ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  242/2018

 

Μεταξύ:-

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

Ενάγουσας

 

- και –

 

ΜΑΡΙΟΥ Π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εναγομένου

 

 

Ημερομηνία: 10η Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κος Γ. Μαυρόγιαννης για Ανδρέας Σάββα & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Εναγόμενο: κα Στ. Ευριπίδου

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δύο πρώην σύζυγοι επιχείρησαν μετά την έκδοση του διαζυγίου τους να επιλύσουν οικονομικές διαφορές που προέκυψαν από την εκμίσθωση συνιδιόκτητης κατοικίας τους μέσω της παρούσας Αγωγής, με την οποία η Ενάγουσας αξιώνει το ½ του μισθώματος και ο Εναγόμενος ανταπαιτεί συνεισφορά για έξοδα τα οποία υπέστη για κοινούς σκοπούς των διαδίκων.

 

ΤΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

 

Οι διάδικοι είναι πρώην σύζυγοι και συνιδιοκτήτες, κατά ¼ μερίδιο έκαστος, κατοικίας στη Λεμεσό (η «Κατοικία»). Περί τις 09/02/2017 οι διάδικοι εκμίσθωσαν δυνάμει συμφωνίας την Κατοικία σε εταιρεία (η «Ενοικιάστρια»), έναντι συμφωνηθέντος ενοικίου €1400 μηνιαίως (€1.368,50 μετά την αποκοπή εισφοράς για την άμυνα). Με την υπογραφή της συμφωνίας θα καταβαλλόταν το ποσό των €1.400 ως εγγύηση, πλέον €4.105,50 ως προπληρωμή ενοικίων για τους μήνες Μάρτιο – Απρίλιου του 2017 (συνολικά €5.505,50). Η Ενάγουσα συγκατατέθηκε εγγράφως όπως το ποσό των €5.505,50 κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό του Εναγομένου, επειδή οι διάδικοι δεν διατηρούσαν κοινό λογαριασμό και επειδή συμφώνησαν να ανοιχθεί κοινός λογαριασμός άμεσα, ώστε να κατατίθεται σε αυτόν το ενοίκιο.

 

Στη βάση συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, το ενοίκιο θα κατανέμετο ως εξής: (α) €618,50 να κατατίθεται σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό έναντι δόσεων δανείου των διαδίκων, (β) €500 να λαμβάνει ο Εναγόμενος για το ενοίκιο του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε και (γ) ποσό €250 να λαμβάνει η Ενάγουσα. Κατά παράβαση της συμφωνίας των διαδίκων ο Εναγόμενος μόλις έλαβε το ποσό των €5.505,50 δήλωσε στην Ενάγουσα ότι δεν θα ανοιχθεί κοινός λογαριασμός και ότι δεν θα κατέβαλλε κανένα ποσό ως δόση δανείου και κανένα ποσό στην ίδια. Έκτοτε, λαμβάνει όλο το ενοίκιο ο ίδιος καταχρηστικά και πλουτίζοντας αδικαιολόγητα σε βάρος της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα ενημέρωσε την Εταιρεία για την παραβατική συμπεριφορά του Εναγομένου και της ζήτησε να καταθέτει το ½ του ενοικίου σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό. Επίσης, κάλεσε επανειλημμένως τον Εναγόμενο να της καταβάλει το μερίδιό της επί του εισπραχθέντος ενοικίου, αλλά ο Εναγόμενος αρνείται να το πράξει, εξ ου και καταχώρισε την παρούσα Αγωγή, αξιώνοντας ποσό €8.226,75, τιμωρητικές αποζημιώσεις, τόκο και έξοδα.

 

Στις 15/10/2018 ο Εναγόμενος καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, με την οποία εγείρει, καταρχάς, προδικαστική ένσταση αναφέροντας ότι η Ενάγουσα εμποδίζεται να προωθεί την παρούσα Αγωγή λόγω συμφωνίας της να μην προβάλει οποιοδήποτε δικαίωμα έναντι της Κατοικίας και/ή χρήσης αυτής. Πέραν τούτης, παραδέχεται τη σχέση των διαδίκων και τη συμφωνία ενοικίασης με την Ενοικιάστρια, αλλά αρνείται ότι συμφώνησε με την Ενάγουσα να ανοιχθεί κοινός τραπεζικός λογαριασμός για κατάθεση του ενοικίου. Σε σχέση με τον τρόπο καταμερισμού του ενοικίου, ισχυρίζεται ότι εκείνο που συμφωνήθηκε ήταν: (α) να λαμβάνει εκείνος ποσό €500 για την διαμονή του σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, (β) ποσό €638 να κατατίθεται στη δόση στεγαστικού τους δανείου και (γ) ποσό €200 να λαμβάνει η Ενάγουσα όταν και εφόσον καλυφθούν όλα τα έξοδα επιδιόρθωσης της Κατοικίας, τα οποία έγιναν προτού ενοικιαστεί και κάποια έξοδα αγοράς εξοπλισμού για το δικό του διαμέρισμα, αφού η Κατοικία ενοικιάστηκε επιπλωμένη. Εντέλει, τα έξοδα που επωμίστηκε ο Εναγόμενος για τους πιο πάνω σκοπούς υπερέβησαν τα αξιούμενα ενοίκια. Επωμίστηκε και πρόσθετα έξοδα, μεταξύ των οποίων και έξοδα για τις υπηρεσίες χρηματοοικονομικού συμβούλου για σκοπούς διακανονισμού μη εξυπηρετούμενων δανείων των διαδίκων. Συνεπώς, ανταπαιτεί από την Ενάγουσα το ½ των εξόδων που επωμίστηκε για την επιδιόρθωση της Κατοικίας από τον Μάρτιο του 2017 και εξής και το ποσό που κατέβαλε για τις υπηρεσίες χρηματοοικονομικού συμβούλου.  

 

Στις 23/11/2018 η Ενάγουσα καταχώρισε Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, με την οποία αρνείται πλείστους εκ των ισχυρισμών του Εναγομένου, παραθέτοντας την δική της εκδοχή. Παραδέχεται ότι τα έξοδα ορισμένων εργασιών στην Κατοικία θα καλύπτονταν από το ποσό που θα λάμβαναν οι διάδικοι ως ενοίκιο, αποδέχεται κάποια από τα κονδύλια που επικαλείται ο Εναγόμενος και απορρίπτει τα υπόλοιπα με το αιτιολογικό ότι είναι άσχετα με την ενοικίαση και δεν προσκομίστηκαν αποδείξεις και απορρίπτει την Ανταπαίτηση.

 

Στη βάση της σχετική Κλήσης για Οδηγίες καταχωρίσθηκαν εκατέρωθεν ένορκες αποκαλύψεις εγγράφων, κατάλογοι μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας και έλαβε πορεία ακρόασης.

 

Η ΑΚΡΟΑΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Στο πλαίσιο της Ακροαματικής διαδικασίας έδωσαν μαρτυρία μόνο οι διάδικοι και αντεξετάστηκαν. Οι συνήγοροι των διαδίκων παρέδωσαν στο Δικαστήριο τις αγορεύσεις τους Γραπτώς και προέβησαν, επίσης, σε προφορικές διευκρινίσεις.

 

Σημειώνεται εξ αρχής, σε σχέση με την Αγόρευση του δικηγόρου της Ενάγουσας, ότι μέσω αυτής επιχειρείται σε αρκετά σημεία η προσκόμιση μαρτυρίας, η οποία είναι αντίθετη με τα πρακτικά του Δικαστηρίου ή δεν περιέχεται στα πρακτικά. Το θέμα έτυχε επισήμανσης κι από τη δικηγόρο του Εναγομένου κατά το στάδιο των αγορεύσεων, η οποία ετοίμασε και σχετικό κατάλογο με τα σημεία αυτά, προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αξιώνονται ποσά που δεν δικογραφούνται και είναι μεταγενέστερα της καταχώρισης της αγωγής, ενώ σχετικές αναφορές στην Γραπτή Δήλωση της Ενάγουσας διεγράφησαν μετά από απόφαση (ruling) του Δικαστηρίου και δεν προσκομίστηκε σχετική μαρτυρία.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι τα πρακτικά του Δικαστηρίου, δεόντως πιστοποιημένα, αποτελούν τη μοναδική πηγή για τα διαδραματισθέντα ενώπιον του. Οτιδήποτε δεν αναφέρεται στα πρακτικά δεν εξετάζεται, εκτός και αν τα πρακτικά διορθωθούν, κατόπιν δικαστικού αιτήματος, το οποίο λαμβάνεται για το σκοπό αυτό (βλ. Κουμαντάρης v. Αθανασίου (2004) 2 Α.Α.Δ. 26, 30, Αλέκα Π. Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέως, Π.Έ. Αρ. Ε87/2013, ημερ. 20/12/2023). Συνεπώς, γεγονότα που αναφέρονται από τον δικηγόρο της Ενάγουσας, στο βαθμό που δεν συνάδουν με τα πρακτικά του Δικαστηρίου συνιστούν ανεπίτρεπτη μαρτυρία και, ως εκ τούτου, δεν θα ληφθούν υπόψιν.

 

Η μαρτυρία της Ενάγουσας

 

Η Ενάγουσα κατέθεσε Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Α), ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, εξετάστηκε και αντεξετάστηκε προφορικά. Ανέφερε ότι ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια ¼ μεριδίου ακινήτου στην Επαρχία Λεμεσού, εντός του οποίου υπάρχει η Κατοικία και ο Εναγόμενος ήταν συνιδιοκτήτης έτερου ¼ μεριδίου. Η Κατοικία πωλήθηκε στις 29/04/2022. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 τον σχετικό τίτλο ιδιοκτησίας και ως Τεκμήριο 2 διάταγμα λύσης του γάμου των διαδίκων, ημερομηνίας 01/02/2017.

 

Στις 09/02/2017, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας ενοικίασης (το «Ενοικιαστήριο» - Τεκμήριο 3), οι διάδικοι εκμίσθωσαν την Κατοικία στην Ενοικιάστρια για δύο έτη, με δικαίωμα ανανέωσης για ακόμα ένα έτος, έναντι συμφωνηθέντος μηνιαίου ενοικίου €1.400 (€1.368,50 + €31,50 εισφορά για την άμυνα). Κατά την 07/02/2017 η Ενάγουσα υπέγραψε έγγραφη συγκατάθεση (Τεκμήριο 4) για να εμβαστούν τα μισθώματα σε τραπεζικό λογαριασμό του Εναγομένου, για ευκολία, μέχρι να ανοίξουν με τον Εναγόμενο κοινό τραπεζικό λογαριασμό, ως είχαν συμφωνήσει, ώστε να κατατίθεται εκεί το μίσθωμα. Η συγκατάθεση κοινοποιήθηκε στην Ενοικιάστρια. Με την υπογραφή του Ενοικιαστήριου, η Ενοικιάστρια κατέθεσε στον λογαριασμό του Εναγομένου €1.400 ως εγγύηση και €4.105,50 ως προπληρωμή των πρώτων τριών ενοικίων.

 

Η Ενάγουσα υποστήριξε ότι έκανε συμφωνία με τον Εναγόμενο να ανοίξουν κοινό τραπεζικό λογαριασμό προκειμένου να εμβάζεται εκεί το μηναίο μίσθωμα και ακολούθως να κατανέμεται ως εξής:

 

(α)     €618,50 να κατατίθενται σε συγκεκριμένο λογαριασμό έναντι δανείου,

(β)     €500 να λαμβάνει ο Εναγόμενος, για το μηνιαίο ενοίκιο που κατέβαλλε για τη διαμονή του σε διαμέρισμα μετά τη λύση του γάμου των διαδίκων και

(γ)     €250 να λαμβάνει η Ενάγουσα.

 

Ο Εναγόμενος δεν τήρησε την πιο πάνω συμφωνία. Αρχικά κωλυσιεργούσε και εν τέλει της δήλωσε ότι δεν προτίθετο να προβεί στο άνοιγμα κοινού λογαριασμού ούτε να της αποδώσει οποιοδήποτε ποσό από το μίσθωμα και δεν κατέβαλλε κανένα ποσό έναντι του δανείου.

 

Η Ενάγουσα ενημέρωσε την Ενοικιάστρια, ζητώντας της να καταθέτει το ήμισυ του μισθώματος σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό, ανακαλώντας την προηγούμενη συγκατάθεσή της ημερομηνίας 07/02/2017. Η Ενοικιάστρια απαίτησε να της κοινοποιηθεί γραπτώς η αλλαγή και, κατ’ εντολή της Ενάγουσας, οι δικηγόροι της συνέταξαν σχετική επιστολή ημερομηνίας 18/09/2017, η οποία επιδόθηκε στην Ενοικιάστρια στις 12/10/2017 (Τεκμήριο 5). Η Ενοικιάστρια αρνήθηκε να αλλάξει τον τρόπο πληρωμής και ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων της Ενάγουσας και της Ενοικιάστριας (Τεκμήρια 6-8).

 

Παρά τις αλλεπάλληλες οχλήσεις της Ενάγουσας, ο Εναγόμενος αρνείτο να της αποδώσει το ήμισυ των εισπραχθέντων ενοικίων, αυθαίρετα και παράνομα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πλουσιότερος σε βάρος της. Υποστήριξε ότι θα πρέπει να της αποδώσει το ήμισυ των συνολικώς εισπραχθέντων μισθωμάτων μέχρι και την καταχώριση της παρούσας Αγωγής την 02/02/2018, τα οποία ανέρχονται σε ποσό  €8.226,75 και αφορούν τα μισθώματα για τους μήνες Μάρτιο 2017 μέχρι και Ιανουάριο 2018, ήτοι €8,226,75 (€684,24 x 11 μήνες), πλέον €700 από την εγγύηση. Σε σχέση με τα ποσά που αξιώνει ο Εναγόμενος με την ανταπαίτησή του, η Ενάγουσα τα απορρίπτει ως εκ των υστέρων μεθοδεύσεις για να αποκομίσει αθέμιτο οικονομικό όφελος, με εξαίρεση τα έξοδα που αφορούν την μεσίτρια (€1.400), την αγορά κλειδαριάς (€85), την επιδιόρθωση κήπου και σωλήνων (€120) και λάμπες (€140), τα οποία αποδέχεται. Κατέθεσε, επίσης, έγγραφα που αφορούν το δάνειο των διαδίκων (Τεκμήρια 10 & 11).

 

Η μαρτυρία του Εναγομένου

 

Ο Εναγόμενος αναφέρθηκε στον γάμο, στα παιδιά και στο διαζύγιο των διαδίκων, στην συμφωνία ενοικίασης της Κατοικίας στην Ενοικιάστρια και στους όρους αυτής, ζητήματα εν πολλοίς παραδεκτά. Εκείνο που αμφισβήτησε είναι τη θέση της Ενάγουσας ότι συμφώνησαν μεταξύ τους ότι θα ανοιγόταν άμεσα λογαριασμός στο όνομα αμφοτέρων, στον οποίο θα κατατίθετο τόσο το ποσό που πλήρωσε προκαταβολικά η Ενοικιάστρια όσο και το μηνιαίο ενοίκιο.

 

Σε σχέση με το ποσό που κατέβαλε προκαταβολικά η Ενοικιάστρια, ισχυρίστηκε ότι αυτό ζητήθηκε προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα κάποιων εργασιών που έπρεπε να γίνονταν στην κατοικία και κάποιες εργασίες που ζήτησε η Ενοικιάστρια, καθώς και η αμοιβή της μεσίτρια.

 

Υποστήριξε, επίσης, ότι η απόφαση για εκμίσθωση της συζυγικής Κατοικίας λήφθηκε για να καλυφθούν δάνεια που συνήψαν οι διάδικοι διαρκούσης της έγγαμης σχέσης, προκειμένου να αγοράσουν πρώτη κατοικία και να ανακαινιστούν ακίνητα ιδιοκτησίας της Ενάγουσας και της οικογένειάς της (δύο διαμερίσματα και ένα κατάστημα). Τα δάνεια αποπληρώνονταν μέχρι το 2014, και έκτοτε κατέστησαν ως μη εξυπηρετούμενα, ένεκα του χωρισμού τους, της οικονομικής κρίσης και των αυξημένων αναγκών των ανήλικων τέκνων τους. Αποφάσισαν να εκμισθώσουν την επίδικη Κατοικία για να καλυφθούν έξοδα υπηρεσιών συμβούλων και δικηγόρων, οι οποίοι διορίστηκαν για να προχωρήσουν σε τελική συμφωνία με τις τράπεζες.

 

Σε σχέση με τον τρόπο κατανομής του ενοικίου, υποστήριξε ότι η συμφωνία για τον καταμερισμό του ποσού των €1.368 ήταν η εξής:

 

(α)     ποσό €550 να δίδεται για το ενοίκιο του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε,

(β)     ποσό €638 να δίδεται για τη δόση του δανείου που έλαβε με την Ενάγουσα για την ανακαίνιση περιουσίας που ιδιοκτησιακά ανήκει στην οικογένεια της Ενάγουσας (και λήφθηκε με ενυπόθηκη εξασφάλιση το σπίτι των γονέων του) και

(γ)     ποσό €200 να λαμβάνει η Ενάγουσα, εφόσον όμως θα καλύπτονταν τα έξοδα επιδιόρθωσης της Κατοικίας, τα οποία έγιναν για σκοπούς ενοικίασής της, καθώς και τα έξοδα αγοράς εξοπλισμού και επίπλωσης του διαμερίσματός του, αφού η Κατοικία ενοικιάστηκε επιπλωμένη.

 

Αρνήθηκε ότι μόλις κατατέθηκαν τα πρώτα χρήματα από την Ενοικιάστρια ανέφερε στην Ενάγουσα ότι δεν επρόκειτο να ανοιχθεί κοινός λογαριασμός, αφού ουδέποτε συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο μεταξύ τους. Αναφέρθηκε στην ανάκληση της συγκατάθεσης της Ενάγουσας και στην απαίτησή της να κατατίθεται το ½ του μισθώματος επ’ ονόματί της, την οποία απέδωσε στην μη πληρωμή των δόσεων του δανείου τους.

 

Αναφέρθηκε στις πιέσεις που δεχόταν από την τράπεζα για αναδιάρθρωση του δανείου των μερών, τον κίνδυνο εκποίησης της ενυπόθηκης περιουσίας και στην απόφαση διορισμού χρηματοοικονομικού συμβούλου και δικηγόρου για να χειριστούν τις σχετικές υποθέσεις εντός και εκτός δικαστηρίων. Το κόστος των υπηρεσιών αυτών ήταν υψηλό και για την κάλυψή του χρησιμοποίησε τα χρήματα από το μίσθιο, μαζί με δικά του. Τελευταία πληρωμή δόσης έγινε τον Απρίλιο του 2017. Έκτοτε άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με την τράπεζα και, στη βάση συμβουλής του χρηματοοικονομικού συμβούλου και εν γνώσει της Ενάγουσας, σταμάτησαν την πληρωμή περαιτέρω δόσεων μέχρι να βρεθεί βιώσιμη λύση με την τράπεζα. Η καταβολή του ποσού των €638 που αντιστοιχούσε στις δόσεις συμφωνήθηκε να πληρωθεί μόνο όταν θα κατέληγαν σε συμφωνία με την τράπεζα.

 

Σε σχέση με την απαίτηση της Ενάγουσας υποστηρίζει ότι εάν το Δικαστήριο αποφασίσει να της αποδώσει το ½ του μισθίου που αξιώνει (€684) τότε αυτό θα πρέπει να της αποδοθεί από την ημερομηνία απόσυρσης της γραπτής συγκατάθεσής της, δηλαδή από τις 12/10/2017 και όχι από την έναρξη πληρωμής του ενοικίου τον Μάρτιο του 2017, ενώ περαιτέρω θα πρέπει να συνυπολογιστούν και να αφαιρεθούν διάφορα ποσά που επωμίστηκε ο ίδιος για την προετοιμασία της Κατοικίας για ενοικίαση και για αγορά εξοπλισμού για το δικό του διαμέρισμα.

 

Υποστήριξε ότι εισέπραξε αρχικά την προκαταβολή των €5.505 και στη συνέχεια το ενοίκιο των μηνών Ιουνίου – Οκτωβρίου 2017 (€6.840), μόνο, καθότι μετά την ανάκληση της συγκατάθεσης της Ενάγουσας για πληρωμή του ενοικίου σε λογαριασμό του Εναγομένου, η Ενοικιάστρια σταμάτησε να πληρώνει. Σε σχέση με το πρώτο ποσό, υποστήριξε ότι το ποσό των €1.400 αντιπροσωπεύει εγγύηση, η οποία θα πρέπει να επιστραφεί στην Ενοικιάστρια με τη λήξη της ενοικίασης, ενώ το υπόλοιπο ποσό των €4.105,50 θα αποτελέσει την πληρωμή των τελευταίων 3 ενοικίων πριν την λήξη της ενοικίαση. Σε κάθε περίπτωση, υποστηρίζει ότι δεν οικειοποιήθηκε για δικό του όφελος τα ποσά που έλαβε, ώστε να δικαιολογείται να τα αξιώνει η Ενάγουσα, αλλά τα διέθεσε για σκοπούς επιδιόρθωσης και ενοικίασης της Κατοικίας τους, για τα ενοίκια που καταβάλλει ο ίδιος και στην πληρωμή διάφορων άλλων εξόδων που περιλαμβάνουν την αμοιβή της μεσίτριας που εξηύρε τους ενοικιαστές, έξοδα συμβούλων, δικηγόρων, ασφάλιστρα κλπ, τα οποία παραθέτει αναλυτικά και συμποσούνται σε €8.942,13. Προσκόμισε ως Τεκμήρια 12-25 διάφορα έγγραφα προς απόδειξη των εξόδων αυτών.

 

Καταλήγει ότι το ποσό των €8.226,75 που διεκδικεί η Ενάγουσα δεν το οικειοποιήθηκε για δικό του όφελος για να το δικαιούται η Ενάγουσα, αλλά το διέθεσε για διάφορους κοινούς σκοπούς που παραθέτει. Στη βάση των πιο πάνω ζητά απόρριψη της αγωγής και ανταπαιτεί να του καταβληθεί μερίδιο των εξόδων που υπέστη.

 

ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Οι διάδικοι ήταν σύζυγοι και από τον γάμο τους απέκτησαν 5 παιδιά. Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε με διάταγμα Δικαστηρίου ημερομηνίας 01/02/2017.

 

Ήταν συνιδιοκτήτες, κατά ¼ μερίδιο έκαστος, της Κατοικίας, η οποία αποτελούσε τη συζυγική κατοικία. Η Ενάγουσα αποχώρησε από τη συζυγική κατοικία στις 15/08/2015, ενώ ο Εναγόμενος συνέχισε να διαμένει μέχρι τη λύση του γάμου τους. Μετά τη λύση του γάμου τους, αποφάσισαν να εκμισθώσουν την Κατοικία και ο Εναγόμενος να μισθώσει για τον εαυτό του διαμέρισμα.

 

Στις 09/02/2017, δυνάμει Ενοικιαστηρίου, οι διάδικοι εκμίσθωσαν την Κατοικία στην Ενοικιάστρια για δύο έτη, από 01/03/2017 – 28/02/2019, με δικαίωμα ανανέωσης για ακόμα ένα και συμφωνηθέν μηνιαίο ενοίκιο €1.400 (€1.368,50 + €31,50 εισφορά για την άμυνα). Η Ενάγουσα υπέγραψε έγγραφο ημερομηνίας 07/02/2017 (Τεκμήριο 4), σύμφωνα με το οποίο βεβαίωνε ότι δεν είχε ένσταση να εμβαστούν τα χρήματα του ενοικιαστηρίου εγγράφου σε τραπεζικό λογαριασμό του Εναγομένου.

 

Αμφότερα τα μέρη συμφωνούν ότι προέβησαν σε μεταξύ τους συμφωνία για τον τρόπο που θα κατένεμαν τα ενοίκια που θα εισέπρατταν, σύμφωνα με την οποία:

 

(α)     Κάποιο ποσό θα χρησιμοποιείτο έναντι δόσεων δανείου. Η Ενάγουσα υποστήριξε ότι το ποσό αυτό ήταν €618,50, ενώ ο Εναγόμενος €638.

(β)     Κάποιο ποσό θα χρησιμοποιείτο για την πληρωμή του ενοικίου του διαμερίσματος που θα ενοικίαζε ο Εναγόμενος. Η Ενάγουσα αναφέρθηκε σε €500 και ο Εναγόμενος σε €550, ως ήταν και το ενοικιαστήριο έγγραφο που υπέγραψε, ενώ δικογραφεί €500.

(γ)     Κάποιο ποσό θα καταβαλλόταν στην Ενάγουσα. Η Ενάγουσα αναφέρει ποσό €250 ενώ ο Εναγόμενος αναφέρει ποσό €200 υπό προϋποθέσεις.

 

Από το ποσό που θα λάμβαναν οι διάδικοι για την εκμίσθωση της Κατοικίας θα καλύπτονταν και κάποια έξοδα εργασιών στην Κατοικία.

 

Με την υπογραφή του Ενοικιαστηρίου η Ενοικιάστρια πλήρωσε €5.505,50 (€1.400 ως εγγύηση και €4.105,50 ως προπληρωμή των πρώτων τριών ενοικίων), τα οποία κατατέθηκαν σε λογαριασμό του Εναγομένου.

 

Από τα εισπραχθέντα ενοίκια καλύφθηκαν εκ συμφώνου τα ακόλουθα έξοδα: η αμοιβή της μεσίτριας (€1.400), αγορά κλειδαριάς (€85), επιδιόρθωση κήπου και σωλήνων (€120) και λάμπες (€140) και €200 ως δικηγορικά έξοδα σύνταξης του Ενοικιαστηρίου.

 

Οι διάδικοι διόρισαν χρηματοοικονομικό σύμβουλο για να τους παράσχει συμβουλευτικές και συναφείς υπηρεσίες προκειμένου να διαπραγματευτούν με τραπεζικά ιδρύματα προς εξεύρεση τρόπου διευθέτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων τους.

 

Ο Εναγόμενος δεν κατέβαλε στην Ενάγουσα οποιοδήποτε ποσό από το εισπραχθέν ενοίκιο.

 

Τα πιο πάνω καθίστανται και ως ευρήματα του Δικαστηρίου. Επίδικα ζητήματα είναι κατά πόσο οι διάδικοι συνήψαν μεταξύ τους συμφωνία για τον καταμερισμό του μισθώματος, οι ακριβείς όροι (και εξαιρέσεις) της και κατά πόσο υπήρξε παράβαση από μέρους του Εναγομένου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Η παρούσα υπόθεση, ως πολιτική, κρίνεται επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 ΑΑΔ 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν (Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530). Η δε επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (Βλ. Χάρης Χρίστου νΕυγενία Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454, Mossa Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 165). Αυτή όμως η δυνατότητα επιλογής μερών μαρτυρίας προσφέρεται μόνο στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες (Mohamed Shahin Haisan Fawzy ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266)  και εφόσον η επιλογή αυτή αιτιολογείται σαφώς (Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506).

 

Η αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας γίνεται προκειμένου να προβεί το Δικαστήριο σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως βάση να εξετάσει, στη συνέχεια, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται (Barry Wynne ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138). Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.  Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, 1084, Barry Wynne v Mavronicola (ανωτέρω)). 

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση την σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, με αντιπαραβολή των θέσεων κάθε πλευράς και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία (Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), πάντοτε υπό το πρίσμα και το αυστηρό πλαίσιο των δικογραφημένων ισχυρισμών, ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (βλ. Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Π.Έ 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C35). Λαμβάνεται επίσης υπόψη η συνολική εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο ένας μάρτυρας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, στη βάση των αντιδράσεων, του τρόπου που απαντά και συμπεριφέρεται (& A  Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273), χωρίς η εντύπωση αυτή να μπορεί να αποτελέσει όμως τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή μιας μαρτυρίας (Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797).

 

Προτού προβώ στην παράθεση της αξιολόγησης της μαρτυρίας του κάθε διαδίκου, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι από την μαρτυρία και των δύο αναδύετο η προσωπική απογοήτευση  τους και ήταν έντονο το υποκειμενικό στοιχείο στον τρόπο που εξέλαβαν, εφάρμοσαν και ερμήνευσαν στο Δικαστήριο την μεταξύ τους ρύθμιση. Ήταν εμφανής η διάθεση της Ενάγουσας, από τη μια, να ερμηνεύσει περιοριστικά τη μεταξύ των μερών ρύθμιση, προκειμένου να υποστηρίξει την αξίωσή της και του Εναγομένου, από την άλλη, να την ερμηνεύσει πιο φιλελεύθερα, προκειμένου να δικαιολογήσει την μη απόδοση στην Ενάγουσα οποιουδήποτε ποσού. Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν θα πρέπει να εκλάβει την παράμετρο αυτή ως τάση των διαδίκων να μην πουν ή να αποκρύψουν την αλήθεια, αλλά μάλλον ως απότοκο του τρόπου με τον οποίο ρύθμισαν μεταξύ τους το όλο ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση ο τρόπος που ερμηνεύει κάθε διάδικος μια σύμβαση ή ρύθμιση, συνιστά μαρτυρία γνώμης όχι γεγονότων και δεν είναι αποδεκτή.

 

Ενάγουσα

 

Η μαρτυρία της Ενάγουσας ήταν σε γενικές γραμμές συγκεχυμένη. Σε διάφορα σημεία απαντούσε αόριστα, με υπεκφυγές ή παρορμητικά. Δεν θεωρώ ότι προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να μην πει την αλήθεια ή να παραπλανήσει, πλην όμως η μαρτυρία της δεν παρουσίαζε την αναγκαία σταθερότητα και συνοχή που θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να στηριχθεί πάνω της για να εξαγάγει ασφαλή ευρήματα επί των ουσιωδών γεγονότων. Ήταν εμφανής η έντονη αίσθηση αδικίας και απογοήτευσης που βίωνε, πλην όμως οι ισχυρισμοί της σε αρκετά σημεία δεν τεκμηριώθηκαν και στηρίχθηκαν σε υποκειμενικές εντυπώσεις και προσωπικές προσδοκίες παρά σε σαφές πραγματικό υπόβαθρο. Προέβαλε σθεναρά συγκεκριμένες θέσεις της αλλά κατά την αντεξέταση δυσκολευόταν να τις εκλογικεύσει και να τις υποστηρίξει. Για τους λόγους αυτούς τους οποίους θα αναλύσω ευθύς αμέσως, δεν μπορώ να δεκτώ το σύνολο της μαρτυρίας της, αλλά μόνο εκείνο που υποστηρίζεται και από άλλα δεδομένα στην υπόθεση.

 

Συμφωνία καταμερισμού του μισθώματος

 

Στην Έκθεση Απαίτησης και στην κυρίως εξέτασή της υποστήριξε ότι το μίσθωμα θα καταμεριζόταν με την τριμερή μέθοδο που δικογράφησε. Ταυτόχρονα, όμως, αποδέχθηκε ότι υπήρξε συνεννόηση να πληρώνονταν από τα εισπραχθέντα μισθώματα και κάποια έξοδα. Στο δικόγραφο της Απάντησής της παραδέχεται ότι «τα έξοδα ορισμένων εργασιών στο ακίνητο, θα καλύπτονταν από το ποσό που οι διάδικοι θα ελάμβαναν ως ενοίκιο»[1]. Επίσης, χαρακτηριστική ήταν και η απάντηση που έδωσε όταν κλήθηκε να εξηγήσει γιατί υπέγραψε το Τεκμήριο 4 (με υπογράμμιση και έμφαση του Δικαστηρίου):

 

«Είχαμε έναν κοινό λογαριασμό μαζί με τον Μάριο … ο τραπεζικός λογαριασμός που είχαμε σε κοινή ήταν δεσμευτικός και δεν μπορούσαμε να πληρώνουμε άμεσα τα έξοδα, την εγγύηση, τη μεσίτρια τα διάφορα έξοδα που μπορούσαν να προκύψουν…»

 

Αποδέχθηκε δηλαδή μέσα από τα δικόγραφα, τη μαρτυρία και την αντεξέτασή της ότι η συνεννόηση των μερών ήταν όντως να αφαιρεθούν από τα ενοίκια που θα εισέπρατταν και κάποια έξοδα που θα προέκυπταν. Θέση η οποία συνάδει με το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας και γίνεται αποδεκτή.

 

Εκείνες που δεν παρουσίασαν συνοχή και σαφή λογική και άρα δεν μπορεί να τους αποδοθεί πειστικότητα, είναι οι θέσεις της αναφορικά με το ποια έξοδα συμφωνήθηκε να καλυφθούν από τα μισθώματα. Από διάφορα έξοδα που ισχυρίστηκε ο Εναγόμενος ότι προέβη για την Κατοικία και για άλλους σκοπούς, επέλεξε η ίδια ποια θεωρούσε ως λογικά για να αποδεχθεί και ποια όχι, στη βάση δικών της εκ των υστέρων διαμορφωθέντων υποκειμενικών κριτηρίων, που δεν θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει βάση για κοινή συμφωνία. Αποτελούν δηλαδή μαρτυρία γνώμης και όχι γεγονότων και δεν μπορούν να γίνονται δεκτές.

 

Με την Απάντηση και τη Γραπτή της Δήλωση αποδέχτηκε μόνο κάποια έξοδα συνολικού ύψους €1745 και κανένα άλλο από τα έξοδα που επικαλέστηκε ο Εναγόμενος. Ο λόγος που επικαλείται στην Απάντηση για να δικαιολογήσει τη μη αποδοχή άλλων κονδυλίων είναι ότι «είναι άσχετα με την ενοικίαση του ακινήτου και/ή δεν υπάρχουν αντίστοιχες αποδείξεις». Στα έξοδα που δεν αποδέχθηκε περιλήφθηκαν και έξοδα ασφάλισης δικού της οχήματος. Εντέλει, όμως δεν αποδέχθηκε ούτε εργασίες που σχετίζονταν με το ακίνητο, για τις οποίες προσκομίστηκε απόδειξη (όπως το μπογιάτισμα της Κατοικίας ύψους €370 (Τεκμήριο 15) και οικοδομικές εργασίες ύψους €1250 (Τεκμήριο 24)).

 

Της τέθηκαν ένα προς ένα τα έξοδα που αξιώνει ο Εναγόμενος για να τα σχολιάσει και αποδέχθηκε μόνο εκείνα που αναφέρονται στην Γραπτή της Δήλωση. Στην πορεία της αντεξέτασης αποδέχθηκε επίσης ως λογικό και ποσό €200 για τα δικηγορικά έξοδα σύνταξης του ενοικιαστηρίου. Ακόμα και όταν ρωτήθηκε γιατί δεν δέχεται το κόστος του μπογιατίσματος της Κατοικίας για σκοπούς ενοικίασής της, υποστήριξε ότι το κόστος αυτό θα έπρεπε να το επωμιστεί μόνο ο Εναγόμενος επειδή ήταν εκείνος που συνέχιζε να διαμένει στην Κατοικία για ακόμα ενάμιση χρόνο μετά την αποχώρησή της. Κριτήριο που παραπέμπει σε δικό της εκ των υστέρων υποκειμενικό συλλογισμό αντί σε συμφωνία και δεν συνάδει με τη δικογράφησή της.

 

Αντίστοιχη απάντηση έδωσε και όταν της υπεβλήθη ότι ο σκοπός που ζητήθηκε ποσό €5.500 ως προκαταβολή ήταν για να γίνουν εργασίες στην Κατοικία για να ενοικιαστεί την οποία αρνήθηκε. Όταν ρωτήθηκε γιατί συμφώνησαν να πληρωθεί ως προκαταβολή ποσό €5.500 αν ήταν να πληρωθούν μόνο τα έξοδα που αποδέχεται, που είναι πολύ λιγότερα από την προκαταβολή, απάντησε ότι αυτή ήταν η συμφωνία που έκαναν με την Ενοικιάστρια, να πληρωθούν τα πρώτα τρία ενοίκια και να αφαιρεθούν στο τέλος της ενοικίασης και σε άλλο σημείο ανέφερε ότι τα υπόλοιπα ποσά θα έπρεπε να πήγαιναν στο δάνειο. Όταν ρωτήθηκε από πού προέκυπτε αυτή η θέση απάντησε ότι ήταν μέσα στη λογική∙ εξήγηση που δεν παραπέμπει σε συμφωνία αλλά σε δική της σκέψη.

 

Στην πορεία της αντεξέτασης ισχυρίστηκε ότι ήταν λάθος της που δέχθηκε να πηγαίνει στο δάνειο ακόμα και το ποσό των €618, επειδή το σχετικό δάνειο λήφθηκε για τις ανάγκες εταιρείας του Εναγομένου. Συγκεκριμένα, όταν ρωτήθηκε γιατί δέχθηκε να πληρώνεται μέρος του μισθώματος στο εν λόγω δάνειο, εάν πράγματι το δάνειο αφορούσε μόνο την εταιρεία του Εναγομένου, απάντησε «Λάθος μου». Στην πορεία διεφάνη ότι ήταν συνοφειλέτιδα στο δάνειο και ότι με τα χρήματα του δανείου ανακαινίστηκε ακίνητο της δικής της οικογένειας στο οποίο στεγαζόταν μεν εταιρεία του Εναγομένου, αλλά μέτοχος σε αυτήν ήταν και η ίδια.

 

Όταν της τέθηκε ότι δεν είναι δυνατό να ζητά να εισπράξει το ½ του μισθώματος χωρίς να είναι διατεθειμένη να συνεισφέρει οτιδήποτε στα έξοδα που έγιναν για ανακαίνιση της Κατοικίας για σκοπούς ενοικίασης, απάντησε «εάν ανοίγαμε τον λογαριασμό θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα» και δεν θα έφταναν στο Δικαστήριο, απάντηση την οποία έδωσε σε διάφορα σημεία της αντεξέτασής της, χωρίς να εξηγήσει καθ’ οιονδήποτε στάδιο σε πρακτικά τι θα άλλαζε.

 

Επίσης, δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει εάν τα ποσά που αξιώνει με την παρούσα Αγωγή από τον Εναγόμενο τα αξιώνει και από την Ενοικιάστρια με άλλη αγωγή, καταλήγοντας να αναφέρει «κάποιος πρέπει να μου τα δώσει».

 

Υπήρχαν και σημεία που απαντούσε με υπεκφυγές. Ενώ αρχικώς δεν αρνήθηκε ότι έγιναν οι εργασίες και απλώς αμφισβήτησε ότι υπείχε υποχρέωση να συνεισφέρει ένεκα της παραμονής του Εναγομένου στην Κατοικία μετά την δική της αποχώρηση, σε άλλα σημεία δήλωνε άγνοια για το κατά πόσο έγιναν οποιεσδήποτε εργασίες, η οποία δεν έπεισε το Δικαστήριο και εκλαμβάνεται ως υπεκφυγή στην οποία κατέφυγε αφότου της υποβλήθηκε ότι δεν είναι λογική η απαίτησή της να ζητά το ½ των εσόδων χωρίς να είναι διατεθειμένη να συνδράμει στα έξοδα.

 

Οι απαντήσεις αυτές συνιστούν κάποια ενδεικτικά παραδείγματα από τη μαρτυρία της και κατά την κρίση του Δικαστηρίου καταδεικνύουν έλλειψη σαφήνειας και σταθερότητας στις τοποθετήσεις της και είναι ενδεικτικές των μεταβολών και μεταπτώσεων που παρουσίαζε γενικώς η μαρτυρία της, η οποία, μπορεί να δικαιολογηθεί και από την προχειρότητα της μεταξύ των μερών ρύθμισης, η οποία άφηνε ευρύτατα περιθώρια ερμηνευτικών προσεγγίσεων και μεταβολών. 

 

Πέραν των παραδεκτών γεγονότων, δέχομαι ότι παράλληλα με την ρύθμιση καταμερισμού του μισθώματος, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι από το μίσθωμα θα καλύπτονταν και κάποια άλλα έξοδα, όπως την αμοιβή της μεσίτριας, κάποια έξοδα επιδιόρθωσης και ανακαίνισης της Κατοικίας για σκοπούς ενοικίασης.

 

Συμφωνία ανοίγματος κοινού λογαριασμού

 

Συγκεχυμένες ήταν οι θέσεις της και σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό της συμφωνία για άνοιγμα κοινού λογαριασμού. Οι θέσεις αυτές, κατά την αντεξέταση, έτυχαν αντιπαραβολής και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4. Το Τεκμήριο 4 αποτελεί βεβαίωση υπογεγραμμένη από την ίδια, με την οποία βεβαιώνει τα εξής: «δεν έχω ένσταση τα χρήματα του ενοικιαστηρίου εγγράφου να εμβαστούν στον αναφερόμενο λογαριασμό που σας έχουμε αποστείλει επ’ ονόματι Μάριος Νικολάου».

 

Όταν ρωτήθηκε γιατί υπέγραψε τη δήλωση αυτή ισχυρίστηκε ότι συμφώνησε «να εμβαστούν τα πρώτα χρήματα μέσα» στον λογαριασμό του Εναγόμενου, για να μπορούν να γίνονται άμεσα πληρωμές, αφού ο κοινός λογαριασμός των διαδίκων ήταν καταθετικός και δεν παρείχε αυτή την ευχέρεια και ότι η ρύθμιση αυτή ήταν προσωρινή μέχρι το άνοιγμα κοινού λογαριασμού, γεγονός που ήταν εις γνώση και της Ενοικιάστριας. Η θέση αυτή δεν υποστηρίζεται από τα Τεκμήρια 5 και 6, που η ίδια κατέθεσε. Το Τεκμήριο 5 συνιστά επιστολή ημερομηνίας 18/09/2017 των δικηγόρων της προς την Ενοικιάστρια, με την οποία της γνωστοποιούν ότι η Ενάγουσα «επιθυμεί στο εξής να λαμβάνει το ήμισυ του ενοικίου που της αναλογεί … με απευθείας κατάθεση στο λογαριασμό της …», χωρίς να γίνεται αναφορά σε τερματισμό ή λήξη οποιασδήποτε προσωρινής ρύθμισης. Στο δε Τεκμήριο 6, που συνιστά την απάντηση της Ενοικιάστριας, αναφέρεται ότι «η αρχική συμφωνία περιλάμβανε της σύμφωνη συγκατάθεση και των δύο συνιδιοκτητών όπως το ενοίκιο καταβάλλεται μηνιαίως στο λογαριασμού του ενός ιδιοκτήτη…» και ότι η ανάκληση της συγκατάθεσης της Ενάγουσας προκάλεσε σύγχυση στην Ενοικιάστρια ως προς το πού να καταβάλλει το μηνιαίο ενοίκιο.

 

Όταν ερωτήθηκε γιατί δεν ρύθμισαν το ζήτημα του κοινού λογαριασμού προφορικά με τον Εναγόμενο ή γιατί δεν υπέγραψε και κάποιο άλλο έγγραφο που να καταγράφει ότι η ρύθμιση του Τεκμηρίου 4 θα ήταν προσωρινή μέχρι το άνοιγμα κοινού λογαριασμού, περιορίστηκε να αναφέρει ότι έκανε λάθος που υπέγραψε και ότι εμπιστεύτηκε τον Εναγόμενο. Ίδιες ήταν οι απαντήσεις της και στις επόμενες ερωτήσεις που αφορούσαν το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού. Όταν ρωτήθηκε γιατί χρειαζόταν να ανοιχθεί κοινός λογαριασμός αφού, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, θα λάμβανε μόνο ποσό €250 και όχι το ½ του ενοικίου, απάντησε ότι το δάνειο ήταν από κοινού και άρα θα έπρεπε να άνοιγαν κοινό λογαριασμό για να κατευθύνουν πού να πηγαίνουν οι δόσεις. Απάντηση που παραπέμπει μάλλον σε δικό της συλλογισμό παρά σε σαφή προς τούτο συμφωνία.

 

Το Τεκμήριο 4 ρύθμιζε το πού θα πλήρωνε η Ενοικιάστρια τα μισθώματα και η προσωρινότητα που επικαλείται η Ενάγουσα δεν καταγράφεται με σαφήνεια σε αυτό. Αφενός η χρήση της φράσης «να εμβαστούν» (σε στιγμιαίο/συνοπτικό χρόνο) αφήνει περιθώριο να εκληφθεί ότι αφορά συγκεκριμένη και όχι συνεχιζόμενη ενέργεια, πλην όμως το αντικείμενο του εμβάσματος αφορά τα «χρήματα του ενοικιαστήριου εγγράφου» (γενικά και χωρίς περιορισμό) και όχι συγκεκριμένα τα ποσά της εγγύησης και της προκαταβολής. Σε μια γραπτή ρύθμιση μεταξύ συνιδιοκτητών και Ενοικιάστριας, ως προς τον τρόπο καταβολής του μισθώματος μιας διετούς συμφωνίας μίσθωση, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο, η προσωρινότητα ενός τρόπου πληρωμής και το ενδεχόμενο μεταβολής του να είχαν καταγραφεί και γνωστοποιηθεί ρητώς. Σε κάθε περίπτωση το έγγραφο αυτό υπεγράφη από την Ενάγουσα για να δοθεί στην Ενοικιάστρια ώστε να γνωρίζει εκείνη πού να καταθέσει τα μισθώματα. Δεν αποτελεί έγγραφη συμφωνία ή ρύθμιση μεταξύ της Ενάγουσας και του Εναγομένου και ούτε μπορεί από το περιεχόμενό της να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα. Συνεπώς, κρίνω ότι δεν υπάρχει ασφαλές υπόβαθρο για να καταλήξω ότι πράγματι συνήφθη συμφωνία ανοίγματος κοινού λογαριασμού.

 

Εναγόμενος

 

Ο Εναγόμενος ήταν πιο σταθερός στις απαντήσεις και στις τοποθετήσεις του, πλην όμως και οι δικές του θέσεις παρουσίαζαν ρευστότητα και προσαρμόζονταν στις ανάγκες των θέσεων που προωθούσε, οδηγώντας το Δικαστήριο να προσεγγίσει με προσοχή και σκεπτικισμό τη μαρτυρία του και να μην μπορεί να την αποδεχθεί στο σύνολό της.

 

Με την Υπεράσπισή του δικογραφεί την ύπαρξη ρύθμισης για κατανομή του μισθώματος σε τρία μέρη και υποστηρίζει ότι η Ενάγουσα θα λάμβανε το συμφωνηθέν ποσό όταν και εφόσον καλύπτονταν όλα τα έξοδα επιδιόρθωσης της Κατοικίας που έγιναν προτού ενοικιαστεί, έξοδα εγγύησης και έξοδα αγοράς εξοπλισμού του διαμερίσματος που θα διέμενε[2]. Κατά την ακρόαση προσέθεσε στην εξίσωση και τα έξοδα των συμβούλων, των οποίων οι υπηρεσίες ζητήθηκαν για σκοπούς αναδιάρθρωσης μη εξυπηρετούμενων δανείων των διαδίκων, ισχυριζόμενος ότι αποφάσισαν να ενοικιάσουν την πρώην συζυγική κατοικία για να αποπληρώνονται τα διάφορα έξοδα των εν λόγω συμβούλων[3]. Εντέλει ούτε στο δάνειο κατέβαλε χρήματα, ούτε στην Ενάγουσα.

 

Η θέση ότι συμφωνήθηκε εξ αρχής να καλυφθούν τα έξοδα αυτά από τα ενοίκια δεν γίνεται αποδεκτή, γιατί δεν συνάδει με τη δικογράφηση, τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα και το σύνολο της μαρτυρίας. Αμφότεροι παραδέχθηκαν ότι η μεταξύ τους ρύθμιση ήταν να πληρώνεται μέρος του ενοικίου στη δόση του δανείου τους. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία η απόφαση να μην πληρώνει οποιαδήποτε δόση λήφθηκε κατόπιν μεταγενέστερης συμβουλής χρηματοοικονομικού συμβούλου, τον οποίο διόρισαν οι διάδικοι, επειδή έλαβαν ειδοποίηση εκποίησης από την τράπεζα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, η σχετική επιστολή ήταν ημερομηνίας 13/02/2017, άρα μεταγενέστερη της ενοικίασης. Συνεπώς, τα έξοδα αυτά δεν θα μπορούσαν να ήταν στην αρχική ρύθμιση.

 

Εν πάσει περιπτώσει, ενώ και ο ίδιος υποστήριξε ότι η ρύθμιση των μερών ήταν να καλυφθούν και κάποια έξοδα από τα μισθώματα που θα εισέπρατταν οι διάδικοι, που αφορούσαν τα έξοδα επιδιόρθωσης της κατοικίας για σκοπούς εκμίσθωσής της, εντούτοις πρόσθεσε στα έξοδα αυτά και διάφορες μεταγενέστερες υποχρεώσεις, εφαρμόζοντας ένα διαφορετικό κριτήριο από την Ενάγουσα, για το τι μπορούσε να καλυφθεί από τα μισθώματα, το οποίο είχε ως γνώμονα αφενός το τι θεωρούσε ο ίδιος ως «κοινή» υποχρέωση και αφετέρου την δική του οικονομική δυνατότητα να καλύψει εκείνες τις υποχρεώσεις που ο ίδιος θεωρούσε ως «κοινές».

 

Από την μαρτυρία του αποδέχομαι ότι οι διάδικοι προέβησαν σε μια συμφωνία τριμερούς καταμερισμού του μισθώματος και ότι επίσης συμφώνησαν να καλυφθούν από τα μισθώματα και άλλα έξοδα, όπως της μεσίτριας και έξοδα διόρθωσης της Κατοικίας για σκοπούς ενοικίασης της. 

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Πέραν των παραδεκτών γεγονότων που αναφέρονται πιο πάνω το Δικαστήριο προβαίνει, επίσης, στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Σε σχέση με τα ακριβή ποσά της μεταξύ των μερών συμφωνίας καταμερισμού του μισθώματος (ποσό για το δάνειο (€618 ή €638), ποσό για το ενοίκιο του διαμερίσματος του Εναγομένου (€500 ή €550) και ποσό για την Ενάγουσα (€200 ή €250) το Δικαστήριο δεν έχει ασφαλές υπόβαθρο για να μπορεί να καταλήξει τι ακριβώς συμφωνήθηκε αναφορικά με το δάνειο και το ποσό που θα λάμβανε η Ενάγουσα. Σε κάθε περίπτωση όμως το ζήτημα αυτό δεν δύναται να έχει καταλυτική σημασία για την έκβαση της απόφασης.

 

Όσον αφορά το ποσό που θα χρησιμοποιείτο για το ενοίκιο του διαμερίσματος του Εναγομένου, παρατηρώ ότι αμφότεροι οι διάδικοι στα δικόγραφά τους αναφέρουν ότι συμφωνήθηκε το ποσό των €500. Το ποσό των €550 το ανέφερε ο Εναγόμενος εκ των υστέρων κατά την μαρτυρία του, αφού όπως προκύπτει από το ενοικιαστήριο έγγραφο που προσκόμισε (Τεκμήριο 12) το συμφωνηθέν ενοίκιο που κατέβαλλε ήταν €550 πλέον €25 κοινόχρηστα και λογαριασμοί κοινής ωφελείας. Το έγγραφο αυτό όμως είναι μεταγενέστερο της αρχικής ρύθμισης των μερών και συνεπώς αποδέχομαι ότι η αρχική συνεννόηση των μερών ήταν για €500.

 

Προβαίνω επίσης σε εύρημα ότι παράλληλα με την εν λόγω ρύθμιση καταμερισμού του μισθώματος, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι από το μίσθωμα θα καλύπτονταν και κάποια άλλα έξοδα, όπως την αμοιβή της μεσίτριας, κάποια έξοδα επιδιόρθωσης και ανακαίνισης της Κατοικίας για σκοπούς ενοικίασης, που δεν καθόρισαν με σαφήνεια εξ αρχής.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Το άρθρο 10 του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149 δίδει την ακόλουθη ερμηνεία στον όρο «συμβάσεις»: «Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες˙ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών.»

 

Το άρθρο 29 του Κεφ. 149, αναφέρει τα ακόλουθα:

 

Συμφωνίες, των οποίων το νόημα δεν είναι σαφές ή δεν δύναται να καταστεί σαφές, είναι άκυρες.

 

 Στην υπόθεση Σολωμός Οικονόμου κ.ά v. Γεωργίου Α. Ττοφίνη κ.ά. (1993) 1 C.L.R. 436, η σημασία του πιο πάνω άρθρου και τα συστατικά στοιχεία μιας έγκυρης σύμβασης συνοψίσθηκαν ως εξής:

 

«Το άρθρο 29 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σκοπό έχει την εισαγωγή στο Νόμο μας του Κανόνα του Κοινοδικαίου, ότι μόνο συμφωνίες οι όροι των οποίων είναι βέβαιοι έχουν νομική ισχύ. Τα στοιχεία μιας έγκυρης συμφωνίας αναφέρονται στην υπόθεση Horrocks ν. Forray [1976] 1 All E.R. 737, που υιοθετήθηκε στην υπόθεση  Michel Saab & Another v. The Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, στη σελίδα 514 και είναι η ακόλουθη:

 

"(α)  Η σύμπτωση της διάνοιας των συμβαλλομένων μερών.

(β) Εύλογη βεβαιότητα των όρων του συμβολαίου. Οι ουσιώδεις όροι της σύμβασης πρέπει να είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια.

(γ) Η συμφωνία πρέπει να συνοδεύεται με πρόθεση δημιουργίας νομικής δέσμευσης των συμβαλλομένων μερών, και

(δ) Πρέπει να υπάρχει αντάλλαγμα που να πηγάζει από την υπόσχεση."»

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, για τη σύναψη έγκυρης συμφωνίας, πέραν της αναγκαιότητας ύπαρξης αντιπαροχής, είναι αναγκαία και η δικαιοπρακτική βούληση προς δημιουργία έννομης σχέσης (intention to create legal relations) ή, με διαφορετικά λόγια, η ύπαρξη πρόθεσης δημιουργίας έννομης σχέσης (βλ. Στέλιος Στυλιανίδης v. British American Insurance Co Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1772 και C. Malathouras Sons Ltd v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1233, ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΙΖΟΥ κ.α. v. ΦΡΟΣΟΥΛΑΣ ΤΟΦΑΡΗ κ.α., Π.Έ. Αρ. 269/2015, 12/12/2023). 

 

Επίσης, θα πρέπει να υπάρχουν στοιχεία και γεγονότα που να αποδεικνύουν τους ουσιώδεις όρους της κατ΄ ισχυρισμό συμφωνίας, προκειμένου να καταδειχθεί η σύναψη μιας δεσμευτικής συμφωνίας (βλ. Οικονόμου Σολωμός και Άλλη v. Γεωργίου Α. Ττοφίνη και Άλλης (1993) 1 C.L.R. 436 και Alpan Furnishings v. Δημάδη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 170). Για να συναφθεί μια δεσμευτική σύμβαση θα πρέπει αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι να έχουν την ίδια αντίληψη ως προς τους όρους της.  Το Δικαστήριο εγκύπτει στα γεγονότα της υπόθεσης για να διακριβώσει κατά πόσο αποκαλύπτεται ή όχι συμφωνία (βλ. Βιομετάλ Λτδ ν. Hawaii Hotels Ltd (1998) 1 AAΔ 281 Gibson v. Manchester City Council (1979) 1 All E.R. 972).

 

Το κατά πόσο έχει συναφθεί μια συμφωνία δεν κρίνεται υποκειμενικά αλλά αντικειμενικά, με την έννοια δηλαδή της εύλογης εντύπωσης που αποκομίζει ένας τρίτος ανεξάρτητος και αντικειμενικός κριτής.            

 

Σύμφωνα με το αγγλικό σύγγραμμα Halsburys Law of England[4], σε αντίθεση με τις εμπορικές συμφωνίες, στην περίπτωση συμφωνιών στο πλαίσιο οικογενειακών ή κοινωνικών σχέσεων, υπάρχει μαχητό τεκμήριο, ανεξαρτήτως της ύπαρξης αντιπαροχής, ότι τα μέρη δεν έχουν πρόθεση να δημιουργήσουν νομικά δεσμευτική σχέση κατά τις μεταξύ τους διευθετήσεις. Τέτοιο μαχητό τεκμήριο υπάρχει σε σχέση με συμφωνίες μεταξύ συζύγων, γονέα με τέκνο και άλλες ενδοοικογενειακές συμφωνίες ή συμφωνίες κοινωνικής φύσης.

 

Σύμφωνα με το ίδιο σύγγραμμα[5], μια από τις πιο συνήθεις περιπτώσεις συμφωνιών που δεν αποτελούν νομικά δεσμευτική σύμβαση είναι οι συμφωνίες που γίνονται μεταξύ συζύγων. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό:

 

«It is quite common, and it is the natural and inevitable result of the relationship of husband and wife, that the two spouses should make arrangements between themselves. Those agreements, or many of them, do not result in contracts at all, and they do not result in contracts even though there may be what as between other parties would constitute consideration for the agreement. Prima facie, such agreements are outside the realms of contract altogether, because the parties never intended that they should be sued upon;»

 

Στο ίδιο μέρος σημειώνεται, επίσης, ότι παρά τον πιο πάνω γενικό κανόνα, είναι πιθανό να διαφανεί ότι μια τέτοια συμφωνία αποτελεί πράγματι νομικά δεσμευτική σύμβαση, εάν αποδειχθεί ότι τα μέρη προέβλεψαν ρητά κάτι τέτοιο ή εάν τέτοια κατάληξη προκύπτει ως αναγκαίο συμπέρασμα από τις συγκεκριμένες περιστάσεις των μερών. Παρατίθενται μάλιστα παραδείγματα υποθέσεων όπου εφαρμόστηκε ο γενικός κανόνας, καθώς και παραδείγματα υποθέσεων όπου, σε αντίθεση με τον γενικό κανόνα, κρίθηκε ότι δημιουργήθηκε μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων νομικά δεσμευτική σύμβαση.

 

Η κλασική αγγλική αυθεντία επί τούτου είναι η υπόθεση Balfour v Balfour [1919] 2 KB 571, στην οποία αναλύεται εκτενώς το σκεπτικό και οι πτυχές του κανόνα αυτού.  

 

Επίσης, στο σύγγραμμα του Π.Γ. Πολυβίου, «Το Δίκαιο των Συμβάσεων»[6], στις σελ. 270-273, αναφέρεται ότι, σύμφωνα με ερμηνεία της υπόθεσης Balfour από μεταγενέστερη νομολογία, όταν υπάρχει συμφωνία μεταξύ συγγενών, δημιουργείται τεκμήριο ότι τα μέρη δεν έχουν την πρόθεση ή τη βούληση να συνομολογήσουν νομικά δεσμευτική σύμβαση. Το τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να εξουδετερωθεί εάν ο παραπονούμενος αποδείξει ότι υπήρχε δικαιοπρακτική βούληση ή ότι τα μέρη είχαν την πρόθεση να συνάψουν δεσμευτική συμφωνία. Το θέμα εξαρτάται πάντα από τα συγκεκριμένα γεγονότα και χαρακτηριστικά στοιχεία της κάθε περίπτωσης.  Σε δύο περιπτώσεις τέτοιας φύσης διευθετήσεων το δικαστήριο κρίνει ότι δεν ισχύει το τεκμήριο της μη πρόθεσης συνομολόγησης συμβατικών σχέσεων, η πρώτη είναι όταν η διευθέτηση δεν αφορά οικογενειακά θέματα αλλά στον επαγγελματικό και επιχειρησιακό τομέα και η δεύτερη όταν ένα από τα δύο μέρη έχει βασιστεί στην υπόσχεση του άλλου, αλλοιώνοντας της θέση του προς το χειρότερο (Βλ. Parker v. Clark [1960] 1 WLR 286).

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγούσαν σε εύρημα περί ύπαρξης μιας έγκυρης και νομικά δεσμευτικής σύμβασης ελλείπουν.

 

Καταρχάς οι διάδικοι είναι πρώην σύζυγοι, των οποίων ο γάμος είχε λυθεί μόλις λίγες ημέρες πριν την σύναψη του Ενοικιαστηρίου, ενώ οι συζητήσεις για εκμίσθωση της Κατοικίας ξεκίνησαν προηγουμένως. Η δε ρύθμιση δεν έγινε σε επαγγελματικό ή επιχειρηματικό επίπεδο αλλά αφορά τρόπο διαχείρισης της συζυγικής κατοικίας για κάλυψη οικογενειακών αναγκών (ενοίκιο, δάνειο και άλλα έξοδα). Συνεπώς το τεκμήριο της απουσίας πρόθεσης δημιουργίας νομικά δεσμευτικής σχέσης ισχύει στην παρούσα, εκτός εάν διαφαίνεται από τα γεγονότα ότι τα μέρη προέβλεψαν ρητά για το αντίθετο ή εάν προκύπτει τέτοιο συμπέρασμα από τις περιστάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι περιστάσεις μάλλον υποστηρίζουν τον κανόνα παρά δικαιολογούν απόκλιση από αυτόν.

 

Εν προκειμένω, το κάθε μέρος παρουσίασε διαφορετικά το τι «συμφωνήθηκε» και τις επί μέρους παραμέτρους της ρύθμισης που έκαναν, γεγονός που καταδεικνύει ότι ελλείπει η αναγκαία σύμπτωση της διάνοιας. Παράλληλα, οι ουσιώδεις όροι της μεταξύ των μερών «συμφωνίας» δεν ήταν σαφείς και προσυμφωνημένοι, ούτε τέθηκαν γραπτώς. Αμφότεροι αποδέχονται ότι συνεννοήθηκαν να καταμεριστεί το μίσθωμα με τον τρόπο που ανέφερε ο καθένας, πλην όμως αποδέχθηκαν παράλληλα ότι από το μίσθωμα θα καλύπτονταν και κάποια άλλα έξοδα. Ποια ακριβώς θα ήταν αυτά τα έξοδα και πώς η πληρωμή τους θα αναπροσάρμοζε τον τριμερή καταμερισμό που συμφώνησαν αρχικά, δεν φαίνεται να είχε συμφωνηθεί εκ των προτέρων με σαφήνεια.

 

Υπήρχαν μεν κάποια έξοδα τα οποία αποδέχονταν και οι δύο, ως αναφέρονται ανωτέρω, αλλά πέραν αυτών υπήρξε χάσμα απόψεων. Το κριτήριο κάθε διαδίκου για αποδοχή ή όχι των διαφόρων δαπανών ήταν το τι θεωρούσε ο ίδιος ως λογικό, εκ των υστέρων, και όχι το περιεχόμενο κάποιου όρου της μεταξύ τους συμφωνίας. Ο μεν Εναγόμενος θεώρησε ότι μπορούσε να χρησιμοποιεί τα χρήματα του ενοικίου για κάθε δαπάνη που θεωρούσε ως «κοινή», ενώ η Ενάγουσα δεν αποδεχόταν καν έξοδα που έγιναν για ανακαίνιση της Κατοικίας για σκοπούς εκμίσθωσής της, παρόλο που είχε δεχθεί ότι από τα ενοίκια θα καλύπτονταν και κάποια έξοδα επιδιόρθωσης. Αυτή η διάσταση απόψεων έγκειται στο γεγονός ότι η ρύθμιση στην οποία προέβησαν οι διάδικοι πριν από την εκμίσθωση της Κατοικίας δεν ήταν απόλυτη, σαφής και ξεκάθαρη, αλλά υπήρχαν διάφορες παράμετροι τις οποίες δεν είχαν ρυθμίσει εκ των προτέρων με τη σαφήνεια που αναμένεται και απαιτείται σε νομικές συμφωνίες.

 

Συνεπώς, από το σύνολο της μαρτυρίας διαφαίνεται ότι τα μέρη προέβησαν μεν σε μια μεταξύ τους ρύθμιση για κατανομή του εισπραχθέντος μισθώματος, πλην όμως η ρύθμιση αυτή παρέμεινε άτυπη μεταξύ δύο εν διαστάσει συζύγων. Δεν καταρτίστηκε κάποιο σχετικό νομικό έγγραφο και η ευελιξία με την οποία αμφότερα τα μέρη θεωρούσαν ότι εξυπακούονταν παρεμφερείς ρυθμίσεις ή εξαιρέσεις στη βασική ρύθμιση, καταδεικνύει τη χαλαρότητα, προχειρότητα και ελαστικότητα με την οποία επέλεξαν να ρυθμίσουν το ζήτημα αυτό, η οποία αναιρεί την αναγκαία δικαιοπρακτική βούληση και δεν δικαιολογεί απόκλιση από το μαχητό τεκμήριο που έχει δημιουργήσει η νομολογία. Επομένως, δεν έχει στοιχειοθετηθεί παράβαση σύμβασης.

 

Ως προς την επίκληση του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment»), η θεραπεία αυτή θεωρείται εξωσυμβατική και βασίζεται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας (Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.ά. ν. Δημητρίου ΚακαβούΠολ. Εφ. 278/2010, ημερ. 15/10/2015, Μιχάλης Ζένιος Λτδ ν. Touch Properties and Investments Ltd Π.Ε. 484/2012 ημερ. 10/06/2019. Στην προκειμένη περίπτωση δικογραφήθηκε και προωθήθηκε κατά κόρον βάση η νομική βάση της συμφωνίας και εκείνο που απασχόλησε τα μέρη ήταν εάν ο τρόπος που διαχειρίστηκε τα χρήματα από τα εισπραχθέντα ενοίκια ο Εναγόμενος ήταν εντός ή εκτός του συμφωνηθέντος πλαισίου.

 

Ως προς την Ανταπαίτηση του Εναγομένου, αυτή στηρίζεται στην «συμπεριφορά της Ενάγουσας σε βάρος του Εναγομένου», ως περιγράφεται στην Υπεράσπιση, σύμφωνα με την οποία η Ενάγουσα δεν συνεισέφερε στα κοινά έξοδα που δικογραφεί ο Εναγόμενος, τα οποία αναγκάστηκε να επωμιστεί μόνος του. Στη βάση αυτού, ζητά να διατάξει το Δικαστήριο την Ενάγουσα να του καταβάλει μερίδιο στα έξοδα των επιδιορθώσεων της κατοικίας και των υπηρεσιών του χρηματοοικονομικού συμβούλου. Δεν προκύπτει νομική βάση για την ανταπαίτηση του Εναγομένου.

 

Σκοπός της αστική διαδικασίας της αγωγής δεν είναι να γίνει άσκηση υπολογισμού της συνεισφοράς κάθε συζύγου στην περιουσία και στα έξοδα, ως γίνεται στο πλαίσιο των περιουσιακών διαφορών στο Οικογενειακό Δικαστήριο, αλλά να εξακριβωθεί κατά πόσο έχει συναφθεί νομικά δεσμευτική σύμβαση, ποιοι ήταν οι όροι της και, εφόσον γίνει αυτό, να εξεταστεί κατά πόσο υπήρξε παράβαση κάποιου όρου. Στην προκειμένη περίπτωση για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω δεν προκύπτει οποιαδήποτε νομικά δεσμευτική σύμβαση.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξη, τόσο η Αγωγή όσο και η Ανταπαίτηση απορρίπτονται. Ως προς τα έξοδα, εν όψει του αποτελέσματος και των λόγων απόρριψης των εκατέρωθεν αξιώσεων, κρίνω ορθό και δίκαιο να μην επιδικάσω έξοδα προς όφελος οποιουδήποτε διαδίκου και κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.

 

 

(Υπ.).……………………………….

Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Βλ. παράγραφο 5 της Απάντησης.

[2] Παράγραφος 7 της Υπεράσπισης

[3] Παράγραφος 16 της Γραπτής του Δήλωσης

[4] Halsbury's Laws of England, Contract (Volume 22 (2019)), 3. Formation of Contract, (6) Intention to Create Legal Relations, (iii) Family, Domestic or Social Agreements, 105. Presumption not to create legal relations

 

[5] Halsbury's Laws of England, Contract (Volume 22 (2019)), 3. Formation of Contract, (6) Intention to Create Legal Relations, (iii) Family, Domestic or Social Agreements, 106. Agreements between spouses

 

[6] (2021), Νομική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο