η Βουλή το νομοσχέδιο (που ήταν έτοιμο) στο Ν. 17(1)/2013 και τον εφάρμοσε όπως τον εφάρμοσε, αφού στο μεταξύ φρόντισε και από 18/03/2013 και μετά οι καταθέτες ΔΕΝ μπορούσαν να πάρουν τα χρήματα τους έξω από τους λογαριασμούς τους!!!

 

Εκείνο που κάνει η ΤΡΟΙΚΑ στο τεκμήριο 45 είναι να παραθέτει τις θέσεις που πρότεινε η ΚΔ μετά την απόρριψη από την ΤΡΟΙΚΑ της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από το Μνημονιακό δάνειο, (ΠΟΥ ήταν αποτέλεσμα και οφείλετο στις πράξεις και παραλείψεις ΚΔ και ΚΤΚ που προαναλύσαμε και έκαναν τέτοιο δανεισμό ΚΑΙ των τραπεζών μη βιώσιμο).»

 

«Είναι φανερό ότι ΕΜΕΙΣ (οι ΚΔ και ΚΤΚ) προτείναμε αυτά τα μέτρα που συμφωνήθηκαν τελικά σαν μέρος των σχεδιασμών μας που μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετικοί (οι σχεδιασμοί) αναδιάρθρωσης του Χρηματοπιστωτικού συστήματος, ΑΝ αυτοί που είχαν καθήκον να το πράξουν (ΚΔ και ΚΤΚ) έκαναν ορθά το καθήκον τους.»

 

Οι πιο πάνω θέσεις των Εναγόντων, όχι μόνο δεν βρίσκουν έρεισμα στην προσκομισθείσα μαρτυρία, αλλά είναι αντίθετες με όσα ο Μ.Ε.5 υποστήριξε. Παραθέτω, απόσπασμα από την αντεξέταση του Μ.Ε.5, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

 

«E.      24. Εκείνο το έγγραφο κύριε είναι 24 Μαρτίου του 2013, δηλαδή πριν τη συμφωνία που κατέληξε η Κυπριακή Δημοκρατία με την Τρόικα για την ενίσχυση των δημοσιονομικών της. Συνεπώς εγώ σου λέω ότι 25 Μαρτίου του 2013 που ήταν η συμφωνία δεν είχε άλλη επιλογή, δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή από την εξυγίανση της Λαϊκής Τράπεζας και ότι αυτό συμφωνήθηκε 25 Μαρτίου του 2013 αλλιώς δεν θα μας έδιναν δάνειο για βοήθεια των δημοσιονομικών μας προβλημάτων. 

A.        Επαναλαμβάνω και όπως το έχω βάλει στη γραπτή μου δήλωση δεν διεκδικήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία υπαλλακτική λύση που ήταν η πτώχευση ή εκκαθάριση όπως αναλύω τους αριθμούς στη γραπτή μου δήλωση. Η άσκηση αυτή δεν έγινε, δεν παρουσιάστηκε και επομένως μας είπαν ''προχωρούμε σε εξυγίανση''; ''Μάλιστα, προχωρούμε σε εξυγίανση εμείς'', είπαμε εμείς. Δηλαδή δεν είχαμε πάει εμείς με κάποιες...μελετημένοι με στόχο να διασφαλίσουμε κατά το μέγιστο δυνατό τους καταθέτες μας, τους ομολογιούχους μας, τους μετόχους μας κτλ, αλλά πήγαμε εμείς και χωρίς να έχουμε οποιεσδήποτε άλλες προτάσεις δεχτήκαμε τις προτάσεις τις οποίες μας είχαν κάνει…….

 

E.        Θα σου υποβάλω ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική επιλογή 25 Μαρτίου του 2013. Οτιδήποτε άλλο τίθετο στο τραπέζι από την Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα γινόταν αποδεκτό από την Τρόικα την οποία είχαμε ανάγκη για διάσωση των δημοσιονομικών μας. 

A.        Διαφωνώ μαζί σας διότι δεν παρουσιάσαμε κάτι πειστικό για να συζητούσαμε μαζί τους. Αφού δεν τους παρουσιάσαμε. »

 

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η αντεξέταση από μέρους του συνηγόρου των Εναγόντων. Αποκαλυπτική είναι η ακόλουθη στιχομυθία κατά την αντεξέταση του Μ.Υ.2(2):

 

«E.    ……... Να επαναδιατυπώσω την ερώτηση μου. Όπως και στην περίπτωση της αποδοχής των όρων του μνημονίου χωρίς να υποβάλουμε οποιανδήποτε αντιπρόταση‑‑‑

 A.     Ποιου μνημονίου μιλάτε τώρα;

 E.     Του μνημονίου της Κύπρου του Μάρτη του 2013. Όπως σ' εκείνη την περίπτωση κατά τις διαπραγματεύσεις δεν υποβάλαμε καμία αντιπρόταση στις θέσεις της Τρόικας έτσι και στην περίπτωση του κουρέματος των ομολόγων πήγαμε στη συνεδρία και δεν προβάλαμε καμία θέση για τον τουλάχιστον αντισταθμιστικό δανεισμό της Κύπρου με το ποσό που θα ζήμιωναν οι τράπεζες κάτι που έκανε ο Έλληνας Πρωθυπουργός της χώρας τους οποίους τα ομόλογα θα κουρεύαμε εμείς. 

 A.    Θα διαφωνήσω. …….»

Ως εκ των ανωτέρω, η υπό αναφορά θέση, η οποία για πρώτη φορά προβλήθηκε μέσω των αγορεύσεων, δεν μπορεί παρά να αγνοηθεί, καθώς είναι αντίθετη με τη μαρτυρία που προώθησαν οι Ενάγοντες τόσο κατά την παρουσίαση της υπόθεσής τους, όσο και κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των Εναγομένων.

 

Ολοκληρώνοντας το πιο πάνω ζήτημα, σημειώνω και τα ακόλουθα.

Πρώτον, η εισαγωγική φράση του Παραρτήματος του Τεκμηρίου 45 δεν οδηγεί άνευ ετέρου στο συμπέρασμα που εισηγήθηκαν οι Ενάγοντες, ήτοι στο ότι τα μέτρα που καταγράφονται σε αυτό αποτελούσαν πρόταση των Εναγομένων 2 και 3. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε το περιεχόμενο της δήλωσης του Προέδρου του Eurogroup σε σχέση με όσα έλαβαν χώρα στις 25.03.2013 θα ήταν ασφαλώς διαφορετικό. Παραθέτω αυτούσια την εν λόγω δήλωσηΤεκμήριο 127:

 

«Cyprus is a specific case with exceptional challenges which required the bail-in measures we have agreed upon yesterday.

Macro-economic adjustment programmes are tailor-made to the situation of the country concerned and no models or templates are used.»

 

Είναι φανερό, ότι η δήλωση αποσκοπούσε στον καθησυχασμό των κρατών μελών της ευρωζώνης σε σχέση με τα μέτρα που λήφθηκαν για την Κύπρο. Εάν τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν προτάσεις της Δημοκρατίας, τότε θα αναμενόταν αυτό το γεγονός να συμπεριληφθεί στη δήλωση τονίζοντας ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν εισήγηση προερχόμενη αποκλειστικά από τις κυπριακές αρχές, πράγμα το οποίο, ασφαλώς, θα συνέβαλλε στον καθησυχασμό άλλων κρατών μελών της ευρωζώνης.

 

Δεύτερον, προσφέρθηκε αξιόπιστη μαρτυρία σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα μέτρα εξυγίανσης επιβλήθηκαν, επί της ουσίας, από την Τρόικα. Ρητή αναφορά ως προς τούτο έγινε, μεταξύ άλλων, από τον Μ.Υ.1(3) στις παραγράφους 25 και 26 του Εγγράφου ΙΑ.

 

Τρίτον, η προαναφερόμενη μαρτυρία, αλλά και το ίδιο το Τεκμήριο 45, φανερώνουν τη λανθασμένη αντίληψη των Εναγόντων, ότι το δάνειο των €10 δις για τις δημοσιονομικές ανάγκες ήταν εξασφαλισμένο από τη Δημοκρατία, ακόμη κι αν δεν εφαρμόζονταν μέτρα εξυγίανσης και η Λαϊκή οδηγούνταν σε εκκαθάριση. Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να οδηγεί σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, ούτε και από το Τεκμήριο 45 προκύπτει διαχωρισμός του δημοσιονομικού από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η συμφωνία που περιλήφθηκε στο Τεκμήριο 45 και το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής αφορούσε τόσο τα δημοσιονομικά, όσο και τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η αντιμετώπιση ήταν ενιαία, παρά το ότι το δάνειο αφορούσε μόνο τις δημοσιονομικές ανάγκες. Εξού και η συμπερίληψη του Παραρτήματος επί του Τεκμηρίου 45, οι όροι του οποίου αποτελούσαν, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία, conditio sine qua non για την παραχώρηση του δανείου.

 

Τέταρτον, η θέση των Εναγόντων ότι η ψήφιση του Ν.17(Ι)/2013 αποτελούσε έναν από τους «σχεδιασμούς» των κυπριακών αρχών αναιρείται από τους ίδιους τους Ενάγοντες, καθώς στην παράγραφο 53 της αγόρευσής τους (σελ.95) αναγνωρίζουν ότι η ψήφιση του αποτελούσε προαπαιτούμενο της συμφωνίας με την Τρόικα προκειμένου να παραχωρηθεί το μνημονιακό δάνειο. Δεν μπορούν, ασφαλώς, να ισχύουν και τα δύο.

 

Αμέλεια ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος δεν μπορεί να αποδοθεί στους Εναγόμενους 2 και 3, ούτε και σε σχέση με την αποξένωση των παραρτημάτων – υποκαταστημάτων της Λαϊκής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Υ.1(3), αλλά και τα Τεκμήρια 44 και 45, η πώλησή τους αποτελούσε απαραίτητο όρο για την παραχώρηση του μνημονιακού δανείου. Όπως δε ανέφερε ο Μ.Υ.1(3), οι όροι της πώλησης τέθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η επιλογή του αγοραστή έγινε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Από την άλλη, η μαρτυρία του Μ.Ε.5 περί αφαίρεσης πλούτου από τους καταθέτες της Λαϊκής Κύπρου και αποκόμισης οφέλους από την Τράπεζα Πειραιώς, παρέμεινε μετέωρη για τους λόγους που επεξηγήθηκαν στη σχετική υποενότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

Απομένει το ζήτημα της αμέλειας ή παράβασης θέσμιου καθήκοντος αναφορικά με την επιλογή της εξυγίανσης αντί της εκκαθάρισης. Η εξέταση αυτής της πτυχής της υπόθεσης φέρνει στην επιφάνεια το άρθρο 3(2)(δ) του Ν.17(Ι)/2013, το οποίο, σύμφωνα με την υπόθεση Χριστοδούλου κ.α ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α (ανωτέρω), αποτελεί την πεμπτουσία των αστικών διαδικασιών όπως η παρούσα.

 

Στη σχετική υποενότητα στο κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους δεν έγινε αποδεκτή η άποψη του Μ.Ε.5, ότι η εξυγίανση έθεσε τους καταθέτες σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν εάν εφαρμοζόταν το μέτρο της εκκαθάρισης. Περιορίζομαι να επαναλάβω, ότι το σενάριο της εκκαθάρισης, στη βάση των μελετών της KPMG (Τεκμήρια 108 και 109), αποτελούσε τη χειρότερη δυνατή επιλογή, τόσο για την ίδια τη Λαϊκή και τους καταθέτες της, όσο και για την οικονομία της χώρας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1(2), σε περίπτωση εκκαθάρισης θα ενεργοποιούνταν το σχέδιο προστασίας καταθέσεων και θα έπρεπε να αποζημιωθούν άμεσα όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις του ομίλου της Λαϊκής με συνολικό κόστος περί τα €7,5 δις (Τεκμήριο 107). Αποτελεί κοινό έδαφος, ότι το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων δεν διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια για πληρωμή των ασφαλισμένων καταθέσεων, αλλά ούτε και διαθέσιμα κρατικά ποσά υπήρχαν προς κάλυψή τους. Από την άλλη, με την εξυγίανση διασώθηκαν οι ασφαλισμένες καταθέσεις με τη μεταφορά τους στην Τράπεζα Κύπρου και συνέχισε η παροχή κρίσιμων τραπεζικών εργασιών, αφού η Λαϊκή πωλήθηκε ως δρώσα οικονομική μονάδα.

 

Συνεπώς, στη βάση των πιο πάνω, οι καταθέτες της Λαϊκής, περιλαμβανομένων των Εναγόντων, δεν τέθηκαν με την εφαρμογή του μέτρου της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής σε χειρότερη θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση εκκαθάρισής της.

 

Ο τρίτος πυλώνας επί του οποίου εδράζεται η απαίτηση των Εναγόντων είναι οι ψευδείς παραστάσεις. Οι ψευδείς παραστάσεις εμπεριέχονται στο αστικό αδίκημα της απάτης, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του άρθρου 36 του Κεφ.148. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποδειχθεί ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράσταση γεγονότος στην οποία προέβη ήταν ψευδής ή ότι αδιαφορούσε κατά πόσο αυτή είναι αληθής ή ψευδής. Στο σύγγραμμα «Αστικά Αδικήματα στο Κυπριακό Δίκαιο, Τόμος Β» του Π.Γ. Πολυβίου αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ. 767:

«Η ουσία της αγωγής για απάτη (action of deceit) είναι η ανεντιμότητα. Τέτοια αγωγή επιτυγχάνει όπου ο εναγόμενος, με σκοπό να προκαλέσει τον ενάγοντα να ενεργήσει με βάση την παράστασή του, δόλια ή απερί­σκεπτα (recklessly), δηλαδή αδιαφορώντας κατά πόσον αυτή είναι αλη­θής ή ψευδής, παριστάνει κάτι ως αληθές ενώ είναι αναληθές. Εάν ο ενάγων έχει ενεργήσει με βάση την παράσταση του εναγομένου, η οποία ήταν αναληθής είτε εν γνώσει του είτε στο πλαίσιο πλήρους απερισκε­ψίας εκ μέρους του, και εάν περαιτέρω έχει υποστεί ζημιά, τότε έχει το δικαίωμα να εγείρει αγωγή για απάτη εναντίον του εναγομένου.»

 

Στη βάση της αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας και των συμπερασμάτων που καταγράφηκαν πιο πάνω κατά την εξέταση της ισχυριζόμενης αμέλειας και παράβασης θέσμιου καθήκοντος, δεν αποδείχθηκε ότι οι δηλώσεις αξιωματούχων των Εναγομένων 2 και 3, περιλαμβανομένης της επιστολής – Τεκμήριο 11 και της δήλωσης του ΠτΔ ημερ.28.02.2013, ήταν ψευδείς ή ότι έγιναν με αδιαφορία. Αντιθέτως, διαφάνηκε ότι κατά τον χρόνο των εκάστοτε δηλώσεων υπήρχε γνήσια πεποίθηση για το αληθές αυτών. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο κίνδυνος απομείωσης των καταθέσεων κατέστη ορατός και εύλογα προβλεπτός μετά τις 19.03.2013, ενώ οι κατ’ ισχυρισμό ψευδείς παραστάσεις έλαβαν χώρα σε προγενέστερο χρόνο. Στο σύγγραμμα «Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Τόμος 1» των κ.κ. Αρτέμη και Ερωτοκρίτου καταγράφονται σχετικά τα ακόλουθα στη σελ.121:

 

«Αν όμως ο εναγόμενος ειλικρινά πίστευε στο αληθές της δήλωσής του, με την έννοια που ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, έστω και λανθασμένα, τότε δεν υπέχει ευθύνη»

 

Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζω ότι η μαρτυρία των Εναγόντων ότι στηρίχθηκαν στις ισχυριζόμενες ψευδείς παραστάσεις για τη διατήρηση των καταθέσεων τους δεν έγινε πιστευτή.

 

Προχωρώ στα θέματα συνταγματικότητας που ήγειραν οι Ενάγοντες. 

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αντισυνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού καθίσταται επίδικο ζήτημα, μόνο εφόσον προηγηθεί επακριβής προσδιορισμός του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται από τη μία και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή κανονισμός από την άλλη. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή για να προχωρήσει το Δικαστήριο σε παρεμπίπτων έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου ή κανονισμού (Μαραγκός v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ 671 και Αχιλλέως κ.α ν. Πιτταρά κ.α (2012) 1 Α.Α.Δ 1590). Αυτό επιβάλλει η ιδιάζουσα σημασία και σπουδαιότητα που ενέχει ο έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ή κανονισμού.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το θέμα της συνταγματικότητας εγέρθηκε ως ακολούθως στις παραγράφους 37 και 42(Δ) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης της αγωγής με αρ.5423/2013 (ανάλογοι ισχυρισμοί προβάλλονται στις τροποποιημένες Εκθέσεις Απαίτησης και των υπολοίπων συνενωμένων αγωγών):

 

«37 «Ανεξάρτητα και άνευ βλάβης κάθε άλλου ισχυρισμού του ο Ενάγοντας ισχυρίζεται επίσης ότι η έκδοση από τις Εναγόμενες και εφαρμογή των Κ.Δ.Π. αρ.93, 94, 96, 97, 98, 102, 103, 104, 105, 106, 107 και 113/2013 αποτελεί παραβίαση των Συνταγματικών και/ή νόμιμων δικαιωμάτων του Ενάγοντα που διασφαλίζονται από τα Άρθρα 1Α, 6, 9, 23, 24, 25, 26, 28, 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος και/ή από το άρθρο 1 του Πρωτόκολλου της Σύμβασης των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και/ή τα άρθρα 6, 13, 14 και 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και/ή από τα Άρθρα 12, 15, 16, 17, 20, 21, 45 και 47 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα οποία οι Κ.Δ.Π. αυτές είναι αντίθετες, βασικά λόγω επέμβασης και/ή ιδιοποίησης των περιουσιακών δικαιωμάτων του Ενάγοντα, και/ή λόγω παράνομης μετατροπής σε μετοχές των περιουσιακών δικαιωμάτων του Ενάγοντα και/ή επειδή παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας και της ίσης κατανομής βαρών και/ή βασικά ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα του Ενάγοντα και/ή λόγω παράνομης προτίμησης Πιστωτών της Εναγόμενης 1 σε βάρος και ζημιά του Ενάγοντα και/ή για αθέμιτο πλουτισμό και/ή άλλως πως.»

 

42(Δ) « Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2013 (Ν.17(1)/2013) και οι δυνάμει αυτού εκδοθείσες σχετικές πιο πάνω Κ.Δ.Π. είναι αντισυνταγματικές και/ή παράνομες ως αντίθετες με τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος και/ή με το άρθρο 1 του Πρωτόκολλου της Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και/ή με τα άρθρα 6, 13, 14 και 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και/ή με τα άρθρα 12, 15, 16, 17, 20, 21, 41, 45 και 47 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

 

Παρά το ότι εγέρθηκε δικογραφικά ζήτημα συνταγματικότητας του Ν.17(Ι)/2013, καθώς και των Κ.Δ.Π. που εκδοθήκαν δυνάμει αυτού, εντούτοις το όλο ζήτημα τέθηκε κατά τρόπο γενικό, αφού δεν προσδιορίστηκαν τα άρθρα του Ν.17(Ι)/2013 ή των Κ.Δ.Π. και οι αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις που παραβιάζουν, ούτε και παρατέθηκε σχετική αιτιολογία (Πιπονίδη ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ.429/11, ημερ.06.12.2017), ECLI:CY:AD:2017:A444. Η εκ των υστέρων προσπάθεια για παροχή αιτιολογίας στο πλαίσιο της αγόρευσης με ειδική αναφορά στα άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος, θεωρώ ότι δεν θεραπεύει το γεγονός ότι το όλο ζήτημα δεν τέθηκε με τη σαφήνεια που υπαγορεύει η νομολογία. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω, ότι ούτε και στην αγόρευση προσδιορίζεται ποιο άρθρο του Ν.17(Ι)/2013 αντιστρατεύεται, είτε το άρθρο 23, είτε το άρθρο 28 του Συντάγματος. Ως εκ των ανωτέρω η θέση περί αντισυνταγματικότητας του Ν.17(Ι)/2013 και των Κ.Δ.Π. που εκδόθηκαν κατ’ επίκληση του, παρέμεινε σε γενικό επίπεδο.

 

Ακόμη όμως κι αν θεωρηθεί ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας, ενόψει και του περιεχομένου των αγορεύσεων, τέθηκε με την επιβαλλόμενη σαφήνεια και εξειδίκευση, δεν θα δικαιολογούνταν, κατά την κρίση μου, η εξέταση της ουσίας του. Σύμφωνα με τη νομολογία ο παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας διενεργείται όταν η απόφανση επ’ αυτού είναι απαραίτητη για την επίλυση της υπό εκδίκαση υπόθεσης (βλ., μεταξύ άλλων,The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides ανωτέρω, και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δημητρίου (2003) 2 Α.Α.Δ 45). Η εν λόγω νομολογιακή αρχή εξακολουθεί να ισχύει και μετά τις αλλαγές που επέφερε η πρόσφατη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 144.2 του Συντάγματος, δεν παραπέμπεται προς εξέταση στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο οποιοδήποτε ζήτημα συνταγματικότητας, αλλά η διακριτική ευχέρεια των Δικαστηρίων ως προς την παραπομπή ασκείται σε σχέση με ζητήματα ουσιώδους σημασίας για τη διάγνωση εκκρεμούσας υπόθεσης (Ιωάννου ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, Πολ. Έφ. 43/18, ημερ.13.09.2023).

 

Εν προκειμένω το εγερθέν ζήτημα συνταγματικότητας δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, ουσιώδες για τη διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς. Αυτό, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(δ) του Ν.17(Ι)/2013 και την υπόθεση Χριστοδούλου κ.α ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α (ανωτέρω), το ζητούμενο είναι κατά πόσο με την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης των εργασιών της Λαϊκής στη βάση του Ν.17(Ι)/2013 και των Κ.Δ.Π. που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, οι καταθέτες τέθηκαν σε δυσμενέστερη θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν εάν το μέτρο εξυγίανσης δεν εφαρμοζόταν και η τράπεζα αφηνόταν να εκκαθαριστεί. Η αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία κατέδειξε, ως ήδη αναφέρθηκε, ότι οι Ενάγοντες δεν τέθηκαν σε δυσμενέστερη θέση με την εφαρμογή του μέτρου της εξυγίανσης. Ενόψει τούτου, δεν είναι απαραίτητος ο έλεγχος της συνταγματικότητας του Ν.17(Ι)/2013 και των σχετικών Κ.Δ.Π.

 

Ολοκληρώνοντας σημειώνω, ότι η εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης της Λαϊκής λήφθηκε νομότυπα, καθώς τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Ν.17(Ι)/2013. Συγκεκριμένα, η Εναγόμενη 2, ως Αρχή Εξυγίανσης, αξιολόγησε με το Τεκμήριο 41 κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 του Ν.17(Ι)/2013 για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στη Λαϊκή. Σύμφωνα με την αξιολόγηση του Τεκμηρίου 41, πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 του Ν.17(Ι)/2013. Περαιτέρω, ετοιμάστηκε και λήφθηκε υπόψη η τρέχουσα, κατά την 24.03.2013, οικονομική κατάσταση της Λαϊκής, στη βάση σχετικής έκθεσης που ετοιμάστηκε από το Τμήμα Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Ιδρυμάτων της Εναγόμενης 2. Η εν λόγω έκθεση – Τεκμήριο 43 αποτελεί προαπαιτούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν.17(Ι)/2013. Επιπρόσθετα, η Εναγόμενη 2, ως Αρχή Εξυγίανσης, ετοίμασε το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Λαϊκής – Τεκμήριο 42, το οποίο, επίσης, λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν.17(Ι)/2013. Σημειώνεται, ότι το περιεχόμενο των προαναφερόμενων Τεκμηρίων δεν αμφισβητήθηκε.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η Εναγόμενη 2, ως Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών αποφάσισαν δυνάμει του άρθρου 3 του Ν.17(Ι)/2013 την εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής στη βάση των προνοιών του άρθρου 9 του Ν.17(Ι)/2013 (Κ.Δ.Π. 94/2013 και Τεκμήριο 102).

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, αλλά και στην αγόρευση των Εναγόντων, έγινε αρκετός λόγος για την απουσία μελέτης εκ μέρους της Εναγόμενης 2 σε σχέση με την επίδραση της εφαρμογής μέτρου εξυγίανσης στα συμφέροντα των καταθετών. Υποστήριξαν οι Ενάγοντες, ότι δεν έγινε μελέτη, όπως το άρθρο 3(2)(δ) του Ν.17(Ι)/2013 επιβάλλει, ως προς το κατά πόσο οι καταθέτες της Λαϊκής θα βρίσκονταν σε καλύτερη θέση εάν αυτή εκκαθαριζόταν. Ταυτόχρονα, ήταν η θέση των Εναγόντων, ότι τα Τεκμήρια 41 – 43 δεν συνιστούν μελέτη εν τη εννοία του άρθρου 3(2)(δ) του Ν.17(Ι)/2013.

 

Καταρχάς, το άρθρο 3(2)(δ) του Ν.17(Ι)/2013 δεν προβλέπει τη διενέργεια οποιασδήποτε μελέτης από την Εναγόμενη 2, είτε υπό την ιδιότητα της ως εποπτική αρχή, είτε υπό την ιδιότητα της ως Αρχή Εξυγίανσης. Με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγόντων, η αντίληψη ότι επιβάλλεται η ύπαρξη τέτοιας μελέτης πριν την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης δεν βρίσκει έρεισμα στον Ν.17(Ι)/2013. Στο άρθρο 3(2) καταγράφονται οι γενικές αρχές που εφαρμόζονται κατά τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, χωρίς να προνοείται η διενέργεια οποιασδήποτε μελέτης ή έκθεσης. Εκεί που ο νομοθέτης ήθελε να προβλέψει τη διενέργεια έκθεσης ή αξιολόγησης το έπραξε ρητά, όπως για παράδειγμα στο άρθρο 6(1)(α) και (β) και 7(1) του Ν.17(Ι)/2013.

 

Η γενική, τώρα, αρχή που διαφυλάττει το άρθρο 3(2)(δ) του Ν.17(Ι)/2013 εξετάστηκε κατά την αξιολόγηση που διενεργήθηκε συμφώνως του άρθρου 6(1) και ειδικότερα στο πλαίσιο της προϋπόθεσης της προαγωγής της δημόσιας ωφέλειας και της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος με την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσης. Συγκεκριμένα στην αξιολόγηση – Τεκμήριο 41 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σε περίπτωση εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος θα ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και θα έπρεπε να αποζημιωθούν άμεσα όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις με το συνολικό κόστος να ανέρχεται σε €7,5 δις περίπου με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία με ημερομηνία αναφοράς 31 Δεκεμβρίου 2012.

Το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων δεν διαθέτει τα κεφάλαια για να καλύψει τους ασφαλισμένους καταθέτες του πιστωτικού ιδρύματος».

 

Όσα αναφέρθηκαν στα Τεκμήρια 41 και 42 συνηγορούν και με τα όσα καταγράφονται στο αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Λαϊκής που υποβλήθηκε στην Εναγόμενη 2 στις 13.03.2013 – δέσμη Τεκμηρίου 108. Καθίσταται, επομένως, φανερό ότι η επιλογή της εξυγίανσης διαφύλαξε τα συμφέροντα των καταθετών της Λαϊκής, καθώς, μεταξύ άλλων, εξασφαλίστηκαν και ήταν άμεσα διαθέσιμες οι πρώτες €100.000 κάθε καταθέτη.

 

 

Οι Ενάγοντες επικαλέστηκαν και την επιστολή του Διοικητή της Εναγόμενης 2, ημερ.24.03.2013 – Τεκμήριο 40, για να υποστηρίξουν, αφενός ότι τα Τεκμήρια 41 και 42 δεν αποτελούν τις μελέτες που επιβάλλονται από τον Ν.17(Ι)/2013, και αφετέρου ότι ακόμη κι αν αποτελούν μελέτες δείχνουν την προχειρότητα με την οποία ετοιμάστηκαν.

 

Έχω ήδη αναφέρει πιο πάνω, ότι τα Τεκμήρια 41 – 43 συνιστούν τις μελέτες που τα άρθρα 6(1)(α) και (β) και 7(1) του Ν.17(Ι)/2013 απαιτούν όπως ληφθούν υπόψη για τη λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης.

 

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της εισήγησης των Εναγόντων περί προχειρότητας των Τεκμηρίων 41 – 43, σημειώνω, ότι το Τεκμήριο 40 δεν αφορά σύγκριση των μέτρων εξυγίανσης με την εκκαθάριση. Το Τεκμήριο 40, όπως διαφαίνεται από το ίδιο το περιεχόμενό του, αλλά και από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1(2), αφορά μία ειδική πτυχή της εξυγίανσης της Λαϊκής και συγκεκριμένα την πώληση των εν Ελλάδι εργασιών της. Όπως επεξήγησε ο Μ.Υ.1(2) είναι σε σχέση με αυτήν την πτυχή που έγινε εισήγηση από τον Διοικητή της Εναγόμενης 2 για παροχή κυβερνητικής εγγύησης ύψους €3,8 δις, προκειμένου να εξαλειφθούν περιουσιακά στοιχεία αντίστοιχης αξίας που είχαν υποθηκευθεί προς όφελος της Εναγόμενης 2 από υποκαταστήματα της Λαϊκής στην Ελλάδα για την παραχώρηση ELA.

 

 

Κατάληξη

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, κρίνω ότι οι Ενάγοντες δεν απέδειξαν στο πλαίσιο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων την υπόθεσή τους.

 

Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των αγωγών. Οι αγωγές με αρ.5423/2013, 2409/2014, 818/2016 και 820/2016 Ε.Δ. Λεμεσού απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των Εναγομένων 2 και 3 και εναντίον των Εναγόντων, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Νοείται, ότι ενόψει της συνεκδίκασης των υπό αναφορά αγωγών, οι Εναγόμενοι 2 και 3 δικαιούνται σε ένα μόνο σετ εξόδων, το οποίο θα υπολογισθεί στη βάση της κλίμακας εξόδων της αγωγής με αρ.5423/2013, που ήταν η οδηγός, σε σχέση με τα έξοδα που προκλήθηκαν από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος συνένωσης, ήτοι από τις 19.10.2023 και έπειτα.

 

 

 

                                        (Υπ.) ……………………………………

                                             Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

Subject: Civil/Other Actions/Final

Αναφορά: Μέτρα εξυγίανσης-αμέλεια-θέσμιο καθήκον-ψευδείς παραστάσεις

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο