ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.               

 

       Αρ. Αγωγής: 2062/21

 

 

 

 

Μεταξύ

 

 

Albaraka Investment and General Trade Co Ltd (υπό εκκαθάριση) μέσω του εκκαθαριστή της Firas Saber Abdulaziz, από τη Ιορδανία

 

      

                                                 και  

   

    

Jordan Kuwait Bank PLC, από τη Λεμεσό

 

 

 

 

Ημερομηνία: 2.4.24    

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Μ. Κωνσταντίνου για κκ Α. Γ. Παφίτης και Σία ΔΕΠΕ

Για την Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση: κ. Γ. Τσαρδελής για κκ Η. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ   

 

    --------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 3.11.22 η Ενάγουσα/Αιτήτρια εξαιτείται αδείας του Δικαστηρίου για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης απαντητικής στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης/Καθ’ ης η αίτηση στην αίτηση ημερομηνίας 2.12.21 η οποία καταχωρήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, από τώρα και στο εξής «η αίτηση για προσωρινά διατάγματα».  Τα αιτούμενα διατάγματα δεν εκδόθηκαν μονομερώς αφού το Δικαστήριο διέταξε όπως η αίτηση για προσωρινά διατάγματα, η οποία αρχικά είχε καταχωρηθεί μονομερώς, καταστεί διά κλήσεως και επιδοθεί.  

 

Η υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Αιτήτριας η οποία είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον εκκαθαριστή της Αιτήτριας να προβεί στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, από τώρα και στο εξής «η ενόρκως δηλούσα». 

 

Η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση ενίσταται στην χορήγηση της αιτούμενης άδειας.  Προς τούτο καταχώρησε Ειδοποίηση Ένστασης στην οποία εκτίθενται οι λόγοι ένστασης σύμφωνα με τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας.  Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Καθ’ ης η αίτηση ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Καθ’ ης η αίτηση να προβεί στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, από τώρα και στο εξής «ο ενόρκως δηλών».  Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται πιο κάτω αυτούσιοι: 

 

  1. δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος

 

  1. δεν καταδεικνύεται καλός λόγος για την παροχή της αιτούμενης άδειας

 

  1. υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης

 

  1. η υπό κρίση αίτηση είναι καταχρηστική. 

5.    η υπό κρίση αίτηση είναι κακόπιστη αφού τα γεγονότα που επιδιώκονται να παρουσιαστούν ήταν γνωστά και η Αιτήτρια όφειλε να τα θέσει εξαρχής ενώπιον του Δικαστηρίου. 

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στην βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν ο καθένας την θέση του διαδίκου που εκπροσωπεί.  

 

Η Δ.48, θ.4(2) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39».

 

Παρέχεται, επομένως, με τον πιο πάνω θεσμό η δυνατότητα καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.  Για να τύχει, όμως, διάδικος του ευεργετήματος τούτου θα πρέπει να δείξει «καλό λόγο».  Το αν θα επιτραπεί ή όχι σε διάδικο να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκο δήλωση επαφίεται σαφώς στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (Βλ. Ματθαίου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 510).

 

Στην υπόθεση Μαρίας Κόκκινου ν. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 ΑΑΔ 2523 λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το ζήτημα της παραχώρησης ή μη άδειας για την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται σε συνάρτηση με την φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα.  Η έννοια του καλού λόγου προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Στην υπόθεση A. Messios & Sons Ltd κ.α. ν. Α. Λεωνίδα (Αρ. 1) (2010) 1 ΑΑΔ 195 λέχθηκαν τα ακόλουθα στην σελίδα 199:

 

«Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιόν μας στοιχεία υπό το φως των εισηγήσεων των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο από τις σχετικές δικονομικές πρόνοιες, είναι ορθό και δίκαιο να ασκηθεί, στην προκείμενη περίπτωση υπέρ των εφεσειόντων-αιτητών. Κατά την εκτίμησή μας τα στοιχεία που επιθυμούν να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, οι εφεσείοντες-αιτητές, με τις δύο ένορκες δηλώσεις για τις οποίες ζητούν την άδεια του δικαστηρίου να καταχωρήσουν, είναι στοιχεία που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ’ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης. Δεν πρόκειται, κατά την κρίση μας, για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που είναι επιθυμητό να επιτραπεί στους εφεσείοντες-αιτητές να προβάλουν, ώστε το δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων».

 

Καλός λόγος καταδεικνύεται όταν τα γεγονότα που ζητείται να συµπεριληφθούν στην συµπληρωµατική ένορκη δήλωση δεν ήταν σε γνώση του αιτητή όταν αυτός καταχωρούσε την αρχική ένορκη δήλωση του.  Είναι κανόνας καθολικής εφαρμογής ότι δεν επιτρέπεται η επανόρθωση παράλειψης πρωθύστερα έτσι ώστε να μεταβληθεί ή αλλοιωθεί η εικόνα που δόθηκε πρωταρχικά στο Δικαστήριο (Stavros Georgiou & Son (Scrap Metals) Ltd v. Του Πλοίου Lipa (2000) 1 ΑΑΔ 1976).    

 

Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης καλού λόγου είναι στους ώµους του αιτητή.  Ο αιτητής οφείλει να δείξει την σχετικότητα των ισχυρισµών που επιδιώκει να προσθέσει και ικανοποιητικό λόγο γιατί οι ισχυρισµοί αυτοί δεν συμπεριλήφθηκαν από την αρχή στην αρχική του ένορκη δήλωση.

Στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση η ενόρκως δηλούσα δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στις τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε, επί του οποίου βασίζεται η αίτηση για προσωρινά διατάγματα.  Κατ’ επέκταση δεν συναρτά την ανάγκη για καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης με τις εν λόγω προϋποθέσεις.  Το αίτημα δεν φαίνεται να υποβάλλεται σε συνάρτηση με την φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του Δικαστηρίου ως επίδικα.  Υποδεικνύεται ότι σε αίτηση για προσωρινό διάταγμα το Δικαστήριο δεν ενδιαφέρει η ανακάλυψη της αλήθειας.  Και αυτό γιατί δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των ισχυρισμών που προβάλλονται εκατέρωθεν των πλευρών. 

 

Το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε, επί του οποίου βασίζεται η αίτηση για προσωρινά διατάγματα, από τώρα και στο εξής «το άρθρο 32», ερμηνεύθηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Αλκιβιάδης Θεωρή (1989) 1 ΑΑΔ 255 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Προσωρινά διάταγμα εκδίδονται με βάση το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όταν το Δικαστήριο κρίνει πως η παροχή τέτοιας θεραπείας είναι δίκαιη και ευχερής. Το άρθρο αυτό του Νόμου έχει εξετασθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, καθορίζονται συνοπτικά μεν αλλά πολύ περιεκτικά και με σαφήνεια, οι αρχές που διέπουν την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων και εκείνες που ρυθμίζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Οι τρεις βασικές προϋποθέσεις είναι:

 

1)    H ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση,

2)    Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και

3)    Η πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Όπως υποδεικνύεται στην Odysseos, στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. (Βλέπε επίσης την υπόθεση Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ" Βασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 152). Πρέπει να τονίσουμε πως τα Δικαστήρια εκδίδουν τέτοια διατάγματα με φειδώ». 

 

Ο διάδικος που ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος έχει το βάρος να αποδείξει ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 32.  Οι τρεις προϋποθέσεις θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά.  Αν κριθεί ότι κάποια από αυτές δεν ικανοποιείται, τότε, προσωρινό διάταγμα δεν δύναται να εκδοθεί.  Όμως σε ορισμένες περιπτώσεις που πέραν των τριών προϋποθέσεων υπάρχουν και ειδικά κριτήρια που διέπουν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, αυτά, θα πρέπει, επίσης, να ικανοποιούνται.      

 

Στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1993) 1 ΑΑΔ 246 αναφέρθηκε ότι στην διαδικασία προσωρινού διατάγματος το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στην διαπίστωση κατά πόσο οι τρεις βασικές προϋποθέσεις που ο Νομοθέτης έταξε στο άρθρο 32 του Ν.14/60 ικανοποιούνται.  Δεν αποφασίζει την ουσία της υπόθεσης και πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (Βλ. American Cyanamid Co v. Ethicon Ltd (1975) 1 All E R 504 (H.L.)).  Ούτε και πρέπει να αποφαίνεται σε θέματα αξιοπιστίας εκτός εκεί που τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο, διαφορετικά, θα επηρεάζονταν δυσμενώς η υπόθεση στην ουσία της για τον διάδικο εκείνο τον οποίο το Δικαστήριο κρίνει από το στάδιο αυτό ως αναξιόπιστο.  

 

Στην υπόθεση Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263 αναφέρεται ενδεικτικά στις σελίδες 267-268 ότι οι διάδικοι στο στάδιο αυτό περιορίζονται στο κατά πόσο το διάταγμα θα πρέπει να εκδοθεί υπό το φως των προνοιών του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και των αρχών της Νομολογίας.  Τα δικαιώματα των διαδίκων καθορίζονται αργότερα με την έκδοση της απόφασης η οποία θα είναι απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο του προσωρινού διατάγματος.  Το ορθό για τον Δικαστή είναι όπως στην απόφασή του για προσωρινό διάταγμα αποφεύγει να κάνει αναφορά σε θέματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης για να αποφύγει με τον τρόπο αυτό να προδικάσει αναφορικά με αυτά.  Η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων (Βλ. Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 AAΔ 788). 

 

Σύμφωνα με την υπόθεση Andreas Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd κ.α. (1982) 1 ΑΑΔ 557 η έννοια του σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση δεν προϋποθέτει τίποτα περισσότερο από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στην βάση των έγγραφων προτάσεων (an arguable case on the strength of the pleadings) ή κάποιας γνωστής στο νόμο αιτίας αγωγής η οποία αν επιτύχει θα έχει ως συνέπεια την χορήγηση προς όφελος του ενάγοντα ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας.  Όλα τα άλλα, όπως η διακρίβωση των δικαιωμάτων των διαδίκων, θα αναζητηθεί και θα προσδιορισθεί στο τελικό στάδιο της δίκης (Βλ. Φετοκάκης ν. Λ. Χριστοφή (2006) 1 ΑΑΔ 800). 

 

Αναφορικά με την δεύτερη προϋπόθεση λέχθηκε στην υπόθεση Andreas Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd κ.α. (1982) 1 ΑΑΔ 557 που πιο πάνω μνημονεύεται ότι το μέτρο που απαιτείται για να αποσείσει ο αιτητής το βάρος να αποδείξει ότι δικαιούται θεραπείας δεν είναι πολύ μεγάλο αφού αυτός αρκεί να καταδείξει μόνο ορατή πιθανότητα επιτυχίας.  Για τον σκοπό αυτό το Δικαστήριο προβαίνει σε αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του αιτητή («The Court must purport to make some evaluationof the evidential strength of the case for the party applying for an injunction») και όχι σε αξιολόγηση της υπό αυτού προσαχθείσας μαρτυρίας (Βλ. Κώστας Ελευθερίου Κυρίσαββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Κωνσταντίνου Κιζ κ.α. ν. Χάρη Γεωργίου Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαριτσούς Κωστή Κκίζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245). 

 

Στην υπόθεση Milton Investment Co Ltd κ.α. ν. Dryden Group Ltd Πολιτική Έφεση 424/11, ημερομηνίας 27.3.14 τονίσθηκε ότι το Δικαστήριο όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει επί της ουσίας των εγειρόμενων επίδικων θεμάτων, αλλά δεν πρέπει να αφήνει «να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της». 

 

Φαίνεται πως με την αιτούμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιδιώκεται η φανέρωση της αλήθειας με αποτέλεσμα η εν λόγω δήλωση να επεκτείνεται πέραν του εύρους που εξετάζεται με το άρθρο 32.  Τα πιο κάτω είναι ενδεικτικά της πιο πάνω διαπίστωσης. 

 

Στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση αναφέρεται ότι η αιτούμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση «είναι αναγκαία ώστε να ξεκαθαρίσουν και να απαντηθούν κάποια σημεία ... τα οποία χρήζουν διευκρίνισης και για να διασαφηνιστούν οι αναλήθειες που εντοπίζονται ... οι οποίες αφήνουν μια παραπλανητική εκδοχή των γεγονότων και για να προβληθούν τα ορθά και αληθή γεγονότα».            

 

Στην παράγραφο 10 της ίδιας ένορκης δήλωσης αναφέρεται ότι «θα πρέπει να επιτραπεί στην Αιτήτρια να απαντήσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς για να έχει και το Δικαστήριο ενώπιόν του μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων». 

 

Στην παράγραφο 11 αναφέρεται ότι η Καθ’ ης η αίτηση προσπαθεί να «παρουσιάσει μια εικόνα της κατάστασης, παρερμηνεύοντας τα πραγματικά γεγονότα ... και είναι για αυτό τον λόγο που καθίσταται επιτακτική η ανάγκη καταχώρησης της Προτιθέμενης μου ΣΕΔ με σκοπό να δοθούν απαντήσεις στις θέσεις των καθ’ ων η αίτηση ... αλλά και για να έχει το Δικαστήριο τη σφαιρική εικόνα όλων των γεγονότων ενώπιόν του.  Η Προτιθέμενη ΣΕΔ θα θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την ορθή και αληθή εικόνα των γεγονότων ...».  

 

Στην παράγραφο 12 αναφέρεται ότι είναι ορθό και δίκαιο να επιτραπεί η καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης «για να δοθούν διευκρινίσεις και απαντήσεις ... ώστε να υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων».  

 

Στην παράγραφο 13 αναφέρεται ότι είναι ορθό και δίκαιο να επιτραπεί η καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για να «αντικρουστούν οι ανακριβείς και αναληθείς ισχυρισμοί των Καθ’ ων η αίτηση ...».  Αναφέρεται ακόμη ότι αν δεν επιτραπεί η καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης η Αιτήτρια θα στερηθεί του δικαιώματός της να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου «την θέση της και τα αληθή γεγονότα τα οποία επιβάλλεται να γνωρίζει για σκοπούς αξιολόγησης της θέσης της Αιτήτριας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί» αλλά και για να τύχει δίκαιης δίκης.  

 

Τέλος στην παράγραφο 15 αναφέρεται ότι αν επιτραπεί η καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης «το Δικαστήριο θα έχει πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα όλων των γεγονότων και πληροφοριών σε σχέση με την απαίτηση μου, ούτως ώστε να εξασκήσει σωστά την κρίση του κατά την αξιολόγησή της».  

 

Είναι φανερό από τις πιο πάνω δηλώσεις της ενόρκως δηλούσας ότι η αιτούμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση δεν προωθεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 και την στοιχειοθέτηση τους.  Η καταχώρηση της επιδιώκεται για να αντικρουσθούν γεγονότα και ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ μέρους της Καθ’ ης η αίτηση με την ένσταση στην αίτηση για προσωρινά διατάγματα και να φανερωθεί η αλήθεια, πράγμα το οποίο ως ανωτέρω επισημάνθηκε, δεν ενδιαφέρει ούτε και απασχολεί το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό.  Άρα και η θέση ότι με την αιτούμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση θα δοθεί στο Δικαστήριο μια σφαιρική εικόνα των γεγονότων δεν είναι ορθή αφού στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν θα αξιολογήσει τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς για να καταλήξει σε ευρήματα.  Αυτό είναι έργο του Δικαστηρίου κατά την δίκη και όχι στο πρώιμο στάδιο της ενδιάμεσης θεραπείας. 

 

Η πιο πάνω προσέγγιση αντανακλάται και στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πλέον ενδεικτικά ότι με την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης επιτυγχάνεται ο ίδιος σκοπός που εξυπηρετούνταν με την Διαταγή 48, θεσμό 4 πριν την τροποποίηση της το 1999 σύμφωνα με την οποία αν αμφισβητούνταν τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούσαν την αίτηση επιβάλλονταν η απόδειξή τους με προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας αποδεκτής σύμφωνα με τους κανόνες της απόδειξης από τον διάδικο ο οποίος έφερε το βάρος απόδειξης.  Στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός είναι η απόδειξη ισχυρισμών «προς αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις της άλλης πλευράς».  Σύμφωνα με την γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας η παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης επιβάλλεται για τον πιο πάνω λόγο.  Για να θέσει η Αιτήτρια ορθά και ολοκληρωμένα την θέση της και να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της.    

 

Σε αίτηση για προσωρινό διάταγμα το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της υπό του αιτητή προσαχθείσας μαρτυρίας παρά μόνο σε αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του («The Court must purport to make some evaluationof the evidential strength of the case for the party applying for an injunction»).  Επομένως για να αποφασίσει αν πληρούνται οι δυο πρώτες προϋποθέσεις το Δικαστήριο ενεργεί στην βάση της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση και μόνο.  Θα ενεργήσει και στην βάση της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση μόνο αν η μαρτυρία που παρουσιάζεται μέσω αυτής κλονίζει την αποδεικτική δύναμη ή ισχύ των ισχυρισμών του αιτητή σε βαθμό που οι πιο πάνω προϋποθέσεις εν τέλει να μην στοιχειοθετούνται.  Στην υπό εξέταση περίπτωση το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να εξετάσει την αίτηση σε συνάρτηση με τα θέματα που είναι επίδικα στην αίτηση για προσωρινά διατάγματα.  Συναφώς και στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση δεν προωθείται θέση προς την κατεύθυνση ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ μέρους της Καθ’ ης η αίτηση και στους οποίους η Αιτήτρια επιθυμεί να απαντήσει κλονίζουν την αποδεικτική ισχύ των ισχυρισμών που προβλήθηκαν εκ μέρους της Αιτήτριας οπότε και αναδύεται ως αδήρητη πλέον η ανάγκη για απάντηση με αποτέλεσμα να καταδειχθεί και ο λόγος που η καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι επιθυμητή και αναγκαία στην υπό εξέταση περίπτωση.  Επιδιώκεται η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για να τεθούν όλα τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου ως εάν το Δικαστήριο είχε να αποφασίσει την υπόθεση στο τελικό στάδιο.       

 

Η υπό κρίση αίτηση είναι μολυσμένη από το πιο πάνω σκεπτικό, πράγμα που προδιαγράφει και την τύχη της.  Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι δεν καταδείχθηκε καλός λόγος για την χορήγηση της αιτούμενης άδειας.  Οι λόγοι ένστασης με αριθμούς 1 και 2 ευσταθούν.  Η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης παρέλκει.   

 

Συνακόλουθα η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης/Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής. 

 

                                                                             (Υπ.) ....…………...………………

                                                                                            Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο