ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 438/2020

 

Αναφορικά με την εταιρεία Ιnterace Limited

 

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμος Κεφ. 113

 

___________________________

 

Αίτηση ημερομηνίας 20/03/2024 για άδεια καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης

 

Ημερομηνία: 24 Μαίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια: κος Λ. Βραχίμης με κο Μαυρή

Για Καθ’ ής η Αίτηση: κα Κλαύδη με κο Χρυσάνθου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή

 

Με την υπό εξέταση αίτηση ημερομηνίας 20 Μαρτίου 2014 (στο εξής ως «η Αίτηση») η Ελπινίκη Προδρόμου (στο εξής «η Αιτήτρια») αιτείται Διάταγμα και/ή άδεια του Δικαστηρίου με την οποία να επιτρέπεται η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης για διόρθωση του μητρώου της εταιρείας Interace Limited (στο εξής «ως η κυρίως Αίτηση»). Κρίνω ορθό στο παρόν στάδιο προτού αναφερθώ στην υπό κρίση Αίτηση να παραθέσω πολύ σύντομα τους ισχυρισμούς της Κυρίως Αίτησης και Ένστασης.

 

Κυρίως Αίτηση και Ένσταση στην Κυρίως Αίτηση

 

Μέσω της κυρίως Αίτησης ως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει αυτήν η εταιρεία Fiducitrust Services Ltd μεταβίβασε στην Αιτήτρια με έγγραφο μεταβίβασης 4.999 μετοχές τις οποίες κατείχε στην εταιρεία Interace Limited (στο εξής « ως η εταιρεία») περί την 05/06/2004. Η Αιτήτρια μαζί με την εταιρεία Fiducitrust Services Ltd κάλεσαν την εταιρεία όπως προχωρήσει με μεταβίβαση στο μητρώο μελών της εταιρείας και στη κοινοποίηση της στον Έφορο Εταιρειών αλλά δεν η εταιρεία μέχρι σήμερα δεν προχώρησε στη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της Αιτήτριας.

 

Μέσω της ένστασης και ένορκης δήλωση που συνοδεύει αυτήν (αναφορικά με την κυρίως Αίτηση) η εταιρεία μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν τη μη διόρθωση και συμπερίληψη του ονόματος της Αιτήτριας στο μητρώο μελών της εταιρείας. Η εταιρεία αμφισβητεί τη γνησιότητα και αυθεντικότητα του εγγράφου μεταβίβασης μετοχών, ουδέποτε παρουσίασε η Αιτήτρια πρωτότυπο έγγραφο ούτε απόδειξη για καταβολή ή πληρωμή της αντιπαροχής για τη μεταβίβαση των μετοχών. Υπάρχει ισχυρισμός ότι το αντίγραφο που προσκόμισε η Αιτήτρια για τη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της δε φέρει την υπογραφή του εκχωρητή ή της οντότητας που μεταβιβάζει τις μετοχές σ’ αυτό. Πέραν των πιο πάνω μεταξύ άλλων υπάρχει η θέση ότι η εταιρεία δεν έχει εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών στην Αιτήτρια και δη ότι δύναται να αρνηθεί την εγγραφή μεταβίβασης μετοχής που δεν είναι εξ’ ολοκλήρου πληρωμένη και/ή ότι εν πάση περίπτωση δικαιούται με βάση το νόμο και Καταστατικό της εταιρείας να αρνηθεί να εγγράψει οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχής ανεξάρτητα εάν είναι εξ’ ολοκλήρου εξοφλημένη.

 

Αναφέρω επίσης ότι καταχωρήθηκαν 3 συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις δύο εκ μέρους της Αιτήτριας και μια εκ μέρους της εταιρείας αλλά και ότι επίσης εκδόθηκαν διατάγματα αντεξέτασης των ενόρκως δηλούντων όπου έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου την 14/02/2024.

 

Πολύ συνοπτικά στις 2 συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκ μέρους της Αιτήτριας γίνεται αναφορά στα ακόλουθα. Στην πρώτη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 02/10/2020 η οποία έγινε από την αδερφή της Αιτήτριας, κα Μαργαρίτα Γεωργίου αναφέρθηκε ότι παρόλο που υπάρχει καταπίστευμα για τις μετοχές που διεκδικεί η Αιτήτρια υπέρ της δε φέρει ένσταση στη μεταβίβαση των μετοχών επ’ ονόματι της Αιτήτριας της από την εταιρεία Fiducitrust Services Ltd.

 

Η Αιτήτρια στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της ημερομηνίας 02/10/2020 αρνείται τις θέσεις και ισχυρισμούς της ενόρκως δηλούσα κας Θεοδοσίου. Συνοπτικά αναφορικά με τις θέσεις της ως προς τη μη γνησιότητα του εγγράφου μεταβίβασης ημερομηνίας 05/06/2004 παραπέμπει σε βεβαίωση υπογραμμένη από την ίδια και την εταιρεία Fiducitrust Services Ltd ημερ. 03/09/2016 με την οποία καλούσε την εταιρεία να της μεταβιβάσει τις μετοχές στο όνομα της και να διορθώσει το μητρώο μελών της. Ως περαιτέρω αναφέρει ζήτησε τη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της περίπου 3 φορές. Απαντά επίσης ως προς τους ισχυρισμούς που τέθηκαν για μη προσκόμισης πρωτότυπου εγγράφου, για το θέμα απόδειξης για καταβολή ή πληρωμής αντιπαροχής αλλά και για το θέμα που ήγειρε η εταιρεία ότι δηλαδή το έγγραφο μεταβίβασης μετοχών δε φέρει την υπογραφή του εκχωρητή.

 

Η κα Θεοδοσίου εκ μέρους της εταιρείας στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της ημερομηνίας 11/11/2020 πέραν του ότι αρνείται τις θέσεις της Αιτήτριας και της κας Μαργαρίτας Γεωργίου επαναλαμβάνει τις θέσεις της εταιρείας εμμένοντας στις θέσεις κυρίως ως προς τη μη γνησιότητα του εγγράφου μεταβίβασης των μετοχών.

 

Μεταξύ άλλων εκδόθηκαν εκ συμφώνου διατάγματα αντεξέτασης των ενόρκως δηλούντων ήτοι της κας Μαργαρίτας Γεωργίου, της Αιτήτριας και της κας Θεοδοσίου εκ μέρους της εταιρείας. Την 14/02/2024 έγινε η αντεξέταση.

 

Υπό κρίση Αίτηση

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Αιτήτριας. Ως αναφέρει η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της κας Θεοδοσίου τέθηκαν ερωτήσεις αναφορικά με το έγγραφο μεταβίβασης ημερομηνίας 05/06/2004 και βεβαίωση ημερ. 03/09/2019. Κατά την άποψη της ψευδώς η κα Θεοδοσίου ανάφερε ότι η δικηγόρος της και η ίδια είχαν επικοινωνήσει με το λογιστή κύριο Μάρκο Δράκο ο οποίος της ανάφερε ότι δεν υπέγραψε τα έγγραφα και ότι είναι πλαστά. Ο δικηγόρος της μετά την ακρόαση μίλησε με τον κο Μάρκο Δράκο ο οποίος ανάφερε ότι ουδέποτε επικοινώνησε μαζί του η κα Θεοδοσίου είτε η δικηγόρος της και ότι στα επίδικα έγγραφα η υπογραφή είναι δική του και ουδέποτε είπε κάτι διαφορετικό.  Καταθέτει ως Τεκμήριο Α αντίγραφο της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Εισηγείται η Αιτήτρια ότι το θέμα πλαστογραφίας εγέρθηκε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση της κας Ελένης Θεοδοσίου και πρέπει να επιτραπεί η καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για να μπορέσει το Δικαστήριο να έχει ολοκληρωμένη εικόνα της διαφοράς.

 

Ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση

 

Α. Η επίδικη Αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, καταχωρείται μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας και είναι η τρίτη στη σειρά που καταχωρείται. Είναι καθυστερημένη.

Β. Η διαδικασία θα περιπλεχθεί ακόμη περισσότερο και θα εκτροχιαστεί. Η Αίτηση καταχωρήθηκε για αλλότριους σκοπούς, κακόπιστα και με σκοπό να εισαχθεί ανεπίτρεπτη μαρτυρία αφού υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ως προς τα γεγονότα. Δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να επιλύσει ισχυρισμούς για ψευδορκία.

Γ. Δε συντρέχει καλός λόγος ώστε να επιτραπεί στην Αιτήτρια να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Οι θέσεις που επιχειρεί να θέσει η Αιτήτρια θα μπορούσαν να αναπτυχθούν κατά την ακροαματική διαδικασία ή να αναπτυχθούν στις αγορεύσεις.

 

Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση έγινε από την κα Θεοδοσίου. Η ενόρκως δηλούσα ουσιαστικά υιοθετεί τους λόγους ένστασης. Επισημαίνει μετά από συμβουλή που έλαβε από τους δικηγόρους της ότι η φύση της διαδικασίας είναι συνοπτική και απλή και δεν αφορά διαδικασίες που αφορούν αμφισβητούμενα γεγονότα. Εισηγείται εν κατακλείδι ότι δε συντρέχει καλός λόγος.

 

Πέραν από τις εκατέρωθεν ένορκες δηλώσεις, οι συνήγοροι της κάθε πλευράς υποστήριξαν τις θέσεις τους σε γραπτές αγορεύσεις. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο και εάν τούτο κρίνεται αναγκαίο για τις ανάγκες της παρούσας απόφασης, έχοντας πάντα κατά νουν ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. (βλ.Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

Να σημειώσω επίσης ότι έχω διεξέλθει και του περιεχομένου της προτεινόμενης για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης η οποία έχει κατατεθεί ως Τεκμήριο Α στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση. Περαιτέρω αναφορά γίνεται κατωτέρω.

 

Νομικές Αρχές/Εκτίμηση Δικαστηρίου

 

Η βασική διάταξη στην οποία κατ’ουσία στηρίζεται η υπό εξέταση Αίτηση είναι η Διαταγή 48 Θ. 4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Σύμφωνα με τη Διαταγή 48 Θ.4 (2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών βασική προυπόθεση για να επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι να καταδειχθεί η ύπαρξη «καλού λόγου» και κατ’ επέκταση αναγκαιότητα στην καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Το αν θα επιτραπεί  η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.(βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Φιλόκυπρου Ματθαίου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 510 και Παπακόκκινου κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ.1) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ 643). Η ύπαρξη καλού λόγου εξετάζεται κάθε φορά σε συνάρτηση με τη φύση της διαδικασίας και των θεμάτων που προκύπτουν ενώπιον του Δικαστηρίου. βλ. Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 269. Σκοπός της Δ.48 Θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών είναι η παρουσίαση ενώπιον του Δικαστηρίου όλων των γεγονότων που είναι αναγκαία για την εξέταση ενός αιτήματος. Επίσης «καλός λόγος» μπορεί να διαπιστωθεί ότι υφίσταται στις περιπτώσεις που υπάρχει αμφισβήτηση ή διάσταση αναφορικά με γεγονότα, τα οποία όμως είναι ουσιώδη για τους σκοπούς της εκάστοτε υπό συζήτηση αίτησης, κατά τρόπο που το Δικαστήριο να έχει υπόψη του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων. Ως έχει επίσης αναφερθεί στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ.4) (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 979, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εάν μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης σκοπείται να γίνει αναφορά σε γεγονότα που προκύπτουν από ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε από κάποιο εκ των αντιδίκων. 

                                                                                                 

Εκείνο το οποίο όμως δεν αποτελεί καλό λόγο και θα έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη σχετικού αιτήματος είναι εάν καταδειχθεί ότι αυτό που επιδιώκει ο Αιτητής είναι η τροποποίηση ή αλλοίωση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αίτηση ή συμπλήρωση ηθελημένου κενού ούτε εάν τα γεγονότα που επιθυμεί να θέσει ήταν σε γνώση του Αιτητή και τα απέκρυψε. 

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο τα όσα η Αιτήτρια επιθυμεί να προσθέσει ως μαρτυρία στην αίτηση εκκαθάρισης αποτελούν και θεμελιώνουν τον «καλό λόγο» που η νομολογία έχει ως ανωτέρω αναλύσει ούτως ώστε να δύναμαι να ασκήσω την διακριτική ευχέρεια που μου παρέχεται.

 

Θεωρώ επίσης ορθό να επισημάνω ότι αυτό που εξετάζω στην παρούσα είναι μόνο εάν συντρέχει «καλός λόγος» στο να επιτραπεί η καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης και όχι εάν το έγγραφο μεταβίβασης μετοχών είναι πλαστό ή εάν η ενόρκως δηλούσα κα Θεοδοσίου προέβη σε ψευδορκία. Επίσης επισημαίνω ότι ζητείται η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για να τεθεί μαρτυρία εις απάντηση των όσων πρόκυψαν κατά την αντεξέταση της κας Θεοδοσίου.

 

Εξετάζοντας λοιπόν εκατέρωθεν τις θέσεις που τέθηκαν ως και το προτεινόμενο κείμενο της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για τους λόγους που εξηγώ αμέσως πιο κάτω διαπιστώνω ότι δεν έχει καταδειχθεί καλός λόγος για την καταχώρηση της.

 

Καταρχάς ο ισχυρισμός της εταιρείας ο οποίος τέθηκε εκ μέρους της κας Θεοδοσίου περί μη γνησιότητας του εγγράφου μεταβίβασης των μετοχών ημερομηνίας 05/06/2004 τέθηκε εξ’ αρχής και δη από το έτος 2020 μέσω ένορκης δήλωσης της και όχι κατά το χρόνο αντεξέτασης της. Ο ισχυρισμός δηλαδή περί πλαστογραφίας (μη γνησιότητας) τέθηκε εξ’ αρχής στη διαδικασία. Το γεγονός ότι ανάφερε για πρώτη φορά το όνομα του κου Δράκου στην αντεξέταση και τον σύνδεσε με τον ισχυρισμό περί πλαστογραφίας δε μεταβάλει το γεγονός ότι αυτός ο ισχυρισμός είχε τεθεί εξ αρχής και μάλιστα είχε την ευκαιρία η Αιτήτρια να απαντήσει σ’ αυτόν μέσω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αλλά και κατά την αντεξέταση της. Στο παρόν στάδιο και δη μετά που ήδη καταχωρήθηκαν συμπληρωματικές ένορκές δηλώσεις και δη μετά την αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων δε δικαιολογείται η καταχώρηση επιπρόσθετης ένορκης δήλωσης και ειδικά με σκοπό να απαντήσει στα όσα λέχθηκαν κατά την αντεξέταση της ενόρκως δηλούσα.

 

Πέραν τούτου όχι μόνο δεν αποδείχθηκε καλός λόγος αλλά επίσης δεν καταδείχθηκε ούτε η αναγκαιότητα στη συμπερίληψη στο παρόν στάδιο της συμπληρωματικής μαρτυρίας που ουσιαστικά τείνει να απαντήσει στη θέση που τέθηκε εξ’ αρχής περί πλαστογραφίας. Θεωρώ ότι σε περίπτωση που επιτρέψω την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης θα φέρει την άλλη πλευρά σε δυσμενή θέση εφόσον θα δοθεί η ευκαιρία στην Αιτήτρια να συμπληρώσει κενά από τη μαρτυρία της και αυτό δε περισώζεται με το να δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να καταχωρήσει απάντηση.

 

Επιπλέον οφείλω να παρατηρήσω ότι το εύρος των επίδικων θεμάτων στα πλαίσια αίτησης για διόρθωση μητρώου μελών εταιρείας στα πλαίσια του άρθρου 111 του περί εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 είναι περιορισμένο. Το Δικαστήριο δεν είναι, με τη συνήθη έννοια, Δικαστήριο γεγονότων. Η εκδίκαση τέτοιου είδους Αίτησης δεν προσφέρεται για αξιολόγηση μαρτυρίας επί μεγάλης έκτασης αμφισβητούμενων γεγονότων και δεν προσφέρεται για εξαγωγή συμπερασμάτων επί αξιοπιστίας κατά τον τρόπο και δυνατότητα που παρέχεται στα πλαίσια μιας πολιτικής δίκης. Τα επίδικα θέματα είναι συγκεκριμένα, οι αρχές με τις οποίες προσεγγίζονται τα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι επίσης δεδομένες. Το να επιτραπεί λοιπόν να καταχωρηθεί συμπληρωματική μαρτυρία θα έχει ως συνέπεια την παρεκτροπή της διαδικασίας. Επιπροσθέτως είναι ξεκάθαρο ότι το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να προβεί σε εξαγωγή ευρημάτων κάτι το οποίο σκοπείται εμμέσως με την καταχώρηση επιπρόσθετης μαρτυρίας. Η πιο πάνω κατάληξη μου προδιαγράφει την τύχη της Αίτησης. Παρέλκει λοιπόν η εξέταση οιουνδήποτε άλλου ζητήματος.

 

Κατάληξη

 

Εν κατακλείδι η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ’ ής η Αίτηση εταιρείας Interace Ltd και εναντίον της Αιτήτριας ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Υπογρ………………………
                    Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο