ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής:  3561/2015

 

Μεταξύ:-

CAC CORAL LTD

Ενάγουσας

 

- και -

 

Αγνής Σιακαλλή

Εναγομένης

 

Ημερομηνία: 17η Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κος Α. Μ. Κλεάνθους

Για την Εναγόμενη: κος Λ. Α. Ιωαννίδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΑ ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

 

Με Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον της Εναγομένης ποσό €9.063,83, ως οφειλόμενο υπόλοιπο ενοικιαγοράς, πλέον τόκο και έξοδα. Σύμφωνα με το Κλητήριο,  με συμφωνία ενοικιαγοράς ημερομηνίας 10/07/1991, η Ενάγουσα ενοικίασε στον Δαυίδ Σιακαλλή (ο «Πρωτοφειλέτης»), με την εγγύηση τεσσάρων εγγυητών, μεταξύ των οποίων και η Εναγομένη (οι «Εγγυητές»), ηλεκτρικές μηχανές και συσκευές, έναντι συμφωνηθέντος ποσού, με μηνιαία αποπληρωμή, ως καθορίστηκε στους όρους της συμφωνίας. Οι όροι δεν τηρήθηκαν και η Ενάγουσα κίνησε την αγωγή αρ. 2585/1994 (η «Προγενέστερη Αγωγή») εναντίον του Πρωτοφειλέτη και των Εγγυητών, περιλαμβανομένης της εδώ Εναγομένης, αξιώνοντας το οφειλόμενο υπόλοιπο και διάταγμα παράδοσης και πώλησης των προϊόντων με δημόσιο πλειστηριασμό. Στην Προγενέστερη Αγωγή εκδόθηκαν αποφάσεις εναντίον του Πρωτοφειλέτη και τριών εγγυητών, ενώ εναντίον της εδώ Εναγομένης η Προγενέστερη Αγωγή αποσύρθηκε χωρίς έξοδα και με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της Ενάγουσας να επανέλθει με νέα Αγωγή.

 

Με την Υπεράσπισή της η Εναγομένη εγείρει καταρχάς τέσσερις (4) προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες σχετίζονται με το γεγονός ότι η Ενάγουσα είχε καταχωρίσει την Προγενέστερη Αγωγή, με τα ίδια επίδικα ζητήματα, την οποία απέσυρε εναντίον της Εναγομένης. Στη βάση αυτή η Εναγομένη ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα εμποδίζεται/κωλύεται να εγείρει και να προωθεί την παρούσα Αγωγή λόγω παραγραφής, υπέρμετρης καθυστέρησης, δεδικασμένου, κατάχρησης και πολλαπλότητας διαδικασιών. Υποστηρίζεται επίσης ότι η Εναγόμενη έχει απαλλαγεί από τις τυχόν υποχρεώσεις της επειδή η Ενάγουσα ρητά και/ή εξυπακουόμενα, απάλλαξε τον Πρωτοφειλέτη από κάθε ευθύνη και απεμπόλησε και/ή αποποιήθηκε τα όποια δικαιώματά της έναντι της Εναγομένης λόγω συμπεριφοράς (estoppel by conduct) και/ή παραστάσεων και/ή υποσχέσεων και/ή καταχωρίσεων σε έγγραφα (estoppel by deed).

 

Άνευ βλάβης των προδικαστικών η Εναγόμενη παραδέχεται ότι υπήρχε μια συμφωνία ενοικιαγοράς στην οποία της ζητήθηκε να εγγυηθεί τον Πρωτοφειλέτη - πρώην σύζυγό της και ότι εκδόθηκαν αποφάσεις εναντίον του Πρωτοφειλέτη και των άλλων εγγυητών. Πέραν τούτου, αμφισβητεί ότι έθεσε την υπογραφή της στο ορθό έγγραφο, αγνοεί και αρνείται τους όρους και ποσά της συμφωνίας ενοικιαγοράς και εγγύησης και καλεί την Ενάγουσα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της και στην προσκόμιση εγγράφων και στοιχείων που να δεικνύουν τις λεπτομέρειες της δέσμευσης που ανέλαβε. Άνευ βλάβης των πιο πάνω, υποστηρίζει ότι ουδέποτε της εξηγήθηκαν οι υποχρεώσεις της, ουδέποτε της δόθηκε το πρωτότυπο έγγραφο ενοικιαγοράς ή εγγύησης και ουδέποτε ενημερώθηκε για τυχόν καθυστερήσεις και τυχόν αυξομειώσεις του τόκου.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς και η εγγύηση κατέστη άκυρη ή ακυρώσιμη, καθότι ο σκοπός και/ή η αντιπαροχή καταστρατηγεί αριθμό νόμων που παρατίθενται, ότι η Ενάγουσα ανεπίτρεπτα και καταχρηστικά διόγκωσε το όποιο τυχόν οφειλόμενο ποσό, το οποίο απαιτεί από την ίδια ξεχωριστά και όχι αλληλέγγυα με τα άλλα πρόσωπα εναντίον των οποίων εκδόθηκαν οι Αποφάσεις. Επίσης, απορρίπτει ότι της κοινοποιήθηκε οποιαδήποτε επιστολή τερματισμού και, τέλος υποστηρίζει ότι μετά την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος απώλεσε τα οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα με αποτέλεσμα να πλήττεται το συνταγματικό της δικαίωμα να τύχει δέουσας και ορθής υπεράσπισης.

 

Με την Απάντησή της η Ενάγουσα αρνείται τις προδικαστικές ενστάσεις και όλους τους ισχυρισμούς της Εναγομένης. Μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι δεν έχει παραγραφεί το δικαίωμα της Ενάγουσας, δεν έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο, ούτε τίθεται θέμα πολλαπλότητας, ότι στην Προγενέστερη Αγωγή εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εκεί εναγομένων 1, 2, 3 και 5, αλλά δεν προωθήθηκε η Αγωγή σε σχέση με την εδώ Εναγομένη (εκεί εναγόμενη 4) καθότι δεν κατέστη δυνατό να γίνει επίδοση. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι η Ενάγουσα ενήργησε σύμφωνα με τους όρους της ενοικιαγοράς και των εγγυήσεων, ότι δεν προκλήθηκε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός από το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ότι η Εναγόμενη είχε παραλείψει να γνωστοποιήσει στην Ενάγουσα ότι είχε εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής της και ότι η Ενάγουσα πρόσφατα την εντόπισε, εξ ου και καταχώρισε την παρούσα Αγωγή.

 

Η ΑΚΡΟΑΣΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Στο πλαίσιο της Ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσε μόνο μία μάρτυρας, η κα Μαρία Ευσταθία Πουλλά (ΜΕ), η οποία προσέφερε μαρτυρία προς υποστήριξη της αξίωσης της Ενάγουσας. Η Εναγόμενη δεν προσκόμισε μαρτυρία. Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των μερών απέστειλαν στο Δικαστήριο γραπτώς τις αγορεύσεις τους, με τις οποίες υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.

 

Η μαρτυρία της ΜΕ

 

Η ΜΕ κατέθεσε Γραπτή Δήλωση (Έγγραφο Α), ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, και 12 Τεκμήρια, εξετάστηκε και αντεξετάστηκε προφορικά. Αρχικά, εξήγησε τις αλλαγές στην επωνυμία της Ενάγουσας, την εξαγορά και μεταβίβαση των πιστωτικών διευκολύνσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της αρχικώς αντισυμβαλλόμενης της Εναγομένης (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., ως μετονομάστηκε σε Ενική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (η «Εθνική Τράπεζα») στην CAC CORAL LTD και το γεγονός ότι την διαχείρισή τους ανέλαβε η εταιρεία Altamira Asset Management (Cyprus) Limited, η οποία μετονομάστηκε σε Dovalue Cyprus Limited (η «Dovalue»). Αντίγραφα σχετικών συμφωνιών, διαταγμάτων, ειδοποιήσεων και δημοσιεύσεων κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1 – 5. Η μαρτυρία αυτή δεν αμφισβητήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, γίνεται αποδεκτή και δεν θα απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η ΜΕ είναι εργοδοτούμενη στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών της Dovalue, η οποία ανέλαβε, μεταξύ άλλων, την διαχείριση και του επίδικου δανείου για λογαριασμό της Ενάγουσας. Κατά/ή περί την 10/07/1991 ο Πρωτοφειλέτης, ως αγοραστής διαφόρων μηχανημάτων υπέβαλε αίτηση (Τεκμήριο 6) προς την Εθνική Τράπεζα για χρηματοδότηση ύψους £2.920,00ΛΚ με 4 εγγυητές, μία εταιρεία και τρία φυσικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και η Εναγομένη. Η αίτηση εγκρίθηκε και περί την 12/07/1991 υπογράφηκε γραπτή συμφωνία ενοικιαγοράς με ενσωματωμένη εγγύηση, σύμφωνα με την οποία η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να ενοικιάσει στον Πρωτοφειλέτη υπό την εγγύηση και κάλυψη των Εγγυητών, ηλεκτρικές μηχανές, όπως περιγράφονται στο τιμολόγιο με αρ. 0641 (Τεκμήριο 7), έναντι του συμφωνηθέντος ποσού των £2.920,00ΛΚ, πλέον £654,04 ως δικαιώματα ενοικιαγοράς. Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 8, αντίγραφο της επιστολής με την οποία γνωστοποίησε η Ενάγουσα στον Πρωτοφειλέτη την έγκριση της αίτησής του. Το πρωτότυπο του Τεκμηρίου 8 είχε κατατεθεί στον φάκελο της Προγενέστερης Αγωγής.

 

Σύμφωνα με τους όρους του Τεκμηρίου 8 το χρέος θα αποπληρωνόταν με την προκαταβολή ποσού £500 και το υπόλοιπο σε 36 μηνιαίες δόσεις των £85,89 έκαστη,  της πρώτης δόσης αρχομένης την 10/08/1991 και τυχόν καθυστερημένες δόσεις θα έφεραν τόκο προς ποσοστό επιτοκίου ίσο προς το ανώτατο ποσοστό επιτοκίου ετησίως που επιτρέπεται κάθε φορά από τον Νόμο. Παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης θα έδινε στην Ενάγουσα το δικαίωμα να τερματίσει τη συμφωνία και να ζητήσει επιστροφή του αντικειμένου της ενοικιαγοράς και πληρωμή των καθυστερημένων δόσεων.

 

Ο Πρωτοφειλέτης παρέλειψε να πληρώσει τις συμφωνηθείσες δόσεις και η Εθνική Τράπεζα κίνησε την Προγενέστερη Αγωγή εναντίον εκείνου και των Εγγυητών, περιλαμβανομένης της εδώ Εναγομένης (ως εναγομένης 4), αξιώνοντας οφειλόμενο ποσό ύψους £1.443,93, τόκο 9%, διάταγμα παράδοσης και πώλησης με δημόσιο πλειστηριασμό των αντικειμένων και έξοδα. Αντίγραφο της Προγενέστερης Αγωγής κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9. Στο πλαίσιο εκείνης εκδόθηκε απόφαση στις 09/12/1994 εναντίον του Πρωτοφειλέτη και της εγγυήτριας εταιρείας και στις 08/03/1995 και 22/05/1995 εναντίον δύο άλλων εγγυητών (οι «Αποφάσεις»). Αντίγραφα των Αποφάσεων κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 10. Η Προγενέστερη Αγωγή εναντίον της Εναγομένης αποσύρθηκε, καθότι δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός της για επίδοση του Κλητηρίου, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της Ενάγουσας να επανέλθει με νέα αγωγή.

 

Η Εθνική Τράπεζα τερμάτισε την συμφωνία ενοικιαγοράς με επιστολή 15/03/1994, αντίγραφο της οποίας στάληκε στην Εναγόμενη. Αντίγραφο της επιστολής κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11 και το πρωτότυπό της βρίσκεται στον φάκελο της Προγενέστερης Αγωγής. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 12 κατάσταση του επίδικου λογαριασμού, η οποία παρουσιάζει οφειλόμενο υπόλοιπο €9.078,54. Ισχυρίστηκε ότι κανένα ποσό δεν πληρώθηκε μετά την καταχώριση της Αγωγής και άρα οφείλεται το σύνολο αυτού. Υποστήριξε, τέλος, ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας Αγωγής οφείλεται στο γεγονός ότι η Εναγόμενη δεν εντοπιζόταν, ότι έγιναν πολλές προσπάθειες εντοπισμού της και ότι ήταν αγνώστου διευθύνσεως διαμονής.

 

Στη βάση της μαρτυρίας αυτής αξιώνεται η έκδοση απόφασης εναντίον της Εναγομένης για ποσό €9.078,54, πλέον τόκο 9% και έξοδα.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

 

Η παρούσα υπόθεση, ως πολιτική, κρίνεται επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 ΑΑΔ 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν (Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530).

 

Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας, είναι για να μπορέσει το δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως δεδομένο να εξετάσει στη συνέχεια, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.  Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διϊστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (βλ. R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074). Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο (Barry Wynne ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138).

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση την σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, με αντιπαραβολή των θέσεων κάθε πλευράς και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία (Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), πάντοτε υπό το πρίσμα και το αυστηρό πλαίσιο των δικογραφημένων ισχυρισμών, ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (βλ. Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, ECLI:CY:AD:2017:C35). Λαμβάνεται επίσης υπόψη η συνολική εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο ένας μάρτυρας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, στη βάση των αντιδράσεων, του τρόπου που απαντά και συμπεριφέρεται (& A  Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273), χωρίς η εντύπωση αυτή να μπορεί να αποτελέσει όμως τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή μιας μαρτυρίας (Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797).

 

Υπό το φως των πιο πάνω προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της μοναδικής μάρτυρος της διαδικασίας. Η ΜΕ, ως ανέφερε, άρχισε να εργάζεται στην Dovalue μόλις την 1/9/2023 και η γνώση της επί των γεγονότων προέρχεται αποκλειστικά από μελέτη των εγγράφων που της δόθηκαν. Λόγω της πολύ πρόσφατης πρόσληψής της στην Dovalue και της μηδενικής εμπλοκής της στα ουσιώδη γεγονότα δεν ήταν σε θέση να μαρτυρήσει θετικά για κανένα από τα επίδικα ζητήματα, τα οποία ανάγονται χρονικά στα έτη 1991 – 1994 και εξής. Η μόνη πληροφόρηση που μπορούσε να δώσει προερχόταν από το περιεχόμενο των εγγράφων που κατέληξαν στην Dovalue μετά τις διάφορες αλλαγές, μεταβιβάσεις και υποκαταστάσεις που έγιναν στη διαχείριση του επίδικου λογαριασμού από το 1991 που συνήφθη η συμφωνία ενοικιαγοράς μέχρι την εκδίκαση της Αγωγής.

 

Επιπρόσθετα, τα έγγραφα που κατέθεσε ήταν εκείνα που εντόπισε στο σχετικό αρχείο που της δόθηκε, αφού ο φάκελος της Προγενέστερης Αγωγής δεν υπάρχει πλέον. Η δικαιολογία αυτή προφανώς και δεν μπορεί να επενεργήσει προς όφελος της Ενάγουσας, αφού, με δεδομένο ότι προωθεί την παρούσα Αγωγή, όφειλε να είχε διασφαλίσει ότι θα τηρούσε επαρκές αρχείο με τα αναγκαία έγγραφα που θα μπορούσαν να αποδείξουν την υπόθεσή της.

 

Συνεπώς η μαρτυρία που προσέφερε η ΜΕ ήταν εξ ολοκλήρου εξ ακοής, αφορούσε περιορισμένα ζητήματα και βασίστηκε αποκλειστικά στα έγγραφα που κατέθεσε, ενώ σε κάποια ζητήματα επιχείρησε να προβεί και σε εικασίες προκειμένου να καλύψει κάποια κενά. Το γεγονός ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η Ενάγουσα είναι εξ ολοκλήρου εξ ακοής δεν συνιστά βεβαίως, δίχως άλλο, λόγο μη αποδοχής της (ΡΩΣΣΟΥ ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ, Π.Έ. αρ. 448/2012, 17/12/2018). Άλλωστε, η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης κατά την αξιολόγησή της (βλ. Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ v.  Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου (2016) 1 Α.Α.Δ. 1779, Assad v Αστυνομίας, Ποιν.Έφ. 164/2016, ημερ. 6/12/2017). Προχωρώ συνεπώς, να εξετάσω τα συγκεκριμένα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Ανυπέρβλητο κενό στην μαρτυρία που προσκόμισε η Ενάγουσα συνιστά το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο ούτε καν τα ουσιώδη έγγραφα που θα μπορούσαν να προσδώσουν κάποια πειστικότητα ή βαρύτητα στην κατά τα άλλα εξ ακοής μαρτυρία της ΜΕ. Δεν προσκομίστηκε ούτε η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς στην οποία στηρίζεται η Αγωγή, προκειμένου να είναι σε θέση το Δικαστήριο να εξετάσει τους όρους της, αλλά ούτε η σχετική εγγύηση που κατ’ ισχυρισμό υπέγραψε η Εναγόμενη ή έστω αντίγραφα αυτών. Δεν προσκομίστηκε καν πλήρης κατάσταση λογαριασμού που να δεικνύει την κίνηση και τις χρεωπιστώσεις που γίνονταν από το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού μέχρι την καταχώριση της Αγωγής.

 

Η Εναγόμενη  αμφισβήτησε ευθέως με την Υπεράσπιση και με την αντεξέταση του δικηγόρου της, και το κατά πόσο υπέγραψε έγγραφο εγγύησης σε σχέση με την επίδικη συμφωνία, και το κατά πόσο υπάρχει οποιοδήποτε υπόλοιπο, αν ναι ποιο και το επιτόκιο αυτού. Εκείνο που δεν αμφισβήτησε ήταν ότι ο Πρωτοφειλέτης συνήψε συμφωνία ενοικιαγοράς. Αμφισβήτησε όμως ότι η ίδια υπέγραψε εντέλει έγγραφο εγγύησης. Συνεπώς, τα ζητήματα αυτά ήταν επίδικα και όφειλε η πλευρά της Ενάγουσας να προσκομίσει μαρτυρία προς απόδειξή τους. 

 

Όταν ερωτήθηκε η ΜΕ κατά την αντεξέταση εάν βρήκε κάποιο έγγραφο που να συνδέει την Εναγόμενη με την συμφωνία ενοικιαγοράς, παρέπεμψε στο αντίγραφο της αίτησης του Πρωτοφειλέτη (Τεκμήριο 6), στο οποίο κατονομάζεται η Εναγόμενη ανάμεσα στους προτεινόμενους εγγυητές. Παρέπεμψε, επίσης, στο αντίγραφο της επιστολής με την οποία πληροφόρησε η Εθνική Τράπεζα τον Πρωτοφειλέτη ότι εγκρίθηκε η αίτησή του (Τεκμήριο 8). Τα έγγραφα αυτά δεν δεικνύουν όμως κατά πόσο εντέλει η Εναγόμενη πράγματι υπέγραψε και εγγυήθηκε τον Πρωτοφειλέτη, ούτε περιέχουν το σύνολο των συμφωνηθέντων. Ρωτήθηκε εάν έχει η Ενάγουσα έστω κάποιο αντίγραφο της συμφωνίας ενοικιαγοράς με την εγγύηση της Εναγομένης και απάντησε ότι δεν υπάρχει στον φάκελο που τηρεί η Ενάγουσα. Της υπεβλήθη ευθέως ότι ο λόγος που δεν έχει έγγραφο που να δεικνύει την εγγύηση της Εναγομένης είναι επειδή δεν υπάρχει τέτοιο έγγραφο. Εκείνη διαφώνησε. Όταν της υπεδείχθη ότι δεν μπορεί να γνωρίζει, αφού μόλις πρόσφατα προσελήφθη στη θέση που βρίσκεται, παρέπεμψε σε μεταγενέστερες του ουσιώδους χρόνου ενημερωτικές επιστολές προς τους Εγγυητές, τις οποίες εντόπισε στο αρχείο που της δόθηκε (ημερομηνιών 2018 και 2019) που απλώς δεικνύουν ότι η Ενάγουσα θεωρούσε την Εναγόμενη ως εγγυήτρια.

 

Στρέφομαι και στο υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού το οποίο αξιώνει η Ενάγουσα. Όταν ζητήθηκε από την ΜΕ, κατά την αντεξέταση, να το επεξηγήσει, εκείνη παρέπεμψε στην 1η σελίδα του Τεκμηρίου 12. Εκεί καταγράφονται σε επιστολόχαρτο της Εθνικής Τράπεζας, υπό τον τίτλο «Κατάσταση Λογαριασμού», κάποιες συνοπτικές πληροφορίες που περιλαμβάνουν: τον αριθμό λογαριασμού, το αρχικό υπόλοιπο του λογαριασμού για το οποίο κινήθηκε η Προγενέστερη Αγωγή που ήταν €2.466,95, το ποσό των €6.596,88 ως τόκοι και έξοδα και το ποσό των €9.063,83 ως υπόλοιπο κατά την καταχώριση της παρούσας Αγωγής, πλέον τόκος 9% ετησίως από 14/5/2015. Η σελίδα αυτή συνοδεύεται επίσης από 7 σελίδες αντίγραφα κατάστασης λογαριασμού. Η 1η αφορά το έτος 2013, αρχίζει με υπόλοιπο από μεταφορά €3.097,46 και καταλήγει σε υπόλοιπο €3.099,46. Οι υπόλοιπες σελίδες αφορούν το έτος 2014 και μέρος του έτους 2015 και απλώς καταγράφουν το ίδιο υπόλοιπο από μεταφορά. Τίποτε άλλο δεν προσκομίστηκε για απόδειξη του αξιούμενου ποσού.

 

Υπεβλήθη στην ΜΕ ότι το Τεκμήριο 12 είναι ελλιπέστατο και ανεπαρκές, ότι έχει τεράστια κενά και δεν παρουσιάζει κίνηση λογαριασμού πληρωμές τόκους κλπ. Εκείνη διαφώνησε, αναφέροντας ότι η Ενάγουσα μετά το 2013 έχει μηχανογραφημένα τα έγγραφα, ότι το έγγραφο αυτό ετοιμάστηκε από ειδικό τμήμα της τράπεζας και ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού είναι αυτό που φαίνεται. Σχετικό προς τούτο είναι και το «πιστοποιητικό» που συνοδεύει την «κατάσταση λογαριασμού» και προσκομίστηκε «δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9». Υπογράφεται από Διοικητικό Σύμβουλο της νυν Ενάγουσας που έχει πρόσβαση στο αρχείο της και με αυτό πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, ότι οι συνημμένες καταστάσεις λογαριασμού αποτελούν όλες τις καταστάσεις λογαριασμών της Ενάγουσας σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό και ότι παρήχθησαν από το αρχείο της Ενάγουσα. Πέραν του ότι το «πιστοποιητικό» αυτό δεν φέρει οποιαδήποτε σφραγίδα, κατά παράβαση του άρθρου 35(3)(β) του Κεφ. 9, η αξία της πιστοποίησης που περιέχει κρίνεται από το Δικαστήριο, στη βάση του άρθρου 35(2) και υπό το φως του συνόλου των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, ως ανεπαρκής, για τους λόγους που θα εξηγήσω.

 

Με βάση τη μαρτυρία της ΜΕ, μηχανογραφημένο σύστημα εισήχθη μόλις το 2013. Στην δε Γραπτή της Δήλωση η ΜΕ αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταχωρίσεις που παρουσιάζονται στις καταστάσεις λογαριασμού που θα παρουσιάσει καταγράφονταν και καταχωρούνταν ταυτόχρονα με τη διενέργειά τους και ότι υπάρχει αρχείο για την κάθε καταχώριση[1]. Οι καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασε, όμως, αφορούν τα έτη 2013 – 2015 μόνο. Οι επίδικες συμφωνίες και ο λογαριασμός χρονολογούνται από το 1991 και δεν προσφέρθηκε μαρτυρία για τον τρόπο διαχείρισης του αρχείου του επίδικου λογαριασμού κατά τη δωδεκαετία που μεσολάβησε, ούτε αναφέρθηκε κατά πόσο υπήρχε από τότε μηχανογράφηση. Συνεπώς, η κατάσταση που προσκομίστηκε δεν μπορεί να εκληφθεί ούτε ως αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο δυνάμει του άρθρου 22 του Κεφ. 9, αφού δεν παρέχει ολοκληρωμένη σχετική πληροφόρηση.

 

Σε κάθε περίπτωση, το Τεκμήριο 12 περιέχει μόνο γενικές πληροφορίες, χωρίς στοιχειώδεις λεπτομέρειες με την αναγκαία εξειδίκευση. Δεικνύει ένα υπόλοιπο «από μεταφορά» κατά το 2013, δηλαδή 12 χρόνια μετά την σύναψη της επίδικης συμφωνίας, χωρίς να φαίνεται ούτε από πού προέκυψε αυτό το υπόλοιπο αλλά ούτε και πώς ακριβώς το εν λόγω υπόλοιπο διαμορφώθηκε για να καταλήξει στο ποσό που αξιώνεται με την Αγωγή, ύψους €9.063,83.

 

Κατά την αντεξέταση, υποβλήθηκε ότι έγιναν πληρωμές έναντι του εν λόγω λογαριασμού από τον Πρωτοφειλέτη, ότι μετέβαινε ο ίδιος προσωπικά στην τράπεζα και έκανε τις πληρωμές, ότι όλα τα αντικείμενα λήφθηκαν από την Εθνική Τράπεζα κατόπιν εκτέλεσης εντάλματος (writ of delivery), ότι πωλήθηκαν σε δημόσιο πλειστηριασμό και ότι από τον πλειστηριασμό εισπράχθηκε ποσό πέραν του ½ του τότε χρέους. Το Τεκμήριο 12 δεν ρίχνει φως στην κίνηση του λογαριασμού από το άνοιγμα μέχρι και το κλείσιμο του και η ΜΕ δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις. Επικαλέστηκε γενικά και αόριστα πληροφόρησή της περί του αντιθέτου, επισημαίνοντας ότι δεν εντόπισε οτιδήποτε σχετικό στον φάκελο που της δόθηκε. Ούτε προσκόμισε σχετικά στοιχεία που να δείχνουν κατά πόσο έγιναν ή όχι πληρωμές, αν λήφθηκαν υπ’ όψη στο παρουσιαζόμενο υπόλοιπο και πώς αυτό διαμορφώθηκε. Στην Γραπτή της Δήλωση αναφέρει ότι για κάθε δοσοληψία υπάρχει αρχείο με τα σχετικά εντάλματα ταμείου ή άλλα αποδεικτικά υποστηρικτικά έγγραφα[2]. Τίποτε δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.

 

Ως έχει σαφώς νομολογηθεί, το πιστοποιητικό που κατατίθεται για απόδειξη υπολοίπων τραπεζικών λογαριασμών δεν αποτελεί παρά μόνο ένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο υπόκειται σε αξιολόγηση. Όταν καταστάσεις λογαριασμού ξεκινούν με ένα υπόλοιπο, για το οποίο δεν δίδεται επεξήγηση ως προς το πώς προέκυψε, τότε θεωρείται πως το υπόλοιπο δεν έχει αποδειχθεί (βλ. Μαρσέλ ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ, 1858, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 ΑΑΔ, 1390, Γρηγορίου Γεώργιος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 846, ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Π.Έ. αρ. 281/2013, 11/3/2020).  Ο κανόνας αυτός ισχύει, βεβαίως, νοουμένου ότι δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική και επαρκής μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει το αξιούμενο υπόλοιπο (βλ. ΡΩΣΣΟΥ ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ανωτέρω). Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε το Τεκμήριο 12, ούτε η μαρτυρία της ΜΕ, ούτε βεβαίως το «πιστοποιητικό» που συνοδεύει το Τεκμήριο 12 επαρκούν για απόδειξη οποιουδήποτε υπολοίπου.

 

Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι η ΜΕ δεν προσκόμισε οποιοδήποτε τεκμήριο ούτε σε σχέση με την θέση της Ενάγουσας ότι η Προγενέστερη Αγωγή αποσύρθηκε εναντίον της εδώ Εναγομένης «άνευ βλάβης» του δικαιώματος καταχώρισης νέας. Η Εναγόμενη αμφισβήτησε κατά πόσο η απόσυρση είχε γίνει «άνευ βλάβης» δικαιωμάτων και η ΜΕ απλώς αναπαρήγαγε αγνώστου προελεύσεως πληροφόρηση που της δόθηκε από κάποιους λειτουργούς, αποδεχόμενη ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς είχε γίνει τότε. Συνεπώς ούτε για την θέση αυτή υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου θετική και δεκτή μαρτυρία.

 

Επίσης, όσον αφορά τη θέση της Ενάγουσας ότι γνωστοποιήθηκαν δεόντως στην Εναγόμενη επιστολές της Ενάγουσας, περιλαμβανομένης επιστολής τερματισμού της συμφωνίας ενοικιαγοράς, και στο σημείο αυτό η μαρτυρία της Ενάγουσας ήταν ελλιπής και αντικρουόμενη. Με αναφορά τα Τεκμήρια 6, 9 και 11 ο δικηγόρος της Εναγόμενης υπέδειξε στη ΜΕ τη διεύθυνση που αναγράφεται σε αυτά, η οποία βρίσκεται στη Λευκωσία, αναφέροντας ότι τον ουσιώδη χρόνο η Εναγόμενη διέμενε πράγματι σε διεύθυνση με το ίδιο όνομα και αριθμό αλλά στο «Στρόβολο» και όχι στη «Λευκωσία». Προς τούτο, της υπέδειξε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 13, αντίγραφο «Οδηγού Ταχυδρομικού Κώδικα», στο οποίο φαίνεται ότι υπάρχει οδός με το ίδιο όνομα στη Λευκωσία, στο Στρόβολο και στα Λατσιά, με διαφορετικούς ταχυδρομικούς κώδικες. Η ΜΕ δεν ήταν σε θέση να απαντήσει, ενώ δεν δίστασε να προβεί και σε εικασία περί του ενδεχομένου να είχε ειδοποιηθεί και τηλεφωνικώς η Εναγομένη, αφού στο Τεκμήριο 6 ήταν καταγραμμένος κάποιος αριθμός τηλεφώνου. Σε κάθε περίπτωση, η διεύθυνση που αναγράφεται στις επιστολές είναι η ίδια με εκείνη που αναγράφεται στο Κλητήριο της Προγενέστερης Αγωγής (Τεκμήριο 9) στην οποία, σύμφωνα με τη δικογράφηση και την μαρτυρία της ΜΕ δεν εντοπίστηκε η Εναγόμενη. Συνεπώς, ούτε η θέση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή.

 

Έχοντας αποτιμήσει τη μαρτυρία της ΜΕ συνολικώς και στη βάση όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, κρίνω ότι δεν μπορεί να της προσδώσει το Δικαστήριο καμία βαρύτητα. Ήταν στο σύνολό της εξ ακοής, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα μεταξύ των επίδικων γεγονότων (1991-1994) μέχρι σήμερα είναι τεράστιο (περί τα 30 έτη), ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας που παρουσιάστηκε είναι άγνωστος και, εν όψει του χρονικού διαστήματος που παρήλθε σε συνδυασμό με τις διάφορες αλλαγές στη διαχείριση του επίδικου λογαριασμού, δεν είναι καν μετρήσιμος. Επίσης, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβαν χώρα τα ουσιώδη γεγονότα είναι άγνωστες, ενώ ακόμα και οι λόγοι για τους οποίους αφέθηκε να παρέλθει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα παρουσιάστηκαν με γενικότητα, στερούνται πειστικότητα και δεν τεκμηριώθηκαν. Τέλος, με δεδομένο ότι κινήθηκε η παρούσα Αγωγή με μόνο σκοπό να αξιώσει η Ενάγουσα κάποια ποσά από την Εναγόμενη, σαφώς και υπάρχει κίνητρο να παρουσιαστεί μόνο ό,τι μπορεί να υποστηρίζει την απαίτηση. Επιπρόσθετα των πιο πάνω και η έγγραφη μαρτυρία που προσκομίστηκε ήταν ελλιπέστατη και ανίκανη να υποστηρίξει την εξ ακοής μαρτυρία της ΜΕ. Κρίνεται, συνεπώς, ότι το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του κανένα αποδεκτό υπόβαθρο προκειμένου να προβεί σε ευρήματα περί των ουσιωδών γεγονότων.  

 

Τα μόνα ευρήματα στα οποία μπορεί να καταλήξει είναι εκείνα που δεν αμφισβητήθηκαν, ότι δηλαδή: ο Πρωτοφειλέτης συνήψε την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς ημερομηνίας 10/07/1991, σε σχέση με την οποία προτάθηκε η Εναγομένη ως εγγυήτρια, ότι η Ενάγουσα καταχώρισε την Προγενέστερη Αγωγή εναντίον και της Εναγομένης (ως εναγομένης 4) και ότι στο πλαίσιο εκείνης εκδόθηκαν αποφάσεις εναντίον του Πρωτοφειλέτη και των άλλων εγγυητών πλην της εδώ Εναγομένης, κατά τις ημερομηνίες που αναφέρονται ανωτέρω.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Στις αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, η απόδειξη κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων, να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την αξίωσή τους. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη (βλ. ενδεικτικά Demil Imports Exports Ltd ν. Zήνων H Kωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 462).

 

Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και εάν η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά εκείνη του αντιδίκου του (βλ. ενδεικτικά Phipson on Evidence, 14th Edition, par. 4-38, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, Demil Imports (ανωτέρω), Μαρσέλ Μπούλος και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858).

 

Όπως έχει κριθεί στην απόφαση Πούρικος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 507, η  βασική υποχρέωση κάθε ενάγοντα είναι να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία τα βασικά γεγονότα πάνω στα οποία επέλεξε να βασίσει την απαίτησή του, με τη μορφή που ο ίδιος τα καθόρισε στα δικόγραφά του. 

 

Σε αγωγές όπου η βάση αγωγής στηρίζεται σε συμφωνία είναι απαραίτητο οι ουσιώδεις όροι της συμφωνίας να αναφέρονται ρητά στα δικόγραφα και να αποδεικνύονται με ανάλογη μαρτυρία. Ειδικότερα, η απαίτηση θα πρέπει να δείχνει με τις αναγκαίες λεπτομέρειες, ότι η συμφωνία των μερών έχει διαρρηχθεί ή τερματιστεί και με ποιο τρόπο, για να μπορεί να καταλήξει ο ενάγων στις ανάλογες θεραπείες που ζητά (βλ. Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 2258 και Πανίκος Α. Λεωνίδου κ.α. ν. Δρ. Θρασυβούλου Σπυριδάκη (2012) 1 ΑΑΔ 1694).

 

Σε σχέση με το βάρος απόδειξης που έχει να αποσείσει μια τράπεζα στις περιπτώσεις που ο εναγόμενος δεν προσκομίζει μαρτυρία, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ ν Γιώργος Οικονόμου, Π.Έ. 335/2009, ημερομηνίας 17.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:A786:

 

«Η Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησής της.  Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση (Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858).  Σε περίπτωση όπου υπάρχει μόνο μία εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα, όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο (Barry Wynne v. David Costaki Mavronicola ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (2009) 1Β ΑΑΔ 1138). Συνήθως τέτοια θέματα εγείρονται σε υποθέσεις όπου δεν εμφανίζεται ο αντίδικος, όπως ήταν και τα γεγονότα στην υπόθεση Barry Wynne (πιο πάνω).»

 

Λέχθηκε, επίσης, ότι όταν η μαρτυρία παραμένει αναντίλεκτη, δεν απαιτείται ενδελεχής έλεγχος των ποσών της απαίτησης (Νίκος Κώστα Χαριλάου ν. Κυριάκου Ανδρέα Τινέντη (2010) 1(Γ) ΑΑΔ 1677).

 

Σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας που προσκομίζεται από ένα διάδικο όταν δεν δοθεί μαρτυρία από την άλλη πλευρά σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 ΑΑΔ 665 (με υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σύμφωνα δε με τη νομολογία, η κατάληξη του Δικαστηρίου με την οποία γίνεται αποδεκτή η ένορκη εκδοχή ενός των διαδίκων εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ένορκη εκδοχή, δεν είναι εύκολο να ανατραπεί από τη στιγμή βέβαια που η μαρτυρία είναι εκείνου του επιπέδου που ικανοποιεί το Δικαστήριο, τόσο ως προς την αξιοπιστία της, όσο και ως προς το λογικό της συνοχής της. Εκεί δε όπου υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα εξετάζεται κατά πόσο αυτά «... είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο», στην απουσία βέβαια εγγενών δυσκολιών στη παρουσιαζόμενη από το μάρτυρα εκδοχή και αξιοπιστία του.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με την μαρτυρία της ΜΕ, ως έχουν τύχει επισήμανσης ανωτέρω, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην έχει ενώπιον του οποιοδήποτε ασφαλές υπόβαθρο γεγονότων στο οποίο να μπορεί να στηριχθεί, προκειμένου να προβεί σε ευρήματα επί των ουσιωδών γεγονότων και δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο ούτε καν τα στοιχειώδη έγγραφα που να αποδεικνύουν (α) το περιεχόμενο και τους συγκεκριμένους όρους της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς, (β) ότι πράγματι υπεγράφη από την Εναγόμενη εγγύηση σε σχέση με την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, (γ) ότι ενημερώθηκε οποτεδήποτε για ό,τι αφορά την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς και (δ) ότι υπάρχει οφειλόμενο υπόλοιπο από την Εναγομένη και πώς προκύπτει.

 

Όσον αφορά τη θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Ενάγουσας ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξαγάγει δυσμενή συμπεράσματα από τη μη προσκόμιση μαρτυρίας από μέρους της Εναγομένης, εν όψει του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που υπείχε, οι σχετικές αρχές που επικαλέστηκε[3] δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή. Σχετική εν προκειμένω είναι η απόφαση ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. WIDESON BROS κ.α., Π.Έ. Αρ. 269/2013, ημερ. 30/4/2020.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η Ενάγουσα δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που υπείχε και η Αγωγή της απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα, δεν βρίσκω λόγο να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα και συνεπώς αυτά επιδικάζονται προς όφελος της Εναγομένης και σε βάρος της Ενάγουσας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.).……………………………….

Δ-Μ Γεωργιάδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Παράγραφος 24 της Γραπτής της Δήλωσης

[2] Παράγραφος 24 της Γραπτής της Δήλωσης.

[3] Mirza, Feiz Hasan v. Μιχάλη Ανδρέου, Π.Έ αρ. 2/2011, ημερ. 02/12/2015, Wisniewski (a minor) v. Central Manchester Health Authority [1998] EWCA Civ 596, Phipson on Evidence, 18th Edition, 11-15.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο