ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: K. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

Γεν. Αίτηση: 30/2023 (i-justice)

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΣ 22/85 ΚΑΙ 68/87 ΑΡΘΡΑ 52 ΚΑΙ 53 ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ 142/87 ΘΕΣΜΟΣ 79

- και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ

                                                                                    Αιτητών

                                                                  - και -

 

                               1. ΛΟΥΚΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΥΘΑΡΑ

                               2. ΕΛΕΝΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

                               3. ΜΑΡΙΝΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

                                                                                    Καθ’  ων η αίτηση

----------------------

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 9/7/2024

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητές: ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. ΚΑΡΑΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για καθ’ ων η αίτηση 2 και 3: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτητές ζητούν άδεια και/ή διάταγμα που να επιτρέπει την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, ημερομηνίας 20/1/2017 εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, ώστε να εκτελείται ως απόφαση Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση βασίζεται - μεταξύ άλλων - και στα άρθρα 52 και 53 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, όπως τροποποιήθηκε.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση εμφαίνονται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση τής Μάρθας Γεωργίου.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 11 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η καθ’ ης η αίτηση 2, κατ’ εξουσιοδότηση και της καθ’ ης η αίτηση 3. Η αίτηση, εναντίον του καθ’ ου  η αίτηση 1 - ο οποίος απεβίωσε - αποσύρθηκε άνευ βλάβης, στις 7/3/2024.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων  δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Με τον 1ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η αίτηση δεν στηρίζεται στην ορθή νομική βάση και/ή η νομική βάση είναι ελλιπής και/ή λανθασμένη και/ή δεν αναγράφεται ορθά στο σώμα της αίτησης.

 

Με μόνο λόγο ότι στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνεται και το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, το οποίο, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια αποτελεί και το ορθό δικαιοδοτικό υπόβαθρο της αίτησης - δεδομένης της φύσης της - η νομική βάση της αίτησης είναι απολύτως ορθή. Εν πάση περιπτώσει, οι  καθ’ ων η αίτηση που υποβάλλουν το συγκεκριμένο λόγο ένστασης, καλό θα ήταν να έλεγαν και ποια είναι κατά τους ίδιους η ορθή νομική βάση της αίτησης, για να είναι πλήρης και ορθή και κυρίως, για ποιο λόγο, σχεδόν ολόκληρη η νομική βάση της αίτησης περικλείεται στη νομική βάση της ένστασής τους. Ακολουθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Με το 2ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η αίτηση πάσχει νομικά και τυπικά, είναι αντικανονική, παράτυπη, καταχρηστική και άκυρη.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης, στο βαθμό που δεν απαντάται από τα παραπάνω, που αφορούν στον 1ο λόγο απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος και χωρίς ίχνος τεκμηρίωσης.

 

Με τον 6ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η διαιτητική απόφαση, ημερομηνίας 20/1/2017 τής οποίας ζητείται η εγγραφή και η εκτέλεση δεν επισυνάπτεται ορθά και/ή ολόκληρη και/ή επισυνάπτεται μόνο μέρος της, στην ένορκη  δήλωση της κυρίας Μάρθας Γεωργίου.

 

Και αυτός ο λόγος ένστασης είναι αβάσιμος. Ολόκληρη η επίμαχη διαιτητική απόφαση, έκτασης 9 αριθμημένων σελίδων επισυνάπτεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση. Το γεγονός ότι, ενώ η ομνύουσα για τους αιτητές, στην ένορκη δήλωσή της αναφέρει ότι η διαιτητική απόφαση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Β, στο σύστημα i-justice, οι πρώτες 4 σελίδες της εμφαίνονται ως τεκμήριο Β και οι υπόλοιπες 5, ως Τεκμήριο Β (συνέχεια) σε καμιά περίπτωση στοιχειοθετεί τον υπό εξέταση λόγο ένστασης.

 

Με τον 4ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η ειδοποίηση για παραπομπή σε διαιτησία, ουδέποτε επιδόθηκε σε οποιοδήποτε των καθ’ ων η αίτηση και με τον 5ο λόγο, ότι οι καθ’ ων η αίτηση, ουδέποτε κλήθηκαν και/ή ειδοποιήθηκαν για να παραστούν στη διαιτητική διαδικασία.

 

Όπως αναφέρει η καθ’ ης η αίτηση 2 στην ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την ένσταση στην υπό κρίση αίτηση, ουδέποτε έλαβαν γνώση της κλήσης - ειδοποίησης για να παραστούν στη διαιτητική διαδικασία, γεγονός που παραβιάζει τα συνταγματικά τους δικαιώματα σχετικά, αφού ουδέποτε τους δόθηκε η δυνατότητα να εκπροσωπηθούν και να τύχουν δίκαιης δίκης και μεταχείρισης.

 

Με μόνο λόγο ότι οι αιτητές, προς υποστήριξη της αίτησης έχουν θέση ενώπιόν μου την επίμαχη διαιτητική απόφαση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή γνωστοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση και ότι παρέλειψαν να την εφεσιβάλουν και νοουμένου ότι ήθελε κριθεί ότι η απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, η υπό κρίση αίτηση, θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, εκτός βέβαια εάν κριθεί βάσιμος κάποιος άλλος λόγος ένστασης στην αίτηση. Με εξαίρεση το τελευταίο, τα υπόλοιπα θα με απασχολήσουν ευθύς αμέσως κατά την εξέταση του 3ου λόγου ένστασης, με τον οποίο υποβάλλεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 52(4) και (5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85:

 

«(4)   Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιάς ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.»

 

(5)      Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ’ αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Στην υπόθεση Σ.Π.Ε. Αγίας Νάπας ν. Κυριακίδη κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ.716 επισημαίνονται τα εξής:

 

«Η διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως απόφαση Δικαστηρίου είναι, κατά την άποψη μας, ζήτημα τύπου.  Για να εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου χρειάζεται η εμπλοκή του ιδίου, που αφενός την διατάσσει και ταυτόχρονα την εποπτεύει.  Επομένως, η διαιτητική απόφαση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταχωριστεί, να «εγγραφεί" δηλαδή στα αρχεία του πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου, για να προχωρήσει η εκτέλεση της.  Γι΄αυτό το σκοπό υπεβλήθη η υπό συζήτηση αίτηση, και μάλιστα επιδόθηκε στους εφεσίβλητους για να προβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου ο,τιδήποτε ήθελαν, με αναφορά ασφαλώς μόνο στο επίδικο θέμα, της προώθησης δηλαδή της εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης.» 

 

Καθ’ όλα σχετικά με τα προηγούμενα είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Σωτηρούλλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 827:

 

«Αντικείμενο της αίτησης είναι το διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο για την καταχώριση και εγγραφή της απόφασης του Διαιτητή.  Ως μόνη αιτία ακύρωσης προτείνεται η θέση της αιτήτριας πως η αξίωση χρημάτων πέραν των καταβληθέντων θα συνιστούσε καταστρατήγηση της νομοθεσίας περί τόκου.  Πρόκειται για τον περί Τόκου Νόμο του 1977 (Ν.2/77) οι επιπτώσεις του οποίου εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου και Άλλοι ν. Coudounaris Food Products Ltd και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641.  Δεν έχει εξηγηθεί όμως ποια είναι η σύνδεση της δικαστικής απόφασης, η οποία αφορούσε μόνο στην καταχώριση και εγγραφή της απόφασης του Διαιτητή και συνακόλουθα της παροχής άδειας για εκτέλεση, με το πιο πάνω ζήτημα ουσίας που εγείρεται. Δεν έχει υποστηριχθεί καν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας, εξέτασης τέτοιου θέματος ή οποιουδήποτε θέματος αναφερομένου στο περιεχόμενο της απόφασης του Διαιτητή και τελικά δεν έχει υποδειχθεί με πιο τρόπο, κατά την αντίληψη της αιτήτριας, πάσχει η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

 

Η αιτήτρια παρέπεμψε στην απόφαση του Διαιτητή για να υποστηρίξει πως περιέχει το σπέρμα της αξίωσης τόκου πέραν του επιτρεπομένου.  Δεν είναι αντικείμενο αυτής της διαδικασίας η απόφαση του Διαιτητή και, εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω πως το άρθρο 52(4) του Ν.22/85 παρέχει σε όποιον θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση του Διαιτητή δικαίωμα έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο που πρέπει να ασκείται μέσα στην προθεσμία που τάσσει. Δεν έχει ασκηθεί έφεση εναντίον της απόφασης του Διαιτητή, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και δεν έχει εξηγηθεί πώς θα μπορούσε να εκδηλωθεί τώρα, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας που, επαναλαμβάνω, αναφέρεται μόνο στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου που ακολούθησε, τέτοιο παράπονο». 

 

Ομοίως και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Νικολάου ν. Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγλαντζιάς (2012) 1 Α.Α.Δ. 707:

 

«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι' αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει ο,τιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται.»

 

Βλ. και τη Χριστοφή ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λατσιών (2014) 1 Α.Α.Δ. 1183 καθώς και τη ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑΣ-ΑΝΑΓΥΙΑΣ, ΠΟΛ. ΕΦ. ΑΡ. 92/14, ημερ. 22/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A168 σύμφωνα με την οποία:

 

«βασική προϋπόθεση εγγραφής της είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Η αίτηση για εγγραφή επιδίδεται στο πρόσωπο αυτό ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε το οποίο ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα που είναι η εγγραφή της Διαιτητικής απόφασης χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κ.λ.π. της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση.»

 

Στο ερώτημα, κατά πόσο η επίμαχη διαιτητική απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, απαντώ καταφατικά. Ούτε και υπάρχει περί αντιθέτου θέση από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, συναφώς με αυτή, το μόνο που υποβάλλουν είναι τον 6ο λόγο ένστασης, ο οποίος, για λόγους που αναφέρονται σε άλλο σημείο (πιο πάνω), κρίθηκε αβάσιμος.

 

Εν πάση περιπτώσει, με απλή εξέταση της επίμαχης διαιτητικής απόφασης, έκτασης 9 σελίδων καταφαίνεται ότι περιέχει όλα όσα απαιτούνται προκειμένου να θεωρηθεί από κάθε άποψη, δεόντως αιτιολογημένη απόφαση. Φέρει τίτλο - ο οποίος περιλαμβάνει το όνομα του διαιτητή και των διαδίκων -, παραθέτει το ιστορικό της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοσή της και το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του διαιτητή για σκοπούς απόδειξης και στοιχειοθέτησης της απαίτησης των τότε δανειστών, που ήταν το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, περικλείει παράθεση και αξιολόγηση μαρτυρίας, ανάλυση της νομικής πτυχής και τα σχετικά ευρήματα του διαιτητή και τέλος, το καταληκτικό/διατακτικό μέρος της. Η απόφαση εκδόθηκε στις 20/1/2017, υπογράφεται από το διαιτητή και φέρει την ακόλουθη οπισθογράφηση η οποία προφανώς απευθύνεται προς όλους τους διαδίκους: «Εάν θεωρείτε τον εαυτό σας αδικημένο από την πιο πάνω απόφαση μπορείτε να υποβάλετε έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και  μίας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς εσάς γνωστοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985.»

 

Απ’ εκεί και πέρα, ότι η επίμαχη διαιτητική απόφαση γνωστοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση έχει αποδειχθεί και εν πάση περιπτώσει,  ούτε και αμφισβητείται από τους ίδιους. Η απόφαση τούς γνωστοποιήθηκε με ιδιωτική επίδοση, στις 4/2/2017 και οι σχετικές ένορκες δηλώσεις επίδοσης επισυνάπτονται ως τεκμήριο Γ στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση.

 

Και, με δεδομένο ότι η επίμαχη απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί εκ μέρους οποιουδήποτε των καθ’ ων η αίτηση εντός της προθεσμίας των 21 ημερών από την επίδοσή της σ’ αυτούς, κατέστη τελική και ως τέτοια μπορεί να εκτελεστεί με τον ίδιο τρόπο που εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις [βλ. το άρθρο 52(4) και (5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 (ανωτέρω)].

 

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ για να καταδείξω το αβάσιμο του υπό εξέταση λόγου ένστασης και την ίδια ώρα, να εξηγήσω για πoιο λόγο οι 4ος και 5ος λόγοι ένστασης δεν έχουν θέση στην υπό κρίση αίτηση.

 

Με το 10ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι αιτητές παρέλειψαν αδικαιολόγητα να προβούν έγκαιρα στη λήψη μέτρων εγγραφής και εκτέλεσης της επίμαχης διαιτητικής απόφασης, ενώ στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, ουδόλως αναφέρονται λόγοι που να δικαιολογούν την υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση. Με τον 11ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η πολυετής αδράνεια και αδιαφορία που επέδειξαν οι αιτητές σε σχέση με την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, είναι τέτοια, που τους στερεί το δικαίωμα να προωθούν την υπό κρίση αίτηση και την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Και οι δυο αυτοί - συναφείς - λόγοι ένστασης, είναι αβάσιμοι.

 

Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται απλώς η εγγραφή της επίμαχης διαιτητικής απόφασης προκειμένου να μπορεί να εκτελεστεί και όχι η εκτέλεσή της για να έχουν θέση οι παραπάνω λόγοι ένστασης. Η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης αποτελεί το πρώτο βήμα. Ακολούθως, σύμφωνα με τη Δ.47 Θ.3  των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας μπορεί να εκτελεστεί ως απόφαση του Δικαστηρίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που την καθιστούν εκτελεστή, που αποτελεί το επόμενο βήμα, εάν οι αιτητές επιθυμούν να προχωρήσουν σε διαδικασία εκτέλεσής της. Τότε είναι που μπορεί να τεθεί θέμα χρόνου έκδοσης της απόφασης. Και τούτο, επειδή σχετικά με εγγραφή διαιτητικής απόφασης δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός [βλ. την ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ (ανωτέρω)].

 

Εν πάση περιπτώσει, οι καθ’ ων η αίτηση που υποβάλλουν τους δυο αυτούς λόγους ένστασης, δεν ισχυρίζονται ότι υπέστησαν - ή θα υποστούν - οποιαδήποτε δικονομική ή ουσιαστική ζημιά ή βλάβη, εξαιτίας του χρόνου που επέλεξαν οι αιτητές να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση.

 

Με τον 7ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν διατηρούσαν ποτέ ουδεμία δανειακή σύμβαση με τους αιτητές και ουδέποτε είχαν οποιαδήποτε δοσοληψία μαζί τους. Με τον 8ο λόγο υποβάλλεται ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προωθούν την παρούσα διαδικασία. Τέλος, με τον 9ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι αιτητές δεν έχουν Locus Standi στην υπό κρίση αίτηση και συνακόλουθα δεν μπορούν να την προωθούν.

 

Συναφώς με τους τρεις αυτούς λόγους ένστασης, η καθ’ ης η αίτηση 2, στην υποστηρικτική της ένστασης, ένορκη δήλωσή της, αναφέρει τα εξής:

 

Οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προωθούν την παρούσα αίτηση, καθώς οι ίδιοι ουδεμία σύμβαση συνήψαν μαζί τους. Ως τη συμβουλεύουν οι δικηγόροι της, οι αιτητές είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι νομιμοποιούνται ενεργητικώς να προωθούν την υπό κρίση αίτηση και ουδένα σχετικό τεκμήριο προσκομίζουν προς τούτο. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί που περιέχονται στις παραγράφους 8 μέχρι 13 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, παρέμειναν  αναπόδεικτοι, ελλείψει προσκόμισης σχετικών τεκμηρίων.

 

Η ενόρκως δηλούσα για τους αιτητές, στις παραγράφους 8 μέχρι 13 της ένορκης δήλωσής της, αναφέρει τα εξής:

 

«8. Το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, με απόφαση της γενικής συνέλευσης και με έγγραφη συμφωνία μετέφερε στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της.

 

9. Η έγγραφη συμφωνία έχει εγγραφεί από τον Έφορο Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών την 21/07/2017 με ημερομηνία ισχύος την 01/07/2017 και η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ διαδέχθηκε εξ ολοκλήρου σε όλα τα δικαιώματα και τις  υποχρεώσεις της το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ.

 

10. Στη συνέχεια η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα με απόφαση της γενικής Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, με ισχύ από την 24/07/2017.

 

11. Η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ μετονομάστηκε σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, από 03/09/2018.

 

12. Η Συνεργατική Εταιρία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ μετονομάστηκε Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λίμιτεδ, από την 07/10/2022.

 

13. Οι Αιτητές επιφυλάσσουν το δικαίωμα τους να προσκομίσουν αποδεικτικά σε σχέση με την ενεργητική νομιμοποίηση τους για τη κίνησης της παρούσας διαδικασίας εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση κατά τη δικάσιμο.»

 

Οι παραπάνω λόγοι ένστασης είναι βάσιμοι. Έχοντας υπόψη ότι η επίμαχη διαιτητική απόφαση εκδόθηκε υπέρ του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ και αιτητές στην παρούσα διαδικασία είναι η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λίμιτεδ και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη, ότι με τους υπό εξέταση λόγους ένστασης, οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν θέμα έλλειψης έννομου συμφέροντος και νομιμοποίησης των αιτητών να προωθούν την υπό κρίση αίτηση, οι τελευταίοι, οι οποίοι έχουν και το βάρος απόδειξης της αίτησης, προκειμένου να το αποσείσουν όφειλαν να προσκομίσουν την κατάλληλη μαρτυρία με την οποία θα τεκμηριώνονταν όλα όσα αναφέρει η ομνύουσα, στις παραγράφους 8 μέχρι 12 (ανωτέρω). Κάτι που δεν έκαναν και οι ακόλουθες θέσεις των δικηγόρων τους σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσής τους, όχι μόνο δεν συμπληρώνουν το σχετικό κενό, αλλά, τυχόν αποδοχή τους, θα ισοδυναμούσε με αντιστροφή του βάρους απόδειξης συναφώς με το θέμα, ως εάν να μην είναι οι αιτητές που έχουν το βάρος να αποδείξουν ότι νομιμοποιούνται στην καταχώρηση και προώθηση της υπό κρίση αίτησης, αλλά, οι καθ’ ων η αίτηση να αποδείξουν το αντίθετο:

 

Τα όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την ενεργητική νομιμοποίηση των αιτητών στο να προωθήσουν την παρούσα αίτηση είναι αβάσιμα, διότι όπως διαφαίνεται μέσα από την επισυνημμένη ένορκη δήλωση των καθ’ ων η αίτηση δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη αντικρουστική μαρτυρία περί τούτου. Μέσω της ένορκης δήλωσης της επίδικης αίτησης αναφέρεται ξεκάθαρα η πορεία που είχε το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ και η νομιμοποίηση που έχει σήμερα η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, ως προς την έγερση και προώθηση της παρούσας αίτησης. Σε περίπτωση δε που οι καθ’ ων η αίτηση επιθυμούσαν να αντικρούσουν τα όσα η ενόρκως δηλούσα αναφέρει στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, τότε είχαν στη διάθεσή τους συγκεκριμένα ένδικα μέσα. Οι γενικοί και αόριστοι λόγοι ένστασης που εγείρουν οι καθ’ ων η αίτηση παρέμειναν ατεκμηρίωτοι και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που μπορεί να προβληθεί στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης. Οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στα πλαίσια γενικής συνέλευσης που αφορούσε τη μεταφορά/συγχώνευση των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων και/ή τις μετονομασίες τους, δημοσιεύονται στον Τύπο.

 

Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ με τους ευπαίδευτους δικηγόρους των αιτητών και θα έλεγα πως, ούτε και οι αιτητές φαίνεται να συμφωνούν μαζί τους. Ότι τα όσα αναφέρει η ενόρκως δηλούσα γι’ αυτούς, στις παραγράφους 8 μέχρι 12 της ένορκης δήλωσής της, για σκοπούς απόδειξης της ύπαρξης του εννόμου συμφέροντος και της ενεργητικής νομιμοποίησής τους να καταχωρήσουν και ακολούθως, προωθήσουν την υπό κρίση αίτηση, δεν αρκούν, έμμεσα, το ομολογούν οι ίδιοι οι αιτητές με όσα αναφέρει η κυρία Γεωργίου στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσής της, τα οποία επαναλαμβάνω. «Οι Αιτητές επιφυλάσσουν το δικαίωμα τους να προσκομίσουν αποδεικτικά σε σχέση με την ενεργητική νομιμοποίηση τους για τη κίνησης της παρούσας διαδικασίας εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση κατά τη δικάσιμο.» 

 

Κανένα τέτοιο αποδεικτικό έχουν προσκομίσει οι αιτητές, παρά μόνο, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους, στις 4/6/2024 που η αίτηση ήταν ορισμένη για οδηγίες, με γραπτό μήνυμά τους ζήτησαν απλώς να οριστεί για ακρόαση η αίτηση, μέσω γραπτών αγορεύσεων. Κι’ όμως, αφ’ ης στιγμής διέθεταν αποδεικτικά στοιχεία - υποθέτω έγγραφα - θα μπορούσαν και όφειλαν να τα προσκομίσουν είτε εξαρχής είτε μετά που οι καθ’ ων η αίτηση αμφισβήτησαν το δικαίωμά τους να καταχωρήσουν και προωθούν την υπό κρίση αίτηση, στο πλαίσιο συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Αυτό, σε εφαρμογή του κανόνα της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας η οποία έγκειται στο επιτακτικό παρουσίασης της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας, που είναι δυνατό να δοθεί κατά τη δίκη προς απόδειξη ή επίρρωση οποιουδήποτε επίδικου ή συναφούς ισχυρισμού (βλ. το σύγγραμμα των Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» (2014), σελ. 490, επ.). Ούτε το ένα μα ούτε και το άλλο έκαναν οι αιτητές και με δεδομένο ότι, ενώ, όπως είναι η θέση τους, για σκοπούς απόδειξης της ύπαρξης του έννομου συμφέροντος και της νομιμοποίησής τους να καταχωρήσουν και προωθήσουν την υπό κρίση αίτηση διαθέτουν και θα μπορούσαν να προσκομίσουν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, εντούτοις, χωρίς να προβάλουν καμιά εξήγηση ή δικαιολογία παρέλειψαν να την προσκομίσουν και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη, ότι, στο σύνολό του το συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας τους αποτελεί ασφαλώς εξ ακοής μαρτυρία, σε εφαρμογή του άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 αποδίδω μηδενική αποδεικτική αξία σ’ αυτό (βλ. τις σελ. 493 και 494 του ίδιου συγγράμματος).

 

Έπεται ότι και οι τρεις υπό εξέταση λόγοι ένστασης είναι βάσιμοι, γεγονός το οποίο διαγράφει και την τύχη της αίτησης η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα δεν βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 και σε βάρος των αιτητών.

 

 

 

                                                                   (Υπ.) …...…………………………

                                                                                          Κ. Κωνσταντίνου, Α.Ε.Δ.

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ-TA

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο