ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

                                                                Αρ. Έφεσης - Αίτησης: 156/2024

 

Επί τοις αφορώσι τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο 9/65 και επί τοις αφορώσι τον Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο Κεφ.224, με τις μέχρι σήμερα τροποποιήσεις τους.

 

Μεταξύ:

Κωνσταντίνου Καυκαλιά

Εφεσείοντα - Αιτητή

 

                                          - και –

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

Εφεσίβλητων - Καθ’ ων η αίτηση

--------------------------------

Ημερομηνία: 21.6.2024 

 

Εμφανίσεις:

Για εφεσείοντα: Μιχάλης Παρασκευάς

Για εφεσίβλητους: ΠΑΝΑΓΟΣ & ΠΑΝΑΓΟΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο εφεσείων, προς εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων που του είχαν παραχωρήσει οι εφεσίβλητοι, με την υποθήκη [ ] (στο εξής «επίδικη υποθήκη») υποθήκευσε προς όφελός τους συγκεκριμένο ακίνητό του (στο εξής «επίδικο ακίνητο») το οποίο βρίσκεται σε χωριό της επαρχίας Λεμεσού.

 

Οι εφεσίβλητοι, τροχοδρομώντας τις σχετικές διαδικασίες πώλησης του επίδικου ακινήτου, δυνάμει του Μέρους VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 μέχρι 2014 (στο εξής «Νόμος») - το οποίο διαλαμβάνει για την πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή - στις 11/4/2024 εξέδωσαν την προβλεπόμενη στο άρθρο 44Γ(2) του Νόμου, δεύτερη έγγραφη ειδοποίηση, κατά τον Τύπο «ΙΑ» (στο εξής «επίμαχη ειδοποίηση») την οποία επέδωσαν στον εφεσείοντα με ιδιωτική επίδοση, στις 25/4/2024. Με αυτή, τον ειδοποιούν ότι το ενυπόθηκο και εξασφαλιζόμενο με την επίδικη υποθήκη - προς όφελός τους - χρέος, έχει καταστεί πληρωτέο από τις 7/3/2023 και γι’ αυτό προτίθενται να προχωρήσουν σε πώληση του επίδικου ακινήτου με τη διαδικασία πλειστηριασμού, όπως προβλέπεται στο Μέρος VIA του Νόμου, στις 25/6/2024 και ώρα 10:00 π.μ.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε -  εμπρόθεσμα - την υπό κρίση έφεση, με την οποία ζητά την ακύρωση και/ή παραμερισμό της επίμαχης ειδοποίησης, καθώς και την ακύρωση του σκοπούμενου - δυνάμει αυτής - πλειστηριασμού.

 

Η έφεση - η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα - αποτελείται από 7 λόγους, ωστόσο, κατά την ακρόαση της έφεσης, με ρητή δήλωση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα προωθήθηκε μόνο ο 1ο λόγος έφεσης. Με αυτόν υποβάλλεται από τον εφεσείοντα ότι δεν του έγινε από τους εφεσίβλητους επίδοση και/ή δέουσα επίδοση της επίμαχης ειδοποίησης.

 

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση στην έφεση. Αποτελείται από 17 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο Ανδρέας Ανδρέου.

 

Η ακρόαση της έφεσης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν γραπτών αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Επειδή, η μη δέουσα επίδοση της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ», δυνάμει του άρθρου 44Γ(3) του Νόμου αποτελεί αναγνωρισμένο λόγο παραμερισμού της, το κρίσιμο ερώτημα που χρήζει απάντησης στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο η επίδοση της επίμαχης ειδοποίησης στον εφεσείοντα με ιδιωτική επίδοση είναι ή όχι δέουσα.

 

Το άρθρο 44ΙΕ του Νόμου προνοεί ότι:

 

         «Για σκοπούς του παρόντος Μέρους –

 

          ……….

 

         «επίδοση» σημαίνει σε κάθε περίπτωση την παράδοση ειδοποίησης ή επικοινωνίας με συστημένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραμμένου γραφείου του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση ή η επικοινωνία απευθύνεται, ή στη σχετική διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη σε μητρώο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό,  την ιδιωτική επίδοση τέτοιας ειδοποίησης ή επικοινωνίας σε τέτοιο πρόσωπο:

 

          Νοείται ότι η ιδιωτική επίδοση δύναται να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο προβλέπεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας υποκατάστατης επίδοσης με διάταγμα Δικαστηρίου κατόπιν γενικής αίτησης:

 

          ……….»

 

Από την παραπάνω διάταξη, ως θέμα ερμηνείας - για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτουν τα εξής:

 

Η επίδοση της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ», θα πρέπει σε κάθε περίπτωση (δηλαδή υποχρεωτικά, ως πρώτη επιλογή) να γίνεται με παράδοσή της με συστημένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας του προσώπου στο οποίο απευθύνεται. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό (δηλαδή, να γίνει επίδοση της ειδοποίησης με συστημένη επιστολή), τότε, η ειδοποίηση μπορεί να επιδοθεί με ιδιωτική επίδοση.

 

Συναφώς με το θέμα, στην εντελώς πρόσφατη υπόθεση ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΤΕΛΑ, Πολ. Έφ. Αρ. 159/2021, ημερ. 1/12/2023 επισημαίνονται τα εξής:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός του Νομοθέτη είναι ξεκάθαρος. Θέλησε να ιεραρχήσει τον τρόπο επίδοσης, δίδοντας επιτακτικό προβάδισμα στη συστημένη επιστολή. Μόνον όταν η επίδοση με αυτόν τον τρόπο είναι ανέφικτη, διανοίγεται ο δρόμος εναλλακτικά για ιδιωτική επίδοση, συμφώνως των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας υποκατάστατης επίδοσης, κατόπιν βεβαία σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου.» 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ότι η επίμαχη ειδοποίηση (Τύπου «ΙΑ») επιδόθηκε στον εφεσείοντα με ιδιωτική επίδοση.

 

Ισχυρίζεται ο εφεσείων, ότι στις 25/4/2024, ιδιώτης επιδότης του παρέδωσε την επίμαχη ειδοποίηση, στην οποία αναγράφεται η διεύθυνση του επίδικου ακινήτου, που αποτελεί κατοικία στην οποία διαμένει ο ίδιος με το ανήλικο παιδί του. Αποτελεί θέση του ότι έχει εμφιλοχωρήσει παρανομία σε σχέση με το νόμιμο της επίδοσης της επίμαχης ειδοποίησης, καθώς δεν είχε προηγηθεί η επίδοσή της με συστημένο ταχυδρομείο, η οποία ήταν εφικτή.

 

Με τη σειρά του, ο ενόρκως δηλών για τους εφεσίβλητους, για το ίδιο θέμα αναφέρει τα εξής: οι εφεσίβλητοι, στις 17/4/2024 απέστειλαν στον εφεσείοντα την επίμαχη ειδοποίηση με συστημένο ταχυδρομείο, ο οποίος παρέλειψε να την παραλάβει από το ταχυδρομείο. Εν συνεχεία και για να είναι βέβαιοι ότι έλαβε γνώση της επίμαχης ειδοποίησης, προχώρησαν με την επίδοσή της σ’ αυτόν, έναντι της υπογραφής του. Επισυνάπτεται ως τεκμήριο 6, προστίθεται, το ιστορικό διακίνησης της επίμαχης ειδοποίησης, καθώς και σχετικός πίνακας, ο οποίος ετοιμάστηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο των εφεσίβλητων, με τον οποίο επιβεβαιώνεται το πρόσωπο στο οποίο αντιστοιχεί το ιστορικό διακίνησης, καθώς και η ένορκη δήλωση επίδοσης του ιδιώτη επιδότη.

 

Το πρώτο στη σειρά, έγγραφο, ημερομηνίας 15/4/2024 - που μαζί με διάφορα άλλα συνθέτουν το τεκμήριο 6 - αποτελεί απόδειξη κατάθεσης συστημένων αντικειμένων. Στο εντελώς πάνω μέρος αναφέρεται το Υπουργείο Συγκοινωνιών & Έργων, Τμήμα Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και στο εντελώς κάτω μέρος, αριστερά αναφέρεται ως αποστολέας κάποιο όνομα τού τμήματος εκποιήσεων των εφεσίβλητων - υπό την τότε ονομασία τους - καθώς και η διεύθυνσή τους και φέρει την υπογραφή του προσώπου που αναφέρεται στο ίδιο μέρος. Στο μέσο του ίδιου μέρους υπάρχει η φράση «Σφραγίδα Ταχυδρομικού Γραφείου» και δεξιά, η φράση «Υπογραφή Ταχυδρομικού Υπαλλήλου». Όμως, ούτε σφραγίδα μα ούτε και υπογραφή υπάρχει στα δυο αυτά σημεία. Απ’ εκεί και πέρα, στο κυρίως, θα έλεγα, μέρος, του ίδιου εγγράφου, στην πρώτη στήλη με τίτλο «Ονοματεπώνυμο και Διεύθυνση του Παραλήπτη» αναφέρονται το όνομα και η διεύθυνση του εφεσείοντα, που είναι αυτή στην οποία διαμένει και στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο. Στη μεσαία στήλη με τίτλο «Αριθμός Συστημένου Αντικειμένου» αναγράφεται κάποιος αριθμός.

 

Από το σύνολο των παραπάνω στοιχείων το μόνο που μπορεί να θεωρηθεί ότι προκύπτει είναι ότι, στις 15/4/2024 κατατέθηκε από τους εφεσίβλητους στο ταχυδρομείο κάποιο αντικείμενο για παράδοσή του στον εφεσείοντα, ως συστημένο. Εκείνο που δεν προκύπτει είναι ότι πρόκειται για την επίμαχη ειδοποίηση το συγκεκριμένο αντικείμενο.

 

Απ’ εκεί και πέρα από το περιεχόμενο του δεύτερου σε σειρά, εγγράφου, στο ίδιο τεκμήριο, το τι προκύπτει είναι ότι το αντικείμενο που αναφέρεται στο πρώτο έγγραφο παραλήφθηκε στη Λευκωσία, στις 17/4/2024, την επομένη, 18/4/2024 στάλθηκε στη Λεμεσό όπου παραλήφθηκε την επομένη, 19/4/2024. Την ίδια μέρα στάλθηκε στον τόπο παράδοσής του στο χωριό όπου διαμένει ο εφεσείων. Σύμφωνα πάντοτε με το ίδιο έγγραφο, η προσπάθεια παράδοσης του αντικειμένου ήταν ανεπιτυχής. Ως λόγος αναφέρεται η φράση «Νo home delivery». Εν ολίγοις, από το περιεχόμενο του ίδιου, πάντοτε, εγγράφου, το μόνο που θα πρέπει να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένο, είναι η ανεπιτυχής προσπάθεια παράδοσης κάποιου αντικειμένου στον εφεσείοντα, ωστόσο, χωρίς να προσδιορίζεται τι αποτελεί το αντικείμενο. Κατά τη γνώμη μου, ο ορθός τρόπος συμπλήρωσης αυτού του κενού ήταν η προσαγωγή θετικής μαρτυρίας - που δεν υπάρχει - ότι πράγματι, πρόκειται για την επίμαχη ειδοποίηση το συγκεκριμένο αντικείμενο.

 

Σύμφωνα με την ΠΑΝΤΕΛΑ και πάλιν (ανωτέρω), την υποχρέωση επίδοσης της ειδοποίησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» τη φέρει ο ενυπόθηκος δανειστής, ο οποίος, συνακόλουθα φέρει και το βάρος να αποδείξει το «ανέφικτο» της δια Νόμου επιβαλλόμενης μεθόδου επίδοσης. Με αυτό δεδομένο και λαμβάνοντας υπόψη, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι υπέχουν θέση ενυπόθηκου δανειστή, αυτοί, όχι απλώς το ανέφικτο της δια Νόμου επιβαλλόμενης μεθόδου επίδοσης δεν έχουν αποδείξει, αλλά και ότι επιχείρησαν να επιδώσουν στον εφεσείοντα την επίμαχη ειδοποίηση σύμφωνα με το Νόμο. Δηλαδή, με παράδοσή της σ’ αυτόν με συστημένη επιστολή.

 

Οι ακόλουθοι ισχυρισμοί του ενόρκως δηλούντα για τους εφεσίβλητους θεωρώ πως δε συμπληρώνουν το σχετικό κενό:

 

Γνωρίζει τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση, είτε από προσωπική γνώση είτε απ’ όσα προκύπτουν από τα έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή του. Όπου αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν θέσει υπόψη του τρίτα πρόσωπα αναφέρει την πηγή της πληροφόρησής του (παρ. 3). Οι εφεσίβλητοι, στις 17/4/2024 απέστειλαν στον εφεσείοντα την επίμαχη ειδοποίηση με συστημένο ταχυδρομείο, ο οποίος παρέλειψε να την παραλάβει από το ταχυδρομείο. Εν συνεχεία και να για να είναι βέβαιοι ότι έλαβε γνώση της επίμαχης ειδοποίησης, προχώρησαν με την επίδοσή της σ’ αυτόν, έναντι της υπογραφής του. Επισυνάπτεται ως τεκμήριο 6, προστίθεται, το ιστορικό διακίνησης της επίμαχης ειδοποίησης, καθώς και σχετικός πίνακας, ο οποίος ετοιμάστηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο των εφεσίβλητων με τον οποίο επιβεβαιώνεται το πρόσωπο στο οποίο αντιστοιχεί το ιστορικό διακίνησης, καθώς και η ένορκη δήλωση επίδοσης τού ιδιώτη επιδότη (παρ. 20).

 

Το τι προκύπτει από το περιεχόμενο των δυο εγγράφων που αποτελούν μέρος του τεκμηρίου 6 αναφέρεται σε άλλο σημείο πιο πάνω. Απ’ εκεί και πέρα, το μόνο που αποδεικνύεται από τους παραπάνω ισχυρισμούς του ενόρκως δηλούντα για τους εφεσίβλητους είναι η επίδοση της επίμαχης ειδοποίησης στον εφεσείοντα με ιδιωτική επίδοση, στις 25/4/2024. Και αποδεικνύεται το συγκεκριμένο γεγονός, επειδή, εκτός του ότι αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, η σχετική ένορκη δήλωση επίδοσης επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του κ. Ανδρέου, ως μέρος του τεκμηρίου 6. Όμως, ότι προηγουμένως έγινε προσπάθεια επίδοσης της επίμαχης ειδοποίησης με συστημένη επιστολή, ίχνος μαρτυρίας υπάρχει. Ο ενόρκως δηλών για τους εφεσίβλητους, ούτε ότι αυτός είναι που κατάθεσε στο ταχυδρομείο την επίμαχη ειδοποίηση για παράδοσή της στον εφεσείοντα με συστημένη επιστολή,  ισχυρίζεται, μα ούτε και ποιο πρόσωπο προέβη στη συγκεκριμένη ενέργεια και πώς το γνωρίζει ο ίδιος, αναφέρει.

 

Η αποτυχία των εφεσίβλητων να αποδείξουν αυτό το στοιχείο δίδει απάντηση και στο κρίσιμο ερώτημα που έχω θέσω νωρίτερα και η απάντηση σ’ αυτό, σαφώς και είναι αρνητική. Γεγονός το οποίο, με τη σειρά του καθιστά βάσιμο τον υπό εξέταση λόγο έφεσης. Αποτελεί εύρημά μου, ότι η επίδοση της επίμαχης ειδοποίησης στον εφεσείοντα με ιδιωτική επίδοση, δεν ήταν δέουσα κατά Νόμο.

 

Επί της θέσης των ευπαίδευτων δικηγόρων των εφεσίβλητων σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσής τους, ότι, εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων έλαβε γνώση των σχετικών ειδοποιήσεων και εξασφαλίστηκαν τα δικαιώματά του, ασκώντας την υπό κρίση έφεση, αντί οποιασδήποτε δικής μου τοποθέτησης, παραθέτω αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την ΠΑΝΤΕΛΑ και πάλιν (ανωτέρω):

 

«Η υποκειμενική άποψη του Δικαστηρίου επί του ορθολογισμού ή μη του δεδηλωμένου σκοπού, δεν δικαιολογεί ερμηνευτική εκτροπή. Συνεπώς, το γεγονός ότι με την προσωπική επίδοση, ο παραλήπτης/ενδιαφερόμενος μιας ειδοποίησης, επικοινωνίας ή εγγράφου, σαφέστατα λαμβάνει γνώση και δύναται να υπερασπιστεί ή να ασκήσει τα όποια ένδικα μέσα του παρέχονται, όπως εξάλλου έχει επισυμβεί στην προκειμένη περίπτωση, δεν δικαιολογεί ερμηνεία άλλη απ' εκείνη που είναι κρυστάλλινα καθαρή στο μάτι. 

 

Εναπόκειται στον Νομοθέτη - εν τη σοφία του - να νομοθετεί κατά τρόπο που διευκολύνει, παρά να δυσχεραίνει διαδικασίες και καταστάσεις.»

 

Με τον πρώτο λόγο ένστασης στην έφεση, όπως αναπτύσσεται από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εφεσίβλητων, με αναφορά στο χρόνο καταχώρησης της έφεσης εγείρεται θέμα κατάχρησης της διαδικασίας και παράβασης της αρχής της δίκαιης δίκης από τον εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε την υπό κρίση έφεση, εμπρόθεσμα και το γεγονός ότι αυτό έγινε μερικές μέρες προτού λήξη η προθεσμία για το σκοπό αυτό, ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας είτε ακόμη ότι παραβιάζει τα δικαιώματα των εφεσίβλητων για δίκαιη δίκη, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη ότι αυτοί, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εκπροσωπούνταν από δικηγόρους, οι οποίοι χειρίστηκαν απολύτως ικανά και με πλήρη επάρκεια την έφεση.

 

Ακολουθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος. Το ίδιο ισχύει και για τον τέταρτο λόγο, με τον οποίο υποβάλλεται ότι στο σώμα της έφεσης δε διευκρινίζονται με επάρκεια οι λόγοι της. Ο εφεσείων προώθησε μόνο τον 1ο λόγο έφεσης και με απλή ανάγνωση του συγκεκριμένου λόγου σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο τη σχετικής, με αυτόν, αιτιολογίας, που επίσης εκτίθεται στο σώμα της έφεσης καθίσταται απολύτως σαφές, τόσο το νομικό όσο και το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης στην έφεση, είτε απαντώνται από τις παραπάνω διαπιστώσεις μου, είτε ακόμη, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων των εφεσίβλητων θεωρώ ότι έχουν εγκαταλειφθεί.  

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η έφεση επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται διάταγμα, ως οι παράγραφοι Α και Β της έφεσης.

Αναφορικά με τα έξοδα δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και σε βάρος των εφεσίβλητων.

 

 

 

 

 

                                                           (Υπ.)   ….…………………………..

                                                                         Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

/ΚΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο