ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ      

Ενώπιον: Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ             

 

            Αρ. Αγωγής 5432/2010

Μεταξύ:

SOBOH PETROLEUM (CYPRUS) LTD, από τη Λεμεσό

                                                                                                                        Εναγόντων

και

1.  Hussein Ali Nasrat Abdallah, από τη Λεμεσό

2.  Ekaterina Masalova, από τη Λεμεσό

3.  Tenlux Trading Ltd, από τη Λεμεσό

4.  Marfin Popular Bank Public Co Ltd,

Εναγομένων

 

Όπως τροποποιήθηκε την 1/11/2013 δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας  30/10/2013 και την 4/12/2013 δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 2/12/2013.

 

Μεταξύ:

SOBOH PETROLEUM (CYPRUS) LTD, από τη Λεμεσό

                                                                                                Εναγόντων

και

  1. Hussein Ali Nasrat Abdallah, από τη Λεμεσό
  2. Ekaterina Masalova, από τη Λεμεσό
  3. Tenlux Trading Ltd, από τη Λεμεσό
  4. Marfin Popular Bank Public Co Ltd
  5. Crownhill Investments Ltd Inc., από Apartado 6-4298, Estafeta El Dorado, Panama City, Republic of Panama.
  6. Glencore Energy UK Ltd, από 50 Berkeley Street, West Central, W1J 8HD, London, United Kingdom.
  7. Tarek Barbir, από [ ] 17, [ ], [ ], [ ], London, United Kingdom
  8. Oakridge Consultancy Limited από Van Der Pool Plaza, 2nd Floor, Wickmans Cay Road Town Tortola, British Virgin Islands.                  

Εναγομένων

 

Και όπως τροποποιήθηκε την 10/11/2014 δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 7/11/2014.

 

Μεταξύ:

Επίσημου Παραλήπτη ως Προσωρινού Εκκαθαριστή των Εναγόντων SOBOH PETROLEUM (CYPRUS) LTD, από τη Λεμεσό

                                                                                                            Εναγόντων

και

 

  1. Hussein Ali Nasrat Abdallah, από τη Λεμεσό
  2. Ekaterina Masalova, από τη Λεμεσό
  3. Tenlux Trading Ltd, από τη Λεμεσό
  4. Marfin Popular Bank Public Co Ltd
  5. Crownhill Investments Ltd Inc., από Apartado 6-4298, Estafeta El Dorado, Panama City, Republic of Panama.
  6. Glencore Energy UK Ltd, από 50 Berkeley Street, West Central, W1J 8HD, London, United Kingdom.
  7. Tarek Barbir, από [ ] 17, [ ], [ ], [ ], London, United Kingdom
  8. Oakridge Consultancy Limited από Van Der Pool Plaza, 2nd Floor, Wickmans Cay Road Town Tortola, British Virgin Islands.                  

Εναγομένων

 

Και όπως τροποποιήθηκε την 2/5/2017 δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 28/4/2017.

Μεταξύ:

              Χριστάκη Ιακωβίδη, υπό την ιδιότητα του ως Εκκαθαριστή των Εναγόντων Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd»

                                                                                                            Εναγόντων

και

  1. Hussein Ali Nasrat Abdallah, από τη Λεμεσό
  2. Ekaterina Masalova, από τη Λεμεσό
  3. Tenlux Trading Ltd, από τη Λεμεσό
  4. Marfin Popular Bank Public Co Ltd
  5. Crownhill Investments Ltd Inc., από Apartado 6-4298, Estafeta El Dorado, Panama City, Republic of Panama.
  6. Glencore Energy UK Ltd, από 50 Berkeley Street, West Central, W1J 8HD, London, United Kingdom.
  7. Tarek Barbir, από [ ] 17, [ ], [ ], [ ], London, United Kingdom
  8. Oakridge Consultancy Limited από Van Der Pool Plaza, 2nd Floor, Wickmans Cay Road Town Tortola, British Virgin Islands.                  

Εναγομένων

 

Και όπως τροποποιήθηκε την 07/03/2023 δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23/02/2023.

 

Μεταξύ:

Χριστάκη Ιακωβίδη, υπό την ιδιότητα του ως Εκκαθαριστή των Εναγόντων Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd

                                                                                                            Εναγόντων

και

1.      Hussein Ali Nasrat Abdallah, από τη Λεμεσό

2.      Ekaterina Masalova, από τη Λεμεσό

3.      Tenlux Trading Ltd, από τη Λεμεσό

4.      Αυγουστίνος Παπαθωμά υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστής της Εταιρείας CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD (HE 1)

5.      Crownhill Investments Ltd Inc., από Apartado 6-4298, Estafeta El Dorado, Panama City, Republic of Panama.

6.      Glencore Energy UK Ltd, από 50 Berkeley Street, West Central, W1J 8HD,   London,United Kingdom.

7.      Tarek Barbir, από [ ] 17, [ ], [ ], [ ], London, United Kingdom

8.      Oakridge Consultancy Limited από Van Der Pool Plaza, 2nd Floor, Wickmans Cay Road Town Tortola, British Virgin Islands.   

                                                                                                                        Εναγομένων

 

24 Ιουλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Δ. Αραούζος με κα Μ. Πίττα για CHRYSSES DEMETRIADES & CO. LLC

Για Εναγόμενο 1: κ. Κυπρίζογλου

Για Εναγόμενη 3: Καμία εμφάνιση

 

                                               Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η εταιρεία Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd (στο εξής η «εταιρεία») καθ’ όλον τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο ασχολούνταν με το εμπόριο πετρελαϊκών προϊόντων. Η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση δυνάμει δικαστικού διατάγματος και εκκαθαριστής της είναι ο Ενάγων.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Εναγόμενος 1 ήταν υπάλληλος της εταιρείας και μεταξύ των ετών 2006 – 2010 συνωμότησε με την Εναγόμενη 3 και με τους πρώην Εναγόμενους 2 και 5 – 8, προκειμένου να εξαπατήσουν την εταιρεία και να προκαλέσουν ζημιά στην τελευταία διοχετεύοντας ποσά πέραν του US$1.438.953 σε λογαριασμούς της Εναγόμενης 3.

 

Οι Εναγόμενοι 1 και 3 στα δικόγραφα των Υπερασπίσεών τους αρνούνται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα και ειδικότερα, ότι συνωμότησαν μεταξύ τους και/ή με άλλα πρόσωπα προς εξαπάτηση και πρόκληση ζημιάς στην εταιρεία.

 

Σημειώνεται, ότι η αγωγή στρεφόταν αρχικά εναντίον οκτώ Εναγομένων. Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, για λόγους που εμφαίνονται στον δικαστηριακό φάκελο, εκκρεμούσε μόνο εναντίον των Εναγομένων 1, 3 και 4. Ακολούθως, και ενώ η ακροαματική διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη, αποσύρθηκε εναντίον του Εναγόμενου 4, με αποτέλεσμα η παρούσα απόφαση να αφορά τους Εναγόμενους 1 και 3. Όσον αφορά την Εναγόμενη 3, δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των διορισμένων δικηγόρων της, παρά την ενημέρωση που δόθηκε σε αυτούς για τον προγραμματισμό της υπόθεσης για ακρόαση.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν, μέσω των εμπεριστατωμένων αγορεύσεών τους, την επιχειρηματολογία τους. Οι τελικές αγορεύσεις των συνηγόρων έχουν μελετηθεί και ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους. Ειδική αναφορά σε αυτές θα γίνει πιο κάτω, όπου αυτό κριθεί σκόπιμο.

 

 

Μαρτυρία

Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να παραθέσω το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ 35).

 

Ο Μ.Ε.1 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης, η οποία κατατέθηκε ως Δέσμη Εγγράφου Γ.

 

Είναι ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας, η οποία κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.12.2013 τέθηκε σε εκκαθάριση.

 

Μέσα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εταιρείας στο εμπόριο πετρελαϊκών προϊόντων, η τελευταία κατάρτισε συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών με τις εταιρείες Crownhill Investments Ltd Inc. και Glencore Energy UK Ltd (πρώην Εναγόμενες 5 και 6 αντίστοιχα) για πώληση πετρελαϊκών προϊόντων στη Συρία και την Τυνησία. Η πρώτη συμφωνία διαμοιρασμού κερδών συνομολογήθηκε στις 26.07.2006 με την πρώην Εναγόμενη 5 και αφορούσε την προμήθεια πετρελαίου εσωτερικής καύσης στη Συρία (Τεκμήριο 7). Οι υπόλοιπες δύο συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών συνομολογήθηκαν με την πρώην Εναγόμενη 6 στις 13.08.2007 και 30.01.2009 αντίστοιχα (Τεκμήρια 8 και 9). Στη βάση των προαναφερόμενων συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών, τα κέρδη που θα πραγματοποιούνταν από τις πωλήσεις πετρελαϊκών προϊόντων θα μοιράζονταν μεταξύ της εταιρείας και των πρώην Εναγομένων 5 και 6.

 

Ο Eναγόμενος 1 ήταν υπάλληλος της εταιρείας και συγκεκριμένα κατείχε τη θέση του εμπορικού διευθυντή. Υπό αυτή την ιδιότητα εκπροσωπούσε την εταιρεία στο πλαίσιο των πιο πάνω συμφωνιών και ειδικότερα διαπραγματευόταν με τον πρώην Εναγόμενο 7, ο οποίος με τη σειρά του εκπροσωπούσε τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, την αγορά και πώληση πετρελαϊκών προϊόντων και ειδικότερα τον καθορισμό της τιμής αγοράς και πώλησης.

Ο Εναγόμενος 1 συνωμοτώντας με τους πρώην Εναγόμενους 2, 5 – 7 και την Εναγόμενη 3 διοχέτευσε προς την τελευταία χρηματικά ποσά τα οποία οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 όφειλαν να καταβάλουν στην εταιρεία στη βάση των τριών επίδικων συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Ειδικότερα, ο Εναγόμενος 1, σε συνεργασία με τον πρώην Εναγόμενο 7, δεν απέδιδαν στην εταιρεία τα κέρδη που της αναλογούσαν στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Το συνωμοτικό σχέδιο περιελάμβανε την έκδοση εικονικών τιμολογίων της Εναγόμενης 3 προς την Glencore International AG ή την πρώην Εναγόμενη 6. Οι πιο πάνω αναφερόμενες εταιρείες, όπως και η πρώην Εναγόμενη 5, ανήκουν στον Όμιλο Glencore. Τα τιμολόγια της Εναγόμενης 3 εκδίδονταν στη βάση δήθεν αμοιβών για υπηρεσίες αντιπροσώπευσης ή και χωρίς καθόλου προσδιορισμό αιτιολογίας.

 

Οι πραγματικοί δικαιούχοι της Εναγόμενης 3 είναι ο Εναγόμενος 1 και η πρώην Εναγόμενη 2, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η σύζυγός του. Συγκεκριμένα, η πρώην Εναγόμενη 2 υπήρξε διευθύντρια και μέτοχος της Εναγόμενης 3, ως επίσης και το πρόσωπο που υπέβαλε αίτημα για το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών της Εναγόμενης 3 στη Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής η «Λαϊκή»). Επιπροσθέτως, η πρώην Εναγόμενη 2 ήταν το πρόσωπο που είχε το δικαίωμα υπογραφής σε σχέση με τους λογαριασμούς που η Εναγόμενη 3 διατηρούσε στη Λαϊκή.

 

Η πρώην Εναγόμενη 6, αποκάλυψε έγγραφα 16 πληρωμών (Τεκμήρια 12 – 27) που διενεργήθηκαν προς την Εναγόμενη 3. Στα Τεκμήρια 12 – 27 περιλαμβάνονται εικονικά τιμολόγια της Εναγόμενης 3 τα οποία συμποσούνται στο ποσό των  US$887.000. Οι πληρωμές προς την Εναγόμενη 3 έγιναν από τις εταιρείες Glencore International AG και M+M Finance Company Ltd, οι οποίες ανήκουν στον Όμιλο Glencore και ανέρχονται στο συνολικό ποσό των US$715.700.

 

Περαιτέρω, ο διευθυντής της πρώην Εναγόμενης 6 με επιστολή του προς την εταιρεία (Τεκμήριο 11) δήλωσε, ότι οι πληρωμές που διενεργήθηκαν προς την

Εναγόμενη 3 έγιναν στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών και ενόψει των παραστάσεων του Εναγόμενου 1 ότι οι εν λόγω πληρωμές ήταν εν γνώσει της εταιρείας και με τη σύμφωνη γνώμη της. Παρά το ότι η πρώην Εναγόμενη 6 υπέδειξε ως μοναδικό υπεύθυνο τον Εναγόμενο 1, εντούτοις, πρότεινε άνευ βλάβης και χωρίς ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης, όπως καταβάλει στην εταιρεία το 50% των συνολικών πληρωμών που έγιναν στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών προς την Εναγόμενη 3, ήτοι το ποσό των US$678.476,91, από το συνολικό ποσό των US$1.356.953,83.

 

Παράλληλα, η Λαϊκή, στο πλαίσιο αποκάλυψης εγγράφων, αποκάλυψε 7 τραπεζικούς λογαριασμούς (Τεκμήρια 28 ‑ 34) που διατηρούσε η Εναγόμενη 3 μαζί της. Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 28 διενεργήθηκαν, κατά την περίοδο 2006 – 2010, πληρωμές από τον Όμιλο Glencore προς τον συγκεκριμένο λογαριασμό της Εναγόμενης 3.

 

Η εταιρεία ουδέποτε συμβλήθηκε με την Εναγόμενη 3 για την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών από την τελευταία προς την εταιρεία, ούτε και εξουσιοδοτήθηκε να αποδέχεται οποιεσδήποτε πληρωμές σε δικούς της τραπεζικούς λογαριασμούς προς όφελος της εταιρείας στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6. Οι πρώην Εναγόμενοι 5 - 7 και γενικότερα οι εταιρείες του Ομίλου Glencore, γνώριζαν το συνωμοτικό σχέδιο και συμμετείχαν σε αυτό, αφού δεν υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιαδήποτε νόμιμη συμφωνία ή συναλλαγή μεταξύ εταιρειών του Ομίλου Glencore και της Εναγόμενης 3 που να δικαιολογεί τις πληρωμές που έγιναν προς την τελευταία.

 

Ζητήθηκε κατ' επανάληψη από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, όπως προμηθεύσουν την εταιρεία με κατάσταση στην οποία να παρουσιάζεται πλήρης εικόνα για όλα τα έσοδα που έλαβαν στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Υπήρξε απροθυμία εκ μέρους των πρώην Εναγομένων 5 και 6, με τη δικαιολογία ότι η διανομή κερδών δεν γινόταν στη βάση του 50:50, αλλά η κάθε περίπτωση αποτελούσε ξεχωριστό αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ αφενός του Εναγόμενου 1 εκ μέρους της εταιρείας και αφετέρου του πρώην Εναγόμενου 7 εκ μέρους των πρώην Εναγομένων 5 και 6. Ο Εναγόμενος 1, ωστόσο, δεν είχε εξουσιοδότηση για να διαπραγματεύεται τα κέρδη που αναλογούσαν στην εταιρεία σε οποιανδήποτε άλλη βάση εκτός του 50:50.

 

Πέραν του συνωμοτικού σχεδίου που αφορούσε τις συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών, ο Εναγόμενος 1 συνωμότησε προς ζημιά της εταιρείας και με την πρώην Εναγόμενη 8. Συγκεκριμένα, μετά την αποχώρηση του πρώην Εναγόμενου 7 από τον Όμιλο Glencore, ο Εναγόμενος 1 εισηγήθηκε τη χρησιμοποίηση της πρώην Εναγόμενης 8, η οποία ιδρύθηκε από τον πρώην Εναγόμενο 7, ως μεσάζοντα στην εμπορία πετρελαϊκών προϊόντων. Οι διαπραγματεύσεις εκ μέρους της εταιρείας έγιναν από τον Εναγόμενο 1 και η εταιρεία συμφώνησε, όπως για κάθε μετρικό τόνο φορτίου πετρελαίου που θα πωλούνταν στην εταιρεία με τη διαμεσολάβηση της πρώην Εναγόμενης 8, η τελευταία θα πληρωνόταν το ποσό των US$0,50 ανά μετρικό τόνο.

 

Μέσα στο πλαίσιο της πιο πάνω συμφωνίας, η εταιρεία πλήρωσε τιμολόγια που εξέδωσε η πρώην Εναγόμενη 8 συνολικού ύψους US$151.024,50. Στην πορεία, ωστόσο, φάνηκε ότι η τιμή των US$0,50 ανά μετρικό τόνο προοριζόταν για να καλύψει μυστικές προμήθειες και δωροδοκίες προς τον Εναγόμενο 1, οι οποίες θα καταβάλλονταν σε αυτόν μέσω της Εναγόμενης 3. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 28, κατά την περίοδο Μαΐου 2010 ‑ Σεπτεμβρίου 2010, σε χρόνο δηλαδή κατά τον οποίον ο Εναγόμενος 1 εργοδοτούνταν στην εταιρεία, έγιναν από την πρώην Εναγόμενη 8 εμβάσματα στον εν λόγω λογαριασμό της Εναγόμενης 3 για το συνολικό ποσό των US$82.000.

 

Τον Οκτώβριο του 2010 σε συνάντηση που είχε ο Μ.Ε.1 με τον πατέρα του και τον Εναγόμενο 1, ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι λάμβανε μυστικά πληρωμές από εταιρείες του Ομίλου Glencore, καθώς και από την πρώην Εναγόμενη 8. Μάλιστα, ο Εναγόμενος 1, ετοίμασε και παρέδωσε στον Μ.Ε.1 και τον πατέρα του σχετική κατάσταση (Τεκμήριο 46) στην οποία παρουσιάζονται ορισμένες πληρωμές που έλαβε ως δωροδοκίες.

 

Στη διά ζώσης μαρτυρία του ανέφερε, ότι οι συμφωνίες με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 διαχωρίζονται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά το φυσικό εμπόριο και το δεύτερο τη μεγιστοποίηση του εμπορικού κέρδους. Στο πρώτο σκέλος δεν υπήρχε περιθώριο οποιουδήποτε λάθους. Για το δεύτερο, όμως, σκέλος υπεύθυνες ήταν οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 και σε αυτήν τη διαδικασία την εταιρεία εκπροσωπούσε μόνο ο Εναγόμενος 1. Η εταιρεία δεν είχε οποιονδήποτε έλεγχο στη διεργασία μεγιστοποίησης κέρδους. Ο Εναγόμενος 1 ήταν αυτός ο οποίος ενημέρωνε την εταιρεία για το κέρδος που αναλογούσε σε κάθε συγκεκριμένη αποστολή προϊόντων και στη βάση αυτής της πληροφόρησης δίδονταν οδηγίες στους λογιστές της εταιρείας όπως εκδώσουν σχετικά τιμολόγια για κάθε συγκεκριμένη αποστολή.

 

Αντεξεταζόμενος από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγόμενου 1, δήλωσε, ότι η μεγιστοποίηση κέρδους συνδέεται πάντοτε με μια αποστολή προϊόντων, η οποία αποτελεί το φυσικό εμπόριο. Η εμπλοκή του Εναγόμενου 1 αφορούσε τη συμμετοχή του στη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους, στην οποία αντιπροσώπευε την εταιρεία.

 

Κληθείς να παρουσιάσει στοιχεία που αφορούν τη διενέργεια φυσικού εμπορίου και διασυνδέονται ακολούθως με τη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους, ο Μ.Ε.1 απάντησε ότι ως προς το φυσικό εμπόριο δεν υπάρχει οποιοδήποτε παράπονο υπεξαίρεσης ποσού. Όσον αφορά τη μεγιστοποίηση κέρδους, από τα στοιχεία που παραδόθηκαν από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, επιβεβαιώθηκε ότι εταιρείες του Ομίλου Glencore πλήρωσαν σε λογαριασμό της Εναγόμενης 3 ποσά στη βάση των επίδικων συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών (Τεκμήρια 7 – 9). Ο Εναγόμενος 1 ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε να μεταφέρει χρήματα εκτός της εταιρείας. Καταχράστηκε τη θέση του στην εταιρεία και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του ο Μ.Ε.2. Η δημιουργία της Εναγόμενης 3 έγινε με σκοπό να διοχετεύονται σε αυτήν χρήματα, τα οποία ο Εναγόμενος 1 και η πρώην σύζυγος του έκλεβαν από την εταιρεία. 

 

Στην υποβληθείσα θέση του κ. Κυπρίζογλου, ότι δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να καταδεικνύει παράνομη εμπλοκή του Εναγόμενου 1 στη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους, ο Μ.Ε.1 παρέπεμψε στο Τεκμήριο 11, καθώς και στην επιστολή υπ' αριθμόν 4 της δέσμης Τεκμηρίου 37. Στις εν λόγω επιστολές ο διευθυντής της πρώην Εναγόμενης 6 δήλωσε, ότι με υπόδειξη του Εναγόμενου 1 διενεργήθηκαν πληρωμές σε λογαριασμό της Εναγόμενης 3 στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Η εταιρεία εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να μην γνωρίζει επακριβώς το 50% του κέρδους που της αναλογούσε στη βάση των προαναφερόμενων συμφωνιών, καθώς μόνο ο Εναγόμενος 1 και οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 γνωρίζουν αυτήν την πληροφόρηση.

 

Διαφώνησε με τις υποβληθείσες θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου 1, ότι από το σύνολο των Τεκμηρίων που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει η κατάχρηση οποιουδήποτε ποσού εκ μέρους του Εναγόμενου 1, καθώς και ότι η όλη υπόθεση στηρίζεται σε μαρτυρίες τρίτων προσώπων. Περαιτέρω, δήλωσε ότι κατατέθηκαν χρήματα στους λογαριασμούς της Εναγόμενης 3 τα οποία οφείλονταν στην εταιρεία. Επιπροσθέτως, ο Εναγόμενος 1 ομολόγησε στην παρουσία του την κλοπή χρημάτων που ανήκαν στην εταιρεία.

 

Κατά την επανεξέτασή του διευκρίνισε, ότι για την κάθε αποστολή προϊόντων, δηλαδή τη διενέργεια φυσικού εμπορίου, υπήρχε ξεχωριστή διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους. Με άλλα λόγια, δεν μπορούσε να υπάρξει μεγιστοποίηση κέρδους αν προηγουμένως δεν διενεργούνταν το φυσικό εμπόριο. Ωστόσο, το φυσικό εμπόριο και η μεγιστοποίηση κέρδους αποτελούν δύο ξεχωριστά συμβόλαια.

Ο Μ.Ε.2 υιοθέτησε το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης (Δέσμη Εγγράφου Δ) ως την κυρίως εξέτασή του. Δήλωσε, ανάμεσα σε άλλα, ότι είναι ένας εκ των διευθυντών, καθώς και ο ιδιοκτήτης της εταιρείας. Γνωρίζει τον Εναγόμενο 1 για αρκετά χρόνια, αφού ξεκίνησε να εργάζεται στον Όμιλο εταιρειών Soboh από το 1996. Ο Εναγόμενος 1 ήταν εμπορικός διευθυντής της εταιρείας και στα κύρια καθήκοντά του περιλαμβανόταν η διαπραγμάτευση της αγοράς και πώλησης πετρελαϊκών προϊόντων από και προς την εταιρεία. Υπήρχε απεριόριστη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Εναγόμενου 1.

 

Οι τρεις επίμαχες συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών καταρτίστηκαν με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 κατόπιν σύστασης του Εναγόμενου 1 και προέβλεπαν έναν διαφορετικό τρόπο συνεργασίας. Ο διαφορετικός τρόπος συνεργασίας αφορούσε τη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους μέσω προθεσμιακών συναλλαγών, αντιστάθμισης κινδύνου και άλλων μέσων τα οποία οι εταιρείες του Ομίλου Glencore είχαν τη δυνατότητα και ικανότητα να εφαρμόσουν. Ο Εναγόμενος 1 παρουσίασε την πιο πάνω διαδικασία ως μια καλή ευκαιρία αποκόμισης περισσότερων κερδών. Ως εκ τούτου, καταρτίστηκαν οι εν λόγω συμφωνίες μέσω των οποίων τόσο η εταιρεία, όσο και οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6, θα είχαν αμοιβαίο όφελος, αφού η εταιρεία διατηρούσε επαφές με τη Συρία και την Τυνησία, ενώ ο Όμιλος Glencore, στον οποίο ανήκουν οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6, διέθετε τις δεξιότητες και τα εφόδια για την εφαρμογή της διαδικασίας μεγιστοποίησης κέρδους.

 

Το φυσικό εμπόριο είναι το εμπόριο προϊόντων πετρελαίου από έναν προορισμό σε άλλο. Στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 θα πωλούσαν πετρέλαιο στην εταιρεία, η οποία ακολούθως θα πωλούσε την ίδια ποσότητα πετρελαίου στη Συρία ή την Τυνησία. Στο πλαίσιο, δηλαδή, του φυσικού εμπορίου υπήρχαν δύο συμβάσεις. Η μια σύμβαση ήταν μεταξύ της εταιρείας και των πρώην Εναγομένων 5 ή 6 αναλόγως του προορισμού προς τον οποίον θα πωλούνταν το πετρέλαιο. Η δεύτερη σύμβαση ήταν μεταξύ της εταιρείας και των κυβερνήσεων της Συρίας ή της Τυνησίας. Οι τελευταίες ήταν συμβεβλημένες μόνο με την εταιρεία. Η εταιρεία και οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 θα συναλλάσσονταν σε ισότιμη βάση, υπό την έννοια ότι κανένα από τα δύο μέρη δεν θα απεκόμιζε κέρδος από τις δύο προαναφερόμενες ξεχωριστές συναλλαγές.

 

Το κέρδος θα προέκυπτε μέσα από τη διαδικασία της μεγιστοποίησης. Συγκεκριμένα, για να πωλήσουν οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 πετρέλαιο στην εταιρεία, η οποία με τη σειρά της θα το πωλούσε στις κυβερνήσεις της Συρίας και της Τυνησίας, θα έπρεπε προηγουμένως να αγοράσουν από κάπου αυτό το πετρέλαιο. Σε αυτό το στάδιο υπεισέρχεται η διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους. Ουσιαστικά οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 εμπορεύονταν «στα χαρτιά». Ήταν ένα είδος κερδοσκοπίας έναντι της οποίας αντιστάθμιζαν σχετικούς κινδύνους. Εάν μέσα από αυτήν τη διαδικασία προέκυπτε κέρδος, τότε αυτό το κέρδος θα έπρεπε να μοιραστεί ισόποσα με την εταιρεία στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Στη διαδικασία της μεγιστοποίησης κέρδους η εταιρεία δεν ασκούσε οποιονδήποτε έλεγχο και στηριζόταν αποκλειστικά στις ενέργειες των πρώην Εναγομένων 5 και 6.

 

Σε όσες περιπτώσεις προέκυπτε κέρδος μέσα από την πιο πάνω διαδικασία, η εταιρεία εξέδιδε με οδηγίες του Εναγόμενου 1 τιμολόγιο. Μόνο οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 γνώριζαν το ποσό που θα έπρεπε να αποδοθεί στην εταιρεία ως κέρδος και ήταν καθήκον του Εναγόμενου 1 να βεβαιωθεί ότι αποδιδόταν σωστά το 50% του κέρδους που προέκυπτε από κάθε συναλλαγή.

 

Το συνδυασμένο αποτέλεσμα του φυσικού εμπορίου και της διαδικασίας μεγιστοποίησης κέρδους συμπεριλάμβανε την έκδοση των ακόλουθων τριών τιμολογίων: (i) Τιμολόγιο από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 προς την εταιρεία για την πώληση πετρελαίου. (ii) Τιμολόγιο της εταιρείας προς τις κυβερνήσεις της Συρίας ή της Τυνησίας για την πώληση του πετρελαίου που προηγουμένως αγόραζε από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6. (iii) Τιμολόγιο της εταιρείας προς τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 για το κέρδος από την εξισορροπητική κερδοσκοπία. 

 

Περί τα μέσα του 2010 διαπίστωσε ότι ο τρόπος ζωής του Εναγόμενου 1 δεν ήταν ανάλογος των εισοδημάτων του και γενικότερα του οικονομικού του υποβάθρου. Ζήτησε από τον Εναγόμενο 1 να του δώσει εξηγήσεις για τον τρόπο ζωής του και σε συνάντηση που είχε μαζί του τον Οκτώβρη του 2010 στην παρουσία του Μ.Ε.1, ο Εναγόμενος 1 ομολόγησε ότι λάμβανε μυστικά χρήματα από το 2006 από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, την πρώην Εναγόμενη 8, καθώς και από άλλες εταιρείες. Σε αυτήν τη συνάντηση, ο Εναγόμενος 1 παρέδωσε κατάσταση λογαριασμού που ο ίδιος ετοίμασε (Τεκμήριο 46). Ο Εναγόμενος 1 προσφέρθηκε να αποπληρώσει το ποσό των US$900.000 περίπου.

 

Λίγες μέρες μετά την προαναφερόμενη συνάντηση, ο Εναγόμενος 1, για να απαλλάξει την πρώην Εναγόμενη 2 από τις απατηλές πράξεις που διενήργησαν, παρέδωσε στον Μ.Ε.2 το Τεκμήριο 62 το οποίο φέρει ημερομηνία 08.11.2006.

 

Σε συνάντηση που είχε στις 11.01.2011 στο Λονδίνο με τον διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6, ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι οι πληρωμές προς την Εναγόμενη 3 εγκρίθηκαν από τον ίδιο. Περαιτέρω, ανέφερε ότι οι πληρωμές προς την Εναγόμενη 3 έγιναν στο πλαίσιο των επίμαχων συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών και κατόπιν οδηγιών του Εναγόμενου 1.

 

Η Εναγόμενη 3 δεν είχε οποιαδήποτε συμβατική σχέση με την εταιρεία. Όλα τα χρήματα τα οποία καταβλήθηκαν στην Εναγόμενη 3, θα έπρεπε κανονικά να είχαν πληρωθεί στην εταιρεία. Μέχρι και σήμερα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πόσα ακόμα περισσότερα χρήματα θα έπρεπε να πληρωθούν στην εταιρεία στη βάση των Τεκμηρίων 7 – 9, αφού οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 δεν ήταν πρόθυμες να συνεργαστούν και να αποκαλύψουν πλήρως τα ποσά τα οποία θα έπρεπε να καταβληθούν στη βάση των πιο πάνω συμφωνιών.

 

Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι υπάρχουν έγγραφα που αποδεικνύουν τη διεξαγωγή φυσικού εμπορίου και τα οποία θα προσκομιστούν στο Δικαστήριο από υπάλληλο της εταιρείας.

 

Στην υποβολή του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου 1, ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε Τεκμήριο το οποίο να υποστηρίζει ότι ο πελάτης του έκλεψε ή με οποιονδήποτε τρόπο αποστέρησε από την εταιρεία οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, ο Μ.Ε.2 παρέπεμψε στη συνάντηση που είχε με τον Εναγόμενο 1. Στην εν λόγω συνάντηση ο τελευταίος παραδέχθηκε ότι έκλεψε ένα ποσό της τάξης των  US$900.000 ‑ 950.000. Επίσης, σε αυτήν τη συνάντηση, πληροφορήθηκε από τον Εναγόμενο 1 για πρώτη φορά την ύπαρξη της Εναγόμενης 3, καθώς και ότι η πρώην Εναγόμενη 2 είναι η ιδιοκτήτρια της Εναγόμενης 3. Μάλιστα, στην επισήμανση του προς τον Εναγόμενο 1, ότι, με αυτά τα δεδομένα, συμμετείχε και η πρώην Εναγόμενη 2 στην απάτη που διενεργήθηκε εναντίον της εταιρείας, ο Εναγόμενος 1 απάντησε ότι ουδεμία σχέση είχε η πρώην Εναγόμενη 2. Προκειμένου δε να τον πείσει για το ότι δεν φέρει ευθύνη η πρώην Εναγόμενη 2, τού παρέδωσε έγγραφο υπογραμμένο το 2006 (Τεκμήριο 62) με το οποίο ο Εναγόμενος 1 αναλάμβανε έναντι της πρώην Εναγόμενης 2 οποιανδήποτε ευθύνη μπορούσε να προκύψει σε σχέση με την Εναγόμενη 3. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 1 παρέδωσε κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 46) στην οποία καταγράφονται ποσά που καταχράστηκε από την εταιρεία μέσω της Εναγόμενης 3. Τα ποσά που καταγράφονται στο Τεκμήριο 46 επιβεβαιώθηκαν και μέσω των καταστάσεων λογαριασμού της Λαϊκής.

 

Αρνήθηκε την υποβληθείσα θέση, ότι ο Εναγόμενος 1 ουδέποτε παραδέχθηκε την κλοπή οποιουδήποτε ποσού από την εταιρεία. Τόνισε, ότι τόσο την κατάσταση ‑ Τεκμήριο 46, όσο και τη δήλωση ‑ Τεκμήριο 62, τα παρέδωσε σε αυτόν ο Εναγόμενος 1 παραδεχόμενος την κλοπή που διενήργησε. Επιπροσθέτως, ο διευθυντής της πρώην Εναγόμενης 6 επιβεβαίωσε ότι κατέβαλε στην Εναγόμενη 3 ποσό περί των US$1.300.000 δυνάμει των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών (Τεκμήρια 7 – 9) και κατόπιν οδηγιών του Εναγόμενου 1.

 

Τέλος, αρνήθηκε τη θέση του κ. Κυπρίζογλου, ότι ουδέποτε λέχθηκαν από τον διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6 όσα καταγράφει στη γραπτή δήλωσή του ‑ Δέσμη Εγγράφου Δ.

 

Ο Μ.Ε.3 εργάζεται στο γραφείο του εκκαθαριστή της Λαϊκής. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 67 αντίγραφα των καταστάσεων λογαριασμού με αριθμό [              ]. Ο εν λόγω λογαριασμός ανήκει σε κάποιο φυσικό πρόσωπο με το όνομα Γ. Α. Α.

 

Στον πιο πάνω λογαριασμό εμφανίζεται στις 17.04.2008 πίστωση εκ ποσού €18.655,51 με αναφορά «Glencore Interna». Την ίδια μέρα, δηλαδή στις 17.04.2008, υπήρξε αντίστοιχη χρέωση με το εν λόγω ποσό, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αυτό αντιλογίστηκε και επιστράφηκε στον αποστολέα του εμβάσματος. Το ποσό των €18.655,51 αντιστοιχούσε σε ποσό US$30.000 στη βάση της ισοτιμίας που ίσχυε κατά την υπό αναφορά περίοδο.

 

Αντιλογισμός γίνεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, μετά από έλεγχο, διαπιστώνεται ότι οι οδηγίες που λήφθηκαν από την τράπεζα για τη διενέργεια του εμβάσματος δεν ταιριάζουν. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο αριθμός λογαριασμού είναι λανθασμένος ή όταν το όνομα του δικαιούχου είναι διαφορετικό.

 

Υποδείχθηκε στον μάρτυρα το Τεκμήριο 17 και ερωτώμενος κατά πόσο θα μπορούσε το εν λόγω Τεκμήριο να αποτελέσει περίπτωση αντιλογισμού, απάντησε θετικά. Επεξήγησε, ότι στη βάση του Τεκμηρίου 17 δικαιούχος του εμβάσματος ήταν η Εναγόμενη 3, όμως ο αριθμός λογαριασμού που αναγράφεται στο Τεκμήριο 17, ο οποίος αντιστοιχεί στο Τεκμήριο 67, δεν ανήκει στην Εναγόμενη 3 αλλά σε διαφορετικό πρόσωπο. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση θα συνέβαινε αυτό το οποίο έγινε στις 17.04.2008 με το ποσό των €18.655,51. Δηλαδή, όταν μετά τον έλεγχο που θα γινόταν από την τράπεζα, θα διαπιστωνόταν ότι ο υπό αναφορά λογαριασμός δεν ανήκει στην Εναγόμενη 3, τότε, το έμβασμα θα αντιλογιζόταν και τα χρήματα θα επιστρέφονταν στον αποστολέα.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι, εξ όσων θυμάται, δεν διαπίστωσε τη μεταφορά οποιουδήποτε χρηματικού ποσού από τον λογαριασμό – Τεκμήριο 67 προς όφελος του Εναγόμενου 1.

 

Ο Μ.Ε.4 υιοθέτησε ως την κυρίως εξέτασή του το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσής του ‑ Έγγραφο Ε. Σε αυτήν δήλωσε, ανάμεσα σε άλλα, ότι εργαζόταν στην εταιρεία από τις αρχές του 2008 και στα καθήκοντά του ανήκε, μεταξύ άλλων, η παρακολούθηση της διαδικασίας πληρωμής και εκκαθάρισης των αγορών φορτίων πετρελαίου μεταξύ της εταιρείας και των πρώην Εναγομένων 5 και 6.

 

Η διαδικασία που ακολουθείτο σε σχέση με την αγορά φορτίων πετρελαίου από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 και την εν συνεχεία μεταπώληση τους από την εταιρεία στις κυβερνήσεις της Συρίας και Τυνησίας ήταν η ακόλουθη:

 

·         Αποδοχή προσφοράς της εταιρείας από τη Συριακή ή Τυνησιακή κυβέρνηση για την αγορά καθορισμένης ποσότητας πετρελαίου σε τιμή η οποία θα καθοριζόταν από τη μέση τιμή των τριών ημερήσιων τιμών που δημοσιεύονταν στο Platt's European Marketscan FOB Med Italy, πλέον premium US$8.65/ανά μετρικό τόνο. Οι τρεις ημερήσιες τιμές ήταν, η τιμή κατά την ημερομηνία της φορτωτικής, η τιμή κατά την προηγούμενη ημερομηνία της φορτωτικής και η τιμή κατά την επόμενη μέρα της φορτωτικής.

·         Υπογραφή συμβολαίου μεταξύ της εταιρείας και της Συριακής ή Τυνησιακής κυβέρνησης.

·         Συμφωνία αγοράς της αντίστοιχης ποσότητας πετρελαίου μεταξύ της εταιρείας και των πρώην Εναγομένων 5 ή 6.

·         Έκδοση τραπεζικής πιστωτικής επιστολής εκ μέρους της Συριακής ή Τυνησιακής κυβέρνησης προς όφελος της εταιρείας.

·         Αντίστοιχη έκδοση τραπεζικής πιστωτικής επιστολής εκ μέρους της εταιρείας προς την πρώην Εναγόμενη 5 ή 6.

·         Έκδοση φορτωτικής με την οποία βεβαιωνόταν η ποσότητα πετρελαίου η οποία φορτώθηκε με προορισμό τη Συρία ή την Τυνησία.

·         Πιστοποιητικό εκφόρτωσης στη Συρία ή την Τυνησία συνοδευόμενο από πιστοποιητικό ανάλυσης της ποιότητας του πετρελαίου που παραδόθηκε.

·         Έκδοση τιμολογίου της εταιρείας προς τη Συριακή ή την Τυνησιακή κυβέρνηση.

·          Έκδοση επιστολής αποζημίωσης για λογαριασμό της εταιρείας προς όφελος της Συριακής ή της Τυνησιακής κυβέρνησης ως αντάλλαγμα της εξόφλησης του τιμολογίου της εταιρείας. Με την εν λόγω επιστολή αποζημίωσης η τράπεζα αναλάμβανε να παραδώσει στην αντίστοιχη τράπεζα της Συριακής ή Τυνησιακής κυβέρνησης τη φορτωτική η οποία θα παραδιδόταν σε κατοπινό στάδιο.

·          Έκδοση τιμολογίου της πρώην Εναγόμενης 5 ή 6 προς την εταιρεία σε σχέση με την ποσότητα πετρελαίου που παραδόθηκε στη Συριακή ή Τυνησιακή κυβέρνηση.

 

Μεταξύ των τιμολογίων της εταιρείας προς τη Συριακή ή Τυνησιακή κυβέρνηση και των τιμολογίων της πρώην Εναγόμενης 5 ή 6 προς την εταιρεία εμφανίζεται μια μικρή διαφορά. Το μειωμένο ποσό που παρουσιάζεται στα τιμολόγια των πρώην Εναγομένων 5 ή 6 προς την εταιρεία οφείλεται στο premium το οποίο ήταν χαμηλότερο στη σχέση μεταξύ εταιρείας και πρώην Eναγομένων 5 και 6 σε σύγκριση με το premium που χρεωνόταν στις συμφωνίες της εταιρείας και της Συριακής ή Τυνησιακής κυβέρνησης. Η διαφορά αποσκοπούσε στο να καλύψει κάποια τραπεζικά και διοικητικά έξοδα της εταιρείας.

 

Το κέρδος προς το οποίο απέβλεπε η εταιρεία σε σχέση με τις προαναφερόμενες πωλήσεις πετρελαίου, δεν αφορούσε τη συναλλαγή μεταξύ εταιρείας και Συριακής ή Τυνησιακής κυβέρνησης, αλλά στον διαμοιρασμό των κερδών μεταξύ της εταιρείας και των πρώην Εναγομένων 5 και 6 όπως αυτός θα προέκυπτε κατά τη διαδικασία της μεγιστοποίησης κέρδους. Ο ίδιος δεν είχε οποιανδήποτε εμπλοκή στην εν λόγω διαδικασία. Αυτή η πτυχή αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα του Εναγόμενου 1.

 

Αντεξεταζόμενος ρωτήθηκε κατά πόσο στα Τεκμήρια 68 – 85, τα οποία ο ίδιος κατάθεσε, παρουσιάζεται οποιαδήποτε εμπλοκή του Εναγόμενου 1. Ο Μ.Ε.4 επανέλαβε, ότι ο Εναγόμενος 1 ασχολούνταν με τη διαδικασία της μεγιστοποίησης κέρδους.

 

Αξιολόγηση

Μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τη μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία αναδεικνύονται τα πιο κάτω γεγονότα ως παραδεκτά:

·         Η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση με δικαστικό διάταγμα στις 31.12.2013. Ο Ενάγων είναι ο εκκαθαριστής της εταιρείας.

·         Ο Εναγόμενος 1, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργαζόταν στην εταιρεία κατέχοντας τη θέση του εμπορικού διευθυντή (βλ. όρος 1 Τεκμηρίου 2, όπου η ιδιότητά του ορίζεται ως «Trading Manager»).

·         Στα καθήκοντα του Εναγόμενου 1 περιλαμβανόταν και η εκπροσώπηση της εταιρείας στις συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών (marketing and profit share agreement) που η τελευταία υπέγραψε με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 (Τεκμήρια 7 – 9). Ειδικότερα, ο Εναγόμενος 1 ήταν ο αποκλειστικός εκπρόσωπος της εταιρείας στις συζητήσεις για τον προσδιορισμό του κέρδους που θα αποδιδόταν στην εταιρεία κατά τη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους (optimization) στη βάση των προαναφερόμενων συμφωνιών. Η διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους γινόταν από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, οι οποίες εκπροσωπούνταν από τον πρώην Εναγόμενο 7.

·         Οι συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών εκτελούνταν σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορούσε τη διενέργεια του φυσικού εμπορίου και το δεύτερο τη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους. Στο πλαίσιο του φυσικού εμπορίου καταρτίζονταν δύο συμφωνίες. Η μία αφορούσε την πώληση καθορισμένης ποσότητας πετρελαίου από την εταιρεία στη Συρία ή την Τυνησία. Η άλλη αφορούσε συμφωνία μεταξύ της εταιρείας και της πρώην Εναγόμενης 5 ή 6, αναλόγως του προορισμού παράδοσης του φορτίου στη Συρία ή την Τυνησία, για την αντίστοιχη ποσότητα πετρελαίου. Μετά την παράδοση του φορτίου στη Συρία ή την Τυνησία ακολουθούσε η διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους.

·         Το όφελος της εταιρείας από την πιο πάνω εμπορική δραστηριότητα προέκυπτε κατά τη μεγιστοποίηση του κέρδους και όχι κατά τις συμφωνίες πώλησης πετρελαίου στη Συρία ή την Τυνησία.  

·         Η πρώην Εναγόμενη 2 ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύζυγος του Εναγόμενου 1.

·         Η πρώην Εναγόμενη 2 διετέλεσε διευθύντρια και γραμματέας της Εναγόμενης 3 για την περίοδο 16.01.2006 – 20.05.2008. Επίσης, από τις 16.01.2006 μέχρι τις 19.09.2007 υπήρξε η μοναδική μέτοχος της Εναγόμενης 3 (βλ. Τεκμήριο 36).

·         Η Εναγόμενη 3 διατηρούσε κατά τον επίδικο χρόνο τραπεζικούς λογαριασμούς στη Λαϊκή.

·         Στον λογαριασμό με αρ. [ ], που διατηρούσε η Εναγόμενη 3 στη Λαϊκή, διενεργήθηκαν κατά την περίοδο 22.12.2006 – 20.09.2010 εμβάσματα, μεταξύ άλλων, από τις εταιρείες GLENCORE INTERNATIONAL A.G. - M + M FINANCE COMPANY LTD, GLENCORE ENERGY UK LTD -  M + M FINANCE COMPANY LTD και την πρώην Εναγόμενη 8, συνολικού ύψους US$1.407.814,80.

·         Ο Εναγόμενος 1 ίδρυσε και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν διευθυντής και μέτοχος των εταιρειών AMEROS TRADING CO. LTD και Y&H TRADING CO. LTD.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει μόνο επί των διιστάμενων εκδοχών και σε σχέση με τα επίδικα θέματα (Παπαλλής κ.ά. ν. Κυριακίδη (2008) 1Α Α.Α.Δ 83 και SP CONSULTANCY LTD κ.α v. TRANSTEAM LTD κ.α (2016) 1Β Α.Α.Δ 980), με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, την ευκαιρία που είχαν οι μάρτυρες να παρακολουθήσουν τα επίδικα γεγονότα, τη λογικότητα και τη συνοχή της μαρτυρίας τους, αλλά και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία (Μαυροσκούφη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1Α Α.Α.Δ. 339).

 

Θα αξιολογήσω από κοινού τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, καθώς το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της μαρτυρίας τους αφορά την ίδια θεματική ενότητα. Συγκεκριμένα, η μαρτυρία τους επικεντρώθηκε στον ρόλο που διαδραμάτισε ο Εναγόμενος 1 στην εφαρμογή των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών (Τεκμήρια 7 – 9), στην εκμετάλλευση αυτού του ρόλου και την πρόκληση ζημιάς στην εταιρεία.

 

Η εικόνα που αποκόμισα από τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ήταν θετική. Η μαρτυρία τους παρουσιάζει λογική συνοχή και υποστηρίζεται από τα κατατεθέντα Τεκμήρια.

 

Συγκεκριμένα, το ότι ο Εναγόμενος 1 ήταν πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του Μ.Ε.2 και κατ’ επέκταση της εταιρείας δεν αμφισβητήθηκε. Άλλωστε, αποτελεί κοινά αποδεκτό γεγονός, ότι η εταιρεία εκπροσωπούνταν αποκλειστικά από τον Εναγόμενο 1 στη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6.

 

Περαιτέρω, ως αξιόπιστη κρίνεται η μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 σε σχέση με το ότι ο πραγματικός δικαιούχος της Εναγόμενης 3 είναι ο Εναγόμενος 1. Καταρχάς, η ύπαρξη της Εναγόμενης 3 και ο ρόλος που αυτή διαδραμάτισε αποκαλύφθηκαν στους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 από τον ίδιο τον Εναγόμενο 1 στη συνάντηση που είχε μαζί τους τον Οκτώβριο του 2010. Στην εν λόγω συνάντηση, ο Εναγόμενος 1 παραδέχθηκε την υπεξαίρεση χρημάτων από την εταιρεία μέσω της Εναγόμενης 3. Η μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, περί της παραδοχής του Εναγόμενου 1 και των αποκαλύψεων στις οποίες προέβη ο τελευταίος προς αυτούς, δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέτασή τους.

 

Επιπροσθέτως, ο ισχυρισμός των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ως προς τη διασύνδεση των Εναγομένων 1 και 3, ενισχύεται και από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 ημερ.01.12.2010 – Τεκμήριο 40. Η εν λόγω ένορκη δήλωση καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής και στην παράγραφο 37 αυτής, ο Εναγόμενος 1 παραδέχθηκε απερίφραστα ότι η Εναγόμενη 3 ανήκει στον ίδιο. Παραθέτω αυτούσια την παράγραφο 37 του Τεκμηρίου 40 (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Τα δώρα που αγόρασα στη σύζυγο μου από την Tenlux [Εναγόμενη 3] δεν υπερβαίνουν το ποσό των €40.000,00 και δεν βλέπω κανένα λόγο να δώσω εξηγήσεις για αυτά τα δώρα ή το αυτοκίνητο που αγόρασα στη σύζυγο μου, τα οποία δεν έχουν καμία σύνδεση με τους Ενάγοντες αλλά αυτά τα χρήματα τα κέρδισα μέσω της Εναγόμενης 3 Εταιρείας η οποία όπως λέω στο Τεκμήριο 2 είναι δική μου εταιρεία και η σύζυγος μου δεν έχει καμία σχέση με αυτή.» 

Παράλληλα, σημειώνω, ότι δεν κλονίστηκε η δήλωση των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ως προς τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο Εναγόμενος 1 παρέδωσε το Τεκμήριο 62. Επί της ουσίας, ο Εναγόμενος 1 παρέδωσε το Τεκμήριο 62 στην προσπάθειά του να απαλλάξει από οποιαδήποτε ευθύνη την τότε σύζυγό του – πρώην Εναγόμενη 2 σε σχέση με τα χρήματα που διοχετεύτηκαν στην Εναγόμενη 3 αντί στην εταιρεία. Υποδεικνύεται, ότι, με το Τεκμήριο 62, ο Εναγόμενος 1 ανέλαβε την ευθύνη για όλες τις συναλλαγές που σχετίζονται με την Εναγόμενη 3, καθώς και για τους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσε η Εναγόμενη 3. Είναι προφανές, ότι εάν  δεν βρισκόταν ο ίδιος «πίσω» από την Εναγόμενη 3, δεν θα υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να υπογράψει το Τεκμήριο 62, αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο (08.11.2006) η πρώην Εναγόμενη 2 ήταν η μοναδική διευθύντρια, γραμματέας και μέτοχος της Εναγόμενης 3.

 

Προχωρώ στον ισχυρισμό των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, ότι χρήματα τα οποία οφείλονταν από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 στην εταιρεία δυνάμει των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών (Τεκμήρια 7 – 9), κατέληξαν με ενέργειες, μεταξύ άλλων, του Εναγόμενου 1 στην Εναγόμενη 3. Σημειώνω σχετικά τα ακόλουθα:

 

Πρώτον, ο Εναγόμενος 1 παραδέχθηκε ενώπιον, τόσο του Μ.Ε.1, όσο και του Μ.Ε.2, την υπεξαίρεση χρημάτων που οφείλονταν στην εταιρεία. Μάλιστα, παρέδωσε προς τούτο και σχετική κατάσταση – Τεκμήριο 46, την οποία ετοίμασε ο ίδιος και στην οποία παρουσιάζονται χρηματικά ποσά που καταχράστηκε από την εταιρεία. Επισημαίνω, ότι οι περί αντιθέτου υποβολές του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου 1 παρέμειναν κενού περιεχομένου, αφού ουδεμία αντίθετη μαρτυρία ή επεξήγηση προσκομίστηκε. 

 

Δεύτερον, οι πληρωμές χρημάτων από τον Όμιλο Glencore προς την Εναγόμενη 3 επιβεβαιώνονται από το Τεκμήριο 28. Αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός η διενέργεια εμβασμάτων από τις εταιρείες GLENCORE INTERNATIONAL A.G. - M + M FINANCE COMPANY LTD και GLENCORE ENERGY UK LTD - M + M FINANCE COMPANY LTD προς τον προαναφερόμενο λογαριασμό (Τεκμήριο 28). Σημειώνω, ότι η GLENCORE INTERNATIONAL A.G. και οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 ανήκουν στον Όμιλο Glencore. Συγκεκριμένα στο Τεκμήριο 5 καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι η GLENCORE INTERNATIONAL A.G. είναι πολυεθνική εταιρεία και μητρική εταιρεία της Glencore UK Ltd, η οποία με τη σειρά της είναι η ιδιοκτήτρια της πρώην Εναγόμενης 6. Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 6, η πρώην Εναγόμενη 5 είναι εταιρεία συνδεδεμένη με τον Όμιλο Glencore. Επομένως, τα υπό

αναφορά εμβάσματα διενεργήθηκαν από τον Όμιλο Glencore. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της περιόδου 22.12.2006 – 26.05.2010 (περίοδος εκτέλεσης των εμβασμάτων από τον Όμιλο Glencore) ήταν σε ισχύ η συμφωνία διαμοιρασμού κερδών – Τεκμήριο 7, ενώ εντός της πιο πάνω περιόδου υπογράφηκαν και οι άλλες δύο συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών – Τεκμήρια 8 και 9. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι οι δέσμες των Τεκμηρίων 12 – 16 και 18 - 27 και ειδικότερα οι τραπεζικές χρεωστικές σημειώσεις (debit advice) που συνοδεύουν τα τιμολόγια που εξέδωσε η Εναγόμενη 3, καταδεικνύουν ότι οι πληρωμές που διενεργήθηκαν στη βάση των πιο πάνω τιμολογίων περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 28 (αφαιρουμένων των εξόδων και προμηθειών – charges & fees) και προέρχονται από τον κοινό λογαριασμό των GLENCORE INTERNATIONAL A.G. και M + M FINANCE COMPANY LTD και GLENCORE ENERGY UK LTD και M + M FINANCE COMPANY LTD. Τα πιο πάνω επιμαρτυρούνται και από τη δέσμη Τεκμηρίου 66.

 

Τρίτον, τα χρηματικά ποσά που συμπεριέλαβε ο Εναγόμενος 1 στο Τεκμήριο 46 παραδεχόμενος ότι αποτελούσαν πληρωμές των πρώην Εναγομένων 5 και 6 προς την εταιρεία και τα οποία καταχράστηκε, εντοπίζονται στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 – Τεκμήριο 28.

 

Τέταρτον, σύμφωνα με δηλώσεις του διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6 προς τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, πληρώθηκε στην Εναγόμενη 3, δυνάμει των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών (Τεκμήρια 7 – 9), το ποσό των US$1.356.953,83 κατόπιν οδηγιών του Εναγόμενου 1 και δικής του έγκρισης. Μάλιστα, ο διευθυντής της πρώην Εναγόμενης 6 πρότεινε, άνευ βλάβης, την πληρωμή προς την εταιρεία του 50% των χρημάτων που καταβλήθηκαν στην Εναγόμενη 3. Οι πιο πάνω ουσιώδεις ισχυρισμοί των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της επιστολής - Τεκμήριο 11 του πρώην διευθυντή της Εναγόμενης 6, Andrew Gibson. Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα του Τεκμηρίου 11:

 

«As I mentioned in our telephone conversation of yesterday, we are willing on a Without Prejudice basis to pay Soboh Petroleum 50% of the monies that were paid to Tenlux Trading [Εναγόμενη 3]. As you know, we were led to understand by your former employee that such payments were made with your company’s full knowledge and consent under the terms and conditions of the Marketing and Profit Share Agreement, however we now understand that this was not the case. »

Στη δε προτεινόμενη επιστολή αποποίησης και αποζημίωσης (letter of waiver and indemnity), η οποία επισυνάπτεται στο Τεκμήριο 11 και ετοιμάστηκε από την πρώην Εναγόμενη 6 για να υπογραφεί από την εταιρεία καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«Following our meeting in London on 11th January and our subsequent conversations, we hereby wish to confirm our acceptance to your goodwill payment of 50% of the monies that were paid to Tenlux [Εναγόμενη 3] by Glencore. You have confirmed that you paid US$1,356,953.83 to Tenlux [Εναγόμενη 3], therefore 50% amounts to US$678,476.91.

We recognise that you relied upon representations made by our former employee (Mr Hussein Abdallah) [Εναγόμενος 1] that such payments to Tenlux [Εναγόμενη 3] were made under the terms and conditions of the Marketing and Profit Share Agreement dated 26th July 2006 [Τεκμήριο 7], however we have advised you that these were in fact false representations.»

Εξίσου αποκαλυπτικές είναι και οι επιστολές της πρώην Εναγόμενης 6 με αρ.4, 11 και 16 της δέσμης Τεκμηρίου 37, ημερομηνίας 18.11.2010, 29.12.2010 και 06.06.2011 αντίστοιχα, από τις οποίες παρατίθενται σχετικά αποσπάσματα:

 

«We have checked our treasury records and can confirm that under the terms of the Marketing and Profit Share Agreement payments were made to Soboh and Tenlux Trading [Εναγόμενη 3] bank accounts. These payments were made in accordance with instructions from Mr Abdallah.[Εναγόμενος 1]»

 

«I have told you that payments were made by us to Tenlux [Εναγόμενη 3] under the Marketing and Profit Share Agreement and I have indicated to you the extent of those payments.»

 

«Fraud Allegations

…………………………………………………………………………………………

Contrary to what you say in your letter, it was our company that provided information about payments made to Tenlux Trading [Εναγόμενη 3]. We did so willingly upon request by Soboh and were assured by Mr Soboh that he had no quarrel with us and would not use information provided by us against us.

We have explained in writing to your client, and also informed Mr Soboh (and his son) in a meeting in January of this year, that payments were made to Tenlux [Εναγόμενη 3] pursuant to instructions received from Mr Abdallah.[Εναγόμενος 1]. This gentleman was the authorised representative of Soboh with whom we dealt for several years and we relied upon his instructions.» 

 

Ανοίγω στο σημείο αυτό μία παρένθεση για να σημειώσω το εξής. Η μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 σε σχέση με τις δηλώσεις του διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6, καθώς και οι επιστολές που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κεφ.9, εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής. Στη Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου (2016) 1Β Α.Α.Δ 1719, λέχθηκαν τα ακόλουθα ως προς την αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας:

 

«Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε: Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει γεγονότα, το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση κλπ.. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο Άρθρο 27(2) δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217). Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το δικαστήριο είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική μαρτυρία είτε από γραπτή (Δέστε: Γεωργίου v. Στυλιανού (2009) 1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002).

 

Το Άρθρο 27(3) προνοεί ότι κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν το αν ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε (Δέστε: Κολάνη v. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108 και Χριστοφή κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 428). Πέραν των προαναφερομένων το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν του και άλλα αξιολογήσιμα κριτήρια και να συνυπολογίσει το κατά πόσον η απόδοση βαρύτητας σε εξ ακοής μαρτυρία εξυπηρετεί ή όχι τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης και του συμφέροντος της δικαιοσύνης.»

 

Θα προχωρήσω, επομένως, στην αξιολόγηση της υπό κρίση εξ ακοής μαρτυρίας στη βάση των  παραμέτρων που ορίζει το άρθρο 27 (2) και (3) του Κεφ.9. Εν πρώτοις, σημειώνω, ότι οι δηλώσεις των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, καθώς και οι προαναφερόμενες επιστολές, αποτελούν πρώτου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία. Η σύγκριση, τώρα, των προφορικών δηλώσεων των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, με τη γραπτή μαρτυρία του Τεκμηρίου 11 και των επιστολών υπ’ αρ.4, 11 και 16 της δέσμης Τεκμηρίου 37, δεικνύουν ότι οι μάρτυρες μετέφεραν επακριβώς την αρχική δήλωση, όπως αυτή καταγράφεται στις προαναφερόμενες επιστολές. Επιπροσθέτως, η δήλωση του διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6 προς τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, καθώς και η αρχική επιστολή – Τεκμήριο 11, έγιναν σε ανύποπτο χρόνο σε ό,τι αφορά τυχόν ευθύνη των πρώην Εναγόμενων 5 και 6, αφού σε εκείνο το χρονικό διάστημα δεν είχαν διατυπωθεί οποιεσδήποτε υπόνοιες εις βάρος τους για συμμετοχή στην επίδικη συνωμοσία. Παράλληλα, σημειώνω, ότι μεταξύ της αρχικής δήλωσης του διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6 και των γεγονότων στα οποία αυτή αναφέρεται μεσολάβησε μικρό χρονικό διάστημα, αφού, σύμφωνα με το Τεκμήριο 28, η τελευταία πληρωμή που διενεργήθηκε προς την Εναγόμενη 3 από τον Όμιλο Glencore ήταν στις 26.05.2010, ενώ η συνάντηση των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 με τον διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6 έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2011. Το δε Τεκμήριο 11 στάλθηκε μετά την εν λόγω συνάντηση και συγκεκριμένα στις 13.01.2011.

 

Τέλος, θεωρώ, ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν θα ήταν εύλογο για τον Ενάγοντα να κλητεύσει ως μάρτυρα τον διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6. Υπενθυμίζω, ότι, κατά τον Ενάγοντα, η πρώην Εναγόμενη 6 συνωμότησε με τον Εναγόμενο 1 για να της προκαλέσουν χρηματική ζημία. Περαιτέρω, επισημαίνω, ότι η αγωγή στρεφόταν αρχικά και εναντίον της πρώην Εναγόμενης 6. Υποδεικνύω, ότι η απόσυρση της αγωγής εναντίον της πρώην Εναγόμενης 6 δεν έγινε κατόπιν πρωτοβουλίας του Ενάγοντα ή διότι ο τελευταίος μετέβαλε τη θέση του ως προς τυχόν ευθύνη της πρώην Εναγόμενης 6, αλλά, ως αποτέλεσμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Glencore Energy UK Ltd v. Χριστάκη Ιακωβίδη υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή των Εναγόντων Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd, Πολ. Έφεση αρ.Ε210/2018, ημερ.27.11.2023.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, σε συνάρτηση, αφενός, με το ότι το Τεκμήριο 28 επιβεβαιώνει τη διενέργεια πληρωμών προς την Εναγόμενη 3 και, αφετέρου, το ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία, κρίνω ότι μπορεί να προσδοθεί βαρύτητα στην επίμαχη εξ ακοής μαρτυρία. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η αποδοχή της υπό αναφορά εξ ακοής μαρτυρίας διασφαλίζει, κατά την άποψή μου, τη δίκαιη δίκη και κατ’ επέκταση εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Κλείνω την πιο πάνω παρένθεση και επανέρχομαι στα σημεία που αποδεικνύουν τον ισχυρισμό των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 περί πληρωμής χρημάτων που ανήκαν στην εταιρεία, αντί στην ίδια, σε λογαριασμό της Εναγόμενης 3. Το πέμπτο, επομένως, στοιχείο, συνίσταται στην αναντίλεκτη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, ότι ουδέποτε δόθηκαν οδηγίες στον Εναγόμενο 1 για διοχέτευση χρημάτων που ανήκαν στην εταιρεία σε λογαριασμό της Εναγόμενης 3 ή οποιουδήποτε άλλου τρίτου προσώπου. Ούτε και υπήρχε οποιαδήποτε σχετική συμφωνία μεταξύ εταιρείας και Εναγόμενης 3 που να επέτρεπε ή να εξουσιοδοτούσε την πληρωμή χρημάτων στην Εναγόμενη 3 για λογαριασμό της εταιρείας.

 

Η συνολική αποτίμηση όλων των πιο πάνω τεκμηριώνει, κατά την κρίση μου, τον βασικό ισχυρισμό των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 περί διοχέτευσης από τον Εναγόμενο 1 στην Εναγόμενη 3, εν αγνοία της εταιρείας, χρηματικών ποσών τα οποία θα έπρεπε να καταβληθούν από τις πρώην Εναγόμενες 5 - 6 στην εταιρεία στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών – Τεκμήρια 7 – 9.

 

Η αντεξέταση, τόσο του Μ.Ε.1, όσο και του Μ.Ε.2, επικεντρώθηκε στο φυσικό εμπόριο των πετρελαϊκών προϊόντων και ειδικότερα στο γεγονός, ότι οι μάρτυρες δεν προσκόμισαν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη διενέργεια φυσικού εμπορίου.

 

Είναι γεγονός, ότι δεν προσκομίστηκαν Τεκμήρια που να αφορούν άμεσα το φυσικό εμπόριο το οποίο διενεργήθηκε στη βάση των Τεκμηρίων 7 – 9. Η απουσία έγγραφης μαρτυρίας δεν επηρεάζει, κατά την κρίση μου, την αξιοπιστία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ως προς την πραγματοποίηση του φυσικού εμπορίου. Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί, ότι οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 προσέφεραν προφορική μαρτυρία ως προς το ότι διενεργήθηκε φυσικό εμπόριο στο πλαίσιο των Τεκμηρίων 7 – 9. Μάλιστα, ο Μ.Ε.1 στη δέσμη Εγγράφου Γ’ παρέθεσε λεπτομέρειες 147 φορτίων πετρελαϊκών προϊόντων που παραδόθηκαν στη Συρία και την Τυνησία δυνάμει των Τεκμηρίων 7 – 9, χωρίς να αντεξεταστεί επ’ αυτών. Περαιτέρω, υπενθυμίζω ότι η ύπαρξη των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών μεταξύ εταιρείας και πρώην Εναγομένων 5 και 6 (Τεκμήρια 7 – 9), καθώς και η εκπροσώπηση της εταιρείας αποκλειστικά από τον Εναγόμενο 1 στο πλαίσιο των πιο πάνω συμφωνιών κατά τη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους, αποτελούν κοινό έδαφος. Υποδεικνύω, ότι ο Εναγόμενος 1 δεν αμφισβήτησε ότι όντως συμμετείχε στη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους. Αυτό το δεδομένο συνεπάγεται, από μόνο του, τη διενέργεια φυσικού εμπορίου. Εάν δεν προηγούνταν το φυσικό εμπόριο, δεν θα επακολουθούσε η διαδικασία της μεγιστοποίησης κέρδους. Τέλος, αποδείχθηκε η πραγματοποίηση εμβασμάτων στο Τεκμήριο 28 στο πλαίσιο εκτέλεσης των συμφωνιών – Τεκμήρια 7 – 9. Συνεπώς, το ότι οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 δεν ήταν σε θέση να παραθέσουν υποστηρικτικά στοιχεία για τη διενέργεια του φυσικού εμπορίου, δεν προκαλεί ρήγμα στη μαρτυρία τους.

 

Όσον αφορά, τώρα, τους ισχυρισμούς των μαρτύρων αναφορικά με το ποσό των US$82.000 που παρουσιάζεται στον λογαριασμό της Εναγόμενης 3 – Τεκμήριο 28, ως εμβάσματα από την πρώην Εναγόμενη 8, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Ως αναφέρθηκε πιο πάνω, η μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, περί παραδοχής του Εναγόμενου 1 για κατάχρηση ποσών που ανήκαν στην εταιρεία, παρέμεινε ακλόνητη. Στο Τεκμήριο 46, το οποίο ετοίμασε και παρέδωσε ο Εναγόμενος 1, καταγράφονται, μεταξύ άλλων, και τρείς πληρωμές από την πρώην Εναγόμενη 8 συνολικού ύψους US$45.500. Οι εν λόγω πληρωμές του Τεκμηρίου 46 αντιστοιχούν σε τρία εμβάσματα που παρουσιάζονται στο Τεκμήριο 28 τις ίδιες ημερομηνίες και για τα ίδια ποσά με αποστολέα την πρώην Εναγόμενη 8.

 

Οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ισχυρίστηκαν, ότι ο Εναγόμενος 1 έλαβε παράνομα ως δωροδοκίες και μυστικές πληρωμές από τους πρώην Εναγόμενους 7 και 8 το ποσό των US$82.000. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αντικρούστηκε. Αντιθέτως, ενισχύεται από το γεγονός της πληρωμής του πιο πάνω ποσού στην Εναγόμενη 3 εν αγνοία της εταιρείας και, μάλιστα, σε περίοδο, κατά την οποία υπήρχε συνεργασία μεταξύ της πρώην Εναγόμενης 8 και της εταιρείας. 

 

Σε ό,τι αφορά, τώρα, ενδεχόμενες έκνομες ενέργειες του Εναγόμενου 1 σε σχέση με τις εταιρείες  RIXO INTERNATIONAL TRADING LTD, GUNVOR INTERNATIONAL B.V., GORDIAN MARITIME και GORDIAN HOLDINGS, παρατηρώ, ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 εκφεύγουν των δικογραφημένων θέσεων του Ενάγοντα και ως εκ τούτου συνιστούν μή αποδεκτή μαρτυρία. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή, ότι η δικογραφία συνιστά το αποκλειστικό μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1Β Α.Α.Δ 826, και A.A. Pilottos Ltd v. Cyprus Petroleum Refinery Ltd, Πολ. Έφ. αρ.90/2013, ημερ.19.10.2021), ECLI:CY:AD:2021:A468.

 

 

Με εξαίρεση, επομένως, τα σημεία που έχουν προσδιοριστεί πιο πάνω, η μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 κρίνεται ως αξιόπιστη. Έχει κριθεί νομολογιακά, ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο (Shahin Mohamed v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 266, 268 και Ιωσηφίδης ν. Αστυνομίας (2014) 2Α Α.Α.Δ 307).

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.3 περιορίστηκε στην κατάθεση του Τεκμηρίου 67, την επεξήγηση της συναλλαγής που παρουσιάζεται στις 17.04.2008 για το ποσό των €18.655,51 και την ενδεχόμενη διασύνδεσή του με το Τεκμήριο 17. Η επεξήγηση που έδωσε ο Μ.Ε.3 σε σχέση με τον αντιλογισμό του εν λόγω ποσού, δηλαδή την επιστροφή του στον αποστολέα του εμβάσματος, καθώς και τις περιπτώσεις που μπορεί να λάβει χώρα αντιλογισμός στην τραπεζική πρακτική, δεν έτυχαν οποιασδήποτε αμφισβήτησης κατά την αντεξέτασή του. Ομοίως δεν αντικρούστηκε η δήλωσή του, ότι το Τεκμήριο 17 θα αποτελούσε περίπτωση αντιλογισμού, καθώς ο δικαιούχος της πληρωμής που περιγράφεται σε αυτό διαφέρει από τον δικαιούχο του λογαριασμού προς τον οποίο διενεργήθηκε εντέλει η σχετική πληρωμή. Περαιτέρω, σημειώνω, ότι η δήλωση του Μ.Ε.3, ότι το ποσό των €18.655,51 αντιστοιχούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο του εμβάσματος σε US$30.000, έγινε αποδεκτό γεγονός με κοινή δήλωση των συνηγόρων του Ενάγοντα και του Εναγόμενου 1.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία του Μ.Ε.3 κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη.

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.4 αποσκοπούσε στην παρουσίαση στοιχείων αναφορικά με τη διενέργεια του φυσικού εμπορίου και ειδικότερα την αγορά από την εταιρεία φορτίων πετρελαίου από τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 και την εν συνεχεία μεταπώλησή τους στη Συρία και την Τυνησία. Προς τον σκοπό αυτό κατέθεσε τα Τεκμήρια 69 – 84, τα οποία σχετίζονται με την αγορά πετρελαίου συνολικής ποσότητας 100.000 μετρικών τόνων από την πρώην Εναγόμενη 5 και τη μεταπώλησή τους στην κυβέρνηση της Συρίας. Η όλη διαδικασία της πιο πάνω αγοράς και μεταπώλησης κάλυπτε την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2006.

 

Θεωρώ, για τους λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω πιο κάτω, ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.4 δεν έχει να προσθέσει οτιδήποτε στα επίδικα θέματα της παρούσας αγωγής.

 

Καταρχάς, η μαρτυρία του Μ.Ε.4 εκφεύγει των δικογραφημένων θέσεων του Ενάγοντα. Σύμφωνα με την παράγραφο 12(i) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, η διοχέτευση στην Εναγόμενη 3 του ποσού των US$1.356.953,83 έγινε στη βάση των τριών συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών ημερομηνίας 26.07.2006, 13.08.2007 και 30.01.2009 (Τεκμήρια 7 – 9), ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 12 (iii) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης και τις λεπτομέρειες φορτίων που παραδόθηκαν στη Συρία, η πρώτη φορτωτική φέρει ημερομηνία 29.07.2006. Όπως υποδείχθηκε πιο πάνω, τα Τεκμήρια 69 – 84 αφορούν παράδοση φορτίου στη Συρία που διενεργήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2006. Συνεπώς, η μαρτυρία του Μ.Ε.4 κινήθηκε εκτός του δικογραφικού πλαισίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή (Παπά ν. Stavrinos Constructions Ltd, Πολ. Έφεση αρ. 217/2008. ημερ. 21.02.2017), ECLI:CY:AD:2017:A56.

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω, επαναλαμβάνω, ότι η κύρια πτυχή της απαίτησης της εταιρείας έγκειται στην πρόκληση ζημιάς σε αυτήν με την αποστέρηση χρημάτων τα οποία θα έπρεπε να της καταβληθούν στη βάση των επίμαχων συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών και της διαδικασίας μεγιστοποίησης του κέρδους. Οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 υπήρξαν κατηγορηματικοί ως προς το ότι δεν προκλήθηκε ζημιά στην εταιρεία κατά τη διενέργεια του φυσικού εμπορίου και δεν υπάρχει παράπονο εναντίον των Εναγομένων 1 και 3 σε σχέση με αυτή την πτυχή. Ούτε, άλλωστε, προσφέρθηκε τέτοια μαρτυρία.

 

Δεν μου διαφεύγει το γεγονός της αντεξέτασης των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 σε σχέση με τη διενέργεια του φυσικού εμπορίου. Μάλιστα, όπως αναφέρθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, το υπό αναφορά ζήτημα αποτέλεσε τον βασικό κορμό της αντεξέτασής τους. Για σκοπούς οικονομίας παραπέμπω σε όσα σχετικά ανέφερα στην αξιολόγηση των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 και περιορίζομαι να τονίσω, ότι το παράπονο της εταιρείας και, επομένως, το επίδικο ζήτημα εντοπίζεται στη διαδικασία μεγιστοποίησης του κέρδους.

 

Ευρήματα

Τα γεγονότα που καταγράφηκαν στο κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Για σκοπούς οικονομίας θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να καταγραφούν εκ νέου.

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω αποτελεί εύρημά μου, ότι οι τρείς συμφωνίες διαμοιρασμού κερδών (marketing and profit share agreement) με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους όρους:

 

1.    Σύμφωνα με τη συμφωνία διαμοιρασμού κερδών μεταξύ της εταιρείας και της πρώην Εναγόμενης 5, ημερομηνίας  26.07.2006, η πρώην Εναγόμενη 5 θα πωλούσε φορτία πετρελαίου στην εταιρεία στη βάση κοινώς αποδεκτών μεταξύ τους όρων και η εταιρεία θα μεταπωλούσε τα εν λόγω φορτία πετρελαίου στη Συρία. Τα κέρδη που θα προέκυπταν από την πώληση των φορτίων πετρελαίου από την πρώην Εναγόμενη 5 στην εταιρεία και ακολούθως από την εταιρεία στη Συρία θα διανέμονταν μεταξύ της πρώην Εναγόμενης 5 και της εταιρείας. Ειδικότερα, μετά την ολοκλήρωση των πωλήσεων των φορτίων πετρελαίου, η πρώην Εναγόμενη 5 και η εταιρεία θα συζητούσαν και θα συμφωνούσαν το καθαρό κέρδος ή τη ζημιά που προέκυπτε και την αναλογία κέρδους που θα καταβαλλόταν στην εταιρεία.

 

2.    Η συμφωνία διαμοιρασμού κερδών μεταξύ της πρώην Εναγόμενης 6 και της εταιρείας, ημερομηνίας 13.08.2007, προέβλεπε για την προμήθεια 500.000 μετρικών τόνων +/- 10% πετρελαίου στην Τυνησία. Ειδικότερα, η πρώην Εναγόμενη 6 θα πωλούσε στην εταιρεία την πιο πάνω ποσότητα πετρελαίου στη βάση των ιδίων όρων και προϋποθέσεων της συμφωνίας που θα καταρτιζόταν μεταξύ της εταιρείας και της Τυνησίας. Τα κέρδη ή οι ζημιές που θα προέκυπταν από την πιο πάνω πώληση στην Τυνησία θα μοιράζονταν μεταξύ της πρώην Εναγόμενης 6 και της εταιρείας στη βάση του 50:50 ή όπως θα συμφωνούνταν από τα μέρη.

 

3.    Σύμφωνα με τη συμφωνία διαμοιρασμού κερδών μεταξύ της πρώην Εναγόμενης 6 και της εταιρείας ημερομηνίας 30.01.2009, η πρώην Εναγόμενη 6 θα πωλούσε στην εταιρεία 300.000 μετρικούς τόνους +/- 10% πετρελαίου, τους οποίους η εταιρεία θα μεταπωλούσε στην Τυνησία. Οι υπόλοιποι όροι της παρούσας συμφωνίας ήταν οι ίδιοι με τους όρους της συμφωνίας διαμοιρασμού κερδών ημερομηνίας 13.08.2007.

 

Μέσα στο πλαίσιο των πιο πάνω συμφωνιών πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις 147 φορτίων πετρελαϊκών προϊόντων στη Συρία και την Τυνησία.

 

Οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 είναι εταιρείες που ανήκουν στον Όμιλο Glencore. Στον ίδιο Όμιλο ανήκει και η εταιρεία Glencore International A.G.

 

Η Εναγόμενη 3, κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο, ήταν εταιρεία συμφερόντων του Εναγόμενου 1. Ο Εναγόμενος 1 χρησιμοποίησε την Εναγόμενη 3 για να διοχετεύσει σε αυτήν χρηματικά ποσά τα οποία οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 όφειλαν να καταβάλουν στην εταιρεία ως κέρδη από τις πωλήσεις φορτίων πετρελαίου δυνάμει των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών που υπογράφηκαν μεταξύ των πρώην Εναγομένων 5 και 6 και της εταιρείας. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ημερομηνιών 22.12.2006 ‑ 26.05.2010, ο Όμιλος Glencore εκτέλεσε εμβάσματα συνολικού ποσού US$1.325.814,80 στον τραπεζικό λογαριασμό με αρ.179‑32‑051353 που διατηρούσε η Εναγόμενη 3 στη Λαϊκή.

 

Τα προαναφερόμενα εμβάσματα διενεργήθηκαν κατόπιν υπόδειξης του Εναγόμενου 1 και έγκρισης του διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6, χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση της εταιρείας. Για την εκτέλεση των εμβασμάτων στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό, η Εναγόμενη 3 εξέδωσε προς εταιρείες του Ομίλου Glencore εικονικά τιμολόγια.

 

Ο πρώην Εναγόμενος 7 ήταν ο εκπρόσωπος των πρώην Εναγόμενων 5 και 6 στη διαδικασία καθορισμού των κερδών που θα καταβάλλονταν στην εταιρεία στο πλαίσιο των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Η συνεργασία του, ωστόσο, με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6 τερματίστηκε και ο πρώην Εναγόμενος 7 ίδρυσε την πρώην Εναγόμενη 8. Κατόπιν σύστασης του Εναγόμενου 1, η εταιρεία συνήψε συνεργασία με την πρώην Εναγόμενη 8 δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε ότι η εταιρεία θα κατέβαλλε το ποσό των US$0,50 για κάθε μετρικό τόνο φορτίου πετρελαίου που θα πωλούνταν στην εταιρεία με διαμεσολάβηση της πρώην Εναγόμενης 8.  Αν και η τιμή των US$0,50 ήταν υψηλή, εντούτοις, η εταιρεία αποδέχθηκε να συνεργαστεί με την πρώην Εναγόμενη 8, η οποία ήταν συμφερόντων του πρώην Εναγόμενου 7, προκειμένου να διατηρήσει την επαγγελματική σχέση που δημιουργήθηκε με τον πρώην Εναγόμενο 7 όταν ο τελευταίος εκπροσωπούσε τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6. Κατά την περίοδο συνεργασίας της εταιρείας με την πρώην Εναγόμενη 8, η τελευταία, χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση της εταιρείας, διενήργησε εμβάσματα συνολικού ύψους US$82.000 στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 με αρ. [ ].

 

Ο Eναγόμενος 1, σε συνάντηση που είχε με τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 περί τον Οκτώβριο του 2010, παραδέχθηκε την κατάχρηση διαφόρων χρηματικών ποσών. Περαιτέρω, παρέδωσε στον Μ.Ε.2 βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον ίδιο στις 08.11.2006. Με αυτήν επιβεβαίωσε ότι είναι υπεύθυνος για όλες τις συναλλαγές της Εναγόμενης 3 και ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για τους τραπεζικούς λογαριασμούς της Εναγόμενης 3, καθώς και για οποιαδήποτε αγωγή εναντίον της εταιρείας ή της πρώην Εναγόμενης 2 η οποία ήταν το πρόσωπο που είχε το δικαίωμα υπογραφής σε σχέση με τους εν λόγω λογαριασμούς.

 

Συμπεράσματα

Η αγωγή προωθήθηκε στη βάση της συνωμοσίας προς εξαπάτηση της εταιρείας.

 

Το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας δεν συμπεριλαμβάνεται στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ.148. Παρά ταύτα εφαρμόζεται στην Κύπρο δυνάμει του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, εφόσον πρόκειται για αστικό αδίκημα το οποίο αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, TOUCHSTONE SNAIL TECHNOLOGIES LTD κ.α v. K. INVEST COΝSULTING S.A.L. OFFSHORE κ.α., Πολ. Έφ. Αρ.Ε11/2021, ημερ.29.03.2024, ειπώθηκαν επί του θέματος τα ακόλουθα:

 

«Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της συνομωσίας στο οποίο επίσης βασίζεται η αγωγή των Εφεσιβλήτων. Από την  Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1(A) A.Α.Δ.25 προκύπτει ότι εφόσον το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο, τότε δυνάμει του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και των νομολογηθέντων στην Paikkos v. Kontemeniotis (1989)1 C.L.R.50, ισχύει και στην Κύπρο. Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:

 «Σύμφωνα με τον Halsbury' s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:

 

 

"697. Essential ingredients of conspiracy. In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish: (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant."

 

Σε μετάφραση:

 

"697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας. Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων· (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα· και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα.".

 

 Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, γίνεται επίσης παραπομπή στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts αναφορικά με τη συνωμοσία. Στην 24η έκδοση του εν λόγω συγγράμματος, του 2023 παρατίθεται ανάλυση της εξέλιξης του κοινοδικαίου όσον αφορά το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων που περιγράφονται ως «economic torts».

 

 Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, ανωτέρω, η βασική αγγλική απόφαση επί του θέματος είναι η Crofter Hand Woven Harris Tweed v. Veitch [1942] A.C. 435 HL από την οποία προκύπτει ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνομωσίας με νόμιμα μέσα συνίσταται στο ότι ο πρωταρχικός σκοπός των κοινών ενεργειών των εναγόμενων ήταν η πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα (predominant purpose to injure the claimant).».

 

Από το προαναφερόμενο απόσπασμα προκύπτει, ότι υπάρχουν δύο τύποι συνωμοσίας, ήτοι η συνωμοσία με νόμιμα μέσα και η συνωμοσία με παράνομα μέσα. Και στις δύο περιπτώσεις η συνωμοσία αποσκοπεί στην πρόκληση ζημιάς, εκεί, όμως, όπου συντελείται με νόμιμα μέσα, τότε, η πρόκληση ζημιάς στον Ενάγοντα θα πρέπει να αποτελεί τον κυρίαρχο σκοπό (predominant purpose). Εξίσου διαφωτιστική είναι και η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου, Kuwait Oil Tanker Company SAK and another v. Al Bader and others [2000] EWCA Civ 160, όπου αναλύθηκαν οι νομικές αρχές που διέπουν το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας και τονίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του η ύπαρξη ρητής συμφωνίας, αλλά αρκεί η κοινή πρόθεση προς επίτευξη ενός κοινού σκοπού:

 

«It is common ground that there are two types of actionable conspiracy, conspiracy to injure by lawful means and conspiracy to injure by unlawful means. The first is sometimes described simply as a conspiracy to injure and the second as a conspiracy to use unlawful means: see eg Clerk & Lindsell on Torts, 17th Edn, para 23 – 76. In our view they are both conspiracies to injure and their ingredients are the same, with one crucial difference. In both cases there must be conspiracy to injure the claimant, but in the first case (in which the means employed would otherwise be lawful) the predominant purpose of the conspiracy must be to injure the claimant whereas in the second case, although the defendant must intend to injure the claimant, injury to the claimant need not be his predominant purpose.

…………………………………………………………………………………………………………..

 

The essence of the unlawful means conspiracy is injury to the claimant as a result of an unlawful act or acts where two or more people have combined to cause the injury. It is not necessary that every overt act is done by every conspirator, but the act must be done pursuant to the conspiracy or combination.

 

A further feature of the tort of conspiracy, which is also found in criminal conspiracies, is that, as the judge pointed out at page 124, it is not necessary to show that there is anything in the nature of an express agreement, whether formal or informal. It is sufficient if two or more persons combine with a common intention, or, in other words, that they deliberately combine, albeit tacitly, to achieve a common end.»

 

 

Ως προς το επίπεδο απόδειξης του αδικήματος της συνομωσίας, σχετική είναι η Αγγλική απόφαση Swain and others v. Swain plc and others [2015] EWHC 660, στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Ενάγοντα. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

«… since the allegations made against them are ones that impact on their honesty and integrity, it is right that I should remind myself that (a) the legal burden of proof rests throughout on the claimants, who must prove their case on the balance of probabilities, but (b) whilst the standard of proof in a civil case such as this is always the balance of probabilities, the more serious the allegation or the more serious the consequences of such an allegation being true the more cogent must be the evidence if the civil standard of proof is to be discharged.»

 

Και η δική μας νομολογία έχει αναγνωρίσει, ότι σε ορισμένες πολιτικές υποθέσεις το βάρος απόδειξης εκτείνεται πέραν του συνήθους του ισοζυγίου των πιθανοτήτων Στην υπόθεση Λειβαδιώτης ν. Μιχαήλ (1999) 1Γ Α.Α.Δ 1778, ειπώθηκαν τα ακόλουθα:

 

« Ότι ο βαθμός της απόδειξης σε ορισμένες αστικές υποθέσεις μπορεί να είναι πέραν του συνήθους του ισοζυγίου των πιθανοτήτων είναι γεγονός. Η νομολογία αναγνωρίζει την αρχή της κοινής λογικής ότι ο βαθμός της πιθανότητας μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το είδος της υπόθεσης, αφού η βεβαιότητα με την οποία μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένο το Δικαστήριο είναι συνάρτηση της φύσης και της σοβαρότητας της υπόθεσης την οποία έχει να αποφασίσει και της μαρτυρίας την οποία έχει να εκτιμήσει».

 

Σχετικά είναι και όσα αναφέρθηκαν στη μεταγενέστερη Τσιάρτας κ.α. ν. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ 1523, την οποία επικαλέστηκαν οι συνήγοροι του Ενάγοντα:

  

«Σύμφωνα με τους Halsburys Laws of England, 3rd ed., vol. 18, p. 189, η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα. (Βλ. επίσης Ιακώβου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματ.) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992). Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ’ ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η βασική συνωμοσία που αποδίδεται στους Εναγόμενους 1 και 3, αφορά την κατάχρηση χρηματικών ποσών που ανήκαν στην εταιρεία δυνάμει των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών που η τελευταία υπέγραψε με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6.

 

Η αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 κατέδειξε, ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των Εναγομένων 1 και 3 (ενδεχομένως και άλλων πρώην Εναγομένων) προς τον σκοπό πρόκλησης ζημιάς στην εταιρεία. Συγκεκριμένα, ο Εναγόμενος 1, εμπορικός διευθυντής της εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο, τύγχανε της απολύτου εμπιστοσύνης του Μ.Ε.2. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανατέθηκε αποκλειστικά στον Εναγόμενο 1 η εκπροσώπηση της εταιρείας στη διαδικασία μεγιστοποίησης κέρδους με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, δυνάμει των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών (Τεκμήρια 7 – 9). Ο Εναγόμενος 1, ωστόσο, συμφώνησε με την Εναγόμενη 3, εταιρεία δικών του συμφερόντων, όπως προκαλέσουν ζημιά στην εταιρεία με τη χρήση παράνομων μέσων, δηλαδή με την έκδοση εικονικών τιμολογίων από την Εναγόμενη 3 προς εταιρείες του Ομίλου Glencore. Πιο συγκεκριμένα, ο Εναγόμενος 1 εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη της εταιρείας προς το πρόσωπο του και την απουσία ελέγχου εκ μέρους της εταιρείας στον καθορισμό του κέρδους που η τελευταία θα λάμβανε κατά τη διαδικασία μεγιστοποίησης του κέρδους με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, ζήτησε από τις τελευταίες όπως μέρος των χρηματικών ποσών που θα έπρεπε να αποδοθούν στην εταιρεία ως κέρδος στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών καταβληθούν, αντί στην εταιρεία, στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 με αρ.[ ]. Προς τον σκοπό αυτό η Εναγόμενη 3 εξέδωσε εικονικά τιμολόγια (δέσμη Τεκμηρίων 12 – 16 και 18 – 27), προκειμένου να δικαιολογηθούν τα εμβάσματα από εταιρείες του Ομίλου Glencore στον πιο πάνω αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό. Με την προαναφερόμενη δόλια μέθοδο, οι Εναγόμενοι 1 και 3 αποκόμισαν χρηματικό όφελος εις βάρος της εταιρείας, καταχρώμενοι το συνολικό ποσό των US$1.325.814,80 κατά την περίοδο 22.12.2006 – 26.05.2010.

 

Οι πιο πάνω ενέργειες των Εναγομένων 1 και 3 οδηγούν, αναμφίβολα, στο συμπέρασμα περί ύπαρξης πρόθεσης των τελευταίων για πρόκληση ζημιάς στην εταιρεία. Οι Εναγόμενοι 1 και 3 εν γνώσει τους εξέδωσαν εικονικά τιμολόγια με πρόθεση να προκαλέσουν ζημιά στην εταιρεία μέσω της ιδιοποίησης του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού, το οποίο αμφότεροι γνώριζαν ότι ανήκε στην εταιρεία και όχι στους ιδίους.  Οι δε πληρωμές προς την Εναγόμενη 3 έγιναν εν αγνοία της εταιρείας.

 

Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω, ότι ο Εναγόμενος 1 παραδέχθηκε στους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 την κατάχρηση χρηματικών ποσών που οι πρώην Εναγόμενες 5 και 6 όφειλαν να καταβάλουν στην εταιρεία. Μέρος των χρηματικών ποσών που καταχράστηκε με την Εναγόμενη 3 περιλαμβάνονται στην κατάσταση – Τεκμήριο 46 που ο ίδιος ετοίμασε και παρέδωσε στον Μ.Ε.2.

 

Ομοίως, συμφωνία μεταξύ των Εναγομένων 1 και 3 (ενδεχομένως και άλλων πρώην Εναγομένων) για πρόκληση ζημιάς στην εταιρεία υπήρξε και στην περίπτωση της πρώην Εναγόμενης 8. Ο Εναγόμενος 1 καταχρώμενος και πάλι την εμπιστοσύνη που υπήρχε προς το πρόσωπό του προώθησε τη σύναψη συνεργασίας με την πρώην Εναγόμενη 8, εταιρεία συμφερόντων του πρώην Εναγόμενου 7, με δυσμενείς όρους για την εταιρεία. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε ότι η εταιρεία θα κατέβαλλε US$0,50 για κάθε μετρικό τόνο φορτίου πετρελαίου που θα πωλούνταν στην εταιρεία με διαμεσολάβηση της πρώην Εναγόμενης 8. Η εν λόγω τιμή, ωστόσο, ήταν αυξημένη και ως εκ τούτου εις βάρος των συμφερόντων της εταιρείας. Παράλληλα, κατά την περίοδο της συνεργασίας της εταιρείας με την πρώην Εναγόμενη 8, η τελευταία, εν αγνοία της εταιρείας, διενήργησε εμβάσματα στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 με αρ. [ ] συνολικού ύψους US$82.000.

 

Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 1 παραδέχθηκε, ότι, προς ζημιά της εταιρείας, έλαβε χρήματα από την πρώην Εναγόμενη 8, γεγονός το οποίο αποτύπωσε και στο Τεκμήριο 46. Δεν μου διαφεύγει το γεγονός, ότι στο Τεκμήριο 46 κατέγραψε μόνο 3 εμβάσματα συνολικού ύψους US$45.500. Το Τεκμήριο 28, ωστόσο, καταδεικνύει ότι το συνολικό ύψος των εμβασμάτων της πρώην Εναγόμενης 8 ήταν US$82.000. Όλες οι πιο πάνω περιστάσεις που αφορούν την πρώην Εναγόμενη 8, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε εξήγησης από μέρους των Εναγομένων για τη διενέργεια των επίμαχων εμβασμάτων, οδηγούν, κατά την κρίση μου, στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι το συνολικό ποσό που έλαβαν οι Εναγόμενοι 1 και 3 εις βάρος της εταιρείας από την πρώην Εναγόμενη 8 ήταν US$82.000. Προφανώς, όπως και σε σχέση με τις πρώην Εναγόμενες 5 και 6, ο Εναγόμενος 1 δεν αποκάλυψε στο Τεκμήριο 46 το πραγματικό μέγεθος των ποσών που καταχράστηκε. 

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι Εναγόμενοι 1 και 3 καταχράστηκαν κατά την περίοδο Ιουνίου – Αυγούστου 2010 το επιπρόσθετο ποσό των US$82.000, το οποίο καταβλήθηκε από την πρώην Εναγόμενη 8 στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3, χωρίς τη συγκατάθεση ή γνώση της εταιρείας.

 

Αναφορικά με τον Εναγόμενο 1 σημειώνονται και τα ακόλουθα. Οι πιο πάνω δόλιες ενέργειες με τις οποίες προκάλεσε ζημιά στην εταιρεία συνιστούν, πέραν του αστικού αδικήματος της συνωμοσίας, και παράβαση της σύμβασης εργοδότησής του. Ως εκ της σχέσης εργοδότησης και της θέσης του εμπορικού διευθυντή που κατείχε στην εταιρεία, υπήρχε εξυπακουόμενο καθήκον πίστης προς την τελευταία (Λ. Πρωτοπαπά & Σια Δ.Ε.Π.Ε κ.α ν. George Pamboridis LLC, Πολ. Έφ. αρ.Ε190/2021, ημερ.10.04.2024). Όφειλε, επομένως, ο Εναγόμενος 1 να ασκεί τα καθήκοντα του με καλή πίστη και εντιμότητα, αλλά και να αφιερώνει όλον τον χρόνο και τις προσπάθειές του στην προώθηση των συμφερόντων της εταιρείας (βλ. και όρους 1 και 3 του Τεκμηρίου 2). Εν προκειμένω, υπήρξε παραβίαση των πιο πάνω υποχρεώσεων του προς την εταιρεία, αφού, όχι μόνο δεν αφιέρωσε τον χρόνο και τις προσπάθειές του στην προώθηση των συμφερόντων της εταιρείας, αλλά έβλαψε τα συμφέροντα της εταιρείας καταχρώμενος με δόλιο τρόπο  χρηματικά ποσά που ανήκαν στην τελευταία.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο Ενάγων απέδειξε εναντίον των Εναγομένων 1 και 3, στον απαιτούμενο αυστηρό βαθμό, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας σε σχέση με τα χρηματικά ποσά που κατατέθηκαν από τον Όμιλο Glencore και την πρώην Εναγόμενη 8 στον τραπεζικό λογαριασμό με αρ. [ ] που διατηρούσε η Εναγόμενη 3 στη Λαϊκή. 

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Ενάγοντα, κάλεσαν το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση και σε σχέση με τα εμβάσματα που διενεργήθηκαν από άλλες εταιρείες και παρουσιάζονται στο Τεκμήριο 28. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν σε εμβάσματα συνολικού ύψους US$541.175,02, τα οποία έγιναν κατά την περίοδο 04.07.2006 – 15.03.2010, από τις RIXO INTERNATIONAL TRADING LTD, GORDIAN MARITIME, GORDIAN HOLDINGS, PALMALI SHIPPING, ARTEMISIA HOLDING, ATKIN SERVICES, SEAMASTER COMPANY, NEWCASTLE HOLDING, GROSELLA NAVIGATION, MONSIER, GAZELLE NAVIGATION, FADEL SHIPPING SUEDE SHIPPING και ARCHON SHIPHOLDING.

 

Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων, θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση απόφασης για το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό για τους λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω πιο κάτω.

 

Ξεκινώντας από τις εταιρείες RIXO INTERNATIONAL TRADING LTD, GORDIAN MARITIME και GORDIAN HOLDINGS, υπενθυμίζω, ότι η σχετική μαρτυρία του Μ.Ε.1, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν στο κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, κρίθηκε ως μη αποδεκτή. Ακόμη, όμως, κι αν γινόταν αποδεκτή η εν λόγω μαρτυρία, τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους 66 και 68 – 70 της δέσμης Εγγράφου Γ, αποτιμώμενα στον ύψιστο βαθμό, προκαλούν απλώς υποψίες. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ενώ το μέτρο απόδειξης σε αστική υπόθεση συνωμοσίας είναι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, εντούτοις, όσο πιο σοβαρός είναι ο ισχυρισμός ή όσο πιο σοβαρές είναι οι συνέπειες ενός ισχυρισμού αν αυτός είναι αληθής, τόσο πιο πειστική θα πρέπει να είναι η μαρτυρία για να ικανοποιηθεί το αστικό επίπεδο απόδειξης (Swain and others v. Swain plc and others, ανωτέρω).

 

Ειδικότερα, σε σχέση με τις GORDIAN MARITIME και GORDIAN HOLDINGS, δεν μου διαφεύγει, ότι ο Εναγόμενος 1 τις συμπεριέλαβε στο Τεκμήριο 46 αποδεχόμενος τη λήψη χρημάτων από τα εν λόγω πρόσωπα. Θεωρώ, ότι η παραδοχή του Εναγόμενου 1, απογυμνωμένη από οτιδήποτε άλλο σε σχέση με τις εργασίες των εν λόγω προσώπων, την ενδεχόμενη σχέση τους με την εταιρεία ή τον τομέα δραστηριοποίησης τους, δεν περιβάλλεται με την απαραίτητη, υπό τις περιστάσεις, συνοχή και πειστικότητα.

 

Όσον αφορά τα υπόλοιπα πρόσωπα που πραγματοποίησαν εμβάσματα στο Τεκμήριο 28, παρατηρώ ότι ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε περί διασύνδεσής τους με την εταιρεία ή ακόμα και με το εμπόριο πετρελαϊκών προϊόντων. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, δεν θα μπορούσε, κατά την άποψή μου, να εκδοθεί απόφαση για τα εν λόγω χρηματικά ποσά, απλά και μόνο διότι εμφανίζονται στο Τεκμήριο 28.

 

Τα υπό αναφορά, ωστόσο, εμβάσματα μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο εξέτασης της θεραπείας απόδοσης λογαριασμών, η οποία, επίσης, διεκδικείται από τον Ενάγοντα.

 

Προχωρώ, επομένως, στη θεραπεία της απόδοσης λογαριασμών. Η δυνατότητα απόδοσης λογαριασμών πηγάζει από το άρθρο 31 του Ν.14/60, αλλά και τη Δ.2 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ανοίγω σε αυτό το σημείο μια παρένθεση. Σύμφωνα με τη Δ.2 θ.8, όταν ο Ενάγων επιθυμεί τη λήψη λογαριασμού το κλητήριο ένταλμα θα πρέπει να οπισθογραφηθεί με σχετική απαίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Ενάγων συμμορφώθηκε με την πιο πάνω δικονομική προϋπόθεση.

 

Κλείνω την πιο πάνω παρένθεση, σημειώνοντας ότι η παροχή θεραπείας αυτής της μορφής αναγνωρίστηκε και νομολογιακά (Frederickou Schools Co. Ltd κ.α v. Acuac Inc. (2002) 1Γ Α.Α.Δ 1527 και Κωστοπούλλου κ.α v. Λοΐζου κ.α (2005) 1Α Α.Α.Δ 576). Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση C & SO Medical Properties Ltd κ.α v. Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Εφ. Αρ. 110/2018, ημερ. 21/06/2024, το όλο ζήτημα τέθηκε ως εξής:

 

«Τέτοια θεραπεία, με βάση τη νομολογία, ενδείκνυται όταν δεν μπορεί διαφορετικά να αποκρυσταλλωθεί το εύρος της απώλειας του Ενάγοντος.» 

 

Εν προκειμένω, θεωρώ ότι δικαιολογείται η απόδοση της εν λόγω θεραπείας. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Εναγόμενος 1 κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του στην εταιρεία εκμεταλλεύτηκε τη θέση εμπιστοσύνης που κατείχε σε αυτήν και καταχράστηκε διάφορα χρηματικά ποσά τα οποία διοχετεύτηκαν μέσω εμβασμάτων των εταιρειών του Ομίλου Glencore και της πρώην Εναγόμενης 8 στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 ‑ Τεκμήριο 28. Οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 δήλωσαν, ωστόσο, ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το ακριβές ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε στην εταιρεία από το συνωμοτικό σχέδιο των Εναγομένων. Περαιτέρω, ως ήδη αναφέρθηκε, στο Τεκμήριο 28, πέραν των εμβασμάτων που διενεργήθηκαν από τον Όμιλο Glencore και την πρώην Εναγόμενη 8, παρουσιάζονται και άλλα εμβάσματα τα οποία διενεργήθηκαν από διαφορετικά πρόσωπα.

 

Επιπροσθέτως, ο Εναγόμενος 1, κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του στην εταιρεία ίδρυσε και ήταν ταυτόχρονα διευθυντής και μέτοχος των εταιρειών AMEROS TRADING CO. LTD και Y&H TRADING CO. LTD (Τεκμήρια 47 και 48). Ουδεμία εξήγηση δόθηκε από τον Εναγόμενο 1 για τις πιο πάνω ενέργειες και ιδιότητές του, τη στιγμή, μάλιστα, που όφειλε να αφιερώνει όλον τον χρόνο του στην εταιρεία και να μην εμπλέκεται σε άλλες εμπορικές δραστηριότητες (βλ. όροι 1 και 3 του Τεκμηρίου 2).

 

Καθίσταται, επομένως, αναγκαία η απόδοση λογαριασμών, αφού μόνο οι Εναγόμενοι 1 και 3 είναι σε θέση να διαφωτίσουν για τα εμβάσματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς της Εναγόμενης 3 και κατ’ επέκταση για το εύρος της ζημιάς που υπέστη η εταιρεία. Επιπλέον, όσον αφορά τις πρώην Εναγόμενες 5 ‑ 6, η θεραπεία της απόδοσης λογαριασμών θα διαλευκάνει το συνολικό χρηματικό ποσό που θα έπρεπε να καταβληθεί στην εταιρεία στη βάση των επίδικων συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Υπενθυμίζεται, ότι ο Εναγόμενος 1 ήταν το μοναδικό πρόσωπο που εκπροσωπούσε την εταιρεία στο πλαίσιο της μεγιστοποίησης κέρδους στη βάση των συμφωνιών διαμοιρασμού κερδών. Συνεπώς, είναι και το μοναδικό πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει επακριβώς τα χρήματα που θα έπρεπε να καταβληθούν στην εταιρεία ως κέρδος στη βάση των προαναφερόμενων συμφωνιών.

 

Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 1, είναι το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να διαφωτίσει ως προς την ενδεχόμενη συμμετοχή των εταιρειών AMEROS TRADING CO. LTD και Y&H TRADING CO. LTD στα συνωμοτικά σχέδια του.

 

Η προαναφερόμενη υποχρέωση του Εναγόμενου 1 συνηγορεί και με την αρχή που διατυπώθηκε στην FHR European Ventures LLP and Others v. Mankarious and Others [2014] 4 All ER 79, στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι του Ενάγοντα:

 

«6] Another well established principle, which applies where an agent receives a benefit in breach of his fiduciary duty, is that the agent is obliged to account to the principal for such a benefit, and to pay, in effect, a sum equal to the profit by way of equitable compensation. The law on this topic was clearly stated in Regal (Hastings) Ltd v Gulliver [1942] 1 All ER 378 at 386, [1967] 2 AC 134 at 144 –145, by Lord Russell, where he said this: 'The rule of equity which insists on those, who by use of a fiduciary position make a profit, being liable to account for that profit, in no way depends on fraud, or absence of bona fides; or upon such questions or considerations as whether the profit would or should otherwise have gone to the plaintiff, or whether the profiteer was under a duty to obtain the source of the profit for the plaintiff, or whether he took a risk or acted as he did for the benefit of the plaintiff, or whether the plaintiff has in fact been damaged or benefited by his action. The liability arises from the mere fact of a profit having, in the stated circumstances, been made.»

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοιες που καθιστούν απαραίτητη την παροχή της θεραπείας της απόδοσης λογαριασμών προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί το εύρος της ζημίας που υπέστη η εταιρεία.

 

Η επόμενη θεραπεία που διεκδικεί  ο Ενάγων είναι η έκδοση δηλωτικής απόφασης. Συγκεκριμένα, αξιώνεται η έκδοση των ακόλουθων δύο δηλωτικών αποφάσεων (παρατίθεται αυτούσιο το περιεχόμενό τους ως αυτό περιορίστηκε στην αγόρευση των συνηγόρων του Ενάγοντα):

 

1.    Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος 1 από μόνος του και/ή μαζί με την Εναγόμενη 2 χρησιμοποίησαν τους Εναγόμενους 3 για συγκάλυψη απατηλών ενεργειών και/ή για να πλουτίσουν και/ή αποκομίσουν αθέμιτα και αδικαιολογήτως οφέλη σε βάρος των Εναγόντων κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1 έναντι των Εναγόντων που απέρρεαν από την υπαλληλική του σχέση με τους Ενάγοντες.

 

2.    Δήλωση του Δικαστηρίου ότι τα ποσά που πληρώθηκαν από οποιοδήποτε από τους Εναγόμενους 5 – 8 ή άλλο πρόσωπο που ενεργούσε για λογαριασμό τους στους τραπεζικούς λογαριασμούς των Εναγομένων 1 και 3 ανήκαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και/ή αποτελούσαν περιουσιακά στοιχεία των Εναγόντων και/ή κατέχονταν υπό την ιδιότητα τους ως επίτροπων και/ή εξ’ επαγωγής κατεμπιστευματοδόχων (trustees and/or constructive trustees) των Εναγόντων και/ή οι Εναγόμενοι 1 και 3 ευθύνονται και/ή είναι υποχρεωμένοι όπως επιστρέψουν και/ή πληρώσουν και/ή καταβάλλουν τα ποσά αυτά στους Ενάγοντες σύμφωνα με τις αρχές του εντοπισμού και/ή της ιχνηλάτησης (tracing principles) και/ή στη βάση των αρχών της επιείκειας και/ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή των εφαρμοστέων αρχών του εξ’ επαγωγής κατεμπιστεύματος (constructive trust).»

 

Οι αρχές έκδοσης δηλωτικής απόφασης συνοψίστηκαν στην Progressive Insurance Co. Ltd v. Πίττακου, Πολ. Εφ. 377/14, ημερ. 22/05/2023, ως εξής:

 

«Οι αρχές έκδοσης τέτοιας φύσεως απόφασης έχουν διατυπωθεί στην Rolls-Royce PLL vUnite the Union (2009) EWCA Civ. 387, όπου τονίστηκε μεταξύ άλλων, πως η εξουσία του Δικαστηρίου στην έκδοση δηλωτικής θεραπείας είναι διακριτική.  Πρέπει να υπάρχει μια πραγματική και παρούσα διαφορά μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με την ύπαρξη ή έκταση νομικού δικαιώματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διερευνώντας τη νομική πτυχή του ζητήματος, κατέγραψε τα ακόλουθα, τα οποία και επικροτούμε:

 

«Στην υπόθεση Padden v Arbuthnot Pensions & Investments Ltd [2004] EWCA Civ

582 γίνεται παραπομπή  στην υπόθεση FSA vRourke (unreported October 2001) όπου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

"....the power to made declarations appears to be unfettered. As between the parties . it seems to me that the court can grant a declaration as to their rights, or as to the existence of facts, or as to a principle of law, where those rights, facts or principles have been established to the court's satisfaction. The court should not, however, grant any declarations merely because the rights, facts or principles have been established when one party asks for a declaration. The court has to consider whether, in all the circumstances, it is appropriate to make such an order".

 

Στο γνωστό σύγγραμμα Bullen and Leake Precedents of Pleadings (12η έκδοση) σελ. 384 συνοψίζεται και αναλύεται η σχετική αγγλική νομολογία και οι αρχές που αναπτύχθηκαν αναφορικά με την έκδοση δηλωτικών αποφάσεων. Μεταξύ άλλωναναφέρονται και τα ακόλουθα:

 

"The action for a declaration is a useful and important procedural method for ascertaining and determining the legal right of parties, or for the determination of a point of law or the construction of a document and for the determination of the validity of orders or decisions of inferior courts or tribunals."

 

Accordingly, the action for a declaration may be used in a great variety of circumstances, and may be accompanied by other claims for ancillary or specific or alterative relief or remedies.

 

on the other hand an action for a declaration only lies for a declaration of legal right and only against a defendant who has asserted a right or formulated a claim against the plaintiff or controverted the claim of the plaintiff to his legal right (see Re Clay [1911] 1 Ch. 66)".

 

Προκύπτει από τα ανωτέρω πως αναγνωριστική απόφαση εκδίδεται μόνον όταν ο εναγόμενος έχει προβάλει δικαίωμα ή έχει αμφισβητήσει την απαίτηση του ενάγοντα στην ενάσκηση των νομικών του δικαιωμάτων.

…………………………………………………………………………………………………… 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα Ζamir and Woolf the Declaratory Judgment (4η έκδοση 2011) σελ. 151-152, το οποίο απαιτεί την ανάγκη ύπαρξης πραγματικού και όχι υποθετικού ή αφηρημένου ερωτήματος το οποίο πρέπει να απαντηθεί, ώστε να ενδείκνυται η ανάγκη έκδοσης αναγνωριστικής αποφάσεως, κατηγοριοποιώντας τα ερωτήματα σε τέσσερις ομάδες.  Ήτοι: Όταν δεν υφίσταται διαφορά, όταν η διαφορά είναι ξεχωριστή από τα γεγονότα, όταν η διαφορά στηρίζεται σε υποθετικά γεγονότα και όταν η διαφορά έπαυσε να έχει διαδικαστική σημασία.»

 

 

Θεωρώ ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έκδοσης της δηλωτικής απόφασης υπ' αριθμόν 1 (ως αυτή αριθμείται πιο πάνω) με την απάλειψη, όμως, της αναφοράς στην πρώην Εναγόμενη 2 η οποία δεν αποτελεί διάδικο μέρος στην υπό κρίση διαφορά. Σε σχέση με τους Εναγόμενους 1 και 3, δεν χωρεί αμφιβολία ότι υφίσταται πραγματική διαφορά. Περαιτέρω, η έκδοση της αιτούμενης δηλωτικής απόφασης θα έχει, υπό τις περιστάσεις, χειροπιαστό όφελος για τον Ενάγοντα και δεν θα είναι απλώς θεωρητικής σημασίας. Αυτό, διότι προσφέρει απάντηση σε ένα ουσιαστικό ερώτημα της επίδικης διαφοράς αναφορικά με την εξύφανση του συνωμοτικού σχεδίου των Εναγομένων 1 και 3. 

 

Όσον αφορά τη δηλωτική απόφαση υπ' αριθμόν 2, ως αριθμήθηκε ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν υπάρχει σκοπιμότητα στην έκδοσή της. Τούτο, διότι στην έκταση που αφορά τη ζημιά που ήδη διαπιστώθηκε από την κατάχρηση χρηματικών ποσών μέσω των εμβασμάτων που διενεργήθηκαν από τις πρώην Εναγόμενες 5 ‑ 6 και 8 στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3, θα εκδοθεί σχετική απόφαση για ανάκτηση του εν λόγω χρηματικού ποσού. Σε όση έκταση, τώρα, αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη επιπρόσθετης ζημιάς, αυτή, εάν υπάρχει, θα αποκαλυφθεί μέσω της διαδικασίας της θεραπείας της απόδοσης λογαριασμών. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, δεν προκύπτει οποιοδήποτε ουσιαστικό όφελος από την έκδοση της εν λόγω δηλωτικής απόφασης.

 

Έρχομαι στο ζήτημα των τιμωρητικών αποζημιώσεων. Στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου κ. ά. (1997) 1 Α.Α.Δ 1800, ο πρώην Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, κ. Πικής, επιβεβαίωσε τη  δυνατότητα  επιδίκασης  τιμωρητικών  αποζημιώσεων  σε  περιπτώσεις αστικών αδικημάτων. Ό,τι διαχρονικά προκύπτει από τη νομολογία (Papakokkinou a. ο. v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πάλμα κ. ά., Πολ. Έφεση αρ. 44/13 ημερ. 19.11.15), είναι ότι τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδικάζονται στις περιπτώσεις όπου ο Εναγόμενος επιδεικνύει ακραία αλαζονική ή καταπιεστική συμπεριφορά ή θρασύτητα για την οποία επιβάλλεται η τιμωρία του από πολιτικό Δικαστήριο ως ένδειξη απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια συμπεριφορά.

 

Εν προκειμένω, η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν αξιοκατάκριτη και θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Παρά ταύτα θεωρώ ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ενδείκνυται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Αυτό για τους εξής δύο λόγους. Αφενός, διότι το ποσό που θα επιδικαστεί, σε συνάρτηση και με τις λοιπές θεραπείες που θα αποδοθούν, αποτυπώνουν επαρκώς, κατά την άποψή μου, την απαρέσκεια του Δικαστηρίου προς τις έκνομες ενέργειες των Εναγομένων 1 και 3. Αφετέρου, διότι, μέσα από τη μαρτυρία, διαφαίνεται ότι πέραν των Εναγομένων 1 και 3, είναι πιθανόν να εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα στην επίδικη συνωμοσία. Οι Εναγόμενοι 1 και 3 θα κληθούν να καταβάλουν χρηματικά ποσά στα οποία, ενδεχομένως, θα έπρεπε να ήταν υπόλογα και άλλα πρόσωπα. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι δεν ενδείκνυται η επιδίκαση επιπρόσθετων τιμωρητικών αποζημιώσεων.

 

Σε ό,τι δε αφορά ειδικά τον Εναγόμενο 1, προσμετρώ και το γεγονός ότι ο τελευταίος για την πιο πάνω αξιόμεμπτη συμπεριφορά αντιμετωπίζει την ποινική υπόθεση με αρ.1157/2017 Ε.Δ. Λεμεσού και σε περίπτωση καταδίκης του, θα του επιβληθεί η ανάλογη τιμωρία.

 

Ένα τελευταίο ζήτημα που εγείρεται από τους συνηγόρους του Ενάγοντα αφορά τον χρόνο από τον οποίο θα επιδικαστεί ο τόκος. Οι συνήγοροι εισηγούνται, με επίκληση του άρθρου 33(2) του Ν.14/60, ότι ο τόκος θα πρέπει να επιδικαστεί από τις ημερομηνίες διενέργειας του κάθε εμβάσματος στο Τεκμήριο 28, καθώς η παρούσα υπόθεση αφορά περίπτωση δόλου.

 

Παρατίθεται αυτούσια η σχετική επιφύλαξη του άρθρου 33(2) του Ν.14/60:

 «Νoείται περαιτέρω ότι, σε περιπτώσεις δόλoυ ή απάτης εκ μέρoυς τoυ εvαγoμέvoυ, o τόκoς αρχίζει vα υπoλoγίζεται από τηv ημερoμηvία δημιoυργίας τoυ αγώγιμoυ δικαιώματoς, αvεξαρτήτως τoυ κατά πόσo εκκρεμεί ή όχι αγωγή».

 

Στην TOUCHSTONE SNAIL TECHNOLOGIES LTD κ.α v. K. INVEST COΝSULTING S.A.L. OFFSHORE κ.α. (ανωτέρω) αναφέρθηκε, ότι ο δόλος δεν είναι αυτοτελές αστικό αδίκημα, αλλά η συνωμοσία και η απάτη αποτελούν διακριτές βάσεις αγωγής για δόλο. Κατά συνέπεια, η παρούσα εμπίπτει στην προαναφερόμενη επιφύλαξη του άρθρου 33(2) του Ν.14/60. Ως εκ τούτου, θα υπάρξει ξεχωριστός υπολογισμός του τόκου για κάθε ένα από τα 44 εμβάσματα που διενεργήθηκαν από εταιρείες του Ομίλου Glencore και την πρώην Εναγόμενη 8.

 

Πριν τη διατύπωση της τελικής κατάληξης του Δικαστηρίου, θα ασχοληθώ με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου 1, ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα, ο κ. Κυπρίζογλου εισηγήθηκε ότι ο πελάτης του αποστερήθηκε του δικαιώματος αντεξέτασης των προσώπων των οποίων η μαρτυρία προσκομίστηκε ως εξ ακοής μαρτυρία από τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Σταυρινού, Ποιν. Εφ. αρ.266/2018, ημερ. 08.04.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, υπήρξε αναφορά στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης και δόθηκε έμφαση στην αρχή της ισότητας των όπλων ως αναπόσπαστου στοιχείου της δίκαιης δίκης. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η ισότητα των όπλων ως αρχή, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί και άπτεται της παρεχόμενης δυνατότητας κάθε πλευράς να παρουσιάσει με την καλύτερη δυνατή και επιτρεπτή μαρτυρία την υπόθεση της. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746). Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της ΕΣΔΑ είναι η επίτευξη της ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση.

 

Στην υπόθεση Α.Α ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, γίνεται μια ανάλυση της αρχής της ισότητας των όπλων:

 

"Η αρχή της ισότητας των όπλων βασίζεται στην εξισορρόπηση. Η διαδικασία εξετάζεται στο σύνολό της και συγκεκριμένος περιορισμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν αρκετός για να θεωρηθεί ολόκληρη η διαδικασία άδικη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε περίπτωση παραβίασης εξετάζει κατά πόσο έχουν δοθεί στον κατηγορούμενο οποιεσδήποτε άλλες ευκαιρίες για να διορθωθεί η κατάσταση ή για να εξισωθούν τα πράγματα. Κατά πόσο η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας είχε επίδραση επί του αποτελέσματος της δίκης είναι παράγων ο οποίος, γενικά, δεν είναι ή δεν πρέπει να θεωρείται σχετικός (Artico v. Italy, May 13, 1980, Series A, No. 37).

 

Το ερώτημα κατά πόσο δίκη είναι δίκαιη ή όχι θα πρέπει να απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολό της (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 746, Nielsen v. Denmark [1989] 11 E.H.R.R. 175). Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης γιατί μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη (Can (Series A, Vol. 96) και Barbera (Series A, Vol. 146). Βλέπε ακόμα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Η αρχή της δίκαιης δίκης, κλάδος της οποίας είναι και το αξίωμα της ισότητας των όπλων, περιέχει το δικαίωμα κάθε διάδικου να γνωρίζει όλη τη μαρτυρία που θα προσκομιστεί και το δικαίωμα να την σχολιάσει (Niderost-Huber v. Switzerland [1998] 25 E.H.RR. 709 και Steck-Risch and Others v. Liechtenstein, Application No. 63151/00, ημερ. 19 Μαΐου, 2005Βλέπε ακόμα Karen Reid, A Practitioner's Guide to the European Convention on Human Rights, 2η Έκδοσηπαραγρ11Α-003, σελ. 59). Η ισότητα των όπλων επιβάλλει ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, περιλαμβανομένης και μαρτυρίας, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν τον θέτουν υπό ουσιαστικό μειονέκτημα έναντι του διαδίκου του (Dombo Beheer BV v. Netherlands, October 27, 1993, Series A, No. 274. para. 33 και Nikoghosyan and Melkonyan v. Armenia, Application Nos. 11724/04 και 13350/04, ημερ6 Δεκεμβρίου, 2007). Κάθε κατηγορούμενος, αλλά και κάθε διάδικος σε πολιτική διαδικασία, θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαδικασία (V v. U.K., December 16, ECHR 1999-IX)."»

 

Η συνολική αποτίμηση της ακροαματικής διαδικασίας δεν δικαιολογεί, κατά την άποψή μου, το παράπονο του συνηγόρου του Εναγόμενου 1. Συγκεκριμένα, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του Εναγόμενου 1, όπως αυτά διασφαλίζονται στο άρθρο 30.3 του Συντάγματος. Αυτό, διότι, ως ήδη αναφέρθηκε, μία εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από τη διαδικασία απλώς και μόνο διότι είναι εξ ακοής (βλ. άρθρο 24(1) του Κεφ. 9). Ούτε, από την άλλη, το γεγονός της μη κλήσης ως μάρτυρα του διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6, οδηγεί σε διαπίστωση παραβίασης του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Υπενθυμίζω, ότι το εν λόγω δεδομένο προσμετρήθηκε κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα μπορούσε να προσδοθεί στην επίμαχη εξ ακοής μαρτυρία και προς αποφυγή επαναλήψεων παραπέμπω στο σχετικό μέρος της παρούσας απόφασης. Περιορίζομαι να υπογραμμίσω εκ νέου ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν αναμενόμενο και εύλογο η πλευρά του Ενάγοντα να καλέσει ως μάρτυρα τον διευθυντή της πρώην Εναγόμενης 6.

 

Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω, ότι η προσκομισθείσα εξ ακοής μαρτυρία δεν αποτέλεσε το αποκλειστικό βάθρο στοιχειοθέτησης της ευθύνης του Εναγόμενου 1. Όπως αναλύθηκε πιο πάνω, υπήρξε και άλλη μαρτυρία στην οποία βασίστηκε το Δικαστήριο, περιλαμβανομένης της παραδοχής του ιδίου του Εναγόμενου 1, αλλά και των καταστάσεων λογαριασμού της Εναγόμενης 3 ‑ Τεκμήριο 28.

 

 

Κατάληξη

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα πιο πάνω να εξηγήσω, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγονται και εναντίον των Εναγομένων 1 και 3 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά για το ποσό των US$1.407.814,80, πλέον νόμιμο τόκο ως ακολούθως:

1.                επί του ποσού των US$99.959,11 από 22.12.2006 μέχρι εξοφλήσεως,

2.                επί του ποσού των US$15.965.45  από 08.02.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

3.                επί του ποσού των US$14.965.23  από 09.03.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

4.                επί του ποσού των US$14.964.92  από 03.04.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

5.                επί του ποσού των US$14.964,58  από 03.05.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

6.                επί του ποσού των US$42.961,62 από 16.05.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

7.                επί του ποσού των US$14.964,65 από 29.08.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

8.                επί του ποσού των US$29.961,59  από 03.09.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

9.                επί του ποσού των US$29.960,72 από 27.09.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

10. επί του ποσού των US$14.963,67 από 03.10.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

11. επί του ποσού των US$41.959,52  από 21.11.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

12. επί του ποσού των US$39.959,77  από 11.12.2007 μέχρι εξοφλήσεως,

13. επί του ποσού των US$14.959,62  από 22.02.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

14. επί του ποσού των US$14.957,93  από 31.03.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

15. επί του ποσού των US$29.957,98 από 11.04.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

16. επί του ποσού των US$28.658,48 από 16.05.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

17. επί του ποσού των US$29.958,46 από 12.06.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

18. επί του ποσού των US$29.958,02 από 27.06.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

19. επί του ποσού των US$29.957,69 από 14.07.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

20. επί του ποσού των US$49.958,03 από 25.07.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

21. επί του ποσού των US$29.960,07 από 04.09.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

22. επί του ποσού των US$49.960,32 από 30.09.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

23. επί του ποσού των US$49.963,54 από 20.11.2008 μέχρι εξοφλήσεως,

24. επί του ποσού των US$29.985,00 από 12.01.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

25. επί του ποσού των US$29.985,00 από 21.01.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

26. επί του ποσού των US$89.980,00 από 04.02.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

27. επί του ποσού των US$44.985,00 από 26.02.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

28. επί του ποσού των US$29.985,00 από 04.03.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

29. επί του ποσού των US$44.985,00 από 22.04.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

30. επί του ποσού των US$59.980,00 από 19.05.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

31. επί του ποσού των US$25.738,83 από 27.07.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

32. επί του ποσού των US$14.985,00 από 29.09.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

33. επί του ποσού των US$49.985,00 από 19.10.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

34. επί του ποσού των US$29.985,00 από 08.12.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

35. επί του ποσού των US$19.785,00 από 17.12.2009 μέχρι εξοφλήσεως,

36. επί του ποσού των US$34.985,00 από 14.01.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

37. επί του ποσού των US$56.980,00 από 29.03.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

38. επί του ποσού των US$14.000,00 από 21.05.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

39. επί του ποσού των US$29.685,00 από 26.05.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

40. επί του ποσού των US$15.000,00 από 17.06.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

41. επί του ποσού των US$15.500,00 από 21.07.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

42. επί του ποσού των US$15.000,00 από 04.08.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

43. επί του ποσού των US$12.500,00 από 02.09.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

44. επί του ποσού των US$10.000,00 από 20.09.2010 μέχρι εξοφλήσεως,

 

Περαιτέρω, εκδίδεται αναγνωριστική και/ή δηλωτική απόφαση, ότι ο Εναγόμενος 1 χρησιμοποίησε την Εναγόμενη 3 για συγκάλυψη απατηλών ενεργειών και/ή για να πλουτίσει και/ή αποκομίσει αθέμιτα και αδικαιολογήτως οφέλη σε βάρος της SOBOH PETROLEUM (CYPRUS) LTD κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1 έναντι της τελευταίας που απέρρεαν από την υπαλληλική του σχέση με αυτήν.

 

Επιπροσθέτως, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι Εναγόμενοι 1 και 3, όπως εντός 60 ημερών από την προς αυτούς επίδοση του παρόντος διατάγματος αποδώσουν λογαριασμούς αναφορικά με όλες τις πληρωμές που έγιναν κατά την περίοδο 26.07.2006 – 31.10.2010 (με επισυνημμένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία)  από τους πρώην Εναγόμενους 5-6 και/ή εταιρείες του Ομίλου Glencore και/ή τους πρώην Εναγόμενους 7-8 και/ή από οποιαδήποτε άλλα τρίτα πρόσωπα προς τους τραπεζικούς λογαριασμούς των Εναγομένων 1 και 3 και/ή των Κυπριακών εταιρειών AMEROS TRADING CO. LTD και Y&H TRADING CO. LTD και όπως οι πιο πάνω λογαριασμοί επιβεβαιωθούν με ένορκη δήλωση που θα καταχωρηθεί μαζί με τους εν λόγω λογαριασμούς στον φάκελο της παρούσας υπόθεσης. Αντίγραφο των πιο πάνω λογαριασμών μαζί με τις επιβεβαιωτικές ένορκες δηλώσεις να παραδοθούν αυθημερόν μαζί με την καταχώρησή τους στους δικηγόρους του Ενάγοντα.

 

Νοείται, ότι η υποχρέωση απόδοσης λογαριασμών και καταχώρησης επιβεβαιωτικής ένορκης δήλωσης σε σχέση με τις εταιρείες AMEROS TRADING CO. LTD και Y&H TRADING CO. LTD αφορά μόνο τον Εναγόμενο 1. 

 

Τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων 1 και 3 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                        (Υπ.) ……………………………………

                                             Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο