ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 375/2023

iJustice

Μεταξύ:

 

Lolowa Abdulla M.S. Al-Nasser

Ενάγουσας

και

 

Crowd Tech Ltd

Εναγομένης

--------------

 

Αίτηση ημερ. 23.2.2023 για Προσωρινό Διάταγμα

 

29 Φεβρουαρίου 2024

 

Για Ενάγουσα:   κ. Τ. Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σία ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη:  κα Κ. Ζαντήρα για Michael Kyprianou & Co LLC

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Η Ενάγουσα (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια) με την υπό εξέταση αίτηση της επιδιώκει την έκδοση σειράς ενδιάμεσων διαταγμάτων.  Μέρος των αιτούμενων διαταγμάτων εκδόθηκε μονομερώς.  Συγκεκριμένα εκδόθηκαν διατάγματα με τα οποία απαγορεύεται στην Εναγόμενη να αποξενώσει την κινητή και ακίνητη της περιουσία στην Κύπρο και στο εξωτερικό, όπως επίσης και να μεταφέρει τα περιουσιακά της στοιχεία από την Κύπρο στο εξωτερικό, διάταγμα με το οποίο της απαγορεύεται να προβεί σε οποιεσδήποτε αλλαγές στη διευθυντική και ή μετοχική της δομή, διάταγμα με το οποίο διατάσσεται όπως αποκαλύψει ενόρκως όλα τα περιουσιακά της στοιχεία στην Κύπρο και στο εξωτερικό, διάταγμα με το οποίο δεσμεύονται όλοι οι τραπεζικοί της λογαριασμοί στην Κύπρο και στο εξωτερικό, καθώς  επίσης και διάταγμα με το οποίο διατάσσεται όπως μη καταστρέψει όλες τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με την Αιτήτρια, όλες τις εντολές οι οποίες της δόθηκαν από την Αιτήτρια και όλες τις συμφωνίες μεταξύ της ίδιας και της Αιτήτριας.

 

            Το υπόλοιπο μέρος της Αίτησης, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου επιδόθηκε στην Εναγόμενη, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε δια κλήσεως αίτηση. 

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από την Ένορκη Δήλωση της κας Ζέμπασιη, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Αιτήτρια.  Σ’  αυτή αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Η Αιτήτρια διαμένει μόνιμα στην Ντόχα του Κατάρ.  Είναι μηχανολόγος – μηχανικός στο επάγγελμα χωρίς προηγούμενη εμπειρία στον τομέα των επενδύσεων- trading σε χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (CFDs) και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα.  Η Εναγόμενη είναι κυπριακή εταιρεία η οποία ασκεί εργασίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (KEΠΕΥ) υπό την εμπορική επωνυμία «Trade 360»  και τελεί υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου με αριθμό άδειας 202/2013 και με ημερομηνία αδειοδότησης την 14.6.2013.  Λειτουργεί τη διαδικτυακή επενδυτική πλατφόρμα – ιστοσελίδα www.trade360.com, μέσω της οποίας οι επενδυτές, οι οποίοι ανοίγουν επενδυτικό λογαριασμό (trading account) με την Εναγομένη, επενδύουν – εμπορεύονται διάφορα επενδυτικά προϊόντα, όπως ξένο συνάλλαγμα, τις λεγόμενες χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (Contracts for Difference) και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα επί της ως άνω επενδυτικής πλατφόρμας.

 

            Κατά τον Απρίλιο του 2021 η Αιτήτρια, κατόπιν διαφήμισης που έλαβε από το διαδίκτυο, με την οποία παροτρύνετο να αρχίσει να κάνει επενδύσεις στην ανωτέρω επενδυτική πλατφόρμα, προχώρησε και ενεγράφη στην επενδυτική πλατφόρμα της Εναγομένης μέσω της ιστοσελίδας www.trade360.com.  Μόλις ενεγράφη η Αιτήτρια, η Εναγομένη, μέσω των εκπροσώπων και αντιπροσώπων της, άρχισε να επικοινωνεί τακτικά τηλεφωνικά μαζί της, δίνοντας της υποσχέσεις ότι θα κέρδιζε πολλά χρήματα, προσπαθώντας να την πείσει να προχωρήσει σε πολλαπλές επενδύσεις στην ως άνω επενδυτική πλατφόρμα και όπως αποστείλει μεγάλα χρηματικά ποσά σε λογαριασμούς εταιρειών με τις οποίες προφανώς η Εναγόμενη είχε συνεργασία.  Με τον τρόπο αυτό η Εναγόμενη πίεσε και ώθησε την Αιτήτρια να ξεκινήσει τη δήθεν επενδυτική της δραστηριότητα.  Συγκεκριμένα, υπάλληλος της Εναγομένης με το όνομα Abbasi παρακίνησε την Αιτήτρια να επενδύσει χρήματα στην ως άνω επενδυτική πλατφόρμα για μια περίοδο τριών μηνών, με παραπλανητικές δηλώσεις ότι αυτά τα χρήματα θα επιστρέφονταν στην Αιτήτρια με τεράστια απόδοση σε ένα μήνα.  Το ως άνω πρόσωπο ζητούσε από την Αιτήτρια να καταθέσει τα χρήματα της, όχι στους τραπεζικούς λογαριασμούς της Εναγομένης αλλά σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων που το πιο πιθανόν ελέγχονται από την Εναγομένη, με τους οποίους η Εναγομένη ήταν σε συνεννόηση, όπως (α) της JM Financial Brokerage Services Co, εταιρείας του Κουβέϊτ και της (β) Canpay Payment Services Provider, εταιρείας με έδρα το Ντουπάϊ.  Η Εναγομένη είχε ζητήσει από την Αιτήτρια να μεταφέρει τα χρήματα σε ευρώ, κάτι το οποίο η Αιτήτρια έπραξε μέσω της τράπεζας της στο Κατάρ.  Το συνολικό ποσό που η Αιτήτρια έστειλε στην Εναγομένη αντιστοιχεί σε US$639.527.  Οι εν λόγω μεταφορές ξεκίνησαν περί τα τέλη Απριλίου 2021 και τελείωσαν περί τα τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 2021. 

 

            Τον Ιούλιο του 2021 η Αιτήτρια προσπάθησε να αποσύρει τα χρήματα που είχαν μείνει στο λογαριασμό της πάνω στην ανωτέρω επενδυτική πλατφόρμα της Εναγομένης αλλά το ποσό αυτό των US$37.253 ήταν μπλοκαρισμένο από την Εναγομένη.  Περί τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο 2021 η Αιτήτρια παραπονέθηκε στην Εναγομένη για τις απώλειες της καθώς και για το ότι είχαν μπλοκαριστεί τα εναπομείναντα χρήματα της, όμως η Εναγομένη προσπαθούσε με διάφορες δικαιολογίες να ψέξει την Αιτήτρια και να της αποστερήσει όλα τα χρήματα της, ακόμα και αυτά που ήταν μπλοκαρισμένα.   Η ζημιά την οποία υπέστηκε η Αιτήτρια από την ως άνω συμπεριφορά της Εναγομένης ανέρχεται σε US$676.780. 

 

            Περί τον Οκτώβριο του 2021 η Αιτήτρια αποτάθηκε στους δικηγόρους της στην Κύπρο, οι οποίοι τον Νοέμβριο του 2021 απέστειλαν επιστολή προς την Εναγομένη με την οποία της ζητούσαν να αποζημιώσει την Αιτήτρια για την απώλεια των US$639.527 πάνω στην επενδυτική πλατφόρμα της Εναγομένης και να της ξεμπλοκάρουν το ποσό των US$37.253.  Οι δικηγόροι της Εναγόμενης μέσα από την αλληλογραφία που αντάλλαξαν με τους δικηγόρους της Αιτήτριας αρνήθηκαν ότι η Εναγόμενη είχε οποιαδήποτε σχέση με την Αιτήτρια και αρνήθηκαν να επιστρέψουν τα χρήματα της.  Η Αιτήτρια με τη βοήθεια των δικηγόρων της υπέβαλε το παράπονο της, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου τον Μάρτιο του 2021 και στην αστυνομία της Κύπρου, στην οποία και έδωσε κατάθεση τον Ιούνιο του 2021.  Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ξεκίνησε τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου της Αιτήτριας και έθεσε τις θέσεις της Εναγομένης ενώπιον των δικηγόρων της Αιτήτριας, οι οποίοι απάντησαν αμέσως με στοιχεία τα οποία έδειχναν πέρα για πέρα τη συμβατική σχέση της Αιτήτριας και της Εναγομένης, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να ικανοποιηθεί και να προχωρήσει ακόμα περισσότερο την έρευνα της.

 

            Περί τα τέλη Ιανουαρίου 2023 και ενώ αναμενόταν το αποτέλεσμα της έρευνας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Αιτήτρια απέστειλε στους δικηγόρους της δημοσίευμα για συγγενική εταιρεία της Εναγόμενης στην Αυστραλία που είχε χάσει την άδεια της από την Αυστραλέζικη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.  Λίγες μέρες αργότερα οι δικηγόροι της Αιτήτριας επικοινώνησαν με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και ανακάλυψαν προς έκπληξη τους ότι η Εναγόμενη υπέβαλε αίτηση για εκούσια παραίτηση της άδειας λειτουργίας της. 

 

            Είναι προφανές ότι η Εναγόμενη βρίσκεται ένα βήμα πριν την παύση των εργασιών της στην Κύπρο, μετά που εξαπάτησε την Αιτήτρια και εξασφάλισε με τον τρόπο που περιγράφεται πιο πάνω το ποσό των US$676.580.  Συνολικά η Αιτήτρια έχει ζημιώσει με το ποσό των US$1.050.000 μέσα στο οποίο περιλαμβάνονται οι ως άνω απώλειες της, η ταλαιπωρία και το άγχος της, τα έξοδα της για να έρθει στην Κύπρο και να καταθέσει στην αστυνομία, οι ζημιές από τα προσωπικά της δάνεια που δεν μπορεί να αποπληρώσει στο χρόνο τους, τα δικηγορικά της έξοδα και άλλες οικονομικές ζημιές. 

 

            Είναι σίγουρο ότι με το που θα εξασφαλίσει η Εναγόμενη την άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για παραίτηση από την άδεια λειτουργίας της, θα ελευθερωθούν τα οποιαδήποτε ρυθμιστικά κεφαλαία οφείλει να έχει στη διάθεση της και θα τα διοχετεύσει σε τρίτα πρόσωπα εκτός της εμβέλειας και της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.  Σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, η Εναγομένη θα μπορέσει να τερματίσει τις δραστηριότητες της στην Κύπρο, θα απομακρύνει από την ιδιοκτησία της οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία έχει επ’  ονόματι της, θα κλείσει τους τραπεζικούς και πάσης φύσεως λογαριασμούς της στην Κύπρο και στο εξωτερικό, αφήνοντας την Αιτήτρια απροστάτευτη και καθιστώντας την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή χωρίς νόημα και ουσία αφού οποιαδήποτε θετική απόφαση εκδοθεί προς όφελος της στο μέλλον θα παραμείνει ανικανοποίητη. 

 

 

H ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ

 

            Η Εναγόμενη εναντιώθηκε στη συνέχιση της ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων καθώς και στην έκδοση των υπόλοιπων.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης την οποία καταχώρισε προβάλλει σειρά λόγων ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

 

1.     Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.

2.    Δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.

3.    Δεν έχει καταδειχθεί το κατεπείγον ή οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος ημερομηνίας 28.2.2023 σε μονομερή βάση. 

4.    Η Αιτήτρια παρέβη το καθήκον της για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είτε με αποσιώπηση γεγονότων είτε με ψευδή και διαστρεβλωμένα γεγονότα με σκοπό τη μονομερή έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος.

5.    Η Εναγόμενη υφίσταται βλάβη ή και ζημιά ως εκ της έκδοσης του ενδιάμεσου διατάγματος ημερομηνίας 28.2.2023.

6.    Η Αίτηση είναι καταχρηστική και ενόσω βρίσκεται σε ισχύ το ενδιάμεσο διάταγμα ημερομηνίας 28.2.2023, βλάπτονται δικαιώματα τρίτων προσώπων προς τα οποία η Εναγόμενη έχει πράγματι υποχρέωση. 

7.    Το ενδιάμεσο διάταγμα ημερομηνίας 28.2.2023 στο εύρος που αφορά τα απαγορευτικά διατάγματα είναι λανθασμένο ή και δυσανάλογο για το λόγο ότι δεν ορίζει ανώτατο χρηματικό ποσό για την απαγόρευση.  Περαιτέρω, το ενδιάμεσο διάταγμα ημερομηνίας 28.2.2023 είναι λανθασμένο ή και δυσανάλογο καθότι δεν διαχωρίζει μεταξύ λογαριασμών πελατών και λειτουργικών λογαριασμών της Εναγομένης, με αποτέλεσμα να παγοποιηθούν λογαριασμοί πελατών της χωρίς η ίδια η Αιτήτρια να είναι πελάτιδα της Εναγόμενης και χωρίς να προσδιορίζονται με ακρίβεια τα περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύονται. 

8.    Το ενδιάμεσο διάταγμα ημερομηνίας 28.2.2023 κατονομάζει και εκτίνει το εύρος του σε τρίτα πρόσωπα τα οποία ουδόλως σχετίζονται με την Εναγομένη. 

9.    Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της Αίτησης και της ακύρωσης του ενδιάμεσου διατάγματος ημερομηνίας 28.2.2023.

10.     Το εκδοθέν ενδιάμεσο διάταγμα δεν διατηρεί μια κατάσταση πραγμάτων (status quo ante) αλλά δημιουργεί μια δυσανάλογη κατάσταση πραγμάτων εις βάρος της Εναγόμενης.

11.     Η εγγύηση για την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος δεν δόθηκε από την ίδια την Αιτήτρια, κατά παράβαση των οδηγιών του Δικαστηρίου.

12.    Η εγγύηση για την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος δεν είναι επαρκής για να καλύψει το ύψος της ζημιάς που υφίσταται και θα συνεχίσει να υφίσταται η Εναγόμενη.

13.     Το ποσό των €15.000 που επιτράπηκε για τα μηνιαία έξοδα της Εναγόμενης σε καμιά περίπτωση είναι ικανοποιητικό και εκθέτει την Εναγόμενη έναντι τρίτων προσώπων προς τα οποία έχει πράγματι υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα την πρόκληση δυσανάλογης και υπέρμετρης ζημιάς σ’  αυτήν.

 

Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την Ένορκη Δήλωση του κ. Σωτηρίου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη.  Σ’  αυτήν αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

Η Εναγόμενη είναι αδειοδοτημένη και παρέχει τις υπηρεσίες της αποκλειστικά σε κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του ιστοτόπου www.trade360.com, ο οποίος βρίσκεται αναρτημένος στη σελίδα πληροφοριών της Εναγομένης στον ιστότοπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.  Έχει κατοχυρώσει τη χρήση της εμπορικής επωνυμίας «trade360» στην Κύπρο για χρήση αποκλειστικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σκοπούς παροχής των υπηρεσιών της, και δεν κατέχει άλλη άδεια χρήσης της ομώνυμης επωνυμίας σε τρίτες χώρες ή παγκοσμίως.  Η εν λόγω επωνυμία δυνατό να χρησιμοποιείται και από άλλους πάροχους υπηρεσιών, προφανώς εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους οποίους όμως η Εναγόμενη ουδεμία σχέση έχει.  Παράδειγμα αποτελεί η εταιρεία Sirius Financial Markets PTY Ltd,  στην οποία γίνεται αναφορά από την κα Ζέμπασιη στην ένορκη δήλωση της. 

 

Η πρόσβαση στον ιστότοπο της Εναγομένης από ηλεκτρονικές διευθύνσεις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένου και του Κατάρ, δεν είναι πρακτικά δυνατή παρά μόνο με τη χρήση απομακρυσμένων εξυπηρετητών και λογισμικού εικονικού ιδιωτικού δικτύου (VPN), ήτοι εάν ο ίδιος ο επενδυτής εγκαταστήσει το ως άνω λογισμικό στον υπολογιστή του και επιλέξει να εισέλθει ο ίδιος στην ιστοσελίδα της Εναγόμενης, στην οποία υπό κανονικές συνθήκες δεν θα δικαιούτο καν να  έχει πρόσβαση λόγω του γεωγραφικού περιορισμού για την παροχή των υπηρεσιών της Εναγομένης.   Τεχνικά η Εναγομένη δεν δύναται να δέχεται πελάτες οι οποίοι είναι κάτοικοι τρίτων χωρών.  Υπάρχουν ξεκάθαροι γεωγραφικοί περιορισμοί κατά το στάδιο αποδοχής πελατών εκ μέρους της Εναγομένης μέσω της αναγνώρισης της διεύθυνσης διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP address) και μόνο κάτοικοι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύνανται να εισέρχονται στον ιστότοπο της Εναγομένης και να συμβάλλονται με αυτή για την παροχή υπηρεσιών της.  Περαιτέρω, η Εναγόμενη δεν έχει γραφεία ούτε και αντιπροσώπους σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα δεν παρέχει τις υπηρεσίες της σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

 

Η Αιτήτρια ουδέποτε διετέλεσε πελάτιδα της Εναγομένης.  Καμιά συμβατική ή άλλως πως σχέση έχει με την Εναγόμενη και όλα όσα η Αιτήτρια αναφέρει ως παράπονα εναντίον της Εναγομένης απλά δεν αφορούν την ίδια.  Όσον αφορά τον κ. Abbasi με τον οποίο, ως προβάλλεται στην ένορκη δήλωση της κας Ζέμπασιη, φαίνεται να διατηρούσε επικοινωνία η Αιτήτρια στα πλαίσια της επενδυτικής της δραστηριότητας από τον ιστότοπο www.trade360.com, αυτός είναι παντελώς άγνωστος στην Εναγόμενη.  Η Εναγόμενη δεν διατηρεί οποιοδήποτε λογαριασμό με τα ιδρύματα JM Financial Brokerage Services Co και Canpay Payment Services Provider, στα οποία φαίνεται να έχει καταθέσει χρήματα η Αιτήτρια με σκοπό τη διεξαγωγή επενδυτικής δραστηριότητας, ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της κας Ζέμπασιη.

 

Το τι έλαβε χώρα στην παρούσα περίπτωση είναι προφανώς μια εξαπάτηση της Αιτήτριας από τρίτα, άγνωστα στην Εναγόμενη πρόσωπα, όπως ο αναφερόμενος Abbasi, τα οποία παρίσταναν στην Αιτήτρια ότι είναι αντιπρόσωποι της Εναγόμενης για να της αποσπάσουν χρήματα.  Εξ  ου και το ότι η εντολή προς την Αιτήτρια ήταν να καταθέτει τα χρήματα της σε οργανισμούς εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους οποίους η Εναγόμενη καμιά σχέση έχει.

 

 

NOMIKH ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.2 θ.1 – 5, 6, 7 – 15, Δ.5 θ.1 – 8, 9, 10, Δ.39 θ.1 – 21, Δ.48 θ.1 – 13, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6, άρθρα 1 – 3, 4, 5, 7 – 10 και στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960, άρθρα 1 – 29, 32, 41 και 42 – 71.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αιτούμενα στις παραγράφους Α – Δ της Αίτησης διατάγματα είναι τύπου Mareva αφού με αυτά ζητείται όπως δεσμευτούν περιουσιακά στοιχεία στα οποία περιλαμβάνονται και τραπεζικοί λογαριασμοί της Εναγομένης, τόσο εντός όσο και εκτός δικαιοδοσίας.  Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd v. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, νομολογήθηκε ότι η εξουσία που παρέχει το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 στο Δικαστήριο είναι τόσο ευρεία, σε βαθμό που επιτρέπει την επέκταση της εμβέλειας των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας.  Όπως ειδικότερα αναφέρεται στις σελίδες 177 και 178:

 

«Στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ’ όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο. Βέβαια στο άρθρο 32 υπάρχει πρόνοια ότι τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται εκτός αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία και ότι εκτός αν εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Στην υπόθεση BP Holdings Ltd κ.ά. ν. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 τονίστηκε ότι τα δικαστήρια της Κύπρου λειτουργούν με βάση την ευρύτατη εξουσία που τους παρέχεται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60. Σε σχέση με την αλλαγή που επήλθε στην Αγγλική νομολογία το 1975, με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων τύπου Mareva, το Εφετείο στην προαναφερόμενη υπόθεση παρατήρησε ότι το άρθρο 45 του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act του 1925, στο οποίο βασίστηκαν οι Αγγλικές αποφάσεις Nippon Ysen Kaisha v. Karagiorghis [1975] 3 All E.R. 282 και Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulk Carriers S.A. [1975] 2 Lloyds Rep. 509, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 37(1) του δικού μας παλαιού περί Δικαστηρίων Νόμου 40/53 και με το άρθρο 32 του ισχύοντος Νόμου 14/60. Είναι πρόδηλο πως τα Αγγλικά δικαστήρια έκριναν τότε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, ειδικότερα στον τομέα της επικοινωνίας, καθώς βέβαια και τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων. Λέχθηκε στην υπόθεση Κιταλίδης (ανωτέρω) ότι σήμερα μπορεί να γίνουν δοσοληψίες σε όλα τα μέρη της γης μέσα σε λίγα λεπτά μέσω του συστήματος τηλεμηνυμάτων. Χρήματα μπορεί να μεταφερθούν από τον ένα λογαριασμό σε άλλο και από τη μια χώρα στην άλλη σε λίγα δευτερόλεπτα. Η απαίτηση των σύγχρονων ρυθμών ζωής οδήγησαν τα Δικαστήρια στη σκέψη πως θα έπρεπε να αναδιαπλάσουν το πλαίσιο της εξουσίας τους για να παρέχεται σ’ αυτά η δυνατότητα τέτοιου χειρισμού των προσωρινών διαταγμάτων, ώστε αυτά να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς.

 

Είναι προφανές λοιπόν ότι, δυνάμει του άρθρου 32 του Ν. 14/60 με το οποίο παρέχεται ευρύτατη εξουσία στα Δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα, και με βάση τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κιταλίδη (ανωτέρω) περί αναδιάπλασης του πλαισίου της εξουσίας των δικαστηρίων ώστε τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδίδονται να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς αλλά και τα όσα παρατηρήθηκαν, γενικά, σε σχέση με τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων, παρείχετο έρεισμα στο πρωτόδικο δικαστήριο να εκδώσει, στην προκείμενη περίπτωση, παρεμπίπτοντα διατάγματα που να δεσμεύουν και περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων, εκτός δικαιοδοσίας.» 

 

Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται.  Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν14/60 που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:

 

α)         Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο

 

Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.

 

β)         Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία

 

Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).

 

γ)         Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας  (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).

 

Έχοντας κατά νου ότι μέρος των λόγων ένστασης εστιάζεται στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32, θα προχωρήσω με την εξέταση του κατά πόσο η προσαχθείσα από την Αιτήτρια μαρτυρία ικανοποίησε τις εν λόγω προϋποθέσεις. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το κλητήριο ένταλμα.  Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd v. Joseph P. Lasala κ.ά. (ανωτέρω).

 

H Αιτήτρια στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αξιώνει αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστη συνεπεία δόλου και/ή απάτης και/ή ψυχικής πίεσης και/ή συνωμοσίας για καταδολίευση της και/ή συνεπεία παράβασης σύμβασης και/ή ιδιοποίησης και/ή αμέλειας. 

 

Από τα όσα αναφέροντα πιο πάνω διαφαίνεται ότι η αξίωση της Αιτήτριας στηρίζεται, κατά ένα μέρος, στα αστικά αδικήματα της συνωμοσίας, του δόλου, της απάτης, της ιδιοποίησης και της αμέλειας.

 

Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, παρ.15-21, σελ.871 αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την έννοια της συνωμοσίας:

 

«Α conspiracy consists … in the agreement of two or more to do an unlawful act, or to do a lawful act by unlawful means.»

 

 

Eπίσης στο ίδιο σύγγραμμα στην παρ.15-22, σελ.873, αναφέρεται ότι:

 

«The tort requires an agreement, combination, understanding, or concert to injure, involving two or more persons.»

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1 A.A.Δ.25, αναφέροντα τα ακόλουθα σχετικά με το αδίκημα της συνωμοσίας:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει, μέχρι σήμερα, πραγματευθεί το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας.  Σύμφωνα με τον Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Tόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:

 

“697. Εssential ingredients of conspiracy.  In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant.”

 

Σε μετάφραση:

«697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας.  Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα.»  

 

 

Όσον αφορά την έννοια του δόλου, στην υπόθεση Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004)1 (Β) Α.Α.Δ.992 επεξηγήθηκε, με αναφορά στους Halsbury’s Laws of England, 3rd edition, τόμος 18, σελ.189, ότι είναι ένας όρος που πρέπει να αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο και ηθικώς ανάρμοστο ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα (βλέπε επίσης Τσιάρτας κ.α. ν. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010)1 (Γ) Α.Α.Δ.1523, 1538 και 1539).

 

Η απάτη επεξηγείται στο άρθρο 36 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:

 

 

«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, με σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει με βάση αυτή:

 

Νοείται ότι καμιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση εκτός αν αυτή έγινε με σκοπό εξαπάτησης του ενάγοντα και πράγματι εξαπάτησε αυτόν, και αυτός ενέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτού υπέστη ζημιά.»

 

Το αδίκημα της ιδιοποίησης καθορίζεται στο άρθρο 39 του Κεφ. 148 και το αδίκημα της αμέλειας στο άρθρο 51.

 

 

 

 

 

            Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω έχω ικανοποιηθεί ότι το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εμπεριέχει αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής και, κατ’ επέκταση, αποκαλύπτει μια συζητήσιμη υπόθεση (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολ. Έφεση αρ. Ε143/2015 ημερ. 23/3/2017), ECLI:CY:AD:2017:A102

           

Προχωρώ στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Αιτήτρια διατείνεται ότι κάτω από τις ψευδείς παραστάσεις, τον εξαναγκασμό και τη ψυχική πίεση της Εναγομένης, προχώρησε και επένδυσε τις οικονομίες της πάνω στην επενδυτική πλατφόρμα της Εναγομένης, με την υπόσχεση και τις διαβεβαιώσεις της ότι θα μεγιστοποιούσε κατ’  αυτό το τρόπο τα κέρδη της.  Στην αντίπερα όχθη η πλευρά της Εναγομένης ισχυρίζεται, μέσω της ενόρκου δηλώσεως του κ. Σωτηρίου, ότι η Αιτήτρια δεν είχε οποιαδήποτε συμβατική ή άλλως πως σχέση μαζί της και όλα όσα η Αιτήτρια αναφέρει ως παράπονα εναντίον της, απλά δεν αφορούν το πρόσωπο της.  Και αυτό γιατί η Εναγόμενη ήταν αδειοδοτημένη να παρέχει τις υπηρεσίες της μόνο στις χώρες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της αδείας που της είχε παραχωρηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.  Ισχυρίζεται επίσης ότι υπάρχουν ξεκάθαροι γεωγραφικοί περιορισμοί κατά το στάδιο της αποδοχής πελατών οι οποίοι επιθυμούν να επενδύσουν στην ηλεκτρονική της πλατφόρμα, μέσω της αναγνώρισης της διεύθυνσης διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP address) και μόνο κάτοικοι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύνανται να εισέρχονται στον ιστότοπο της και να συμβάλλονται μαζί της για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. 

 

            Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της κας Ζέμπασιη, η Αιτήτρια περί τον Απρίλιο του 2021, μετά που έλαβε κάποια διαφήμιση της Εναγομένης, ενεγράφη στην επενδυτική πλατφόρμα που η τελευταία ελέγχει  μέσω της ιστοσελίδας www.trade360.com.  Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι, πέραν της μαρτυρίας της κας Ζέμπασιη, δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία της εγγραφής της Αιτήτριας στην ως άνω πλατφόρμα της Εναγομένης ως και του ανοίγματος οποιουδήποτε λογαριασμού μέσω αυτής.  Δεν παρουσιάστηκε οποιοσδήποτε αριθμός λογαριασμού ή ακόμα τα διακριτικά του λογαριασμού που κατ’  ισχυρισμό ανοίχθηκε στην πλατφόρμα της Εναγομένης.  Ούτε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες της κατ’  ισχυρισμό διαφήμισης, την οποία έλαβε η Αιτήτρια από την Εναγόμενη παρουσιάστηκαν.  Πέραν των πιο πάνω, δεν έχει καθοριστεί με την απαιτούμενη ακρίβεια το ποσό το οποίο η Αιτήτρια επένδυσε επί της ανωτέρω πλατφόρμας.  Το μόνο το οποίο αναφέρεται επί λέξη από την κα Ζέμπασιη  είναι ότι η Αιτήτρια τον Ιούλιο του 2021 προσπάθησε να αποσύρει τα χρήματα που είχαν μείνει στο λογαριασμό της πάνω στην επενδυτική πλατφόρμα της Εναγομένης, αλλά το ποσό αυτό των US$37.253 ήταν μπλοκαρισμένο από την Εναγόμενη.  Δεν διευκρινίζεται όμως ποιο ήταν το ποσό που επένδυσε, από το οποίο είχαν μείνει US$37.253.

 

Σε αντίθεση με την ασάφεια και αοριστία της μαρτυρίας της εν σχέσει με τα ποσά τα οποία επενδύθηκαν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Εναγομένης, η Αιτήτρια προβαίνει σε μια λεπτομερή παρουσίαση των αποδεικτικών στοιχείων, όπως οι καταστάσεις λογαριασμού (Bank Statements), προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι, κατόπιν εντολής κάποιου Abassi, τον οποίο παρουσιάζει ως υπάλληλο της Εναγομένης, μετέφερε το συνολικό χρηματικό ποσό των US$639.527 στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταιρειών JM Financial Brokerage Services Co και Canpay Payment Services Provider.  Αποτελεί δε θέση της Αιτήτριας ότι οι ως άνω εταιρείες το πιο πιθανόν ελέγχονται από την Εναγόμενη και υπήρχε συνεννόηση μεταξύ  τους, με σαφή πρόθεση φοροδιαφυγής και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος εις βάρος όχι μόνο της Ενάγουσας αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας.   Το ανωτέρω χρηματικό ποσό ουδέποτε επιστράφηκε στην Αιτήτρια, αποτελεί δε, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της κας Ζέμπασιη, το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής απώλειας την οποία υπέστηκε.  Σύμφωνα δε με τον ισχυρισμό της ένορκης δήλωσης της κας Ζέμπασιη, η εντολή μεταφοράς του ανωτέρω ποσού στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πιο πάνω περιγραφόμενων εταιρειών, αποτελεί μέρος του δόλιου σχεδίου της Εναγομένης εναντίον της Αιτήτριας, που είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη οικονομική της απώλεια.  Στην παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως της κας Ζέμπασιη παρατίθενται λεπτομέρειες του δόλιου σχεδίου της Εναγόμενης εναντίον της Αιτήτριας. 

 

Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν είναι επαρκής ώστε να εμπλέξει την Εναγόμενη, έστω και εκ πρώτης όψεως, με την εντολή που είχε δοθεί για μεταφορά του πιο πάνω ποσού στους λογαριασμούς των ανωτέρω αναφερόμενων εταιρειών, καθώς και με το επινοηθέν δόλιο σχέδιο που είχε ως αποτέλεσμα την καταδολίευση της Αιτήτριας.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι εντολές για μεταφορά του ως άνω ποσού είχαν δοθεί από κάποιο πρόσωπο ονόματι Abassi, το οποίο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας, ήταν υπάλληλος της Εναγόμενης, κάτι το οποίο η τελευταία αρνείται, μέσω της ενόρκου δηλώσεως του κ. Σωτηρίου.  Η μαρτυρία όμως την οποία παρουσίασε η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει την οποιαδήποτε σχέση του ως άνω προσώπου με την Εναγόμενη, πόσο μάλλον η σχέση του υπαλλήλου της Εναγομένης.  Στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας υποστηρίζεται ότι όλες οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες μεταξύ Αιτήτριας και Εναγόμενης γίνονταν μέσω ηλεκτρονικής διεύθυνσης που είχαν το ίδιο domain name (όνομα χώρου), π.χ. anana@trade360.com και support@trade360.com, με αυτό που είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ήτοι το www.trade360.com.  Όπως διαφαίνεται από το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία αποτελούν μέρος του Τεκμηρίου 7, η διεύθυνση anana@trade360.com αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση του Abassi.  Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ακριβώς κάτω από την ηλεκτρονική του διεύθυνση υπάρχει ο αριθμός τηλεφώνου 44-203-695-8525 ext: 3097.  Αναμφισβήτητα ο ως άνω αριθμός τηλεφώνου δεν φαίνεται να έχει οποιαδήποτε σχέση με τους αριθμούς τηλεφώνου της Εναγομένης, αφού εκ πρώτης όψεως δεν πρόκειται για τοπικό (κυπριακό) αριθμό τηλεφώνου.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνω την παράλειψη της Αιτήτριας να παραθέσει τον αριθμό ή τους αριθμούς τηλεφώνου από τους οποίους της τηλεφωνούσε ο Abassi.  Αν δε την καλούσε στο κινητό της τηλέφωνο εύκολα θα μπορούσαν να εντοπιστούν οι αριθμοί από τους οποίους της τηλεφωνούσε, μέσω μιας τεχνικής εξέτασης του κινητού της τηλεφώνου.  Και αυτό, παρά τον ισχυρισμό της ότι μόλις ενεγράφη στη διαδικτυακή πλατφόρμα της Εναγομένης, το ως άνω πρόσωπο επικοινωνούσε τακτικά τηλεφωνικά μαζί της, δίδοντας της υποσχέσεις ότι θα κέρδιζε πολλά χρήματα. 

 

Περαιτέρω, στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας υποστηρίζεται ότι μέσα στην επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 27.5.2022, που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 7, υπάρχει η φωτογραφία οθόνης (screen shot) που δείχνει ως φαξ επικοινωνίας τον αριθμό +35725281710 που είναι ο ίδιος αριθμός φαξ της Εναγομένης με αυτόν που παρουσιάζεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.  Κατά τους ευπαίδευτους συνηγόρους, από αυτό το στοιχείο και μόνο είναι ξεκάθαρο ότι η Αιτήτρια είχε συνάψει συμβατική σχέση με την Εναγόμενη.  Με κάθε σεβασμό προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους, δεν θα μπορούσα να κάμω αποδεκτή την ως άνω θέση τους για το λόγο ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι υπήρξε οποιαδήποτε επικοινωνία της Εναγομένης με την Αιτήτρια είτε μέσω του αριθμού τηλεφώνου που αναφέρεται στην εν λόγω φωτογραφία οθόνης, είτε μέσω του αριθμού φαξ (τηλεομοιοτύπου) που επίσης αναφέρεται σ’  αυτήν.  Ούτε διευκρινίζεται από την Αιτήτρια ο τρόπος με τον οποίο η ως άνω φωτογραφία οθόνης περιήλθε στην κατοχή της.  Δεν διαφεύγει φυσικά της προσοχής μου ότι στο ίδιο τεκμήριο επισυνάπτονται δύο ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία φαίνεται να στάληκαν στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Αιτήτριας από την ηλεκτρονική διεύθυνση support@trade360.com, η οποία είναι ηλεκτρονική διεύθυνση της Εναγόμενης.  Θα πρέπει όμως να επισημανθεί, κατά πρώτο, ότι αυτά στάληκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της μεταφοράς του ως άνω ποσού από την Αιτήτρια στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρω αναφερομένων εταιρειών, σ’  αυτά δε φαίνεται να καταγράφονται οι συνομιλίες της Αιτήτριας με κάποιο πρόσωπο ονόματι Ameer.  Οι συνομιλίες αυτές προφανώς ακολούθησαν κάποιο παράπονο το οποίο υπέβαλε η Αιτήτρια στην ως άνω ηλεκτρονική διεύθυνση της Εναγόμενης.  Κατά δεύτερο, δεν καταδεικνύουν οποιαδήποτε διασύνδεση της Εναγόμενης είτε με την εντολή η οποία είχε δοθεί για μεταφορά του ως άνω ποσού, είτε με τις δύο εταιρείες στις οποίες μεταφέρθηκε το ως άνω ποσό.  Ως αποτέλεσμα, δεν έχει αποδειχθεί ακόμα και εκ πρώτης όψεως η εμπλοκή της Εναγόμενης στο αδίκημα της συνωμοσίας.  Πέραν των πιο πάνω θα ήθελα ακόμα να επισημάνω την παράλειψη της Εναγομένης να υποβάλει τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, στον οποίο στάληκαν τα ηλεκτρονικά μηνύματα από το ανωτέρω κατονομαζόμενο πρόσωπο, ως επίσης και το κινητό της τηλέφωνο,  σε επιστημονική εξέταση.  Παρά το ότι οι δικηγόροι της Εναγόμενης είχαν κάμει γνωστό στους δικηγόρους της Αιτήτριας τον ισχυρισμό της Εναγόμενης ότι η Αιτήτρια ουδέποτε διετέλεσε πελάτιδα της και προφανώς η Αιτήτρια να εξαπατήθηκε από τρίτα άγνωστα στην Εναγόμενη πρόσωπα τα οποία ιδιοποιήθηκαν το όνομα και το εμπορικό της σήμα «trade360», από τον Νοέμβριο του 2022, πολύ πριν την καταχώριση της υπό εξέταση Αίτησης, εντούτοις η Αιτήτρια παρέλειψε να υποβάλει σε επιστημονική εξέταση τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, μέσω της οποίας θα μπορούσε να αποκαλυφθεί η διεύθυνση διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP address) του server από τον οποίο στάληκαν τα ηλεκτρονικά μηνύματα του Abassi,  ακόμα και η ταυτότητα του κατόχου του server.

 

Το επίπεδο του βάρους απόδειξης το οποίο θα πρέπει να αποσείσει ο Αιτητής ώστε να ικανοποιήσει το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της υπόθεσης του έχει επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων.  Στην Molvi Estates Ltd v. Κίμωνος, Πολ. Έφεση Αρ. Ε193/15 ημερ. 9.5.2023, ECLI:CY:AD:2023:A159 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 αναφέρεται στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, 2041, ότι αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.  Στην Πουργουρίδη κ.α. ν. Μέζου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, 207 αναφέρθηκε ότι η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις.  Αυτό που απαιτείται από τον αιτητή είναι να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.  Στην Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, 257-8, εξηγήθηκε, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας.  Επισημάνθηκε, ακόμα, ότι η προοπτική επιτυχίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας.»

  

            Στην προκείμενη περίπτωση το μαρτυρικό υλικό το οποίο παρουσίασε η Αιτήτρια δεν διακρίνεται για την ακρίβεια και σαφήνεια του, αντίθετα παρουσιάζει πολλά κενά με αποτέλεσμα να μη καταστεί δυνατή η σύνδεση, ακόμα και εκ πρώτης όψεως, της Εναγόμενης με τις εις βάρος της Αιτήτριας ισχυριζόμενες δόλιες ενέργειες.  Ως αποτέλεσμα δεν έχει καταδειχθεί η ορατή πιθανότητα επιτυχίας της υπόθεσης της εναντίον της Εναγόμενης.  Παρά την αποτυχία όμως της Αιτήτριας να ικανοποιήσει τη δεύτερη προϋπόθεση θεωρώ ορθό να προχωρήσω στην εξέταση της ικανοποίησης και της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32.

 

            Η Αιτήτρια με αφετηρία το αίτημα το οποίο υπέβαλε η Εναγόμενη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για εκούσια παραίτηση της άδειας της και για άρση των επενδυτικών της δραστηριοτήτων, ισχυρίζεται, μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Ζέμπασιη, ότι η Εναγόμενη βαίνει προς τερματισμό των δραστηριοτήτων της στην Κύπρο και σε εξαφάνιση των οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων έχει επ’  ονόματι της.  Αμέσως δε μόλις εξασφαλίσει την άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για παραίτηση από την άδεια λειτουργίας της, θα ελευθερωθούν τα οποιαδήποτε ρυθμιστικά κεφάλαια οφείλει να έχει στη διάθεση της και θα τα διοχετεύσει σε τρίτα πρόσωπα εκτός της εμβέλειας και της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.  Είναι δε σίγουρο ότι δεν θα αφήσει επ’  ονόματι της οποιαδήποτε άλλα περιουσιακά στοιχεία, αφού ο λόγος της ύπαρξης της θα παύσει να υπάρχει και αυτά τα περιουσιακά στοιχεία θα περιέλθουν στα χέρια προσώπων από τα οποία θα είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο να ανακτηθούν προς ικανοποίηση των νόμιμων απαιτήσεων και αξιώσεων της.  Στην αντίπερα όχθη η Εναγόμενη διατείνεται, μέσω της ενόρκου δηλώσεως του κ. Σωτηρίου, ότι σε καμιά περίπτωση θα επηρεαστεί η ικανότητα της Εναγόμενης να πληρώσει τους πελάτες της, λόγω της παραίτησης από την άδεια λειτουργίας της και της, κατ’  αυτό το τρόπο, άρσης της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.  Όπως ακόμα υποστηρίζει, δεν παρουσιάστηκε ίχνος μαρτυρίας από την Αιτήτρια περί απτής πρόθεσης της Εναγόμενης να αποξενώσει κεφάλαια της. 

 

Στην υπόθεση Rapp v. Sinden κ.ά. Πολ. Έφεση Ε191/2014 ημερ. 20/3/2020 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την πρόθεση για αποξένωση:

 

 

«Ο κύριος λόγος απόρριψης της αίτησης είναι συνυφασμένος με την τρίτη προϋπόθεση. Αναφορικά με αυτή και σε σχέση με διατάγματα που αφορούν στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αναφέρεται στην C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785, 789-790, ότι δεν αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγόμενου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα δοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.

 

Στα πλαίσια του άρθρου 32, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέγγισε το ζήτημα στην ορθή του διάσταση. Αναλώθηκε στην εκτίμηση του κινδύνου αποξένωσης, αντί να εξετάσει τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαζόταν ή επιβαρυνόταν το ακίνητο.»

 

Απόλυτα σχετικό είναι επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολ. ‘Εφεση Αρ Ε14/2017 και Ε209/2017 ημερ. 16/7/2019:

 

«Στη Poltava Petroleum Co. ν. Mexana Oil Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301 τονίστηκε ότι εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η όποια επιβάρυνση, εφόσον συντελεστούν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως να εκδοθεί. Ο κίνδυνος αποξένωσης ήταν υπαρκτός ώστε εντέλει να υφίσταται η αδυναμία ή δυσκολία απονομής δικαιοσύνης και το επιχείρημα της φερεγγυότητας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί με την ευκολία αποξένωσης.»

 

            Οι ως άνω αρχές επαναδιατυπώθηκαν και στην πιο πρόσφατη υπόθεση Heinrich v. Banc De Binary Limited, Πολ. Έφεση Αρ. Ε148/2016 ημερ. 26.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A556, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων χρημάτων κατατεθειμένων σε τράπεζα, δεν αποτελεί, χωρίς άλλο, ικανοποιητική εξασφάλιση ότι δικαστική απόφαση που τυχόν να εκδοθεί σε αγωγή θα τύχει, οπωσδήποτε, ικανοποίησης.  Εάν ο ίδιος ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δε δεσμευτεί επαρκώς, ως προς τούτο, το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα, όπως το υπό συζήτηση, για παγοποίηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον πιο πάνω σκοπό.  Εν ολίγοις, η ύπαρξη  περιουσιακών στοιχείων και μόνο δεν είναι αρκετή.  ΄Οπως ετέθη στην υπόθεση CPhasarias (AutCentreLtdv. Σκυρ. "Λεωνίκ" Λτδ. (2001) 1 Α.Δ.Δ. 785, σελίδες 789 έως 790:  «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.»»  

 

Όπως αναδύεται από την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, δεν απαιτείτο από την Αιτήτρια να παρουσιάσει μαρτυρία για πιθανή πρόθεση της Εναγόμενης να αποξενώσει περιουσιακά της στοιχεία.  Εκείνο το οποίο προσμετρά είναι η συνέπεια που θα έχει τέτοια αποξένωση η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον συντελεστούν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. 

 

Υπό το φως των όσων έχουν παρατεθεί πιο πάνω καταλήγω ότι θα ήταν ορατός ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση που ενδεχομένως να εκδοθεί προς όφελος της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα να ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.

 

Η αποτυχία της Αιτήτριας να ικανοποιήσει όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 έχει καταστήσει περιττή την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας και ειδικότερα του κατά πόσο το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της οριστικοποίησης των εκδοθέντων διαταγμάτων και της έκδοσης των υπόλοιπων (Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980, Μυλωνάς ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση αρ. Ε176/2019, ημερομηνίας 10.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A519.

 

 

 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει, γι’  αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.  Συνακόλουθα και τα εκδοθέντα διατάγματα θα πρέπει να ακυρωθούν.

 

            Όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Εναγόμενη.

 

            Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγομένης – Καθ’  ης η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας – Αιτήτριας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

            Τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώνονται.

 

            Οι εκκρεμούσες αιτήσεις ημερομηνίας 29.3.2023 και 29.5.2023 ορίζονται για οδηγίες την 28.3.2024, ώρα 09.00.

 

 

 

(Υπ.) ....……………………………

                                                                                                     Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο