ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 64/2019

 

Μεταξύ:

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.MESSIOS & SONS LIMITED

                                                                                                       

            -και-

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 113

                                                                                   

 

Ημερομηνία24 Μαΐου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια: κα M. Καραπατάκη για KARAPATAKIS PAVLIDES LLC

Για την Καθ΄ ης η Αίτηση εταιρεία: κα Σ. Σάββα Γεωργίου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή

1.    Στις 12/02/2019 καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση (η «Αίτηση») από την εταιρεία COUNTRY ROSE LTD («Αιτήτρια») εναντίον της εταιρείας Α.MESSIOS & SONS LIMITED «Καθ’ ης η Αίτηση») με την οποία αξιώνεται η έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, αν και σημειώνω ότι λανθασμένα στην Αίτηση γίνεται αναφορά σε έκδοση διατάγματος διάλυσης, στάδιο το οποίο έπεται της ολοκλήρωσης της εκάστοτε διαδικασίας εκκαθάρισης, χωρίς όμως το εν λόγω σφάλμα να επηρεάζει την προώθηση της παρούσας (SUPHIRE (FINANCE) LIMITED ν. ΦΩΤΗ ΦΩΤΙΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 266/2011, 24/4/2018), ECLI:CY:AD:2018:A189. Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας καταχωρήθηκε αριθμός ενδιάμεσων αιτήσεων (4) μερικές εξ αυτών οδηγήθηκαν σε εκδίκαση και άλλες όχι και μεσολάβησαν αλλαγές στην νομική εκπροσώπηση της Καθ’ ης η Αίτηση γεγονότα που στο σύνολο τους δυστυχώς οδήγησαν στην πρόκληση σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της παρούσας, παρά την συνοπτική φύση και ταχύτητα που πρέπει να διέπει την εκδίκαση αιτήσεων εκκαθάρισης.

 

2.    Παρά το γεγονός ότι τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν ερμηνεύσει και εφαρμόσει σε πλειάδα δικαστικών αποφάσεων τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προτού το Δικαστήριο προβεί στην έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, εντούτοις στην παρούσα Αίτηση το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει αριθμό νομικών επιχειρημάτων, όπως αυτά θα επεξηγηθούν στην συνέχεια, για τα οποία δεν έχω εντοπίσει ούτε και παραπέμφθηκα σε δεσμευτικό προηγούμενο.

Αίτηση

3.    Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στα άρθρα 33, 203, 209, 211 (ε), 212 (α), (β), (γ), 213(1), 214 του Περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113) και στους Περί Εκκαθαρίσεων Εταιρειών Αγγλικούς Κανονισμούς. Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέα Μακεδόνα, ενός εκ των διευθυντών της Αιτήτριας (η «Ε/Δ ΑΜ»).

 

4.    Τα γεγονότα που εκτίθενται επί της Αιτήσεως συνίστανται στο ότι η Καθ΄ ης η Αίτηση ιδρύθηκε στις 14/081982 σύμφωνα με το Κεφ. 113 και το εγγεγραμμένο γραφείο τους βρίσκεται στη Λεμεσό. Το ονομαστικό της κεφάλαιο είναι €51,300 διαιρεμένο σε 30.000 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας €1,71 έκαστη και μεταξύ άλλων, η εταιρεία ασχολείται με τον κατασκευαστικό τομέα, την ανάληψη εργολαβιών, την ανέγερση και κατασκευή αριθμού οικοδομών ή έργων ευρύτερα. Έπειτα στο σώμα της Αίτησης αναφέρεται ότι με επιστολή ημερομηνίας 01/11/2018 (η «Απαίτηση Πληρωμής») που επιδόθηκε στο εγγεγραμμένο γραφείο της Καθ’ ης η Αίτηση στις 22/11/2018, με την οποία η Αιτήτρια την καλούσε να καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος ύψους €172,000 πλέον σχετικούς τόκους από το 2010 μέχρι εξοφλήσεως πλέον δικηγορικά έξοδα ύψους €11,625,50 πλέον τόκους από 2010 όπως αυτά τα ποσά καταγράφονται αναλυτικά στην απόφαση ημερομηνίας 30/06/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή 3137/2010 (η «Απόφαση»)

 

5.    Στην Ε/Δ ΑΜ αφού επαναλαμβάνονται πλείστα από τα γεγονότα που παρατίθενται στην Αίτηση, επισυνάπτονται αντίγραφα της Απαίτησης Πληρωμής και της Απόφασης τα οποία επιδόθηκαν στην Καθ’ ης η Αίτηση. Στη συνέχεια υπάρχουν αναφορές σε αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ της Καθ’  ης η  Αίτηση και της Αιτήτριας για την ύπαρξη λάθους επί του κειμένου της Απόφασης, η οποία απαντήθηκε επεξηγώντας ότι δεν υπήρξε λάθος επί της Απόφασης. Εναντίον της Απόφασης καταχωρήθηκε η Πολιτική Έφεση 310/2017 της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί.

 

 

 

6.    Έπειτα γίνεται αναφορά στην καταχώρηση επιβάρυνσης (MEMO) επί της ακίνητης περιουσίας της Καθ’ ης η Αίτηση και προσκομίζονται τα σχετικά αποδεικτικά, μαζί με σχετική έρευνα του Κτηματολογίου ημερομηνίας 29/01/2011 που καταδεικνύει τις επιβαρύνσεις επί της περιουσίας. Από την έρευνα, όπως ισχυρίζεται ο ΑΜ, προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις της Καθ’ ης η Αίτηση ξεπερνούν την αξία της περιουσίας τους, βάσει των σχετικών εκτιμήσεων του Κτηματολογίου για το 2013 και ειδικότερα αναφέρει ότι αρκετή ακίνητη περιουσία έχει ήδη πωληθεί και συνεπώς παρότι η Καθ’ ης η Αίτηση εμφανίζεται ακόμη ως η ιδιοκτήτρια κάποιων ακινήτων, στην πραγματικότητα αυτά ανήκουν στους αγοραστές που έχουν καταθέσει σχετικά αγοραπωλητήρια στο Κτηματολόγιο. Σύμφωνα με την Ε/Δ ΑΜ η Καθ' ης η Αίτηση για τους πιο πάνω λόγους και επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση με την Απαίτηση Πληρωμής και η Καθ’ ης η Αίτηση αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της τόσο προς την Αιτήτρια όσο και προς τους υπόλοιπους πιστωτές είναι ορθό και δίκαιο όπως η Καθ' ης η Αίτηση εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο.

 

Ένσταση

7.    Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρισε την ένσταση της στις 15/03/2019 και με αυτή προβάλλονται 13 συνολικά λόγοι ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Η Ένσταση βασίζεται στους θεσμούς 3 και 4 των Περί Εταιρειών Κανονισμών, στον Κανονισμό 92 των Περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμών 1933-1938, στη Δ.30, Δ.48 (1-4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στα άρθρα 203, 209, 210, 211, 212, 213, 214, 215, 216, 217, 218 222, 226, 260, 333 του Περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113), στο άρθρο 50 του Περί Πτωχεύσεων Κανονισμών, στα άρθρα 20, 110, 111, 112 και 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 155, στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατία και στην διακριτική εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

8.    Συνοπτικά αποδιδόμενοι, οι λόγοι ένστασης επικεντρώνονται κυρίως στο ότι: α) η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα καθότι στερείται της αναγκαίας ικανότητας δικονομικής παράστασης β) ότι η Αιτήτια  εμποδίζεται δια συμπεριφοράς και/ή λόγο αναφορών σε έγγραφα να προωθεί την παρούσα και ότι τους δεν της οφείλετα ποσά  γ) ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από την Αιτήτρια, δ) ότι η αίτηση είναι καταχρηστική και αποσκοπεί στο να προκληθεί ζημιά στη λειτουργία της Καθ’ ης η Αίτηση, ε) ότι η παρούσα αποσκοπεί στην παρεμπόδιση προώθησης της Έφεσης 310/2017 επί της Απόφασης καθώς και της Έφεσης 91/2013, στ) ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 211 (ε), 212(α), 212(β) και γ του Περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113), ζ) ότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχει την δυνατότητα να αποπληρώσει τα χρέη και μελλοντικές της υποχρεώσεις η) ότι η εκκαθάριση δεν είναι προς το συμφέρον των πιστωτών. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Γεώργιου Μέσσιου (Ε/Δ ΓΜ), ως ο μοναδικός διευθυντής της Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

9.    Στην Ε/Δ ΓΜ γίνεται αναφορά στο ιστορικό της διαφοράς που οδήγησε στην έκδοση της Απόφασης και που αφορούσε την προώθηση αγωγής από την Αιτήτρια στην βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης στην οποία προέβαινε η Καθ’ ης η Αίτηση επί ακινήτου της Αιτήτριας και επιβεβαιώνει την καταχώριση Έφεσης κατά της εν λόγω Απόφασης. Ο ίδιος αναφέρει ότι μετά την έκδοση της Απόφασης, στα πλαίσια έρευνας, αντιλήφθηκε ότι το ακίνητο αναφορικά με το οποίο εκδόθηκε η Απόφαση διαφημιζόταν προς πώληση στην ιστοσελίδα της REMU, τμήματος της Τράπεζας Κύπρου και το οποίο ο ίδιος νόμιζε ότι άνηκε στην Αιτήτρια. Κατόπιν επικοινωνίας με λειτουργό της REMU του επιβεβαιώθηκε ότι το ακίνητο τους ανήκει και έπειτα προέβηκε σε έρευνα στο Κτηματολόγιο ημερομηνίας 28/02/2019 που επιβεβαίωνε ότι το εν λόγω ακίνητο μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου την 25/05/2016 στην βάση αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 22/04/2016.

 

10. Συνεχίζει και αναφέρει ότι η εν λόγω πώληση εσκεμμένα δεν αποκαλύφθηκε  στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής 3137/2010 από την οποία προέκυψε η Απόφαση και ότι σε νέα επικοινωνία με λειτουργό της Τράπεζας Κύπρου του λέχθηκε ότι για το ζήτημα της επέμβασης επί του ακινήτου θα έπρεπε να επικοινωνεί μαζί τους, καθότι βάσει της συμφωνίας αγοράς, οποιοδήποτε ποσό επιδικάστηκε με την Απόφαση άνηκε στην Τράπεζα Κύπρου. Όπως ο ίδιος εξιστορεί διαμαρτυρήθηκε για την προώθηση της παρούσας Αίτησης και η λειτουργός (που δεν κατανομάζεται) εξέφρασε την έκπληξη της για αυτό το γεγονός έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του αγοραπωλητηρίου. Στην βάση των πιο πάνω γεγονότων παραθέτει τις νομικές θέσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, ήτοι ότι η αίτηση είναι καταχρηστική, η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται και κωλύεται από του να προωθεί την παρούσα.

 

11. Επίσης, περιγράφει ότι έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του να καταχωρήσουν αγωγή που να αποσκοπεί στην ακύρωση της Απόφασης και επιφυλάσσει τα δικαιώματα του να προβεί σε καταγγελία εναντίον του ΑΜ για εξασφάλιση απόφασης με δόλο και ψευδείς παραστάσεις. Θεωρεί ότι η όλη διαδικασία είναι καταχρηστική, καθότι η παρούσα Αίτηση επιδόθηκε χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου σε διάφορα κυβερνητικά τμήματα ως καταπιεστικό μέτρο, χωρίς να έχουν προηγηθεί οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης και ότι η Αίτηση δεν είναι καλόπιστη αφού υπάρχει αριθμός πιστωτών που προηγούνται της Αιτήτριας και παρόλα αυτά η Αιτήτρια επιθυμεί να πληρωθεί πριν από αυτούς. Σε σχέση με την ακίνητη περιουσία της Καθ’ ης η Αίτηση ισχυρίζεται ότι είναι πολλαπλάσιας αξίας από τις επιβαρύνσεις επ’ αυτής και συνεπώς δεν είναι ορθό και δίκαιο να εκκαθαριστεί η εταιρεία.  Παραπέμπει σε μια επιβάρυνση αξίας €700,000 που έχει εξοφληθεί όπως αναφέρει και η οποία θα αποσυρθεί κατόπιν δικαστικής διαδικασίας που προωθείται εναντίον του προσώπου που καταχώρησε την επιβάρυνση. Γενικότερα, προωθεί την θέση ότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχουν μεγάλο κύκλο εργασιών και μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη της και αφού επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει την Αίτηση.

 

Ακρόαση της Αίτησης

12. Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση κατόπιν σχετικής ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, ημερομηνίας 11/05/2022 που αποφάσισε τον τρόπο εκδίκασης της παρούσας Αίτησης. Ουδείς εκ των ενόρκων δηλούντων αντεξετάστηκε.

 

13. Για σκοπούς πληρότητας επισημαίνω και εγώ με την σειρά μου ότι στην απόφαση Κασπαρής Σάββας Ιωάννη (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2476, υποδείχθηκε ότι η ακρόαση αίτησης εκκαθάρισης, κατά κανόνα, γίνεται στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που έχουν καταχωρηθεί, παραπέμποντας και επικροτώντας το σκεπτικό της απόφασης του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην Εταιρική Αίτηση 259/89, Επί τοις αφορώσι την εταιρεία D.J. Demades and Sons Ltd, ημερ. 28/05/1990 που υιοθέτησε σχετικά αποσπάσματα από το σύγγραμμα Penningtons Company Law λέχθηκε ότι:  

«Μια Εταιρική Αίτηση ακολουθεί, κατά κανόνα, τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όταν δεν γίνεται εξειδικευμένη πρόνοια στους περί Εταιρειών (Διάλυσις) Κανονισμούς του 1933-38 (δέστε τον Κανονισμό 92 και την υπόθεση KMC Motors Ltd v. Josephanco Trading and Contracting Company (1984) 1 Α.Α.Δ. 390). Η ιδιαιτερότητα μιας Εταιρικής Αίτησης έγκειται στο μηχανισμό παρουσίασης της με βάση τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, και τους περί Εταιρειών Κανονισμούς του 1951.  Η εκδίκαση γίνεται κατά κανόνα με βάση τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση και ένσταση αντίστοιχα, όπως πιστοποιούνται από τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν.  Κατά τα άλλα, το δίκαιο της απόδειξης ισχύει όσον αφορά την αποδοχή και αξιολόγηση μαρτυρίας, ιδιαίτερα όταν ζητείται η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων».

 

14. Τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, σχετικά με τον τρόπο εκδίκασης αιτήσεων εκκαθάρισης έχουν υιοθετηθεί στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Αναφορικά με την Αίτηση της Evelyn Bates v. Αναφορικά με τη Εταιρεία M Moniatis & Sons Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 145/2018, 9/2/2024 και συνεπώς αναμένεται ότι σε μελλοντικές διαδικασίες  η τυχόν διαφορετική προσέγγιση επί του ζητήματος μεταξύ των διαδίκων θα εκλείψει, δεδομένης της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του Εφετείου επί των πρωτόδικων διαδικασιών.

 

15. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων κατά την ακρόαση της Αίτησης προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και αγόρευσαν προφορικά. Κατά την ακρόαση της αίτησης η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση με παρέπεμψε σε τεκμήρια και μαρτυρία τα οποία προσκομίστηκαν στα πλαίσια εκδίκασης της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 23/08/2022 (Αίτηση 23/08/2022), τα οποία όμως δεν συμπεριλαμβάνονταν στην αρχική ένσταση τους. Σημειώνω ότι με την εν λόγω αίτηση η Καθ’ ης η  Αίτηση αιτήθηκε την αναστολή και/ή απόρριψη της παρούσας Αίτησης, μεταξύ άλλων, προβάλλοντας ισχυρισμούς καταχρηστικής προώθησης της και το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, την απέρριψε. Η συνήγορος της Αιτήριας ανέφερε ότι δεν είναι δικονομικά επιτρεπτό η Καθ’ ης η Αίτηση να εισαγάγει μαρτυρία στα πλαίσια της αίτησης εκκαθάρισης δια μέσω προγενέστερης αίτησης η οποία καταχωρήθηκε στην παρούσα υπόθεση.

 

16. Συγκλίνω με τα όσα ανέφερε η συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση και ειδικότερα ότι το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπ΄ όψιν στοιχεία και να αντλήσει μαρτυρία από την ένορκη δήλωση άλλης αίτησης που περιέχεται στον φάκελο της αγωγής, από τη στιγμή που αυτή (η άλλη αίτηση) αποτελεί μέρος του φακέλου και αφορά στην ίδια διαδικασία και τους ίδιους διάδικους (Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (αρ.2) (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938, όπου επικυρώθηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του μαρτυρία που καταχωρήθηκε στα πλαίσια διαφορετικής ενδιάμεσης αίτησης). Πόσο μάλλον όταν στην παρούσα υπόθεση η ύπαρξη και συνομολόγηση των εν λόγω εγγράφων, στο περιεχόμενο των οποίων θα αναφερθώ στην συνέχεια, δεν αμφισβητείται και το τι τελεί υπό αμφισβήτηση είναι το νομικό τους αποτέλεσμα.

 

17. Σε αντίθετη περίπτωση το Δικαστήριο θα εθελοτυφλούσε αναφορικά με ουσιώδη ζητήματα που έχουν ήδη τεθεί ενώπιον του με ορατό το ενδεχόμενο η διαδικασία να οδηγείται σε οξύμωρα αποτελέσματα, προκαλώντας αδικία στον τρόπο διάγνωσης των δικαιωμάτων των μερών αλλά και οδηγώντας σε φαινόμενα σπατάλης δικαστικού χρόνου με περαιτέρω αιτήσεις για καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ώστε να τεθούν γεγονότα τα οποία είναι ήδη ενώπιον του. Με την ως άνω κρίση μου, δεν επικροτώ ότι σε κάθε διαδικασία το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να ανατρέξει σε όλες τις ένορκες δηλώσεις που δύνανται να καταχωρούνται και που πολλές φορές, όπως και στην παρούσα περίπτωση, είναι πολυσέλιδες και εμπεριέχουν αμφισβητούμενα γεγονότα και να εξεύρει από μόνο του τα ουσιαστικά και επίδικα γεγονότα που έχουν σχέση με την υπό εκδίκαση διαδικασία.

 

18. Επισημαίνω, ότι τα επιχειρήματα και όλη η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, αμφότερων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

Νομική Πτυχή

19. Όπως έχω ήδη αναφέρει η παρούσα αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 211(ε) και στα άρθρα 212 (α),(β) και (γ) και κρίνω χρήσιμο να παραθέσω το σχετικό, για σκοπούς της παρούσης αίτησης, λεκτικό των προνοιών. Σύμφωνα με το άρθρο 211 (ε) του Κεφ. 113:

 «Εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο αν:

[…].. 

(ε)  η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.»

 

20. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 212 του Κεφ. 113:

 

«Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της:

 

(α) αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση  του πιστωτή·

ή

(β) αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που λήφθηκε με δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγμα οποιουδήποτε Δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικά ή μερικά ανικανοποίητη· ή

 

(γ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας.

[…]» 

 

21. Η εμβέλεια των άρθρων 211 και 212 του Κεφ. 113 έχει τύχει εξέτασης σε πλειάδα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση BITONIC LTD ανωτέρω συνοψίσθηκε η Κυπριακή Νομολογία επί του θέματος ως ακολούθως:

 

«Στη Δημήτρης Αυξεντίου & Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λτδ ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2014)1(Γ) 2534, γίνεται αναφορά σε προηγούμενη νομολογία και αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

« Τα Άρθρα 211 και 212 έτυχαν ανάλυσης στην υπόθεση G.I.PConstruction Ltdv. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991) 1 Α.Α.Δ. 15, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Τα Άρθρα 211 και 212 του δικού μας Νόμου είναι αντιγραφή του αντίστοιχου αγγλικού. Στην Αγγλία η έννοια των διατάξεων αυτών έχει φωτισθεί από νομολογία. Σύμφωνα με την αγγλική προσέγγιση, η εξειδίκευση των περιστάσεων στο Άρθρο 212 δεν περιορίζει την γενικότητα του Άρθρου 211 αναφορικά με την αδυναμία πληρωμής των χρεών της από μια εταιρεία. Δηλαδή, οι εξειδικευμένοι λόγοι συνιστούν ορισμένες περιστάσεις που εγείρουν νομοθετικό τεκμήριο ύπαρξης της αδυναμίας πληρωμής χρεών αλλά δεν εξαντλούν το πεδίο για προσκόμιση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που θα μπορούσε να κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα. Η διαφορά μεταξύ της γενικότερης εξέτασης του θέματος και των εξειδικευμένων περιπτώσεων του 212 (α) και 212(β) είναι η εξής. Στις εξειδικευμένες περιπτώσεις, η εκπλήρωση των προϋποθέσεων που τίθενται οδηγούν από μόνες τους και στην κατάληξη. Εγείρεται δηλαδή το νομοθετικό τεκμήριο περί αδυναμίας πληρωμής χρεών. Αντίθετα, στην περίπτωση της γενικότερης εξέτασης του θέματος, το θέμα κρίνεται ανάλογα με το πώς θα αξιολογηθούν τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου περιλαμβανομένων και εκείνων στην άλλη πλευρά της πλάστιγγας που θα ήθελε προβάλει η εταιρεία.»

 

Στην Μ. Mouletaris Machinery Co. Ltd. v. Ζήνωνος (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1649 επιβεβαιώθηκε η G.I.PConstructions Ltd (πιο πάνω) ότι ορθά αναλύει τον Νόμο και ορθά αναλύει τη νομολογία. Πρόσθετα λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1651 από τον Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε:

 

«Δέχθηκε βεβαίως, και πολύ ορθά πως, στην περίπτωση που αποδεικνύονται τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 212, το Δικαστήριο δεν έχει διακριτική ευχέρεια, και διατάσσει τη διάλυση της εταιρείας, ενώ αν ικανοποιηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 211 το Δικαστήριο διατηρεί τέτοια ευχέρεια».

 

22. Περαιτέρω, το άρθρο 212(α) του Κεφ.113, που εντοπίζεται στο σώμα της Αίτησης, αποτελεί μια εκ των εξειδικευμένων νομοθετικών περιπτώσεων, η απόδειξη της οποίας δημιουργεί τεκμήριο αδυναμίας της Καθ' ης η Αίτηση εταιρείας να πληρώσει τα χρέη της. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του ως άνω εδαφίου, που θα εξεταστούν στην συνέχεια, για να αποδειχθεί ότι ισχύει η συγκεκριμένη περίπτωση αδυναμίας καταβολής χρεών θα πρέπει να συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

 

(α)       Η Καθ' ης η αίτηση εταιρεία (χρεώστης) οφείλει στον Αιτητή (πιστωτή) ποσό που υπερβαίνει τα €5.000.

 

(β)       Ο Αιτητής να έχει επιδώσει στο εγγεγραμμένο γραφείο της Καθ' ης η Αίτηση εταιρείας, γραπτή απαίτηση πληρωμής.

 

(γ)       Η ως άνω γραπτή απαίτηση πληρωμής να καλεί την Καθ' ης η Αίτηση εταιρεία να εξοφλήσει το ποσό που οφείλεται εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ήτοι τριών (3) εβδομάδων.

 

(δ)       Η Καθ' ης η Αίτηση εταιρεία να αμελήσει να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό ή να παραλείψει να το εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του Αιτητή.

 

Νομιμοποίηση Αιτήτριας – Ιδιότητα Πιστωτή

23. Προτού προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης κρίνω επιβεβλημένο να εξετάσω κατά προτεραιότητα τον λόγο ένστασης που προωθήθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση και που άπτεται της νομιμοποίησης της Αιτήτριας να προωθεί την παρούσα Αίτηση. Σημειώνω ότι το ζήτημα της νομιμοποίησης ενός διαδίκου να προωθεί μια δικαστική διαδικασία αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης, δυνάμενο να εγερθεί ακόμα και αυτεπάγγελτα (ex proprio motu) (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της Περιουσίας της DK Intercity Buses Λάρνακας Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 388/2011, ημερ. 7.07.2017), ECLI:CY:AD:2017:A256, ECLI:CY:AD:2017:A256..

 

24. Από το περιεχόμενο της αίτησης εκκαθάρισης ανακύπτει ότι ο Αιτητής θεωρεί ότι εμπίπτει στον όρο «πιστωτής», θέση που συναφώς η πλευρά της Καθ΄ ης η Αίτηση αμφισβητεί και που συνδέεται με τις προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 212(α) και (β) του Κεφ. 113. Το κατά πόσο η Αιτήτρια εμπίπτει στον ορισμό του πιστωτή ή όχι είναι ζήτημα το οποίο δεν αποφασίστηκε κατά την εκδίκαση της Αίτησης 23/08/2022, με την οποία η Καθ’ ης η Αίτηση αιτήθηκε την διαγραφή και/ή αναστολή της αίτησης εκκαθάρισης και η οποία απορρίφθηκε, με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, ημερομηνίας 30/11/2022. Στο άρθρο 213 (1) του Κεφ. 113, απαριθμούνται εξαντλητικά τα πρόσωπα τα οποία νομιμοποιούνται να υποβάλουν αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας, το οποίο ορίζει ως εξής:

 

«Αίτηση στο Δικαστήριο για την εκκαθάριση εταιρείας γίνεται με αίτηση που υποβάλλεται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:

 

(α) Την εταιρεία·

 

(β) πιστωτή ή πιστωτές, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε ενδεχόμενων ή μελλοντικών πιστωτών·

 

(γ) συνεισφορέα ή συνεισφορείς·

 

(δ) σύνδικο άλλου κράτους μέλους, όπως αυτός ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του άρθρου 2 του Επίσημου Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαϊου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας και ο οποίος διορίζεται εντός του πλαισίου δικαστικών διαδικασιών δυνάμει της παραγράφου (1) του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

 

(ε) προσωρινό σύνδικο, ο οποίος ορίζεται από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας·

 

(στ) εξεταστή·

 

(ζ) τον επίσημο παραλήπτη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 222·

 

25. Η ευρύτητα του όρου «πιστωτής» είναι τέτοια, που  περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο έχει να λαμβάνει καθορισμένο ύψος οφειλής  (Σπανού ν. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 315 RE LOUKOS MANUFACTURERS LTD (1998) 1 A.A.Δ. 2226, PAN-AMAN HOTELS LTD ν. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (2002)1 Α.Α.Δ. 1796, Uralmetprom Interdepartmental Concern Oao UralMetprom v. Besuno Ltd, (2014) 1(Α) ΑΑΔ.

 

26. Στην απόφαση G.I.PConstructions Ltd ανωτέρω, υποδεικνύεται ότι:

 

"Ο όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει "a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent" - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golastein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer's πιο πάνω, σελ. 1127, παρ. 85-14, Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen-y-van Colliery Co. [1877] 6 Ch. D. 477)."

 

 

27. Στο σύγγραμμα Palmer's company law, έκδοση έτους 2022 (Sweet & Maxwell 2022), Volume 4, Part 15, para. 15.243, αναφέρονται τα εξής, αναφορικά με την αντίστοιχη αγγλική πρόνοια:

 

“To be eligible to present a creditor’s petition under Insolvency Act 1986 s.124(1), it is logically essential that the petitioner must have the status of creditor in the eyes of the law, vis-à-vis the company in question. This in turn presupposes that the company is truly and justly indebted to the petitioner and that the petitioner is personally entitled to claim the amount alleged to constitute the “debt”, and to enforce his claim by legal process if necessary. […] and likewise a statute-barred debt cannot serve as a basis for a petition”.

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

28. Για σκοπούς πληρότητας και μόνο αναφέρω ότι νομολογιακά έχει αναγνωρισθεί βάσει του λόγου της Αγγλικής απόφασης Re Othery Construction Ltd (1966) 1 All ER 145, ότι μέτοχος ο οποίος κατέχει πλήρως εξοφλημένες μετοχές, δύναται να προχωρήσει με την καταχώριση αίτησης για εκκαθάριση της εταιρείας, εφόσον προσκομίσει μαρτυρία ότι εκ πρώτης όψεως υφίσταται πλεόνασμα στην εταιρεία (άρα υπάρχει απτό συμφέρον) το οποίο δύναται να κατανεμηθεί στους μετόχους της στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης, μετά την ικανοποίηση τυχόν οφειλών σε πιστωτές.

 

29. Επισημαίνω, ότι εκεί όπου έχει εκδοθεί απόφαση για καθορισμένο χρηματικό ποσό, αναμφίβολα δημιουργείται μια οφειλή η οποία καθότι ενέχει χαρακτήρα εξ αποφάσεως χρέους, είναι πλήρως εκκαθαρισμένη και πληρωτέα, με αποτέλεσμα στις πλείστες των περιπτώσεων  το πρόσωπο το οποίο υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση, δεδομένου και των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, αναμφίβολα να εμπίπτει στον ορισμό του πιστωτή.

 

30. Περαιτέρω, η ύπαρξη εξ αποφάσεως χρέους και που στη συνέχεια αποτελεί και την βάση της απαίτησης πληρωμής που προνοεί ο νόμος, η εταιρεία θα κωλύεται, ως αποτέλεσμα της απόφασης, να αμφισβητήσει πλέον την απαίτηση επί της ουσίας Δημήτρης Αυξεντίου & Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λτδ ν. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED, (2014) 1Α.Α.Δ. 253. Στην υπό κρίση υπόθεση είναι αναμφισβήτητο ότι υφίσταται ένα εξ αποφάσεως χρέος δυνάμει της Απόφασης, η εκτέλεση της οποίας από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεδομένης της ύπαρξης της Απόφασης υπέρ της Αιτήτριας, αποφαίνομαι ότι η Αιτήτρια δύναται να χαρακτηρισθεί ως πιστωτής της Καθ’ ης η Αίτηση για σκοπούς του άρθρου 212 του Κεφ. 113.

 

31. Εντούτοις, η Καθ’ ης η Αίτηση ισχυρίζεται ότι, παρά την ύπαρξη της Απόφασης από την οποία προέκυψε το εξ αποφάσεως χρέος, καθότι στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής 3137/2010 δεν αποκαλύφθηκε ότι υπήρχε συμφωνία πώλησης του ακινήτου προς την Τράπεζα Κύπρου ημερομηνίας 22/04/2016 (η «Συμφωνία Πώλησης» - μέρος του Τεκμήριου 2 στην ένορκη δήλωση του κ. Γεώργιου Μέσσιου ημερομηνίας 22/08/2022), για το οποίο προωθήθηκε η βάση αγωγής της παράνομης επέμβασης, η Αιτήτρια δεν αποτελεί πιστωτή της Καθ’ ης η Αίτηση. Ειδικότερα, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση 22/08/2022 υπάρχει μαρτυρία (δέστε Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση του κ. Γεώργιου Μέσσιου ημερομηνίας 22/08/2022) ότι η Συμφωνία Πώλησης συνάφθηκε στα πλαίσια αναδιοργάνωσης των οφειλών της Αιτήτριας και σε αυτή περιέχεται ο εξής όρος «Για το Κτήμα 1 με τεμάχιο 136, υπάρχει συνοριακή διαφορά με το γειτονικό τεμάχιο 135 και εκκρεμεί έφεση εναντίων της απόφασης του Κτηματολόγιο. Η διαφορά αφορά 1,010 τ.μ περίπου. Σε περίπτωση που επιδικαστεί οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, είτε από το Κτηματολόγιο είτε από το δικαστήριο, τα μέρη συμφωνούν ότι το ποσό νοουμένου ότι εισπραχθεί αυτό θα ανήκει στον Αγοραστή. Νοείται ότι ο Πωλητής, έχει την υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για να εισπραχθεί το εν λόγω ποσό».

 

32. Στη βάση της Συμφωνίας Πώλησης, η Καθ’ ης η Αίτηση θεωρεί ότι υπήρξε εκχώρηση των όποιων δικαιωμάτων είχε η Αιτήτρια προς την Τράπεζα Κύπρου και άρα αμφισβητεί την ιδιότητα της Αιτήτριας ως πιστωτή, όπως αυτή η έννοια ερμηνεύθηκε νομολογιακά. Επιπλέον, προωθεί τη θέση ότι η Απόφαση λήφθηκε με δόλο αφού το πιο πάνω γεγονός της πώλησης δεν αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας 3137/2010 από την οποία προέκυψε η Απόφαση. Επιπλέον επισημαίνει ότι η Τράπεζα Κύπρου καταχώρησε αίτηση παρέμβασης ημερομηνίας 15/09/2020 στα πλαίσια της αγωγής 3137/2010 αιτούμενη την συνέχιση εκτέλεσης της Απόφασης στο όνομα της και με άλλα αιτητικά την προσθήκη της Τράπεζας Κύπρου αν και μεταγενέστερα, κατόπιν και της υποβολής ένστασης της Αιτήτριας, η εν λόγω αίτηση απεσύρθη στις 20/04/2022.

 

33. Με τις αγορεύσεις της η συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση παραθέτει νομολογία η οποία αναλύει τις νομικές συνέπειες που προκύπτουν από την εκχώρηση δικαιωμάτων δυνάμει συμφωνίας στην μετέπειτα προώθηση δικαστικών διαδικασιών. Επιχειρηματολογεί ότι, από τη στιγμή που είχαν εκχωρηθεί τα σχετικά δικαιώματα επί του ακινήτου, προ της έκδοσης της Απόφασης, τότε η Τράπεζα Κύπρου έπρεπε να συμμετέχει και να προωθεί και αυτή ως αιτήτρια την παρούσα διαδικασία, όπως ακριβώς ισχύει και στις περιπτώσεις προώθησης μιας αγωγής ενώπιον δικαστηρίου κατόπιν εκχώρησης. Η απουσία και μη συμμετοχή της Τράπεζας Κύπρου, σύμφωνα με την Καθ’ ης η Αίτηση, δικαιολογεί την απόρριψη της παρούσας Αίτησης κατ’ εφαρμογή των όσων αποφασίστηκαν στην απόφαση Λουκά ν. Eurolife Ltd (2009) 1 AAΔ 1524όπου κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορούσε να προωθεί αποκλειστικά μια δικαστική διαδικασία ο εκδοχέας, χωρίς να συνενωνόταν ο εκχωρητής ή χωρίς να είχε αναγκαία εξουσιοδότηση ότι ενεργούσε εκ μέρους του.

 

34. Προς απάντηση της ως άνω επιχειρηματολογίας η Αιτήτρια κατά κύριο λόγο προωθεί δύο επιχειρήματα: i)  αν είχε επέλθει αντικατάσταση της Αιτήτριας τότε η Απόφαση του Δικαστηρίου θα είχε τροποποιηθεί αναλόγως και από την στιγμή που κάτι τέτοιο δεν έχει επέλθει τότε η Αιτήτρια αποτελεί εξ αποφάσεως πιστωτή της Καθ’ ης η Αίτηση ii) ακόμη και αν η Τράπεζα Κύπρου δικαιούται να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό, δυνάμει της συμφωνίας (η σύναψη της οποίας δεν αμφισβητήθηκε) αυτό είναι κάτι ανεξάρτητο από την Δικαστική Απόφαση, δηλαδή είναι κάτι που στηρίζεται σε ανεξάρτητη συμβατική σχέση και δεν μπορεί να ανατρέψει την σχέση πιστωτή - οφειλέτη που υφίσταται μεταξύ Αιτήτριας και Καθ’ ης η Αίτηση.

 

35. Σε σχέση με την πρώτη απαντητική θέση που έθεσε η Αιτήτρια αποφαίνομαι ότι η εγκυρότητα ή μη μιας εκχώρησης δικαιωμάτων - οφειλής που απορρέουν από μια δικαστική απόφαση δεν εξαρτάται από το κατά πόσο έχει επέλθει τροποποίηση ή υποκατάσταση διαδίκων στο κείμενο της εκάστοτε απόφασης για παράδειγμα με την προσθήκη του ονόματος του εκδοχέα (assignee), αλλά απεναντίας συναρτάται με το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από τις αρχές τις επιείκειας για να υπάρξει ευρύτερα μια έγκυρη εκχώρηση. Το ζήτημα της αντικατάστασης ή υποκατάστασης προσώπου προς το οποίο έχουν κατ’ ισχυρισμό εκχωρηθεί δικαιώματα από δικαστική απόφαση έρχεται στο προσκήνιο μόνο όταν το πρόσωπο προς το οποίο έχει εκχωρηθεί δικαιώματα επιθυμεί να προβεί στην λήψη μέτρων εκτέλεσης προς ικανοποίηση της οφειλής του. Παρεμβάλλω, ότι η προώθηση μιας αίτησης εκκαθάρισης δεν αποτελεί μέτρο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης.

 

36.  Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της D. K. Intercity Buses Larnacas Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2011, 07/07/2017, επικροτήθηκε η πρωτόδικη προσέγγιση, ότι προτού προχωρήσει πρόσωπο προς το οποίο έχουν εκχωρηθεί όλα τα δικαιώματα από δικαστική απόφαση να λάβει άδεια για εκτέλεση της απόφασης  δυνάμει της Δ.40 (8)  «όπου έχει επέλθει οποιαδήποτε αλλαγή λόγω θανάτου ή άλλως πως στους διαδίκους που δικαιούνται ή υποχρεούνται σε εκτέλεση» επιβάλλεται να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει σχετικό διατάγματος υποκατάστασης διαδίκου κατ’ εφαρμογή των όσων προνοεί η Δ.12 (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ως εκ τούτου, η απουσία των ως άνω ενεργειών είναι αδιάφορη για σκοπούς εξέτασης του ζητήματος της εκχώρησης. Φυσικά στην παρούσα αίτηση η Καθ’ ης η Αίτηση προωθεί την θέση ότι υπήρξε εκχώρηση δικαιωμάτων πριν την έκδοση της Απόφασης ώστε το εν λόγω ζήτημα να πρέπει να προσεγγιστεί από μια διαφορετική οπτική γωνία.

 

37. Δεν έχω παραπεμφθεί σε οποιαδήποτε νομολογία των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας που να έχει πραγματευτεί τα εν λόγω ζητήματα ή όμοια τους, δηλαδή ζητήματα εκχώρησης εξ αποφάσεως χρέους για σκοπούς εξέτασης της ιδιότητας του αιτητή, ως «πιστωτή», στα πλαίσια προώθησης αίτησης εκκαθάρισης, πόσο μάλλον όταν ο διάδικος ουσιαστικά καλεί το Δικαστήριο να «κοιτάξει πίσω από την όψη δικαστικής απόφασης» (look or go behind), δηλαδή να εξετάσει τις συνθήκες και περιστάσεις βάσει των οποίων προέκυψε το εξ αποφάσεως χρέος, καθότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ΓΜ, η εκχώρηση χρονολογικά προέκυψε πριν την έκδοση της Απόφασης και όχι μεταγενέστερα. Παρατηρώ ότι, διαζευκτικά με τα πιο πάνω η Καθ’ ης η Αίτηση προώθησε και την θέση ότι η Αιτήτρια αποδέχεται ότι αναλογεί στην Τράπεζα Κύπρου το ποσό των €75,000, από το εξ αποφάσεως χρέος, κάτι που κατά την Καθ’ ης η Αίτηση τεκμηριώνει την ύπαρξη εκχώρησης δυνάμει της Συμφωνίας Πώλησης με αποτέλεσμα αυτό να επηρεάζει την ύπαρξη οφειλής προς όφελος της Αιτήτριας και σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της έκδοσης της Απόφασης, στη βάση των νομικών αρχών της εκχώρησης.

 

38. Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια το ζήτημα προωθήθηκε εσφαλμένα από την Καθ’ ης η Αίτηση ως μια απλή περίπτωση εκχώρησης χρέους, αγνοώντας ότι το χρέος στην βάση του οποίου αποστάλθηκε η απαίτηση πληρωμής αφορούσε ένα εξ αποφάσεως χρέος δυνάμει δικαστικής Απόφασης. Είχα προβληματιστεί ιδιαίτερα κατά πόσο ήταν όντως εφικτό για ένα Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μια αίτησης εκκαθάρισης να «κοιτάξει πίσω» από την όψη της Απόφασης, όταν προωθούνται ισχυρισμοί δόλου, πόσο μάλλον όταν δεν υπήρξε εκτενής επιχειρηματολογία προς αυτή την κατεύθυνση, πέραν της προώθησης της γενικής θέσης της Καθ’ ης η Αίτηση ότι υπήρξε δόλος κατά την έκδοση της Απόφασης και αυτό διασυνδέθηκε με την κατ’ ισχυρισμό εκχώρηση δικαιωμάτων κατά την έκδοση της Απόφασης. Το κατά πόσο το Δικαστήριο κέκτειται εξουσίας να κοιτάξει πίσω από την όποια δικαστική απόφαση επιβάλλετο να ήταν το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να είχε τύχει νομικής ανάλυσης και επιχειρηματολογίας. Σημειώνω ότι δεν παραπέμφθηκα σε οτιδήποτε σχετικό επί του σημείου από τους συνηγόρους.

 

Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να «κοιτάξει πίσω» από την όψη μιας Δικαστικής Απόφασης

39. Κατόπιν μελέτης συγγραμμάτων και Αγγλικής νομολογίας, προκύπτει ότι τα Αγγλικά Δικαστήρια που ασκούν πτωχευτική δικαιοδοσία είτε για φυσικά είτε για νομικά πρόσωπα (Re Menastar Finance Ltd (In Liquidation) [2002] EWHC 2610) έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξη σύμφυτης εξουσίας να κοιτάξουν πίσω από την όψη μιας δικαστικής απόφασης. Δηλαδή το Δικαστήριο δύναται να διερευνήσει τις περιστάσεις βάσει των οποίων εκδόθηκε μια απόφαση, μόνο αν καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως ότι η δικαστική απόφαση είναι αποτέλεσμα δόλου, συμπαιγνίας ή κακοδικίας. Εάν στην συνέχεια το Δικαστήριο ικανοποιηθεί για την ύπαρξη ενός εκ των ως άνω, τότε το Δικαστήριο δύναται να  αποφανθεί ότι η δικαστική απόφαση δεν έχει δημιουργήσει ή για να το θέσω διαφορετικά δεν καταδεικνύει την ύπαρξη μιας οφειλής η οποία θα ήταν επαληθεύσιμη σε μια πτωχευτική διαδικασία και που άρα δύναται να αποτελέσει την βάση προώθησης μιας αίτησης εκκαθάρισης.

 

40. Η εν λόγω νομολογία αναπτύχθηκε ως επί το πλείστο αναφορικά με δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην ή κατόπιν συμβιβασμού. Έχω την άποψη ότι αυτή η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου υφίσταται και στις περιπτώσεις που η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν πλήρους ακρόασης, αν και σε μια τέτοια περίπτωση o πήχης που καλείται ο εκάστοτε διάδικος αναμφίβολα τίθεται ψηλότερα. Αποφαίνομαι ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια ως Δικαστήρια που εφαρμόζουν το κοινοδίκαιο (άρθρο 29(1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60) έχουν την ίδια σύμφυτη εξουσία με την αντίστοιχη των Αγγλικών Δικαστηρίων, η οποία όμως ασκείται σε εξαιρετικές περιστάσεις όπως θα επεξηγηθεί.

 

41. Στο σύγγραμμα, Law of Insolvency by Ian Fletcher στην παράγραφο 6–116 αναφέρονται τα εξής σχετικά με την εδραίωση και εξέλιξη της ως άνω σύμφυτης εξουσίας:

“The ability of the Bankruptcy Court to go behind a judgment where necessary was well established by a series of 19th Century cases and although this species of scrutiny is not carried out as a matter of course, it is always possible for it to be done if it is expressly requested, whether by the debtor himself or by the trustee in bankruptcy. Nor is it any obstacle to the invocation of this doctrine that the debtor has originally consented to the very judgment against himself which he is now attacking, or that his earlier appeal from the judgment was dismissed. One justification for the existence of this power is that a debtor might connive with others to allow a number of bogus default judgments to be entered against himself by his ‘allies' who could rescue some of his estate on his behalf by pater proving for the debts in the bankruptcy. But the far more usual occasion for invoking this doctrine is when it is the debtor who will otherwise suffer injustice, and this is particularly capable of occurring when the judgment was obtained by a compromise of action or by default. A default judgment, by its very nature involves a one-sided presentation of the facts which may lack objectivity and may even be inaccurate or unfair, whilst it may equally be possible to show that the terms upon which an action was compromised were unfair or unreasonable from the debtor's point of view. In either situation if the court accepts that the result is unfair the petition may be dismissed”.

42. Στην Αγγλική απόφαση McCourt and Siequien v Baron Meats Ltd and the Official Receiver [1997] BPIR 114 έτυχαν εξέτασης αριθμός Αγγλικών αποφάσεων του 19ου και 20ου αιώνα και συνοψίσθηκαν οι νομικές αρχές και ο λόγος ύπαρξης της εν λόγω εξουσίας, βάσει των οποίων το Δικαστήριο δύναται και επιτρέπεται να ενεργήσει με τον τρόπο που έχω περιγράψει στην παράγραφο 39 ανωτέρω:

“(1)  A court exercising the bankruptcy jurisdiction (a “bankruptcy court”), although it will treat a judgment for a sum of money as prima facie evidence that the judgment debtor is indebted to the judgment creditor for that sum may, in appropriate circumstances, go behind the judgment, that is to say, inquire into the circumstances in which the judgment was obtained and, if satisfied that those circumstances warrant such a course, treat it as not creating or evidencing any debt enforceable in bankruptcy proceedings.

(2) The reason for the existence of that power of a bankruptcy court is that such a court is concerned not only with the interests of the judgment creditor and of the judgment debtor, but also with the interests of the other creditors of the judgment debtor. The point was succinctly made by James LJ in Ex parte Kibble;In re Onslow (1875) LR 10 Ch App 373 at 376–377, in the following words:

“It is the settled rule of the court of bankruptcy, on which we have always acted, that the court of bankruptcy can inquire into the consideration for a judgment debt. There are obviously strong reasons for this, because the object of the bankruptcy laws is to procure the distribution of a debtor's goods among his just creditors. If a judgment were conclusive, a man might allow any number of judgments to be obtained by default against him by his friends or relations without any debt being due on them at all; it is therefore necessary that the consideration of the judgment should be liable to investigation.”

(3)  It follows that the grounds upon which a bankruptcy court may go behind a judgment are more extensive than the grounds upon which an ordinary court of law or equity may set it aside.

(4)  In particular, a bankruptcy court will go behind a judgment if satisfied that the judgment creditor manifestly had no claim against the judgment debtor on which the judgment could have been founded. Thus, in Ex parte Kibble the court went behind a judgment obtained by default which was founded on a bill of exchange drawn by the debtor during his infancy. In Ex parte Banner; In re Blythe (1881) 17 Ch D 480 it went behind a judgment giving effect to a compromise of an action brought by one party to a fraud against the other party to it for the fruits of it. Ex parte Lennox; In re Lennox (1885) 16 QBD 315 was a somewhat similar case. In that case the court ordered an inquiry into the facts because the debtor, who had submitted to the judgment tendered evidence to the effect that the debt on which the judgment, was founded never really existed, but was based on the fault of the creditor. Lastly, in In re Fraser (above) the court went behind a judgment obtained by the holders of a bill of exchange against a former partner in the firm in whose name the bill had been accepted. He was not liable on the bill, but his defence to an action on the bill had been so ineptly conducted that the judgment had been obtained against him on Ord 14 and that an application made on his behalf for the judgment to be set aside had failed.

 

(5)  There are two stages in bankruptcy proceedings at which a court may be called upon to exercise the power in question. The first is at the hearing of the petition, when the court has to consider whether or not to make a receiving order. Section 5(3) of the Bankruptcy Act 1914 provides:

“If the court is not satisfied of the proof of the petitioning creditor's debt, or of the act of bankruptcy, or of the service of the petition, or is satisfied by the debtor that he is able to pay his debts, or that for other sufficient cause no order ought to be made, the court may dismiss the petition.”

The words that are particularly material there are “If the court is not satisfied of the proof of the petitioning creditor's debt or … is satisfied by the debtor that … for other sufficient cause no order ought to be made”. Those words import, among other things, that in a case where the petitioning creditor relies on a judgment debt the court may, in appropriate circumstances, go behind the judgment. The other stage at which the court may be called upon to do so is the stage of proof of debts. The court will then in appropriate circumstances reject a creditor's proof.”

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

43. Κρίνω ότι είναι σημαντικό να επισημάνω ότι υπάρχει μια διάκριση μεταξύ της διαδικασίας βάσει της οποίας το Δικαστήριο κοιτάζει πίσω από την Απόφαση και όπου Δικαστήριο παραμερίζει μια δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο που ασκεί πτωχευτική διαδικασία δεν παρεμβαίνει στην αρχική απόφαση, όμως αρνείται να στηριχθεί στην εν λόγω απόφαση για σκοπούς προώθησης μιας αίτησης πτώχευσης ή εκκαθάρισης αναλόγως της περίπτωσης. Στην απόφαση Re Fraser, Ex parte Central Bank of London [1891-94] All ER Rep 939 λέχθηκε ότι:

“The Bankruptcy Court does not set aside the judgment, but goes round it; it has jurisdiction to inquire into the subject-matter upon which it is founded.”

44. Περαιτέρω, στην μεταγενέστερη Αγγλική υπόθεση Dawodu v American Express Bank [2001] BPIR 983  αναφέρθηκε το ακόλουθο επιπρόσθετα των πιο πάνω:

"My only qualification to the summary by Warner J is that the case law has established that what is required before the court is prepared to investigate a judgment debt in the absence of an outstanding appeal, or an application to set it aside, is some fraud, collusion or miscarriage. The latter phrase is, of course, capable of wide application, according to the particular circumstances of the case. What, in my judgment, is required is that the court be shown something from which it can conclude that had there been a properly conducted judicial process, it would have been found, or very likely would have been found, that nothing was, in fact, due to the Claimant. It is clear that in those circumstances, the court can enquire into the judgment and the judgment debt, even though the debtor himself has previously applied to have the judgment set aside, and even though that application has been refused and that refusal has been affirmed by the Court of Appeal see in Re Fraser, ex-parte Central Bank of London) [1892] 2 Q.B. 633 ."

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

45. Είναι επιπλέον σημαντικό να τονιστεί ότι το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει ως ζήτημα ρουτίνας το κάθε εξ αποφάσεως χρέος που τίθεται ενώπιον του απλά και μόνο επειδή εγείρονται γενικοί ισχυρισμοί δόλου. Στην απόφαση Re Flatau, ex p Scotch Whisky Distillers Ltd (1888) 22 QBD 83 λέχθηκε ότι:

“It is not necessary now to repeat that, when an issue has been determined in any other court, if evidence is brought before the Court of Bankruptcy of circumstances tending to show that there has been fraud or collusion or miscarriage of justice, the Court of Bankruptcy has power to go behind the judgment and to enquire into the validity of the debt. But that the Court of Bankruptcy is bound in every case as a matter of course to go behind a judgment is a preposterous proposition.”

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

46. Όπως έχω ήδη αναφέρει, προτού το Δικαστήριο «κοιτάξει πίσω» από την όψη μιας απόφασης οφείλει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ικανοποιητική μαρτυρία, που να δικαιολογεί την υιοθέτηση μιας τέτοιας προσέγγισης και ενεργοποίησης αυτής της εξαιρετικής εξουσίας. Ειδικότερα, λέχθηκαν τα ακόλουθα στην απόφαση Re Debtor (no 27 of 1927) [1928] All ER Rep 501:

 

“True it is that the Bankruptcy Court may, on a prima facie case being shown, go behind a judgment for the purpose of satisfying itself that the debt enforceable thereunder was a real debt. But here counsel for the debtor has failed to show anything in the circumstances of this compromise which raises any such suspicion of unfairness or impropriety as to justify this court in looking behind the judgment to inquire into the consideration for the debt or the propriety of the compromise.”

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

47. Στην παρούσα αίτηση θα περιοριστώ να εξετάσω κατά πόσο μπορεί να λεχθεί ότι εγέρθηκε στον απαιτούμενο βαθμό η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως δόλου ώστε να δικαιολογείται το Δικαστήριο να προβεί σε εξέταση των συνθηκών βάσει των οποίων εκδόθηκε η Απόφαση. Σημειώνω, ότι η ύπαρξη δόλου ήταν και η μόνη αιτιολογία βάσει της οποίας προωθήθηκε αδρομερώς το ζήτημα από την συνήγορο της Καθ’ ης η Αίτηση στα πλαίσια επιχειρηματολογίας της για την ύπαρξη εκχώρησης δικαιωμάτων και συνεπώς δεν θα με απασχολήσουν οι υπόλοιπες περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να κοιτάξει πίσω από μια απόφαση.

 

48. Στην απόφαση Μαρία Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας ΛΤΔ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992 γίνεται παραπομπή στην Αγγλική υπόθεση Jonesco v. Beard [1930] A.C. 298, 300 (H.L.) και στο Halsbury's Laws of England, Third Ed., Vol. 22, παραγ. 1669  όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την προώθηση ισχυρισμών περί ύπαρξης δόλου που οδήγησαν στην έκδοση απόφασης και όπου επεξηγείται με ποιο τρόπο μια τέτοια απόφαση μπορεί να παραμεριστεί:

 

«Στους Halsbury's Laws of England, Third Ed., Vol. 22, παραγ1669, υποδεικνύεται ότι απόφαση που έχει ληφθεί με δόλο είτε ενώπιον του δικαστηρίου ή με δόλο των διαδίκων μπορεί να αμφισβητηθεί με αγωγή και ότι σε τέτοια αγωγή δεν είναι αρκετό απλώς να υπάρχει ισχυρισμός για δόλο χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο δόλος πρέπει να σχετίζεται με ζητήματα τα οποία εκ πρώτης όψεως θα αποτελούσαν λόγο για παραμερισμό της απόφασης εάν αποδεικνύοντο με μαρτυρία και όχι με ζητήματα τα οποία είναι απλώς δευτερεύοντα.  Περαιτέρω υποδεικνύεται ότι πρέπει να αποδεικνύεται ισχυρή υπόθεση προτού το Δικαστήριο επιτρέψει τον παραμερισμό απόφασης λόγω δόλου.  Τέλος υποδεικνύεται ότι εκτός αν ο κατ' ισχυρισμό δόλος εγείρει εύλογη προοπτική επιτυχίας και έχει αποκαλυφθεί μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η αγωγή θα ανασταλεί ή απορριφθεί ως ενοχλητική.

 

Στην Jonesco v. Beard [1930] A.C. 298, 300 (H.L.) λέχθηκε ότι σύμφωνα με την από μακρού χρόνου θεμελιωμένη πρακτική του Δικαστηρίου η ορθή μέθοδος αμφισβήτησης απόφασης για το λόγο ότι λήφθηκε με δόλο είναι με αγωγή στην οποία, όπως σε κάθε άλλη αγωγή που βασίζεται σε δόλο, οι λεπτομέρειες του δόλου πρέπει να δίδονται επακριβώς και οι ισχυρισμοί να αποδεικνύονται με την αυστηρή απόδειξη που απαιτείται από μια τέτοια κατηγορία.  Λέχθηκε, επίσης, (βλ. σελ. 301, 302) ότι «ο δόλος αποτελεί μια ύπουλη ασθένεια και αν αποδειχθεί καθαρά ότι έχει χρησιμοποιηθεί για να εξαπατηθεί το Δικαστήριο επεκτείνεται και μολύνει το όλο σώμα της απόφασης.  Αν υποθέσουμε ότι η διαδικαστική δυσκολία έχει ξεπερασθεί, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο δόλος έχει προσδιορισθεί και αποδειχθεί».

 

 

49. Στην πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Supreme Court Takhar v Gracefield Developments Ltd [2019] UKSC 13 επικροτήθηκε η πιο κάτω περικοπή  από την απόφαση Royal Bank of Scotland plc v Highland Financial Partners [2013] 1 CLC 596, σχετικά με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να δύναται να πετύχει μια αγωγή στην οποία αξιώνεται ο παραμερισμός δικαστικής απόφασης στην βάση δόλου:

"The principles are, briefly: first, there has to be a 'conscious and deliberate dishonesty' in relation to the relevant evidence given, or action taken, statement made or matter concealed, which is relevant to the judgment now sought to be impugned. Secondly, the relevant evidence, action, statement or concealment (performed with conscious and deliberate dishonesty) must be 'material'. 'Material' means that the fresh evidence that is adduced after the first judgment has been given is such that it demonstrates that the previous relevant evidence, action, statement or concealment was an operative cause of the court's decision to give judgment in the way it did. Put another way, it must be shown that the fresh evidence would have entirely changed the way in which the first court approached and came to its decision. Thus the relevant conscious and deliberate dishonesty must be causative of the impugned judgment being obtained in the terms it was. Thirdly, the question of materiality of the fresh evidence is to be assessed by reference to its impact on the evidence supporting the original decision, not by reference to its impact on what decision might be made if the claim were to be retried on honest evidence."

50. Έχοντας παραθέσει τις ως άνω αρχές, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο η Καθ’ ης η Αίτηση έχει καταδείξει εκ πρώτης όψεως περιστάσεις δόλου ώστε να δύναται το Δικαστήριο να κοιτάξει πίσω από την Απόφαση. Ειδικότερα, σημειώνω ότι η μαρτυρία της Καθ’ ης η Αίτηση περιορίζεται στην καταγραφή των γενικών και αόριστων πεποιθήσεων του Διευθυντή της ότι υπήρξε προσπάθεια απόκρυψης δεδομένων από την Αιτήτρια, αναφορικά με το τι ο ίδιος θεωρεί ότι ήταν η νομική συνέπεια της σύναψης της Συμφωνίας Πώλησης του ακινήτου και ειδικότερα κατά πόσο η σύναψη και οι όροι αυτής είχαν ως αποτέλεσμα να εκχωρηθούν όλα τα δικαιώματα της Αιτήτριας στην Τράπεζα Κύπρου, μάλιστα στο βαθμό που να είχε απωλέσει το όποιο νόμιμο δικαίωμα προώθησης της εν λόγω αγωγής. Από την άλλη η Αιτήτρια αναφέρει (δέστε περιεχόμενο ένστασης στην Αίτηση 22/08/2022) ότι δεν υπήρξε καμία εκχώρηση δικαιωμάτων που να επηρέαζε την δυνατότητα προώθησης της αγωγής και προωθεί την θέση ότι ως εκ του λεκτικού του Όρου 1 της Συμφωνίας Πώλησης προκύπτει ξεκάθαρα ότι το οιοδήποτε δικαίωμα και η υποχρέωση είσπραξης αποζημίωσης παρέμενε και παραμένει στην Αιτήτρια (δέστε παραγράφους 14-15 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση). Έχω ήδη αναφερθεί στην προώθηση από την Καθ’ ης η Αίτηση των ισχυρισμών ότι είτε ενδεχομένως υπήρξε εκχώρηση όλων των δικαιωμάτων είτε στην βάση μαρτυρίας της Αιτήτριας, έστω υπήρξε εκχώρηση για το ποσό των €75,000. Η εν λόγω διαζευκτική προώθηση των ως άνω, κατά την κρίση μου αποδυναμώνει την σαφήνεια και το υψηλό επίπεδο λεπτομέρειας που απαιτείται στην προώθηση ισχυρισμών δόλου.

 

51. Επισημαίνω, ότι αποφεύγω επιμελώς να προβώ σε οποιοδήποτε τελικό συμπέρασμα ως προς το κατά πόσο όντως υπήρξε εκχώρηση ή όχι δυνάμει της Συμφωνίας Πώλησης, καθότι έχω πλήρη επίγνωση ότι το ζήτημα αυτό καθώς και οι ευρύτεροι ισχυρισμοί περί ύπαρξης δόλου στα πλαίσια εξασφάλισης της Απόφασης, εξ όσων προκύπτει από την μαρτυρία (δέστε παράγραφο 7 της ένορκη δήλωσης του κ. Γεώργιου Μέσσιου ημερομηνίας 22/08/2022), θα αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στην πολιτική αγωγή 912/2019 που προωθείται από την Καθ’ ης η Αίτηση εναντίον της Αιτήτριας, για την οποία θα αναφερθώ εκ νέου και στην συνέχεια. Το μόνο που επισημαίνω για σκοπούς της παρούσας είναι ότι δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ζήτημα που εν τέλει άπτεται του τρόπου ερμηνείας μιας σύμβασης, που αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου (Ε. ΜΙΧΑΗΛ ν. KWONG κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 264/2013, 6/12/2019), ECLI:CY:AD:2019:A513, για σκοπούς εξακρίβωσης του κατά πόσο εκχωρήθηκαν ή όχι δικαιώματα, δύναται να αποτελέσει, δίχως άλλο, επαρκή βάση για στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως ισχυρισμών δόλου.

 

52. Σε κάθε περίπτωση αυτό που όμως προκύπτει αβίαστα, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η θέση της Καθ’ ης η Αίτηση περί ύπαρξης εκχώρησης, είναι ότι μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε δεν υπάρχει οποιαδήποτε προσπάθεια διασύνδεσης αυτού του γεγονότος, αν ισχύει, με οποιαδήποτε από τα νομολογιακά κριτήρια που έχουν παρατεθεί πιο πάνω (δέστε παράγραφο 49) και συνεπώς ελλείπει η απαραίτητη λεπτομέρεια και αυστηρότητα με την οποία οφείλεται να προωθούνται ισχυρισμοί δόλου, έστω εκ πρώτης όψεως, ώστε να δημιουργείται ένα ανυπέρβλητο κενό στο εγχείρημα της Καθ’ ης η Αίτηση. Δηλαδή, δεν διασυνδέθηκε ούτε και συγκεκριμενοποιήθηκε αυτή η νέα μαρτυρία (η ενημέρωση για την σύναψη της Συμφωνίας Πώλησης και των όρων αυτής) με την σχετική επί του σημείου μαρτυρία στην πρωτόδικη Απόφαση, στην οποία το παρόν Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε παραπεμφθεί με την δέουσα λεπτομέρεια που επιβάλλει η σοβαρότητα των ισχυρισμών που έθεσε η Καθ’ ης η Αίτηση. Ούτε καταδείχθηκε ότι η όποια προηγούμενη σχετική μαρτυρία, ενέργεια, δήλωση ή απόκρυψη γεγονότων (η οποία ήταν το αντικείμενο της συνειδητής ή εσκεμμένης ανεντιμότητας) ήταν ουσιώδης υπό την έννοια ότι ήταν ένας εκ των λόγων που ώθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εκδώσει την Απόφαση με τον τρόπο που την εξέδωσε (operative cause), προτού καταλήξει ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση επί του επίδικου ακινήτου.

 

53. Περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτό για το παρόν Δικαστήριο να πιθανολογήσει για την τυχόν πιθανή επίδραση που κάτι τέτοιο μπορεί να είχε στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής 3137/2017 για σκοπούς εξέτασης της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως δόλου, αλλά θα έπρεπε να είχε καταδειχθεί, έστω για τους περιορισμένους σκοπούς της παρούσας αίτησης εκκαθάρισης, ότι η νέα μαρτυρία θα άλλαζε εντελώς τον τρόπο με τον οποίο το πρώτο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα και κατέληξε στην Απόφαση του. Επισημαίνεται ότι το ερώτημα του κατά πόσο η νέα μαρτυρία είναι όντως ουσιώδης αξιολογείται με αναφορά στην επίδραση που δύναται να έχει επί της ήδη παρατεθείσας μαρτυρίας που προσκομίστηκε στην αρχική απόφαση και επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση και όχι με αναφορά στην επίδρασή και αποτέλεσμα που ενδεχομένως να επέφερε αν η απαίτηση επανεκδικαζόταν στην βάση αυτής της  «ειλικρινούς μαρτυρίας».     

 

54. Πέραν των πιο πάνω, μέσα από την προσκομισθείσα μαρτυρία παρέμεινε αναπάντητο το ερώτημα, που εύλογα τέθηκε τόσο με την μαρτυρία όσο και από την συνήγορο της Αιτήτριας  με τις αγορεύσεις της, γιατί υπήρξε απόσυρση της αίτησης παρέμβασης ημερομηνίας 15/09/2020 στην διαδικασία 3130/2017, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα όσα προβάλλει η Καθ’ ης η Αίτηση, εκχωρήθηκαν όλα τα δικαιώματα που αφορούσαν το εν λόγω ακίνητο προς την Τράπεζα Κύπρου. Επιπλέον, σημειώνεται ότι η Τράπεζα Κύπρου δεν συμμετέχει στην παρούσα Αίτηση ούτε προωθήθηκε οποιοδήποτε διάβημα παρέμβασης εκ μέρους της.

 

55. Έχοντας εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε στην παρούσα Αίτηση έχω την άποψη ότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχει αποτύχει να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία αλλά και γενικότερα ελλείπουν οι αναγκαίες λεπτομέρειες που θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να καταλήξει ότι είναι συζητήσιμο, εκ πρώτης όψεως, ότι υπήρξε δόλος αναφορικά με την έκδοση της Απόφασης, ώστε το Δικαστήριο να ενεργοποιήσει την εξαιρετικά σπάνια δικαιοδοσία του και να «κοιτάξει πίσω» από την Απόφαση, με σκοπό να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση των περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοση της. Συνεπώς, στην έκταση που η Καθ΄ ης η Αίτηση καλεί το Δικαστήριο να συμπεράνει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως δόλου στην έκδοση της Απόφασης, για να προχωρήσει μετέπειτα να εξετάσει τις συνθήκες εξασφάλισης της, στα πλαίσια προώθησης της επιχειρηματολογίας της περί ύπαρξης εκχώρησης δικαιωμάτων πριν την έκδοση της Απόφασης, η θέση αυτή απορρίπτεται.

Νομικές Αρχές που διέπουν ζητήματα εκχώρησης στα πλαίσια Αίτησης Εκκαθάρισης

56. Παρά την ως άνω κατάληξη μου, για σκοπούς πληρότητας στην παρούσα ενότητα θα εξετάσω το ζήτημα της εκχώρησης αν αυτή αφορούσε σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της Απόφασης μιας και προωθήθηκε διαζευκτικά και ο ισχυρισμός ότι η Αιτήτρια αποδέχεται ότι η Τράπεζα Κύπρου δικαιούται να λάβει ποσό ύψους €75,000, από το συνολικό εξ αποφάσεως οφειλόμενο ποσό, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση του κ. Γεώργιου Μέσσιου ημερομηνίας 22/08/2022. Στην πρόσφατη απόφαση Φασαρία ν. American Life Insurance Company, Πολ. Εφ. Αρ. 325/2012, ημερομηνίας 20/01/2022, ECLI:CY:AD:2022:D155, λέχθηκαν τα εξής:

«Η εκχώρηση (assignment) στην Κύπρο διέπεται από τις αρχές της επιείκειας από την οποία και προέρχεται (βλ. μεταξύ άλλων την Λουκά (ανωτέρω), την Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978)1 CLR 10, Markidou v. Kiliari and Another (1983) 1 CLR 392).  Συνέπεια της εκχώρησης, εάν αυτή είναι απόλυτη (absolute), είναι η μεταβίβαση του χρέους και συνεπακόλουθα του αντίστοιχου αγωγίμου δικαιώματος (chose in action).  Όπως ελέχθη στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστόπουλου (1994) 1 ΑΑΔ 479

«Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο εκδοχέας νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αγωγή του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα από την εκχώρηση, χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή (Chrysostomou vChalkousi & Sons (1978) 1 CLR 10, Markidou v. Kiliari and Another (1983) 1 CLR 392).»

Με δεδομένο ότι δικαίωμα αγωγής έχει απευθείας ο εκδοχέας, στη Λουκά εξετάστηκε κατά πόσο τέτοιο δικαίωμα έχει παράλληλα και από μόνος του ο εκχωρητής.  Το ερώτημα απαντήθηκε με αναφορά στην Three Rivers DC vBank of England [1995] 4 All ER 312, όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα (αντιγράφουμε από τη Λουκά):

«Where there was an agreement to assign a legal chose, in equity the assignee became the owner and controller of the legal chose and was entitled to sue for the recovery of the chose, although as a matter of practice he was normally required by the court to join the assignor either as plaintiff or, if he refused to give his consent, as defendant. However (Staughton L.J. dissenting), where the assignor wished to sue and it was known that there had been an assignment the court required the assignee to be joined and would not permit the assignor to maintain the action in the absence of the assignee. The assignor was entitled to sue as trustee for the assignee if the assignee so wished, but in that event he was required to reveal his representative capacity . . ."

Σε ελεύθερη μετάφραση:

Όπου υπάρχει συμφωνία εκχώρησης νομικού δικαιώματος αγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας ο εκδοχέας καθίσταται ο δικαιούχος και ελέγχων του δικαιώματος αγωγής και δικαιούται να ενάγει με βάση το δικαίωμα αυτό, παρόλο ότι, ως θέμα πρακτικής, κανονικά θα απαιτηθεί από το Δικαστήριο να συνενώσει τον εκχωρητή είτε ως ενάγοντα είτε, εάν αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του, ως εναγόμενο. Εντούτοις, όπου ο εκχωρητής επιθυμεί να καταχωρήσει αγωγή, όπου είναι γνωστό ότι υπήρξε εκχώρηση, το Δικαστήριο ζητά όπως ο εκδοχέας συνενωθεί και δεν επιτρέπει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή στην απουσία του εκδοχέα. Ο εκχωρητής δικαιούται να ενάγει ως εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα εάν τούτο επιθυμεί ο εκδοχέας, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να αποκαλύπτει την εκπροσωπευτική του ιδιότητα ...»

Περαιτέρω στην Λουκά παρατηρούμε τα εξής:

Κατά το δίκαιο της επιείκειας εκτός αν η εκχώρηση ήταν απόλυτη και όχι μερική και εκτός αν αφορούσε αντικείμενο αγωγής αναγνωρισμένο όχι από το νόμο (legal choses in action) αλλά από το ίδιο το δίκαιο της επιείκειας (equitable choses in action), ο εκδοχέας δεν ενομιμοποιείτο να διεκδικήσει από την αγωγή δικαιώματα από την εκχώρηση, στο δικό του όνομα. Όφειλε να συνενώσει και τον εκχωρητή ως διάδικο. Τώρα, εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις του Νόμου, (Η εκχώρηση να είναι απόλυτη, να είναι έγγραφη και γι' αυτή να έχει δοθεί γραπτή ειδοποίηση στον οφειλέτη), ο εκδοχέας νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αγωγή στο όνομα του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα από την εκχώρηση χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή. Ο Αγγλικός νόμος δεν ισχύει, βέβαια, εδώ και είναι ορθό ότι στην Κύπρο η εκχώρηση διέπεται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. (Βλ. Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10 και Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392). Προσθέτουμε ότι και στην Αγγλία εξακολουθεί να ισχύει το δίκαιο της επιείκειας παράλληλα με τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος. Είναι θεμελιωμένο πως εκχώρηση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου μπορεί κάλλιστα να είναι έγκυρη κατά το δίκαιο της επιείκειας.»

57. Στρεφόμενος εκ νέου στο ζήτημα της εκχώρησης χωρίς να υπεισέρχομαι εις βάθος στην ουσία του ζητήματος φαίνεται να προκύπτει ως παραδεκτό ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν είχε γνώση της σύναψης της Συμφωνίας Πώλησης. Ακόμη και να γινόταν αποδεκτή η θέση της Καθ’ ης η Αίτηση, ότι επήλθε εκχώρηση μέρους των δικαιωμάτων της Αιτήτριας προς την Τράπεζα Κύπρου μετά την έκδοση της Απόφασης για τα όποια δικαιώματα θα αποκτούσε και παρεμβάλλω εκ νέου ότι δεν θα προβώ σε τελικό συμπέρασμα εύρημα επί τούτου ενόψει της εκκρεμοδικίας της πολιτικής αγωγής 912/2019, η Τράπεζα Κύπρου θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηρισθεί μόνο ως εκδοχέας στην βάση των αρχών της επιείκειας (equitable assignee), καθότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν είχε λάβει γνώση για την όποια εκχώρηση δικαιωμάτων. Όπως, όμως έχει νομολογηθεί το γεγονός ότι η Αιτήτρια ενδεχομένως να αποτελεί εκχωρητή ουδόλως επιδρά στην δυνατότητα της να προωθεί την παρούσα Αίτηση.

 

58. Στην απόφαση Parmalat Capital Finance Ltd & Ors v. Food Holdings Ltd & Anor (The Cayman Islands) [2008] UKPC 23, τον λόγο της οποίας υιοθετώ, αποφασίστηκε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου επέρχεται εκχώρηση βάσει των αρχών της επιείκειας, ένας εκχωρητής δύναται να προωθεί μια αίτηση εκκαθάρισης χωρίς την προσθήκη του εκδοχέα σε αυτή. Όταν ένα Δικαστήριο εκδικάζει ευρύτερα μια απαίτηση, για την οποία υπάρχει ισχυρισμός εκχώρησης του οφειλόμενου χρέους, οφείλει στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας να αποφανθεί και να λάβει μια απόφαση με την οποία καθορίζονται τα νομικά δικαιώματα όλων των μερών και άρα είναι για αυτό τον λόγο που απαιτείται να είναι διάδικοι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, έτσι ώστε να δεσμεύονται από το αποτέλεσμα της.

 

59. Σε αντιδιαστολή με τα πιο πάνω, όπως επεξηγείται στην Parmalat ανωτέρω, η έκδοση ενός διατάγματος εκκαθάρισης δεν επιφέρει τον τελικό καθορισμό των δικαιωμάτων των μερών αλλά απλούστατα αποτελεί το έναυσμα μιας  συλλογικής διαδικασίας, προς όφελος όλων των πιστωτών, και στην οποία θα καθοριστούν στο μέλλον μέσω της σχετικής διαδικασίας επαλήθευσης οφειλών, πού κείτονται αυτά τα συμφέροντα. Ειδικότερα στην εν λόγω απόφαση λέχθηκαν τα εξής:

[…]Food and Dairy were the contracting parties to the put agreements and had the right, as against PCFL, to demand payment. They retained both the legal title and the equity of redemption. In the opinion of the Board, the fact that they had assigned the debts by way of security to Norwest did not deprive them of the status of creditors.

 

7. Mr Moss QC, who appeared for the appellants, submitted that even if Food and Dairy were entitled to sue, the proceedings were not properly constituted because Norwest, as equitable assignee, should have been joined in the proceedings. He relied upon the analogy of an action to recover a debt, in which it is clear that an assignor seeking to recover an assigned debt must join the assignee: see Walters & Sullivan Ltd v J Murphy & Sons Ltd [1955] 2 QB 584 , 588. But the analogy is false. As P O Lawrence J explained in Re Steel Wing Company Ltd [1921] 1 Ch 349 , 357:

The main reason why an assignee of a part of a debt is required to join all parties interested in the debt in an action to recover the part assigned to him is in my opinion because the Court cannot adjudicate completely and finally without having such parties before it. The absence of such parties might result in the debtor being subjected to future actions in respect of the same debt and moreover might result in conflicting decisions being arrived at concerning such debt. In my opinion, however, this reasoning does not apply to a winding up petition. After a winding up order has been made the Court in all cases when it is necessary will investigate, adjudicate upon, and settle the petitioner's debt as well as the debts of the other creditors. In the case of an assignee of part of a debt the Court in adjudicating upon his claim can and will do so in the presence of the persons entitled to the remainder of the debt, and the rights of all parties interested in the debt will be completely and final settled once and for all.

 

8. In other words, a winding up order does not affect the legal rights of the creditors or the company. It only puts into effect a process of collective execution against the assets of the company, for the benefit of all creditors. In the course of that process, the rights of creditors may have to be determined. But such a determination is not necessary at the stage when the order is made. An equitable assignor therefore has a sufficient interest without joining the assignee.

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

60. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, απορρίπτω τον σχετικό ισχυρισμό ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα είτε στην έκταση που είτε αυτό στηρίζεται στην θέση ότι συνεπεία δόλου το Δικαστήριο πρέπει να αγνοήσει το εξ αποφάσεως χρέος είτε ότι υπήρξε μεταγενέστερα εκχώρηση με αποτέλεσμα η Τράπεζα Κύπρου να έπρεπε να είχε προστεθεί ως διάδικος στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης. Η Αιτήτρια συνεπώς φέρει την απαραίτητη νομιμοποίηση να προωθεί την παρούσα Αίτηση και δεν έχει παρουσιαστεί οποιοσδήποτε νομικά βάσιμος λόγος, που να δικαιολογεί την θέση ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποστερήσει από την Αιτήτρια την ιδιότητα της ως πιστωτής της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως αυτή προκύπτει δυνάμει της Απόφασης.

 

 

Προϋποθέσεις άρθρου 212(α) Περί Εταιρειών Νόμου

61. Στην υπό εξέταση περίπτωση, στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου και παρέμειναν αναντίλεκτα, στις 22/11/2018, επιδόθηκε στην Καθ' ης η Αίτηση εταιρεία, σχετική Απαίτηση Πληρωμής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 212(α) του Κεφ.113 στο εγγεγραμμένο γραφείο της (C. Phasarias (Autom. Center) Ltd v. Ετ. Σκυροποιίας "Λεωνίκ" Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1457). Η προθεσμία δε των 21 ημερών από την ως άνω επίδοση παρήλθε, χωρίς η Καθ' ης η Αίτηση να πληρώσει ή να ικανοποιήσει το σχετικό ποσό ή να προτείνει στην Αιτήτρια οποιοδήποτε τρόπο αποπληρωμής ή εξασφάλισης του ως άνω δυνάμει Δικαστικής απόφασης οφειλόμενου ποσού.

 

62. Συνακόλουθα, με δεδομένο πλέον ότι η Αιτήτρια εταιρεία αποτελεί πιστωτή της Καθ' ης η Αίτηση εταιρείας για ποσό που υπερβαίνει τα €5.000, με την τελευταία να διατηρεί το εγγεγραμμένο της γραφείο εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, φαίνεται ότι συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις για προώθηση της υπό συζήτηση αίτησης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, με την ικανοποίηση των προνοιών του άρθρου 212(α), η εταιρεία φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν «αμέλησε» να πληρώσει την απαίτηση του πιστωτή διότι έχει κατά τα άλλα μια ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση κάτι το οποίο θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

Ύπαρξη Έφεσης εναντίον της Απόφασης από την οποία δημιουργήθηκε το εξ αποφάσεως χρέος

63. Η Καθ΄ ης η Αίτηση επιχειρηματολογεί ότι ως αποτέλεσμα της καταχώρισης της Πολιτικής Έφεσης 310/2017 εναντίον της Απόφασης, που κατά την ίδια έχει καλές προοπτικές επιτυχίας το εξ αποφάσεως χρέος καθίσταται  αμφισβητήσιμο. Επιπλέον, με τις αγορεύσεις της η συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση καλεί το Δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους έφεσης και παραπέμπει σχετικά σε αποσπάσματα από το Αγγλικό σύγγραμμα Applications to wind up companies, 2nd Edition του Derek French που θεωρεί ότι υποστηρίζει την θέση της. Εντούτοις, επισημαίνω ότι το απόσπασμα στο οποίο έχω παραπεμφθεί, αναφέρεται ότι εκεί όπου έχει καταχωρηθεί έφεση, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί άδεια για καταχώριση της, τότε δεν θεωρείται ότι υπάρχει αμφισβήτηση του χρέους επί ουσιαστικών λόγων και στην υποσημείωση του συγγράμματος γίνεται παραπομπή στην Αγγλική απόφαση Amalgamated Properties of Rhodesia [1917] 2 Ch. 115. Ειδικότερα, στην απόφαση Amalgamated Properties αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

“25.  Analysis of the entitlement of an unpaid creditor to a winding-up order should begin with a general proposition, which, in In re Amalgamated Properties of Rhodesia (1913) Ltd [1917] 2 Ch 115 Sargant J articulated as follows, at p 121:

“the petitioners, as judgment creditors for this very large sum, are prima facie entitled ex debito justitiae to a winding up order, and it seems to me to be impossible to displace that prima facie position without the very strongest proof that the petition is being improperly made use of for some ulterior motive.”

In my judgment, therefore, the petitioners are entitled as a matter of right to a winding up order, and, if I were not to make it, I should practically be doing what Eve J. or the Court of Appeal ought to have been asked to do, if the respondents so desired namely, to stay execution on the judgment pending the appeal”. 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

64. Στη συνέχεια του αποσπάσματος από το σύγγραμμα του Derek French υπάρχει αναφορά στην Αγγλική πρακτική όπου το Δικαστήριο προβαίνει σε μελέτη της βασιμότητας των λόγων Έφεσης, στα πλαίσια εξέτασης του κατά πόσο η οφειλή τυγχάνει αμφισβήτησης. Παρεμβάλλω σε αυτό το σημείο ότι η σχετική αναφορά στο πιο πάνω σύγγραμμα και η σχετική προσέγγιση των Αγγλικών Δικαστηρίων φαίνεται να συναρτάται με το τι ισχύει σύμφωνα με τους Αγγλικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, που επιβάλλει σε διάδικους να αιτούνται την λήψη σχετικής άδειας, πριν την καταχώριση έφεσης και αφού το Δικαστήριο δώσει σχετική άδεια τότε και μόνο καθίσταται εφικτή η καταχώριση έφεσης.

 

65. Είμαι της άποψης ότι η ως άνω Αγγλική προσέγγιση δεν μπορεί να υιοθετηθεί στην παρούσα Αίτηση καθότι όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε νομική αρχή βάσει του Κυπριακού Δικαίου αλλά και προπάντων η προσέγγιση του Δικαστηρίου διαφοροποιείται δεδομένου ότι βάσει των δικών μας Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, δεν απαιτείται λήψη άδειας πριν την καταχώρισης έφεσης. Επιπλέον, στην πρόσφατη δεσμευτική απόφαση του Εφετείου Evelyn Bates ανωτέρω επαναλήφθηκε η προσέγγιση των Κυπριακών Δικαστηρίων επί του ζητήματος της ύπαρξης της Έφεσης και λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι η εφεσείουσα έχει καταχωρήσει έφεση εναντίον της δικαστικής απόφασης που επεδίκασε το εξ' αποφάσεως χρέος ή ότι έχει πρόθεση να καταχωρήσει αίτηση για αναστολή εκτέλεσης, δεν εξυπακούει από μόνο του ότι έχει ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση». 

 

66. Ως εκ τούτου, διαφωνώ ότι είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να εξετάσει το βάσιμο των λόγων έφεσης, έστω για τους περιορισμένους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ωσάν το  ίδιο να ενεργούσε έμμεσα με τον ίδιο τρόπο που θα ενεργούσε ένα δικαστήριο από το οποίο επιζητείται μια αναστολή εκτέλεσης απόφασης, κάτι το οποίο αποδοκιμάστηκε από το Αγγλικό Δικαστήριο στην απόφαση Amalgamated ανωτέρω. Ούτε το γεγονός ότι έχει παρέλθει το στάδιο της προδικασίας για την Πολιτική Έφεση 310/2017 επενεργεί κατά τρόπο ώστε να διαφοροποιείται με οποιοδήποτε τρόπο το υπό εξέταση ζήτημα.

 

67. Κατ’ ακολουθίαν, είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη θέση που προβάλλει η Καθ΄ ης η Αίτηση ότι η οφειλή τελεί υπό αμφισβήτηση επειδή εκκρεμεί η έφεση επί της Απόφασης θα πρέπει να απορριφθεί.  Εάν υπήρχε τέτοιος κανόνας τότε κάθε φορά που μία εταιρεία θα ήταν ανεπιτυχής πρωτόδικα θα μπορούσε να επικαλεστεί την ύπαρξη έφεσης και να προωθεί την θέση ότι αυτή είναι βάσιμη με σκοπό να αμφισβητήσει την εξ αποφάσεως οφειλή.

 

68. Το οφειλόμενο ποσό, ως ήδη αναφέρθηκε, προκύπτει από δικαστική απόφαση, η οποία ευρίσκεται σε ισχύ και είναι εκτελεστή.  Η ύπαρξη της έφεσης από μόνη της, ούτε αναστέλλει την δικαστική απόφαση αλλά ούτε καθιστά την απαίτηση μη εκκαθαρισμένη και η πρωτόδικη απόφαση παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή της από το Εφετείο (Παύλου v. Νικολάου, Πολιτική Έφεση 373/16, ημερ. 10/10/2010, Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 (ΓΑ.Α.Δ. 1978).  Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε  ορθά δικονομικά επιτρεπτό τρόπο μαρτυρία ότι η εκτέλεσή της Απόφασης έχει ανασταλεί, είτε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είτε από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Δεν παραβλέπω ότι στις αγορεύσεις της Αιτήτριας υπάρχει αναφορά στο γεγονός ότι εκδόθηκε μια απόφαση με την οποία διατάχθηκε αναστολή εκτέλεσης της Απόφασης, πλην όμως δεν υπήρξε συμμόρφωση από την Καθ’ ης η Αίτηση με τους όρους που έθεσε το Δικαστήριο χωρίς να επεξηγείται ποιοι είναι αυτοί οι όροι. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου της ανυπαρξίας οποιασδήποτε σχετικής μαρτυρίας που να παραθέτει πληροφορίες με αναφορά στην απόφαση αναστολής εκτέλεσης και στο περιεχόμενο της το εν λόγω ζήτημα δεν θα με απασχολήσει άλλο.

Ύπαρξη Ανταγωγής (Cross-Claim)

69. Ο επόμενος άξονας επιχειρηματολογίας της Καθ' ης η αίτηση στηρίζεται στην θέση ότι υπάρχει καλόπιστη υπεράσπιση που καθιστά το εξ αποφάσεως χρέος αμφισβητήσιμο διότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχει ανταγωγή (cross- claim) για ποσό που υπερβαίνει το εξ αποφάσεως χρέος των €172,000 πλέον τόκων επί του οποίου η Αιτήτρια απέστειλε την Απαίτηση Πληρωμής. Ειδικότερα, η Καθ΄ ης η Αίτηση αναφέρεται στην ύπαρξη της πολιτικής αγωγής με αριθμό 912/2019, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον της Αιτήτριας. Συγκεκριμένα, η Καθ’ ης η Αίτηση ισχυρίζεται ότι με την εν λόγω απαίτηση προωθείται η θέση ότι η Απόφαση είναι αποτέλεσμα δόλου (όπως εξηγήθηκε προηγουμένως) και καταχωρήθηκε σε κλίμακα €100,000 - €500,000 και άρα το Δικαστήριο πρέπει να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και να απορρίψει την παρούσα Αίτηση, αφού δύναται να επιδικαστούν στην εν λόγω υπόθεση αποζημιώσεις μέχρι το ως άνω ποσό με αποτέλεσμα να εκθεμελιώνεται η εξ αποφάσεως οφειλή. Όπως θα εξηγήσω στην συνέχεια η εν λόγω θέση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

70. Προς υποστήριξη της νομικής της θέσης, η Καθ’ ης η Αίτηση παραπέμπει εκ νέου σε αποσπάσματα από το σύγγραμμα Winding up (ανωτέρω). Αυτό που προκύπτει από την Αγγλική νομολογία και άλλα συγγράμματα, τα οποία το Δικαστήριο έχει μελετήσει, είναι ότι εκεί όπου φαίνεται να υπάρχει μια "γνήσια και σοβαρή” (genuine and serious)” ανταγωγή (cross claim)  προς όφελος της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας, το Δικαστήριο συνήθως δεν θα προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης εκτός αν υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις.

 

71. Η κύρια Αγγλική αυθεντία επί του θέματος είναι η απόφαση Re Bayoil SA [1999] 1 WLR 147. Στην Re Bayoil SA είχε εκδοθεί μια διαιτητική απόφαση εναντίον της καθ' ης η αίτηση εταιρείας η εκτέλεση της οποίας δεν τελούσε υπό αναστολή. Ακολούθησε επιστολή απαίτησης πληρωμής (statutory demand) εναντίον της εταιρείας με την οποία δεν συμμορφώθηκε με αποτέλεσμα να καταχωριστεί αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της. Η εκεί καθ' ης η αίτηση εταιρεία δεν αμφισβήτησε την έκδοση της διαιτητικής απόφασης εναντίον της, βάσει της οποίας αποστάλθηκε απαίτηση πληρωμής αλλά επιχειρηματολόγησε ότι είχε γνήσια και σοβαρή ανταγωγή (genuine and serious counterclaim) εναντίον του αιτητή για ποσό που υπερέβαινε το χρέος της. Το Αγγλικό Court of Appeal παραμέρισε κατ' έφεση το διάταγμα εκκαθάρισης που εξέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση της ανωτέρω αναφερόμενης πρακτικής αφού εξακρίβωσε την γνησιότητα της ανταγωγής. Σημειώνω ότι, σύμφωνα με την αγγλική νομολογία ακόμη και αν η οφειλή προκύπτει από ένα εξ αποφάσεως χρέος, το γεγονός αυτό δεν επαρκεί ώστε να δύναται το όλο ζήτημα να χαρακτηρισθεί ως μια εξαιρετική περίπτωση που να δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης.

 

72. Από τα όσα αναφέρονται στην απόφαση Re Bayoil SA (ανωτέρω) καθίσταται αντιληπτό ότι η ύπαρξη μιας γνήσιας ανταγωγής από την καθ’ ης η αίτηση εταιρεία διασυνδέεται με την ύπαρξη μιας καλόπιστης υπεράσπισης και αμφισβήτησης της οφειλής που φαίνεται να οφείλει η ίδια και επί της οποίας προωθείται η αίτηση εκκαθάρισης. Δεν έχω παραπεμφθεί σε οποιαδήποτε δεσμευτική απόφαση των Κυπριακών Δικαστηρίων όπου το ως άνω ζήτημα έχει ρητώς εξεταστεί.

 

73. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην ίδια την Re Bayoil SA (ανωτέρω) απόφαση το ίδιο το Αγγλικό Δικαστήριο εξέφρασε τις ανησυχίες του ως προς την ορθότητα μιας τέτοιας προσέγγισης, βάσει της οποίας το ζήτημα της ανταγωγής εξετάζεται στα πλαίσια καλόπιστης αμφισβήτησης της οφειλής,  εντούτοις θεώρησε ότι τα Αγγλικά Δικαστήρια όφειλαν να ακολουθήσουν το δεσμευτικό προηγούμενο προγενέστερων Αγγλικών αποφάσεων. Ειδικότερα, λέχθηκαν τα εξής:

 

‘From the terms in which Lord Denning MR and Harman LJ, in particular the latter, expressed themselves in Re Portman Provincial Cinemas, Ltd it seems that they assumed, perhaps wrongly, that the practice that had been adopted in disputed debt cases had also been adopted in cross-claim cases. Be that as it may, the actual decision in that case is clear authority for the proposition that the petition ought to be dismissed in cross-claim cases, except in special circumstances’.

 

74. Σε συμφωνία με τους ως άνω προβληματισμούς, έχω την πεποίθηση ότι το κατά πόσο υπάρχει ή όχι μια γνήσια ανταγωγή θα έπρεπε να τυγχάνει ανεξάρτητης εξέτασης από τυχόν ισχυρισμούς περί ύπαρξης μιας καλόπιστης αμφισβήτησης της οφειλής. Κατά την άποψή μου, η επίκληση από μια καθ’ ης η αίτηση  εταιρείας στην ύπαρξη μιας "γνήσιας και σοβαρής" ανταγωγής είναι μια εντελώς διακριτή βάση έγερσης ένστασης στην έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης από την κατάδειξη μιας καλόπιστης υπεράσπισής. Ειδικότερα, ένας τέτοιος ισχυρισμός περί ύπαρξης ανταγωγής ορθολογιστικά εξεταζόμενος εξ υπακούει τουλάχιστο σε κάποιο βαθμό ότι  η καθ’ ης η αίτηση αποδέχεται την ύπαρξη της οφειλής, πλην όμως ισχυρίζεται ότι υπάρχει ανταγωγή για ένα μεγαλύτερο ποσό, ώστε να μην δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης εκκαθάρισης.

 

75. Επιπλέον, είναι απόλυτα πιθανό ένας πιστωτής να μπορεί να καταδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την ύπαρξη μιας οφειλής, η οποία δεν αμφισβητείται καλόπιστα και όμως ταυτόχρονα η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία να είναι σε θέση να καταδείξει την ύπαρξη μιας γνήσια και ουσιαστικής ανταγωγής που υπερκαλύπτει την οφειλή. Στην απόφαση Χατζηγιάννης ν. C & J Kyprianou Promotions Ltd  (2010) 1 (B) Α.Α.Δ. 991 καταγράφονται, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

"Bona fide dispute over debt

We have already seen how, where there is a bona fide dispute as to the debt, the company cannot be said to have neglected to pay on a statutory demand. Coupled with this is a related general principle that a petition for winding up with a view to enforcing payment of a disputed debt is an abuse of the process of the court and should be dismissed with costs. Each case ultimately turns on its facts but the following points arise from the cases.

 

Where a debt is not disputed or the claim is substantial a creditor may present a petition with the object of forcing the company to pay. «Substantial» here means having substance. In such a case pursuit of the claim with personal hostility, even venom and an ulterior motive, do not constitute an abuse of the process of the court. Similarly where the company is proved by other means to be insolvent or where the dispute is as to amount only an order will be made.

 

To fall within the general principle the dispute must be bona fide in both a subjective and an objective sense. Thus it must be honestly believed to exist and must be based on substantial or reasonable grounds. "Substantial" means having substance and not frivolous and which the court should therefore ignore. There must be so much doubt and question about the liability to pay the debt that the court sees that there is a question to be decided. The onus is on the company "to bring forward a prima facie case which satisfies the court that there is something which ought to be tried either before the court itself or in an action, or by some other proceeding". In considering the matter the court will take into account the following factors: (1) the fact that the company has been given leave to defend an action begun by specially indorsed writ; (2) whether there is a set-off or counter-claim based on a substantial ground; (3) whether the company has lodged an appeal against the judgment debt on which the petition is based; (4) an allegation by the company that the judgment was obtained be fraud. However, none of these factors is conclusive."

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

76. Συνεπώς, παρά τους ως άνω προβληματισμούς μου σε σχέση με τον τρόπο που θα πρέπει να προσεγγίζεται το ζήτημα της ανταγωγής, δεσμεύομαι από τον λόγο της Χατζηγιάννη (ανωτέρω) και συνεπώς προχωρώ να εξετάσω το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι μιας γνήσιας ανταγωγής στα πλαίσια εξέτασης της ύπαρξης καλόπιστης αμφισβήτησης.

 

77. Αγγλική νομολογία μεταγενέστερη της Re Bayoil ανωτέρω, καθιστά σαφές ότι για να δύναται το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι η ανταγωγή είναι γνήσια και ουσιαστική πρέπει να τεθούν ενώπιον του συγκεκριμένα απτά στοιχεία ώστε να ικανοποιείται το αναγκαίο αποδεικτικό επίπεδο και δεν είναι επαρκές να προβάλλεται γενικά και αόριστα η ύπαρξη μιας ανταγωγής.

 

78. Το κατά πόσο η ανταγωγή είναι γνήσια και ουσιαστική εξετάζεται εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια που το Δικαστήριο θα εφάρμοζε για να εξέταζε την γνησιότητα της οφειλής στη βάση της οποίας καταχωρήθηκε η αίτηση εκκαθάρισης. Στην απόφαση Collier v P & MJ Wright (Holdings) Ltd [2007] EWCA (Civ) 1329, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“In my judgment, the requirements of substantiality or (if different) genuineness would not be met simply by showing that the dispute is arguable. There has to be something to suggest that the assertion is sustainable. The best evidence would be incontrovertible evidence to support the applicant's case, but this is rarely available. It would in general be enough if there were some evidence to support the applicant's version of the facts, such as a witness statement or a document, although it would be open to the court to reject that evidence if it was inherently implausible or if it was contradicted, or was not supported, by contemporaneous documentation…. But a mere assertion by the applicant that something had been said or happened would not generally be enough if those words or events were in dispute and material to the issue between the parties. There is in the result no material difference on disputed factual issues between real prospect of success and genuine triable issue.”

 

79. Πρέπει δηλαδή, να αποκαλύπτονται τέτοια γεγονότα και λεπτομέρειες, που θα δώσουν υπόσταση στους ισχυρισμούς της καθ΄ ης η αίτηση εταιρείας,  που να επιτρέπουν στο δικαστήριο να καταλήξει επί του θέματος της ύπαρξης μιας γνήσιας και ουσιώδης ανταγωγής διαφορετικά θα ήταν δυνατό σε σχεδόν κάθε αίτηση εκκαθάρισης να εγείρεται η ύπαρξη ανταγωγής με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αδρανοποίησης μιας αίτησης εκκαθάρισης, ακόμη περισσότερο σε περιπτώσεις όπου δεν καθορίζεται συγκεκριμένο χρηματικό ποσό αλλά αξιώνονται γενικά αποζημιώσεις.

 

80. Περαιτέρω, παραπέμπω ενδεικτικά σε  περιπτώσεις όπου η μαρτυρία, έστω και σε αυτό το πρωταρχικό στάδιο, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι στα πλαίσια εξέτασης της ύπαρξης ή μη μιας γνήσιας ανταγωγής δεν έχει προηγηθεί ούτε αποκάλυψη εγγράφων ούτε εξέταση μαρτύρων, εντούτοις κρίθηκε ότι η μαρτυρία ήταν ανεπαρκής: όπου το ύψος και υπολογισμός του ποσού της ανταγωγής ήταν ανυπόστατο, πλασματικό και ατεκμηρίωτο, όπου δεν υπήρχε οποιαδήποτε προσπάθεια έστω πρόχειρου υπολογισμού του ποσού της ανταγωγής ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι το εν λόγω ποσό θα ξεπερνούσε το ποσό της οφειλής, όταν υπήρχαν κενά στην μαρτυρία βάσει των οποίων τα συστατικά στοιχεία του κατ’ ισχυρισμού αγώγιμου δικαιώματος δεν πληρούνταν (Pan Interiors Limited [2005] EWHC 3241 at [51-53] , Re a Company [2013] EWHC 4291 (Ch) Micom v HTS Limited [2014] EWHC 4455 (Ch) at [3-10], [25] και Fenton Whelan Ltd v Swan Campden Hill Limited [2021] EWHC 2470).

 

 

81. Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας Αίτησης, το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι κατόπιν μελέτης του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της πολιτικής αγωγής 912/2019 (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση του κ. Γ. Μέσσιου ημερομηνίας 22/08/2022) το μόνο που αξιώνεται είναι δηλωτική απόφαση, με την οποία να ακυρώνεται η Απόφαση του επαρχιακού Δικαστήριο Λεμεσού στην Αγωγή λόγω του ότι αυτή εξασφαλίστηκε με δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις. Συνεπώς, η σχετική επιχειρηματολογία της συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση ότι αξιώνονται με την εν λόγω αγωγή αποζημιώσεις μέχρι €500,000 και άρα κατ΄ επέκταση ότι δύναται να επιδικασθούν προς όφελος της Καθ’ ης η Αίτηση αποζημιώσεις μεγαλύτερες από το εξ αποφάσεως χρέος (€172,000), αβίαστα χαρακτηρίζεται ως έκδηλα ατεκμηρίωτη και αβάσιμη για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ώστε να μην μπορεί να λεχθεί ότι καταδείχθηκε μια γνήσια και σοβαρή ανταγωγή, χωρίς να χρειάζεται να επεκταθώ για οτιδήποτε άλλο ως προς την επάρκεια των λεπτομερειών που παρατίθενται για την προώθηση της εν λόγω αξίωσης.

 

82. Καταληκτικά αναφέρω ότι οι ισχυρισμοί περί καταχρηστικής προώθησης της παρούσας Αίτησης ήδη εξετάστηκαν από το Δικαστήριο στα πλαίσια εκδίκασης της Αίτησης 22/08/2022. Το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 30/11/2022 δεν αποδέχθηκε τα ίδια επιχειρήματα που προβάλλονται από την Καθ’ ης η Αίτηση προς υποστήριξη της θέσης της ότι υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας και αλλότρια κίνητρα στην προώθηση της παρούσας και αλλότρια. Αν και η συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση αποδέχεται στις αγορεύσεις της ότι δεν εκδικάζεται εκ νέου η αίτηση παραμερισμού εντούτοις επαναφέρει την επιχειρηματολογία, περί ύπαρξης κατάχρησης, που προώθησε τότε και την διασυνδέει με το ζήτημα της νομιμοποίησης της Αιτήτριας να προωθεί την παρούσα, το οποίο έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας απόφασης και συνεπώς καμία κατάχρηση δεν υφίσταται. Σε κάθε περίπτωση δεν τέθηκε στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας Αίτησης οτιδήποτε που να διαφοροποιεί τα όσα εξέτασε το Δικαστήριο με την προγενέστερη ενδιάμεση απόφαση του και συνεπώς στην έκταση που με τις αγορεύσεις της η Καθ’ ης η Αίτηση προώθησε εκ νέου ζήτημα κατάχρησης εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση το δόγμα του δεδικασμένου (res judicata) αφού το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 30/11/2022, μόρφωσε και εξέφρασε τελική γνώμη με τρόπο καθοριστικό επί του ζητήματος της κατάχρησης και συνεπώς το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να ασχοληθεί και να αποφασίσει εκ νέου, επί της εν λόγω επιχειρηματολογίας η οποία και απορρίπτεται (Recnex Trading Limited κ.α. ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λίμιτεδ, Πολ. Εφ. 71/11 ημερ. 16/04/2014). Για σκοπούς πληρότητας επισημαίνω εκ νέου τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Evelyn ανωτέρω:

«Όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν καταδεικνύεται αλλότριος σκοπός της εφεσίβλητης στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης εκκαθάρισης, παρά την καταχώριση έφεσης στην απόφαση επί της αγωγής και πρόθεσης καταχώρισης από την εφεσείουσα, αίτησης αναστολής της εν λόγω απόφασης. Ούτε η θέση για δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις στην εφεσείουσα δεν καταδεικνύει αλλότριο σκοπό από πλευράς εφεσίβλητης. Θα προσθέταμε ότι ένα διάταγμα εκκαθάρισης, από την φύση του έχει καταλυτικές επιπτώσεις σε μια εταιρεία αφού στην ουσία διακόπτει την οικονομική της δραστηριότητα. Το γεγονός όμως αυτό δεν καταδεικνύει από μόνο του κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, χωρίς απόδειξη αλλότριου σκοπού από τον πιστωτή, που συνιστά αναγκαίο στοιχείο για την απόδειξη της κατάχρησης». 

83. Υπό το φως όλων όσων έχω αναφέρει, αποφαίνομαι ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 212 (α) του Κεφ.113 και η Καθ' ης η αίτηση δεν έχει παραθέσει καμία μαρτυρία, για να θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη του χρέους που θεμελιώνεται με την Απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση εφόσον έχουν επιβεβαιωθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 212 (α) του Νόμου, και δεν έχουν καταδειχθεί άλλοι λόγοι που να δικαιολογούν την μη έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης της εταιρείας, το Δικαστήριο δεν έχει διακριτική ευχέρεια και οφείλει να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης (δέστε Bitonic ανωτέρω). Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος εξέτασης των υπολοίπων ισχυρισμών περί φερεγγυότητας της Καθ’ ης η Αίτηση και που άπτονται της εφαρμογής των άρθρων 212(β) και (γ) του Κεφ. 113.

Κατάληξη

 

84. Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η Αίτηση επιτυγχάνει ως το αιτητικό «Α» αυτής και συνεπώς εκδίδεται Διάταγμα εκκαθάρισης της Καθ' ης η Αίτηση εταιρείας και ως εκκαθαριστής αυτής διορίζεται ο Επίσημος Παραλήπτης.  Η Αιτήτρια να αποστείλει αντίγραφο του παρόντος διατάγματος στον Έφορο Εταιρειών και να ακολουθηθούν τα όσα προνοούνται στο άρθρο 219 του Κεφ.113. Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ'  ης η Αίτηση εταιρείας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, τα οποία θα είναι πληρωτέα από την περιουσία της.

 

 

(Υπ.) ……………………………….

           Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο