ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2677/2023 (i-Justice)

Μεταξύ:

 

OUSAI PROPERTIES LTD

                                                      Ενάγουσα

 

-και-

 

1.    ΜΑ ΧΙN

2.    JIA HUAWEI

3.    Γεώργιου Κορωνίδη

4.    Αλεξάνδρου  Δασκαλάκη

                                                                                    Εναγόμενους

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 09/01/2024 για Προσωρινά Ενδιάμεσα Διατάγματα

 

Ημερομηνία06 Ιουνίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κ. Α. Νεοκλέους για Ν.Ε ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ Δ.Ε.Π.Ε

Για τους Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Φ. Αποστολίδης

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή

 

1.    Στις 21/12/2023 η Ενάγουσα («Αιτήτρια») καταχώρησε έντυπο απαίτησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους 7 των Νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας εναντίον των Εναγομένων («Καθ’ ων η Αίτηση»), που συνοδεύεται με έκθεση απαίτησης. Με την απαίτηση της η Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση αρνητικής αναγνωριστικής δήλωσης ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν δικαίωμα να ενεργούν ως η διαχειριστική επιτροπή της κοινόκτητης οικοδομής με την ονομασία «CROWN RESIDENCE» στην Λεμεσό. Επιπλέον αξιώνεται η έκδοση αριθμού απαγορευτικών διαταγμάτων με τα οποία να απαγορεύονται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 από του να ενεργούν ως διαχειριστική επιτροπή και όπως απαγορευθεί στον Καθ’ ου η Αίτηση 4 όπως να εισέρχεται και να ενεργεί ως διαχειριστής των κοινόκτητων χώρων.

 

2.    Στις 09/01/2024 η Αιτήτρια προώθησε την παρούσα μονομερή αίτηση ημερομηνίας (η «Αίτηση»), με την οποία αξίωσε την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος με το οποίο «να απαγορεύεται στους Καθ’ ων η Αίτηση να αναμειγνύονται καθ’ οιονδήποτε τρόπον στην διαχείριση των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων του συγκροτήματος CROWN RESIDENCE».

 

3.    Η αίτηση ορίστηκε για πρώτη φορά την 11/01/2024 για ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών. Κατά την εν λόγω ημερομηνία το Δικαστήριο επιλήφθηκε της Αίτησης και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια διέταξε όπως η Αίτηση καταστεί δια κλήσεως και όπως αυτή επιδοθεί στους Καθ’ ων η Αίτηση. Ως εκ τούτου, η Αίτηση ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών όπου και εμφανίστηκε δικηγόρος εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Αίτηση

 

4.    Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στο άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στα άρθρα 38ΚΒ και 38ΚΓ του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση Νόμο (Κεφ. 224), στους Πρότυπους Κανονισμούς για την ρύθμιση και διαχείριση Κοινόκτητων Οικοδομών Μέρος V άρθρο 14, στο Μέρος 3, Μέρος 23 και Μέρος 32 των Νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Την Αίτηση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση ημερομηνίας 09/01/2024 του κ. Δημήτρη Γέρου (η «Ε/Δ ΔΓ»), υπάλληλου της Αιτήτριας, το περιεχόμενο της οποίας θα συνοψίσω, καθότι παρέλκει η αναγκαιότητα αυτούσιας μεταφοράς και επανάληψης όλων των αναφορών στο πλαίσιο της παρούσας. 

 

5.    Στην Ε/Δ ΔΓ αναφέρεται ότι η Αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη εταιρεία στην Κυπριακή Δημοκρατία που ασχολείται με την αγορά, αξιοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας και πώλησης της σε αγοραστές. Η Αιτήτρια προχώρησε και ανέγειρε στην περιοχή Άγιος Αθανάσιος οικοδομικό συγκρότημα με την ονομασία CROWN RESIDENCE που αποτελείται από 14 επαύλεις και 5 πολυκατοικίες και κάποιων από αυτών δεν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή τους και επισυνάπτει σχετικό τίτλο ιδιοκτησίας. Μεταξύ των αγοραστών ήταν και ο σύζυγος της Εναγόμενης 1 και οι Εναγόμενοι 2 και 3 και επισυνάπτει σχετικό αγοραπωλητήριο έγγραφα. Ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια από τον Οκτώβριο 2022 ανέλαβε την διαχείριση του συγκροτήματος και ότι ειδικότερα ο ΔΓ ήταν υπεύθυνος για την διαχείριση των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων από τον Φεβρουάριο 2023 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2023. Τότε οι Εναγόμενοι 1-3 ενημέρωσαν όλους τους ενοίκους και αγοραστές στο ότι οι ίδιοι ανέλαβαν την διαχείριση και ότι όλα τα κοινόχρηστα θα καταβάλλονταν σε αυτούς. Στη συνέχεια διόρισαν τον Καθ’ ου η Αίτηση 4 υπεύθυνο για την διαχείριση του CROWN RESIDENCE. Στη συνέχεια αναφέρει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση άλλαξαν κλειδαριές στους κοινόχρηστους χώρους, επενέβησαν στην κεντρική είσοδο και επισυνάπτει σχετική ειδοποίηση (Τεκμήριο 4) που δημοσιοποίησαν. Όπως λαμβάνει νομική συμβουλή μέχρι την εγγραφή της κοινόκτητης οικοδομής στο Κτηματολόγιο, για να δύναται να καθοριστεί μετέπειτα η πρώτη διαχειριστική επιτροπή, την ευθύνη διαχείρισης των κοινόχρηστων χώρων έχει η Αιτήτρια.

 

6.    Αναφέρεται σε επιστολή ημερομηνίας 06/12/2023 που απέστειλαν οι δικηγόροι της Αιτήτριας προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 και σε επιστολή ηλεκτρονικού μηνύματος προς τον Καθ’ ου η Αίτηση 4 να παύσει να ενεργεί ως διαχειριστής του CROWN RESIDENCE. Ισχυρίζεται ακόμη ότι συνεχίζει να φροντίζει τους κοινόχρηστους χώρους και να έρχεται σε σύγκρουση με τον Καθ’ ου η Αίτηση 4 και επαναλαμβάνει τις θέσεις του περί αλλαγής κλειδαριών σε αποθήκες. Στις 04/01/2024 ισχυρίζεται ότι τον κυνήγησαν με σκοπό να του επιτεθούν ο σύζυγος της Καθ’ ης η Αίτηση 1 και ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 δια τον λόγο ότι συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντα του ως υπεύθυνος των κοινόχρηστων χώρων. Επιπλέον αναφέρεται σε ενέργειες των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι  προσπάθειες μεταβίβασης των λογαριασμών παροχών στο όνομα τους (ΑΗΚ και ΣΥΛ), που όμως σύμφωνα με την Ε/Δ ΔΓ δεν αναγνωρίζουν τους Καθ’ ων η Αίτηση καθότι το Crown Residence δεν έχει εγγραφεί στο Κτηματολόγιο ως κοινόκτητη οικοδομή, για να δύναται να διοριστεί η πρώτη διαχειριστική επιτροπή.

 

7.    Υποστηρίζει ότι έχει προκληθεί δυσλειτουργία στην διαχείριση του CROWN RESIDENCE που προκαλεί αρκετά προβλήματα με συνέπεια και άλλοι επενδυτές να δυσανασχετούν και συνεπώς για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρεί ότι πρέπει να εκδοθούν τα σχετικά διατάγματα για να διατηρηθεί η κατάσταση πραγμάτων ως είχε, δηλαδή να είναι υπεύθυνη η Αιτήτρια για την διαχείριση.

 

Ένσταση

8.    Οι Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρησαν την ένσταση τους στις 08/02/2024 και με αυτή προβάλλονται 12 συνολικά λόγοι ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Συνοπτικά αποδιδόμενοι, οι λόγοι ένστασης επικεντρώνονται κυρίως στο ότι: α) υπάρχει Εκλογή Διαχειριστικής Επιτροπής, β) ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 έχει το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης απασχόλησης δυνάμει του άρθρου 26 γ) δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, δ) η Αιτήτρια δεν προέβηκε σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των γεγονότων και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια ε) δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος για έκδοση του διατάγματος ενόψει του χρόνου που παρήλθε από 20/03/2023 ημερομηνία κατά την οποία συγκλήθηκε νόμιμα η Γενική Συνέλευση στ) η αίτηση είναι καταχρηστική διότι τυχόν έκδοση διατάγματος θα συνιστά εκδίκαση της ουσίας της αγωγής. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκες δηλώσεις του Καθ’ ου η Αίτηση 4 (η «Ε/Δ ΑΔ») και της Καθ΄ ης η Αίτηση 1 ήτοι της κας MA XIN«Ε/Δ ΜΑ»)

 

9.    Θα αναφερθώ πρώτα στο περιεχόμενο της Ε/Δ ΑΔ στην οποία ο ομνύοντας αναφέρει ότι είναι αυτοεργοδοτούμενος και ασχολείται με την διαχείριση και λειτουργία πολυκατοικιών  υπηρεσίες για τις οποίες πληρώνεται. Κατόπιν δικών του ενεργειών μετέβηκε με τα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής στην Τράπεζα Κύπρου και αφού παρουσίασαν τα απαιτούμενα έγγραφα ανοίχθηκε τραπεζικός λογαριασμός στο όνομα της Διαχειριστικής Επιτροπής αντίγραφο του οποίου επισυνάπτει. Επιπλέον, αναφέρεται σε επί μέρους εργασίες που κατά τον ίδιο χρειάζεται να ολοκληρωθούν στην κοινόκτητη οικοδομή (συρματόπλεγμα, φωτισμός, εγκαταστάσεις γυμναστικής και οι εξωτερικές πύλες του συγκροτήματος. Αναφέρει ότι ως αποτέλεσμα των ενεργειών του η Διαχειριστική Επιτροπή προχώρησε στην αλλαγή κλειδιών των κοινόχρηστων χώρων και του χώρου όπου βρίσκεται ο εξοπλισμός της πισίνας.

 

10. Αναφέρεται στο περιστατικό στις 04/01/2024 όπου η Καθ’ ης η Αίτηση 1 του τηλεφώνησε ενημερώνοντας τον ότι ο Δημήτρης Γέρος ζήτησε τα κλειδιά του εξοπλισμού της πισίνας. Αναφέρει ότι παρευρέθηκε σε συνάντηση με την Καθ’ ης η Αίτηση 1 και τον Δημήτρη Γέρο που διεξήχθη σε χαμηλούς τόνους και στην οποία δεν ήταν παρών ο σύζυγος της Καθ’ ης η Αίτηση 1, ο οποίος εξ όσων γνωρίζει απουσίαζε στο εξωτερικό. Συνεπώς, αρνείται όσα σχετικά επί του σημείου αναφέρονται στην Ε/Δ ΔΓ ότι δήθεν κυνήγησε τον ΔΓ για να του επιτεθεί. Έπειτα αναφέρει ότι αποχώρησε από τον χώρο.

 

11. Αναφορικά με την δεύτερη ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, δηλαδή την Ε/Δ ΜΑ, θα ασχοληθώ πρώτα με το θέμα του παράτυπου της ένορκης δήλωσης το οποίο εγείρεται με την γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας.  Είναι η θέση της πλευράς της Αιτήτριας ότι η εν λόγω ένορκη δήλωση δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από τη στιγμή που η ομνύουσα είναι Κινέζα υπήκοος, κάτι το οποίο είναι παραδεκτό μεταξύ των μερών και παρόλο που δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα, όπως με σαφήνεια εξάγεται από το περιεχόμενο της παραγράφου χωρίς αρίθμηση στο τέλος της ένορκης δήλωσης, εντούτοις η ένορκος δήλωση είναι συνταγμένη στα Ελληνικά. Ειδικότερα, στην εν λόγω παράγραφο αναφέρεται αυτολεξεί ότι «Η πιο πάνω Ένορκη Δήλωση που είναι διατυπωμένη στην Ελληνική Γλώσσα, Εγώ η MA XIN την έχω μεταφράσει με την βοήθεια του Google Translation στα Κινέζικα που είναι η μητρική μου γλώσσα και ως ορθή την υπογράφω ενώπιον του αρμόδιο υπαλλήλου».

 

12. Ο συνήγορος της Αιτήτριας με παρέπεμψε στην πολύ πρόσφατη απόφαση GANNA MAKOVETSKA-GRYNEVYCH v. SERGII GRYNEVYCH, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε57/2017, 4/10/2023 όπου εξετάστηκε παρόμοιας φύσεως ζήτημα και όπου κατ’ έφεση παραμερίστηκαν ενδιάμεσα διατάγματα. Στην εν λόγω απόφαση έτυχε εξέτασης το γεγονός ότι  η ενδιάμεση αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση στα Ελληνικά από πρόσωπο που δεν μιλούσε Ελληνικά, όπως δηλαδή και στην παρούσα. Ειδικότερα υπήρξε εκτενής παράθεση αποσπασμάτων αποφάσεων τα οποία επαναλαμβάνουν την διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση επί του ζητήματος και συνεπώς κρίνω χρήσιμο να τα παραθέσω καθότι επιδρούν καταλυτικά επί του ζητήματος:

«Είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, μία ένορκη δήλωση προσώπου θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή από τον ομνύοντα και αυτή να συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική καθώς, επίσης, και από σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή δια της οποίας να βεβαιώνεται το πιστό και αληθές της μετάφρασης. Κατά συνέπεια η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σε τέτοια περίπτωση περιλαμβάνει ουσιαστικά την κατάθεση τριών ενόρκων δηλώσεων (βλ. Annual Practice 1995, σελ. 683).

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772:

 «Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321).»

[…] 

Το ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Sangaralingam Krishnakanthan (2011) 1 Α.Α.Δ. 7 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:

 «Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλη την απουσία σχετικής πρόνοιας στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, η πρακτική που ακολουθείται και προδιαγράφεται στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και αναφέρομαι στο Annual Practice 1955, σελ. 683 δίδει κατεύθυνση προς τη σωστή διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί. Η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη  δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει τη γλώσσα δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. (Βλ. Φωτίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 783). 

[…] Αφήνω που μεθοδολογία, όπως η παρούσα, μπορεί να οδηγήσει και να ενισχύσει τη σκέψη ότι ένας ενόρκως δηλών, μπορεί θεωρητικά και να αποφύγει τις συνέπειες ενδεχόμενης διαδικασίας ψευδορκίας, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν του αποδόθηκε σωστά.»

 […]

Το ότι στην προκείμενη περίπτωση καταχωρήθηκε μια «ένορκη δήλωση μετάφρασης» από άτομο το οποίο δηλώνει ότι είναι σε θέση να μεταφράζει από την ελληνική στη ρωσική και αντίστροφα και ότι μετάφρασε στον Εφεσίβλητο προφορικά στη ρωσική γλώσσα την ένορκη δήλωση που αυτός καταχώρισε στην ελληνική πριν αυτός θέσει την υπογραφή του σε αυτή, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Δεν είναι χωρίς λόγο που η νομολογία σταθερά απαιτεί τη σύνταξη μιας ένορκης δήλωσης στη μητρική γλώσσα του ομνύοντα. Αν ήταν διαφορετικά, θα ήταν εύκολο να εγείρονται από ένα ομνύοντα που επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί από φερόμενη δήλωση του ζητήματα ως προς την ακρίβεια της μετάφρασης της ένορκης του δήλωσης τα οποία θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) θέτει το ζήτημα ακριβώς στη σωστή του διάσταση:

«Την πεποίθησή μου ότι δεν είναι ανεκτή ένορκη δήλωση σε γλώσσα μη καταληπτή στο δηλούντα, ενισχύει και η σκέψη ότι ο ενόρκως δηλών, στην περίπτωση που η ένορκή του δήλωση δεν είναι αληθής, μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της ψευδορκίας του, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δήλωσής του δεν αποδόθηκε σωστά. Με τον ίδιο τρόπο αποφεύγονται και οι συνέπειες της έλλειψης ακρίβειας της μετάφρασης από το μεταφραστή, όταν αυτός δεν βεβαιώνει ενόρκως την ακρίβεια της μετάφρασής του».

Είναι εμφανές από την πιο πάνω ανάλυση ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει τηρηθεί αυτή η διαδικασία η οποία έχει επιδοκιμαστεί από την πάγια νομολογία, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει και στοιχειοθετήσει την οριστικοποίηση των αιτούμενων Διαταγμάτων».

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

13. Ως αποτέλεσμα των ως άνω προκύπτει αβίαστα ότι η ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση 1 προφανώς πάσχει αφού αυτή είναι συνταγμένη στα Ελληνικά και η ίδια δεν ομιλεί την Ελληνική.  Αυτό, όμως, που ξενίζει ιδιαίτερα είναι τα όσα αναφέρθηκαν περί μετάφρασης του κειμένου μέσω Google Translate, δηλαδή ούτε καν από φυσικό πρόσωπο. Παρατηρώ ότι, δυστυχώς στα πλαίσια της ακρόασης προωθήθηκε μέσω σχετικής επιχειρηματολογίας από τον συνήγορο των Καθ’ ων η Αίτηση ότι το Δικαστήριο μπορούσε το ίδιο να ανατρέξει στην μηχανή Google Translate και να επιβεβαιώσει τα όσα αναφέρονται στην Ε/Δ ΜΑ και ότι ο τρόπος που παρατέθηκε η μαρτυρία ήταν διαδικαστικά και δικονομικά αποδεκτός, αν και είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί επί της απόφασης GANNA MAKOVETSKA-GRYNEVYCH ανωτέρω. Με κάθε σεβασμό προς τον συνήγορο της Αιτήτριας καμία τέτοια υποχρέωση έχει το Δικαστήριο να πράξει όπως ούτε και δύναται να αποδέχεται μεταφράσεις από λογισμικά ή μηχανές αναζητήσεις η χρήση των οποίων εγκυμονεί τους ίδιους κινδύνους που επισημάνθηκαν στην απόφαση GANNA MAKOVETSKA-GRYNEVYCH ανωτέρω και επιμελώς αποφεύγω να επεκταθώ περαιτέρω επί του εν λόγω ισχυρισμού. Απεναντίας, οι συνήγοροι σε κάθε υπόθεση οφείλουν να διασφαλίζουν ότι η μαρτυρία από διάδικους που δεν ομιλούν την Ελληνική γλώσσα τίθεται με τον ορθό δικονομικό τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου. Δηλαδή η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και έπειτα να ακολουθούνται τα όσα  πλέον προνοούνται και στο Μέρος 32 κ.22 των Νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με την υποχρέωση καταχώρισης ένορκης δήλωσης μετάφρασης της ένορκης δήλωσης που είναι συνταγμένη σε ξένη γλώσσα.

 

14. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η Ε/Δ ΜΑ που υποστηρίζει την ένσταση δεν συνιστά μαρτυρία για αυτό και το περιεχόμενο της δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.  Στα πλαίσια της ακρόασης ο συνήγορος της Αιτήτριας υποστήριξε ότι αν αποδεχθώ την θέση περί του παράτυπου της Ε/Δ ΜΑ, τότε πρέπει να αγνοήσω την ένσταση εξ ολοκλήρου και να εγκρίνω την Αίτηση. Απορρίπτω την εν λόγω εισήγηση καθότι όχι μόνο η Ε/Δ ΑΔ που υποστηρίζει την ένσταση είναι έγκυρη αλλά επιπλέον εκεί όπου οι λόγοι ένστασης δεν απαιτούν για σκοπούς τεκμηρίωσης  τους την προσκόμιση μαρτυρίας, παρά μόνο την παρουσίαση επιχειρηματολογίας, σαφώς και δύνανται να εξεταστούν. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο έχει το ίδιο υποχρέωση αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32. Επί του προκειμένου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία το δικαίωμα του συνηγόρου να αγορεύσει επί νομικών λόγων, ακόμη και στην απουσία καταχώρισης ένστασης, χωρίς όμως να μπορούν να ληφθούν υπόψη οποιαδήποτε γεγονότα επικαλείται μέσω αυτής (Papapetrou Bros Ltd v. Παπαπέτρου (2003) 1 Α.Α.Δ. 741).

 

Ακρόαση της Αίτησης

15. Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και αγόρευσαν προφορικά.

 

16. Επισημαίνω, ότι τα επιχειρήματα και όλη η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, αμφότερων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

17. Σημειώνεται ότι κατά την ακρόαση της Αίτησης, ο συνήγορος της Αιτήτριας, διευκρίνισε ότι η Αίτηση θα προωθηθεί μόνο εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3. Συνεπώς, η Αίτηση στην έκταση που αφορά τον Καθ’ ου η Αίτηση 4 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του και εναντίον της Αιτήτριας και θα αναφερθώ στο τέλος της παρούσας απόφασης για το ύψος τους.

 

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

Προϋποθέσεις έκδοσης ενδιάμεσων Διαταγμάτων

 

18. Το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) αποτελεί το δικαιοδοτικό άρθρο, σύμφωνα με το οποίο ενδιάμεσα απαγορευτικά (παρεμπίπτοντα, διηνεκή ή προστακτικά) διατάγματα, δύνανται να εκδοθούν όταν καταδεικνύεται ότι συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

I.  Υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.

ii.  Υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία.

iii. Εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

19. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις έχουν τύχει εκτενούς ανάλυσης και ερμηνείας στη νομολογία  (βλ. ενδεικτικά Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, Ιερά Μονή Κύκκου v. White Moon Services Ltd (2013) 1(Α) Α.  Α.Δ.354). Επίσης έχει λεχθεί ότι, η ενδιάμεση διαδικασία δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πρόωρη δίκη επί της ουσίας (βλ. Νικόλα v. Κεφάλα  κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ.1400 και Goody's Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ.1572). Είναι αντιληπτό ότι κάποια αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας, είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί κατά πόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32, χωρίς αυτό να ισοδυναμεί με τελεσίδικη κρίση επί των δικαιωμάτων των διαδίκων.

Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση

20. Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, εκείνο που εξετάζεται είναι κατά πόσον αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση και κάποια γνωστή στο νόμο αιτία αγωγής, η οποία, εάν επιτύχει, θα έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598). Όπως εξηγήθηκε στην κλασική υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and other (1982) 1 CLR 557, η πρώτη προϋπόθεση έχει την έννοια της αποκάλυψης μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων (δέστε και την πιο πρόσφατη ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. CYBARCO CONTRACTING LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E53/21, 10/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:A81). Δεν είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί η καταχώριση έκθεσης απαίτησης, αφού και οι ένορκες δηλώσεις μπορούν να αποτελέσουν το βάθρο για τη χορήγηση προσωρινής θεραπείας (American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R.504). Το επίπεδο απόδειξης για αυτή την προϋπόθεση δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό (Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Λοϊζίδου, Πολ. Έφ.Ε7/18, ημερ.21/03/2019).

 

Ορατή πιθανότητα επιτυχίας

 

21.  Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτό το οποίο απαιτείται, είναι να ικανοποιηθεί το δικαστήριο ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η δεύτερη προϋπόθεση, αφορά την εκτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του αιτητή, με βάση το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου (Κωνσταντίνου ν. Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Πολ. Έφ.10/20, ημερομηνίας 15/10/2020). Η έννοια αυτή απαιτεί κάτι περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Odysseos ανωτέρω).

 

22.  Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του (T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd ν Microsoft Corporation (2002) 1Γ ΑΑΔ 1802, 1809. Όπως έχει αναφερθεί στην Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ.253, η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία και πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια και όχι με γενικότητα σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα υπό την πιο πάνω έννοια. Η εν λόγω μαρτυρία εξάγεται από τις ένορκες δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων. Ο αιτητής σε τέτοιου είδους αιτήσεις έχει το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση με πιθανότητες επιτυχίας (Trafalgar Developments Ltd  κ.ά. ν. Uralchem Holdings P.L.G., Πολ. Έφ.331/17, ημερομηνίας 21/02/2019).

 

23. Το Δικαστήριο δεν απαιτείται, αλλά ούτε και πρέπει, να εξετάζει την ενώπιον του μαρτυρία και να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με συγκρουόμενα γεγονότα, που ενδεχομένως να αποβούν βλαπτικά για τα δικαιώματα των διαδίκων. Αυτό είναι που φυσικά θα πράξει στο τελικό στάδιο της υπόθεσης κατά την εκδίκαση της ουσίας. Στο αρχικό αυτό στάδιο πρέπει να περιοριστεί στη διαπίστωση ύπαρξης ή μη κάποιας προοπτικής επιτυχίας (Recnex Trading Ltd ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Α) Α.Α.Δ.866.

 

24. Στην απόφαση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» (ανωτέρω) το κριτήριο αυτό επεξηγήθηκε ως εξής: 

 

 «Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια».

 

 

 

 

Δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

25. Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, γενικά απαιτείται να διαφανεί ότι χωρίς την έκδοση διατάγματος, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον, υπό την έννοια ότι τυχόν αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία στην ίδια την αγωγή και επιβάλλεται μια σφαιρική αξιολόγηση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν τα δικαιώματα του αιτούντος (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Ltd (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ.2015). Η προϋπόθεση αυτή, έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία ως διαλαμβάνουσα μια ευρύτερη διάσταση, που αφορά στην «ευρύτερη προστασία των συμφερόντων του αιτούντος τη θεραπεία» και προς τούτο λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των σχετικών στοιχείων και μεταβλητών. Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας (M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd v Timberland Co. (1997) 1Γ AΑΔ 1791, 1799). Οι σχετικές αρχές έχουν συνοψιστεί πρόσφατα στην υπόθεση Αρκτίνος Εκδόσεις Λτδ (ανωτέρω):

 

«Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.

 

 

Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις».

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Ισοζύγιο της ευχέρειας

26. Το Δικαστήριο, αφού ελέγξει και καταλήξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, θα πρέπει ακολούθως να σταθμίσει κατά πόσον είναι δίκαιο και πρόσφορο, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του ή της οριστικοποίησης του, αναλόγως της περίπτωσης.

 

27. Με άλλα λόγια, έστω και εάν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον είναι ορθό, δίκαιο και πρέπον να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα και υπάρχει η δυνατότητα αλλά και η ευχέρεια να μην εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα εάν θεωρεί ότι η έκδοση του δεν θα είναι δίκαιη και πρόσφορη υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ. Αβερκίου ν. Θεο Κτηματική Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 222, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» ανωτέρω).

 

28. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι, οι παράγοντες που θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, κατά πόσον θα εκδώσει ή όχι τα αιτούμενα διατάγματα, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τις επιπτώσεις από την έκδοση ή μη των διαταγμάτων, τη συμπεριφορά των διαδίκων, τις τυχόν επιπτώσεις σε τρίτα πρόσωπα, το κατά πόσον με την έκδοση τους αποπερατώνεται ουσιαστικά και η ουσία της αγωγής (παράγοντας που έστω και εάν ισχύει δεν είναι απαγορευτικός για την έκδοση του διατάγματος), τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων (status quo) και το ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω.

 

29. Όπως υποδεικνύεται συναφώς με τα παραπάνω, προκύπτει ότι το Δικαστήριο οφείλει στο πλαίσιο εφαρμογής της εν λόγω αρχής «να ισοζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση του που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο ήταν εσφαλμένη».

 

 

 

 

 

Εφαρμογή Νομικών Αρχών στα Γεγονότα της Υπόθεσης

 

Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση

 

30. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω το κατά πόσο πληρείται η πρώτη προϋπόθεση  ότι δηλαδή υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση  αποκαλύπτεται στη βάση του καταχωρημένου δικογράφου και αφορά τη νομική θεμελίωση της αξίωσης του Ενάγοντα. Στην παρούσα υπόθεση έχει καταχωρηθεί έντυπο απαίτησης δυνάμει του Μέρους 7 που συνοδεύεται με Έκθεση Απαίτησης με την οποία προβάλλονται κάποιοι ισχυρισμοί και αξιώνονται σχετικές θεραπείες όπως αυτές αναπτύχθηκαν ήδη στην ενότητα της «Εισαγωγής». Όπως έχει ήδη επεξηγηθεί, η πρώτη προϋπόθεση έχει την έννοια της αποκάλυψης μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση την δύναμη των δικογράφων.

 

31. Στην παρούσα υπόθεση το τι αξιώνεται κατά κύριο λόγο με την Έκθεση Απαίτησης είναι μια αρνητική αναγνωριστική δήλωση αναφορικά με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1-3, ήτοι ότι δεν έχουν δικαίωμα να ενεργούν ως η Διαχειριστική Επιτροπή του Crown Residence και ένα παρεπόμενο απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εξαρτάται κατ' ουσίαν από την επιτυχία της αρνητικής αναγνωριστικής απόφασης. Έχω προβληματιστεί κατά πόσο πληρείται η υπό εξέταση πρώτη προϋπόθεση, δεδομένου ότι δεν διαφαίνεται να προωθείται από την Αιτήτρια οποιαδήποτε αναγνωρισμένη βάση αγωγής εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3, βάσει των όσων αναφέρονται είτε στην Έκθεση Απαίτησης ή στο περιεχόμενο της Ε/Δ ΔΓ. Εντούτοις, θα εξετάσω κατά πόσο το γεγονός ότι αξιώνεται η έκδοση αρνητικής αναγνωριστικής δήλωσης ως θεραπείας στην Έκθεση Απαίτησης δύναται να ικανοποιήσει την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32, αν και ουδείς από τους συνηγόρους με παρέπεμψε σε οτιδήποτε σχετικό επί του σημείου.

 

32. Προτού προχωρήσω κρίνω χρήσιμο να αναλύσω την εξουσία του Δικαστηρίου να παρέχει την θεραπεία της αναγνωριστικής δήλωσης/απόφασης («declaratory remedy»), η οποία πηγάζει από το Άρθρο 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Σημειώνω επίσης ότι σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στο Μέρος 16 κ.17(2) των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε δεσμευτικές δηλώσεις δικαιωμάτων είτε απαιτείται ή θα μπορούσε να απαιτηθεί παρεπόμενη θεραπεία είτε όχι.

 

33. Στην απόφαση CYPROMAN SERVICES LTD ν. ΜARTIN JOHN COWARD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 140/2012, 4/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A162 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Παρόμοια ζητήματα όπως στην παρούσα απασχόλησαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Andrenal Shipping Company Ltd κ.ά ν Compania Naviera Iris S.A. κ.ά, Πολιτική Έφεση αρ.49/2014, ημερ. 20.7.2016, το οποίο υιοθετώντας την Αγγλική προσέγγιση υπέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι:

 «Το έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση δηλωτικής θεραπείας θεμελιώνεται όταν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων πραγματική και υφιστάμενη διαφορά αναφορικά με την ύπαρξη ή την έκταση νομικού δικαιώματος. Δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει υφιστάμενο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγόμενου.»[3]

 

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

34. Στην απόφαση CYPROMAN SERVICES LTD  (ανωτέρω) λέχθηκαν και τα εξής σχετικά:

 

«H μετέπειτα της Gouriet νομολογία δεν θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση δηλωτικής θεραπείας τη διεκδίκηση δικαιώματος που ανήκει στον ενάγοντα.[4]  Αρκεί να υπάρχει πραγματική και υφιστάμενη διαφορά μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με την ύπαρξη ή έκταση νομικού δικαιώματος, αντικείμενο δικαστικής διαμάχης, το αποτέλεσμα της οποίας θα επηρεάσει το κάθε ένα από τα διάδικα μέρη».

 

35. Περαιτέρω, επισημαίνω ότι στην απόφαση Andrenal Shipping Company Ltd (ανωτέρω) γίνεται σαφής υιοθέτηση του λόγου της Αγγλικής Απόφασης Rolls-Royce plc v Unite the Union [2010] 1 W.L.R. 318, όπου έτυχαν ανασκόπησης οι αρχές που διέπουν την έκδοση δηλωτικών αποφάσεων ως εξής:

 119. The grant of a declaration is discretionary. The law has developed since the statement of principle by Lord Diplock in the leading case of Gouriet v Union of Post Office Workers [1978] AC 435, 501, where Lord Diplock stated:

"for the court to have jurisdiction to declare any legal right it must be one which is claimed by one of the parties as enforceable against an adverse party to the litigation, either as a subsisting right or as one which may come into existence in the future conditionally on the happening of an event."

[…]

120. For the purposes of the present case, I think that the principles in the cases can be summarised as follows.

(1) The power of the court to grant declaratory relief is discretionary.

(2) There must, in general, be a real and present dispute between the parties before the court as to the existence or extent of a legal right between them. However, the claimant does not need to have a present cause of action against the defendant.

(3) Each party must, in general, be affected by the court's determination of the issues concerning the legal right in question.

(4) The fact that the claimant is not a party to the relevant contract in respect of which a declaration is sought is not fatal to an application for a declaration, provided that it is directly affected by the issue; (in this respect the cases have undoubtedly "moved on" from Meadows ).

(5) The court will be prepared to give declaratory relief in respect of a "friendly action" or where there is an "academic question" if all parties so wish, even on "private law" issues. This may particularly be so if it is a "test case", or it may affect a significant number of other cases, and it is in the public interest to decide the issue concerned.

(6) However, the court must be satisfied that all sides of the argument will be fully and properly put. It must therefore ensure that all those affected are either before it or will have their arguments put before the court.”

(7) In all cases, assuming that the other tests are satisfied, the court must ask: is this the most effective way of resolving the issues raised? In answering that question it must consider the other options of resolving this issue.».    

36. Όπως έχει ήδη λεχθεί με την Έκθεση Απαίτησης αξιώνεται η έκδοση αρνητικής δηλωτικής απόφασης και όπως προκύπτει από την Αγγλική προσέγγιση επί του ζητήματος και παραπέμπω σχετικά στην Αγγλική απόφαση Millen v Karen Millen Fashions Ltd and another [2016] EWHC 2104 (Ch), σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται ελαφρώς διαφοροποιημένα και πιο αυστηρά κριτήρια:

“By reference to the judgment of Lord Woolf in Messier-Dowty Ltd. v. SABENA SA [2001] WLR 2040, and Pumfrey J (as he then was) in Nokia Corp. v. InterDigital Corp [2006] EWHC 802 (Pat) (approved on appeal at [2006] EWCA Civ 1618), the Judge identified the following three principles (quoting from Pumfrey J):

10 As has been seen, Lord Woolf said that an application for a negative declaration requires appropriate circumspection on the part of the court. In Nokia Corp v InterDigital Corp [2006] EWHC 802 (Pat) Pumfrey J said this:

" … A line of authority running from Guaranty Trust Company of New York v Hannay & Co [1915] 2 KB 536 through Messier-Dowty Ltd v. Sabena SA [2001] 1 All ER 275 , culminating in the judgment of Neuberger J in Financial Services Authority v Rourke (unreported) 19th October 2001, establishes three relevant principles:

i) The correct approach to the question of whether to grant negative declarations was one of discretion rather than jurisdiction.

ii) The use of negative declarations should be scrutinised and their use rejected where it would serve no useful purpose, but where such a declaration would help ensure that the aims of justice were achieved, the court should not be reluctant to grant a negative declaration.

iii) Before a court can properly make a negative declaration, the underlying issue must be sufficiently clearly defined to render it properly justiciable."

This seems to have been approved on appeal, [2006] EWCA Civ 1618[2007] FSR 23. The third principle was accepted by Arnold J in Actavis UK Ltd v Eli Lilly & Co [2016] EWHC 234 (Pat) , at [34]”.

(η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

37. Στην ίδια απόφαση σε άλλο σημείο αναφέρονται τα εξής:

“I think that the third principle also requires consideration of the scope of the relief. The Court has to be put in a position to make a decision, with clarity, across the whole scope of the relief, and the defendant to a claim for a negative declaration has to be able to understand and address it in its full scope.

38. Η προσέγγιση στην έκδοση αρνητικών δηλωτικών αποφάσεων ότι δηλαδή εκδίδονται σε εξαιρετικές περιστάσεις, ότι τέτοια αιτήματα προσεγγίζονται με μεγάλη περίσκεψη, υποβάλλονται σε ενδελεχή έρευνα και ότι πριν την έκδοση τους εξετάζεται η ωφελιμότητα τους έχει υιοθετηθεί και από την νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων (Gasto Shipping Company Ltd v. Mineag SQM (Africa) (Propietory) Limited κ.ά (1999) 1 Α.Α.Δ. 1634 και Adrenal ανωτέρω).

 

39. Έχοντας παραθέσει τις αρχές που διέπουν την έκδοση αρνητικών δηλωτικών αποφάσεων επανέρχομαι στα γεγονότα της παρούσας Αίτησης. Παρατηρώ ότι τόσο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Αιτήτριας όσο και της Έκθεσης Απαίτησης διαπνέεται από μια γενικότητα και αοριστία εκφράζοντας ισχυρισμούς υπό τύπο κατάληξης χωρίς να εκτίθενται γεγονότα με την αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με τις υποχρεώσεις και νομικά δικαιώματα που θεωρεί ότι έχει η Αιτήτρια να διαχειρίζεται τους κοινόκτητους χώρους του Crown Residences. Η εν λόγω θέση περί ύπαρξης δικαιώματος διαχείρισης διασυνδέεται γενικώς και αόριστα με την υποχρέωση αποπεράτωσης της οικοδομής, έκδοσης χωριστών τίτλων και εγγραφής της κοινόκτητης οικοδομής στο Κτηματολόγιο. Πέραν των πιο πάνω, το μόνο που αναφέρεται για να αμφισβητηθεί η δυνατότητα των Καθ’ ων η Αίτηση να λειτουργούν ως η Διαχειριστική Επιτροπή είναι ότι το Crown Residence δεν έχει εγγραφεί ως κοινόκτητη οικοδομή στο Κτηματολόγιο και άρα η Διαχειριστική Επιτροπή που φαίνεται να συστάθηκε (ως η ανακοίνωση της Διαχειριστικής Επιτροπής – Τεκμήριο 3) και των οποίων μέλη είναι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 είναι παράνομη, θέση που προωθήθηκε με παραπομπή στα άρθρα 38ΚΒ και 38ΚΓ του Κεφ.224, κάτι που όμως αναφέρθηκε αποκλειστικά στις αγορεύσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας και όχι δικογραφικά.

 

40. Κατόπιν μελέτης του συνόλου της προσκομισθείσας μαρτυρίας της Αιτήτριας αλλά και της Έκθεσης Απαίτησης της, αποφαίνομαι ότι για τους περιορισμένους σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας πέραν της καταγραφής των πιο πάνω, φαίνεται να απουσιάζει μια συγκεκριμένη, σαφής και ξεκάθαρη νομική βάση επίκλησης του όποιου δικαιώματος διαχείρισης των κοινόκτητων χώρων είτε για παράδειγμα συμβατικό είτε νομοθετικό, που ισχυρίζεται ότι έχει η Αιτήτρια. Πόσο μάλλον όταν αυτό το κατ’ ισχυρισμό δικαίωμα διαχείρισης συναρτάται και δύναται να επιδράσει επί ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 ως αγοραστές μονάδων στο Crown Residence (δέστε και τον ορισμό της λέξης κύριος ως το άρθρο 2 του Κεφ. 224 αλλά και το άρθρο 38Θ που αναφέρεται στο μερίδιο της κοινόκτητης οικοδομής που αντιστοιχεί σε κάθε κύριο μονάδας). Όπως συνάγεται από τα όσα αποφασίσθηκαν στην Αγγλική απόφαση The Mayor and Burgesses of the London Borough of Brent and another v Malvern Mews Tenants Association Ltd [2020] EWHC 1024 (Ch), τα οποία και υιοθετώ, εύλογα αναμένεται από ένα πρόσωπο που προωθεί την έκδοση δηλωτικής απόφασης σε σχέση με δικαιώματα επί περιουσίας (τους κοινόχρηστους χώρους στην προκειμένη) να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη του δικού του δικαιώματος σε αντιπαραβολή με αυτά των υπόλοιπων διαδίκων, για τα οποία δεν υπάρχει καμία αναφορά.

 

41. Τα ως άνω ζητήματα, εντείνονται περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με την μαρτυρία που η ίδια η Αιτήτρια προσκόμισε το συγκρότημα αποτελεί κοινόκτητη οικοδομή, καθότι αποτελείται από περισσότερες από 5 μονάδες, κάτι που σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 38Β του Κεφ. 224 ισχύει είτε η κοινόκτητη οικοδομή είναι εγγεγραμμένη ως τέτοια είτε όχι. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 38ΚΒ πρέπει να υπάρχει Διαχειριστική Επιτροπή που διαχειρίζεται τους κοινόχρηστους χώρους προς όφελος των ιδιοκτητών. Επιπλέον, σημειώνω ότι ούτε στην Έκθεση Απαίτησης ούτε στην Ε/Δ ΔΓ παρατίθενται λεπτομέρειες ή στοιχεία της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την σύσταση της εν λόγω αμφισβητούμενης Διαχειριστικής Επιτροπής και ενδεικτικά αναφέρομαι στο πότε συστάθηκε, τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτή την διαδικασία, την ιδιότητα τους, ούτε υπάρχουν αναφορές αν επηρεάζονται δικαιώματα είτε τρίτων προσώπων που δεν είναι διάδικοι είτε των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 ως αγοραστών μονάδων στην κοινόκτητη οικοδομή, δεδομένου ότι είναι οι ίδιοι που ενάγονται υπό την προσωπική τους ιδιότητα και όχι η όποια «παράτυπη» Διαχειριστική Επιτροπή. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον τρόπο σύνταξης των αιτούμενων θεραπειών στην Έκθεση Απαίτησης, καθίσταται αντιληπτό ότι τυχόν έκδοση της εν λόγω αρνητικής δηλωτικής απόφασης δεν συνεπάγει και την θεμελίωση δικαιώματος διαχείρισης προς όφελος της Αιτήτριας και συνεπώς εγείρονται και ερωτηματικά ως προς το πρακτικό όφελος από την έκδοση μιας τέτοιας αρνητικής δηλωτικής απόφασης.

 

42. Όλα τα πιο πάνω απολήγουν στην δημιουργία μιας κατάστασης, όπου κατά την κρίση μου, δεν φαίνεται να υπάρχει, πάντα για τους περιορισμένους σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας, επαρκής συγκεκριμενοποίηση και εξειδίκευση των γεγονότων και των νομικών δικαιωμάτων των μερών που συνθέτουν την υποκείμενη διαφορά. Κατ’ εφαρμογή των προϋποθέσεων έκδοσης μιας αρνητικής δηλωτικής απόφασης (δέστε παρ. 36 ανωτέρω) το Δικαστήριο δεν δύναται να προσδιορίσει με την αναγκαία σαφήνεια το εύρος της διαφοράς, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για να μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα που χρήζει δικαστικής επίλυσης, στα πλαίσια εξέτασης απαίτησης για έκδοση αρνητικής δηλωτικής απόφασης, ούτε και έχει καταδειχθεί με μαρτυρία οποιοδήποτε πρακτικό όφελος από την τυχόν έκδοση της εν λόγω αρνητικής δηλωτικής απόφασης. Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ ότι η Αιτήτρια δεν έχει ικανοποιήσει στον βαθμό που απαιτείται, ότι υπάρχει μια συζητήσιμη υπόθεση ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.

 

43. Ενόψει της κατάληξης μου σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων προϋποθέσεων του άρθρου 32 αλλά και οποιονδήποτε άλλων λόγων ένστασης εντούτοις θα προβώ σε κάποια επιπλέον επί μέρους σχόλια. Στην απόφαση ΜΥΛΩΝΑΣ ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε176/2019, 10/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A519, λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα εξής:

 

«Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ισοζύγιο στις ευχέρειας ή το ισοζύγιο των αναγκών στις υπόθεσης. Το ισοζύγιο στις ευχέρειας εξετάζεται αφού πρώτα εξεταστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 και εφόσον αυτές ικανοποιούνται.  Στη Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980,1988,  αναφέρθηκε ότι, από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει συζητήσιμο θέμα, περιττεύει η εξέταση των άλλων κριτηρίων και είναι αχρείαστος ο προβληματισμός για το πού κλίνει το ισοζύγιο ευχέρειας. Ακόμα πως θα ήταν αντιφατικό να µην υφίσταται η προϋπόθεση αυτή και να εξετάζεται θέμα προοπτικής επιτυχίας ή τα άλλα θέματα που συνάπτονται µε το ζήτημα. Στη Σταυράκης κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας, Πολ. Εφ. Αρ. Ε68/2013, ημερ. 24.3.2015, αναφέρθηκε ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τηρείτο η Τρίτη προϋπόθεση, το θέμα θα έπρεπε να είχε λήξει εκεί, χωρίς να παρίστατο ανάγκη να επικαλεστεί τη διακριτική του ευχέρεια για τη µη έκδοση του διατάγματος.  Στο σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, «Διατάγματα Injunctions», 2016, σελ.142, με παραπομπή στις πιο πάνω αποφάσεις συνοψίζεται ότι δεν τίθεται θέμα εξέτασης του ισοζυγίου ευχέρειας αν δεν πληρούνται τα τρία κριτήρια του άρθρου 32.»

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου

 

44. Παρά τα πιο πάνω, για σκοπούς πληρότητας αναφέρω ότι ακόμη και αν η κατάληξη μου σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση είναι λανθασμένη, θα απέρριπτα την παρούσα Αίτηση και για τον λόγο ότι δεν πληρείται ούτε η τρίτη προϋπόθεση. Στην προκειμένη υπόθεση, δεδομένου ότι η φύση των αιτούμενων θεραπειών της απαίτησης είναι δηλωτική, δεν εγείρεται ζήτημα χρηματικής αποζημίωσης. Εντούτοις δεν παύει από το να υπάρχει ανάγκη να καταδεικνύεται και να εξειδικεύεται η κατ' ισχυρισμό ανεπανόρθωτη ζημιά που ενδεχομένως να υποστεί η Αιτήτρια σε περίπτωση μη χορήγησης της συγκεκριμένης θεραπείας.

 

45. Ειδικότερα, ο συνήγορος της Αιτήτριας με παρέπεμψε σε ισχυρισμούς περί δυσλειτουργίας της κοινόκτητης οικοδομής και περί λήψης παραπόνων από άλλους επενδυτές του έργου οι οποίοι δυσανασχετούν , οι οποίοι όμως ισχυρισμοί χαρακτηρίζονται από πλήρη γενικότητα και αοριστία (Εκδόσεις «Αρκτινός» ανωτέρω). Η απουσία προσκόμισης συγκεκριμένης και θετικής μαρτυρίας που να υποστηρίζει τα ως άνω είναι καταλυτική, για σκοπούς της παρούσας προϋπόθεσης, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να μην έχει ικανοποιήσει και εξειδικεύσει στον απαιτούμενο βαθμό την ισχυριζόμενη  ανεπανόρθωτη ζημιά που θα υποστεί εάν δεν εκδοθούν τα ενδιάμεσα διατάγματα σε αυτό το στάδιο (Aνδρέου Aντώνης ν. Colossos Signs Ltd (Aρ. 2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 626) και γιατί θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

46. Επιπλέον, τα όσα προωθούνται προς υποστήριξη της εν λόγω προϋπόθεσης μέσω των αγορεύσεων του συνηγόρου της Αιτήτριας και ειδικότερα ότι η Αιτήτρια ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου είναι πλήρως εκτεθειμένη έναντι τρίτων για οτιδήποτε συμβεί στους κοινόκτητους χώρους, ή ότι έχει πληγεί η αξιοπιστία και η φήμη της, ή ότι η Αιτήτρια αποτελεί μια σοβαρή εταιρεία που ασχολείται με τον κατασκευαστικό τομέα, δεν μπορούν να επιδράσουν με οποιοδήποτε τρόπο εφόσον δεν υποστηρίζονται από σχετική μαρτυρία μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση και ούτε και δύναται να εισαχθεί κάτι τέτοιο με τις αγορεύσεις του συνηγόρου (El Fath Co For International Trade S.A.E v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1ΑΑΔ 1255). Σε κάθε περίπτωση, κρίνω ότι τα ως άνω, βάσει της προσκομισθείσας μαρτυρίας, αποτελούν υποθετικά ή ακαδημαϊκά ζητήματα και είναι ενδεικτική η αναφορά στις αγορεύσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας «… εφόσον δεν εγκρίνει την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ουσιαστικά θα συνηγορήσει στην συνέχιση της παρανομίας και σε περίπτωση που ανακύψει οτιδήποτε ανά πάσα στιγμή θα παραμείνουν εκτεθειμένοι απέναντι σε τρίτους…». Όπως είναι νομολογημένο τα Δικαστήρια δεν επιλύουν ακαδημαϊκά ή υποθετικά ζητήματα (Delincyp Company Ltd v. First Ukranian Development Ltd, Πολ. Έφ. 264/2012, ημερομηνίας. 14/03/2018), ECLI:CY:AD:2018:A115,Αναφορικά με την αίτηση της Sittika Abbas, Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2019, απόφαση ημερομηνίας 04/02/2021), ECLI:CY:AD:2021:A34.

 

Κατάληξη

 

68.Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αίτηση απορρίπτεται. Αναφορικά με τα έξοδα της παρούσας Aίτησης παρατηρώ ότι μόνο η πλευρά της Αιτήτριας συμμορφώθηκε με τα όσα προνοούνται στο Μέρος 39 κ.9 η οποία και υπέβαλε σχετικό κατάλογο εξόδων. Βάσει των όσων προνοούνται στο Μέρος 39 αποτελεί καθήκον των διαδίκων και των δικηγόρων τους να υποβοηθούν το Δικαστήριο στην πραγματοποίηση συνοπτικού υπολογισμού εξόδων σε οποιαδήποτε ακρόαση που διήρκησε λιγότερο από 6 ώρες, όπως η παρούσα, υποβάλλοντας σχετικό κατάλογο εξόδων δύο ημέρες πριν την ακρόαση, κάτι το οποίο συνυπολογίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων. Είχα επίσης εξετάσει το ενδεχόμενο να μην επιδίκαζα δικηγορικά έξοδα υπέρ οποιουδήποτε από τους Καθ’ ων η Αίτηση, δεδομένης της μη συμμόρφωσης τους με τα όσα προνοεί το Μέρος 39 κ.9 (R (Kuznetsov) v London Borough of Camden [2019] EWHC 3910 (Admin).

 

69.Επίσης, λαμβάνω υπόψη το γεγονός ότι οι Νέοι Διαδικαστικοί Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας έχουν εισαγάγει μια εντελώς καινούρια φιλοσοφία στον τρόπο προώθησης των πολιτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου και της προσέγγισης του Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδίκαση και τον υπολογισμό των εξόδων. Συνεπώς, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια έχω αποφασίσει να επιδικάσω κατόπιν συνοπτικού υπολογισμού δικηγορικά έξοδα ύψους €1,000 πλέον Φ.Π.Α, υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση 4 και εναντίον της Αιτήτριας, για τον οποίο η Αίτηση εν τέλει δεν προωθήθηκε και απορρίφθηκε, τα οποία θα είναι πληρωτέα εντός 14 ημερών από σήμερα. Αν και υπό άλλες συνθήκες θα ήμουν διατεθειμένος να επιδικάσω συνοπτικά μέρος των εξόδων υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3, ένεκα του παράτυπου της Ε/Δ ΜΑ που οδήγησε στην απόρριψη της αλλά και συνυπολογίζοντας τους ευρύτερους λόγους απόρριψης της παρούσας Αίτησης συμπεριλαμβανομένου της ιδιαίτερης φύσης της απαίτησης, κρίνω ορθότερο όπως μεταξύ των Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 και της Αιτήτριας η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………….

      Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο