ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Μιχαηλίδη, Π.Ε.Δ.

 

       Αρ. Αγωγής: 1386/22

 

 

 

Μεταξύ

 

 

                                            Gordian Holdings Limited  

                                                                             Ενάγουσα

                                            

                                                  και                   

     

 

                         Aiman Mohamed Soboh

                                                                                        Εναγόμενων

 

 

 

 

Ημερομηνία: 10.6.24

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κκ Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ  

Για τον Εναγόμενο/Καθ’ ου η αίτηση: κα Στ. Καρακατσιάνη για κκ Α. Ιωάννου ΔΕΠΕ

 

     --------------------------------------

 

 

                         Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 28.4.23 η Ενάγουσα/Αιτήτρια εξαιτείται εναντίον του Εναγόμενου/Καθ’ ου η αίτηση συνοπτική απόφαση ως οι παράγραφοι Α, Β, Γ, Δ, Ε, Θ, και Ι του ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος πλέον έξοδα και ΦΠΑ. 

Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην Δ.18, θθ.1(α-γ) και Δ.48, θθ.1-3, 7 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας καθώς και στην διακριτική ευχέρεια, την πρακτική και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.  Συνοδεύεται δε από ένορκο δήλωση υπαλλήλου της Αιτήτριας και δεόντως εξουσιοδοτημένου από την τελευταία να προβεί στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, από τώρα και στο εξής «ο υπάλληλος».  Ο υπάλληλος από τον Μάρτιο του 2015 κατείχε την θέση λειτουργού στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ, ενώ από την 18.1.20 εργοδοτείται στην Αιτήτρια.         

 

Η υπό κρίση αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του Εναγόμενου/Καθ’ ου η αίτηση.  Με Ειδοποίηση Ένστασης στην οποία εκτίθενται 13 λόγοι ένστασης ο Καθ’ ου η αίτηση ενίσταται στην υπό κρίση αίτηση.  Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του ίδιου του Καθ’ ου η αίτηση. 

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν την θέση του διαδίκου που ο καθένας εκπροσωπεί. 

 

Η Δ.18, θ.1(α) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προνοεί τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Όταν ο εναγόμενος εμφανίζεται σε κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο σύμφωνα με την Διάταξη 2, Θεσμός 6, ο ενάγων δύναται με ένορκη δήλωση που θα κάνει ο ίδιος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα, που να επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσό που αξιώνεται (αν υπάρχει) και να αναφέρει ότι εξ’ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, να αποταθεί για απόφαση για το ποσό που αξιώνεται μαζί με τόκο (αν υπάρχει) ή για την ανάκτηση ακίνητης ιδιοκτησίας (με ή χωρίς ενοίκιο) ή για την παράδοση συγκεκριμένου κινητού, αναλόγως της περίπτωσης, και για έξοδα.  Και μπορεί να δοθεί απόφαση υπέρ του ενάγοντα εκτός εάν ο εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή αν αποκαλύψει τέτοια γεγονότα τα οποία ήθελε θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί».     

 

Στην υπόθεση Παναγιώτης Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 818 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18 κκ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Robert v. Plant [1895] 1 Q.B.597, το Αγγλικό Σύγγραμμα The Annual Practice 1970 σελ. 126, Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239, Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, Rck Sports v. Persona Advertising Ltd. (1996) 1 A.A.Δ. 1074, Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22, Ευάγγελος Λαζάρου και άλλος ν. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817 και πιο πρόσφατα Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd., (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1968 και Sigma Radio T.V. Ltd. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 A.A.Δ. 408).

 

Τα εν λόγω κριτήρια, όπως εξάγονται τόσο από το λεκτικό της Δ.18 όσο και από τις πιο πάνω αυθεντίες, περιληπτικά είναι τα εξής:-

(α) Το κλητήριο πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο σε Δ.2, Κ.6.

(β) Ο εναγόμενος να έχει καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή.

(γ) Η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση πρέπει να συμμορφώνεται προς ορισμένα κριτήρια π.χ. να είναι από τον ίδιο τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και τη βάση της αγωγής και περαιτέρω να δηλώνει ρητά ότι απ’ ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εκεί που ο Αιτητής είναι νομικό πρόσωπο τότε μπορεί να ορκισθεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει. (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Banka S.A. πιο πάνω, σελ. 136-138) όπου γίνεται αναφορά και σε αγγλική νομολογία). Αυτές είναι βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιήσει ο ενάγων-αιτητής προτού το Δικαστήριο ασκήσει την εξουσία αν θα εκδώσει ή όχι συνοπτική απόφαση.

 

Με το ίδιο θέμα δηλαδή το τι πρέπει να περιέχει μια ένορκη δήλωση για συνοπτική απόφαση, ιδιαίτερα εκεί που ο ενάγων είναι νομικό πρόσωπο, είναι και τα όσα αναφέρονται στη προαναφερθείσα υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ σελ. 790-794 (απόφαση πλειοψηφίας) όπου δίνονται και παραδείγματα (με αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις) πότε μια ένορκη δήλωση κρίθηκε ικανοποιητική και πότε όχι.

 

Από πλευράς Εναγομένου (εκτός από το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που μπορεί να εγερθεί σε όλες τις περιπτώσεις), και νοουμένου ότι ο ενάγων ικανοποιεί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, θα πρέπει και αυτός να ικανοποιήσει το Δικαστήριο με τα ακόλουθα:

 

(α) ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή

(β) ότι αποκαλύπτονται τέτοια γεγονότα που του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί ή τουλάχιστον η υπεράσπιση να μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή. (Λαζάρου ν. Μακεδόνας, πιο πάνω).

 

Επίσης ο Εναγόμενος/καθ’ ου η αίτηση πρέπει να διευκρινίζει αν η υπεράσπιση του αφορά ολόκληρο ή μέρος της απαίτησης και αν αφορά μέρος, να καθορίζει ποιο μέρος από την απαίτηση του Ενάγοντα αμφισβητεί. (Βλ. γενικά τη Δ.18, Κ.3 και την υπόθεση Hermes Ins. Co Ltd v. Julios Theodorides πιο πάνω, σελ. 338-339 όπου φαίνονται με λεπτομέρεια τα κριτήρια τα οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη του). Από τη στιγμή που ο Ενάγων/Αιτητής ικανοποιεί τα κριτήρια για να ζητήσει συνοπτική απόφαση τότε (όπως ήδη αναφέραμε) το βάρος μετατοπίζεται στον Εναγόμενο/καθ’ ου η αίτηση να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση και/ή ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί. (Βλ. επίσης Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Ν. Χατζηνέστωρος, (1989) 1 A.A.Δ. 204, Καζαμίας ν. Ρωμαϊκά Κεραμουργεία (1990) 1 Α.Α.Δ., σελ. 752, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.)) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ., σελ. 239) …».

 

Συνοπτική απόφαση θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και ως εξαίρεση στον βασικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να ακούει και τις δύο πλευρές προτού καταλήξει στην ετυμηγορία του.  Για τον λόγο αυτό η υποχρέωση του ενάγοντα να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1(α) με την ένορκο δήλωσή του πρέπει να εξετάζεται αυστηρά και με απόλυτη σχολαστικότητα.  Ο ενάγων πρέπει, μεταξύ άλλων, να υποστηρίξει την αίτησή του για συνοπτική απόφαση με ένορκο δήλωση είτε του ιδίου, είτε κάποιου άλλου τρίτου ο οποίος μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα και με αυτή να επαληθεύει την αιτία της αγωγής και το αξιώμενο ποσό και να αναφέρει την πεποίθησή του ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 CLR 130 και Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 CLR 333). 

 

Ο λόγος που η προσέγγιση των Δικαστηρίων ως προς την επάρκεια της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση είναι τόσο αυστηρή υποδείχθηκε από τον Άγγλο Δικαστή Buckley L.J. στην Αγγλική υπόθεση Symon and Co v. Palmers Stores (1912) 1 KB 259 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στην σελίδα 266:

 

«Trial as a rule must precede judgment.  Order 14 provides an extraordinary procedure in certain cases; it is a procedure in which instead of trial first and then judgment, there is judgment at once and never any trial.  Such a procedure must be strictly confined to the specific cases for which it is provided as set forth in the order».    

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Κατά κανόνα η δίκη προηγείται της απόφασης.  Η Διάταξη 14 προνοεί για μια εξαιρετική διαδικασία σε ορισμένες περιπτώσεις.  Είναι μια διαδικασία στην οποία αντί δίκης πρώτα και μετά απόφασης, υπάρχει αμέσως απόφαση και ουδέποτε δίκη.  Μια τέτοια διαδικασία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προνοούνται στην Διάταξη».     

 

Σύμφωνα με τον πιο πάνω Άγγλο Δικαστή αν η ένορκος δήλωση δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της (Αγγλικής) Διάταξης 14 το Δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδώσει απόφαση.  Υποχρεούται να αφήσει την υπόθεση να οδηγηθεί σε δίκη κατά τον συνήθη τρόπο.  Το θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης είναι θέμα, λοιπόν, που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το κλητήριο ένταλμα είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2, θ.6 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης.  Το Δικαστήριο θα πρέπει στην συνέχεια να εξετάσει αν το πρόσωπο που ορκίσθηκε την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης.  Το θέμα αυτό είναι σημασίας για την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση επί της ουσίας σύμφωνα με όσα πιο πάνω υποδείχθηκαν αλλά και την Νομολογία που πιο κάτω παρατίθεται.  Είναι η θέση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση ότι ο υπάλληλος δεν είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης.  Σχετικός είναι ο 6ος λόγος ένστασης.  

 

Στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 782 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Είναι νομολογημένο ότι για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης πρέπει να ικανοποιηθούν οι πιο κάτω προϋποθέσεις από τον αιτητή:

 

(1) Καταχώριση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου δυνάμει του θ. 1 της Δ.2.

(2) Καταχώριση εμφάνισης από τον εναγόμενο.

(3) Η αίτηση για συνοπτική απόφαση πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Η ένορκη δήλωση πρέπει να επιβεβαιώνει την αιτία αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και να δηλώνει ότι καθώς πιστεύει - ο ωμόσας - δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

 

Η τήρηση των πιο πάνω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του δικαστηρίου και η μη ικανοποίησή τους στερεί από το δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 135).

 

Ο λόγος της αυστηρής προσέγγισης όσον αφορά την επάρκεια ή πληρότητα της ένορκης δήλωσης επεξηγείται ως πιο κάτω στην Symon & Co. ν. Palmers Stores (1903) Limited [1912] 1 K.B. 259, 266-267:

 

"Trial, as a rule, must precede judgment. Order XIV. provides an extraordinary procedure in certain cases. It is a procedure in which, instead of trial first and then judgment, there is judgment at once and never any trial. Such a procedure must be strictly confined to the specific cases for which it is provided, as set forth in the Order.

… … … … … … … … … ……………………………………………… … … …

 

An application is often made under Order XIV., not with any expectation of success, but in order to induce the defendant to make an affidavit, and so get information on oath as to the nature of his defence. That is not legitimate. If there is no such affidavit as is required by Order XIV., r. 1, there is, I think, no jurisdiction under that Order to give judgment. The judge is bound to leave the action to proceed to trial in the usual way. He can only give judgment without a trial if the conditions mentioned in the rule are satisfied. The question of the sufficiency of the affidavit is, in my opinion, one which goes to jurisdiction."

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Κατά κανόνα η δίκη πρέπει να προηγείται της απόφασης. Η Δ.14 προσφέρει μια ειδική διαδικασία σε ορισμένες υποθέσεις. Είναι διαδικασία κατά την οποία αντί να αρχίζει πρώτα η δίκη και μετά η απόφαση, υπάρχει αμέσως απόφαση και ποτέ δίκη. Τέτοια διαδικασία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά για τις εξειδικευμένες υποθέσεις για τις οποίες προβλέπεται όπως καθορίζεται στον Κανονισμό.

 

… ……………………………………………….. … … … … … … … … … … …

Συχνά γίνεται αίτηση δυνάμει της Δ.14, όχι με προσδοκία επιτυχίας, αλλά για να πεισθεί ο εναγόμενος να κάμει ένορκη δήλωση και με τον τρόπο αυτό να ληφθούν πληροφορίες με όρκο σε σχέση με την φύση της υπεράσπισης. Αυτό δεν είναι νόμιμο. Εάν δεν υπάρχει η ένορκη δήλωση που απαιτείται από τον θ.1 της Δ.14, δεν υπάρχει, νομίζω, δικαιοδοσία δυνάμει της Διαταγής εκείνης για έκδοση απόφασης. Ο Δικαστής υποχρεούται να αφήσει την αγωγή να προχωρήσει σε δίκη με τον συνηθισμένο τρόπο. Μπορεί να εκδώσει απόφαση χωρίς δίκη εάν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός. Το ζήτημα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης είναι ζήτημα που ανάγεται στη δικαιοδοσία."

 

Η Δ.18 πρέπει να εφαρμόζεται στις ξεκάθαρες και αδιαμβισβήτητες υποθέσεις. Σκοπός της, καθώς έχει νομολογηθεί, είναι να καταστήσει ικανό τον ενάγοντα να πάρει συνοπτική απόφαση χωρίς δίκη, εάν μπορεί να αποδείξει την αξίωσή του ξεκάθαρα και εάν ο εναγόμενος δεν είναι σε θέση να εγείρει μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει οποιοδήποτε επίδικο θέμα εναντίον της αξίωσης, το οποίο πρέπει να εκδικαστεί (Βλ. Roberts ν. Plant  [1895] 1 Q.B. 597).

 

Ο πιο πάνω θ. 1 της Δ.18 φαίνεται ότι το θεωρεί σαν δεδομένο ότι ο ενάγων είναι ικανός να κάμει την ένορκη δήλωση, απλώς επειδή είναι ο ενάγων.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα είναι εταιρεία. Δεν μπορεί να ορκισθεί. Κάποιος πρέπει να ορκισθεί στη θέση της. Σύμφωνα, όμως, με ρητή επιταγή του πιο πάνω θεσμού πρέπει να είναι πρόσωπο που είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Η ένορκη δήλωση δεν μπορεί να γίνει από πρόσωπο το οποίο καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει. Ο θ.2 της Δ.39, η οποία διέπει τα του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων προβλέπει ότι οι ένορκες δηλώσεις πρέπει να περιορίζονται στα γεγονότα τα οποία ο μάρτυρας είναι σε θέση να αποδείξει με βάση τη δική του γνώση. Ένορκες δηλώσεις που βασίζονται πάνω στα όσα ο μάρτυρας πληροφορείται και πιστεύει, επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων (Βλ. Stavrinides (πιο πάνω), σελ. 137).

 

Στην Lagos ν. Grunwaldt [1910] 1 Κ.Β. 41, η ένορκη δήλωση έγινε από δικηγόρο ο οποίος ήταν συνέταιρος στο δικηγορικό οίκο που αντιπροσώπευε τον ενάγοντα. Το Εφετείο αποδοκίμασε με αυστηρή γλώσσα τις ένορκες δηλώσεις που βασίζονται πάνω στην πεποίθηση και πληροφορίες του ωμόσαντος. Στη σελ. 48 της απόφασης επισημαίνονται τα πιο κάτω:

 

"It is obvious on reading this affidavit that the deponent knows nothing whatever personally, and can only swear to the best of his information and belief. The procedure under Order XIV is special ... when I bear in mind the summary proceedings which are founded upon this order, it seems to me that it is most important that the admission of such affidavits by solicitors should not be allowed."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Είναι πρόδηλο από την ανάγνωση της ένορκης δήλωσης ότι ο ωμόσας δεν γνωρίζει τίποτε προσωπικώς, και μπορεί να ορκισθεί από όσα καλύτερα πληροφορείται και πιστεύει. Η διαδικασία δυνάμει της Δ.14 είναι πολύ εξειδικευμένη ... έχοντας υπόψη τη συνοπτική διαδικασία που βασίζεται πάνω στη Δ.14 μου φαίνεται ότι είναι υψίστης σημασίας ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η κατάθεση τέτοιων ενόρκων δηλώσεων από δικηγόρους." 

 

Στην Symon & Co. (πιο πάνω) οι ένορκες δηλώσεις έγιναν από τον Διευθυντή της ενάγουσας εταιρείας με βάση πεποίθηση που σχημάτισε και πληροφορίες που πήρε από πρόσωπα των οποίων δεν δόθηκαν τα ονόματα. Τονίσθηκε (βλ. σελ. 264) ότι αν δεν υπάρχει συμμόρφωση με τα όσα προβλέπονται από την Δ.14 θ.1 σε σχέση με την ένορκη δήλωση δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Πρέπει απαραιτήτως να ικανοποιείται ο όρος που θέτει η Δ.14 θ.1. Το πρόσωπο που ορκίζεται πρέπει να είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Το ζήτημα τέθηκε ως πιο κάτω στη σελ. 266:

 

"It is sufficient to say that the facts essential for the purpose of verifying the cause of action are not here stated on affidavit by a person who can swear positively to them, but by a person who can only vouch information and belief with respect to them; moreover his belief appears to be founded upon information which does not commend itself to me as being satisfactory."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

 "Είναι αρκετό να ειπωθεί ότι τα γεγονότα που είναι απαραίτητα για την επαλήθευση της αιτίας της αγωγής δεν έχουν τεθεί με ένορκη δήλωση από πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά για αυτά, αλλά από πρόσωπο το οποίο επικαλείται πληροφορίες και πεποίθηση σε σχέση με αυτά. Περιπλέον η πεποίθηση του φαίνεται να βασίζεται πάνω σε πληροφορίες οι οποίες δεν μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι ικανοποιητικές."

 

Η παράθεση της νομολογίας δεν θα ήταν πλήρης αν δεν γινόταν αναφορά στην Pathe Freres Cinema Limited v. United Electric Theatres Limited [1914] 3 K.B. 1253, στην οποία η ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής γνώσης του, κρίθηκε ικανοποιητική.

 

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει δυνατότητα για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τον ενάγοντα. Αυτή μπορεί να καταχωρηθεί μετά από άδεια του δικαστηρίου. Το ζήτημα το πραγματεύεται ως πιο κάτω η υπόθεση Les Fils Dreyfus et Cie Anonyme v. Clarke [1958] 1 All E.R. 459, 463:

 

"There always has been and is jurisdiction in the court to allow an affidavit filed in support of an application for summary judgment to be supplemented and in deciding jurisdiction one looks at the matter at the end of the day on the affidavits which have been filed."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

"Πάντοτε το δικαστήριο είχε και έχει εξουσία να επιτρέψει όπως συμπληρώνεται η ένορκη δήλωση, που καταχωρείται προς υποστήριξη αίτησης για συνοπτική απόφαση και όταν αποφασίζει για τη δικαιοδοσία ένας κοιτάζει πως έχει το ζήτημα στο τέλος με βάση τις ένορκες δηλώσεις που έχουν κατατεθεί."

 

Έχουμε την άποψη πως το ζήτημα του κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, εντός της έννοιας της Δ.18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης».

 

Στην υπόθεση Κωνσταντίνος Σπηταλιώτης κ.α. ν. Liberty Life Insurance Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 1113 το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το πρόσωπο που ορκίσθηκε την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση ήταν πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα.  Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσμέτρησαν ότι ο ενόρκως δηλών (α) ήταν γνώστης της επίδικης συμφωνίας αφού ήταν παρών κατά την υπογραφή της, (β) είχε επισυνάψει την πιο πάνω συμφωνία στην ένορκό του δήλωση, (γ) γνώριζε από τα διάφορα έγγραφα της εφεσίβλητης/ενάγουσας τις κινήσεις του λογαριασμού και (δ) είχε τερματίσει ο ίδιος την επίδικη συμφωνία.  Κρίθηκε ότι όλα τα πιο πάνω τον καθιστούσαν πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά για το περιεχόμενο της ένορκής του δήλωσης. 

 

Στην υπόθεση Ευάγγελος Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1051 το πρόσωπο που υπέγραψε την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση ήταν υπάλληλος των εναγόντων/αιτητών, είχε προσωπική γνώση των γεγονότων που αφορούσαν στην αγωγή και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση.  Κατείχε, επίσης, και φύλαττε όλα τα σχετικά έγγραφα, παρακολουθούσε την κίνηση του λογαριασμού και είχε σχέση με την ετοιμασία της κατάστασης του λογαριασμού την οποία και είχε προσυπογράψει.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στην σελίδα 1055:

 

«Ο ομνύοντας διαλαλεί την προσωπική του γνώση στα γεγονότα που αφορούν την αγωγή και την εμπλοκή του ιδίου στην εξέλιξη των γεγονότων διά της παρακολουθήσεως της κινήσεως του λογαριασμού και της συμμετοχής του εις την ετοιμασία σχετικής κατάστασης λογαριασμού την οποία και προσυπογράφει. Προκύπτει από τα λεχθέντα του, που κατ’ αντιπαράθεση με τα γεγονότα στην Δημητρίου (πιο πάνω) δεν αμφισβητήθησαν, πως ήταν πρόσωπο ικανό εντός του ορισμού της Δ.18, θ.1 για να ορκιστεί θετικά τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής όπως και έπραξε παραθέτοντας, εκ του περισσού ίσως, και τα σχετικά έγγραφα. Στην υπόθεση Pathe Freres Cinema Ltd. v. United Electric Theatres Ltd. [1914] 3 K.B. 1253, που μνημονεύεται στην Δημητρίου (πιο πάνω), ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής γνώσης του, κρίθηκε ικανοποιητική».

 

Τέλος, στην υπόθεση Γεώργιος Αγαθαγγέλου Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 274 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στις σελίδες 279-280:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του αναφέρει τα εξής:-

 

“Από νωρίς η νομολογία του Κυπριακού Εφετείου, εφαρμόζοντας αντίστοιχη αγγλική νομολογία, αναγνώρισε και προσδιόρισε την παράμετρο επάρκειας της ένορκης δήλωσης, με σαφή παροχή δυνατότητας προσφοράς ένορκης δήλωσης και από άλλο πρόσωπο παρά τον ίδιο τον ενάγοντα. Στην υπόθεση Stavrinides v. Cheskoslovenska (1972) 1 C.L.R. 130 στη σελίδα 136-137 αναφέρεται:-

 

“There is no doubt that, as our relevant rule stands, an affidavit may be made by another person, apart from the plaintiff, but the rule does not stop there; it must be a person that ‘can swear positively to the facts, verifying the cause of action and the amount claimed’. The deponent must be clearly in a position to swear positively to the facts and the affidavit must show this. It cannot be an affidavit where the deponent can only depose upon information and belief.”

 

H σημερινή πολυπλοκότητα των συναλλαγών σε συνδυασμό με την πολυάριθμη εκπροσώπιση εμπορικών οργανισμών, όπως τραπεζών, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη προσδιορισμού της έκτασης γνώσης και του πεδίου εκδήλωσης των αναγκαίων γεγονότων που στοιχειοθετούν τη βάση έγερσης του αγωγίμου δικαιώματος των εναγόντων, όπως και του εκάστοτε πλαισίου απαίτησης. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 782 την οποία επικαλέστηκαν αμφότεροι οι συνήγοροι, ο καθένας δίδοντας τη δική του ερμηνεία.

.......................................................................................................................... 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου. Ο ενόρκως δηλών για την εφεσίβλητη διαλαλεί την προσωπική του γνώση στα γεγονότα που αφορούν την αγωγή και την εμπλοκή του ιδίου στην εξέλιξη των γεγονότων με την παρακολούθηση της κινήσεως του λογαριασμού και της συμμετοχής του στην ετοιμασία της σχετικής κατάστασης λογαριασμού, την οποία και προσυπογράφει. Προκύπτει ότι ήταν πρόσωπο ικανό εντός της εννοίας της Δ.18 θ.1 για να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής, όπως και έπραξε, παραθέτοντας και τα σχετικά έγγραφα. Προσθέτουμε ακόμα ότι δεν έχει αντεξετασθεί ο ομνύων από τον δικηγόρο του εφεσείοντα. Στην υπόθεση Pathe Freres Cinema Ltd. v. United Electric Theatres Ltd. [1914] 3 K.B. 1253, ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα ήσαν εντός της προσωπικής του γνώσης, κρίθηκε ικανοποιητική (Βλέπε: Ευαγγέλου Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1051)». 

 

Ο υπάλληλος στην δεύτερη παράγραφο της ένορκης του δήλωσης διαλαλεί ότι γνωρίζει πολύ καλά και προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης λόγω της ενεργούς προσωπικής του εμπλοκής στα θέματα στα οποία αναφέρεται στην ένορκό του δήλωση καθώς και μέσα από ενδελεχή μελέτη των εγγράφων που βρίσκονται φυλαγμένα στο αρχείο της Αιτήτριας στο οποίο έχει απρόσκοπτη πρόσβαση.  Στην τρίτη παράγραφο ισχυρίζεται υπό μορφή ουσιαστικά επανάληψης ότι τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται στην ένορκό του δήλωση εμπίπτουν στην σφαίρα της προσωπικής του γνώσης και ως εκ τούτου είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά ως προς αυτά.  Στην όγδοη παράγραφο ισχυρίζεται ότι είναι σε θέση να επιβεβαιώσει και μαρτυρήσει για τα γεγονότα της υπόθεσης και ρητά δηλώνει ότι από προσωπικό χειρισμό της υπόθεσης και τα δεδομένα που έχει ενώπιόν του ο Καθ’ ου η αίτηση δεν έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή.   

 

Στην αντίπερα όχθη ο Καθ’ ου η αίτηση αρνείται ότι ο υπάλληλος είναι το αρμόδιο πρόσωπο να ορκισθεί την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση.  Είναι η θέση του ότι ο υπάλληλος δεν είναι ο αρμόδιος αλλά ούτε και ο κατάλληλος για τον σκοπό αυτό.  Και αυτό γιατί δεν είχε την παραμικρή εμπλοκή στην υπόθεση.  Άλλωστε και ο ίδιος ο υπάλληλος σε κανένα σημείο της ένορκής του δήλωσης δεν αναφέρει ότι υπήρξε άμεσα εμπλεκόμενος στην διαδικασία του πλειστηριασμού ή την διαδικασία που ακολούθησε για εγγραφή του ακινήτου επ’ ονόματι της Αιτήτριας.  Η απλή αναφορά του ότι έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει προσωπική γνώση και εμπλοκή στα περιστατικά που περιβάλλουν την αγωγή.  Ο υπάλληλος δεν έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης και ο περί αντιθέτου ισχυρισμός του είναι παντελώς ψευδής.  Αν είχε προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα που περιβάλλουν την αγωγή ο Καθ’ ου η αίτηση θα τον γνώριζε προσωπικά καθότι ο Καθ’ ου η αίτηση βρίσκεται από το 2010 τόσο προσωπικά όσο και μέσω των μελών της οικογένειάς του σε σχέση με τον όμιλο εταιρειών ΧΧΧΧ σε συνεχείς διαπραγματεύσεις, αρχικά, με την Τράπεζα Κύπρου και στην συνέχεια με την Αιτήτρια οι οποίες σχετίζονται άμεσα με το επίδικο ακίνητο.  Σε κανένα στάδιο των διαπραγματεύσεων δεν συνομίλησε ο Καθ’ ου η αίτηση με τον υπάλληλο ή συναντήθηκε ή επικοινώνησε με αυτόν.  Ο Καθ’ ου η αίτηση επισύναψε σχετική αλληλογραφία από το 2010 με την Τράπεζα Κύπρου - Τεκμήριο 1 – και αλληλογραφία από 30.1.20 μέχρι 6.3.20 – Τεκμήριο 2.  Το Τεκμήριο 2 αφορά κυρίως σε επικοινωνία που είχε ο υιός του Καθ’ ου η αίτηση με άλλο υπάλληλο της Αιτήτριας ο οποίος και κατονομάζεται η οποία κοινοποιούνταν, μεταξύ άλλων, και στον Καθ’ ου η αίτηση και όπως εύκολα διαπιστώνεται κανένα εκ των ηλεκτρονικών μηνυμάτων δεν προέρχεται ή αποστέλλεται από τον υπάλληλο ή κοινοποιείται σε αυτόν.  Ακολουθεί ότι ο υπάλληλος ουδεμία προσωπική εμπλοκή είχε με τα επίδικα ζητήματα.   

 

Παρά την ρητή του αναφορά περί ενεργούς προσωπικής εμπλοκής στα θέματα στα οποία αναφέρεται ο υπάλληλος καμία απολύτως αναφορά δεν κάνει σε εμπλοκή του στα γεγονότα της υπόθεσης στην ένορκό του δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση.  Ούτε και από τα έγγραφα που παρουσίασε ως τεκμήρια φαίνεται η παραμικρή εμπλοκή του υπαλλήλου στην υπόθεση.  Επομένως ο ισχυρισμός του υπαλλήλου επί του οποίου βασίζεται και η θέση του ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης είναι ισχυρισμός χωρίς αντίκρισμα και η θέση του περί προσωπικής γνώσης για τα γεγονότα της υπόθεσης για τον λόγο αυτό καθίσταται μετέωρη.    

 

Επίσης ο υπάλληλος δεν ανέφερε τι θέση έχει στην Αιτήτρια και ποια τα καθήκοντα του σε αυτήν.  Με αποτέλεσμα και η σχέση του με την υπόθεση να έχει παραμείνει εντελώς απροσδιόριστη αφού συν τοις άλλοις ο ίδιος ουδόλως υποδεικνύει πώς σχετίζεται με την υπόθεση.  Στην όγδοη παράγραφο της ένορκης του δήλωσης κάνει νύξη για προσωπικό χειρισμό της υπόθεσης χωρίς να προσδιορίζει σε τι συνίσταται αυτός ο χειρισμός, ποιας έκτασης και φύσης ήταν και υπό ποια ιδιότητα έγινε.  Συναφώς δεν αναφέρει ότι είναι ο υπάλληλος που χειρίζεται και παρακολουθεί την υπόθεση στην οποία αφορά η αγωγή και ότι ένεκα αυτής του της ιδιότητας έχει και στην κατοχή του τα έγγραφα που επισύναψε στην ένορκό του δήλωση.  Ούτε και ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα που επισυνάπτει στην ένορκό του δήλωση βρίσκονται υπό τον έλεγχο ή την φύλαξή του.  Στην υπόθεση Ευάγγελος Παύλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1051 προσμέτρησαν σοβαρά στην κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το πρόσωπο που υπέγραψε την ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση, μεταξύ άλλων, κατείχε και φύλαττε όλα τα σχετικά έγγραφα και είχε εμπλοκή στην εξέλιξη των γεγονότων διά της παρακολούθησης της κίνησης του λογαριασμού και της συμμετοχής του στην ετοιμασία σχετικής κατάστασης λογαριασμού την οποία και είχε προσυπογράφει. Ο δε ισχυρισμός του ότι έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στο αρχείο της Αιτήτριας δεν προσθέτει κάτι.

 

Επίσης δεν εξειδικεύει αναφορικά με ποια γεγονότα έχει προσωπική γνώση και αναφορικά με ποια άλλα η γνώση του αντλείται από τα επισυναπτόμενα έγγραφα-τεκμήρια.  Η δήλωση του υπαλλήλου ότι για κάποια γεγονότα η γνώση του αντλείται μέσα από τα επισυναπτόμενα έγγραφα δεν είναι ικανοποιητική.  Γνώση η οποία αντλείται μόνο μέσα από έγγραφα δεν συνιστά θετική γνώση και δη εντός της έννοιας της Δ.18, θ.1(α) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. 

 

Δεν μου διαφεύγει ότι στην Αγγλική υπόθεση Pathe Freres Cinema Limited v. United Electric Theatres Limited [1914] 3 K.B. 1253, στην οποία έγινε αναφορά στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 782, ένορκη δήλωση από υπάλληλο της αιτήτριας εταιρείας ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκονταν εντός της προσωπικής του γνώσης κρίθηκε ικανοποιητική.  Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση ο υπάλληλος δεν αρκέστηκε σε μια τέτοια δήλωση.  Πρόσθεσε σε αυτήν δηλώσεις οι οποίες αφαίρεσαν από το νομολογιακά αναγνωρισμένο κύρος της, όπως το ότι η προσωπική του γνώση προκύπτει από την ενεργό εμπλοκή του στην υπόθεση, η οποία εν τέλει δεν καταδείχθηκε, και από το ότι η γνώση του για κάποια γεγονότα προκύπτει από μελέτη του φακέλου της υπόθεσης.  Με αποτέλεσμα η εν γένει θέση του ότι είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης να μην μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Φρονώ πως η θέση του αυτή δεν θα γινόταν αποδεκτή για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν ακόμα και αν δεν υπήρχε αμφισβήτηση από την άλλη πλευρά.  Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει αμφισβήτηση από την άλλη πλευρά και, μάλιστα, έντονη.            

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω ακολουθεί ότι δεν καταδείχθηκε ότι ο υπάλληλος είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώσει την αιτία της αγωγής.  Τούτου δοθέντος το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση επί της ουσίας.  Είναι δε υποχρεωμένο να αφήσει την αγωγή να προχωρήσει σε δίκη με τον συνηθισμένο τρόπο.  Ο 6ος λόγος ένστασης ευσταθεί.  Η εξέταση των λοιπών λόγων ένστασης παρέλκει.  Υπό το φως των πιο πάνω η υπό κρίση αίτηση δεν μπορεί παρά να έχει απορριπτική κατάληξη.    

 

Συνακόλουθα η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου/Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι εισπρακτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.  

 

                                                                                (Υπ.) ….…………………………

                                                                                             Π. Μιχαηλίδης, Π.Ε.Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο