ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

Γενική Αίτηση Αρ. 1/2022

 

Αναφορικά με τον περί Κυρωτικό Νόμο της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής

Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για

παροχή νομικής συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου,

Νόμος 172/86

 

Και

 

Αναφορικά με τον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση,

Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000)

 

Μεταξύ:

 

Promsvyazbank PJSC

Αιτήτριας

Και

 

Wipasena Holding Ltd

Καθ’  ης η Αίτηση

---------------------------

 

Αίτηση ημερ. 14.6.2022

 

8 Απριλίου 2024

 

Για Καθ’  ης η Αίτηση – Αιτήτρια:  κα Μ. Βιολάρη για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους & Σία ΔΕΠΕ

Για Αιτήτρια -  Καθ’  ης η Αίτηση:  κα Ε. Χριστοφή για Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Η Promsvyazbank PJSC με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση της αξιώνει την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ως δεσμευτική και να διατάζει την εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας, η οποία εκδόθηκε εναντίον της Wipasena Holding Ltd κατά την 27.6.2019 στην υπόθεση αρ. Α40 – 183868/18-7-1395.

 

            Η Wipasena Holding Ltd (για τους σκοπούς της υπό εξέταση Αίτησης θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια) με την υπό εξέταση Αίτηση της επιδιώκει τον παραμερισμό ή και την ακύρωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης.  Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Άγγονας διευθύντριας της Αιτήτριας.  Σ’  αυτήν, πέραν της παράθεσης των λόγω για τους οποίους η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση θα πρέπει να παραμεριστεί, αναφέρονται τα ακόλουθα γεγονότα.

 

            Η Promsvyazbank PJSC (για τους σκοπούς της υπό εξέταση Αίτησης θα αναφέρεται ως η Καθ’  ης η Αίτηση) δεν διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία.  Σε άγνωστο χρόνο πριν το 2018 αποφάσισε να τερματίσει τις εργασίες του Κυπριακού υποκαταστήματος και ενημέρωσε προς τούτο την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η οποία την 14.8.2018 απαγόρευσε στο υποκατάστημα να διεξάγει τραπεζικές εργασίες στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρά μόνο περιορισμένες ενέργειες, τις οποίες και κατέγραψε σε ανακοίνωση που εξέδωσε κατά την ως άνω ημερομηνία.  Την 31.7.2019,  η Καθ’  ης η Αίτηση αποφάσισε και ανακοίνωσε το οριστικό κλείσιμο του υποκαταστήματος της στην Κύπρο και την παράδοση της άδειας που της είχε χορηγηθεί από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.  Την ίδια μέρα, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αποφάσισε να ανακαλέσει παντελώς την άδεια λειτουργίας του υποκαταστήματος της Καθ’  ης η Αίτηση, σύμφωνα και με σχετική ανακοίνωση που αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας  Όπως συμβουλεύεται από τους δικηγόρους της Αιτήτριας, από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος της Καθ’  ης η Αίτηση, η οποία είναι προγενέστερη της ημερομηνίας καταχώρησης της ως άνω Γενικής Αίτησης, απαγορεύεται σ’  αυτήν να διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘ’  ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ

 

            Η Καθ’  ης η Αίτηση εναντιώθηκε στην αιτούμενη θεραπεία.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης την οποία καταχώρισε προβάλλει 11 συνολικά λόγους ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

 

1.     Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο γενική Αίτηση είναι καθόλα νόμιμη και έχει ακολουθηθεί η Νομοθεσία και η νομολογία που διέπει το θέμα της εγγραφής, αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.

 

2.     Το Δικαστήριο στερείται υπό τις περιστάσεις εξουσία χορήγησης του αιτούμενου διατάγματος ή και το δικονομικό διάβημα που χρησιμοποιείται δεν είναι το ορθό καθότι η Αιτήτρια θα έπρεπε να καταχωρίσει Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης στη Γενική Αίτηση.

 

3.    Το κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται ή όχι την αιτούμενη θεραπεία είναι ζήτημα το οποίο θα αποφασιστεί μόνο με την ολοκλήρωση της δικογραφίας και την εκδίκαση της ουσίας της Γενικής Αίτησης.

 

4.    Ενδεχόμενη απόρριψη της Γενικής Αίτησης στο πρώιμο αυτό στάδιο θα συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος της Καθ’  ης η Αίτηση να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου. 

 

5.    Η Αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης της Καθ’  ης η Αίτηση. 

 

6.    Δεν υπάρχει παραβίαση καθήκοντος πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης, αφού αποκαλύφθηκαν όλα τα ουσιώδη και σχετικά με την υπόθεση γεγονότα. 

 

            Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Λαμπριανού, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Καθ’  ης η Αίτηση.  Σ’  αυτήν, πέραν της απόρριψης των ισχυρισμών της ενόρκου δηλώσεως της κας Άγγονας, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Η Καθ’  ης η Αίτηση είναι τράπεζα με κύρια έδρα της τη Ρωσία, διατηρεί όμως έδρα και στην Κύπρο και είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών ως αλλοδαπή εταιρεία, διατηρώντας τον τόπο εργασίας της στη Λεμεσό.  Τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της κας Άγγονας περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος της Καθ’  ης η Αίτηση, σε καμιά περίπτωση επηρεάζουν το γεγονός ότι η Καθ’  ης η Αίτηση διατηρεί έδρα στην Κύπρο και είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών.  Όπως την πληροφορούν οι δικηγόροι που χειρίζονται προσωπικά την υπόθεση, η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αφορά στη δυνατότητα των εκάστοτε εταιρειών να διεξάγουν συγκεκριμένες εργασίες.  Η τροποποίηση ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος αναφορικά με την Καθ’  ης η Αίτηση, σε καμιά περίπτωση ισοδυναμεί με διάλυση της εταιρικής οντότητας ως «αλλοδαπής εταιρείας» αλλά ουσιαστικά σε περιορισμό της φύσης των εργασιών  της, ενώ παράλληλα διατηρεί  την υπόσταση της ως εταιρεία που διατηρεί τόπο εργασίας εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Επιπρόσθετα, το υποκατάστημα της Καθ’  ης η Αίτηση στην Κύπρο δεν έχει ακόμα κλείσει αλλά συνεχίζει να υφίσταται και η Καθ’  ης η Αίτηση εξακολουθεί να οφείλει να συμμορφώνεται με διάφορα κριτήρια λόγω της εγγραφής της στην Κύπρο, όπως για παράδειγμα να καταχωρεί οικονομικές καταστάσεις στον Έφορο Εταιρειών.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται στη Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για παροχή νομικής συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου (Κυρωτικό) Νόμο 172(Ι)/1986, στον περί του Πρωτόκολλου μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για το Ευρετήριο των Διμερών Συμφωνιών (Κυρωτικό) Νόμο 34(ΙΙΙ)/2001, στον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000, άρθρα 2 – 6, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960, άρθρα 2, 21, 31 και 41 και στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Θεσμούς Δ.1 θ.2, Δ.5, Δ.16, Δ.27 θ.θ. 1 – 4, Δ.39, Δ.48 θ.θ. 1 – 4 και 9, Δ.49, Δ.55 θ.θ. 1 – 4, Δ.57 και Δ.64.

 

            Τα άρθρα 23, 26 και 27 του Κυρωτικού Νόμου 172(Ι)/1986 επί των οποίων στηρίζεται η υπό εξέταση Αίτηση προνοούν τα ακόλουθα:

 

«Άρθρο 23

Ποιες Δικαστικές Αποφάσεις θα Αναγνωρίζονται και Εκτελούνται

1. Δικαστικές αποφάσεις των αρχών εκάτερου Συμβαλλόμενου Μέρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 1 θα αναγνωρίζονται και εκτελούνται στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους κάτω από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη αυτή.

 

2. Όπως χρησιμοποιείται στην παράγραφο 1, ο όρος «δικαστικές αποφάσεις» σημαίνει: (1) δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε αστικές υποθέσεις και φιλικούς συμβιβασμούς που επικυρώθηκαν από δικαστήριο* (2) δικαστικές αποφάσεις για την πληρωμή δικαστικών εξόδων (3) δικαστικές αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις που αφορούν στην πληρωμή αποζημιώσεων και σε άλλες απαιτήσεις αστικού δικαίου.

 

Άρθρο 26

Διαδικασία Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Δικαστικών Αποφάσεων

 

1. Για το σκοπό εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων που αναφέρονται στο 'Αρθρο 23, τα δικαστήρια του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται να εκτελεσθεί η δικαστική απόφαση θα εκδίδουν απόφαση που να επιτρέπει τέτοια εκτέλεση. Η παραγγέλλουσα αρχή πρέπει να ενημερώνεται για την έκδοση τέτοιας απόφασης.

 

2. Κατά τη χορήγηση της άδειας εκτέλεσης το δικαστήριο θα περιορίζεται στο να διαπιστώσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των 'Αρθρων 24 και 25 καθώς και οι απαιτήσεις του Άρθρου 28.

 

3. Η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση, καθώς και η διαδικασία της εκτέλεσης θα διέπεται από το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης.

 

Άρθρο 27

1. Η αίτηση για την εκτέλεση δικαστικής απόφασης θα υποβάλλεται σε δικαστική αρχή του τόπου της έκδοσης της. Η αρχή αυτή θα διαβιβάζει την αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

 

2. Αν το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση για εκτέλεση διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεσθεί η δικαστική απόφαση, η αίτηση μπορεί επίσης να υποβάλλεται απ' ευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου τούτου Μέρους.»

 

            Η βασική θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας είναι ότι η Καθ’  ης η Αίτηση δεν νομιμοποιείτο να υποβάλει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση για την έκδοση διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης της ισχυριζόμενης απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Μόσχας.  Τέτοιο δικαίωμα, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο, είχε μόνο η παραγγέλλουσα αρχή της Ρωσίας σύμφωνα με την Συνθήκη, μέσω της διαδικασίας της νομικής συνδρομής.  Κατά την κα Βιολάρη, από την διατύπωση του άρθρου 26 δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εξασφάλιση αδείας εκτέλεσης μιας απόφασης που εκδόθηκε σε Συμβαλλόμενο Μέρος είναι διαδικασία που γίνεται μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών μέσω των αρχών τους.  Στην περίπτωση δε που έχει εξασφαλιστεί άδεια για εκτέλεση απόφασης Ρωσικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 26, τότε ο εξ αποφάσεως πιστωτής δικαιούται, με βάση το άρθρο 27, να αποταθεί σε δικαστική αρχή του τόπου της έκδοσης της απόφασης η οποία θα διαβιβάσει σχετικό αίτημα στο αρμόδιο Δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, ή αν τέτοιος πιστωτής έχει τη διαμονή του στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο επιδιώκεται η εκτέλεση, μπορεί να υποβάλει ο ίδιος αίτηση στο Δικαστήριο όπου επιδιώκεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης. 

 

            Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας, η αναγνώριση και εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης με βάση τη Συνθήκη, διαχωρίζεται σε δύο διαδικασίες, ήτοι τη διαδικασία εξασφάλισης αδείας για εκτέλεση της απόφασης και τη διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης.  Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο, η διαδικασία εξασφάλισης αδείας για εκτέλεση της απόφασης γίνεται απαρέγκλιτα μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών, μέσω των αρχών του κάθε Συμβαλλομένου Μέρους, όπως αυτές καθορίζονται στη Συνθήκη.  Για να μπορεί δε να εξασφαλιστεί άδεια για εκτέλεση μιας απόφασης θα πρέπει να προηγηθεί σχετικό αίτημα για Νομική Συνδρομή με βάση τα άρθρα του Κεφαλαίου 1 της Συνθήκης από την παραγγέλλουσα αρχή στην παραγγελλόμενη αρχή.  Εφόσον εξασφαλιστεί άδεια για εκτέλεση της απόφασης, τότε δικαιούται ο εξ αποφάσεως πιστωτής να αποταθεί σε δικαστική αρχή του τόπου  έκδοσης της απόφασης, η οποία θα διαβιβάσει σχετικό αίτημα στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, ή αν τέτοιος πιστωτής έχει τη διαμονή του στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους στο οποίο επιδιώκεται η εκτέλεση, μπορεί ο ίδιος να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο όπου επιδιώκεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης.  Κατά την κα Βιολάρη, είναι γι’ αυτά τα μέτρα που γίνεται αναφορά στο άρθρο 27 της Συνθήκης. 

 

            Στην υπόθεση  Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ.59,  αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την ερμηνεία των Νόμων:

 

«Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συνφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίον, Αναθεωρητική Έφεση 832, ημερ. 12.7.1990. Βλ. επίσης Halsbury's Laws of England, Τετάρτη Έκδοση, Τόμος 44, παραγρ. 863 - 873). Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων. (Βλ. Δημοκρατία ν. Αντωνίου και Άλλων).»

 

Τα όσα ανωτέρω προβάλλονται από την ευπαίδευτη συνήγορο της Αιτήτριας δεν βρίσκουν σύμφωνο το Δικαστήριο.  Η αποδιδόμενη από την κα Βιολάρη ερμηνεία στα άρθρα 26 και 27 της Συνθήκης αντικρούεται από το λεκτικό με το οποίο αυτά έχουν διατυπωθεί.  Το άρθρο 26.3 προνοεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση καθώς και η διαδικασία της εκτέλεσης θα διέπεται από το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, στην προκείμενη περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το άρθρο 5 του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου 121(Ι)/2000 προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«5.—(1) Η διαδικασία η οποία ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου είναι η ακόλουθη:

(α) Η διαδικασία αρχίζει με καταχώριση στο δικαστήριο αίτησης διά κλήσεως που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, με τις ανάλογες προσαρμογές, στην οποία εμφαίνεται ως αιτητής η αρμόδια αρχή ή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εξεδόθη η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, αναλόγως της περιπτώσεως, και ως καθ' ου η αίτηση το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η αναγνώριση, εγγραφή ή εκτέλεση της απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου:

…………………………………………………………………………………………

            Το λεκτικό των άρθρων 26 και 27 της Συνθήκης καθώς και το άρθρο 5(1) του Νόμου 121(Ι)/2000 καθορίζουν, κατά τρόπο που δεν χωρεί περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας, ότι η διαδικασία για άδεια εκτέλεσης  όπως και για εκτέλεση της δικαστικής απόφασης είναι ενιαία.  Το ότι στο άρθρο 26.3 της Συνθήκης γίνεται αναφορά σε διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση καθώς και σε διαδικασία της εκτέλεσης, σε καμιά περίπτωση συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι στη Συνθήκη γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της διαδικασίας εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση της απόφασης και της διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης, όπως λανθασμένα υποστηρίζει η ευπαίδευτη συνηγόρου της Αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση. Στη διαδικασία για την εξασφάλιση της αδείας για εκτέλεση της απόφασης ενσωματώνεται και η άδεια εκτέλεσης της απόφασης, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ξεχωριστού αιτήματος για άδεια λήψης μέτρων εκτέλεσης της απόφασης, μετά την εξασφάλιση της άδειας για εκτέλεση της απόφασης.  Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι το άρθρο 5(1) του Νόμου 121(Ι)/2000 αναφέρει ρητά ότι η διαδικασία για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου αρχίζει με καταχώρηση στο δικαστήριο αίτησης δια κλήσεως.  Ουδόλως το άρθρο αυτό απαιτεί την εξασφάλιση άδειας για εκτέλεση της απόφασης ως επακόλουθο μέτρο της αναγνώρισης και εγγραφής της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου, στην προκείμενη περίπτωση του Ρωσικού Δικαστηρίου.  Απλά το εδάφιο (2) του ως άνω άρθρου παρέχει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για αναγνώριση και εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης χωρίς να είναι απαραίτητο να ζητείται ταυτόχρονα και η εκτέλεση της.  Εξάλλου, ούτε το άρθρο 14(Ι) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 στο οποίο καθορίζονται τα μέτρα εκτέλεσης απαιτεί την εξασφάλιση άδειας από το Δικαστήριο για τη λήψη καθενός από τα μέτρα εκτέλεσης, όπως το μέτρο της κατάσχεσης και πώλησης ακίνητης περιουσίας του εξ αποφάσεως χρεώστη ή την επιβάρυνση ακίνητης του περιουσίας με την εγγραφή της δικαστικής απόφασης.

            Η απόρριψη της θέσης της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση της απόφασης του Ρωσικού Δικαστηρίου διαχωρίζεται σε δύο διαδικασίες, με οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη και της θέσης της ότι η διαδικασία εξασφάλισης της άδειας για εκτέλεση της απόφασης του Ρωσικού Δικαστηρίου γίνεται απαρέγκλιτα μέσω των αρχών του κάθε Συμβαλλομένου Μέρους, όπως αυτές καθορίζονται στην Συνθήκη.  Αντίθετα, όπως επιμαρτυρεί το ξεκάθαρο λεκτικό του άρθρου 27.2 της Συνθήκης, αν το πρόσωπο που υποβάλλει το αίτημα διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση, στην προκείμενη περίπτωση στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχει το δικαίωμα να υποβάλει το αίτημα απευθείας στο αρμόδιο Δικαστήριο του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους, χωρίς να απαιτείται από το πρόσωπο αυτό να ακολουθήσει την προνοούμενη στο άρθρο 27.1 της Συνθήκης διαδικασία, δηλαδή να το υποβάλει στη δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της απόφασης η οποία το διαβιβάζει στη συνέχεια στο αρμόδιο Δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση. Το ότι στο άρθρο 26.1 της Συνθήκης προνοείται ότι η παραγγέλλουσα αρχή θα πρέπει να ενημερώνεται από το Δικαστήριο του Συμβαλλομένου Μέρους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση για την έκδοση τέτοιας άδειας για εκτέλεση, ουδόλως υποστηρίζει, κατά την ταπεινή μου άποψη, τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η διαδικασία εξασφάλισης αδείας για εκτέλεση της απόφασης γίνεται απαρέγκλιτα μέσω των αρχών του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους και σε καμιά περίπτωση απευθείας από το πρόσωπο το οποίο επιδιώκει την εξασφάλιση τέτοιας αδείας.  Αναμφισβήτητα η παραγγέλλουσα αρχή, στην προκείμενη περίπτωση η αρμόδια αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας, θα πρέπει να ενημερώνεται για την έκδοση της σχετικής άδειας για εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, αυτό όμως μόνο στην περίπτωση που το αίτημα για την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης διαβιβάζεται στο αρμόδιο Δικαστήριο του Συμβαλλόμενου Μέρους στο έδαφος του οποίου  επιδιώκεται η εκτέλεση από τη δικαστική αρχή του τόπου έκδοσης της, δηλαδή μόνο στην περίπτωση που στη διαδικασία εξασφάλισης άδειας εκτέλεσης της απόφασης εμπλέκονται οι αρμόδιες αρχές αμφότερων των Συμβαλλομένων Μερών.

            Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση προβάλλεται από την ενόρκως δηλούσα ο ισχυρισμός ότι η Καθ’  ης η Αίτηση είναι τράπεζα με κύρια έδρα της στη Ρωσία, δραστηριοποιείται όμως και στην Κύπρο, είναι εγγεγραμμένη ως αλλοδαπή εταιρεία και διατηρεί το εγγεγραμμένο της γραφείο στη Λεμεσό.  Παρουσιάζονται δε σχετικά αντίγραφα έρευνας από το ηλεκτρονικό μητρώο του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήρια 2Α και 2Β της ενόρκου δηλώσεως).  Η κα Άγγονας στην ένορκη δήλωση της που υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση ισχυρίζεται ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος της Καθ’  ης η Αίτηση κατά την 31.7.2019, απαγορεύει σ’  αυτήν να διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Από πλευράς της, η Κα Λαμπριανού στην ένορκη δήλωση της που υποστηρίζει την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης της Καθ’  ης η Αίτηση, ισχυρίζεται ότι η ανάκληση της αδείας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος της Καθ’  ης η Αίτηση σε καμιά περίπτωση ισοδυναμεί με διάλυση της εταιρικής της οντότητας ως «αλλοδαπής εταιρείας», ενώ παράλληλα διατηρεί την υπόσταση της ως εταιρεία που διατηρεί τόπο εργασίας εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

            Εν πρώτοις θα ήθελα να αναφέρω ότι ο ισχυρισμός της κας Άγγονας ότι η Καθ’  ης η Αίτηση δεν διατηρεί οποιαδήποτε έδρα ή γραφεία και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στην Κυπριακή Δημοκρατίας υπήρξε γενικός και αόριστος, αφού δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε τεκμήρια ή εμπεριστατωμένη μαρτυρία προς τεκμηρίωση του.  Αντίθετα, η μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά της Καθ’  ης η Αίτηση καταδεικνύει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ότι η Καθ’  ης η Αίτηση εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία ως αλλοδαπή εταιρεία και διατηρεί εγγεγραμμένο γραφείο. Αξίζει ακόμα να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της κας Λαπριανού, το υποκατάστημα της Καθ’  ης η Αίτηση στην Κύπρο συνεχίζει να υφίσταται και οφείλει να συμμορφώνεται με διάφορα κριτήρια λόγω της εγγραφής της στην Κύπρο, όπως η καταχώρηση οικονομικών καταστάσεως στον Έφορο Εταιρειών.

            Το Αγγλικό κείμενο του άρθρου 27.2 της Συνθήκης έχει ως ακολούθως:

«If a person applying for enforcement has his permanent or temporary residence in the territory of the Contracting Party where the judgment is to be enforced, the application may also be submitted directly to the competent court of this Contracting Party.»

            Στο σύγγραμμα Palmers Company Law Vol.I, 1982, σελ. 102 παρ. 8 – 11 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«The residence of a company is not as easily established as its nationality or its domicile. The test of residence is mainly used if questions pertaining to taxation, the character of the company as an overseas trading corpora­tion, service of process on the company and attribution of enemy character to the company arise. In these cases, the residence of the company is not determined by the application of a uniform test but a different meaning is given to those words in each of them. Moreover, a company—like an individual—may have several residences at the same time, whereas it can have one domicile and one nationality only

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

            Αυτό το οποίο προκύπτει από το ως άνω απόσπασμα είναι ότι μια εταιρεία μπορεί να έχει διάφορους τόπους διαμονής (residences).  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευσης υποστηρίζει ότι η διαμονή μιας αλλοδαπής εταιρείας καθορίζεται από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η κεντρική της διοίκησης (central management). Υποστηρίζει ακόμα ότι μια εταιρεία μπορεί μεν να έχει περισσότερες από μια διαμονή, φτάνει η διοίκηση και ο έλεγχος της (control) να μπορεί να μοιραστεί και, σε τέτοια περίπτωση, η εταιρεία θεωρείται ότι έχει διαμονή (residence) στην κάθε χώρα όπου μπορεί να εντοπιστεί η διεξαγωγή ενός μέρους της διοίκησης και του ελέγχου της.

            Οι ως άνω θέσεις δεν βρίσκουν σύμφωνο το Δικαστήριο.  Όπως τουλάχιστον προκύπτει από την παρ. 8 -12 του ως άνω συγγράμματος, θεωρείται μεν ως συνήθης διαμονή μιας εταιρείας (ordinary residence) ο τόπος όπου διεξάγεται η πραγματική διοίκηση της, αυτό όμως μόνο για σκοπούς φορολογικού δικαίου (Tax Law).  Για του λόγου το αληθές παραθέτω αυτούσια την ως άνω παράγραφο:

«In tax law a company is ordinarily resident where the actual management of the company is carried on, even though it ought to be managed elsewhere according to its constitution. If this is done at several places, the company has a dual residence (or possibly even more resi­dences), but in that case at least some part of the superior and directing authority of the company must be present in the country in which it is sought to establish the residence of the company. A company incorpor­ated under one of the British Companies Acts and having its registered office in England may not be resident in England at all although, of course, it has British nationality, and is domiciled here. Thus, it was held in Egyptian Delta Land and Investment Co. Ltd. v. Todd[1] that the company, which was incorporated in England and had its registered office in this country, but was entirely controlled and managed from Cairo, where the director and the secretary permanently resided, was not resident in England but was solely resident in Egypt.»

Δεν θεωρώ όμως ότι ο όρος «permanent or temporary residence» που απαντάται στο άρθρο 27.2 της Συνθήκης θα πρέπει να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο που έχει ερμηνευθεί για καθαρά φορολογικούς σκοπούς.  Είμαι της άποψης ότι, το ότι η Καθ’  ης η Αίτηση είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο ως αλλοδαπή εταιρεία, διατηρεί εγγεγραμμένο γραφείο, το υποκατάστημα της συνεχίζει να υφίσταται και οφείλει να συμμορφώνεται με διάφορα κριτήρια της εγγραφής της στην Κύπρο, αποτελούν επαρκή στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι έχει, τουλάχιστον προσωρινή διαμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Καθ’  ης η Αίτηση (Αιτήτρια στην Γενική Αίτηση)  νομιμοποιείται απόλυτα να αξιώνει την αιτούμενη με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση θεραπεία.  Γι’  αυτό η υπό εξέταση Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει. 

            Όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Καθ’  ης η Αίτηση.

            Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ’  ης η Αίτηση (Αιτήτριας στην ως άνω Γενική Αίτηση) και εναντίον της Αιτήτριας (Καθ’  ης η Αίτηση στην ως άνω Γενική Αίτηση), τα οποία υπολόγισα κατ’ αποκοπή στο ποσό των €5.000 πλέον Φ.Π.Α..

           

Η Γενική Αίτηση ορίζεται για οδηγίες την 26.4.2024, ώρα 09:00.

 

(Υπ.) …………………………………

                                                                                                            Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο,

 

Πρωτοκολλητής



[1] (1929) Α.C.1


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο