ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Aίτησης ΠΣΑ 20/2021

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά

Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015

 

Αναφορικά με τον Χαράλαμπο Κρασιά

 

 

--------------------------

 

22 Απριλίου 2024

 

Για Αιτήτρια – Πιστωτή:  κα Τ. Κουλουντή για Στέλιος Στυλιανίδης & Σία ΔΕΠΕ

Για Χρεώστη – Καθ’  ου η Αίτηση:  κα Α. Χαραλάμπους για Argiro S. Charalambous LLC

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια) με την υπό εξέταση Αίτηση της επιδιώκει την ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 1.6.2022 το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης, διά του οποίου επιβάλλεται στους Πιστωτές του Χρεώστη Χαράλαμπου Κρασιά  (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Καθ’  ου η Αίτηση) το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές του. 

 

            Η Αίτηση υποστηρίζεται από την Ένορκη Δήλωση του κ. Καρακόκκινου, διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης Πλαισίου Αφερεγγυότητας της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, η οποία ιδρύθηκε από την Αιτήτρια και διαχειρίζεται ορισμένες υποθέσεις της.  Στην ένορκη δήλωση του αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 

 

            Ο Καθ’  ου η Αίτηση είναι οφειλέτης σε έξι λογαριασμούς με βάση τους οποίους, το συνολικά οφειλόμενο χρέος του προς την Αιτήτρια ανέρχεται σε €466.455,09.  Προς εξασφάλιση της Αιτήτριας, ο Καθ’  ου η Αίτηση παραχώρησε μαζί με τη σύζυγο του την υποθήκη υπ’  αριθμό Υ2582/2013 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού επί ολοκλήρου του μεριδίου του επί του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 1/[ ], επί του 1/3 μεριδίου του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ] και επί του ¼ μεριδίου του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ] τα οποία είναι ιδιοκτησία της συζύγου του.  Το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 1/[ ] αναφέρεται ως οικόπεδο στον τίτλο ιδιοκτησίας του, όμως η πραγματική του κατάσταση, με βάση το έγγραφο υποθήκης ημερομηνίας 16.9.2013, αποτελεί ημιανεξάρτητη διώροφη οικία.  Το εν λόγω ακίνητο, ως ισχυρίζεται ο Καθ’  ου η Αίτηση, αποτελεί την κύρια κατοικία του ιδίου και της συζύγου του.

 

            Το προτεινόμενο υπό του Συμβούλου Αφερεγγυότητας Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής 20/2021 (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως το επίδικο ΠΣΑ) τέθηκε σε ψηφοφορία για τους πιστωτές του Καθ’  ου η Αίτηση την 3.3.3022, όμως καταψηφίστηκε από τη συνέλευση των πιστωτών.  Κατά την 28.6.2022 επιδόθηκε στην Αιτήτρια το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 1.6.2022, με βάση το οποίο το Δικαστήριο διέταξε την επιβολή του επίδικου ΠΣΑ σε όλους τους Πιστωτές του Καθ’  ου η Αίτηση.  Όπως ενημερώνεται από τους δικηγόρους της Αιτήτριας, ο Καθ’  ου η Αίτηση δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας για το επίδικο ΠΣΑ, το οποίο δεν πληροί ούτε τα λοιπά κριτήρια που προνοεί η σχετική νομοθεσία για την επιβολή του.

 

            Η επιβολή του επίδικου ΠΣΑ, σε καμιά περίπτωση θέτει τους πιστωτές του Καθ’  ου η Αίτηση στην ίδια ή και σε καλύτερη θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.  Στην περίπτωση πτώχευσης του Καθ’  ου η Αίτηση, η Αιτήτρια θα είχε στη διάθεση της πολύ πιο σύντομα τα υποθηκευμένα ακίνητα, παρά να αναμένει μακροχρόνια μέχρι να εισπράξει τη σημερινή εκτιμηθείσα αξία των ενυπόθηκων ακινήτων, ανεξαρτήτως μελλοντικής αυξητικής διακύμανσης της αξίας αυτών, δια μηνιαίων δόσεων, ως προνοεί το επίδικο ΠΣΑ.  Σε κάθε περίπτωση, η απώλεια της Αιτήτριας σε περίπτωση πτώχευσης του Καθ’  ου η Αίτηση θα ήταν μικρότερη.

 

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘ’  ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ

 

            Ο Καθ’  ου η Αίτηση εναντιώθηκε στην αιτούμενη θεραπεία.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης την οποία καταχώρισε προβάλλει 22 συνολικά λόγους ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

 

1.     Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, παράτυπη και αντικανονική.

 

2.    Η Αίτηση είναι κακόπιστη και καταχρηστική.

 

3.     Η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην αιτούμενη θεραπεία.

 

4.    Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και οι Κανονισμοί για την παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας.

 

5.    Η Αιτήτρια λανθασμένα επέδωσε την Αίτηση στον Σύμβουλο Αφερεγγυότητας και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.

 

6.    Οι ισχυρισμοί που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι αναληθείς και αβάσιμοι.

 

7.    Η Αιτήτρια έχει ενεργήσει με κακή πίστη όσον αφορά την έγκριση του συναινετικού ΠΣΑ.

 

8.    Ο Καθ’  ου η Αίτηση έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση του συναινετικού ΠΣΑ, σε αντίθεση με την Αιτήτρια που δεν επέδειξε καλή πίστη.

 

9.    Το επίδικο ΠΣΑ ετοιμάστηκε με τρόπο που θέτει τους πιστωτές του Καθ’  ου η Αίτηση στην ίδια ή καλύτερη θέση στην οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του Καθ’  ου η Αίτηση διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.

 

10.    Το επίδικο ΠΣΑ ετοιμάστηκε με αντικειμενικότητα, επαγγελματική επάρκεια, επιμέλεια και ευσυνειδησία.

11.    Το διάταγμα επιβολής ημερομηνίας 1.6.2022 ορθά εκδόθηκε, αφού πληροί όλες τις προϋποθέσεις των άρθρων 72 και 73 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων Νόμου του 2015.

 

Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Καθ’  ου η Αίτηση στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

Ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας σε διάφορα στάδια της διαδικασίας είχε δώσει ειδοποιήσεις στην Αιτήτρια, ζητώντας τις απόψεις και τις προτάσεις της για εξομάλυνση των δανείων του Καθ’  ου η Αίτηση, ώστε να μπορέσει να ετοιμάσει ανάλογα το ΠΣΑ, χωρίς όμως να λάβει οποιαδήποτε απάντηση, παρατήρηση ή πρόταση.  Ακόμα και στη συνέλευση των πιστωτών που είχε παρουσιαστεί το επίδικο ΠΣΑ, η Αιτήτρια είχε δικαίωμα να θέσει τις απόψεις της, τυχόν εισηγήσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε ασάφειας ή για διόρθωση οποιουδήποτε λάθους, ώστε να επιτευχθεί συναινετικό σχέδιο αποπληρωμής.  Και πάλι όμως δεν έπραξε οτιδήποτε.   Η Αιτήτρια ουδέποτε κατά την προώθηση της διαδικασίας έθεσε οποιοδήποτε ερώτημα ή ζήτησε οποιαδήποτε διευκρίνιση.  Απλά κάνει αναφορά γενικά και αόριστα σε ασάφειες, χωρίς όμως να επεξηγεί ποιες είναι αυτές. 

 

Όσον αφορά τον καθορισμό του επιτοκίου στο επίδικο ΠΣΑ, ως τον συμβουλεύει ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας, ο καθορισμός του έγινε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 48(4)(ε) αλλά και την οδηγία διαχείρισης καθυστερήσεων του 2005 της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. 

 

Αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία επεσυνέβησαν από το 2009 και εντεύθεν και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των εισοδημάτων του κατά τουλάχιστον 25% πριν από την ημερομηνία έκδοσης του προστατευτικού διατάγματος.  Συγκεκριμένα, κατά το έτος 2018 είχε μηνιαίο εισόδημα €2.662 και κατά το 2022 το μηνιαίο του εισόδημα μειώθηκε στο ποσό των €1.703.  Υπάρχει εύλογη προοπτική ότι η συμμετοχή του στο επίδικο ΠΣΑ θα τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος σε περίοδο όχι μεγαλύτερη των πέντε ετών, κάτι το οποίο δηλώνει και ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας.  Το επίδικο ΠΣΑ ετοιμάστηκε με τρόπο ο οποίος θα προστατεύσει την κύρια κατοικία του και με τρόπο κατά τον οποίο τα εισοδήματα του, μετά την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειας του, θα χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρεών του σε μικρότερο ποσό, ώστε να μπορέσει να καλύψει τους πιστωτές του και να μην απωλέσει την κύρια κατοικία του.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται στον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο 65(Ι)/2015, άρθρα 33, 35, 36, 42 – 77, 80 – 82 και 85, στον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (Κ.4, 5, 10, 15, 16, 22, 23 και 24 και στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, θ.1, 2, 3, 5 και 9.

 

Από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν εκδοχών, διαφαίνεται ότι αποτελεί κοινό τόπο το ότι το επίδικο ΠΣΑ επιβλήθηκε από το Δικαστήριο στους πιστωτές του Καθ’  ου η Αίτηση, στους οποίους περιλαμβάνεται και η Αιτήτρια, στη βάση των άρθρων 72  και επόμενα του Νόμου 65(Ι)/2015, κατόπιν της μη έγκρισης του από τη συνέλευση των πιστωτών.

 

 Το άρθρο 72 του Νόμου 65(I)/2015 προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

«72.-(1) Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις μη συναινετικό του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(α) [Διαγράφηκε]·

(β) τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)· και

(γ) η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και

(δ) [Διαγράφηκε]·

(ε) ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματός του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο· και

(στ) ο σύμβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει δήλωση με την οποία επιβεβαιώνει ότι, έχει την άποψη ότι-

(i) οι πληροφορίες που περιέχονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων που ετοιμάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28, εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι πλήρεις και ακριβείς· και

(ii) χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας των άρθρων 35 και του παρόντος άρθρου για να αιτηθεί στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου II παρόντος Τίτλου· και

(iii) ο χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής δυνάμει των διατάξεων του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου, αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή· και

(iv) το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών· και

(v) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του και ποσού για την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του, χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρεών του,

ο χρεώστης δύναται να αιτείται μονομερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου:

Νοείται ότι, ο χρεώστης δύναται να υποβάλει αίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου στο δικαστήριο, μόνο ενόσω βρίσκεται σε ισχύ προστατευτικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 75:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο χρεώστης οφείλει όπως υποβάλει την αίτησή του αυτή στο δικαστήριο, καλή τη πίστει.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), τεκμαίρεται ότι οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το έτος 2012 και μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση.

(3) Για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 44.

(4) Ο χρεώστης μετά την έκδοση διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους πιστωτές, τους εγγυητές, τον σύμβουλο αφερεγγυότητας και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.

(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.»

 

Δεν αμφισβητείται από πλευράς Καθ’  ου η Αίτηση ότι η υπό εξέταση Αίτηση καταχωρίστηκε εντός της προθεσμίας των 15 ημερών που προνοείται στο εδάφιο (5) του άρθρου 72.

 

Ο Κ.24 των περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2016 προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«24. (α) Η δυνάμει του άρθρου 72(5) αίτηση ακύρωσης διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από καθορισμένο πιστωτή ή /και εγγυητή ή/και σύμβουλο αφερεγγυότητας ή /και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός το αργότερο δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση στην οποία φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους βασίζεται η αίτηση.»

 

           

Η Αιτήτρια αιτείται την ακύρωση του διατάγματος επιβολής του επίδικου ΠΣΑ για σωρεία λόγων οι οποίοι περιγράφονται με επάρκεια στην ένορκη δήλωση του κ. Καρακόκκινου που υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση.  Πιο συγκεκριμένα διατείνεται ότι στο επίδικο ΠΣΑ εντοπίζονται πολλές ασάφειες, ειδικότερα  ότι δεν προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο έγιναν διάφοροι υπολογισμοί, όπως ο καθορισμός του επιτοκίου στο 1.5% και ο υπολογισμός των δικηγορικών εξόδων, η μη συμπερίληψη του εφάπαξ ποσού το οποίο πολύ πιθανόν εισέπραξε ο Καθ’  ου η Αίτηση κατά τη συνταξιοδότηση του  καθώς και η προέλευση της συνεισφοράς της συζύγου του Καθ’  ου η Αίτηση.  Διατείνεται ακόμα ότι δεν έχει παρουσιαστεί ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη της αδυναμίας του Καθ’  ου η Αίτηση να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του τα οποία επεσυνέβησαν από το 2009 και εντεύθεν και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον 25%. 

 

Ο Καθ’  ου η Αίτηση στους λόγους ένστασης του υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι κανένας από τους λόγους τους οποίους θέτει το άρθρο 65 του Νόμου 65(Ι)/2015, για τους οποίους μπορεί να προσβληθεί η έναρξη της ισχύος προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής συντρέχει, ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση του επίδικου ΠΣΑ.  Όπως περαιτέρω υποστηρίζεται στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Καθ’  ου η Αίτηση, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποτελούν λόγους ακύρωσης του διατάγματος επιβολής του επίδικου ΠΣΑ. 

 

Το άρθρο 65 του Νόμου 65(Ι)/2015, το οποίο επικαλείται η πλευρά του Καθ’  ου η Αίτηση, προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«65. Οι λόγοι για τους οποίους Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής δύναται να προσβληθεί από πιστωτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59, περιορίζονται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου68, στους ακόλουθους:

 

(α) Ότι ο χρεώστης έχει με τη συμπεριφορά του κατά τα δύο (2) έτη πριν από την έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39, διευθετήσει τις οικονομικές του υποθέσεις με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να είναι ή να γίνει επιλέξιμος να υποβάλει αίτηση για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής·

 

(β) δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της μη ύπαρξης τελεσίδικης απόφασης δικαστηρίου σε σχέση με την επαλήθευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43, όπου αυτό εφαρμόζεται-

 

(γ) υπάρχει ουσιαστική ανακρίβεια ή παράλειψη στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων, η οποία παραβλάπτει ουσιωδώς τα συμφέροντα του πιστωτή·

 

(δ) ο χρεώστης δεν πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 35 όταν προτάθηκε το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής·

 

(ε) ο χρεώστης έχει διαπράξει αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο το οποίο προκαλεί ουσιαστική βλάβη στον πιστωτή·

 

(στ) ο χρεώστης είχε συναλλαγή με πρόσωπο η οποία έγινε κατά την περίοδο τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, η οποία δεν έγινε έναντι αξιόλογης αντιπαροχής και η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στην ανικανότητα του χρεώστη να αποπληρώσει τα χρέη του, εξαιρουμένων των χρεών τα οποία οφείλονται στα πρόσωπα με τα οποία ο χρεώστης είχε εισέλθει σε συναλλαγές οι οποίες δεν έγιναν έναντι αξιόλογης αντιπαροχής·

 

(ζ) ο χρεώστης έδειξε προτίμηση δολίως σε πρόσωπο, τηρουμένων των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, κατά την περίοδο των τριών (3) ετών αμέσως πριν από την ημερομηνία καταχώρισης αίτησης για έκδοση του προστατευτικού διατάγματος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του διαθέσιμου ποσού για την πληρωμή των χρεών του, εξαιρουμένων των χρεών που οφείλονται στο πρόσωπο στο οποίο δόθηκε η δόλια προτίμηση.»

 

 

Περαιτέρω το άρθρο 77 του ιδίου Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

 

 

«77. Οι διατάξεις των άρθρων 62 έως 71 εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν σε Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής το οποίο επιβάλλεται κατόπιν διατάγματος δικαστηρίου, σύμφωνα με τον παρόντα Τίτλο, τηρουμένου του όρου ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής θα εφαρμόζεται μόνο κατόπιν έκδοσης σχετικού διατάγματος δικαστηρίου.»

 

 

            Η θέση του Καθ’  ου η Αίτηση ότι το διάταγμα επιβολής του επίδικου ΠΣΑ δεν μπορεί να προσβληθεί για οποιουσδήποτε λόγους πέραν αυτών που καθορίζονται στο άρθρο 65 του Νόμου, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο.  Από τη στιγμή που το διάταγμα επιβολής του επίδικου ΠΣΑ εκδόθηκε μονομερώς, χωρίς να ακουστούν οι πιστωτές του Καθ’  ου η Αίτηση, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί από αυτούς το δικαίωμα να προσβάλουν την έκδοση του για οποιοδήποτε λόγο ακόμα και για το ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι καθορισμένες στο άρθρο 72 του Νόμου προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος επιβολής στους πιστωτές του επίδικου ΠΣΑ.  Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι η Δ.48 θ.8(4) προνοεί ρητά για το δικαίωμα οποιουδήποτε προσώπου που επηρεάζεται από ένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς,  να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό ή διαφοροποίηση του διατάγματος. 

 

Στην ως άνω κατάληξη μου έχω αχθεί αφού έλαβα καθοδήγηση και από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Hellenic Public Company Limited v. Αναστασίου, Πολ. Έφεση Αρ. Ε129/2022, ημερομηνίας 18.1.2024.   Στην αμέσως πιο πάνω υπόθεση το ζήτημα το οποίο απασχόλησε το Εφετείο ήταν το κατά πόσο πληρείτο η πρόνοια του  άρθρου 73(1) του Νόμου, σύμφωνα με την οποία διάταγμα για επιβολή Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής δύναται να εκδοθεί από το Δικαστήριο μόνο στις περιπτώσεις που το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής το οποίο απορρίφθηκε από τους πιστωτές του χρεώστη θα είχε ω αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου.  Το Εφετείο ακύρωσε το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την επιβολή στους πιστωτές του εκεί χρεώστη Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής, με το δικαιολογητικό ότι η Εφεσείουσα απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε ότι το διάταγμα επιβολής του ΠΣΑ δεν την έθετε στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από του να δικαιούτο να λάβει τέτοια δικαστικά μέτρα  και η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.  Αξίζει να επισημανθεί ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν περιλαμβάνεται στους αναφερόμενους στο άρθρο 65(1) του Νόμου λόγους για τους οποίους διάταγμα επιβολής ΠΣΑ μπορεί να προσβληθεί στο Δικαστήριο. 

 

Με γνώμονα τα όσα έχω παραθέσει πιο πάνω καταλήγω ότι ένα διάταγμα επιβολής ΠΣΑ μπορεί να προσβληθεί από πιστωτή για οποιοδήποτε λόγο, πέραν αυτών που καθορίζονται στο άρθρο 65(1) του Νόμου, περιλαμβανομένης και της μη ικανοποίησης των προνοούμενων στο άρθρο 72 του Νόμου 65(1)/2015 προϋποθέσεων.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Αιτήτρια διατείνεται, μέσω της ενόρκου δηλώσεως του κ. Καρακόκκινου, ότι δεν έχει παρουσιαστεί ικανοποιητική μαρτυρία ότι ο Καθ’  ου η Αίτηση αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του τα οποία επεσυνέβησαν από το 2009 και εντεύθεν και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά 25%.  Στην αντίπερα όχθη ο Καθ’  ου η Αίτηση ισχυρίζεται, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης ότι από την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων (ΚΠΟΣ), η οποία έχει επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση του που συνοδεύει την αίτηση για έκδοση διατάγματος επιβολής του επίδικου ΠΣΑ (Τεκμήριο 18) φαίνεται ξεκάθαρα ότι κατά τα έτη 2018 και 2022 υπάρχει μείωση στα εισοδήματα του πέραν του 25%.  Συγκεκριμένα κατά το έτος 2018 είχε μηνιαίο εισόδημα €2.662, ενώ κατά το έτος 2022 το μηνιαίο του εισόδημα μειώθηκε σε €1.703. 

 

Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι πέραν της παράθεσης των ως άνω ποσών στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων του Καθ’  ου η Αίτηση, κανένα αποδεικτικό στοιχείο έχει παρουσιαστεί, όπως π.χ. κατάσταση με τις δηλωθείσες αποδοχές του των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή οι φορολογικές δηλώσεις του Καθ’  ου η Αίτηση,  με αποτέλεσμα ο ως άνω ισχυρισμός του να παραμείνει παντελώς ατεκμηρίωτος.  Κατά δεύτερο, ο Καθ’  ου η Αίτηση για να καταλήξει στο ότι υπήρχε μείωση των εισοδημάτων του πέρα του 25%, στηρίζεται αποσπασματικά σε δύο μόνο έτη, συγκεκριμένα τα έτη 2018 και 2022.  Θεωρώ ότι οι υπολογισμοί του Καθ’  ου η Αίτηση κάθε άλλο παρά ακριβείς θα μπορούσαν να κριθούν.  Ο Καθ’  ου η Αίτηση όφειλε, κατά την ταπεινή μου άποψη, να παρουσιάσει τα εισοδήματα του για όλα τα έτη τουλάχιστον από το 2015 που θεσπίστηκε ο Νόμος 65(1)/2015 και μετέπειτα, κατά τρόπο ώστε να διαφαίνετο με πλήρη διαφάνεια η ισχυριζόμενη μείωση των εισοδημάτων του κατά ποσοστό τουλάχιστον 25%.  Το λιγότερο όμως το οποίο θα ανέμενα από αυτόν ήταν ότι θα παρουσίαζε τα εισοδήματα του για όλα τα έτη από το 2018 μέχρι το 2022 και όχι μόνο 2 ετών, αφήνοντας στο σκοτάδι το Δικαστήριο αναφορικά με τα εισοδήματα των ενδιάμεσων του 2018 και του 2022 ετών.  Η αποσπασματική αναφορά του Καθ’  ου η Αίτηση σε δύο μόνο έτη κάθε άλλο παρά ικανοποιητική θα μπορούσε να κριθεί, ώστε να οδηγήσει σε συμπέρασμα μείωσης του εισοδήματος του κατά ποσοστό τουλάχιστον 25%.

 

Φυσικά, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι πριν την έκδοση του διατάγματος επιβολής του επίδικου ΠΣΑ, ο Καθ’  ου η Αίτηση, με οδηγίες του Δικαστηρίου, παρουσίασε, μέσω συμπληρωματικής του ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 31.5.2022, καταστάσεις του Ασφαλιστικού Λογαριασμού του των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για τα έτη 2009 – 2019 (Τεκμήριο 1 της ενόρκου δηλώσεως του).  Όπως επιμαρτυρεί το περιεχόμενο των εν λόγω Καταστάσεων, οι πραγματικές αποδοχές του κατά τα έτη 2009 – 2012 παρουσιάζουν συνεχώς αύξηση ενώ για τα έτη 2013 – 2017 παρουσιάζουν μια σταθεροποίηση.  Κατά το έτος 2018 παρουσιάζουν αύξηση από €33.420 του προηγούμενου έτους σε €34.647.  Για το έτος 2019 παρουσιάζουν μείωση σε €24.160.  Αυτό το οποίο παρατηρώ όμως είναι ότι για τα έτη 2020 – 2022 καμιά τέτοια κατάσταση παρουσιάζεται, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διαφανούν οι πραγματικές του αποδοχές κατά τα αμέσως πιο πάνω έτη.  Ως αποτέλεσμα της ως άνω παράλειψης του, ο ισχυρισμός του ότι κατά το έτος 2022 το μηνιαίο του εισόδημα μειώθηκε σε €1.703 παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτος.  Το λογικά αναμενόμενα από αυτόν ήταν ότι θα παρουσίαζε κατάσταση αποδοχών ή εισοδήματος και για τα έτη 2020 – 2022 ώστε να τεκμηριώνετο η μείωση των εισοδημάτων του κατά το προβλεπόμενο στο άρθρο 72(ε) του Νόμου ποσοστό.

 

Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο κ. Καρακόκκινος στην ένορκη δήλωση του που υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση ισχυρίζεται ότι ο Καθ’  ου η Αίτηση από το 2014 και μετέπειτα κατέβαλλε μειωμένη δόση αναφορικά με τους τέσσερις λογαριασμούς δανείου του ενώ από το 2016 και μετά σταμάτησε να καταβάλλει οποιαδήποτε δόση έναντι του οφειλόμενου προς την Αιτήτρια ποσού.   Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο κ. Καρακόκκινος, κατά το 2016 που ο Καθ’  ου η Αίτηση σταμάτησε να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό στην Αιτήτρια δεν υπήρχε μείωση των εισοδημάτων του.  Αυτή επήλθε από το 2018 και μετέπειτα, ως ο ίδιος ο Καθ’  ου η Αίτηση ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωση του.

 

Από πλευράς του ο Καθ’  ου η Αίτηση στην ένορκη δήλωση του που υποστηρίζει την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης δεν απαντά ευθέως στον ως άνω ισχυρισμό του κ. Καρακόκκινου, ούτε και αμφισβητεί το περιεχόμενο των επισυναπτόμενων στην ένορκη δήλωση του κ. Καρακόκκινου καταστάσεων των επίδικων λογαριασμών.  Απλά αναφέρει, γενικά και αόριστα, στην παράγραφο 36 της ενόρκου δηλώσεως του, ότι λόγω της μείωσης των εισοδημάτων του και της αδυναμίας αποπληρωμής των οφειλών του αποτάθηκε στον Σύμβουλος Αφερεγγυότητας για να τον βοηθήσει να καταστεί φερέγγυο πρόσωπο και παράλληλα να προστατεύσει την κύρια κατοικία του. 

 

Από τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι ο Καθ’  ου η Αίτηση δεν δίνει οποιαδήποτε επεξήγηση ως προς το λόγο για τον οποίο σταμάτησε να καταβάλλει τις δόσεις του προς την Αιτήτρια από το 2016, παρά το ότι κατ’  εκείνο το χρονικό διάστημα δεν υπήρχε μείωση των εισοδημάτων του.  Το γεγονός αυτό αποτελεί, κατά την άποψη μου, ένα ακόμα επιπρόσθετο στοιχείο το οποίο δημιουργεί αμφιβολίες στο Δικαστήριο ως προς την γνησιότητα των παρουσιασθέντων από τον Καθ’  ου η Αίτηση στοιχείων, όπως αυτά καταγράφονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων του (ΚΠΟΣ). 

 

Πέραν των πιο πάνω θα ήθελα ακόμα να προσθέσω ότι το άρθρο 72(1)(ε) του Νόμου 65(Ι)/2015 προνοεί ότι η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης του χρεώστη θα πρέπει να οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του.  Το εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου καθιερώνει μαχητό τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα του χρεώστη από το 2012 μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου 65(Ι)/2015 τεκμαίρεται ότι οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση.  Από το λεκτικό του ανωτέρω άρθρου καθίσταται εμφανές ότι το σχετικό τεκμήριο (presumption) ισχύει μέχρι την ημερομηνία έναρξης του Νόμου 65(Ι)/2015.  Από την έναρξη δε ισχύος του Νόμου το βάρος μετατίθεται πλέον στον χρεώστη να αποδείξει ότι η μείωση των εισοδημάτων του οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση.  Στην προκείμενη περίπτωση, ο Καθ’  ου η Αίτηση στην ένορκη δήλωση του που υποστηρίζει την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης στην υπό εξέταση Αίτηση ισχυρίζεται ότι αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω της οικονομικής κρίσης και γεγονότων εκτός του ελέγχου του, όπως είναι η συνταξιοδότηση του η οποία αποτελεί φυσικό επακόλουθο εκτός του ελέγχου του.

 

Ο Νόμος 65(Ι)/2015 δεν επεξηγεί ποια γεγονότα είναι εκτός του ελέγχου του χρεώστη.  Θεωρώ όμως πολύ διαφωτιστικά τα όσα αναφέρονται στο προοίμιο του Νόμου, τα οποία και αποτυπώνονται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου  Hellenic Public Company Limited v. Αναστασίου (ανωτέρω), τα οποία μεταφέρω αυτούσια:

«Στο προοίμιο του Νόμου 65(Ι)/2015, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η ψήφιση κατέστη αναγκαία «επειδή οι χρεώστες επηρεαζόμενοι από τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία, αντιμετωπίζουν έκτακτες δυσκολίες για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από δάνεια που έχουν συνάψει και περιέρχονται ή κινδυνεύουν να περιέλθουν σε κατάσταση αφερεγγυότητας». Ως αποτέλεσμα ο Νομοθέτης έκρινε ότι «θα πρέπει να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών, στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία.»

 

Προκύπτει από το προοίμιο αλλά και τις πρόνοιες του Νόμου 65(Ι)/2015 ότι βασικός σκοπός του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ), είναι η παραχώρηση πρόσθετων εργαλείων για επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των χρεωστών και πιστωτών, μέσω δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής. Επιδίωξη είναι να αποφευχθεί η πτώχευση, να επανέλθει η φερεγγυότητα και να διατηρηθεί η κύρια κατοικία του χρεώστη, πράγμα που ισχυρίζεται ότι επιδιώκει στην παρούσα περίπτωση ο εφεσίβλητος (βλ. επίσης τις αναφορές στην In the matter of Joseph O' Connor, a Debtor [2015] IEHC 320, para.49-51 σε σχέση με το σκοπό του Personal Insolvency Act 2012 της Ιρλανδίας, ο οποίος προσομοιάζει με το δικό μας Νόμο 65(Ι)/2015).»

 

 

Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι η συνταξιοδότηση του Καθ’  ου η Αίτηση δεν αποτελεί γεγονός η κατάσταση εκτός του ελέγχου του, η οποία οφείλεται στην οικονομική κρίση που έπληξε την Κυπριακή Δημοκρατία και τους  πολίτες της, η οποία και κατέστησε αναγκαία τη θέσπιση του Νόμου 65(Ι)/2015, με σκοπό να βοηθήσει τους χρεώστες που αντιμετωπίζουν έκτακτες δυσκολίες να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από δάνεια που έχουν συνάψει με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο και η κύρια κατοικία τους.

 

Μια άλλη θέση της Αιτήτριας είναι ότι η επιβολή του επίδικου ΠΣΑ σε καμιά περίπτωση την θέτει στην ίδια ή σε καλύτερη θέση απ’  αυτή στην οποία θα βρισκόταν αν η περιουσία του Καθ’  ου η Αίτηση διατίθετο σύμφωνα με τον περί Πτωχεύσεως Νόμο.  Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Καρακόκκινου, η Αιτήτρια, στην περίπτωση πτώχευσης του Καθ’  ου η Αίτηση, θα είχε στη διάθεση της πολύ πιο σύντομα τα υποθηκευμένα ακίνητα, παρά να αναμένει μακροχρόνια μέχρι να εισπράξει τη σημερινή εκτιμηθείσα αξία τους, ανεξαρτήτως μελλοντικής αυξητικής διακύμανσης της τιμής τους, δια μηνιαίων δόσεων, ως προνοεί το επίδικο ΠΣΑ.   Προβάλλεται ακόμα από τον κ. Καρακόκκινο ότι η απώλεια της Αιτήτριας σε περίπτωση πτώχευσης του Καθ’  ου η Αίτηση θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, μικρότερη.

 

Το άρθρο 73 του Νόμου 65(Ι)/2015 προνοεί  τα ακόλουθα:

 

«(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 72 του παρόντος Νόμου μόνο στις περιπτώσεις που το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών:

 

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, δεν εφαρμόζεται και δεν λαμβάνεται υπόψη η προτεραιότητα πληρωμής χρεών προς τη Δημοκρατία ή τις αρχές τοπικής διοίκησης, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 38 του περί Πτώχευσης Νόμου.

 

(2) Για σκοπούς αξιολόγησης ως προς το κατά πόσο το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, το οποίο οι πιστωτές έχουν απορρίψει σε συνέλευσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ του παρόντος Κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία αυτοί θα ευρίσκονταν, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, το δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη την έκθεση την οποία εκδίδει ο σύμβουλος αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 52, καθώς και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα ή στοιχεία που το δικαστήριο κρίνει σχετικά.»

 

Όπως διαφαίνεται από το επίδικο Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής, το οποίο ετοιμάστηκε από το Συμβούλιο Αφερεγγυότητας και παρουσιάζεται με την ένορκη δήλωση του κ. Καρακόκκινου (Τεκμήριο 8 της ένορκης δήλωσης του), το εξασφαλισμένο χρέος του Καθ’  ου η Αίτηση προς την Αιτήτρια ανέρχεται σε €221.200,00 και το μη εξασφαλισμένο χρέος €245.255,09.  Από το εξασφαλισμένο χρέος η πρόταση αποπληρωμής αφορά ποσό €215.000,00.  Σύμφωνα δε με όσα προτείνονται από το Σύμβουλο Αφερεγγυότητας, μέχρι τη λήξη του επίδικου ΠΣΑ ο Καθ’  ου η Αίτηση θα καταβάλλει μηνιαίες δόσεις εκ €900.000,00 και θα καλύπτονται οι τόκοι και μέρος του κεφαλαίου του ω άνω εξασφαλισμένου χρέους.  Μετά τη λήξη του επίδικου ΠΣΑ (60 μήνες) ο Καθ’  ου η Αίτηση θα συνεχίσει για 96 μήνες να καταβάλλει  ποσό €900 μηνιαίως και θα καλύπτονται οι τόκοι και μέρος του κεφαλαίου του εξασφαλισμένου χρέους.  Στη συνέχεια και για 96 ακόμα μήνες θα καταβάλλει μηνιαίως ποσό εκ €1.400 και θα καλύπτονται κεφάλαιο και δόση.  Η τελευταία δόση θα είναι τέτοιου τύπου ώστε να εξοφλήσει πλήρως το ποσό που θα οφείλετο.  Αναφορικά με το υπόλοιπο ποσό των €6.200 του εξασφαλισμένου χρέους η πρόταση του Συμβούλου Αφερεγγυότητας είναι όπως μεταβιβαστούν στην Αιτήτρια τα δύο ενυπόθηκα ακίνητα, τα οποία είναι εγγεγραμμένα επ’  ονόματι της συζύγου του Καθ’  ου η Αίτηση για εξόφληση του.  Όσον αφορά το μη εξασφαλισμένο χρέος των €245.255,09 προς την Αιτήτρια, προβλέπεται ότι αυτό θα παραμείνει «παρκαρισμένο» χωρίς μηνιαίες δόσεις και κατά τη λήξη του επίδικου ΠΣΑ, εφόσον ο Καθ’  ου η Αίτηση συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές καθορίζονται στο επίδικο ΠΣΑ, θα απαλλαγεί από αυτό. 

 

Είναι άξιον απορίας πώς το επίδικο ΠΣΑ που περιγράφεται πιο πάνω, θα θέσει την Αιτήτρια στην ίδια ή σε καλύτερη θέση απ’  αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν η υποθηκευθείσα προς όφελος της ακίνητη περιουσία διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.  Σε περίπτωση που η υποθηκευθείσα περιουσία εκποιηθεί, στα πλαίσια της διαδικασίας πτώχευσης, η Αιτήτρια θα εισπράξει πολύ πιο σύντομα και εφάπαξ την αγοραία της αξία, όπως αυτή  καθορίζεται στην Έκθεση Εκτίμησης.  Αντίθετα, με το επίδικο ΠΣΑ η Αιτήτρια θα πρέπει να αναμένει για 21  χρόνια ώστε να λάβει με μηνιαίες δόσεις το εξασφαλισμένο χρέος των €215.000,00 πλέον τόκους ενώ το μη εξασφαλισμένο χρέος θα διαγραφεί με τη λήξη του επίδικου ΠΣΑ (60 μήνες) ανεξαρτήτως της προοπτικής επιτυχούς ή μη αποπεράτωσης του χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής των 252 συνολικά μηνιαίων δόσεων.

 

Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καθίσταται φανερό, κατά την άποψη μου, ότι η επιβολή του επίδικου ΠΣΑ δεν θα θέσει την Αιτήτρια στην ίδια ή καλύτερη θέση απ’  αυτή στην οποία θα βρισκόταν αν η ενυπόθηκη περιουσία του Καθ’  ου η Αίτηση διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου. 

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην ένορκη δήλωση του κ. Καρακόκκινου παρατίθενται και άλλοι λόγοι για τους οποίους η επιβολή του επίδικου ΠΣΑ θα πρέπει να ακυρωθεί, όπως οι κατ’  ισχυρισμό ασάφειες οι οποίες εντοπίζονται σ’  αυτό.  Ενόψει όμως της επιτυχούς κατάληξης των λόγων που έχω παραθέσει λεπτομερώς πιο πάνω, θεωρώ αχρείαστο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους. 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους τους οποίους επεξήγησα λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να πετύχει και να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. 

 

            Όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Αιτήτρια.

 

            Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται το διάταγμα επιβολής στους πιστωτές του Καθ’  ου η Αίτηση του επίδικου ΠΣΑ ημερομηνίας 1.6.2022, το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης.

 

            Επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’  ου η Αίτηση – Χρεώστη τα έξοδα της Αίτησης, τα οποία υπολόγισα κατ’  αποκοπή στο ποσό των €3.500 πλέον Φ.Π.Α..

                                                                                              

 

(Υπ.) ……………………………….

                                                                                                              Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο,

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο