ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 2138/2022

iJustice

Μεταξύ:

Hellenic Bank Public Company Limited

Ενάγουσας

Και

 

1.    C. Kasinos Constructions Limited

                               2.  Κωστάκη Κάσινου

                               3.  Στέλλας Κάσινου

Εναγομένων

------------------------

 

Αίτηση ημερ. 4.1.2023

 

 

14 Μαϊου 2024

 

Για Ενάγουσα – Αιτήτρια:  κα Α. Κορακίδου Μακρίδου για Aristi Korakidou Makridou LLC

Για Εναγόμενους – Καθ’  ων η Αίτηση:  κ. Π. Φιλίππου για Πολύκαρπος Φιλίππου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Η Ενάγουσα (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια), με την υπό εξέταση Αίτηση της επιδιώκει την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

 

Α. Προσωρινό διάταγμα απαγορεύον στην Eναγόμενη 1 και ή στους αντιπροσώπους της και ή στους εξουσιοδοτουμένους της  να μεταβιβάσουν, μεταφέρουν, επιβαρύνουν, δωρίσουν, εκχωρήσουν,  διαθέσουν και/ή αποξενώσουν  καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις  μετοχές της στις εταιρείες:

i.       A. J. & KASINOS DEVELOPMENT LIMITED, 40 μετοχές,

ii.      C. KASINOS MARITIME SERVICES LIMITED, 99 μετοχές

iii.     CROUTO INVESTMENTS LIMITED, 501 μετοχές,

       μέχρι εκδικάσεως της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Β. Προσωρινό διάταγμα επιβαρύνον τις μετοχές της εναγόμενης 1 και οποιοδήποτε συμφέρον αυτής απορρέει από τις ειρημένες μετοχές στις υπό παράγραφο Α περιγραφόμενες εταιρείες μέχρι εκδικάσεως της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Γ.   Προσωρινό διάταγμα απαγορεύον στον εναγόμενο 2 και ή στους αντιπροσώπους του και ή στους εξουσιοδοτουμένους του να μεταβιβάσουν, μεταφέρουν, επιβαρύνουν, δωρίσουν, εκχωρήσουν,  διαθέσουν και/ή αποξενώσουν  καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις μετοχές του στις εταιρείες:

          i.   Α. J. & KASINOS DEVELOPMENT LIMITED, 500 μετοχές,

         ii.   C. KASINOS MARITIME SERVICES LIMITED, 1 μετοχή,

        iii.   C. KASINOS CONSTRUCTIONS LIMITED, 219.560. μετοχές,

        iv.   FREEWAY INVESTMENTS LIMITED 119, 90 μετοχές,

         v.    K. INTERNATIONAL BUSINESS SERVICES LTD, 1000 μετοχές και

        vi.   MAVINO INVESTMENTS LIMITED, 1000 μετοχές,

  μέχρι εκδικάσεως της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Δ. Προσωρινό διάταγμα επιβαρύνον τις μετοχές του εναγόμενου 2 και οποιοδήποτε συμφέρον αυτού απορρέει από τις ειρημένες μετοχές στις υπό παράγραφο Γ εταιρείες μέχρι εκδικάσεως της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Ε. Προσωρινό διάταγμα απαγορεύον στην εναγόμενη 3 και ή στους αντιπροσώπους της και ή στους εξουσιοδοτημένους της να μεταβιβάσουν, μεταφέρουν, επιβαρύνουν, δωρίσουν, εκχωρήσουν,  διαθέσουν και/ή αποξενώσουν  καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις μετοχές της στην εταιρεία C. KASINOS CONSTRUCTIONS LIMITED, 440 μετοχές, μέχρι εκδικάσεως της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Ζ.  Προσωρινό διάταγμα επιβαρύνον τις μετοχές της εναγόμενης 3 και οιοδήποτε συμφέρον αυτής απορρέει από τις ειρημένες μετοχές στην υπό παράγραφο Ε περιγραφόμενη εταιρεία, 440 μετοχές, μέχρι εκδικάσεως της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Η.  Προσωρινό διάταγμα απαγορεύον στην εναγόμενη 1, και ή στους αντιπροσώπους της και ή στους εξουσιοδοτουμένους της να πωλήσουν, διαθέσουν, εκχωρήσουν, μεταβιβάσουν, δωρίσουν, αποξενώσουν, επιβαρύνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κάτωθι ακίνητη περιουσία της εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπό τον άνω αριθμό και  τίτλο αγωγής και ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

α.  Αρ. εγγραφής 0/1544, Λευκωσία, Άγιος Θεόδωρος

β.  Αρ. εγγραφής 0/5930, Λευκωσία, Γαλάτα

γ.  Αρ. εγγραφής 0/2141,  Λευκωσία, Σιναόρος

δ.  Αρ. εγγραφής 0/2143, Λευκωσία, Σιναόρος (2/7 μερίδια)

ε.  Αρ. εγγραφής 0/2712, Λευκωσία, Σιναόρος (1/1 μερίδιο)

ζ.  Αρ. εγγραφής 0/5217, Λευκωσία, Τεμβριά (1/12 μερίδιο)

η.  Αρ. εγγραφής 0/5219, Λευκωσία, Τεμβριά (1/12 μερίδιο)

θ.  Αρ. εγγραφής 0/5220, Λευκωσία, Τεμβριά (1/12 μερίδιο)

ι.  Αρ. εγγραφής 0/5997, Λευκωσία, Τεμβριά (19/30 μερίδια)

κ. Αρ. εγγραφής 0/6315, Λευκωσία, Τεμβριά (2/3 μερίδια)

λ. Αρ. εγγραφής 0/7105, Λευκωσία, Ευρύχου (1/1 μερίδιο)

μ. Αρ. εγγραφής 0/9013, Λευκωσία, Ευρύχου (1/1 μερίδιο)

ν. Αρ. εγγραφής 0/9014, Λευκωσία, Ευρύχου (1/1 μερίδιο)

ξ. Αρ. εγγραφής 0/9277, Λευκωσία, Ευρύχου (1/1 μερίδιο)

ο.  Αρ. εγγραφής 0/2502, Λάρνακα, Ορά (1/1 μερίδιο)

π. Αρ. εγγραφής 0/7769,  Λεμεσός, Άγιος Αθανάσιος (1/1 μερίδιο)

ρ. Αρ. εγγραφής 0/17457, Ύψωνας (1/1 μερίδιο)

σ. Αρ. εγγραφής 0/19211, Λεμεσός, Ύψωνας (1/1 μερίδιο)

τ. Αρ. εγγραφής 0/14011, Λεμεσός, Φασούλα (25/1050 μερίδια)

υ. Αρ. εγγραφής 0/7721, Λεμεσός, Κορφή (1/3 μερίδιο)

      φ.  Αρ. εγγραφής 0/12724, Λεμεσός, Άγιος Τύχωνας  (1/1  μερίδιο)

χ.  Αρ. εγγραφής 0/12756, Λεμεσός, Άγιος Τύχωνας (1/1 μερίδιο)

ψ. Αρ. εγγραφής 0/7693, Λεμεσός, Διερώνα (7/15 μερίδια)

ω. Αρ. εγγραφής 0/3717, Λεμεσός, Λουβαράς (1/1 μερίδιο)

αα. Αρ. εγγραφής 0/20874, Λεμεσός, Ανώγυρα (1/2 μερίδιο)

αβ. Αρ. εγγραφής 0/20876, Λεμεσός, Ανώγυρα (1/1 μερίδιο)

αγ. Αρ. εγγραφής 0/21349, Λεμεσός, Ανώγυρα (1/1 μερίδιο)

αδ. Αρ. εγγραφής 0/21350, Λεμεσός, Ανώγυρα (1/1 μερίδιο)

αε. Αρ. εγγραφής 0/21369, Λεμεσός, Ανώγυρα (1/1 μερίδιο)

αζ. Αρ. εγγραφής 0/12465, Λεμεσός, Πάνω Κιβίδες (1/1 μερίδιο)

αη. Αρ. εγγραφής 0/13604, Λεμεσός, Πάνω Κιβίδες (1/3 μερίδια)

αθ. Αρ. εγγραφής 0/13735, Λεμεσός, Πάνω Κιβίδες (1/1 μερίδιο)

 

Η Αίτηση αρχικά καταχωρίστηκε μονομερώς, όμως κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου επιδόθηκε στους Εναγόμενους.  Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του υπαλλήλου της Αιτήτριας, κ. Σεργίου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι τράπεζα, διεξάγουσα τραπεζικές εργασίες σε όλη την Κύπρο.  Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 21.9.2016 η Αιτήτρια χορήγησε δάνειο στην Εναγόμενη 1 για το ποσό των €6.840.000,00 πληρωτέο με 19 μηνιαίες δόσεις εκ €17.000 εκάστη, επιπρόσθετα με δυο χρονιαίες δόσεις εκ €450.000 εκάστη και το υπόλοιπο με μια δόση πληρωτέα την 30.6.2018 για πλήρη εξόφληση.  Προς το σκοπό αυτό η Αιτήτρια άνοιξε στο όνομα της Εναγόμενης 1 το λογαριασμό υπ’  αριθμό -15.  Το ρηθέν δάνειο εξασφαλίζεται με (α) σειρά υποθηκών τις οποίες παραχώρησε η Εναγόμενη 1 προς όφελος της Αιτήτριας επί των περιγραφομένων στην παρ.22 της ενόρκου δηλώσεως του ακινήτων της, (β) ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί όλων των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1, (γ) ασφάλεια πυρός με την Παγκυπριακή Ασφαλιστική, την οποία εκχώρησε η Εναγόμενη 1 προς την Αιτήτρια, (δ) Ασφάλεια πυρός με την CNP Asfalistiki Ltd την οποία εκχώρησε η Εναγόμενη 1 προς την Αιτήτρια και (ε) προσωπικές εγγυήσεις των Εναγομένων 2 και 3, δυνάμει σύμβασης εγγύησης ημερομηνίας 21.9.2016.  Περαιτέρω η Εναγόμενη 1, εις αντάλλαγμα του παραχωρηθέντος σ’  αυτήν δανείου, ανέλαβε όπως μη αποξενώσει, πωλήσει, υποθηκεύσει ή επιβαρύνει προς όφελος τρίτων οποιαδήποτε από τα περιουσιακά της στοιχεία χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της Αιτήτριας.

 

            Μετά από πρόταση αναδιάρθρωσης, βάσει των οδηγιών διαχείρισης καθυστερήσεων, η Αιτήτρια δυνάμει τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 6.12.2017 συμφώνησε με την Εναγόμενη 1 όπως μετατεθεί η ημερομηνία πληρωμής των δόσεων της κατά τρόπο ώστε η πρώτη μηνιαία δόση να είναι πληρωτέα την 31.1.2018 και η τελευταία την 31.1.2019, οι δύο χρονιαίες δόσεις των €450.000 να είναι πληρωτέες την 28.2.2018 και 30.11.2018 αντίστοιχα και παν υπόλοιπο με μια δόση πληρωτέα την 28.2.2019 για πλήρη εξόφληση.  Ήταν ρητός όρος της τροποποιητικής συμφωνίας ότι θα διασφαλίζεται με τις ίδιες εξασφαλίσεις με τις οποίες διασφαλιζόταν και η αρχική συμφωνία δανείου ημερομηνίας 21.9.2016.

 

            Δυνάμει δεύτερης γραπτής τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 26.4.2018 τα μέρη συμφώνησαν μεταξύ τους όπως η αρχική συμφωνία δανείου ημερομηνίας 21.9.2016 τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε να εξοφλείται με 10 μηνιαίες δόσεις των €17.000 εκάστη, η πρώτη δόση πληρωτέα την 30.4.2018 και η τελευταία την 31.1.2019, επιπρόσθετα με δύο χρονιαίες δόσεις, η πρώτη δόση πληρωτέα την 30.6.2018 και η δεύτερη την 30.11.2018, παν δε υπόλοιπο με μια δόση πληρωτέα την 28.2.2019 για πλήρη εξόφληση.  Ήταν ρητός όρος της ρηθείσας τροποποιητικής συμφωνίας ότι θα διασφαλίζεται με τις  ίδιες εξασφαλίσεις με τις οποίες διασφαλιζόταν και η αρχική συμφωνία δανείου.

 

            Δυνάμει δεύτερης γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 21.9.2016, η Αιτήτρια χορήγησε δάνειο στην Εναγόμενη 1 για το ποσό των €1.710.000,00 πληρωτέο με μια δόση την 30.6.2018.  Το ρηθέν δάνειο διασφαλίζεται με τις ίδιες βασικά εξασφαλίσεις με τις οποίες διασφαλίζεται και η πρώτη συμφωνία δανείου για το ποσό των €6.840.000 της ίδιας ημερομηνίας.  Προς το σκοπό αυτό η Αιτήτρια άνοιξε στο όνομα της Εναγόμενης 1 το λογαριασμό υπ’  αριθμό -16.  Οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν κατά την 21.9.2016 συμφωνία εγγύησης δυνάμει της οποίας εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 προς την Αιτήτρια μέχρι του ποσού των €1.710.000,00 πλέον τόκους και έξοδα.

 

            Δυνάμει γραπτής τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 6.12.2017 τα μέρη συμφώνησαν μεταξύ τους όπως η δεύτερη συμφωνία δανείου τροποποιηθεί, κατά τρόπο ώστε το δάνειο να είναι πληρωτέο με μια δόση κατά την 28.2.2019.  Ήταν ρητός όρος της αμέσως πιο πάνω τροποποιητικής συμφωνίας ότι θα διασφαλίζεται με τις ίδιες εξασφαλίσεις με τις οποίες διασφαλιζόταν και η αρχική δεύτερη συμφωνία δανείου.

           

Η Αιτήτρια, λόγω μη συμμόρφωσης της Εναγομένης 1 με τους όρους των ανωτέρω περιγραφόμενων συμφωνιών δανείου, με επιστολή της ημερομηνίας 6.4.2021 την οποία απέστειλε ταχυδρομικώς προς τους Εναγομένους, τερμάτισε τη λειτουργία των ως άνω λογαριασμών της Εναγόμενης 1 και την κάλεσε να πληρώσει το χρεωστικό τους υπόλοιπο.  Κατά την 1.7.2022 ο λογαριασμός υπ’  αριθμό -15 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο εκ €7.024.317,75 πλέον τόκους προς 5,08% ετησίως από της ως άνω ημερομηνίας, ενώ ο λογαριασμός υπ’  αριθμό -16 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο εκ €1.660,44 πλέον τόκους προς 3,58% από της ως άνω ημερομηνίας.

 

            Η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων δυνάμει των υφιστάμενων υποθηκών δεν αρκεί για να ικανοποιήσει το χρέος της Εναγόμενης 1.  Υπολείπεται κατά πολύ από το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή ποσό.   Τα ακίνητα των οποίων ζητείται η δέσμευση με την υπό εξέταση Αίτηση δεν είναι ενυπόθηκα.  Δεσμεύτηκαν από τον Έφορο Φορολογίας για τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 προς αυτόν.  Αν παραμείνουν χωρίς δέσμευση, θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποδεσμευτούν από τον Έφορο Φορολογίας, σε περίπτωση που ικανοποιηθεί η απαίτηση του και, εφόσον αυτό επισυμβεί, η Εναγόμενη 1 θα μπορεί να τα πωλήσει ή μεταβιβάσει προς ζημιά της Αιτήτριας.  Η περαιτέρω δέσμευση τους από την Αιτήτρια, δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε αδικία στην Εναγόμενη 1.  Επίσης θα πρέπει να δεσμευτούν οι μετοχές των Εναγομένων στις εταιρείες στις οποίες είναι μέτοχοι, για να διατηρηθεί η κατάσταση πραγμάτων διαρκούσης της εκδίκασης της αγωγής, ώστε να διασφαλιστεί ότι η Αιτήτρια, σε περίπτωση που κερδίσει την υπόθεση της, θα μπορεί να εισπράξει το οφειλόμενο από τους Εναγόμενους ποσό.  Οι ως άνω μετοχές μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιβαρυνθούν, μεταβιβαστούν, δωρηθούν, αποξενωθούν καθ’  οιονδήποτε τρόπο, αποστερώντας από την Αιτήτρια τη δυνατότητα να εισπράξει το λαβείν της.

 

            Αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη στο μέλλον, σε περίπτωση που η Αιτήτρια πετύχει στην αγωγή της, για το λόγο ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων των Εναγομένων, τα οποία εξασφαλίζουν τώρα τα χρέη τους, δεν επαρκεί για εξόφληση τους.

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

 

            Οι Εναγόμενοι εναντιώθηκαν στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης, την οποία καταχώρισαν, προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

1.    Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

2.     Η Αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση η οποία είναι γενική, αόριστη και παραπλανητική.

 

3.    Η Αιτήτρια δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

4.    Η Αιτήτρια δεν αποκαλύπτει πλήρως όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία αφορούν την υπόθεση.

 

5.    Η Αίτηση γίνεται για αλλότριο προς το νόμο σκοπό και είναι καταχρηστική.

 

Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 2, διευθυντή και μετόχου της Εναγόμενης 1 και συζύγου της Εναγόμενης 3.  Σ’  αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα: 

 

Ο κ. Σεργίου δεν αποκάλυψε στην ένορκη δήλωση του ότι κατά το χρόνο καταχώρισης της παρούσας αγωγής και της υπό εξέταση Αίτησης διαπραγματεύονταν με την Εναγομένη με στόχο τον καθορισμό του οφειλόμενου ποσού, του τρόπου αποπληρωμής και του επιτοκίου καθώς και την αφαίρεση τυχόν υπερχρεώσεων.  Στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης συμφώνησαν με την Αιτήτρια να πωλήσουν το ακίνητο της Εναγόμενης 1 με αριθμό τεμαχίου 272, το οποίο είναι υποθηκευμένο για εξασφάλιση της απαίτησης της Αιτήτριας.  Η Αιτήτρια συμφώνησε να εισπράξει από το τίμημα πώλησης ποσό εκ €1.284.950 με ανάλογη μείωση της τελικής απαίτησης της.  Κατά την 15.12.2022, κατόπιν αιτήματος τους, η Αιτήτρια έδωσε τη γραπτή της συγκατάθεση για την πώληση του ανωτέρω τεμαχίου,  το οποίο πωλήθηκε τελικά στις 12.1.2023 έναντι του ποσού των €1.500.000 στην εταιρεία Okrinio Limited.  Ενημέρωσε προσωπικά την Αιτήτρια για την πώληση του ως άνω ακινήτου και παρέδωσε αντίγραφο του πωλητηρίου εγγράφου. 

 

Η αξία της προσωπικής του ακίνητης περιουσίας, πέραν των άλλων περιουσιακών του στοιχείων, κυμαίνεται περί τα €2.479.100, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κτηματολογίου.  Επίσης σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κτηματολογίου, κατά την 1.1.2021 η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1 που είναι υποθηκευμένη για εξασφάλιση της Αιτήτριας ανέρχεται σε €3.473.400.  Επιπρόσθετα η απαίτηση της Αιτήτριας εξασφαλίζεται και με τις μετοχές της εταιρείας AJ & Kasinos Development Ltd στην εταιρεία Charterhouse Estate Limited η οποία είναι ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Poseidoneia στη Λεμεσό.  Οι μετοχές της αντιστοιχούν σε μερίδιο 22.72% στο μετοχικό κεφάλαιο της ως άνω εταιρείας.  Η αξία του μεριδίου τους στο ως άνω ξενοδοχείο κυμαίνεται περί τα €5.800.000 με βάση εκτίμηση ανεξάρτητου εκτιμητή.    Η απαίτηση της Ενάγουσας εξασφαλίζεται ακόμα με ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης επί του συνόλου της περιουσίας της Εναγόμενης 1. 

 

Η Αιτήτρια αποδέχτηκε ότι η αποπληρωμή του χρέους θα γινόταν από τα εισοδήματα της Εναγόμενης 1 καθώς και από την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων.  Παρά το ότι η Αιτήτρια παραχώρησε στην Εναγόμενη 1 συμβατικό δικαίωμα να δικαιούται να πωλήσει τα ενυπόθηκα ακίνητα, με την υπό εξέταση Αίτηση της, όλως παραδόξως επιδιώκει την έκδοση διαταγμάτων για να αποστερήσει από την Εναγόμενη 1 το ως άνω δικαίωμα.

 

Τα ποσά των επίδικων συμφωνιών δανείου δεν εκταμιεύθηκαν στην πραγματικότητα.  Εκείνο το οποίο έγινε κατά το 2016 ήταν η λογιστική ενοποίηση διαφόρων δανείων που είχε λάβει κατά καιρούς η Εναγόμενη 1 από διάφορες συνεργατικές εταιρείες.  Τα δάνεια αυτά, μετά την ενοποίηση των διαφόρων συνεργατικών εταιρειών, κατέληξαν στην Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα και ακολούθως στην Αιτήτρια.  Μετά από διαπραγματεύσεις με την Αιτήτρια, συμφώνησε ότι η Εναγόμενη 1 θα πλήρωνε σ’  αυτήν ποσό €6.840.000 και με την πληρωμή του ποσού αυτού θα διαγραφόταν ποσό €1.710.000.  Με την επιμονή όμως της Αιτήτριας υπέγραψαν τις επίδικες συμφωνίες δανείου.   Τις υπέγραψαν υπό καθεστώς εκβιασμού καθότι σε αντίθετη περίπτωση, η Αιτήτρια θα ζητούσε την άμεση εξόφληση διαφόρων δανείων.  Είναι γι’  αυτό το λόγο που αποδέχτηκε επιτόκιο 13% στις συμφωνίες υποθήκης που υπέγραψε για εξασφάλιση του χρέους της Αιτήτριας. 

 

Σε περίπτωση που εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα προκληθεί αδικία στην Εναγόμενη 1 και στον ίδιο, για το λόγο ότι θα αποστερηθούν της δυνατότητας συνέχισης των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και θα επιβραβευθεί η τακτική που ακολούθησε η Αιτήτρια με την απόκρυψη στοιχείων και την έγερση της παρούσας αγωγής  με σκοπό να πετύχει επιπρόσθετες εξασφαλίσεις. 

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 29 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στα άρθρα 4, 5, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, στα άρθρα 1, 2, 4, 9 και 10 του Νόμου για την έκδοση επιβαρυντικών διαταγμάτων σε αξιόγραφα 31(Ι)/1992, στα άρθρα 1, 2, 37, 39, 73 και 86 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 και στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, θ.θ.1, 2 και 3.

 

Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται.  Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν14/60 που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:

 

α)         Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο

Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.

 

β)         Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία

Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).

 

γ)         Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας  (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 152).

 

            Παρά το ότι οι Εναγόμενοι στους λόγους ένστασης τους διατείνονται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, εντούτοις, τόσο μέσω της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου 1, όσο και μέσω της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου τους αποδέχονται ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής της Αιτήτριας.  Συμφωνούν δηλαδή ότι συντρέχουν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32.  Από τη στιγμή που η συνδρομή των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32 είναι παραδεκτή, θεωρώ αχρείαστο να προβώ σε οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση τους. 

            Η ένσταση των Εναγομένων επικεντρώνεται βασικά  στην τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, την οποία, ως ισχυρίζονται, απέτυχε να ικανοποιήσει η Αιτήτρια.  Αποτελεί θέση τους ότι η απαίτηση της Αιτήτριας διασφαλίζεται πλήρως από τις υπάρχουσες εξασφαλίσεις.  Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 1 στην ένορκη δήλωση του απορρίπτει τη θέση της ενόρκου δηλώσεως του κ. Σεργίου ότι αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, είναι ορατός ο κίνδυνος να μην υπάρχουν τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων ζητείται η δέσμευση, για να ικανοποιηθεί η Αιτήτρια.  Όπως αναφέρει ο Εναγόμενος 1, δεν έχουν παρατεθεί οποιαδήποτε στοιχεία που να δικαιολογούν ή να στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό του κ. Σεργίου ότι αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα δεν θα υπάρχουν τα περιουσιακά στοιχεία για να ικανοποιηθεί η Αιτήτρια.  Ισχυρίζεται ακόμα ότι δεν έχει προσδιοριστεί από τον κ. Σεργίου η πραγματική αξία της ακίνητης περιουσίας της Εναγόμενης 1, η αξία της ακίνητης περιουσίας της η οποία είναι υποθηκευμένη για να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις της Αιτήτριας, ούτε και η αξία της προσωπικής του περιουσίας.  Δεν αναφέρεται από τον κ. Σεργίου ούτε και το ότι η Εναγόμενη 1 λειτουργεί επικερδώς.

 

            Από πλευράς της η Αιτήτρια επικαλείται, μέσω της ένορκης δήλωσης του κ. Σεργίου, ως λόγους για τους οποίους η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι αναγκαία, (α) το ότι η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων δεν αρκεί για να ικανοποιήσει το χρέος της Εναγόμενης 1 και υπολείπεται κατά πολύ από το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή ποσό και (β) τόσο τα ακίνητα της Εναγόμενης, των οποίων ζητείται η δέσμευση, σε περίπτωση που αποδεσμευτούν από τον Έφορο Φορολογίας, όσο και οι μετοχές των Εναγομένων, μπορούν ανά πάσα στιγμή να μεταβιβαστούν, αποξενωθούν ή επιβαρυνθούν, κάτι το οποίο, εφόσον επισυμβεί, θα της αποστερήσει τη δυνατότητα να εισπράξει το λαβείν της.

 

Στη Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε203/2013 ημερ. 11.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A360 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

 

«Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη, στον αιτητή, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση όπου αυτή, επιτύχει στις αξιώσεις του.

 

Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (Βλ. επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848.

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317, «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».

 

            Ο κ. Σεργίου προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού του ότι η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων των Εναγομένων 1 και 2 που εξασφαλίζουν το χρέος τους υπολείπεται από το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή ποσό, παρουσιάζει κατάσταση την οποία ετοίμασε ο ίδιος (Τεκμήριο 18 της ενόρκου δηλώσεως του).  Στην υπό αναφορά κατάσταση περιγράφει λεπτομερώς την αξία του κάθε ενυπόθηκου ακινήτου, την οποία προσδιόρισε βασιζόμενος στην αξία  η οποία καταγράφεται στα πιστοποιητικά έρευνας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τα οποία επίσης παρουσιάζει (Τεκμήριο 17 της ενόρκου δηλώσεως του), το ποσό για το οποίο είναι υποθηκευμένο το κάθε ακίνητο ως επίσης και το ποσό που υπολείπεται για να καλυφθεί το ποσό της κάθε υποθήκης.  Βάσει των υπολογισμών του το ενυπόθηκο χρέος των Εναγομένων ανέρχεται σε €6.236.171,38.  Η αξία των υφιστάμενων υποθηκών καλύπτει ποσό €2.432.774,29 και παραμένει κατ’  αυτό τον τρόπο ανεξασφάλιστο ποσό €3.803.397,09.

 

            Τα ανωτέρω παρουσιασθέντα από την Αιτήτρια στοιχεία είναι, κατά την άποψη μου, επαρκή για το στάδιο αυτό για να τεκμηριώσουν εκ πρώτης όψεως τον ισχυρισμό της ότι η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων δεν εξασφαλίζει ολόκληρο το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή ποσό, ούτε καν το ενυπόθηκο χρέος δεν φαίνεται να εξασφαλίζουν.  Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Εναγόμενος 2 στην ένορκη δήλωση του δεν αμφισβητεί την ορθότητα της παρουσιασθείσας από τον κ. Σεργίου κατάστασης, ούτε καν αναφέρεται σ’  αυτή.        Προβάλλει όμως τον ισχυρισμό ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κτηματολογίου, κατά την 1.1.2021 η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1 που είναι υποθηκευμένη για εξασφάλιση της Αιτήτριας, ανέρχεται σε €3.473.400.  Αναμφισβήτητα το στάδιο αυτό δεν είναι το κατάλληλο για την εξαγωγή  τελικού ευρήματος ως προς την αξία της υποθηκευμένης προς όφελος της Αιτήτριας, ακίνητης ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1  (Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά ν. Κούππα (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1665).  Αυτό το οποίο θα ήθελα όμως να επισημάνω είναι ότι, ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε γίνει αποδεκτή η δική του εκτίμηση, η αξία της ενυπόθηκης περιουσίας και πάλι υπολείπεται κατά πολύ από το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή ποσό.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος κέκτειται ακίνητη ιδιοκτησία αξίας περί τα €2.479.100 θα ήθελα να επισημάνω ότι δεν είναι της προσωπικής του περιουσίας που ζητείται η δέσμευση, ώστε να τίθεται ζήτημα υπολογισμού της αξίας της.

 

            Πέραν των πιο πάνω, ο κ. Σεργίου στην κατάσταση που ετοίμασε καταγράφει, προς μεγάλη ευκολία του Δικαστηρίου, τις αξίες των ακινήτων της Εναγόμενης 1, των οποίων ζητείται η δέσμευση με την υπό εξέταση Αίτηση, ως επίσης και την αξία του αναλογούντος μεριδίου αυτής, για τα ακίνητα τα οποία δεν είναι ιδιοκτήτρια του όλου μεριδίου, τις οποίες μετέφερε βασικά από τα πιστοποιητικά έρευνας ακινήτου ιδιοκτησίας του τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (Τεκμήριο 17 της ενόρκου δηλώσεως του).  Βάσει των υπολογισμών του, η συνολική αξία των ως άνω ακινήτων ανέρχεται σε €603.473,33.  Αναμφισβήτητα, με το ποσό αυτό, κάθε άλλο παρά υπερκαλύπτεται το ποσό της αξίωσης της Αιτήτριας το οποίο δεν είναι εξασφαλισμένο με υποθήκες.

 

            Πέραν της δέσμευσης της ακίνητης περιουσίας της Εναγομένης 1, η Αιτήτρια επιδιώκει τη δέσμευση των μετόχων των Εναγομένων 1, 2 και 3 στις εταιρείες οι οποίες περιγράφονται λεπτομερώς στις παραγράφους Α – Ζ της υπό εξέταση Αίτησης.  Πρωτίστως, αυτό το οποίο παρατηρώ είναι ότι η Αιτήτρια εξαιτείται την έκδοση τόσο επιβαρυντικού διατάγματος όσο και προσωρινού διατάγματος για τις μετοχές των Εναγομένων, δυνάμει των διατάξεων του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων σε Αξιόγραφα Νόμου 31(1)/1992.  Θα πρέπει όμως να αναφερθεί ότι, βάσει του άρθρου 3(1)[1] του Νόμου, επιβαρυντικά διατάγματα εκδίδονται μόνο για σκοπούς εκτέλεσης απόφασης ή διατάγματος με το οποίο πρόσωπο (οφειλέτης) καλείται να πληρώσει σε άλλο πρόσωπο (πιστωτή) χρηματικό ποσό.  Στην προκείμενη περίπτωση τέτοια απόφαση ή διάταγμα  δεν υφίσταται, γι’  αυτό και δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν τα αιτούμενα στις παραγράφους Β, Δ και Ζ της Αίτησης επιβαρυντικά διατάγματα.

 

            Με τις παραγράφους Α, Γ και Ε της Αίτησης αξιώνεται η έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1, 2 και 3 να μεταβιβάσουν και γενικά αποξενώσουν τις μετοχές τους στις περιγραφόμενες στις ως άνω παραγράφους εταιρείες.  Το άρθρο 9 του Νόμου 31(1)/1992 παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει τέτοιου είδους διατάγματα υπό τους περιγραφόμενους σ’  αυτό όρους και προϋποθέσεις.  Ειδικότερα το άρθρο αυτό προνοεί τα ακόλουθα:

«9.-(1) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή για αποζημιώσεις δύναται κατόπιν αίτησης του ενάγοντος σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εκδώσει προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης με όλες ή μερικές από τις συνέπειες του διατάγματος επιβάρυνσης, όπως αυτό θα καθορίσει.

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το πιο πάνω διάταγμα, μόνο αφού ικανοποιηθεί ότι ο ενάγων έχει βάσιμη αξίωση και ότι με τη μεταβίβαση ή αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 δυνατό να μείνει ανικανοποίητη η απόφαση του Δικαστηρίου.

(3) Κάθε διάταγμα που εκδίδεται βάσει των πιο πάνω προνοιών πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από αυτό, καθώς επίσης και το πρόσωπο (ή πρόσωπα) προς το οποίο το εν λόγω διάταγμα πρέπει να επιδοθεί.

(4) Οι πρόνοιες των άρθρων 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου εφαρμόζονται στην περίπτωση διατάγματος επιβάρυνσης που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.»

 

            Το λεκτικό με το οποίο είναι διατυπωμένο το άρθρο αυτό, ειδικότερα η παράγραφος (2) αυτού, καθιστά εμφανές ότι οι προϋποθέσεις έκδοσης τέτοιου διατάγματος προσομοιάζουν με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

 

            Στην προκείμενη περίπτωση παρά το ότι η Αιτήτρια κατάφερε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων δεν εξασφαλίζει ολόκληρο το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή ποσό, οπόταν η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δέσμευσης των μετοχών των Εναγομένων θα δικαιολογείτο, εντούτοις δεν έχει παρουσιάσει οποιαδήποτε μαρτυρία ή στοιχεία όσον αφορά την αξία των αιτούμενων όπως δεσμευτούν μετοχών.  Στην απουσία δε τέτοιας μαρτυρίας προσδιοριστικής της αξίας τους, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.  Δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αξία των ως άνω μετοχών να υπερβαίνει την αξίωση της Αιτήτριας κατά το μέρος της που δεν είναι εξασφαλισμένο, σε τέτοια δε περίπτωση δεν θα μπορούσαν να δεσμευτούν όλες οι μετοχές των Εναγομένων στις ανωτέρω περιγραφόμενες εταιρείες, αλλά μόνο το μέρος αυτών κατά το οποίο καλύπτεται η μη εξασφαλισμένη αξίωση της Αιτήτριας.

 

Ο Εναγόμενος 1 στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της Αιτήτριας διασφαλίζεται και με τις μετοχές της εταιρείας  Α. J. & Kasinos Development Ltd στην εταιρεία Charterhouse Estate Limited η οποία είναι η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Poseidoneia, η δε αξία του μεριδίου της στο μετοχικό κεφάλαιο της ως άνω εταιρείας ανέρχεται περί τα €5.800.000.  Παρουσιάζει δε έκθεση εκτίμησης της αγοραίας αξίας του ως άνω ξενοδοχείου (Τεκμήριο 6 της ένορκης δήλωσης του).

 

            Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από το Δικαστήριο.  Ο όρος Γ10 της Επιστολής Ανειλημμένης Υποχρέωσης ημερομηνίας 20.9.2016 (Τεκμήριο 5 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Σεργίου) στον οποίο ο ίδιος παραπέμπει για να στηρίξει τον ανωτέρω ισχυρισμό του, δεν ομιλεί για οποιαδήποτε δέσμευση των ως άνω μετοχών.  Απλά με τον όρο αυτό οι Εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να μην παραχωρήσουν ως εξασφάλιση οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου και του ποσοστού 22,72% που η εταιρεία Α. J. & Kasinos Development Ltd κατέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας Charterhouse Estate Limited.  Όσον αφορά την έκθεση εκτίμησης (Τεκμήριο 6 της ενόρκου δηλώσεως του), όπως έχει ήδη αναφερθεί, αυτή αφορά την αγοραία αξία του ξενοδοχείου Poseidoneia και όχι την αγοραία αξία του μεριδίου των μετοχών.  Δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε εκτίμηση όσον αφορά την πραγματική αξία του μεριδίου των μετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο της ως άνω εταιρείας.  Θα ήθελα ακόμα να αναφέρω ότι δεν  παρουσιάζεται κάποια ξεκάθαρη εικόνα ως προς το κατά  πόσο το μετοχικό κεφάλαιο αμφοτέρων των ως άνω εταιρειών είναι ελεύθερο, χωρίς να βαρύνεται με οποιεσδήποτε επιβαρύνεις, ομόλογα, δεσμεύσεις ή οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις.

 

            Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Εναγόμενος 1 στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι κανένας ορατός κίνδυνος υπάρχει ότι τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων ζητείται η δέσμευση δεν θα είναι διαθέσιμα για να ικανοποιηθεί η απαίτηση της Αιτήτριας.  Προβάλλει δηλαδή εμμέσως ότι δεν υπάρχει πρόθεση αποξένωσης των ως άνω περιουσιακών στοιχείων.  Διαχρονικά όμως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει ότι εκείνο που προσμετρά είναι η συνέπεια που θα έχει τέτοια αποξένωση ή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον συντελεστούν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί, χωρίς να απαιτείται η παρουσίαση μαρτυρίας για πιθανή πρόθεση αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων.

 

Στην υπόθεση Rapp v. Sinden κ.ά. Πολ. Έφεση Ε191/2014 ημερ. 20/3/2020 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την πρόθεση για αποξένωση:

 

 

«Ο κύριος λόγος απόρριψης της αίτησης είναι συνυφασμένος με την τρίτη προϋπόθεση. Αναφορικά με αυτή και σε σχέση με διατάγματα που αφορούν στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αναφέρεται στην C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785, 789-790, ότι δεν αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγόμενου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα δοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.

 

Στα πλαίσια του άρθρου 32, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέγγισε το ζήτημα στην ορθή του διάσταση. Αναλώθηκε στην εκτίμηση του κινδύνου αποξένωσης, αντί να εξετάσει τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαζόταν ή επιβαρυνόταν το ακίνητο.»

 

Απόλυτα σχετικό είναι επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολ. ‘Εφεση Αρ Ε14/2017 και Ε209/2017 ημερ. 16/7/2019:

 

«Στη Poltava Petroleum Co. ν. Mexana Oil Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301 τονίστηκε ότι εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η όποια επιβάρυνση, εφόσον συντελεστούν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως να εκδοθεί. Ο κίνδυνος αποξένωσης ήταν υπαρκτός ώστε εντέλει να υφίσταται η αδυναμία ή δυσκολία απονομής δικαιοσύνης και το επιχείρημα της φερεγγυότητας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί με την ευκολία αποξένωσης.»

 

            Οι ως άνω αρχές επαναδιατυπώθηκαν και στην πιο πρόσφατη υπόθεση Heinrich v. Banc De Binary Limited, Πολ. Έφεση Αρ. Ε148/2016 ημερ. 26.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A556, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων χρημάτων κατατεθειμένων σε τράπεζα, δεν αποτελεί, χωρίς άλλο, ικανοποιητική εξασφάλιση ότι δικαστική απόφαση που τυχόν να εκδοθεί σε αγωγή θα τύχει, οπωσδήποτε, ικανοποίησης.  Εάν ο ίδιος ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δε δεσμευτεί επαρκώς, ως προς τούτο, το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα, όπως το υπό συζήτηση, για παγοποίηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον πιο πάνω σκοπό.  Εν ολίγοις, η ύπαρξη  περιουσιακών στοιχείων και μόνο δεν είναι αρκετή.  ΄Οπως ετέθη στην υπόθεση CPhasarias (AutCentreLtdv. Σκυρ. "Λεωνίκ" Λτδ. (2001) 1 Α.Δ.Δ. 785, σελίδες 789 έως 790:  «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.»»  

 

Όπως αναδύεται από την ανωτέρω παρατεθείσα νομολογία, δεν απαιτείτο από την Αιτήτρια να παρουσιάσει μαρτυρία για πιθανή πρόθεση της Εναγόμενης 1, να αποξενώσει περιουσιακά της στοιχεία.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί, εκείνο το οποίο προσμετρά είναι η συνέπεια που θα έχει τέτοια αποξένωση η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον συντελεστούν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί, προς όφελος της Αιτήτριας.  Στην προκείμενη περίπτωση, αναμφισβήτητα, η αποξένωση των αιτούμενων όπως δεσμευτούν περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1, θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης.

 

Διατείνεται ακόμα ο Εναγόμενος 2 στην ένορκη δήλωση του ότι η Εναγόμενη 1 λειτουργεί επικερδώς, κάτι το οποίο καθιστά απομακρυσμένο, κατά τη θέση του, τον κίνδυνο να παραμείνει ανεκτέλεστη η δικαστική απόφαση που τυχόν εκδοθεί προς όφελος της Αιτήτριας.  Αυτό το οποίο έχω παρατηρήσει όμως είναι ότι δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε λεπτομερή στοιχεία, όπως οικονομικές καταστάσεις της Εναγόμενης 1, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός αυτός να παραμείνει γενικός και αόριστος.

 

Υπό το φως των όσων έχουν παρατεθεί πιο πάνω καταλήγω ότι είναι ορατός ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση που ενδεχομένως να εκδοθεί προς όφελος της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα να ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Προχωρώ τώρα στο ισοζύγιο της ευχέρειας.

 

Στην υπόθεση  Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. Λοιζίδου, Πολ. Έφεση αρ. 7/2018 ημερ. 21.3.2019 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση.  Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.

 

Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο (Καλογήρου ανωτέρω), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, εκτός εάν διαπιστώσει ότι  ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει, υπό το φως πάντα των ιδιαίτερων γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, αφού στάθμισα τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τις εκατέρωθεν πλευρές, κατέληξα ότι η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά της Αιτήτριας.  Η βλάβη την οποία ήθελε υποστεί η πλευρά της, θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την οποιανδήποτε τυχόν βλάβη την οποία ήθελαν υποστεί οι Εναγόμενοι από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δέσμευσης της ακίνητης περιουσίας της Εναγόμενης 1.  Ο Εναγόμενος 2 στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι η τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα προκαλέσει αδικία τόσο στον ίδιο όσο και στην Εναγόμενη 1 καθότι θα τους αποστερήσει τη δυνατότητα συνέχισης των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.  Στην δε γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου τους προβάλλεται ακόμα ότι η τυχόν έκδοση τους θα στερήσει από τους Εναγόμενους τα κέρδη που πραγματοποιούν από τα οποία εξυπηρετούν, μεταξύ άλλων, και τα χρέη της Εναγόμενης 1.  Αυτό το οποίο θα ήθελα να αναφέρω είναι ότι ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 2 ότι θα προκληθεί αδικία στους Εναγόμενους από την τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων παρέμεινε γενικός και αόριστος αφού δεν επεξηγείται ο τρόπος με τον οποίο θα αποστερηθούν από τη δυνατότητα συνέχισης των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.  Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο, για τους λόγους που έχει επεξηγήσει, δεν έκαμε αποδεχτό το αίτημα της Αιτήτριας για έκδοση των διαταγμάτων δέσμευσης των μετοχών των Εναγομένων.   Είναι λοιπόν φανερό ότι, από τη στιγμή που οι μετοχές των Εναγομένων δεν θα δεσμευθούν, δεν τίθεται ζήτημα επηρεασμού των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.  Προβάλλεται ακόμα από τον Εναγόμενο 2 στην ένορκη δήλωση του ότι αν πράγματι η Αιτήτρια πίστευε ότι διακινδύνευε το λαβείν της, θα ενεργοποιούσε το ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης και θα εκποιούσε τις εξασφαλίσεις που κατέχει. Θα πρέπει όμως να υποδειχθεί ότι αυτό το οποίο επιζητεί η Αιτήτρια δεν είναι η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1, ώστε να  παρίστατο ανάγκη διορισμού διαχειριστή, αλλά η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων (status quo ante) εκκρεμούσης της εκδίκασης της παρούσας αγωγής.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να πετύχει καθ’  όσον αφορά την Εναγόμενη 1 και να εκδοθεί το αιτούμενο στην παράγραφο Η της Αίτησης διάταγμα.  Καθ’  όσον αφορά τους Εναγόμενους 2 και 3 η εναντίον τους Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

           

Όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπω λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα, παρά την μερική επιτυχία της Αίτησης.  Συνεπώς, θα επιδικαστούν προς όφελος της Αιτήτριας και εναντίον της Εναγόμενης 1.  Η Αιτήτρια θα πρέπει όμως να επιβαρυνθεί τα έξοδα των Εναγομένων 2 και 3, εναντίον των οποίων η Αίτηση απέτυχε.

 

Κατ’ εφαρμογή των όσων νομολογήθηκαν στην Highgate Primary School κ.α. ν. Φυλακτίδη κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317, η Αιτήτρια θα  δεσμευτεί με εγγύηση προς κάλυψη οιωνδήποτε ζημιών οι οποίες ήθελαν προκληθεί στην Εναγόμενη 1, σε περίπτωση που ήθελε διαφανεί ότι λανθασμένα εκδόθηκε το διάταγμα.  Συνεπώς, η Αιτήτρια θα υπογράψει, μέσω του ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου της, εγγύηση για το ποσό των €100.000.

 

Με βάση τα πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα εναντίον της Εναγόμενης 1 ως η παράγραφος Η της Αίτησης υπό τον όρο ότι η Αιτήτρια θα υπογράψει την ανωτέρω αναφερομένη εγγύηση.  Επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας - Ενάγουσας και εναντίον της Καθ’  ης η Αίτηση -  Εναγόμενης 1 τα έξοδα της Αίτησης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

Η Αίτηση εναντίον των Εναγομένων 2 και 3 – Καθ’  ων η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος τους και εναντίον της Ενάγουσας – Αιτήτριας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Νοείται ότι ένα σετ εξόδων θα υπολογιστεί για το λόγο ότι εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο. 

 

Όλα τα έξοδα θα πληρωθούν στο τέλος της αγωγής.

                                                                                   

                                                                                                                                     

 

                                                                         (Υπ.) .......................................

                                                                                                       Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο,

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] 3.-(1) Όταν κατόπιν απόφασης ή διατάγματος Δικαστηρίου πρόσωπο καλείται να πληρώσει χρηματικό ποσό (οφειλέτης) σε άλλο πρόσωπο (πιστωτή), τότε, προς το σκοπό εκτέλεσης της απόφασης ή του διατάγματος, το Δικαστήριο, με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού, δύναται να εκδώσει διάταγμα (το οποίο θα αναφέρεται ως επιβαρυντικό διάταγμα), με το οποίο επιβάλλει επιβάρυνση σε οποιοδήποτε συμφέρον, το οποίο ο εξ αποφάσεως οφειλέτης έχει επί περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται και τα οποία καθορίζονται στο διάταγμα, με σκοπό την εξασφάλιση πληρωμής του οφειλόμενου ποσού.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο