ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 5181/13

Μεταξύ:

Νεόφυτου Ματσούκα

Ενάγοντα

-και-

Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας

Εναγόμενης

Ημερομηνία:                                                  30η Απριλίου 2024

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα:                                                     Λ. Χ”Λοΐζου

Για την Εναγόμενη (Κυπριακή Δημοκρατία):        Μ. Αναστασίου

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων ηλεκτρονικά κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Με την Αγωγή του ο Ενάγων παραπονείται ότι η Εναγόμενη Κυπριακή Δημοκρατία δεν απέτρεψε, ως όφειλε, την καταστροφή των φυτειών που εκείνος διατηρεί στο Ζακάκι της Λεμεσού, κατόπιν καταρρακτωδών βροχών στις 8 και 9 Νοεμβρίου του έτους 2012 και ότι δεν τον αποζημίωσε για την καταστροφή τούτη. Η Εναγόμενη αρνείται το σύνολο των αιτιάσεων του Ενάγοντα και προτάσσει τόσο τυπικούς όσο και ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους η απαίτησή του θα πρέπει ν’ απορριφθεί.

Τα δικόγραφα είναι το θεμέλιο της δίκης[1] και τα συνοψίζω αμέσως πιο κάτω για σκοπούς πληρότητας, χωρίς ν’ αποτελεί οτιδήποτε, προς το παρόν εύρημά μου:

Με το Κλητήριο Ένταλμά του, ο Ενάγων, ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη είχε αρμοδιότητα, καθήκον και ευθύνη για τη συντήρηση μεγάλου χάνδακα για τη συλλογή βροχόνερων και την εκβολή τους στην αλυκή ή στο σύστημα άντλησης υδάτων, του οποίου επίσης είχε την ευθύνη χρήσης και λειτουργίας. Στις 8 και 9 Νοεμβρίου του 2012, κατόπιν καταρρακτωδών βροχών, εισήλθαν μεγάλες ποσότητες νερού στο κτήμα του Ενάγοντα που περιλαμβάνει 5 θερμοκήπια, με αποτέλεσμα αυτά να πλημμυρίσουν και οι φυτείες να ξηραθούν λόγω ασφυξίας των ριζών, αφού παρέμειναν για πολλές μέρες σε νερό και έπειτα σε λάσπη. Βάσει των λεπτομερειών που παρέθεσε ο Ενάγοντας, η αμέλεια της Εναγόμενης, ουσιαστικά συνίσταται στο ότι παρέλειψε ν’ αποτρέψει την εισροή νερού στην περιουσία του, να διατηρεί τον χάνδακα ανοιχτό και καθαρό από μπάζα, ακαθαρσίες και φυσική βλάστηση, να θέσει εγκαίρως σε λειτουργία το σύστημα άντλησης νερού και ν’ απομακρύνει εγκαίρως τα όμβρια ύδατα από την περιοχή και από το κτήμα του. Ένεκα της πιο πάνω αμέλειας της Εναγόμενης, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημιές συνολικού ύψους €84,522 τις οποίες εξειδικεύει για έκαστο εκ των επηρεαζόμενων θερμοκηπίων του και άλλων φυτών που καλλιεργούσε, καθώς και για τα έξοδα εκτίμησης των εν λόγω ζημιών.

Η Εναγόμενη, στην Υπεράσπισή της, ήγειρε εξ αρχής προδικαστική ένσταση στηριζόμενη σε κατ’ ισχυρισμό κώλυμα του Ενάγοντα να προωθεί την Αγωγή, επειδή Ενάγων και Εναγόμενη, στο πλαίσιο προηγούμενης δικαστικής διαδικασίας, κατέστησαν ως κανόνα Δικαστηρίου ότι ο πρώτος δεν θα έγειρε νέα Αγωγή για διεκδίκηση αποζημιώσεων από τη δεύτερη, μέχρι ολοκλήρωσης του νέου συστήματος άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής, πράγμα που δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι και τότε. Με δεύτερη προδικαστική ένσταση, η Εναγόμενη προώθησε ότι η Αγωγή είναι ενοχλητική, καταχρηστική και πρόωρη. Πέραν τούτων, η Εναγόμενη αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένου και του ισχυρισμού ότι έφερε την ευθύνη για τον έλεγχο και τη χρήση του συστήματος άντλησης ομβρίων υδάτων στην περιοχή. Προώθησε επίσης ότι το σύστημα αποχέτευσης στην επίδικη περιοχή λειτουργεί κανονικά και σε περιόδους υψηλής βροχόπτωσης ενισχύεται από δύο επιπλέον αντλίες, αλλά, ως φαίνεται, η βροχόπτωση κατά τις επίδικες ημερομηνίες ήταν πέραν της αναμενόμενης και εν όψει του ότι το κτήμα του Ενάγοντα είναι χαμηλότερα από την τριγύρω περιοχή και τη επιφάνεια της θάλασσας δεν μπορούν να υπάρξουν έργα ομαλής απορροής των νερών. Καταλογίζει δε και ευθύνη στον ίδιο τον Ενάγοντα ο οποίος δεν έλαβε μέτρα για να αποτρέψει ή να μετριάσει τη ζημιά του και στην κακή συντήρηση και επίβλεψη των θερμοκηπίων του, αλλά παράλληλα αποδίδει και την πρόκληση ζημιάς σε απρόβλεπτη θεομηνία, οι συνέπειες της οποίας δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν ή ν’ αποτραπούν. Όσο για τις ζημιές που εξέθεσε ο Ενάγοντας, η Εναγόμενη τις αρνείται και ισχυρίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση αυτές είναι υπερβολικές και διογκωμένες.

Απαντώντας στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης, ο Ενάγοντας, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της και πρόσθεσε ότι η Εναγόμενη είχε κατασκευάσει το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων πριν τον Οκτώβριο με Νοέμβριο του 2012 και συγκεκριμένα ότι περί το έτος 2008 με 2009 η Εναγόμενη τοποθέτησε δύο επιπρόσθετες υδραντλίες στην περιοχή οι οποίες όμως δεν ήταν ικανοποιητικές για να λύσουν το πρόβλημα. Επίσης, μετά την ημέρα που έγινε ο επίδικος κανόνας Δικαστηρίου, η Εναγόμενη τοποθέτησε σωλήνα τεσσάρων ιντσών και την ένωσε με τον κυκλοφοριακό κόμβο του Λιμανιού Λεμεσού, ούτως ώστε τα όμβρια ύδατα να εισέρχονται στο κανάλι να κατευθύνονται με αυτή προς τη θάλασσα. Πέραν των πιο πάνω ο Ενάγων ανέφερε αφενός ότι η Εναγόμενη είχε την ευθύνη για σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής και αφετέρου ότι ο κανόνας Δικαστηρίου στην προηγούμενη Αγωγή δεν σημαίνει ότι εκείνος δεν θα δικαιούτο εφ’ όρου ζωής ν’ απαιτήσει αποζημιώσεις για ζημιές που θα προκαλούνται από υπαιτιότητα της Εναγόμενης.

Στην υπόθεση κατέθεσαν πέντε μάρτυρες – τρεις για την πλευρά του Ενάγοντα, δηλαδή ο ίδιος, ο Λέανδρος Χριστοφίδης («ΜΕ1») και ο Θεοδόσης Φωτίου («ΜΕ2») και δύο, δηλαδή ο Αναστάσης Αντωνίου («ΜΥ1») και ο Θράσος Αφάμης («ΜΥ2»), για την Εναγόμενη. Η μαρτυρία όλων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά και δεν θα την επαναλάβω αυτολεξεί. Τη συνοψίζω εδώ ως ακολούθως:

Ο Ενάγοντας, ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, κατέθεσε γραπτή δήλωση κατά πιστή ακολουθία των δικογράφων του. Πρόσθεσε ότι αντιλήφθηκε τις ζημιές όταν, το πρωί της 9.11.12, πήγε στα θερμοκήπια και βρήκε όλη την περιοχή «λίμνη». Υποστήριξε ότι ο ίδιος συντηρούσε και επέβλεπε τα θερμοκήπιά του και δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε για να μετριάσει τη ζημιά του και ν’ αποτρέψει τη ροή των νερών. Η Εναγόμενη είχε την ευθύνη να λάβει όλα τα μέτρα. Επίσης ότι η ζημιά που υπέστη ήταν μετά από βροχόπτωση που συμβαίνει κάθε χρόνο και λόγω της αμέλειας της Εναγόμενης, να αποτρέψει τέτοιες ζημιές. Τα έργα που, κατά τον Ενάγοντα, έκανε η Εναγόμενη ολοκληρώνοντας το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων, δεν ήταν επαρκή. Κατά την κυρίως εξέτασή του ο Ενάγων καταχώρισε σετ φωτογραφιών που έλαβε ο ίδιος ως Τεκμήριο 1, επιστολή του τμήματος Δημοσίων Έργων ημερομηνίας 24.7.13 ως Τεκμήριο 2, επιστολή του Ενάγοντα προς Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ημερομηνίας 21.3.13 ως Τεκμήριο 3, επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος προς το Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων ημερομηνίας 19.7.13 ως Τεκμήριο 4 και επιστολή του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων προς τον Ενάγοντα ημερομηνίας 17.10.13 ως Τεκμήριο 5. Επεξηγώντας το φωτογραφικό υλικό που προσκόμισε στο Δικαστήριο υπέδειξε σημεία τα οποία, ως ισχυρίστηκε, μπαζώθηκαν με την ανοχή του Δήμου, των Δημοσίων Έργων και της Αστυνομίας και άλλα σημεία όπου η βλάστηση ήταν προχωρημένη. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η κατάσταση που απεικονίζεται στις φωτογραφίες «μια ζωή έτσι ήταν» και ότι υπήρχε μπάζωμα και μπροστά από τις αντλίες των Δημοσίων Έργων έτσι ώστε δεν υπήρχε τρόπος να πηγαίνει το νερό σε αυτές. Σε σχέση με το χρόνο που έλαβε το φωτογραφικό υλικό, δηλαδή τον Αύγουστο του 2013, ανέφερε ότι από τον Νοέμβριο που έγιναν οι ζημιές μέχρι τότε, η δε βλάστηση είχε μεγαλώσει, αλλά το μπάζωμα προϋπήρχε. Επεξήγησε επίσης τις ενέργειες της Εναγόμενης τις οποίες θεωρεί ότι συνιστούν το νέο σύστημα άντλησης των ομβρίων υδάτων.

Αντεξεταζόμενος αρνήθηκε ότι το πλάτος του καναλιού ήταν ανέκαθεν το ίδιο και επανέλαβε ότι έγινε μπάζωμα, ότι έχει μάρτυρες «τη μισή Λεμεσό» και ότι το κανάλι ξεκινούσε από το τέλος της ασφάλτου, όπως απεικονίζεται στις φωτογραφίες που κατέθεσε. Σε υποβολή ότι το κανάλι καθαριζόταν τακτικά ο Ενάγων ανέφερε ότι τις λάσπες και τα καλάμια τα μπάζωναν στις άκρες του καναλιού και ότι μέχρι και το 2008 το κανάλι δεν ήταν μπαζωμένο. Ερωτηθείς αναφορικά με το λόγο που πλημμύρισε το κτήμα του το έτος 2003, αφού το μπάζωμα άρχισε κατά τον ίδιο το 2008, ο Ενάγων απέδωσε την τότε πλημμύρα στο κλείσιμο υπονόμου που κατεύθυνε τα όμβρια ύδατα προς τη θάλασσα και την εκτροπή, τουλάχιστον του μισού, προς κάποια αλυκή. Όμως, κατά τον Ενάγοντα, λόγω κακής κατασκευής, τα νερά ήρθαν προς το μέρος του και πλημμύρισε και το 2003 και το 2004, και το 2005.

Αναφορικά με το ύψος των ζημιών του, παρέπεμψε στο γεωπόνο του. Δεν θυμόταν πότε ήρθε κάποιος να δει τη ζημιά που έπαθε μετά που ειδοποίησε τις αρχές για την πλημμύρα.

Σε υποβολή ότι το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων παραδόθηκε το 2019, ο Ενάγων ανέφερε ότι δεν ήξερε αν παραδόθηκε και αν παραδόθηκε θα ήθελε να διαμαρτυρηθεί γιατί το έργο κόστισε 20 εκατομμύρια και δεν επιλύθηκε το πρόβλημα επειδή ακόμα πλημμυρίζει. Επέμεινε ότι στο παρακείμενο αντλιοστάσιο υπήρχαν 4 αντλίες και όχι 2, αλλά δεν ήξερε ακριβώς πότε αυτές τοποθετήθηκαν. Αναφορικά με την προηγούμενη Aγωγή στο πλαίσιο της οποίας έγινε κανόνας Δικαστηρίου, ο Ενάγων ισχυρίστηκε ότι πρώτη φορά έβλεπε την απόφαση και ότι ο δικηγόρος του απλώς του είπε ότι θα πάρει κάποια χρήματα. Λόγω οικονομικών πιέσεων, όπως ανέφερε, δέχθηκε τη διευθέτηση της προηγούμενης Αγωγής με τον κανόνα Δικαστηρίου. Αρνήθηκε ότι τα καλάμια που υπάρχουν εντός του καναλιού δεν εμποδίζουν το νερό από το ρέει ελεύθερα στο κανάλι, ενώ ανέφερε ότι ήταν χειρότερη η κατάσταση του καναλιού το Νοέμβριο από τον Αύγουστο. Έπειτα ισχυρίστηκε ότι το νέο σύστημα εμπεριείχε την τοποθέτηση νέας αντλίας και νέους σωλήνες, πράγμα που έγινε. Πρόσθεσε ότι μετά τη δίκη του 2007 πρόσθεσαν αντλίες και επειδή μέχρι το 2010 – 2011 δεν υπήρξε πλημμύρα το κανάλι ήταν καθαρό. Μετέπειτα αποδέχθηκε ότι η εταιρεία Cybarco το 2017 τον ρώτησε την άποψή του όταν ήρθε στο σημείο και ο ίδιος της ανέφερε ότι το κανάλι μπαζώνεται. Τέλος ανέφερε ότι δεν γνώριζε πότε ξεκίνησε το έργο κατασκευής του νέου συστήματος άντλησης ομβρίων.

Κατά την αντεξέτασή του Ενάγοντος κατατέθηκαν επίσης ως Τεκμήρια επιστολή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων προς τον Ενάγοντα, ημερομηνίας 13.6.13 ως Τεκμήριο 6, επιστολή του Ενάγοντα προς το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων ημερομηνίας 19.7.13 ως Τεκμήριο 7, αντίγραφο του Κλητηρίου Εντάλματος στην Αγωγή 3864/2003 μεταξύ του Ενάγοντα, του Εναγόμενου και του Δήμου Λεμεσού ως Τεκμήριο 8 και αντίγραφο της Απόφασης Δικαστηρίου και του Κανόνος Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Αγωγής 3864/2003, ημερομηνίας 12.2.2007 ως Τεκμήριο 9.

Ο Λέανδρος Χριστοφίδης («ΜΕ1») είναι γεωπόνος και πρώην ανώτερος λειτουργός στο Τμήμα Γεωργίας. Διατηρεί πλέον ιδιωτική εταιρεία και μεταξύ άλλων εκπονεί μελέτες βιωσιμότητας και ασχολείται με συστήματα άρδευσης. Για τα προσόντα του κατέθεσε το Τεκμήριο 10. Γνώρισε τον Ενάγοντα όταν διατελούσε λειτουργός στο Τμήμα Γεωργίας. Σχετικά με την υπόθεση ετοίμασε σχετική έκθεση εκτίμησης ζημιάς, την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 11 και έλαβε αριθμό φωτογραφιών τις οποίες κατέθεσε ως Τεκμήρια 12, 13, 14 και 15, αντίστοιχα αν και κάποιες εκ των οποίων περιλαμβάνονταν ήδη στο Τεκμήριο 11. Ανέφερε ότι τις φωτογραφίες που παρουσίασε τις έβγαλε ο ίδιος και δείχνουν πως ήταν τα φυτά πριν και μετά την πλημμύρα. Μπορούν επίσης ανέφερε να δείξουν και το ύψος της παραγωγής. Διευκρίνισε ότι η εκτίμησή του είναι εμπειρική, βασισμένη στην μακρόχρονη πείρα του και σε μετρήσεις του παρελθόντος. Κατά την εκτίμηση της απώλειας εισοδήματος, η τιμή ανά κιλό προϊόντος στην οποία κατέληξε ανέφερε ότι έλαβε υπόψη και πιθανή μελλοντική μείωση των τιμών για να είναι πιο αντικειμενικός και τις σχετικές μέσες τιμές τις έλαβε από τιμολόγια του παραγωγού και από πληροφόρηση που είχε από τη χονδρική αγορά. Συνυπολόγισε επίσης και, όταν αυτό ήταν εφικτό αναλόγως του σταδίου εξέλιξης των φυτών, τις όποιες εν εξελίξει ταξιανθίες και το βάρος των καρπών, αφαίρεσε από την απώλεια προϊόντα που ο Ενάγοντας εν τέλει πώλησε. Ανέφερε επίσης ότι τα φυτά επειδή διατηρήθηκαν λόγω της πλημμύρας σε υγρασία έπαθαν αποπληξία και επέδρασαν πάνω τους ασθένειες. Έλαβε επίσης φωτογραφίες και από τις αντλίες νερού πλησίον του κυκλικού κόμβου του λιμανιού. Τις φωτογραφίες τις έλαβε, αρχικά ανέφερε περί τον Μάρτιο με Απρίλιο του 2013 εκτός από εκείνη του Τεκμηρίου 15 την οποία έλαβε πρόσφατα σε σχέση με τη μαρτυρία του. Εξήρε τις τεχνικές και συστήματα που χρησιμοποιεί ο Ενάγων, τον οποίο χαρακτήρισε ως προοδευτικό παραγωγό, και οι ζημιές της πλημμύρας έγιναν λόγω των κακών κατασκευών.

Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε ότι η απόδοση της πλημμύρας σε κακοτεχνίες των αρμόδιων κυβερνητικών τμημάτων ήταν αποδεκτό από προηγούμενη εκτίμηση, κατά την οποία ο Ενάγων αποζημιώθηκε και δεν χρειάζεται κάποια ειδικότητα για να διαπιστωθεί ότι τα νερά όδευαν προς τον ανήφορο και δεν έφευγαν από την περιοχή. Επεξήγησε, εκ νέου, την μέθοδο με την οποία κατέληξε στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11 και ανέφερε ότι επισκέφθηκε τα θερμοκήπια του Ενάγοντα αμέσως μετά την πλημμύρα. Διαφώνησε ότι τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τιμών θα έπρεπε να είναι εκείνα της στατιστικής υπηρεσίας, αν και αναγνώρισε ότι τα χρησιμοποιεί το κράτος. Δεν είναι αποδεκτό πρόσθεσε να χρησιμοποιούνται για σκοπούς εκτίμησης, παρά μόνο για κρατικές ενισχύσεις.

            Ο Θεοδόσης Φωτίου («ΜΕ2») είναι πρώην επιστάτης του Τμήματος Δημοσίων Έργων στη Λεμεσό, όπου και εργαζόταν μεταξύ των ετών 1983 και 2009. Γνώρισε τον Ενάγοντα όταν πήγαινε ν’ αντλήσει νερό από το φρεάτιο στο νέο λιμάνι Λεμεσού. Έκτοτε κλήθηκε να πάει αρκετές φορές γι’ αυτό το σκοπό, παίρνοντας στο μέρος επιπλέον αντλίες. Θυμόταν ότι το πρόβλημα προκαλείτο από το ότι να νερά κατέβαιναν από τη Λεμεσό προς τον κυκλικό κόμβο και γινόταν υπερχείλιση και ότι τα μπάζα και τα καλάμια δεν επέτρεπαν στο νερό να έχει ροή. Περί το 2007 ή 2008 τοποθετήθηκαν επιπλέον δύο αντλίες αλλά δεν θυμάται να έγινε οτιδήποτε άλλο προς απάβλυνση του προβλήματος. Βλέποντας φωτογραφίες ανέφερε ότι όταν εκείνος εργαζόταν δεν υπήρχε μπάζωμα στον ποταμό, ούτε κάγκελα, ούτε εμπορευματοκιβώτια.

            Αντεξεταζόμενος και όταν του υποδείχθηκαν τα ημερολόγια ενεργείας που τον αφορούσαν, δηλαδή τα Τεκμήρια 16, 17, 18 και 19Α, 19Β και 19Γ, δέχθηκε ότι για έτη 2006, 2007 και 2008 που αφορούσαν ημερολόγια εργασίας, δεν πήγε να εργαστεί στο σημείο πέραν μιας φοράς κατά την οποία δεν ασχολήθηκε με το αντλιοστάσιο. Είναι πιθανό, ανέφερε επίσης, τα γεγονότα που περιέγραψε κατά τη κυρίως εξέτασή του, να τα πρόσεξε περί τα έτη 2004 ή 2005. Διευκρίνισε επίσης ότι δεν γνώριζε εάν οι αντλίες που πρόσεξε να τοποθετήθηκαν περί τα έτη 2007 με 2008 ήταν μόνιμες ή κινητές και ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στην τοποθέτησή τους. Εν τέλει, διευκρίνισε ότι δεν ήταν βέβαιος ούτε αναφορικά με το σημείο που αρχικώς υπέδειξε ότι έγινε μπάζωμα αλλά και επιβεβαίωσε ότι δεν έγινε μπάζωμα στο σημείο που φαίνεται στη φωτογραφία 2 του Τεκμηρίου 1. Τέλος ανέφερε ότι η πληροφόρηση που έλαβε από τρίτους αναφορικά με μπάζωμα του καναλιού για σκοπούς δημιουργίας χώρου στάθμευσης, ήταν ότι τούτο γινόταν πριν από το 2006.

             Ο Αναστάσης Αντωνίου («ΜΥ1») είναι γεωπόνος και εργάζεται στο Τμήμα Γεωργίας από το 2011. Ασχολείται με τον υπολογισμό ζημιών από θεομηνίες και άλλες αιτίες όπως από αναπτυξιακά έργα και άλλες. Το Νοέμβριο του 2012, ανέφερε, ο Ενάγων δεν ενημέρωσε την υπηρεσία του ότι υπέστη ζημιά λόγω πλημμύρας. Γι’ αυτό το λόγο δεν διενεργήθηκε επιτόπιος οπτικός έλεγχος κατά τον ουσιώδη χρόνο και δεν υπάρχει οποιαδήποτε απόδειξη ότι υπέστη την ισχυριζόμενη ζημιά. Εξήγησε επίσης ότι, προκειμένου να εξεταστεί αίτημα για κάλυψη ζημιάς από δυσμενή κλιματικά φαινόμενα, υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία, κατά την οποία διενεργείται επιτόπιος έλεγχος. Σε περίπτωση που δεν διαπιστωθεί ολική καταστροφή γίνεται και δεύτερος έλεγχος και τρίτος προς διαπίστωση του μεγέθους. Καταγράφεται η συνολική έκταση της φυτείας και η επηρεαζόμενη, το στάδιο στο οποίο βρίσκονται τα φυτά και το ποσοστό ζημιάς. Ως προς τον τρόπο υπολογισμού της ζημιάς, υπέδειξε ότι αυτός γίνεται με πολλαπλασιασμό της πληγείσας έκτασης επί του ποσοστού ζημιάς επί της καθαρής προσόδου, η οποία με τη σειρά της υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό της μέσης παραγωγής επί της μέσης τιμής πώλησης βάσει των στοιχείων της στατιστικής υπηρεσίας. Αναφορικά με τη μαρτυρία του ΜΕ2, σχολίασε ότι είναι πράγματι σημαντική η εμπειρία στον υπολογισμό, αλλά, όπως υπέδειξε, όχι για να υπολογιστεί υποθετική παραγωγή. Υπάρχουν προς τούτο αστάθμητοι παράγοντες που δεν επιτρέπουν μελλοντικές προβλέψεις, ενώ δεν μπορεί κάποιος, εν όψει των αστάθμητων τούτων παραγόντων, να υπολογίσει πόσες ταξιανθίες θα κάνει το φυτό, το μέγεθος και το βάρος του καρπού. Εν πάση περιπτώσει, ανέφερε ο ΜΥ1, ο ΜΕ2 δεν παρουσίασε οποιαδήποτε στοιχεία, όπως τα τιμολόγια. Το τμήμα Γεωργίας εφαρμόζει το Εθνικό Πλαίσιο Χορήγησης Κρατικών Ενισχύσεων, Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ και στοιχεία Στατιστικής Υπηρεσίας. Κατά τον ΜΥ1, στην καλύτερη περίπτωση έστω και να αποδεικνύετο ότι έγινε ζημιά και ότι τα θερμοκήπια ήταν πράγματι φυτεμένα ως αναφέρθηκε από τον Ενάγοντα, οι ζημιές δεν μπορούν να υπερβούν τις €32,231 πλέον €303 για τις ελιές. Αναγνώρισε συναφώς το Τεκμήριο προς αναγνώριση 7 ως Τεκμήριο 20, δηλαδή τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για υπολογισμό και επεξήγησε το λόγο που επιλέγηκαν συγκεκριμένες σελίδες προς κατάθεση. Το έντυπο που αναφέρει ο ΜΕ2 στην έκθεσή του σελ. 5 Τεκμηρίου 11, δεν περιέχει στοιχεία που χρησιμοποιούνται για υπολογισμό ζημιάς.

Η δικηγόρος του Ενάγοντα του υπέβαλε εν τέλει ότι τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο ΜΕ2 χρησιμοποιούνται για σκοπούς ετοιμασίας μελετών βιωσιμότητας και ο ΜΥ1 απάντησε ότι μόνο γι’ αυτό χρησιμοποιούνται. Επεξήγησε ότι για την ετοιμασία των υπολογισμών του βασίστηκε στην συγκομισθείσα εσοδεία επειδή αυτή είναι κάτι που έγινε και ότι δεν πρόκειται περί πρόβλεψης, όπως η αναμενόμενη παραγωγή. Μελετώντας δε το τεκμήριο 12 επεξήγησε ότι δεν παρατηρεί από τη φωτογραφία να φαίνεται ότι το φυτό άρχισε να υποφέρει από οτιδήποτε. Επίσης, ότι από τη στιγμή που συγκομίσθηκε καρπός δεν θα μπορούσε το φυτό να ήταν στην πρώτη ταξιανθία. Ως προς την τελευταία φωτογραφία δεν φαίνεται υγρασία. Μόνο ένα νεαρό φυτό, νεκρό. Υπέδειξε ανακολουθία στις φωτογραφίες τεκμήρια 12 και 13, που δεν επιτρέπει εξαγωγή συμπερασμάτων ότι πρόκειται για το ίδιο φυτό. Του υποβλήθηκε, επίσης κατά την αντεξέτασή του, ότι χρησιμοποίησε λανθασμένη κατηγορία για το φασολάκι και ότι το έκανε επίτηδες για να μειώσει την τιμή, αλλά ο ΜΥ1 απάντησε ότι εκείνη είναι η ορθή ποικιλία, αλλά και ότι σε κάθε περίπτωση η κατηγορία που χρησιμοποίησε ήταν πιο ακριβή, δηλαδή από θέμα αξίας, από εκείνη που ισχυρίστηκε η πλευρά του Ενάγοντα. Σε περαιτέρω υποβολή ότι η αναμενόμενη παραγωγή του Ενάγοντα για αγγουράκι ήταν 4,4 τόνοι, ο ΜΥ1 απάντησε ότι δεν έχει οτιδήποτε ενώπιον του που να δικαιολογεί την προσδοκία. Δεν έφερε οτιδήποτε ο Ενάγοντας, είπε ο ΜΥ1, που ν’ αποδεικνύουν την παραγωγή. Ως προς το δικό του υπολογισμό του επίσης ότι χρησιμοποίησε τυχαίο δείγμα, και σ’ αυτό ο ΜΥ1 ανέφερε ότι πρόκειται περί μέσων τιμών από μεγάλους και μικρούς παραγωγούς.

Τελευταίος μάρτυρας ήταν ο Θράσος Αφάμης («ΜΥ2»), πολιτικός μηχανικός, ο οποίος εργάζεται, από το 1990, στο Τμήμα Δημοσίων Έργων. Στην κύρια εξέτασή του ανέδειξε ότι ανέκαθεν το κτήμα του Ενάγοντος ήταν σε χαμηλότερο σημείο από την τριγύρω περιοχή με τον Ενάγοντα ν’ αντιμετωπίζει ανέκαθεν προβλήματα απορροής των ομβρίων υδάτων αλλά να μη λαμβάνει μέτρα. Ανέφερε επίσης ότι η Εναγόμενη ευθυνόταν μόνο για το σύστημα της δεξαμενής και του αντλιοστασίου και επεξήγησε πως εκείνο λειτουργούσε και όχι για το σύστημα άντλησης ομβρίων, το οποίο αφορά το Δήμο Λεμεσού και το ΣΑΛΑ. Ως προς τις σωλήνες που τοποθετήθηκαν στο τότε υφιστάμενο σύστημα, αυτό έγινε το 2006 με τη διάνοιξη τρυπών και όχι το 2007. Σχολιάζοντας την κατάσταση του καναλιού και προσκομίζοντας σχετικές αεροφωτογραφίες, ο ΜΥ2 ανέφερε ότι δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε επίχωση ούτε μπάζωμα, ενώ ο χώρος που αναφέρθηκε από τον Ενάγοντα ως χώρος που, κατόπιν μπαζώματος, έγινε χώρος στάθμευσης, ουδέποτε αποτελούσε μέρος του καναλιού. Υποστήριξε επίσης ότι το κανάλι καθαρίζεται και η ύπαρξη φυτών δεν εμποδίζει τη ροή του νερού και η όποια συσσώρευση νερού πιθανόν να προέρχεται από το δευτερεύον οδικό δίκτυο και όχι από το επίδικο αυλάκι. Για τα πιο πάνω ο ΜΥ2 κατέθεσε τα Τεκμήρια 21 – 28 και 31. Ως προς το ζήτημα του νέου συστήματος διαχείρισης όμβριων κατέθεσε τα Τεκμήρια 29, 30 και 32 – 34, αναφέροντας ότι έγινε ηλεκτρονική προκήρυξη προσφορών, λήφθηκε σχετική απόφαση ανάθεσης και η κατασκευή του νέου συστήματος ξεκίνησε το 2017 και ολοκληρώθηκε το 2019.

Ο ΜΥ2 αντεξετάστηκε εκτενώς. Του υποβλήθηκαν σωρεία θέσεων από τη συνήγορο του Ενάγοντος, όπως σχετικά με τη δυνατότητα άντλησης υδάτων του συστήματος της περιοχής, με τον υδροφόρο ορίζοντα, με την, κατ’ ισχυρισμό αδυναμία του συστήματος να αποτρέψει την υπερχείλιση του αυλακιού και την πλημύρα του κτήματος του Ενάγοντα, καθώς και με την κατ’ ισχυρισμό ευθύνη της Εναγόμενης να προστατεύσει το κτήμα του Ενάγοντα ακόμα και θέσει έγκαιρα το σύστημα άντλησης σε λειτουργία. Ο ΜΥ2 ανέφερε σχετικά ότι το σύστημα άντλησης εργαζόταν κανονικά και τύγχανε επίβλεψης, ότι δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία για να υποστηρίξουν τις υποβολές της δικηγόρου είτε όσον αφορά το ιστορικό αποτυχίας του συστήματος είτε όσον αφορά τα αίτια και ότι δεν υπήρχαν καν στοιχεία αναφορικά με κατ’ ισχυρισμό πλημύρες κατά τις επίδικες ημέρες. Αναφέρθηκε επίσης και στα χαρακτηριστικά της περιοχής, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις επί της ενδεχόμενης επίδρασης του δευτερεύοντος οδικού δικτύου. Του υποβλήθηκε θέση ότι οι βροχοπτώσεις κατά τις επίδικες ημέρες δεν ήταν κάποιο ξεχωριστό φαινόμενο αλλά χειμερινές βροχοπτώσεις, με το μάρτυρα να ζητά να του παρουσιαστούν στοιχεία της μετεωρολογικής υπηρεσίας. Επί του ζητήματος του μπαζώματος, του υποδείχθηκαν σημεία στο Τεκμήριο 28 και του υπεβλήθη ότι η περιοχή έτυχε αλλοίωσης, αλλ’ ο μάρτυρας έσπευσε ν’ απαντήσει ότι δεν επρόκειτο περί σημείο εντός του καναλιού και ότι του υποδεικνύονταν διαφορετικά σημεία. Ο μάρτυρας, τέλος, αντεξετάστηκε και επί του ζητήματος της έκδοσης εκ συμφώνου απόφασης και του κανόνος Δικαστηρίου αλλά και επί της σχετιζόμενης ολοκλήρωσης του συστήματος ομβρίων υδάτων και ανέφερε ότι το νέο σύστημα ξεκίνησε το έτος 2017 και ολοκληρώθηκε το 2019.

Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και το κλείσιμο της υπόθεσης και από πλευράς Εναγόμενης, οι συνήγοροι των διαδίκων παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις. Από πλευράς της η δικηγόρος του Ενάγοντα αναφέρεται πρώτα στις προδικαστικές ενστάσεις και εισηγείται ότι, όσον αφορά την πρώτη, το χρονικό πλαίσιο που τίθεται με τον κανόνα Δικαστηρίου στην προηγούμενη Αγωγή είναι ασαφές με αποτέλεσμα να εξουδετερώνεται οποιοδήποτε κώλυμα εν προκειμένω θα μπορούσε να υπάρξει και ότι, όσον αφορά τη δεύτερη, ότι δεν ισχύει. Κατά τα λοιπά, με αναφορά σε νομολογία σχετική με ζήτημα της αμέλειας και στα γεγονότα, προκρίνει ότι ο Ενάγοντας απέδειξε ότι η Εναγόμενη είχε καθήκον να συντηρεί τον επίδικο χάνδακα και είχε υπό την ευθύνη της το σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων και ότι η πλημύρα στα θερμοκήπια του Ενάγοντας συσχετίστηκε με την αμέλεια της Εναγόμενης. Επίσης η ζημιά του Ενάγοντα αποδείχθηκε μέσα από τη μαρτυρία. Επιπρόσθετα, η υπεράσπιση του ασυνήθους φυσικού φαινομένου δεν μπορεί να τύχει επίκλησης αφού, ως αναφέρει, επρόκειτο περί συνήθους βροχόπτωσης και η Εναγόμενη δεν κάλεσε οποιονδήποτε μάρτυρα για ν’ αποδείξει τον ισχυρισμό της. Επιπρόσθετα η Εναγόμενη δεν απέδειξε κανένα εκ των λοιπών ισχυρισμών της, ενώ ο Ενάγοντας, ο οποίος πρόσφερε αξιόπιστη μαρτυρία στο Δικαστήριο, απέδειξε την ζημιά του και γενικά την υπόθεσή του εναντίον της Εναγόμενης.

Από την αντίπερα όχθη, η δικηγόρος της Εναγόμενης, επίσης καταπιάνεται εξ αρχής με τα ζητήματα των προδικαστικών ενστάσεων και αναδεικνύει τους λόγους για τους οποίους η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να επιτύχει, κυρίως εν όψει των όσων ο ΜΥ2 κατέθεσε αλλά και εν όψει της, κατά τη συνήγορο, αναξιοπιστίας του ΜΕ2. Πέραν τούτο, αποτελεί θέση της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας δεν προσκόμισε ικανή μαρτυρία για ν’ αποδείξει την αμέλεια της Εναγόμενης, μια και τα όσα ανέφερε ήταν συγκεχυμένη και ψευδής. Δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε επιστημονική μαρτυρία προκειμένου ν’ αποδειχθεί η αιτία της πλημύρας, εάν προερχόταν από το αυλάκι και εν τέλει δεν αποδείχθηκε ούτε αιτιώδης συνάφεια. Ούτε μαρτυρία ότι ο Ενάγων υπέστη ζημιά από πλημύρα παρουσιάστηκε. Κανείς δεν ενημερώθηκε εγκαίρως προς τούτο και κανένας έλεγχος δεν έγινε. Παρόλα αυτά ο ΜΥ1 προσπάθησε με τα όσα στοιχεία είχε να υπολογίσει τη μέγιστη πιθανή ζημιά του Ενάγοντας η οποία ήταν κατά πολύ χαμηλότερη από εκείνη που παρουσίασε ο ΜΕ2, η μαρτυρία του οποίου ήταν ξεκάθαρα υπέρ του Ενάγοντα αλλά και στερούμενη υποστηρικτικών στοιχείων. Εισηγείται, καταληκτικά, την απόρριψη της Αγωγής.

Αξιολογώ τη μαρτυρία που προσκομίστηκε έχοντας κατά νου τις καλά καθιερωμένες αρχές της Νομολογίας αναφορικά με τούτο το έργο του Δικαστηρίου. Αξιολόγησα την ενώπιον μου μαρτυρία έχοντας κατά νου τις καλά καθιερωμένες αρχές που αναπτύχθηκαν μέσα από τη σχετική επί του θέματος Νομολογία[2]. Λαμβάνονται υπόψη, ως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική Νομολογία, «η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητά του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει [...]». Στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, ο Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:

«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».

Υπενθυμίζονται τόσο ότι το Δικαστήριο μπορεί ν’ αποδεχτεί μέρος ή όλη τη μαρτυρία ενός μάρτυρα[3], νοουμένου ότι η επιλογή του Δικαστηρίου αιτιολογείται[4], όσο και το καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση η απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[5]. Τέλος υποδεικνύεται ότι το Δικαστήριο αξιολογεί μαρτυρία πραγματογνώμονα με τους ίδιους κανόνες που εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε μάρτυρα[6] και δεν γίνεται η μαρτυρία του κατά κανόνα αποδεχτή μόνον επειδή ήταν και ο μόνος πραγματογνώμονας στην υπόθεση[7].

Πρέπει να πω ότι ο Ενάγων δεν άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις ως μάρτυρας. Η μαρτυρία του, αφενός, στηρίχθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στα όσα ο ίδιος και μόνον υποστήριξε στο Δικαστήριο, σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς επαρκή ή και καθόλου τεκμηρίωση και αφετέρου, η μαρτυρία του ήταν γενική και σε ορισμένες, κρίσιμες για την υπόθεση, περιπτώσεις ήταν και χρονικά ανακόλουθη, χωρίς να υπάρχει συνοχή σε ορισμένους ισχυρισμούς του. Εμφανέστερη ήταν τούτη η εικόνα όταν κατέθετε για τα κατ’ ισχυρισμό διαχρονικά προβλήματα στο επίδικο κανάλι. Το πρώτο αφορούσε το ζήτημα της βλάστησης εντός του καναλιού και τον ισχυρισμό ότι η βλάστηση σε επέτρεπε στο νερό εντός του καναλιού να διοχετεύεται προς τις αντλίες. Ο Ενάγοντας προσέγγισε το θέμα αυτό ως ζήτημα απλής λογικής. Παρά ταύτα δεν παρουσίασε οτιδήποτε που ενισχύει το ισχυρισμό του περί συγκράτησης των νερών από τη βλάστηση και εάν η συγκράτηση τούτη ήταν συνεχόμενη ή πόσο διαρκούσε ή εν πάση περιπτώσει οποιασδήποτε υπερχείλισης του καναλιού καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή χρόνο. Μάλιστα σε ερώτηση ως προς την κατάσταση της βλάστησης κατά τις επίμαχες ημέρες 8η και 9η Νοεμβρίου του 2012 σε σύγκριση με την κατάσταση στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 1, τις οποίες έλαβε τον Αύγουστο του 2013, υπέδειξε ότι τα καλάμια ήταν μικρότερα σε ύψος, χωρίς όμως να καταδεικνύεται εάν τούτο είχε οποιαδήποτε σημασία ή επίδραση είτε προς τη θέση του ιδίου είτε προς τη θέση της Εναγόμενης. Επίσης και ως ανέφερα πιο πάνω, ορισμένοι ισχυρισμοί του ήταν και χρονικά ανακόλουθοι: ο Ενάγοντας από τη μία ισχυριζόταν ότι η κατάσταση με το κανάλι που κατέληγε στο σύστημα άντλησης, «μια ζωή έτσι ήταν», αλλά για τα έτη 2010 και 2011 δεν πλημύρισε επειδή το κανάλι δεν ήταν στην ίδια κατάσταση. Ανέφερε επίσης χαρακτηριστικά ότι το μπάζωμα του καναλιού ξεκίνησε μετά το 2008. Ερωτηθείς για ποιο λόγο πλημύρισε το έτος 2003, όταν δηλαδή καταχώρισε την προηγούμενη Αγωγή εναντίον της Εναγόμενης, μια και το μπάζωμα ξεκίνησε μετά το 2008, ο Ενάγων πρόσφερε μια διαφορετική εξήγηση που δεν αποδιδόταν στο μπάζωμα, η οποία όμως προσκρούει στο κείμενο του Τεκμηρίου 8 (παράγραφος 7Δ), δηλαδή του Κλητηρίου Εντάλματος της Αγωγής 3864/2003, με την οποία ο Ενάγοντας και πάλι επέρριπτε ευθύνη στην Εναγόμενη για ανοχή μπαζώματος. Πέραν τούτων, αλλά και πάλι αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μπαζώματος του καναλιού, ο Ενάγοντας αρκέστηκε στο να υποδεικνύει στο Δικαστήριο σημεία στις φωτογραφίες που προσκόμισε στα οποία ο ίδιος ισχυριζόταν ότι έγινε μπάζωμα, ενώ ο μόνος άλλος μάρτυρας που κάλεσε για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του, ελλείψει άλλων απτών στοιχείων που να τους αποδεικνύουν, ήταν ο ΜΕ2, ο οποίος αντεξεταζόμενος δεν διέκρινε μπάζωμα στη φωτογραφία αριθμός 2 του Τεκμηρίου 1, στην οποία ο Ενάγων στάθηκε για να καταδείξει ακριβώς αυτό. Κατά παρόμοιο τρόπο ο Ενάγοντας αναίρεσε και τη θέση του σε σχέση με τη φωτογραφία 7 του Τεκμηρίου 1, την οποία στην κυρίως εξέτασή του υπέδειξε ότι βρισκόταν εντός του καναλιού ενώ αντεξεταζόμενος αποδέχθηκε ότι δεν ήταν εντός τους καναλιού και περιορίστηκε σε γενικό ισχυρισμό περί μπαζώματος. Σημειώνεται ότι ο ΜΕ2 κατά την αντεξέτασή του ανέφερε ότι το θέμα του μπαζώματος του το μετέφεραν τρίτα πρόσωπα και το τοποθέτησε χρονικά πριν το έτος 2006 δηλαδή σε χρόνο που ουδεμία σχέση είχε με τη θέση που υποστήριξε ο Ενάγοντας. Εν τέλει, και γενικότερα, ο ισχυρισμός του Ενάγοντα περί μπαζώματος παρέμεινε εν πολλοίς μετέωρος μια και δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με την οποία να συνεπικουρείται η κατ’ ισχυρισμό σμίκρυνση του πλάτους του καναλιού λόγω του μπαζώματος, αλλά και προσέκρουσε στα στοιχεία που κατέθεσε ο ΜΥ2 μέσω του Τεκμηρίου 28.  

Οφείλω να επισημάνω επίσης ότι, σε πολλά σημεία της μαρτυρίας του, ο Ενάγων παρέπεμπε στη μαρτυρία τρίτων προσώπων, όπως για παράδειγμα υπαλλήλων των δημοσίων έργων και άλλες φορές, απροσδιόριστα, στη «μισή Λεμεσό», για να καταδείξει ότι για την κατάσταση που περιέγραφε, ειδικά αναφορικά με το μπάζωμα του δρόμου για τη δημιουργία χώρου στάθμευσης, υπήρχαν ενισχυτικά στοιχεία, τα οποία όμως ουδέποτε προσκόμισε στο Δικαστήριο, με εξαίρεση βέβαια της μαρτυρίας του ΜΕ2, στην οποία έχω ήδη αναφερθεί αλλά και την οποία αξιολογώ πιο κάτω.

Ως προς το ζήτημα της ολοκλήρωσης του νέου συστήματος άντλησης όμβριων υδάτων, θέμα που απασχόλησε και την προδικαστική ένσταση που έγειρε η πλευρά της Εναγόμενης και εν τέλει ένα σημαντικό μέρος της υπόθεσης γενικά, η θέση του Ενάγοντα ήταν επίσης συγκεχυμένη. Θέση του δικογραφικά ήταν ότι το νέο σύστημα άντλησης είχε ολοκληρωθεί πριν το έτος 2012 και συνεπώς ο κανόνας Δικαστηρίου στην Αγωγή 3864/2003 δεν μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην έγερση της παρούσας Αγωγής. Πιο συγκεκριμένα θέση του Ενάγοντα ήταν ότι τα έργα που, κατά τον ίδιο αποτελούσαν το νέο σύστημα άντλησης ολοκληρώθηκαν το αργότερο κατά το έτος 2009 με τελευταίο εξ αυτών να είναι η τοποθέτηση επιπλέον 2 μόνιμων αντλιών στο αντλιοστάσιο. Παρά ταύτα στο Τεκμήριο 7, ο ίδιος ο Ενάγοντας απευθυνόμενος στον τότε Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων αναφέρεται σε υποσχέσεις που έλαβε σε συνάντηση που είχε με αρμόδιους φορείς, οι οποίοι, κατά τα γραφόμενα, του ανέφεραν ότι θα έβρισκαν τρόπους απάβλυνσης του προβλήματος μέχρι να εκτελεστεί το έργο που απέμεινε στην περιοχή. Υπενθυμίζεται ότι το Τεκμήριο 7 έφερε ημερομηνία 19.7.2013, δηλαδή μεταγενέστερης της ημερομηνίας κατά την οποία Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι είχε ήδη ολοκληρωθεί το νέο σύστημα. Η μαρτυρία τούτη προσέκρουσε επίσης και στο Τεκμήριο 24 στο οποίο φαίνεται ότι, τουλάχιστον, η τοποθέτηση του επιπλέον σωλήνα έγινε εντός του έτους 2006. Πέραν τούτου, ως διαφάνηκε κατά την αντεξέτασή του, ο Ενάγοντας γνώριζε για το έργο που ανελήφθη να εκτελεστεί σε σχέση με την επίμαχη περιοχή και το οποίο ήταν, τουλάχιστον κατά τον Ενάγοντα, σε εξέλιξη ακόμα και κατά το χρόνο που λάμβανε χώρα η αντεξέτασή του. Επισημαίνω ότι θέση της πλευράς της Εναγόμενης ήταν ότι το έργο προκηρύχθηκε περί το έτος 2007, ανατέθηκε το 2017 και ολοκληρώθηκε το 2019. Αναφέρθηκα προς το παρόν στη θέση του Ενάγοντος επί του σημείου στο πλαίσιο του έργου αξιολόγησης της μαρτυρίας του.   

Αδυναμία στη μαρτυρία του Ενάγοντα εντόπισα και όσων αφορά στην εξιστόρηση των γεγονότων στις 8 και 9 Νοεμβρίου 2012: Κατά πρώτο συγκεχυμένη έως και αντιφατική ήταν η μαρτυρία του Ενάγοντα αναφορικά με την ένταση της ισχυριζόμενης βροχόπτωσης. Ενώ δικογραφικά, αλλά και στην αρχή της γραπτής του δήλωσης, η οποία σημειώνω ήταν μέχρι ενός σημείου, αντιγραφή της Έκθεσης Απαίτησης, καταγράφεται ότι η βροχόπτωση, κατά τις συγκεκριμένες ημέρες ήταν «καταρρακτώδης», στην παράγραφο 11 της γραπτής του δήλωσης και εις απάντηση των ισχυρισμών της Εναγόμενης αναφέρει ότι η ζημιές ήταν μετά από βροχοπτώσεις οι οποίες συμβαίνουν κάθε χειμώνα, ενώ στην Απάντηση στην Υπεράσπιση καταγράφεται ότι η πλημύρα δεν οφειλόταν σε απρόβλεπτη θεομηνία. Έστω και να θεωρηθεί ότι τα πιο πάνω δεν είναι από μόνα του αντιφατικά, εν τέλει και ερωτηθείς σχετικά από τη δικηγόρο του κατά την κυρίως εξέτασή του, ο Ενάγοντας ανέφερε μόνον ότι: το βράδυ της 8ης ήταν σπίτι, ήταν χειμώνας και έβρεχε συνηθισμένα και την επόμενη έφτασε στη δουλειά για να βρει την περιοχή «λίμνη» ως χαρακτηριστικά ανέφερε. Έπειτα τηλεφώνησε τα Δημόσια Έργα και την Πυροσβεστική και το Επαρχιακό Γραφείο του Γεωργικού Τμήματος και το γεωπόνο του. Σημειώνω ότι η μόνη μαρτυρία που προσκομίστηκε ότι κατά τις πιο πάνω επίδικες ημέρες σημειώθηκε βροχόπτωση στην περιοχή, ήταν μόνο μέσω της τελευταίας σελίδας του Τεκμηρίου 27, στην οποία καταγράφεται ότι το συνεργείο του Τμήματος Δημοσίων Έργων καθάρισε «[…] σχάρες και φρεάτια μετά από βροχή από το νέο λιμάνι – παραλιακό, Ρουσβελτ μέχρι τη Μονή και στις δύο κατευθύνσεις». Σημειώνω ότι στο ίδιο Τεκμήριο καταγράφεται ότι στις 23.7.12, 24.10.12, 25.10.12, 29.10.12 και 9.11.12, το συνεργείο έλεγξε τις αντλίες της δεξαμενής. Τίποτε όμως δεν εντοπίζεται που να καταγράφει την ένταση της βροχόπτωσης. Ως προς το ότι ο Ενάγοντας ειδοποίησε τις πιο πάνω αρχές αναφορικά με την πλημύρα αμέσως μετά που κατ’ ισχυρισμό την αντελήφθη και εν πάση περιπτώσει σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο πριν την αποστολή της επιστολής του τον επόμενο Μάρτιο του 2013, αυτό παρέμεινε επίσης ως απλώς ισχυρισμός.

Επιπρόσθετα - και ίσως κρισιμότερα - ούτε η θέση του Ενάγοντος αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κατ’ ισχυρισμό πράξεις και παραλείψεις της Εναγόμενης επενήργησαν αναφορικά με την πρόκληση ζημιάς στα κτήματά του ήταν σαφής. Εν πρώτοις διαπιστώνω ότι η δικογράφηση επί του σημείου δεν είναι διαφωτιστική ούτως ώστε να γίνει κατανοητό με ποιο τρόπο και από ποιο σημείο, έστω κατά τον Ενάγοντα, τα νερά της βροχής κατέληξαν στην περιουσία του. Εκτός δηλαδή της αναφοράς στο ότι στις 8 και 9 Νοεμβρίου του 2012 εισήλθαν στην περιουσία του Ενάγοντα μεγάλες ποσότητες νερού και έπειτα της καταγραφής των λεπτομερειών αμέλειας, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά ως προς την κατ’ ισχυρισμό πορεία που ακολούθησαν τα νερά για να καταλήξουν στην περιουσία του. Δεν υπάρχει δηλαδή ξεκάθαρη και εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε αναφορά ότι τα εν λόγω νερά συγκεντρώθηκαν ή ξέφυγαν από σημείο που έλεγχε η Εναγόμενη και κατέληξαν με κάποιο τρόπο στο θερμοκήπιο του Ενάγοντα. Πέραν όμως του προβλήματος της δικογράφησης, ούτε ο Ενάγων ο ίδιος προέβη, κατά τη μαρτυρία του, σε οποιαδήποτε αναφορά ως προς το πως και τι αντιλήφθηκε σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό αιτία της πλημύρας στα θερμοκήπιά του κατά τις επίδικες ημέρες. Οι αναφορές του περί της αδυναμίας του όλου τότε «συστήματος» – καναλιού και αντλιοστασίου – ήταν ως προς τις κατ’ ισχυρισμό διαχρονικές ή τις γενικότερες αδυναμίες αποστράγγισης ή άντλησης των όμβριων υδάτων, αλλά καμία συγκεκριμένη αναφορά δεν έγινε ως προς την κατάσταση και τα αίτια κατά την επίδικη ημέρα. Ουδείς άλλος μάρτυρας και καμία άλλη μαρτυρία δεν προσκομίστηκε για να συνδεθεί ή κατ’ ισχυρισμό αδυναμία του συστήματος με το κατ’ ισχυρισμό επίδικο ζημιογόνο συμβάν, το οποίο επίσης κατ’ ισχυρισμό οφειλόταν στην αποτυχία του προαναφερθέντος συστήματος. Το μόνο που τέθηκε ευθέως από την πλευρά του Ενάγοντα ως προς το θέμα ήταν μέσα από υποβολές της δικηγόρου του προς τον ΜΥ2, χωρίς όμως να ενυπάρχει, ως ανέφερα, σχετική υποστηρικτική μαρτυρία.     

Εν όψει όλων των πιο πάνω, εκτός της αναμφισβήτητης ανταλλαγής επιστολογραφίας του Ενάγοντος με τους διάφορους φορείς, καθώς και τα αναμφισβήτητα χαρακτηριστικά των θερμοκηπίων του Ενάγοντα, για τα οποία δεν αντεξετάστηκε αλλά και το ότι στις 9.11.2012 στην περιοχή που βρίσκεται η περιουσία του είχε βροχή, δεν μπορώ ν’ αποδεχθώ τη μαρτυρία του Ενάγοντα ως αξιόπιστη.

Ως προς τον ΜΕ1, ο οποίος παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ως πραγματογνώμονας, οφείλω να πω ότι ούτε εκείνου η μαρτυρία άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Βασικός πυλώνας της υπόθεσης του Ενάγοντα, εκτός από την πρόκληση της ζημιάς στα θερμοκήπιά του, ήταν και το ύψος της ζημιάς που κατ’ ισχυρισμό υπέστη. Το έργο της εκτίμησης της ζημιάς τούτης, ο Ενάγων, το ανέθεσε στον ΜΕ1, ο οποίος όμως, κληθείς ν’ αναφέρει στο Δικαστήριο την πηγή για τις τιμές που χρησιμοποίησε για να καταλήξει, αρκέστηκε στο να απαντήσει ότι συνέλεξε αυτές από τιμολόγια του παραγωγού - τα οποία όμως ουδέποτε παρουσιάστηκαν - και από μέσες τιμές της χονδρικής αγοράς - για τις οποίες ουδέν προσκομίστηκε που να τις δείχνει -. Κατά παρόμοιο τρόπο ο ΜΕ1 απάντησε και το θέμα της, κατά τον ίδιο, αναμενόμενης εσοδείας στη βάση της οποίας υπολόγισε, σε συνδυασμό με την τιμή, τη ζημιά του Ενάγοντος. Δηλαδή ο ΜΕ1 ανέφερε ότι βασίστηκε στον αριθμό των ταξιανθιών που διαχρονικά σχημάτιζαν τα φυτά και τη συγκομιδή του Ενάγοντα, χωρίς να προσκομίζει οποιαδήποτε στοιχεία που έστω να υποστηρίζουν τον ισχυρισμό του. Υπενθυμίζεται ότι ο ΜΕ1 ανέφερε ότι παρακολουθούσε και συμβούλευε τον Ενάγοντα για αρκετά χρόνια, παρά ταύτα δεν ήταν σε θέση, ούτε ο ίδιος αλλ’ ούτε ο Ενάγοντας, να προσκομίσουν οτιδήποτε που να δικαιολογούσε τις καταγεγραμμένες στο Τεκμήριο 11 προσδοκίες τους περί αναμενόμενης εσοδείας. Επιπρόσθετα ως προς τις αναφορές του στο Τεκμήριο 11 στη συγκομισθείσα εσοδεία ο μάρτυρας ρωτήθηκε εάν είχε στοιχεία που να τις αποδεικνύουν. Σε τούτο απάντησε ότι δεν είναι στατιστικολόγος και ότι τα στοιχεία του τα έδειξε ο Ενάγοντας.

Τέλος, κακή εντύπωση προκάλεσε και η όλη τοποθέτηση του ΜΕ1 αναφορικά με τα κατ’ ισχυρισμό αίτια της πρόκλησης της ζημιάς στα θερμοκήπια του Ενάγοντα. Στο Τεκμήριο 11, ο ΜΕ1 καταγράφει ότι η «πλημύριση των εγκαταστάσεων οφείλεται αποκλειστικά σε κακοτεχνίες των δημοσίων έργων και άλλων αρμόδιων κυβερνητικών και δημοτικών υπηρεσιών κατά την κατασκευή του δρόμου και του κυκλικού κόμβου του νέου Λιμανιού». Αντεξεταζόμενος επί του σημείου και αναφορικά με το λόγο που προέβη στη δήλωση τούτη, ο ΜΕ1 απέδωσε τη θέση του, αρχικά, σε κάποια αδιευκρίνιστη προηγούμενη εκτίμηση στη βάση της οποίας ο Ενάγοντας αποζημιώθηκε, έπειτα την απέδωσε - αποφεύγοντας σχετική υποβολή ότι δεν έχει τα προσόντα να προβεί σε τέτοια τοποθέτηση – σε λογικό συμπέρασμα εκ τους αποτελέσματος, δηλαδή της πλημύρας αυτής καθ’ αυτής, και έπειτα σε πληροφόρηση που είχε, με τελική κατάληξη της θέσης του να είναι ότι η όποια κακοτεχνία δεν τον αφορά.  

Εκ των πιο πάνω και ειδικότερα έχοντας καταλήξει ότι ο ΜΕ1, όντας εμπειρογνώμονας δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία που να υποστυλώνουν την εκτίμησή του, θεωρώ, δεν παρέχεται περιθώριο ν’ αποδεχθώ τη μαρτυρία του ΜΕ1 ως ασφαλές έδαφος για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Έρχομαι στη μαρτυρία του ΜΕ2. Υπενθυμίζεται ότι ο ΜΕ2 κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας ο οποίος είχε επισκεφθεί το επίδικο σημείο αρκετές φορές και ο οποίος είχε ιδία γνώση της περιγραφόμενης κατάστασης. Οι θέσεις όμως που ο ΜΕ2 πρόβαλε κατά την κυρίως εξέτασή του, κλονίσθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, όταν τέθηκαν στη βάσανο της αντεξέτασης. Κατά πρώτο λόγο ο ισχυρισμός του ότι ο ίδιος μετέβηκε σε αριθμό περιπτώσεων κατόπιν εντολών των υπευθύνων του τμήματος στο οποίο εργαζόταν, προκειμένου να προβεί σε άντληση νερού ή σε καθαρισμό ή άλλη εργασία στο επίμαχο αντλιοστάσιο, αντικρούστηκε από τα ίδια τα ημερολόγια ενεργείας τριών συναπτών ετών, τα οποία συνέταξε ο ίδιος. Έπειτα ο ΜΕ2, σε σχέση με το μπάζωμα του καναλιού που προώθησε η πλευρά του Ενάγοντα, ανέφερε ότι έχει καλύτερες σχέσεις με το τμήμα της Εναγόμενης στο οποίο εργαζόταν παρά με τον Ενάγοντα, προσπαθώντας προφανώς να δείξει την αμεροληψία του ως μάρτυρας. Ανέφερε συναφώς ότι δεν έλαβε πληροφόρηση περί του μπαζώματος από τον Ενάγοντα αλλά ήταν αυτόπτης μάρτυρας σε μπάζωμα από φορτηγά για να δημιουργηθεί χώρος στάθμευσης. Τοποθέτησε χρονικά το συμβάν πριν το 2006, μια και τα έτη 2006, 2007 και 2008 δεν είχε επισκεφθεί το σημείο. Υπενθυμίζεται ότι θέση του Ενάγοντα, ο οποίος έχει τα κτήματά του στην περιοχή, ήταν ότι το κατ’ ισχυρισμό μπάζωμα ξεκίνησε μετά το 2008, δηλαδή περί τα δύο χρόνια μετά από το χρονικό σημείο που κατ’ ισχυρισμό ο ίδιος ο ΜΕ2 έλαβε γνώση για το μπάζωμα.

Εν όψει των πιο πάνω, δεν μπορώ ν’ αποδεχθώ τη μαρτυρία του ΜΕ2 ως αξιόπιστη.

 Αξιολογώντας τη μαρτυρία του ΜΥ1, διαπίστωσα ότι απαντούσε όλες τις ερωτήσεις με προθυμία και ευθέως, επεξηγώντας το κάθετι επί του οποίου ερωτήθηκε. Αν και υπεβλήθη σε ενδελεχή αντεξέταση, έδειξε υποδειγματική υπομονή στο εδώλιο, δίδοντας, όπου γνώριζε όλες τις σχετικές πληροφορίες και λεπτομέρειες. Δεν δίστασε να συμφωνήσει με τον ΜΕ2 ότι η εμπειρία του εκτιμητή διαδραματίζει ρόλο στον υπολογισμό ζημιάς, αλλά φρόντισε – οφείλω να πω με σεβασμό προς τον ΜΕ2 - να διαχωρίσει τη θέση του αναφορικά με τον τρόπο που ο ίδιος υπολογίζει τη ζημιά. Το σύνολο των θέσεών του παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, κρίνω, με συνοχή και αιτιολόγηση. Δηλαδή ο ΜΥ1 δεν αρκέστηκε απλώς στο ν’ αναφέρει ότι είναι ειδικός και να θέσει τη πραγματογνωμοσύνη του, αλλά έδινε εξηγήσεις για κάθε στοιχείο της μεθόδου που χρησιμοποίησε, τόσο για τους υπολογισμούς του στην προκείμενη περίπτωση, όσο και για τον τρόπο που γενικά υπολογίζονται ζημιές. Όλα τα πιο πάνω συνέθεσαν στο Δικαστήριο πολύ θετική εικόνα για τη μαρτυρία του ΜΥ1, στην οποία το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί για να εξάξει συμπεράσματα.

Παρόμοια εντύπωση σχημάτισα και τη μαρτυρία του ΜΥ2. Παρά την μακρά ανεξέταση στην οποία υπεβλήθη, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, παραπέμποντας επιμελώς στα Τεκμήρια που κατέθεσε και επεξηγώντας λεπτομερώς τις τοποθετήσεις του. Επισημαίνω ενδεικτικά ότι ο ισχυρισμός του ΜΥ2 περί τακτικής συντήρησης του αντλιοστασίου ενισχύθηκε από το Τεκμήριο 27, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε συγκεκριμένα αλλά και ισχυρισμός του περί ύπαρξης αυλακιού μεταξύ του κτήματος του Ενάγοντα και του καναλιού από το Τεκμήριο 23, σχετικά με το οποίο η πλευρά του Ενάγοντα απλώς ανέδειξε το ζήτημα του ύψους των απεικονιζόμενων σωλήνων. Του υπεβλήθησαν σωρεία ισχυρισμών και θέσεων από πλευράς συνηγόρου του Ενάγοντα, με το ΜΥ2 να απαντά ευθέως και εμπεριστατωμένα. Σημειώνω ότι ο μάρτυρας ήταν παρόν στο Δικαστήριο κατά την μαρτυρία του Ενάγοντος. Το θέμα καταγράφηκε ούτως ώστε να συνυπολογιστεί κατά το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας του. Ο λόγος της παρουσίας του, κατά την πλευρά της Εναγόμενης ήταν προκειμένου να υποβοηθά σε σημεία που η μαρτυρία ήταν τεχνική, εν όψει της θέσης που κατείχε. Εν πάση περιπτώσει και ως διαφάνηκε από το ίδιο το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, αυτή δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί από τα όσα ο Ενάγοντας ανέφερε στη μαρτυρία του, μια και βασίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου σε στοιχεία τα οποία υπήρχαν στο Τμήμα στο οποίο εργάζεται ο ΜΥ2 και τα οποία ουσιαστικά ακολούθησαν πιστά τις δικογραφημένες θέσεις της Εναγόμενης. Πράγματι δηλαδή μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του ήταν τεχνικής φύσεως και συνοδευόταν ανάλογα στοιχεία.

Εν όψει των πιο πάνω δεν έχω ενδοιασμό ν’ αποδεχθώ τη μαρτυρία του ΜΥ2 ως αξιόπιστη και έδαφος επί του οποίου μπορώ να στηριχθώ και να προβώ σε ευρήματα.       

Στη βάση των μη αμφισβητούμενων γεγονότων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας προβαίνω στα εξής ακόλουθα ευρήματα:  

Κατά τον επίδικο προς την παρούσα Αγωγή χρόνο ο Ενάγων ήταν εκτοπισμένος και κατοικεί προσωρινά στη Λεμεσό. Ήταν επίσης δικαιούχος και καλλιεργητής του κτήματος υπ’ αριθμό 363Γ Φ/Σχ 59/090202 εκτάσεως 15481 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Τσιφλικούδια, στο Ζακάκι Λεμεσού. Στο εν λόγω ακίνητο ο Ενάγοντας διατηρούσε 5 θερμοκήπια με τα χαρακτηριστικά ως προς την έκταση και τις λειτουργίες καθώς και με τις καλλιέργειες που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης.

Επίσης κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Εναγόμενη είχε ευθύνη για το σύστημα αποχέτευσης ομβρίων υδάτων που υπήρχε πλησίον του Νέου Λιμανιού Λεμεσού, το οποίο αποτελείτο από μια δεξαμενή εντός της οποίας υπήρχε αντλιοστάσιο το οποίο καταλήγει χωμάτινο κανάλι. Εντός του αντλιοστασίου υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο δύο μόνιμες αντλίες οι οποίες ενεργοποιούνταν και αντλούσαν νερό ότι η στάθμη του νερού στο κανάλι ανέβαινε. Σε περιόδους αυξημένης βροχόπτωσης το σύστημα ενισχύετο με επιπλέον κινητές αντλίες.

Το έτος 2006 αρμόδιο Τμήμα της Εναγόμενης προέβη σε διάνοιξη δύο τρυπών στα τοιχώματα της δεξαμενής για να γίνεται διοχέτευση του νερού μέσω σωλήνων προς τη θάλασσα και για να αποφεύγεται η υπερχείλιση της δεξαμενής.

Στις 13.6.2003 ο Ενάγοντας καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την Αγωγή με αριθμό 3864/2003 εναντίον της Εναγόμενης και του Δήμου Λεμεσού, η οποία αφορούσε την εκ μέρους του Ενάγοντα διεκδίκηση αποζημιώσεων για ζημιές που υπέστηκαν οι καλλιέργειες του εντός που πιο πάνω ακινήτου, λόγω πράξεων και παραλείψεων των Εναγόμενων σε σχέση με τη λειτουργία και συντήρηση συστήματος διοχέτευσης όμβριων υδάτων.

Στο πλαίσιο της πιο πάνω Αγωγής 3864/2003 εκδόθηκε την 12.2.2007, εκ συμφώνου απόφαση με την οποία η Εναγόμενη θα έπρεπε να πληρώσει στον Ενάγοντα το ποσό των ΛΚ55.000 πλέον επιδικασθέντα έξοδα και δηλώθηκαν τ’ ακόλουθα:

«Η υπόθεση έχει συμβιβασθεί ως ακολούθως: Ο Εναγόμενος αρ. 1 δέχεται απόφαση εις βάρος του και υπέρ του Ενάγοντα για το ποσό των Λ.Κ. 55.000,00 επί χαριστικής βάσης και χωρίς την ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης για το ατύχημα που προκάλεσε την επίδικη ζημιά, πλέον Λ.Κ. 3.500,00 συμφωνηθέντα έξοδα, πλέον ΦΠΑ επί των εξόδων. Και τα δύο ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από σήμερα. Το ποσό των Λ.Κ. 55.000,00 αντιπροσωπεύει αποζημιώσεις τόσο για το έτος 2003 που η παρούσα αγωγή όσο και για τα έτη 2004 και 2005. Επίσης ο Ενάγων παραιτείται από οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης για ζημιές του στα θερμοκήπια για τον ίδιο λόγο που προβάλλει στην παρούσα αγωγή εναντίον των διαδίκων της παρούσας Αγωγής και οιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου ή άλλης τοπικής αρχής μέχρι να ολοκληρωθεί το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής».

Περί τις 9.11.2012, στην περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο που καλλιεργεί ο Ενάγοντας υπήρξε βροχόπτωση.

Περί την 21.3.2013, ο Ενάγοντας απέστειλε επιστολή προς τον Υπουργό Συγκοινωνιών με την οποία ανέφερε ότι στις 8 και 9 Νοεμβρίου 2012 υπέστη ζημιές λόγω καταρρακτωδών βροχών και ότι ζήτησε τότε να επιθεωρηθούν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Υπέδειξε δε ότι οι πλημύρες οφείλονται σε κακοτεχνίες των δημοσίων έργων στην εν λόγω περιοχή.

Στις 13.6.13 ο τότε Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων απάντησε στην επιστολή του Ενάγοντα και κατέγραψε τη θέση του ως προς τα ζητήματα που έθιξε ο Ενάγοντας, ως αυτή φαίνεται στο Τεκμήριο 6.

Στις 19.7.13 το πιο πάνω Υπουργείο μεταβίβασε την επιστολή του Ενάγοντος προς το Τμήμα Δημοσίων Έργων και στις 24.7.13 το Τμήμα Δημοσίων Έργων, με τη σειρά του κάλεσε το Δήμαρχο Λεμεσού σε σύσκεψη προς συζήτηση θεμάτων που θίγονται και τα οποία αφορούσαν τον καθαρισμό του καναλιού, την απορροή όμβριων υδάτων με την υφιστάμενη υποδομή, την παράνομη στάθμευση αρθρωτών οχημάτων, την οδική ασφάλεια και τον τελικό προγραμματισμό του έργου βελτίωσης του παράλληλου δρόμου.

Επίσης στις 19.7.13, ο Ενάγοντας με νέα επιστολή του προς τον τότε Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων παραπονούμενος ότι παρά τις προηγούμενες υποσχέσεις των Τμημάτων περί λήψης μέτρων γι’ απάβλυνση του προβλήματος του δεν είχε γίνει οποιαδήποτε ενέργεια προς εκείνη την κατεύθυνση.

Στις 17.10.13 το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων απάντησε στον Ενάγοντα αναφέροντας ότι κλήθηκε συντονιστική συνεδρία προς συζήτηση των θεμάτων που αναγράφηκαν στην επιστολή του Τμήματος 24.7.13 και ότι το θέμα της αποζημίωσής του εξετάζεται από το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.

Στις 6.4.17 ξεκίνησε η κατασκευή του νέου συστήματος άντλησης όμβριων υδάτων της επίδικης περιοχής το οποίο ολοκληρώθηκε το έτος 2019.

 

Έχοντας κάμει τα πιο πάνω ευρήματα, παραθέτω τη νομική πτυχή των ενώπιον μου ζητημάτων, ούτως ώστε έπειτα να υπαγάγω τα ευρήματά μου στη νομική πτυχή και να καταλήξω συναφώς στο συμπέρασμα. Σημειώνω ότι κατά την υπαγωγή τα ευρήματά μου συμπληρώνονται ανάλογα.

Ως προς τη γενική νομική πτυχή της υπόθεσης, αναφέρω ότι σε αστικής φύσεως υποθέσεις ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος ν’ αποδείξει ότι η απαίτησή του είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[8]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία που κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[9]. Το νομικό βάρος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά να απαντήσει.

Η απαίτηση του Ενάγοντος βασίστηκε στο αστικό αδίκημα της αμέλειας. Άλλη βάση, τουλάχιστον δικογραφικά, δεν προωθήθηκε, ούτε εξειδικεύτηκε. Το αδίκημα κωδικοποιείται στο Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Στη Νομολογία:

«[α]μέλεια ως πραγματικό γεγονός συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης […] εφόσο η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια»[10].

Βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας έχει κριθεί ότι είναι:

«[…] καταρχήν, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία ο δράστης όφειλε και μπορούσε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβάλει για να μην προκαλέσει ζημιά στον πλησίον του. Τα στοιχεία του "μέσου συνετού ανθρώπου" και του "πλησίον" διαγράφουν τα όρια της επιμέλειας της οποίας όφειλε να καταβάλει ο εναγόμενος»[11].

Έχει επίσης χαρακτηριστικά αναφερθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι:

«[Τ]ο καθήκον επιμέλειας, η διάρρηξη του καθήκοντος αυτού και η επέλευση ζημιάς ως αποτέλεσμα αποτελούν τα τρία κλασσικά συστατικά ή παράγοντες που ο ενάγων πρέπει να αποδείξει για να στοιχειοθετήσει ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου.»[12].

Στη σελίδα 410, της 12ης έκδοσης του συγγράμματος Charlesworth & Percy on Negligence αναφέρεται, ελεύθερα μεταφρασμένο, ότι ο ενάγων πρέπει να παρουσιάσει άμεση ή περιστατική μαρτυρία η οποία τείνει να εδραιώσει τόσο τα γεγονότα που είναι ικανά για να καταδείξουν παράβαση του καθήκοντος και όποια πρόσθετα γεγονότα που απαιτούνται για να καταδείξουν πρόκληση απώλειας, και πιο κάτω στη σελίδα 411, ότι η μαρτυρία πρέπει να είναι επαρκής για να δείξει ότι, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, γη πιο πιθανή αιτία και των δύο ήταν η αμέλεια ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος του εναγόμενου, ή κάποιου προσώπου για την αμέλεια του οποίου ευθύνεται νομικά ο εναγόμενος. Εάν ο ενάγων αποτύχει να εδραιώσει ότι ο εναγόμενος προκάλεσε τη ζημιά για την οποία παραπονείται, ή οποιοδήποτε μέρος της, η αγωγή θα αποτύχει[13].

Ιδιαίτερη σημασία κατά το έργο ανεύρεσης ευθύνης για πρόκληση ζημιάς κατέχει το ζήτημα του προσδιορισμού της αιτιώδους συνάφειας. Σε σχετικά πρόσφατη ανάλυσή του, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:

«Η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να αποδεικνύεται ως πραγματικό γεγονός (Layland Shipping Co Limited v. Norwich Union [1918] A.C. 350). Το ζήτημα προσεγγίζεται με πραγματιστική διάθεση ως ένα σύνηθες πρόβλημα της καθημερινής ζωής και όχι ως αντικείμενο θεωρητικής ενασχόλησης (Monarch Steamship Co Ltd v. Karlhamns Oljefabriker [1949] 1 All E.R. 16)», Και πιο κάτω στη ίδια απόφαση ότι:

«Ως πρώτο κριτήριο χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, το γνωστό ως «"but for" test», δηλαδή το κατά πόσον αν δεν λάμβανε χώρα η συμπεριφορά του εναγόμενου το ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν.  Όπως σημειώθηκε στην Voicu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 78/16, ημερ. 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B389, ECLI:CY:AD:2018:B389 «η συμπεριφορά του κατηγορούμενου θα πρέπει να συνιστά μια condition sine qua non, αναγκαίο και απαραίτητο όρο της παραγωγής του αποτελέσματος (factual causation) (R. v. White [1910] 2 Q.B. 124)»[14].

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ράλλης Μακρίδης & Υιοί Λτδ ν. Λουκά αναφέρθηκε ότι:

«Ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του αντίδικού του και των ζημιών που έχει υποστεί (Metropolitan Railway Co v. Jackson 47 L.J.C.P. 303). Δεν εναπόκειται στον εναγόμενο να απαλλάξει τον εαυτό του αποδεικνύοντας ότι το δυστύχημα ήταν είτε αναπόφευκτο ή ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας. Ο ζημιωθείς θα πρέπει θετικά να αποδείξει ότι η ζημιά ήταν αποτέλεσμα της αμέλειας του εναγόμενου (Wilsher v. Essex Area Health Authority [1988] 1 All E.R. 871 και Carslogie SS Co v. Royal Norwegian Government [1952] 1 All E.R. 20), άλλως η αγωγή του θα πρέπει να απορριφθεί. [...] Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να αποδειχθεί ότι η αδικοπραξία του εναγόμενου  προκάλεσε τη ζημιά του ενάγοντα. Ακόμα και στην περίπτωση παραδοχής αμέλειας από τον εναγόμενο, χωρίς άλλου τινός, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd. [1979] 2 All E.R. 1185). […] Όπου η αιτιώδης συνάφεια δεν μπορεί να αποδειχθεί γιατί πιθανοί λόγοι του ατυχήματος είναι εξ ίσου η ευθύνη του εναγόμενου και η ευθύνη του ενάγοντα, το δικαστήριο αναπόφευκτα θα πρέπει να καταλήξει ότι ο ενάγων απέτυχε να αποσύσει το βάρος, όχι μόνο να αποδείξει την παράβαση του καθήκοντος, αλλά και τη συνάφεια μεταξύ της παράβασης και της ζημιάς που έχει υποστεί (βλέπε Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παραγρ. 5-44)»[15].

Επίσης στο Άρθρο 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, υπό τον τίτλο «Βάρoς της απόδειξης αμέλειας όταv η ζημιά πρoκαλείται από επικίvδυvα πράγματα» αναφέρεται ότι:

«Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά τηv oπoία απoδεικvύεται-

(α) ότι η ζημιά πρoκλήθηκε από oπoιoδήπoτε επικίvδυvo πράγμα ή φωτιά ή ζώo, ή λόγω της διαφυγής oπoιoυδήπoτε πράγματoς, διαφυγή τoυ oπoίoυ εvδέχεται vα πρoκαλέσει ζημιά, και

(β) ότι o εvαγόμεvoς ήταv o ιδιoκτήτης ή είχεv τηv ευθύvη τoυ πράγματoς ή ήταv o κάτoχoς της ιδιoκτησίας από τηv oπoία έγιvε η διαφυγή τoυ εv λόγω πράγματoς,

o εvαγόμεvoς φέρει τo βάρoς της απόδειξης τoυ ότι δεv υφίσταται αμέλεια για τηv oπoία αυτός ευθύvεται σε σχέση με τo επικίvδυvo αυτό πράγμα ή τη διαφυγή τoυ πράγματoς αυτoύ».

Στην υπόθεση Δήμος Πάφου ν. C&N KYRIAKOY LTD[16], το Ανώτατο Δικαστήριο πραγματευόμενο το ζήτημα της πρόκλησης ζημιάς από διαφυγή νερού ανέφερε τα εξής κατά την ανάλυσή του:

«Το καθήκον επιμέλειας συναρτάται προς τη δυνατότητα πρόβλεψης του κινδύνου. Εφόσον, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι ευλόγως εμφανής, τότε η παράλειψη λήψης ανάλογου μέτρου προφύλαξης συνιστά αμέλεια (βλ. Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 484).

Μετά την απόδειξη υπαιτιότητας που συναρτάται με την μη ή την πλημμελή εκπλήρωση οφειλόμενου καθήκοντος, το Δικαστήριο εξετάζει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και της ζημιάς που προκλήθηκε.

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ελευθερίας Ζαπίτη κ.ά. (2003) 1Β ΑΑΔ 749 στη σελ. 760 η «αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό και θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα. Ακόμα και στην περίπτωση που εναγόμενος παραδέχεται αμέλεια, ο ενάγων δεν δικαιούται, άνευ άλλου τινός, αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd [1979] 2 All E.R. 1185).»*

Στην προκείμενη περίπτωση, οι υπόγειοι αγωγοί βρίσκονταν κάτω από δρόμο, ο οποίος συνόρευε με υποστατικά, μεταξύ των οποίων και αυτό των εφεσιβλήτων. Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η ζημιά που προέκυψε στα εμπορεύματα που ευρίσκονταν εντός του υποστατικού των εφεσιβλήτων ήταν αποτέλεσμα διαρροής νερού από τον υπόγειο αγωγό, λόγω του ότι έσπασε ένα λάστιχο. Να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι εφαρμόζεται η αρχή Res Ipsa Loquitur και δεν καταχωρήθηκε αντέφεση επί του ζητήματος έτσι ώστε να τίθεται θέμα εξέτασής του. Ως εκ τούτου, αυτό που απομένει είναι να εξεταστεί κατά πόσο οι εφεσίβλητοι απέδειξαν ότι η ζημιά που έχουν υποστεί ήταν το αποτέλεσμα της όποιας αμέλειας των εφεσιβλήτων. Όπως έχουμε προαναφέρει, η πρωτόδικη απόφαση στηρίζεται στην παράλειψη του Δήμου να συντηρήσει το σύστημα ύδρευσης. 

Δεν υπήρξε, όμως, μαρτυρία ότι ο λόγος που προκλήθηκε η βλάβη στο λάστιχο του σωλήνα ήταν η παράλειψη συντήρησης, όπως αυθαίρετα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ελλείπει ουσιαστικά η απόδειξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της κατ΄ ισχυρισμό αμέλειας των εφεσειόντων και της προκληθείσας ζημιάς. Το μόνο στοιχείο που υπήρχε ήταν ότι η διαρροή προήλθε από το σπάσιμο ενός λαστίχου, η οποία επιδιορθώθηκε αμέσως μόλις εντοπίστηκε το πρόβλημα. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το γεγονός ότι στην περιοχή διεξάγοντο υπογείως εργασίες από άλλες υπηρεσίες και ότι δεν υπήρξε διαρροή στην επιφάνεια του δρόμου, η οποία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή αμέσως και να επιδιορθωθεί προτού το νερό συσσωρευθεί σε παρακείμενα υποστατικά.

Από τη στιγμή που το Δικαστήριο προσέγγισε την υπόθεση στη βάση της παράβασης θεσμοθετημένου καθήκοντος και αμέλειας και δεν έκανε αποδεκτή οποιαδήποτε άλλη εισήγηση των εφεσιβλήτων, είτε λόγω εφαρμογής της αρχής Res Ipsa Loquitur, είτε ότι επρόκειτο για υπόθεση ιδιωτικής οχληρίας, έπρεπε να υπήρχε μαρτυρία που να καταδεικνύει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της κατ΄ισχυρισμό παράβασης ή της αμέλειας και της ζημιάς που προέκυψε. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας και ενώ υπήρχε η μαρτυρία του μηχανικού του Δήμου ότι το σπάσιμο του λαστίχου ήταν ένα τυχαίο γεγονός, το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν το βάρος απόδειξης που είχαν και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους.»

*Η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Ενώ στην υπόθεση Μάρως Αντωνίου Περσιάνη ν. Γενικού Εισαγγελέα[17], εξετάζοντας το ζήτημα υπό το πρίσμα τόσων του Άρθρου 52 του Κεφ. 148 όσο και του κανόνα που διατυπώθηκε στην υπόθεση Rylands v. Fletcher, το Εφετείο ανέφερε τα εξής:

«[…] Το άρθρο 52 του Κεφ. 148 προνοεί ότι, σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται:

[καταγράφεται το Άρθρο 52]

Το άρθρο 52, στις περιπτώσεις που ικανοποιούνται οι προαναφερόμενες δύο προϋποθέσεις, μετατοπίζει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υφίσταται αμέλεια, για την οποία ευθύνεται ο εναγόμενος, στους ώμους του.

Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, όπως ήδη παρατηρήσαμε, δεν αποδείχθηκε η αιτία των, κατ' ισχυρισμόν, ζημιών της Εφεσείουσας, που δεν ήταν παραδεκτές, ούτε και ότι ο Εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης ή είχε την ευθύνη οποιουδήποτε πράγματος ή ήταν ο κάτοχος της ιδιοκτησίας από την οποία έγινε η διαφυγή επικίνδυνου πράγματος. 

Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 52 του Κεφ. 148 στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. 

Ο κανόνας της Rylands v. Fletcher (ανωτέρω) είναι, βασικά, ότι πρόσωπο το οποίο, για δικούς του σκοπούς, φέρνει στη γη του και διατηρεί εκεί οτιδήποτε ενδέχεται να προκαλέσει ζημιά αν διαφύγει, είναι, εκ πρώτης όψεως, υπεύθυνο για οποιαδήποτε ζημιά θα προκληθεί από τη διαφυγή του, η οποία είναι η φυσική συνέπεια της διαφυγής. Η ευθύνη, δυνάμει της προαναφερόμενης αρχής, είναι αστική ευθύνη για ιδιωτική οχληρία και έχει εφαρμογή αναφορικά με ζημιά σε ακίνητη ιδιοκτησία. 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι η διοχέτευση νερού στο γειτνιάζον οικόπεδο από τον προαναφερόμενο αρχικό αγωγό, και η δημιουργία λιμναζόντων νερών ήταν πράγμα επικίνδυνο, για τη διαφυγή του οποίου ήταν υπεύθυνος ο Εφεσίβλητος. Δεν μπορεί να τεκμηριωθεί τέτοια εισήγηση διότι δεν αποδείχθηκε, με αξιόπιστη μαρτυρία, ότι η αιτία ή η κύρια αιτία των λιμναζόντων νερών στο γειτνιάζον οικόπεδο ήταν η εκροή από τον αγωγό δημόσιας ωφελείας. Επίσης δεν απεδείχθη πως ο Εφεσίβλητος ήταν καθ' οιονδήποτε τρόπο υπεύθυνος για τη διαφυγή των λιμναζόντων νερών προς το ακίνητο της Εφεσείουσας και την πρόκληση ζημιάς σ' αυτήν. Επιπρόσθετα, δεν απεδείχθησαν και οι ζημιές της Εφεσείουσας, τις οποίες αρνήθηκε ο Εφεσίβλητος. 

Στην υπόθεση Lambert and others v. Barratt Homes Ltd and another (2010) EWCA Civ. 681, εξετάστηκε από το Αγγλικό Εφετείο, ζήτημα αμέλειας και οχληρίας εξαιτίας πλημμύρας. Έγινε αναφορά στην προηγούμενη απόφαση, στην Goldman v. Hargrave (1966) 2 All ER 989 (1967) 1 AC 645, και επεξηγήθηκε το σχετικό καθήκον επιμέλειας. Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει και στην υπόθεση Dobson v. Thames Water Utilities (2009) EWCA Civ. 28, στην οποία εξετάστηκε ζήτημα οχληρίας από οχετό. 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχουν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις για τη δημιουργία αστικής ευθύνης εις βάρος του Εφεσίβλητου είτε στη βάση της αμέλειας είτε της οχληρίας είτε του άρθρου 52 του Κεφ. 148 είτε της αρχής της Rylands v. Fletcher (ανωτέρω).»

Έχοντας κατά νου τις νομικές αρχές προχωρώ να υπαγάγω τα ευρήματα που ήδη έκαμα και ξεκινώ με το να εξετάσω την πρώτη προδικαστική ένσταση που πρόβαλε η πλευρά της Εναγόμενης.

Υπενθυμίζω ότι ο ισχυρισμός που προβλήθηκε και τον οποίο, η Εναγόμενη εν προκειμένω όφειλε ν’ αποδείξει, είναι ότι ο Ενάγων κωλυόταν να προωθήσει την παρούσα Αγωγή επειδή παραιτήθηκε από τέτοιο δικαίωμα με τον κανόνα Δικαστηρίου στην Αγωγή 3863/2003.

Για σκοπούς εύκολης αναφοράς αυτούσιος ο επίδικος κανόνας αναγράφηκε στα ευρήματά μου πιο πάνω. Υπενθυμίζω επίσης ότι το ζήτημα που ανέδειξε η πλευρά του Ενάγοντας, τόσο δικογραφικά όσο και κατά τη μαρτυρία, προς αντίκρουση του ισχυρισμού της Εναγόμενης περί κωλύματος, ήταν ότι το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής είχε ολοκληρωθεί πριν την έγερση της Αγωγής αναφέροντας στο τι συνιστούσε, πάντα κατά τον Ενάγοντα, το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής. Όπως προσπάθησα να εξηγήσω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο Ενάγων - επί του σημείου - ήταν ιδιαιτέρως ασταθής στη θέση του, η οποία ουσιαστικά διαφοροποιήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Εκείνο που ενδεχομένως να προσπαθούσε να καταδείξει ο Ενάγων κατά την πρώτη μέρα της αντεξέτασής του ήταν ότι εκείνος είχε πληροφορηθεί ότι κέρδισε τη δίκη το 2007 και ότι κλήθηκε να δεχθεί ποσό χρημάτων, πράγμα που έπραξε, επειδή, όπως είπε, είχε υποχρεώσεις. Επαναλαμβάνω ότι η θέση τούτη, που δεν συνήδε με τα δικόγραφα του Ενάγοντα, μεταβλήθηκε την επόμενη ημέρα. Επέμεινε έπειτα ο Ενάγων ότι η τοποθέτηση επιπλέον και αντλιών σωλήνας το έτος 2007, ήταν και η ολοκλήρωση του νέου συστήματος ομβρίων υδάτων και συνεπώς τόσο το, κατά τον ίδιο, ζημιογόνο γεγονός έπεται χρονικά της ολοκλήρωσης και συνεπώς εκπίπτει της παραίτησης του δικαιώματός του να φέρει νέα Αγωγή εναντίον της Εναγόμενης για τους ίδιους λόγους. Αυτά όσον αφορά τη θέση του Ενάγοντα επί του θέματος.

Όμως εναπόκειτο, όπως ήδη ανέφερα, στην πλευρά της Εναγόμενης ν’ αποδείξει τον ισχυρισμό της περί κωλύματος του Ενάγοντος να εγείρει την Αγωγή.  Με την αποδοχή της μαρτυρίας της πλευράς της Εναγόμενης και την απόρριψη της εκδοχής που πρόσφερε ο Ενάγοντας αναφορικά με την ολοκλήρωση του νέου συστήματος άντλησης ομβρίων υδάτων στην περιοχή, κατέληξα, έχοντας ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό, ότι το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων πράγματι δεν είχε ολοκληρωθεί κατά το χρόνο έγερσης της παρούσας Αγωγής παρά μόνο ολοκληρώθηκε το έτος 2019.

Επίσης, εκ του Τεκμηρίου 8, το περιεχόμενο του οποίου δεν έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο αμφισβητηθεί, διαπιστώνω, με απλή ανάγνωση και αντιπαραβολή του εν λόγω Τεκμηρίου με το Κλητήριο της παρούσας Αγωγής, ότι, πράγματι, η Αγωγή 3864/2003 αφορά τα ίδια ζητήματα που εγείρονται και στην παρούσα. Επισημαίνω - εκ του περισσού ενδεχομένως - ότι ούτε το σημείο τούτο αμφισβητήθηκε από την πλευρά του Ενάγοντος. Συνεπώς κρίνω ότι ο λόγος για τον οποίο εγέρθηκε η παρούσα Αγωγή είναι ο ίδιος με εκείνον που εγέρθηκε η Αγωγή 3864/2003 και άρα και τούτο το μέρος του κανόνα Δικαστηρίου στην Αγωγή 3864/2003 ίσχυε κατά το χρόνο έγερσης της προδικαστικής ένστασης.

Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, προχωρώ να εξετάσω τις λοιπές πτυχές του επιχειρήματος που ανέπτυξε η πλευρά της Εναγόμενης:

Είναι καλά θεμελιωμένη αρχή ότι ο κανόνας Δικαστηρίου αποτελεί συμφωνία μεταξύ των μερών[18]. Εν προκειμένω, οι διάδικοι στην Αγωγή 3864/2003 εκπροσωπούντο από δικηγόρους οι οποίοι εδήλωσαν, ρητώς, ότι κατέληξαν σε συμφωνία, η οποία καταγράφηκε, και με την οποία η Εναγόμενη θα πλήρωνε στον Ενάγοντα κάποια ποσά σε χαριστική βάση και χωρίς ν’ αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη για τα γεγονότα που προκάλεσαν ζημιά και ότι η τα ποσά θα αφορούσαν και έτη τα οποία έπονταν των επιδίκων της Αγωγής εκείνης. Το κρισιμότερο, για την παρούσα διαδικασία, σημείο αφορά τη δήλωση παραίτησης από μέρους του Ενάγοντα «από οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης για ζημιές του στα θερμοκήπια για τον ίδιο λόγο που προβάλλει στην παρούσα αγωγή εναντίον των διαδίκων της παρούσας Αγωγής και οιουδήποτε άλλου νομικού προσώπου ή άλλης τοπικής αρχής μέχρι να ολοκληρωθεί το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής», παραίτηση που έγινε αφού εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση όπως η Εναγόμενη του καταβάλει το ποσό των ΛΚ 55,000, άνευ αποδοχής ευθύνης πλέον συμφωνηθέντα έξοδα και τόκους.

Σε σχέση με το κώλυμα παραθέτω απόσπασμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωάννου ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1522, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Σύμφωνα με τον Nokes το Κώλυμα (Estoppel) είναι ένας κανόνας με τον οποίο ένας διάδικος εμποδίζεται από του να εγείρει ή να αρνηθεί ένα γεγονός (Nokes "Introduction to Evidence", 3rd Ed., page 208), ενώ σύμφωνα με τον Phipson είναι ένας κανόνας που εμποδίζει ένα διάδικο από του να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως.  (Phipson on Evidence, 12th Ed., page 912).

Το Κώλυμα μπορεί να είναι: (1)   Κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record), (2)   Κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed)  και (3)   Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct or Estoppel in pais).»

Ως ήδη ανέφερα, ο κανόνας Δικαστηρίου έχει ισχύ συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η οποία καταγράφηκε στο πρακτικό του Δικαστηρίου κατά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης. Δεν έχω οποιοδήποτε λόγο, συνεπώς, να μην θεωρήσω ότι μια συμφωνία επί Δικαστηρίω εμπίπτει δυνητικώς τόσο στην κατηγορία των καταχωρίσεων σε έγγραφα, όσο και στην κατηγορία συμπεριφοράς.

Ερμηνεύοντας, λοιπόν, την μεταξύ των διαδίκων μερών συμφωνία, διαπιστώνω ότι το μόνο σημείο που χρήζει ενασχόλησης είναι το κατά πόσο το ορόσημο της ολοκλήρωσης του νέου συστήματος άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής είναι αρκούντως σαφές προκειμένου να υποδεικνύεται το δεσμευτικό για τους διαδίκους περιεχόμενο. Και εδώ ακριβώς είναι που το Δικαστήριο προβληματίστηκε ιδιαιτέρως. Η αναφορά στη συμφωνία επί Δικαστηρίω σε «σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων» δεν περιέχει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες για το περιεχόμενο τούτου του συστήματος. Η πλευρά του Ενάγοντας απέδωσε το δικό της περιεχόμενο σ’ αυτή και η πλευρά της Εναγόμενης το δικό της. Η πλευρά της Εναγόμενης έπεισε, εν τέλει, στο ότι το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων δεν αφορούσε τις κατά τον ισχυρισμό του Ενάγοντας προσθήκες επιπλέον αντλιών, αλλά ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Η μαρτυρία του Ενάγοντος κατά την πρώτη ημέρα της αντεξέτασής του επιβεβαίωσε το γεγονός της εμπλοκής της Cybarco και της έναρξης του έργου πολύ μεταγενέστερα.

Παρά ταύτα, τούτο δεν ήταν και το καίριο σημείο που έπρεπε ν’ αποδειχτεί από την Εναγόμενη, ούτως ώστε η προδικαστική ένσταση να στεφθεί μ’ επιτυχία. Η Εναγόμενη όφειλε να καταδείξει ότι πρόθεση και – εν τέλει – η συμφωνία των διαδίκων κατά τη δήλωση του κανόνος Δικαστηρίου ήταν ότι: το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής που συμφωνήθηκε τον καιρό που γινόταν η δήλωση ήταν εκείνο που αποδέχθηκα ότι ολοκληρώθηκε. Αλλά η Εναγόμενη δεν προσκόμισε τέτοια μαρτυρία. Ναι μεν προσκόμισε μαρτυρία ότι το νέο σύστημα άντλησης όμβριων υδάτων ήταν το προκυρηχθέν έργο το οποίο υλοποιήθηκε κατά το έτος 2019, αλλά όχι ότι αυτό ήταν και το σύστημα για το οποίο συμφώνησαν οι δύο πλευρές κατά τις δηλώσεις τους. Εν κατακλείδι, και ερμηνεύοντας τη συμφωνία των μερών, ως κατ’ εξοχήν έργο του Δικαστηρίου, καταλήγω ότι η διατύπωσή της ήταν γενική και αόριστη σε βαθμό που κάθε μια εκ των πλευρών θα μπορούσε να της αποδώσει το περιεχόμενο που εξυπηρετούσε καλύτερα τη θέση της, ελλείψει οποιασδήποτε αποδεχτής μαρτυρίας επί του θέματος. Επισημαίνω ότι, παρά την σχετικά μακρά αντεξέταση του Ενάγοντα, ουδέποτε του υπεβλήθη θέση ότι το νέο σύστημα άντλησης ομβρίων υδάτων που ολοκληρώθηκε το 2019 ήταν εκείνο που συμφωνήθηκε το 2007 κατά τις δηλώσεις στο Δικαστήριο, αλλ’ ούτε προσκομίστηκε θετική μαρτυρία από την πλευρά της Εναγόμενης ότι πράγματι η συμφωνία του 2007 αφορούσε το σύστημα που ολοκληρώθηκε το 2019. Η παράλειψη τούτη κρίνω είναι καθοριστική σε σχέση με την προωθηθείσα προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης.

Από το στιγμή που το γεγονός της ολοκλήρωσης του συστήματος άντλησης ομβρίων υδάτων της περιοχής το 2019 δεν συσχετίστηκε επαρκώς με τη συμφωνία του 2007, δεν μπορώ να εικάσω αναφορικώς με τις προθέσεις ή το περιεχόμενο της συμφωνίας των διαδίκων μερών κατά τη δήλωση της συμφωνίας στο Δικαστήριο και συνεπώς δεν έχω ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι η Εναγόμενη απέδειξε ότι η παραίτηση του Ενάγοντα ήταν εντός της εμβέλειας του κανόνος. Αναπόδραστα, η πρώτη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Αδιευκρίνιστο παρέμεινε το κατά πόσο η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορούσε οτιδήποτε άλλο πέραν από μια άμεση διασύνδεση με την πρώτη. Ότι δηλαδή η Αγωγή είναι πρόωρη ακριβώς επειδή δεν θα μπορούσε να κινηθεί πριν την ολοκλήρωση του νέου συστήματος άντλησης ομβρίων υδάτων. Τούτο βεβαίως αποτελεί συμπέρασμα δικό μου, καθότι, δεν δόθηκε οποιαδήποτε άλλη διάσταση, ούτε προωθήθηκε οτιδήποτε άλλο εν σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης. Εν πάση περιπτώσει, άλλος λόγος που ενδεχομένως η Αγωγή να ήτο πρόωρη ούτε προβλήθηκε, ούτε προέκυψε από τη μαρτυρία. Συναφώς, και η δεύτερη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Έχοντας απορρίψει τις προδικαστικές ενστάσεις της Εναγόμενης, εναπόκειτο στον Ενάγοντα ν’ αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι υπέστη ζημιά ένεκα της εισροής νερού στο κτήμα του λόγω της αμέλειας ή της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της Εναγόμενης να διασφαλίσει την διοχέτευση των νερών ορθά ή ακόμα και ότι το νερό το οποίο εισέρρευσε στο εν λόγω κτήμα του προήλθε από το χώρο που έλεγχε η Εναγόμενη.

Στη βάση όμως της ενώπιον μου αποδεχτής μαρτυρίας δεν αποτέλεσε εύρημά μου ότι πράγματι κατά τις επίδικες ημέρες η εισροή νερού στα κτήματα του Ενάγοντα - η οποία εν πάση περιπτώσει ούτε αυτή καθ’ αυτή αποδείχθηκε καθότι δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε σχετικό - προήλθε από το κανάλι ή από την υπερχείλισή του ή από τη δεξαμενή εντός της οποίας βρίσκεται το επίδικο αντλιοστάσιο ή γενικά από το σύστημα για το οποίο είχε ευθύνη η Εναγόμενη. Ο Ενάγοντας δηλαδή δεν απέδειξε στο Δικαστήριο ότι κατά τις επίδικες ημέρες τα νερά που κατ’ ισχυρισμό εισέρρευσαν στο κτήμα του προήλθαν από τα σύστημα αποχέτευσης ομβρίων υδάτων πλησίον του νέου λιμανιού Λεμεσό, το οποίο τελούσε υπό την ευθύνη της Εναγόμενης.

Επισημαίνεται περαιτέρω ότι δεν απεδείχθη καν ότι μετά την βροχόπτωση της 9ης Νοεμβρίου 2012, το κτήμα του πλημύρισε μια και δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία, πέραν της δήλωσης του ιδίου και του ΜΕ1 – την οποία εν πάση περιπτώσει δεν αποδέχθηκα – που να δεικνύει την πλημύρα. Παρά ταύτα, έστω και χάριν επιχειρήματος να δεχόμουν τη θέση του Ενάγοντος ότι το κτήμα του πλημύρισε ένεκα της βροχόπτωσης, η ένταση της οποίας σημειώνω ούτε αυτή αποδείχθηκε, δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξω, ενόψει της αποδεχτής ενώπιον μου μαρτυρίας, ότι η αιτία για την πλημύρα σχετιζόταν με ή εντοπίζεται στο υπό τον έλεγχο της Εναγόμενης σύστημα. Ως ήδη ανέφερα ούτε δικογραφικά, αλλ’ ούτε με τη μαρτυρία του Ενάγοντα υπήρξε οποιαδήποτε αιτιώδης σύνδεση. Η μαρτυρία του Ενάγοντα επί του σημείου ήταν με αναφορές μόνο σε κατ’ ισχυρισμό κατ’ εξακολούθηση φαινόμενα όπως οι υπερχειλίσεις και οι αδυναμίες άντλησης, αλλά ουδέν συγκεκριμένο παρουσιάστηκε που να είτε να συνδέει την επίδικη πλημμύρα με οποιαδήποτε εκ των κατ’ ισχυρισμό γενεσιουργών αιτιών, αλλά ακόμη ούτε και οτιδήποτε άλλο που έστω να καταδεικνύει την ύπαρξη κατ’ εξακολούθηση φαινόμενου πλημύρας, το οποίο να οφείλετο σε οτιδήποτε που σχετιζόταν με την Εναγόμενη είτε με το υπό της Εναγόμενης ελεγχόμενο σύστημα. Δεν διαφάνηκε συνεπώς ότι η όποια πλημύρα ή εισροή νερού στο κτήμα του Ενάγοντα κατά τον επίδικο χρόνο προήλθε από το χώρο που έλεγχε η Εναγόμενη.

Ως κατέληξα, δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε ικανό να καταδείξει ότι, κατά τον επίμαχο χρόνο πρώτον η δεξαμενή είχε πράγματι πλημμυρίσει και δεύτερον ότι πράγματι οι αντλίες που υπήρχαν στη δεξαμενή δεν ήταν ικανές να λειτουργήσουν σύμφωνα με το σκοπό τους. Μέσα από τη μαρτυρία αναδείχθηκε μόνον ότι, σε περιπτώσεις αυξημένης βροχόπτωσης, τα αρμόδια τμήματα της Εναγόμενης ενίσχυαν τη δυνατότητα άντλησης με κινητές αντλίες. Πλην όμως το θέμα αυτό τέθηκε γενικά, ως πρακτική του αρμόδιου τμήματος. Το κατά πόσο τούτο πράγματι χρειάστηκε να γίνει, κι αν πράγματι έγινε ή δεν έγινε κατά παράβαση κάποιου καθήκοντος της Εναγόμενης, κατά την επίδικη ημερομηνία παρέμεινε χωρίς ελάχιστη τεκμηρίωση. Ως προς το κανάλι, ουδεμία μαρτυρία προσκόμισε ο Ενάγων που να επιβεβαιώνει ότι πράγματι η βλάστηση εκείνη δημιουργούσε το πρόβλημα που επικαλέστηκε. Ενδεχομένως ο Ενάγοντας ν’ ανέμενε από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει τη θέση του ως θέμα κοινής λογικής, ή εν πάση περιπτώσει, κάποιας βεβαιότητας εκ του φωτογραφικού υλικού που προσκόμισε. Το Δικαστήριο όμως δεν μπορεί να καταλήξει σε εύρημα ότι η βλάστηση εμπόδιζε το νερό από το ρέει, χωρίς να έχει ενώπιον του οτιδήποτε που ν’ αποδεικνύει τούτο. Δεν μπορεί το Δικαστήριο δηλαδή να καταλήξει ως θέμα κοινής λογικής ότι η βλάστηση στην απεικονιζόμενη ανάπτυξη, η οποία σημειώνω δεν ήταν καν χρονολογικά η επίδικη, σταματούσε τη ροή του νερού. Πέραν τούτου όμως - και σε δεύτερο επίπεδο - ο Ενάγων δεν προσκόμισε έστω οποιαδήποτε μαρτυρία με την οποία ν’ αποδεικνύει ότι πράγματι το κανάλι ήταν κατά την 8η Νοεμβρίου ή έστω κατά την 9η Νοεμβρίου, ή σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο κατά ή μετά τις ισχυριζόμενες βροχοπτώσεις, υπερχειλισμένο ή ότι είχε υπερχειλίσει και ότι ήταν λόγω της υπερχείλισής του που το κτήμα του εν τέλει επηρεάστηκε και υπέστη ζημιά. Συνεπώς δεν μπορώ να καταλήξω ότι η Εναγόμενη ήτο αμελής.

Επιπρόσθετα της πιο πάνω ανάλυσης, αλλά κι ανεξάρτητα αυτής, σημειώνεται ότι η ζημιά που αξίωσε ο Ενάγοντας ήταν ειδική και κατά την πλευρά του βασιζόμενη σε κατ’ ισχυρισμό εκτίμηση της απώλειας που είχε λόγω πλημύρας αλλά και λόγω μελλοντικής απώλειας βασιζόμενης στην εκτίμηση του ΜΕ1. Κρίνω, έχοντας κατά νου τα ευρήματά μου, ότι ο Ενάγοντας δεν απέδειξε ούτε τη ζημιά που κατ’ ισχυρισμό υπέστηκε λόγω της αναφερόμενης πλημύρας. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΕ1 επί του σημείου, λόγω σοβαρών κενών στην τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων της έκθεσής του, δεν αποτέλεσε εύρημά μου ότι ο Ενάγοντας υπέστη τη ζημιά που ισχυρίστηκε. Ο υπολογισμός της ζημιάς, κατά τη μαρτυρία του ΜΕ1, έγινε με βάση τιμές, οι οποίες όμως ουδέποτε αποδείχθηκε στο Δικαστήριο ότι ήταν πραγματικές και ότι αντικατόπτριζαν τις ισχύουσες κατά τον επίδικο χρόνο και συνεπώς αποτελούσαν και την ορθή προσέγγιση για την τελική του εκτίμηση.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η Αγωγή του Ενάγοντα δεν έχει οποιαδήποτε περιθώρια επιτυχίας και θα πρέπει να απορριφθεί. Προτού εγκαταλείψω την απόφαση μου, θεωρώ ορθό να εξετάσω το ζήτημα των αποζημιώσεων, έτσι ώστε να υπάρχει  απόφαση του Δικαστηρίου επ’ αυτού στην περίπτωση που ήθελε κριθεί λανθασμένη η κατάληξη μου. Στη βάση της αποδοχής της μαρτυρίας του ΜΥ1 ως αξιόπιστης, κρίνω ότι η εκτίμηση στην οποία ο ίδιος προέβη και την οποία επεξήγησε στο Δικαστήριο είναι και η μόνη στην οποία θα μπορούσα να βασιστώ για να επιδικάσω οποιοδήποτε ποσό. Συνεπώς, θα επιδίκαζα το ποσό των €32,534 (€32,231 πλέον €303).  

Η Αγωγή απορρίπτεται. Στη βάση του κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και αφού δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δικαιολογεί άλλη μεταχείριση του θέματος, επιδικάζω έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Homeros Th. Courtis a.o. v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180

[2] (βλ. C & A Pelekanos Associates Limited ν. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)

[3] (βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454)

[4] (βλ. Όμηρος Σάββα Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506)

[5] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[6] (βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 2298)

[7] (βλ. Γιαννάκης Πελεκάνος κ.α. ν. Ανδρέα Πελεκάνου κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1746)

[8] (βλ. Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295)

[9] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220 και Σωκράτης Ναθαναήλ v. Hissam Hes Ali (2001) 1 (Γ) 1689)

[10] βλ. Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου Λάμπρου Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475)

[11] βλ. ΣΤΡΑΤΜΑΡΚΟ ΛΤΔ. ν. Πέτρου Μιχαήλ (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 453

[12] Βλ. Κύπρος Ξενοφώντος ν. 1. K. N. Zoo Bar Restaurant Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση 447/2011, 15.12.2016

[13] Στο κείμενο: «The claimant must lead either direct of circumstantial evidence tending to establish both the facts necessary to establish a breach of duty and any additional facts required to establish causation of loss [..] The evidence must also be sufficient to show that, on the balance of probabilities, the most likely cause of both was the negligence of the defendant, or some person for whose negligence the defendant is responsible in law. If the claimant fails to establish that the defendant caused the harm of which complaint is made, or some part of it, then the action will fail»

[14] Βλ. M. HADJI κ.α. ν. 1. ADONIS BATHS MAVROKOLIMBOS WATERFALLS LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση 192/14, 10.5.2022

[15]  (2003) 1 ΑΑΔ 447

[16] Πολιτική Έφεση 228/09, ημερομηνίας 23.03.2017, ECLI:CY:AD:2017:A100

[17] Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2012, 20/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:A123

[18] Βλ. Απαισιώτη κ.α. ν. Ραγιά κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 882 και Μούχτου κ.α. ν Χειμάρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1794


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο