ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6561/24

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

P.I.B.

Κατηγορούμενος

 

 

Ημερομηνία: 8 Ιουλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για κατηγορούσα αρχή: κα. Α. Αναστασίου

Για κατηγορούμενο: κ. Σπηλιωτόπουλος

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα ότι στις 23.05.24 έκλεψε ένα αυτοκίνητο μάρκας Nissan Qashqai αξίας Ευρώ 6.500 (κατηγορία αρ. 1). Επίσης, κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς στην πόρτα του συνοδηγού του εν λόγω αυτοκινήτου, κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία αρ. 2).

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο τέσσερις μάρτυρες ενώ από την πλευρά της Υπεράσπισης κατέθεσε ενόρκως ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Σειρά γεγονότων έχουν δηλωθεί από κοινού ως παραδεκτά και εγκρίθηκαν ως τέτοια.

 

Παραθέτω συνοπτικά τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου:

 

Μ.Κ.1 – Αστ. 1000, Γιώργος Γιασουμή

 

Ο μάρτυρας, υιοθετώντας το περιεχόμενο της κατάθεσής του (Τεκμήριο 3), ανέφερε ότι στις 27.05.24 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο. Η πιστή μετάφραση της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορούμενου στην Ελληνική γλώσσα και η ανακριτική κατάθεση στη μητρική του γλώσσα κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 4Α και αντίστοιχα. Στην ανακριτική του κατάθεση, ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι βρήκε το επίδικο όχημα ξεκινημένο με το κλειδί στην μίζα και επειδή είχε κουραστεί και πονούσε τα πόδια του, αποφάσισε να το οδηγήσει για να πάει ένα περίπατο στην τουριστική περιοχή της Λεμεσού. Τις τέσσερις μέρες που μεσολάβησαν, μέχρι τις 27.05.24 που εντοπίστηκε από την αστυνομία, έκανε περίπατο στη Λεμεσό. Είχε αναλογιστεί ότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος θα το αναζητούσε, όμως είχε ξεχάσει από που το είχε πάρει. Ανέφερε, επίσης, ότι ο ίδιος δεν έκανε ζημιά στο αυτοκίνητο.

 

Μ.Κ.2 – Αστ. 3981, Αντώνης Παπανεοκλέους

 

Ο μάρτυρας, υιοθετώντας το περιεχόμενο κατάθεσής του ημερομηνίας 27.05.24 (Τεκμήριο 5), ανέφερε ότι στις 27.05.24 ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από τον ιδιοκτήτη του κλαπέντος οχήματος ότι τυχαία εντόπισε το όχημά του σταθμευμένο σε ένα ανοιχτό χωράφι. Αμέσως, μετέβηκε στο μέρος, όπου βρισκόταν και ο ιδιοκτήτης του οχήματος και έθεσε το όχημα υπό διακριτική παρακολούθηση. Περίπολο της αστυνομίας παρέμεινε, επίσης, σταθμευμένο σε κοντινό σημείο και περίμενε ενημέρωση από το μάρτυρα. Λίγη ώρα αργότερα, είδε τον κατηγορούμενο να περιφέρεται στην περιοχή και να πλησιάζει το κλαπέν όχημα. Ο μάρτυρας ενημέρωσε το περίπολο σχετικώς. Ο κατηγορούμενος ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο με κλειδί, άνοιξε την πόρτα του οδηγού και κάθισε στη θέση του οδηγού. Ο μάρτυρας τότε τον πλησίασε και του έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, εφόσον φορούσε πολιτική περιβολή, και τον ρώτησε που βρήκε το κλειδί του αυτοκινήτου. Τότε ο κατηγορούμενος προσπάθησε να διαφύγει αλλά ο μάρτυρας τον ακινητοποίησε με τη βοήθεια των άλλων μελών της αστυνομίας. Ο μάρτυρας τον ενημέρωσε ότι το όχημα είχε δηλωθεί στην αστυνομία ως κλαπέν και ο κατηγορούμενος του απάντησε: «Ήταν να το πάρω πίσω, εν του έκαμα τίποτε του αυτοκινήτου». Αφού συνέλαβε τον κατηγορούμενο για αυτόφωρο αδίκημα και τον οδήγησε στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού, εντόπισε στην κατοχή του το δελτίο ταυτότητάς του. Περαιτέρω, ο μάρτυρας αναγνώρισε τον κατηγορούμενο στο Δικαστήριο.

 

Μ.Κ.3 – Κωνσταντίνος Ονησίλλου

 

Ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 23.05.24 και 27.05.24. (Τεκμήρια 6 και 7). Ανέφερε ότι είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [·], μάρκας Nissan Qashqai αξίας Ευρώ 6.500. Στις 23.05.24, περί η ώρα 16:45, είχε σταθμεύσει το όχημα μπροστά από την οικεία του και αφού άφησε τα κλειδιά πάνω και το όχημά του ήταν ξεκινημένο, κατέβηκε για να πάει στο αποχωρητήριο. Πέντε λεπτά αργότερα, επέστρεψε και διαπίστωσε ότι το όχημά του δεν βρισκόταν πλέον εκεί. Ο μάρτυρας δεν είδε ποιος πήρε το αυτοκίνητο του αλλά είδε ότι στο σημείο βρισκόταν ένα ποδήλατο, το οποίο δεν βρισκόταν εκεί προηγουμένως. Ανέφερε ότι δεν έχει ασφάλεια έναντι κλοπής.

 

Στις 27.05.24, ο μάρτυρας είδε τυχαία το αυτοκίνητό του σε χωράφι. Αμέσως, ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον ξάδελφό του, Αστ. 3981 (Μ.Κ.2). Ο Μ.Κ.2 κατέφθασε με άλλα μέλη της αστυνομίας στο σημείο, οι οποίοι παρέμειναν λίγο πιο πίσω για να μην φαίνονται. Λίγα λεπτά αργότερα, είδε τον κατηγορούμενο να κατευθύνεται πεζός προς το αυτοκίνητο, κρατώντας κλειδιά και να το ξεκλειδώνει. Αμέσως, τα μέλη της αστυνομίας τον πλησίασαν και τον συνέλαβαν. Αφού έλεγξε το αυτοκίνητό του διαπίστωσε ότι υπήρχε ζημιά στο πάνω μέρος της πόρτας του συνοδηγού.

 

Υποδείχθηκε στον μάρτυρα ένα άλμπουμ φωτογραφιών, οι οποίες - αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι - λήφθηκαν από τον Αστ. 3075, στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης (βλ. Τεκμήρια 1 και 2). Ο μάρτυρας μελετώντας το άλμπουμ φωτογραφιών αναγνώρισε το αυτοκίνητό του και στις φωτογραφίες με αρ. 13 και 14, τη ζημιά που υπέστη το όχημά του. Συγκεκριμένα, ως προκύπτει από τις φωτογραφίες, σε κάποιο βάθος στο σημείο εισδοχής του παραθύρου στο εσωτερικό μέρος της πόρτας του συνοδηγού υπήρχαν τοποθετημένα κάποια αντικείμενα με αποτέλεσμα να μετακινηθεί από τη θέση του και το λάστιχο προστασίας που υπάρχει εκεί. Επίσης, ανέφερε ότι αφού παρέλαβε το όχημά του διαπίστωσε ότι για κάποιο λόγο δεν άνοιγε η πόρτα του οδηγού και του συνοδηγού. Πήγε το αυτοκίνητο για επιδιόρθωση και το κόστος επιδιόρθωσης ανήλθε στα Ευρώ 160.

 

Μ.Κ.4 – Αστ. 1908, Μάριος Σπύρου

 

Ο μάρτυρας υιοθετώντας το περιεχόμενο κατάθεσής του (Τεκμήριο 8), ανέφερε ότι στις 25.05.24, περί η ώρα 17:05-17:15, έλαβε παράπονο από τον Μ.Κ.3 σε σχέση με την κλοπή του οχήματός του.

 

Παρεμβάλλεται ότι έχει παρουσιαστεί μαρτυρία προς απόδειξη της 3ης κατηγορίας που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, η οποία αφορά στην παράνομη κατοχή περιουσίας και συγκεκριμένα του ποδηλάτου που ανευρέθηκε στο σημείο της ισχυριζόμενης κλοπής του αυτοκινήτου, έξω από την οικεία του Μ.Κ.3. Εφόσον αυτή η κατηγορία έχει αποσυρθεί πριν την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, δεν θα απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο αυτή η πτυχή της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από την κατηγορούσα αρχή.

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος, κατά την πάρα πολύ σύντομη μαρτυρία του, κατέθεσε ότι όσα έχουν λεχθεί από τους μάρτυρες κατηγορίας είναι ψέματα. Ανέφερε ότι τον είχαν καλέσει στο αστυνομικό τμήμα για ένα φορητό υπολογιστή που βρήκε η γυναίκα του και διερωτήθηκε γιατί κατηγορείται για την κλοπή αυτοκινήτου. Αντεξεταζόμενος αρνήθηκε ότι ήταν το πρόσωπο που εντοπίστηκε να κρατά τα κλειδιά του αυτοκινήτου και να εισέρχεται στο όχημα ή ότι έδωσε την ανακριτική κατάθεση που κατέθεσε στο Δικαστήριο ο Μ.Κ.1 (Τεκμήρια 4Α και 4Β). Από όσα θυμόταν, η εμπλοκή του με τις αρχές αφορούσε ένα φορητό υπολογιστή και δεν θυμόταν οτιδήποτε είτε για το αυτοκίνητο, είτε για το ποδήλατο.

 

Αξιολόγηση

 

 Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Αποκόμισα θετική εντύπωση από τους Μ.Κ.1-4. Δεν εντόπισα οποιεσδήποτε υπερβολές ή υπεκφυγές στον τρόπο που κατέθεσαν στο Δικαστήριο. Κανένας από αυτούς δεν γνώριζε τον κατηγορούμενο προηγουμένως, ούτε διαφαίνεται να είχε οποιοσδήποτε από αυτούς κίνητρο να καταθέσει ψευδώς στο Δικαστήριο εναντίον του.  Η μαρτυρίας του είχε λογική συνοχή και αλληλοϋποστηρίζεται. Η μαρτυρία των Μ.Κ.2 και 3, οι οποίοι, στις 27.05.24, εντόπισαν τον κατηγορούμενο να κατέχει τα κλειδιά του αυτοκινήτου και να εισέρχεται σε αυτό υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορούμενου (Τεκμήρια 4Α και 4Β). Εφόσον η πλευρά της Υπεράσπισης επέλεξε να μην αντεξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας, οι ισχυρισμοί τους δεν αμφισβητήθηκαν και δεν κλονίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο η αξιοπιστία τους.

 

Παρεμβάλλεται ότι η παράλειψη αντεξέτασης επί ουσιώδες μέρους της μαρτυρίας γενικά ισοδυναμεί με παραδοχή. Όμως ο κανόνας δεν είναι απόλυτος. Το Δικαστήριο έχει πάντοτε την εξουσία να μην αποδεχθεί την μαρτυρία η οποία δεν έτυχε αντεξέτασης, εφόσον από το σύνολο της υπόλοιπης αποδέκτης μαρτυρίας, κριθεί ότι αυτό ενδείκνυται (βλ. ενδεικτικά ΣΚΟΡΔΗ ν. ΛΑΝΤΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 429/2012, 22/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A127). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο, σε συνάρτηση με το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας, για να παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα.

 

Ενόψει των πιο πάνω, αποδέχομαι την μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη.

 

Ο κατηγορούμενος δεν άφησε θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Περιορίστηκε στο να αρνηθεί τις κατηγορίες που του προσάπτονται λέγοντας απλώς ότι δεν έχει σχέση με την κλοπή του αυτοκινήτου. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι κλήθηκε από την αστυνομία σε σχέση με ένα φορητό υπολογιστή που βρήκε η σύζυγός του αλλά δεν έδωσε οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με αυτό το θέμα. Ήταν τόσο περιορισμένες και ασαφείς οι θέσεις που πρόβαλε που απολήγουν απλώς ως «μη παραδοχή» των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δύναται να προσδώσει σε αυτή την άρνηση κάποια αποδεικτική αξία, ούτε ο νωχελικός τρόπος με τον οποίο κατέθεσε ο κατηγορούμενος προσέδωσε κάποια πειστικότητα στα λεγόμενά του.

 

Ο ισχυρισμός του ότι δεν είναι ο ίδιος που έδωσε την ανακριτική κατάθεση ημερομηνίας 27.05.2024 στην αστυνομία και ότι η υπογραφή που υπάρχει στο εν λόγω έγγραφο δεν είναι δική του, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Αυτό γιατί η ανακριτική του κατάθεση στα βουλγάρικα και η πιστή μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, ως Τεκμήρια 4Α και, χωρίς καμία ένσταση από την πλευρά της Υπεράσπισης και ο Μ.Κ.1 δεν αντεξετάστηκε καθόλου επί αυτού του ζητήματος. Συνάγεται ότι, εφόσον οι ισχυρισμοί του Μ.Κ.1 ως προς τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο δεν αμφισβητήθηκαν, αυτοί έγιναν αποδεκτοί από την πλευρά της Υπεράσπισης. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλει απλώς ως εκ των υστέρων σκέψη του κατηγορούμενου σε μια προσπάθεια του να αποσυνδέσει τον εαυτό του από τα γεγονότα της υπόθεσης για να αποφύγει την ποινική του ευθύνη. Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει προσκομιστεί οποιοδήποτε στοιχείο που να υποστηρίζει ότι ο Μ.Κ.1, ο οποίος έλαβε την ανακριτική κατάθεση και την προσκόμισε ενόρκως στο Δικαστήριο, είχε οποιοδήποτε λόγο ή κίνητρο ή προσωπικό συμφέρον στο να εμπλέξει ψευδώς τον κατηγορούμενο στην παρούσα υπόθεση ενώ τα όσα περιέχονται στην κατάθεση του κατηγορούμενου συνάδουν και με την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου.

 

Η μαρτυρία του κατηγορούμενου απορρίπτεται ως αναξιόπιστη.

 

Ευρήματα

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

Στις 23.05.24, περί η ώρα 16:45, o M.K.3, ιδιοκτήτης του οχήματος μάρκας Nissan Qashqai και αξίας Ευρώ 6.500 περίπου, είχε σταθμεύσει το όχημα μπροστά από την οικεία του και αφού άφησε τα κλειδιά πάνω και το όχημά του ήταν ξεκινημένο, κατέβηκε για να πάει στο αποχωρητήριο. Πέντε λεπτά αργότερα, επέστρεψε και διαπίστωσε ότι το όχημά του δεν βρισκόταν πλέον εκεί. Κατήγγειλε το περιστατικό αμέσως στην αστυνομία.

 

Λίγες μέρες αργότερα, στις 27.05.24, ο μάρτυρας είδε τυχαία το αυτοκίνητό του σταθμευμένο σε ένα χωράφι. Αμέσως, ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον ξάδελφό του, Αστ. 3981 (Μ.Κ.2). Ο Μ.Κ.2 κατέφθασε με άλλα μέλη της αστυνομίας στο σημείο και έθεσαν το όχημα υπό διακριτική παρακολούθηση. Λίγα λεπτά αργότερα, ο κατηγορούμενος, ο οποίος περιφερόταν στην περιοχή, πλησίασε το όχημα κρατώντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο με κλειδί, άνοιξε την πόρτα του οδηγού και κάθισε στη θέση του οδηγού. Τότε, τον πλησίασαν τα μέλη της αστυνομίας και τον ρώτησαν που βρήκε το κλειδί του αυτοκινήτου. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να διαφύγει αλλά τα μέλη της αστυνομίας τον ακινητοποίησαν.

 

Ανακρινόμενος ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι καθώς περπατούσε στις 23.05.24 βρήκε το αυτοκίνητο ξεκινημένο με τα κλειδιά στη μίζα και το πήρε. Το οδηγούσε κάνοντας περίπατο στη Λεμεσό, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον εντοπισμό και τη σύλληψή του στις 27.05.24.

 

Το όχημα ανευρέθηκε με κάποιες βλάβες που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Συγκεκριμένα, σε κάποιο βάθος στο σημείο εισδοχής του παραθύρου στο εσωτερικό μέρος της πόρτας του συνοδηγού υπήρχαν τοποθετημένα κάποια αντικείμενα με αποτέλεσμα να μετακινηθεί από τη θέση του και το λάστιχο προστασίας που υπάρχει εκεί. Επίσης, η πόρτα του οδηγού και του συνοδηγού δεν άνοιγαν και δεν λειτουργούσαν ως προηγουμένως. Το αυτοκίνητο επιδιορθώθηκε και το κόστος επιδιόρθωσης ανήλθε στα Ευρώ 160.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται (βλ. Woolmighton ν. D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής του άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Το άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό

 

Στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 486 προσδιορίστηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής. Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής θα πρέπει (1) ο κατηγορούμενος να έλαβε περιουσία, η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, (2) αυτό να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και χωρίς δικαίωμα κατοχής ή απόκτησης από μέρους του κατηγορούμενου, και (3) ο κατηγορούμενος να ενήργησε με δόλιο τρόπο και με πρόθεση μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας αυτής.

 

Αναφορικά με την έννοια της φράσης «με δόλιο τρόπο» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, αυτό που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε σκόπιμα και με πρόθεση (Azinas and another v. Police (1981) 2 C.L.R. 9). Ως προς το συστατικό στοιχείο της «πρόθεσης» μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας από τον ιδιοκτήτη της, τούτο αποτελεί στοιχείο που ανάγεται στην πνευματική λειτουργία του κατηγορούμενου και ως τέτοιο δεν είναι πάντοτε δεκτικό άμεσης ή θετικής μαρτυρίας. Μπορεί να εξαχθεί, όμως, από το σύνολο της μαρτυρίας, καθώς επίσης και από τη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης, που συνήθως έχουν το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14). Τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, σε συνάρτηση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι το επίδικο όχημα αποτελεί περιουσία η οποία δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής. Επίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που πήρε το αυτοκίνητο, το οποίο ήταν σταθμευμένο έξω από την οικεία του ιδιοκτήτη του στις 23.05.2024. Αυτό γιατί ο κατηγορούμενος έχει παραδεχτεί, μέσω της ανακριτικής του κατάθεσης, ότι βρήκε το όχημα ξεκινημένο με τα κλειδιά στη μίζα και το πήρε και ότι το οδηγούσε κάνοντας περίπατους στη Λεμεσό από τις 23.05.27 μέχρι τις 27.05.2024, όταν και συνελήφθη. Περαιτέρω, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 εντόπισαν τον κατηγορούμενο, στις 27.05.24, να κρατά τα κλειδιά του αυτοκινήτου, να ξεκλειδώνει το όχημα  και να εισέρχεται σε αυτό. Προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό ότι ο κατηγορούμενος πήρε το αυτοκίνητο χωρίς της συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και χωρίς να έχει οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα να το πράξει. Συνάγεται, επίσης, από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατείχε το αυτοκίνητο για τέσσερις μέρες χωρίς να επιχειρήσει στο μεσοδιάστημα να εντοπίσει τον ιδιοκτήτη του και να το επιστρέψει σε αυτόν ή να ενημερώσει την αστυνομία, ότι σκοπός του ήταν να αποστερήσει μόνιμα το όχημα από τον ιδιοκτήτη του. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου κανένα στοιχείο που να τείνει να εκθεμελιώσει το πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο προκύπτει αβίαστα από την προσκομισθείσα μαρτυρία.

 

Συνακόλουθα, η μαρτυρία που έχει προσκομισθεί αρκεί για την στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος που αφορά στην κατηγορία αρ. 1, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται, επίσης, για τη διάπραξη του αδικήματος της κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία, κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Από το λεκτικό του άρθρου αυτού συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι (1) η καταστροφή ή πρόκληση ζημιάς σε περιουσία, η οποία να είναι (2) εσκεμμένη και (3) παράνομη.

 

Στην Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 168 αναφέρθηκε ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπό εξέταση αδικήματος δεν απαιτείται η απόδειξη της ύπαρξης ειδικής πρόθεσης (specific intent). Η απόδειξή του συναρτάται με τη θεληματική και παράνομη πρόκληση ζημιάς. Συνεπώς από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το αδίκημα διαπράττεται είτε όταν ο κατηγορούμενος ενεργεί με επίγνωση του τι κάνει, δηλαδή όταν έχει την πρόθεση (intention) να επιφέρει την ζημιά είτε όταν η πράξη του γίνεται με αδιαφορία ως προς τις συνέπειες της (recklessness) και η ζημιά είναι η φυσική της συνέπεια.

 

Αναφορικά δε με την έννοια της ζημιάς αυτή δεν περιορίζεται σε ζημιά μόνιμης φύσης (βλ. το σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2003 σελ. 431). Το ύψος δε της ζημιάς και η ιδιοκτησία δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία του αδικήματος (βλ. Θωμά ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ 255).

 

Παράνομη δε είναι μια πράξη όταν γίνεται χωρίς νόμιμη δικαιολογία (βλ. Police v. Djioppou (1972) 10 JSC 1365).

 

Η μαρτυρία που έχει προσκομισθεί προς απόδειξη του εν λόγω αδικήματος είναι περιστατικής φύσεως. Νοείται ότι η περιστατική μαρτυρία δεν υπολείπεται, ούτε είναι υποδεέστερης αξίας από την άμεση μαρτυρία. Η σημασία της έγκειται στα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν από το περιεχόμενό της. Αν και ένα-ένα τα κομμάτια της περιστατικής μαρτυρίας δεν συνιστούν από μόνα τους απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορούμενου, το συλλογικό τους αποτέλεσμα, όταν ιδωθούν μαζί, μπορεί να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, νοουμένου πάντοτε ότι το αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας δεν θα είναι συμβατό με οποιαδήποτε άλλη βάση πλην της ενοχής του κατηγορουμένου (βλ. ενδεικτικά Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ.102, Χριστάκης Χαραλάμπους Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ.331 και Γεωργίου Σωτήρης ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 485).

 

Σε συνάρτηση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, υφίστανται εν προκειμένω τα ακόλουθα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας:

(1)  Το όχημα είχε κλαπεί από τον κατηγορούμενο στις 23.05.24. Εκείνη τη χρονική στιγμή, το όχημα δεν είχε οποιεσδήποτε βλάβες ή ζημιές.

(2)  Ο κατηγορούμενος κατείχε παράνομα το όχημα κατά την περίοδο από τις 23.05.24 μέχρι τις 27.05.24 όταν και εντοπίστηκε από την αστυνομία.

(3)  Στις 27.05.24 διαπιστώθηκε ότι στο εσωτερικό μέρος της πόρτας του συνοδηγού υπήρχαν τοποθετημένα κάποια αντικείμενα με αποτέλεσμα να μετακινηθεί από τη θέση του και το λάστιχο προστασίας που υπάρχει εκεί. Επίσης, η πόρτα του οδηγού και του συνοδηγού δεν άνοιγαν και δεν λειτουργούσαν ως προηγουμένως.

(4)  Ο κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που χρησιμοποιούσε το όχημα κατά την πιο πάνω περίοδο, κατείχε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και άρα είναι το πρόσωπο που είχε πρόσβαση στο εσωτερικό μέρος του αυτοκινήτου ώστε να δύναται να τοποθετήσει τα εν λόγω αντικείμενα στο εσωτερικό μέρος της θήκης του παραθύρου.

 

Αναφορικά με τη ζημιά που προκλήθηκε στο σημείο του παραθύρου του οχήματος, από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να προκαλέσει την εν λόγω βλάβη στο εσωτερικό μέρος του αυτοκινήτου είναι ο κατηγορούμενος. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία ή εξήγηση για το πώς αλλιώς ή από ποιο άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να προκληθεί η συγκεκριμένη βλάβη, δεδομένου, μάλιστα, του ότι, σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο που οδηγούσε το όχημα κατά την επίδικη περίοδο και το οποίο είχε πρόσβαση στο εσωτερικό μέρος αυτού.

 

Από τα όσα προκύπτουν από το Τεκμήριο 2 σε σχέση με τη φύση της βλάβης που προκλήθηκε στο σημείο του παραθύρου του αυτοκινήτου (ήτοι το ότι εντοπίστηκαν σφηνωμένα αντικείμενα εντός της θήκης του παραθύρου στην πόρτα του συνοδηγού), συνάγεται ότι πρόκειται για εσκεμμένη και ηθελημένη πράξη. 

 

Στοιχειοθετούνται, λοιπόν, σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς στο σημείο του παραθύρου στο εσωτερικό μέρος της πόρτας του συνοδηγού του οχήματος.

 

Όσον αφορά τη βλάβη που παρατήρησε ο παραπονούμενος στη λειτουργία της πόρτας του οδηγού και του συνοδηγού και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό του ότι αυτές δεν άνοιγαν και δεν λειτουργούσαν ως προηγουμένως, πέραν αυτής της γενικής αναφοράς, δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου περαιτέρω στοιχεία ώστε να δύναται το Δικαστήριο να αντιληφθεί τη φύση της βλάβης ή να εξετάσει τις πιθανές αιτίες πρόκλησής της. Συνεπώς, τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου δεν είναι αρκετά συμπαγή για να οδηγήσουν αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι η βλάβη αυτή προκλήθηκε από το εσωτερικό μέρος του οχήματος και ότι οφείλεται σε εσκεμμένη ενέργεια κάποιου προσώπου και δη του κατηγορούμενου, που είχε πρόσβαση σε αυτό. Ούτε προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η συγκεκριμένη βλάβη συνδέεται με τη βλάβη που παρατηρείται στο σημείο του παραθύρου της πόρτας του συνοδηγού, η οποία προκλήθηκε από τον κατηγορούμενο. Επομένως, λόγω του κενού ή της ασάφειας που παρατηρείται σε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας, δεν θεωρώ ότι έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η διάπραξη του αδικήματος της κακόβουλης πρόκλησης βλάβης σε περιουσία αναφορικά με τη μη λειτουργία της πόρτας του οδηγού και του συνοδηγού του οχήματος.

 

Κατάληξη

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες αρ. 1 και 2 που αντιμετωπίζει.

 

[Υπ.]………………………….

Θ. Συμεωνίδης, προσ.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο