ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 758/2021

Μεταξύ:

1.  Cube Master Marine Ltd

                                           2. Milutin Boskow

Εναγόντων

Και

 

                                      1. Petar Ilic

                                      2. Ilie Enterprises Ltd

                                      3. Ilic Enterprises (HK) Ltd

Εναγομένων

----------------------------------

 

Αίτηση ημερ. 29.04.2021 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων

 

31 Ιουλίου 2024

 

Για Ενάγοντες – Αιτητές:   κ. Χ. Χιώτης για Chrysses Demetriades & Co LLC

Για Εναγόμενους 1 και 2 – Καθ’  ων η Αίτηση:  κα Π. Καλυβίτου για Κ.Κ. Σαβεριάδης & Σία ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Οι Ενάγοντες 1 και 2 (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως οι Αιτητές 1 και 2) με την υπό εξέταση Αίτηση τους επιδιώκουν την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος το οποίο να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1, 2 και 3 από του να αποσύρουν ή και αποξενώσουν ή και πωλήσουν ή και μεταβιβάσουν ή και εγκρίνουν οποιοδήποτε ψήφισμα σε σχέση με την πώληση ή και μείωση της αξίας των μετοχών τους ή οποιωνδήποτε περιουσιακών τους στοιχείων εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, συνολικής αξίας μέχρι USD984.045,24 (ή το ισόποσο του σε ευρώ) πλέον €270.437,43 μέχρι την εκδίκαση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής ή και μέχρι νεότερων διαταγών του Δικαστηρίου.  Αξιώνουν ακόμα την έκδοση διατάγματος το οποίο να τους διατάσσει όπως αποκαλύψουν ενόρκως όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία που κατείχαν από τις 26.4.2017.

 

            Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Popovic, διευθυντή της Αιτήτριας 1, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Η Αιτήτρια 1 είναι εταιρεία, η οποία ενεγράφη δεόντως στην Κύπρο, ασχολούμενη με τη διαχείριση πλοίων.  Μοναδικός μέτοχος της είναι ο Αιτητής 2, ο οποίος είναι επίσης ένας εκ των διευθυντών της.  Ο Αιτητής 2 είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Zora Shipping S.A. η οποία είναι εγγεγραμμένη στον Παναμά και είναι η ιδιοκτήτρια του πλοίου “Eagle”, το οποίο είναι υπό τη διαχείριση της Αιτήτριας 1.  Ο Εναγόμενος 1 ήταν ένας εκ των διευθυντών και ο γραμματέας της Αιτήτριας 1 μέχρι την 31.3.2020 που υπέβαλε την παραίτηση του.  Περαιτέρω, είναι ένας εκ των διευθυντών της Εναγόμενης 2 και, όπως πληροφορείται από τον Αιτητή 2, ελέγχει και την Εναγόμενη 3. 

 

            Ο λόγος για τον οποίο ο Αιτητής 2 διόρισε τον Εναγόμενο 1 διευθυντή της Αιτήτριας 1 ήταν οι συστάσεις που έλαβε ότι ο Milinko Ilic, πατέρας του Εναγόμενου 1, έχει εκτεταμένη εμπειρία στη ναυτιλιακή βιομηχανία.  Κατά τον Απρίλιο του 2017 ο Αιτητής 2 επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 1 και τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους της Εναγόμενης 2 προκειμένου να ξεκινήσουν τη συνεργασία τους.  Όπως συμφωνήθηκε μεταξύ τους, οι Εναγόμενοι 1 και 2 θα προχωρούσαν με την εγγραφή της Αιτήτριας 1 στην Κύπρο και τη ναυτιλιακή διαχείριση της, περαιτέρω δε θα βοηθούσαν τον Αιτητή 2 με την αγορά του πλοίου “Eagle”.  Στις 26.4.2017 ενεγράφη η Αιτήτρια 1 και οι Εναγόμενοι 1 και 2 ξεκίνησαν τη συνεργασία τους με τον Αιτητή 2.   Μετά από δύο χρόνια συνεργασίας και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2019, κατά την αγορά του πλοίου “Eagle”, οι Εναγόμενοι 1 και 2 διορίστηκαν ως τεχνικοί διευθυντής της Αιτήτριας 1.  Συγκεκριμένα ο πατέρας του Εναγόμενου 1 διορίστηκε ως διευθυντής (Operational Manager) του Τεχνικού Τμήματος της Αιτήτριας 1 και η αδελφή του Εναγόμενου 1 ως η λογίστρια της.  Όλα τα ανωτέρω πρόσωπα αποτελούσαν την ομάδα διαχείρισης της Αιτήτριας 1 και ήταν υπεύθυνα για τη διαχείριση του πλοίου “Eagle”.  Ο Εναγόμενος 1 ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για τους λογαριασμούς της Αιτήτριας 1 που διατηρούσε στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Ελληνική Τράπεζα).

            Στις 29.6.2019 η Αιτήτρια 1 και η εταιρεία Bay Line Shipping Pte Ltd συμφώνησαν όπως το πλοίο “Eagle” μεταφέρει φορτίο από το Μυανμάρ στη Μαδαγασκάρη για το ποσό των €520.400.   Όπως πληροφορείται από τον Αιτητή 2, όταν η ως άνω περιγραφόμενη εταιρεία προχώρησε με την πληρωμή του συμφωνηθέντος  ποσού, η Ελληνική Τράπεζα αρνείτο να το πιστώσει στο λογαριασμό της Αιτήτριας 1, επειδή η ομάδα διαχείρισης δεν συνεργάστηκε κατάλληλα μαζί της και απέτυχε να εξηγήσει στην Ελληνική Τράπεζα τον λόγο για τον οποίο το πλοίο ήταν τόσο πολλή καιρό στο λιμάνι Yangun στο Μυανμάρ.  Ως εκ τούτου, η Ελληνική Τράπεζα επέστρεψε το ποσό των USD494.380 στην ανωτέρω περιγραφόμενη εταιρεία.  Είναι προφανές ότι η ομάδα διαχείρισης απέτυχε να εκτελέσει σωστά τα καθήκοντα της και να δώσει τις κατάλληλες εξηγήσεις στην Ελληνική Τράπεζα.

 

 Προσπαθώντας ο Αιτητής 2 να αντιμετωπίσει τα θέματα που είχαν προκύψει με την Ελληνική Τράπεζα και θεωρώντας ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε από την Ελληνική Τράπεζα και όχι από την ομάδα διαχείρισης, έδωσε οδηγίες  και παρέδωσε στον Εναγόμενο 1 όλα τα απαραίτητα έγγραφα της εταιρείας Zora Shipping S.A. και της Αιτήτριας 1, ώστε να προχωρήσει με τη σύσταση εταιρείας στον Χόνγκ Κόνγκ, της οποίας δικαιούχος θα ήταν αποκλειστικά ο ίδιος (ο Αιτητής 2), καθώς και με το άνοιγμα λογαριασμού στο όνομα της εταιρείας που θα ενεγράφετο, κατά τρόπο ώστε η πληρωμή του ποσού από την εταιρεία Bay Line Shipping Pte Ltd να πραγματοποιηθεί σε αυτό τον λογαριασμό.  Αντ’  αυτού ο Εναγόμενος 1, χωρίς τη συγκατάθεση και εξουσιοδότηση του Αιτητή 2, έδωσε οδηγίες στην ανωτέρω περιγραφόμενη εταιρεία να μεταφέρει το ποσό των USD494.380 στον τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3 στο Χονγκ Κονγκ, της οποίας ιδιοκτήτες ήταν ο Εναγόμενος 1 και ο πατέρας του.  Στις 15.8.2019 η ανωτέρω περιγραφόμενη εταιρεία κατέθεσε στο λογαριασμό της Εναγόμενης 3 το ποσό των USD494.131,24.  Οι Εναγόμενοι συνωμότησαν μεταξύ τους να εισπράξουν το αμέσως πιο πάνω αναφερόμενο ποσό μέσω της Εναγόμενης 3.  Ο Αιτητής 2 πλήρωσε όλα τα έξοδα για το ταξίδι του Εναγόμενου 1, καθώς και για την εγγραφή της νέας εταιρείας στο Χόνγκ Κόνγκ. 

 

            Ο Εναγόμενος 1 έπεισε τον Αιτητή 2 ότι η νέα εταιρεία που θα ενέγραφε στο Χονγκ Κόνγκ θα ήταν θυγατρική της Αιτήτριας 1 και, εν πάση περιπτώσει, τελικός δικαιούχος της θα ήταν ο Αιτητής 2.  Η καινούργια εταιρεία ενεγράφη στο Χόνγκ Κόνγκ στις 5.9.2019 και ονομάστηκε Cube Master Marine (HK) Ltd.  Μοναδικός ιδιοκτήτης της ήταν ο Εναγόμενος 1 και όχι ο Αιτητής 2, ως είχε συμφωνηθεί. Ο Αιτητής 2, θεωρώντας ότι ήταν ο τελικός δικαιούχος της ως άνω εταιρείας και ότι αυτή ήταν θυγατρική της Αιτήτριας 1, έδωσε οδηγίες όπως οι πιο κάτω  περιγραφόμενες εταιρείες, οι οποίες όφειλαν χρήματα στον ίδιο ή και στην Αιτήτρια 1, προβούν στις ακόλουθες μεταφορές στο λογαριασμό της νέας εταιρείας στο Χόνγκ Κόνγκ: 

 

            (α)  Στην εταιρεία Red King D.O.O. ποσό €22.150 στις 20.1.2020. 

           

            (β)  Στην εταιρεία Rival 1 D.O.O. ποσό €11.950 στις 29.1.2020 καθώς και ποσό €72.610 στις 10.3.2020.

 

            Τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά  εισπράχθηκαν παράνομα από τον Εναγόμενο 1 μέσω της νεοσύστατης εταιρείας Cube Master Marine (HK) Ltd.  Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 1, ο οποίος είχε τον έλεγχο των λογαριασμών της Αιτήτριας 1, κατά το έτος 2019 μετέφερε από το λογαριασμό της Αιτήτριας 1, σε δικό του λογαριασμό το ποσό των €163.727,43, χωρίς την εξουσιοδότηση των Αιτητών, με αποτέλεσμα να εισπράξει παράνομα και το αμέσως πιο πάνω αναφερόμενο ποσό. 

 

            Περί τον Ιούλιο του 2019 και ενώ το πλοίο “Eagle” ταξίδευε, η κύρια μηχανή του υπέστη βλάβη με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συνεχίσει το ταξίδι.  Η επιδιόρθωση της μηχανής διήρκεσε τρεις μήνες και ο Αιτητής 2 πλήρωσε όλα τα έξοδα της επιδιόρθωσης.  Μετά την επιδιόρθωση της μηχανής του, περί τον Δεκέμβριο του 2019, το πλοίο είχε ακόμα ένα ατύχημα όταν ξέσπασε κακοκαιρία κοντά στο St. Louis Martinique.  Στο μεσοδιάστημα η Ομάδα Διαχείρισης παρέλειψε να ανανεώσει την άδεια του πλοίου, η οποία είχε λήξει και χρειάστηκαν δύο περίπου μήνες για την ανανέωση της.  Οι Εναγόμενοι 1 και 2 έκαναν τον Αιτητή 2 να πιστέψει ότι ψάχνουν νέους πελάτες και νέες ευκαιρίες εργασίας, ενώ στην πραγματικότητα προχώρησαν σε επιβλαβείς δραστηριότητες εναντίον των Αιτητών. Συγκεκριμένα το πλοίο για περισσότερο από ένα χρόνο είχε μόνο ένα φορτίο από το Μυανμάρ στη Μαδαγασκάρη.  Ο Αιτητής 2 περί τις αρχές του 2020 ζήτησε από τους Εναγόμενους 1 και 2 να προχωρήσουν με την υποβολή απαίτησης προς την ασφαλιστική εταιρεία Swedish Club με σκοπό την κάλυψη των εξόδων για τις ζημιές που υπέστη το πλοίο “Eagle”.  Όπως πληροφορείται από τον Αιτητή 2, οι Εναγόμενοι 1 και 2 έδωσαν οδηγίες στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία να μεταφέρει τα χρήματα της απαίτησης της Αιτήτριας 1 στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας Cube Master Marine (HK) Ltd στο Χόνγκ Κόνγκ, παρά το ότι η Αιτήτρια 1 κατά τον επίδικο χρόνο διατηρούσε λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα.  Ακολουθώντας τις οδηγίες των Εναγομένων 1 και 2 η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία μετέφερε τα ποσά των USD49.993, USD49,963 και USD389.958 στο λογαριασμό της ως άνω περιγραφόμενης εταιρείας στο Χόνγκ Κόνγκ.  Κατ’  αυτό τον τρόπο ο Εναγόμενος 1 παρέλαβε μέσω της ανωτέρω περιγραφόμενης εταιρείας, στην οποία ήταν μέτοχος κατά 100%, το συνολικό ποσό των USD489.914.

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

 

            Οι Εναγόμενοι 1 και 2, στους οποίους επιδόθηκε η Αίτηση, εναντιώθηκαν στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Αίτηση δεν επιδόθηκε στην Εναγόμενη 3, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε εναντίον της. Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης, την οποία οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρισαν, προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

1.        Δεν πληρούνται οι νομοθετικές και/ή νομολογιακές προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

2.        Η νομική βάση της Αίτησης είναι ελλιπής και/ή ελαττωματική και/ή πάσχει από ουσιώδης παραλείψεις.

3.        Δεν καταδείχτηκε το κατ' επείγον του αιτήματος.

4.            Οι  Αιτητές ουδέποτε  κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους με τους     Εναγόμενους 1 και 2 ισχυρίσθηκαν ότι υπήρχαν οιεσδήποτε ατασθαλίες στα οικονομικά ή άλλα θέματα ή ότι δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες των Εναγομένων 1 και 2.

5.        Δεν καταδείχτηκε οιοσδήποτε κίνδυνος και/ή αδυναμία των Εναγόμενων 1 και 2 να ικανοποιήσουν μελλοντικά οιανδήποτε τυχόν απόφαση εναντίον τους.

6.        Οι Αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα και/ή αλληλογραφία και/ή έγγραφα και/ή παρέλειψαν να υποδείξουν στο Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα και πιο συγκεκριμένα επιχειρούν να δημιουργήσουν με τον τρόπο αυτό εσφαλμένη και/ή παραπλανητική εικόνα αναφορικά με ισχυριζόμενες και/ή κακόπιστες και/ή αυθαίρετες ενέργειες των Καθ' ων η Αίτηση/Εναγομένων 1 και 2 και, ταυτόχρονα, απέκρυψαν από το Δικαστήριο αλληλογραφία και/ή έγγραφα τα οποία στο τέλος της ημέρας αποδεικνύουν ότι όλες οι ενέργειες των Εναγομένων 1 και 2 συμπεριλαμβανομένων όλων των πληρωμών, ήταν εις πλήρη γνώση και/ή με την συγκατάθεση και/ή κατόπιν οδηγιών του Αιτητή 2 είτε προσωπικώς είτε εκ μέρους της Αιτήτριας 1.

7.        Η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης εντελώς παραπλανητικά και κακόπιστα περιέχει κατ' επανάληψη αυθαίρετες αναφορές σε ισχυριζόμενη καταχρηστική, κακόπιστη και ανέντιμη συμπεριφορά των Καθ' ων η Αίτηση/Εναγομένων 1 και 2 και καταλήγει σε αυθαίρετες ερμηνείες και συμπεράσματα, χωρίς να παρουσιάζονται στοιχειά που να αποδεικνύουν τους εν λόγω ισχυρισμούς.

8.        Η Ένορκη Δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης σκοπίμως δεν αναφέρει και/ή δεν εξηγεί πως οι Αιτητές καταλήγουν στο ύψος της ισχυριζόμενης οφειλής των Εναγόμενων προς αυτούς, ποσό το οποίο εκ πρώτης όψεως διαφέρει κατά πολύ από το σύνολο των ποσών που αναφέρονται στην Ένορκη Δήλωση.

 

            Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1, στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

 

            Πράγματι ο Αιτητής 2 με ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 16.3.2017 επικοινώνησε με την Εναγόμενη 2 και με τον πατέρα του για να διευθετήσει διάφορες συναντήσεις στην Κύπρο στις οποίες θα συζητείτο το θέμα ίδρυσης ναυτιλιακής εταιρείας στην Κύπρο και αναζήτησης πλοίου τύπου «Bulk Carrier» (γενικού φορτίου) προς αγορά.  Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που επακολούθησαν, ο Αιτητής 2 συμφώνησε με τους εκπροσώπους της Εναγόμενης 2 όπως αυτοί προχωρήσουν με τη σύσταση εταιρείας στην Κύπρο και την αναζήτηση πλοίου του ως άνω τύπου.  Ο Αιτητής 2, σε κατ’  ιδίαν συζητήσεις, πληροφόρησε τον πατέρα του ότι πίσω από το συγκεκριμένο σχέδιο υπήρχαν επενδυτές (investors), οι οποίοι είχαν τα δικά τους φορτία και πιο συγκεκριμένα φορτία ζάχαρης.  Ο Αιτητής 2 τους ανέφερε επίσης κατ’  επανάληψη ότι οι ανωτέρω επενδυτές θα χειρίζονταν όλα τα θέματα που αφορούσαν την ναύλωση ή και τη διαχείριση των ναυλώσεων του πλοίου και προς το σκοπό αυτό είχε πρόθεση να συστήσει μια πλήρως επανδρωμένη ναυτιλιακή εταιρεία στην Κύπρο με δικά της γραφεία.

 

            Το πλοίο “Eagle” παραλείφθηκε τον Μάϊο του 2019 και η λειτουργική και τεχνική του διαχείριση ανήκε στην Αιτήτρια 1 μέχρι και τον Μάρτιο του 2020.  Δύο εβδομάδες πριν την παραλαβή του, ο Αιτητής 2 τους πληροφόρησε ότι οι επενδυτές αδυνατούσαν να εξεύρουν πλήρωμα.  Ενόψει της ως άνω αδυναμίας των επενδυτών, οι εκπρόσωποι της Εναγόμενης 2, πέραν των καθηκόντων που αφορούσαν την παραλαβή του πλοίου, την εγγραφή του, την έκδοση των απαραίτητων διεθνών πιστοποιητικών, την ασφάλιση και την ανάληψη της φυσικής κατοχής του από την Αιτήτρια 1, επωμίστηκαν και το πρόσθετο βάρος της εξεύρεσης πληρώματος.  Ως προσωρινή λύση η Εναγόμενη 2 ανέθεσε τη διαχείριση πληρώματος του πλοίου στην εταιρεία Cassiopeia Shipmanagement (CY).  Τα λογιστικά της Αιτήτριας 1 ανέλαβε προσωρινά η αδελφή του, η οποία ουδέποτε ήταν μέρος της τεχνικής διαχείρισης του πλοίου.  Μέχρι και τον Μάρτιο 2020 ο Αιτητής 2 κανένα μέτρο έλαβε για να ελαφρύνει τον τεράστιο όγκο εργασιών που σχετιζόταν με τη διαχείριση πληρώματος, τη διαχείριση ναυλώσεων και τα λογιστικά, ως ήταν η αρχική συμφωνία των διαδίκων.  Με την παραλαβή του πλοίου δεν είχε εξασφαλιστεί από τους Αιτητές οποιοδήποτε φορτίο ή ναύλωση, γι’  αυτό και οι εκπρόσωποι της Εναγόμενης 2 αναγκάστηκαν να αναζητήσουν φορτίο στην αγορά σημείου (spot market).   

 

            Ο Αιτητής 2, ως ιδιοκτήτης της Αιτήτριας 1, ήταν το άτομο που είχε τον πλήρη έλεγχο και εξουσία σε σχέση με τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Αιτήτρια 1 με την Ελληνική Τράπεζα.  Του είχε παραχωρηθεί από τον Αιτητή 2 δικαίωμα υπογραφής στους ανωτέρω λογαριασμούς για να υλοποιεί πληρωμές που αφορούσαν έξοδα της Αιτήτριας 1 και του πλοίου.   Ο Αιτητής 2 είχε πάντοτε τη δυνατότητα να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή τους λογαριασμούς, να ακυρώνει οποιαδήποτε εντολή του και να περιορίζει ή και ακυρώνει τα όποια δικαιώματα του είχε παραχωρήσει.   

 

            Αναφορικά με το απορριφθέν από την Ελληνική Τράπεζα έμβασμα της Bay Line Shipping Pte Ltd προς την Αιτήτρια 1, ισχυρίζεται ότι το συγκεκριμένο έμβασμα απορρίφθηκε στις 9.8.2019 χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση προς τους εκπροσώπους της Εναγόμενης 2.  Μετά από επικοινωνία ή και παραστάσεις της Εναγόμενης 2 προς την Ελληνική Τράπεζα, τους αναφέρθηκε ότι το έμβασμα απορρίφθηκε λόγω της «εσωτερικής πολιτικής» της τράπεζας.  Παρά την απόρριψη του, η Εναγόμενη 2 συνέχισε τις παραστάσεις της με αποτέλεσμα η Ελληνική Τράπεζα να τους ενημερώσει τελικά ότι ο λόγος για τον οποίο το έμβασμα απορρίφθηκε ήταν το ότι το Μυανμάρ είναι στον κατάλογο «μη αποδεκτών κρατών» (list of unacceptable countries).  Ο πατέρας του ενημέρωσε με ηλεκτρονικά του μηνύματα τον Αιτητή 2 για τον ως άνω λόγο που πρόβαλε η Ελληνική Τράπεζα.  Πέραν των πιο πάνω, η Ελληνική Τράπεζα στις 12.8.2019 απέρριψε δύο εντολές των Αιτητών προς την εταιρεία Vivo Energy Mauritius Ltd σε σχέση με καύσιμα για το πλοίο στο λιμάνι Port Louis.  Ήταν προφανές ότι η Ελληνική Τράπεζα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές ανάγκες της Αιτήτριας 1 και ότι θα έπρεπε να εξευρεθεί εναλλακτική τράπεζα για την ομαλή λειτουργία του πλοίου. 

 

            Ήταν απαραίτητο να βρεθεί άμεσα λύση σε σχέση με το απορριφθέν έμβασμα καθότι ο ναύλος έπρεπε να πληρωθεί εντός 5 εργάσιμων ημερών από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι της Yangon, ήτοι μέχρι την 8.8.2019.  Ο πατέρας του ζήτησε από τον Αιτητή 2 κάποιο εναλλακτικό λογαριασμό στον οποίο θα μπορούσε να γίνει η συγκεκριμένη πληρωμή.  Ο Αιτητής 2 πληροφόρησε τον πατέρα του ότι ούτε εκείνος ούτε η Αιτήτρια 1 είχε κάποιο εναλλακτικό λογαριασμό και εισηγήθηκε τον λογαριασμό της Εναγόμενης 3.  Ο πατέρας του εξέφρασε τις ανησυχίες του σε σχέση με τη χρήση του ως άνω λογαριασμού, ιδιαίτερα για το πώς θα δικαιολογούνταν λογιστικά οι πληρωμές που θα γίνονταν.  Ο Αιτητής 2 ανέφερε στον πατέρα του ότι αυτά θα τα διευθετούσαν οι λογιστές.  Κάτω από τα συγκεκριμένα δεδομένα και με τη συμφωνία ότι το έμβασμα θα χρησιμοποιείτο για την εξόφληση οφειλών της Αιτήτριας 1 και του πλοίου, δόθηκε ο λογαριασμός της Εναγόμενης 3.  Ο Αιτητής 2 πληροφορήθηκε άμεσα για την παραλαβή του εμβάσματος από την εταιρεία Bay Line Shipping Pte Ltd ως επίσης και για το πώς ξοδεύτηκαν τα χρήματα, μέσω της κατάστασης λογαριασμού και αντίγραφα άλλων τραπεζικών εγγράφων και τιμολογίων που του απέστειλαν.

 

Μετά από επαφές μεταξύ Αιτητή 2 και εκπροσώπων της Εναγόμενης 2 περί το τέλος Αυγούστου 2019, συμφωνήθηκε όπως η Εναγόμενη 2 προχωρήσει με τη σύσταση εταιρείας και άνοιγμα λογαριασμού στο Χονγκ Κόνγκ.  Ο Αιτητής 2 πληροφορήθηκε ότι θα ήταν προσωπικά (ο ενόρκως δηλών) ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της εταιρείας αυτής καθώς και ο εξουσιοδοτημένος χρήστης του τραπεζικού της λογαριασμού.  Όταν πληροφορήθηκε τα ανωτέρω ο Αιτητής 2, ουδεμία ένσταση ήγειρε, ούτε εξέφρασε οποιαδήποτε ανησυχία ή προβληματισμό.  Επίσης από τις 5.9.2019 που συστάθηκε η εταιρεία Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd μέχρι και το τέλος Μαρτίου 2020, ο Αιτητής δεν ήγειρε οποιοδήποτε θέμα, ανησυχία ή προβληματισμό σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς ή την διοικητική δομή της ως άνω εταιρείας.  Ουδέποτε έκαμε οποιαδήποτε πληρωμή ή μεταφορά χρημάτων από τους λογαριασμούς της Αιτήτριας 1 ή και τους λογαριασμούς της εταιρείας Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd σε προσωπικό του λογαριασμό, κάτι το οποίο ο Αιτητής 2 καλώς γνωρίζει.

 

Στις 2.9.2019 το πλοίο υπέστη βλάβες στην κυρίως μηχανή του κατά τη διάρκεια ταξιδιού.  Το πλοίο ωστόσο μπόρεσε να συνεχίσει το ταξίδι του και να φτάσει στο λιμάνι Mtwara στην Τανζανία.  Εκεί έγιναν οι επισκευές στην κυρίως μηχανή, υπό την επίβλεψη Ολλανδικής Εταιρείας, οι οποίες ολοκληρώθηκαν την 3.12.2019.  Λόγω της προηγούμενης κακής εμπειρίας που είχε η Αιτήτρια 1 με την Ελληνική Τράπεζα, έδωσε προφορικές εντολές στην Εναγόμενη 2 όπως οι πληρωμές από τους ναυτασφαλιστές σε σχέση με τις βλάβες της κυρίως μηχανής γίνουν στην εταιρεία Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd.  Ο Αιτητής 2 λάμβανε τακτική ενημέρωση για τους λογαριασμούς της ως άνω εταιρείας, για τα χρήματα που παραλαμβάνονταν και τις πληρωμές που γίνονταν σε τρίτους, πάντοτε με τις οδηγίες του Αιτητή 2.  Με ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 28.12.2019 ο πατέρας του ενημέρωσε τον Αιτητή 2 για τα χρήματα που παραλήφθηκαν στο λογαριασμό της ως άνω εταιρείας μετά από τις μεταφορές που έκαμαν σ’  αυτόν οι ναυτασφαλιστές, ως και για το υπόλοιπο στον εν λόγω λογαριασμό.  Ο Αιτητής 2 γνώριζε εξ αρχής ότι η Εναγόμενη 2 υπέβαλε άμεσα απαίτηση στους ναυτασφαλιστές για τις απώλειες στο σκαρί και μηχανήματα (hull and machinery) και την απώλεια ναύλωσης (loss of higher).   Tο ποσό των USD389.958 από την ασφαλιστική εταιρεία Swedish Club σχετίζεται με την απαίτηση για απώλεια ναύλωσης, ενώ τα ποσά των USD49.963 και USD49.993 σχετίζονται με την απαίτηση για το σκαρί και τα μηχανήματα.

 

Ο Αιτητής 2 επισκέφθηκε την Κύπρο αρκετές φορές μετά την παραλαβή του πλοίου και είχε πολλές συναντήσεις με εκπροσώπους της Εναγόμενης 2.  Δυστυχώς παρά τις ρητές υποσχέσεις του, ουδέποτε έδωσε λύσεις στα προβλήματα που αφορούσαν τα οικονομικά της Αιτήτριας 1, τη διαχείριση προσωπικού ή ναυλώσεων του πλοίου, ούτε και παρουσίασε οποιοδήποτε επιχειρηματικό σχέδιο.  Μη έχοντας άλλο τρόπο ή επιλογή να καταφέρουν να πείσουν τον Αιτητή 2 να αλλάξει την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων και για να αποφύγουν τον πιθανό κίνδυνο στο πλήρωμα, στο πλοίο και το περιβάλλον, παραιτήθηκαν και τερμάτισαν τη συνεργασία τους με τους Αιτητές με ισχύ την 31.3.2020.  Μετά την παραίτηση τους, ο Αιτητής 2 ουδέποτε ζήτησε οποιαδήποτε συνάντηση μαζί τους.  Ζήτησε συνάντηση για τελευταία φορά στις 13.3.2020, αλλά λόγω της υπάρχουσας τότε πανδημίας του κορωνοϊού καμιά συνάντηση μπορούσε να διευθετηθεί τη δεδομένη περίοδο.  Όταν ήταν προφανές ότι η συνεργασία τους θα τερματιζόταν, ο πατέρας του ζήτησε από τον Αιτητή 2 οδηγίες πού να σταλούν τα υπόλοιπα που υπήρχαν στο λογαριασμό της Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd.  Σε ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 28.3.2020 ο πατέρας του πρόσθεσε ότι αν δεν λάμβαναν οδηγίες μέχρι τις 30.3.2020, τα υπόλοιπα θα αποστέλλονταν στο λογαριασμό της Αιτήτριας 1.  Τελικά μετά από οδηγίες του Αιτητή 2, όλα τα υπόλοιπα αποστάληκαν την 21.4.2020 στο λογαριασμό της Beatrix Enterprises Co του Πειραιά και την ίδια μέρα ενημερώθηκε ο Αιτητής 2 με ηλεκτρονικό μήνυμα. 

 

            Αναφορικά με το ποσό των €63.021,88, στο οποίο αναφέρεται ο Αιτητής στην ένορκη δήλωση του, αυτό αποτελούσε οφειλή προς τους Εναγόμενους 2 και 3 για τους μήνες Ιανουάριο – Μάρτιο 2020 και όχι στον ίδιο προσωπικά.   Στις 8.4.2020 ο Αιτητής 2 με ηλεκτρονικό του μήνυμα επιβεβαίωσε ότι μπορούσε να μεταφέρει το συγκεκριμένο ποσό από το λογαριασμό της Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd προς εξόφληση των οφειλών στους Εναγόμενους 2 και 3.  Κανένας εκβιασμός από μέρους τους υπήρξε ότι αν δεν εξοφλούνταν οι οφειλές προς τους Εναγόμενους 2 και 3 δεν θα παραδίδονταν τα απαιτούμενα έγγραφα σε σχέση με την Αιτήτρια 1.  Αυτά παραδόθηκαν, μετά από οδηγίες του Αιτητή 2, στον κ. Βezo Begovic  στις 22.4.2020 και ο Αιτητής 2 ενημερώθηκε σχετικά αυθημερόν μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος.  Μετά τον τερματισμό της μεταξύ τους συνεργασίας και την μεταφορά των υπολοίπων που υπήρχαν στο λογαριασμό της Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd στην Beatrix Enterprises Co, με οδηγίες του Αιτητή 2 αποτάθηκε στις αρμόδιες αρχές για το κλείσιμο της ως άνω εταιρείας ως επίσης και των τραπεζικών της λογαριασμών.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η Aίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 21, 22, 29, 30, 31, 32, 41, 42 και 43 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στα άρθρα 2, 4, 5, 7, 9, 14, 91Α, 91Β, 91Γ και 91Δ του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.6, Δ.39, Δ.48 θθ.1-9, Δ.55 και Δ.64.

 

 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αιτούμενο στην παράγραφο Α της Aίτησης διάταγμα είναι τύπου Mareva αφού με αυτό ζητείται η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των Εναγομένων τόσο εντός όσο και εκτός δικαιοδοσίας.  Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd v. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1 ΑΑΔ 162 νομολογήθηκε ότι η εξουσία που παρέχει το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων νόμου 14/60 στο Δικαστήριο είναι τόσο ευρεία, σε βαθμό που επιτρέπει την επέκταση της εμβέλειας των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας.  Όπως ειδικότερα αναφέρεται στις σελίδες 177 και 178:

 

«Στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ’ όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο. Βέβαια στο άρθρο 32 υπάρχει πρόνοια ότι τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται εκτός αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία και ότι εκτός αν εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Στην υπόθεση BP Holdings Ltd κ.ά. ν. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 τονίστηκε ότι τα δικαστήρια της Κύπρου λειτουργούν με βάση την ευρύτατη εξουσία που τους παρέχεται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60. Σε σχέση με την αλλαγή που επήλθε στην Αγγλική νομολογία το 1975, με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων τύπου Mareva, το Εφετείο στην προαναφερόμενη υπόθεση παρατήρησε ότι το άρθρο 45 του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act του 1925, στο οποίο βασίστηκαν οι Αγγλικές αποφάσεις Nippon Ysen Kaisha v. Karagiorghis [1975] 3 All E.R. 282 και Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulk Carriers S.A. [1975] 2 Lloyds Rep. 509, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 37(1) του δικού μας παλαιού περί Δικαστηρίων Νόμου 40/53 και με το άρθρο 32 του ισχύοντος Νόμου 14/60. Είναι πρόδηλο πως τα Αγγλικά δικαστήρια έκριναν τότε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, ειδικότερα στον τομέα της επικοινωνίας, καθώς βέβαια και τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων. Λέχθηκε στην υπόθεση Κιταλίδης (ανωτέρω) ότι σήμερα μπορεί να γίνουν δοσοληψίες σε όλα τα μέρη της γης μέσα σε λίγα λεπτά μέσω του συστήματος τηλεμηνυμάτων. Χρήματα μπορεί να μεταφερθούν από τον ένα λογαριασμό σε άλλο και από τη μια χώρα στην άλλη σε λίγα δευτερόλεπτα. Η απαίτηση των σύγχρονων ρυθμών ζωής οδήγησαν τα Δικαστήρια στη σκέψη πως θα έπρεπε να αναδιαπλάσουν το πλαίσιο της εξουσίας τους για να παρέχεται σ’ αυτά η δυνατότητα τέτοιου χειρισμού των προσωρινών διαταγμάτων, ώστε αυτά να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς.

 

Είναι προφανές λοιπόν ότι, δυνάμει του άρθρου 32 του Ν. 14/60 με το οποίο παρέχεται ευρύτατη εξουσία στα Δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα, και με βάση τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κιταλίδη (ανωτέρω) περί αναδιάπλασης του πλαισίου της εξουσίας των δικαστηρίων ώστε τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδίδονται να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς αλλά και τα όσα παρατηρήθηκαν, γενικά, σε σχέση με τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων, παρείχετο έρεισμα στο πρωτόδικο δικαστήριο να εκδώσει, στην προκείμενη περίπτωση, παρεμπίπτοντα διατάγματα που να δεσμεύουν και περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων, εκτός δικαιοδοσίας.»

 

 

Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται.  Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν14/60 που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία, οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:

 

α)         Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο

Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.

 

 

β)         Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία

Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).

 

γ)         Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας  (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).

 

Έχοντας κατά νου ότι μέρος των λόγων ένστασης εστιάζεται στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32, θα προχωρήσω με την εξέταση του κατά πόσο η προσαχθείσα από τους Αιτητές μαρτυρία, ικανοποιεί τις εν λόγω προϋποθέσεις.  Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το κλητήριο ένταλμα.  Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd v. Joseph P. Lasala κ.ά. (ανωτέρω)).

 

Όπως διαφαίνεται από το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η αξίωση των Αιτητών για αποζημιώσεις στηρίζεται διαζευκτικά στα αστικά αδικήματα του δόλου, της απάτης, της απόσπασης χρημάτων με δόλιες και/ή αναλυθείς παραστάσεις, της συνομωσίας προς εξαπάτηση, της κλοπής (ιδιοποίησης), της αμέλειας, όπως επίσης και σε παράβαση συμφωνίας καθώς και σε αδικαιολόγητο πλουτισμό.

 

Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, έχω ικανοποιηθεί ότι το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εμπεριέχει αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής και, κατ’ επέκταση, αποκαλύπτει μια συζητήσιμη υπόθεση (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολ. Έφεση αρ. Ε143/2015, ημερ. 23.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:A102.

 

Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32. Το ποσό το οποίο αξιώνουν οι Αιτητές, ως αποζημιώσεις, σύμφωνα με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ανέρχεται σε USD984.045,24 (ή το ισόποσο σε Ευρώ), πλέον €270.437,43. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του κ. Popovic, το ποσό των  USD984.045,24 αποτελείται κατά ένα μέρος από το ποσό των USD494.131,24 το οποίο με οδηγίες του Εναγόμενου 1, κατατέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 3, χωρίς την συγκατάθεση και εξουσιοδότηση του Αιτητή 2. Το ποσό αυτό, με βάση τους ισχυρισμούς του κ. Popovic, αντιπροσωπεύει το οφειλόμενο στην Αιτήτρια 1 ναύλο από την εταιρεία Bay Line Shipping Pte Ltd, για τη μεταφορά φορτίου της ως άνω εταιρείας με το πλοίο της Αιτήτριας 1 “Eagle” από το Μυανμάρ στη Μαδαγασκάρη. Το υπόλοιπο μέρος των USD489.914, αποτελεί την αποζημίωση που πλήρωσε η Ασφαλιστική Εταιρεία Swedish Club για τη ζημιά που υπέστη η Αιτήτρια 1 από την απώλεια μίσθωσης (loss of hire) του πλοίου “Eagle”, κατά το διάστημα που δεν μπορούσε τα ταξιδέψει λόγω βλάβης στην κυρίως μηχανή του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ. Popovic, το ως άνω ποσό, με οδηγίες των Εναγομένων 1 και 2, εμβάστηκε από την ως άνω Ασφαλιστική Εταιρεία στο λογαριασμό της εταιρείας Cube Master Marin (HK) Ltd στο Χονγκ Κονγκ, της οποίας αποκλειστικός μέτοχος ήταν ο Εναγόμενος 1, παρά το ότι η Αιτήτρια 1 κατά τον επίδικο χρόνο διατηρούσε λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα.  Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Εναγόμενος 1 εισέπραξε, μέσω της ως άνω εταιρείας, το ποσό των USD489.914 παράνομα ή/και δόλια, ως ισχυρίζεται ο κ. Popovic.

 

Καθ’ όσον αφορά το ποσό των €270.437,43, αυτό, κατά τον κ. Popovic, αποτελείται από το ποσό των €106.710, το οποίο όφειλαν συνολικά οι εταιρείες Red King D.O.O. και Rival Ena D.O.O. στην Αιτήτρια 1 και το οποίο με οδηγίες του Αιτητή 2 μετέφεραν στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας Cube Master Marin (HK) Ltd στο Χονγκ Κονγκ, προς εξόφληση της οφειλής των ως άνω εταιρειών προς την Αιτήτρια 1. Ο Αιτητής 2 είχε δώσει τις οδηγίες στις ως άνω εταιρείες για μεταφορά των οφειλόμενων ποσών, πιστεύοντας ότι ήταν ο τελικός δικαιούχος της εταιρείας Cube Master Marin (HK) Ltd, την οποία θεωρούσε ως θυγατρική ή/και αδελφική της Αιτήτριας 1. Το υπόλοιπο μέρος των €163.727,43 αντιπροσωπεύει, κατά τον κ. Popovic, το ποσό που ο Εναγόμενος 1 μετέφερε από τους λογαριασμούς της Αιτήτριας 1, των οποίων είχε τον έλεγχο, σε λογαριασμούς των Εναγομένων, χωρίς την εξουσιοδότηση των Αιτητών, το οποίο και εισέπραξε παράνομα.

 

Καθ’ όσον αφορά το ποσό των USD984.045,24, έχω την ταπεινή άποψη ότι το μαρτυρικό υλικό που παρουσίασαν οι Αιτητές ήταν επαρκές σε βαθμό που καταδεικνύει ότι το μεν ποσό των USD494.131,24 εμβάστηκε από την εταιρεία Bay Line Shipping Pte Ltd, σε λογαριασμό της Εναγόμενης 3, το δε ποσό των USD489.914 εμβάστηκε από την Ασφαλιστική Εταιρεία Swedish Club στο λογαριασμό της εταιρείας Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd στο Χονγκ Κονγκ.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι Εναγόμενοι δεν αμφισβητούν, αντίθετα παραδέχονται τη μεταφορά των ως άνω ποσών στους λογαριασμούς της Εναγόμενης 3 και της εταιρείας Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd αντίστοιχα. Ισχυρίζονται όμως ότι το μεν ποσό των USD494.131,24 μεταφέρθηκε στο λογαριασμό της Εναγόμενης 3 καθ’ υπόδειξη του ίδιου του Αιτητή 2 και διατέθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του προς εξόφληση οφειλών της Αιτήτριας 1 και του πλοίου “Eagle”, το δε ποσό των USD489.914 μεταφέρθηκε στο λογαριασμό της Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd στο Χονγκ Κονγκ, επίσης με οδηγίες του Αιτητή 2, ολόκληρο δε το ποσό του ως άνω λογαριασμού αποστάληκε από τους Εναγόμενους με οδηγίες του Αιτητή 2 κατά την 21.4.2020 στο λογαριασμό της Beatrix Enterprises Co του Πειραιά και την ίδια μέρα ενημερώθηκε για τη μεταφορά του ο Αιτητής 2 με ηλεκτρονικό μήνυμα. Θα πρέπει φυσικά να επισημανθεί ότι οι αμέσως πιο πάνω ισχυρισμοί των Εναγομένων δεν θα μπορούσαν να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο για το λόγο ότι στο στάδιο αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται η όσο το δυνατό αντιπαράθεση και αξιολόγηση των διιστάμενων εκδοχών προς τον σκοπό της εξαγωγής ευρημάτων, έργο το οποίο ανάγεται σε τελικό στάδιο (Κούππα ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665).   Το κατά πόσο θα γίνει τελικά αποδεκτή ή όχι η αμέσως πιο πάνω εκδοχή των Εναγομένων είναι ζήτημα το οποίο μόνο σε τελικό στάδιο θα μπορούσε να κριθεί.

 

Καθ’ όσον αφορά το ποσό των €270.437,43 το οποίο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του κ. Popovic, μεταφέρθηκε στο λογαριασμό της εταιρείας Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd (μέρος του), καθώς και σε λογαριασμό των Εναγομένων, οι Αιτητές, για μεν το ποσό των €106.710 παρουσιάζουν, προς απόδειξη της μεταφοράς του, δέσμη καταστάσεων λογαριασμού στις οποίες, όπως ισχυρίζεται ο κ. Popovic, φαίνονται οι σχετικές μεταφορές της εταιρείας Rival Ena D.O.O. (Τεκ. 7 της ενόρκου δηλώσεώς του). Οι παρουσιασθείσες όμως καταστάσεις δεν αποτελούν, κατά την ταπεινή μου άποψη, επαρκή μαρτυρία προς τεκμηρίωση της μεταφοράς του ως άνω ποσού στο λογαριασμό της εταιρείας Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd. Λογικά, οι σχετικές μεταφορές θα μπορούσαν να τεκμηριωθούν με την παρουσίαση της κατάστασης του τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd, στην οποία αυτές θα φαίνονταν. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι παρουσιασθείσες καταστάσεις δεν αποτελούν κατάσταση του τραπεζικού λογαριασμού της ως άνω εταιρείας.  Όπως δε είναι νομολογημένο, η μαρτυρία θα πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα, από τα οποία καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της υπόθεσης του αιτητή (Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253).

 

Οι ίδιες παρατηρήσεις μου θα πρέπει να λεχθούν και σε σχέση με το ποσό των €163.727,43 το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ. Popovic, μεταφέρθηκε παράνομα από το λογαριασμό της Αιτήτριας 1 σε λογαριασμό των Εναγομένων. Οι Αιτητές, προς απόδειξη της ως άνω μεταφοράς, παρουσιάζουν δέσμη καταστάσεων του τραπεζικού λογαριασμού της Αιτήτριας 1 που διατηρούσε κατά τον επίδικο χρόνο με την Ελληνική Τράπεζα, αποτελούμενη από 24 σελίδες. Δεν έχει δοθεί όμως οποιαδήποτε επεξήγηση από τον ενόρκως δηλούντα, εν σχέσει με το ακριβές σημείο των καταστάσεων στο οποίο παρουσιάζεται η μεταφορά του ως άνω ποσού, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να παραμείνει παντελώς αβοήθητο στον εντοπισμό της ισχυριζόμενης μεταφοράς.

 

Αποτελεί ισχυρισμό της ενόρκου δηλώσεως του κ. Popovic ότι όλες οι ανωτέρω ενέργειες των Εναγομένων ήταν δόλιες και έγιναν από αυτούς με συνωμοσία προς εξαπάτηση των Αιτητών και για να προκαλέσουν σ’ αυτούς ζημιές με παράνομα ή/και νόμιμα μέσα. Ειδικότερα, παρατίθενται οι ακόλουθες λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων επιλήψιμων ενεργειών των Εναγομένων:

 

1.    Οι Εναγόμενοι 1 και/ή 2 εκμεταλλεύτηκαν την εμπιστοσύνη την οποία επέδειξαν σε αυτούς οι Αιτητές και συνωμότησαν με την Εναγόμενη 3 και ως αποτέλεσμα,  με δόλιες και/ή παράνομες πράξεις αποκόμισαν όφελος εις βάρος των Αιτητών, τους οποίους και εξαπάτησαν αποκομίζοντας χρήματα τα οποία ανήκαν σ’ αυτούς.

2.    Οι Εναγόμενοι συνωμότησαν εναντίον των Αιτητών και υπεξαίρεσαν τα χρήματα τους με σκοπό το προσωπικό τους κέρδος, χωρίς να έχουν σκοπό να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της συμφωνίας συνεργασίας τους με τους Αιτητές.

3.    Ο Εναγόμενος 1 παρουσίασε στον Αιτητή 2 ψευδώς ότι είχε πρόθεση να ανοίξει λογαριασμό και/ή να εγγράψει εταιρεία στο Χονγκ Κονγκ η οποία θα είχε την ίδια δομή όπως η Αιτήτρια 1 και/ή θα ήταν αδελφική και/ή θυγατρική της Αιτήτριας 1 και της οποίας ο τελικός δικαιούχος θα ήταν ο Αιτητής 2, με σκοπό την επίλυση των θεμάτων που δημιουργήθηκαν με την Ελληνική Τράπεζα.

4.    Ο Εναγόμενος 1 ενήργησε με τέτοιο τρόπο ώστε ο Αιτητής 2 να νομίζει ότι τα χρήματα που μεταφέρονταν στην εταιρεία Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd στο Χονγκ Κονγκ μεταφέρονταν σε εταιρεία της οποίας ήταν ο τελικός δικαιούχος, χωρίς να έχει πρόθεση να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω χρήματα για το σκοπό για τον οποίο δόθηκαν ή να τα επιστρέψει στον Αιτητή 2.

5.    Οι Εναγόμενοι υπεξαίρεσαν τα χρήματα από τις πληρωμές που έγιναν από την εταιρεία Bay Line Shipping Pte Ltd και την ασφαλιστική εταιρεία The Swedish Club και έδωσαν οδηγίες και/ή συνωμότησαν να εξαπατήσουν και να παροτρύνουν τις εν λόγω εταιρείες να καταβάλουν τα χρήματα στην Εναγόμενη 3 και στην Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd, στην οποία ο Εναγόμενος 1 ήταν 100% ιδιοκτήτης.

6.    Οι Εναγόμενοι παραβίασαν ουσιώδεις και/ή εξυπακουόμενους όρους της συμφωνίας συνεργασίας και ουδέποτε παραχώρησαν στον Αιτητή 2 σχετικές πληροφορίες για το πως τα χρήματα πληρώθηκαν τόσο από την εταιρεία Bay Line Shipping Pte Ltd σε σχέση με την μεταφορά φορτίου από το Μυανμάρ στη Μαδαγασκάρη όσο και από την ασφαλιστική εταιρεία The Swedish Club σε σχέση με τις ζημιές στο πλοίο “Eagle”, προκαλώντας ζημιά στους Αιτητές.

 

Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, παρ.15-21, σελ.871 αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την έννοια της συνωμοσίας:

 

«Α conspiracy consists … in the agreement of two or more to do an unlawful act, or to do a lawful act by unlawful means.»

 

 

Eπίσης στο ίδιο σύγγραμμα στην παρ.15-22, σελ.873, αναφέρεται ότι:

 

«The tort requires an agreement, combination, understanding, or concert to injure, involving two or more persons.»

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1 A.A.Δ.25, αναφέροντα τα ακόλουθα σχετικά με το αδίκημα της συνωμοσίας:

 

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει, μέχρι σήμερα, πραγματευθεί το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας.  Σύμφωνα με τον Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Tόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:

 

“697. Εssential ingredients of conspiracy.  In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant.”

 

Σε μετάφραση:

 

«697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας.  Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα.»  

 

Όσον αφορά την έννοια του δόλου, στην υπόθεση Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004)1 (Β) Α.Α.Δ.992 επεξηγήθηκε, με αναφορά στους Halsbury’s Laws of England, 3rd edition, τόμος 18, σελ.189, ότι είναι ένας όρος που πρέπει να αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο και ηθικώς ανάρμοστο ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα (βλέπε επίσης Τσιάρτας κ.α. ν. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010)1 (Γ) Α.Α.Δ.1523, 1538 και 1539).

 

Η απάτη επεξηγείται στο άρθρο 36 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, με σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει με βάση αυτή:

 

Νοείται ότι καμιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση εκτός αν αυτή έγινε με σκοπό εξαπάτησης του ενάγοντα και πράγματι εξαπάτησε αυτόν, και αυτός ενέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτού υπέστη ζημιά.»

 

Όλες οι ανωτέρω περιγραφείσες ενέργειες των Εναγομένων, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα της μεταξύ τους συνομωσίας προς καταδολίευση των Αιτητών, η οποία προκάλεσε ζημιά σ’ αυτούς.

 

Με βάση τα όσα έχω περιγράψει πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αιτητές πέτυχαν να αποδείξουν το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της υπόθεσής τους, εν σχέσει με το ποσό των USD984.045,24, απέτυχαν όμως να το αποδείξουν εν σχέσει με το έτερο αιτούμενο ποσό των €270.437,43.

 

Είναι κατάλληλο το σημείο αυτό για να γίνει αναφορά στο λόγο ένστασης των Εναγομένων ότι οι Αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα ή και έγγραφα, περαιτέρω δε ότι παρέλειψαν να υποδείξουν στο Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα και πιο συγκεκριμένα, επιχειρούν να δημιουργήσουν παραπλανητική εικόνα αναφορικά με ισχυριζόμενες κακόπιστες ή/και αυθαίρετες ενέργειες των Εναγομένων.

 

Όπως είναι νομολογημένο, όταν ένας διάδικος επιζητεί την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, έχει την υποχρέωση να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα.  Η υποχρέωση αυτή καθίσταται πιο επιτακτική σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) αφού το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασιστεί στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του Αιτητή. Έτσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων (Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 A.A.Δ., 734).

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα ανωτέρω προβάλλονται από τους Εναγόμενους, χωρίς όμως να εντοπίσω οτιδήποτε το οποίο απέκρυψαν οι Αιτητές, με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο.  Ούτε και διευκρινίζεται από τους Εναγόμενους ποια είναι τα γεγονότα που δεν αποκάλυψαν οι Αιτητές.  Αν εννοούν ότι δεν αποκάλυψαν τα γεγονότα ή τα έγγραφα τα οποία παραθέτει ο Εναγόμενος 1 στην ένορκη δήλωση του, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτά δεν αποτελούν κοινώς αποδεκτά και από τις δύο πλευρές ή με αντικειμενικό έρεισμα ουσιώδη γεγονότα, αλλά πρόκειται για τη δική τους διαφορετική εκδοχή, η οποία περιγράφεται μέσω της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου 1 (Zondrvan Group Ltd v. Bonalbo Fiduciaries Ltd κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. Ε.64/2015, ημερ. 20.7.2021), ECLI:CY:AD:2021:A342.

 

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αιτητές πέτυχαν να ικανοποιήσουν και τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32. Θα προχωρήσω τώρα στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης.

 

Στη Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε203/2013, ημερομηνίας 11.9.2019 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη, στον αιτητή, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση όπου αυτή, επιτύχει στις αξιώσεις του.

 

Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (Βλ. επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848.

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317, «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».

 

Αποτελεί θέση των Αιτητών ότι αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα είναι δύσκολο και πιθανώς αδύνατο να αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο λόγω της φύσης της υπόθεσης, η οποία ουσιαστικά αφορά δόλο και απάτη εκ μέρους των Εναγομένων, ως και λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς τους, η οποία καταδεικνύει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να προβούν σε αποξένωση της περιουσίας τους. Ειδικότερα, στην ένορκη δήλωση του κ. Popovic προβάλλεται ότι η αντικειμενική αδυναμία των Αιτητών να γνωρίζουν ποια περιουσιακά στοιχεία έχουν οι Εναγόμενοι στην Κύπρο ή αλλού, δεν μπορεί παρά να καθιστά προβλεπτό, αν όχι αναμενόμενο, ότι εκτός εάν υπάρξει διατήρηση οποιωνδήποτε τέτοιων περιουσιακών στοιχείων μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής ως και αποκάλυψη τους μέσω της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος αποκάλυψης, οι Εναγόμενοι θα είναι σε θέση να τα αποξενώσουν οποιανδήποτε στιγμή ή να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο που να καταστήσει δύσκολη ή ανέφικτη την εκτέλεση τυχόν απόφασης που οι Αιτητές πιθανόν να εξασφαλίσουν στο μέλλον.

 

Είμαι της άποψης ότι οι ανωτέρω φόβοι των Αιτητών είναι πλήρως δικαιολογημένοι. Πρωτίστως θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υπήρξε κοινά αποδεκτό, με ενέργειες του Εναγόμενου 1 έχει διαγραφεί η συσταθείσα στο Χονγκ Κονγκ εταιρεία Cube Master Marine (ΗΚ) Ltd και επιπρόσθετα έχουν κλείσει οι τραπεζικοί της λογαριασμοί. Κατά δεύτερο, παρά το ότι οι Εναγόμενοι στους λόγους ένστασής τους διατείνονται ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος ή/και αδυναμία τους να ικανοποιήσουν μελλοντικά οποιαδήποτε τυχόν απόφαση εκδοθεί εναντίον τους, εντούτοις στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 ουδόλως απορρίπτονται τα προβαλλόμενα από τον κ. Popovic περί αδυναμίας απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Ούτε καν σχολιάζονται από τον Εναγόμενο 1 στην ένορκη δήλωσή του. Επισημαίνεται ακόμα ότι στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 ουδόλως αναφέρεται κατά πόσο κατέχουν οποιανδήποτε περιουσία, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς ικανοποίηση της τυχόν απόφασης που ήθελε εκδοθεί εναντίον τους.  Είμαι της άποψης ότι η περιγραφείσα, πιο πάνω, συμπεριφορά των Εναγομένων, ειδικότερα δε οι δόλιες ενέργειές τους εναντίον των Αιτητών, καθιστούν ενδεχόμενο τον διασκορπισμό οποιωνδήποτε περιουσιακών τους στοιχείων με σκοπό να ματαιωθεί η ικανοποίηση οποιασδήποτε απόφασης τυχόν εκδοθεί εναντίον τους. Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω ότι, καθ’ όσον αφορά την πρόθεση αποξένωσης, όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, δεν αναδύεται ως ανάγκη για προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγόμενου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνει, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί (Rapp v. Sinden κ.ά. Πολ. Έφεση Ε191/2014 ημερ. 20/3/2020, C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785, Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017 ημερ. 16/7/2019).

 

Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αίτητες πέτυχαν να ικανοποιήσουν και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Στρέφομαι τώρα στο ισοζύγιο της ευχέρειας. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του κ. Popovic, το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει σαφώς προς το μέρος των Αιτητών, αφού το μόνο που επιδιώκουν είναι να μην εξανεμιστούν τυχόν περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων ή να καταστεί δύσκολη ή ανέφικτη η εκτέλεση μελλοντικής απόφασης που τυχόν εκδοθεί προς όφελός τους. Προβάλλεται ακόμα ότι καμιά ζημιά θα υποστούν οι Εναγόμενοι από την τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, αφού τα περιουσιακά στοιχεία που θα δεσμευτούν θα παραμείνουν δικά τους και η υπάρχουσα κατάσταση (status quo) θα διατηρηθεί ως έχει μέχρι την οριστική επίλυση της αγωγής.

 

Στην υπόθεση Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. 7/2018, ημερ. 21.3.2019 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.

 

Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο (Καλογήρου ν. C.C.F. Credit Capital Finance Ltd (2005) 1(B) ΑΑΔ 1237), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, εκτός εάν διαπιστώσει ότι ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει, υπό το φως πάντα των ιδιαίτερων γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, αφού στάθμισα όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου από τις εκατέρωθεν πλευρές, κατέληξα ότι η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά των Αιτητών. Είμαι της άποψης ότι η τυχόν απόρριψη της Αίτησης, θα προκαλέσει σ’ αυτούς πολύ μεγαλύτερη αδικία από οποιανδήποτε ζημιά την οποία ήθελαν υποστεί οι Εναγόμενοι από την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι κανένας ισχυρισμός προβάλλεται από πλευράς Εναγομένων, ότι θα υποστούν οποιανδήποτε ζημιά από την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο η πλάστιγγα γέρνει προς όφελος των Αιτητών είναι η διατήρηση του status quo ante, το οποίο πολύ πιθανόν να διαταραχθεί σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα παγοποίησης.  Θεωρώ απόλυτα σχετικά τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Seamark v. Lasala (ανωτέρω),   τα οποία παραθέτω αμέσως πιο κάτω: 

 

«Η φύση του διατάγματος ως mareva και ο εγγενής σκοπός του να προστατέψει το status quo, απαγορεύοντας την αποξένωση που άλλως πως θα ήταν εύκολη και δυσδιάκριτη και δεν συσχετίζεται απαραιτήτως με τη φερεγγυότητα, μας οδηγεί στα λεχθέντα υπό του Δικαστή Hoffman στην υπόθεση Films Rover ν. Cannon Film Sales Ltd (1987)1 WLR670, ότι δηλαδή το Δικαστήριο κατά το στάδιο της εξέτασης της προσφορότητας πρέπει να υιοθετήσει κείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους μικρότερους κινδύνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του ήταν εσφαλμένη.»

 

Πέραν των πιο πάνω, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι το αιτούμενο διάταγμα παγοποίησης περιλαμβάνει ακίνητη περιουσία η οποία δεν αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας αγωγής.  Δεν θεωρώ όμως ότι υπάρχει οτιδήποτε  μεμπτό στη δέσμευση ακίνητης περιουσίας.  Όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, στις περιπτώσεις που εγείρεται αγωγή για αποζημιώσεις είναι δυνατή η δέσμευση ακίνητης περιουσίας, με βάση το άρθρο 5 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει καλή βάση αγωγής και θα πρέπει να αποδειχθεί πως αν πωληθεί ή αποξενωθεί η ακίνητη περιουσία πιθανόν ο ενάγοντας να εμποδιστεί από του να ικανοποιήσει μεταγενέστερη απόφαση που τυχόν εκδοθεί προς όφελος του.  Έχει επίσης νομολογηθεί ότι το κριτήριο της καλής βάσης αγωγής είναι παρόμοιο σε έννοια με τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 και ότι η 3η προϋπόθεση προσομοιάζει με την προϋπόθεση του άρθρου 5 του Κεφ.6 πως αν πωληθεί ή αποξενωθεί η ακίνητη περιουσία πιθανόν ο ενάγοντας να εμποδιστεί από του να ικανοποιήσει την απόφαση που τυχόν εκδοθεί προς όφελος του (Λακαταμίτης ν. Θεοδώρου (1983) 1 ΑΑΔ 120 και Seamark Consultancy Services Ltd v. Joseph P. Lasala κ.ά. (ανωτέρω)).

 

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο έχει ήδη καταλήξει ότι ικανοποιούνται και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32.  Ειδικά όμως όσον αφορά την 3η προϋπόθεση θα ήθελα να προσθέσω ότι από τη στιγμή που οι Αιτητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν ακόμα τα επακριβή περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων ούτε και την αξία τους, η δέσμευση και της ακίνητης περιουσίας τους είναι απόλυτα δικαιολογημένη, ώστε να διασφαλιστεί ότι θα μπορεί να ικανοποιηθεί η απόφαση που τυχόν εκδοθεί μεταγενέστερα προς όφελος τους. 

 

Είναι κατάλληλο το σημείο αυτό για να σχολιαστεί ο λόγος ένστασης των Εναγομένων ότι δεν καταδείχθηκε το κατ’ επείγον του αιτήματος. Εν πρώτοις θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την γνωστή νομολογιακή αρχή, το επείγον του αιτήματος αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την παροχή θεραπείας μονομερώς (Resola (Cyprus) Ltd ν. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, 604). Στην προκείμενη όμως περίπτωση η υπό εξέταση Αίτηση καταχωρίστηκε δια κλήσεως, γι’ αυτό και το κατ’ επείγον δεν είναι της ίδιας σπουδαιότητας με τις περιπτώσεις όπου το διάταγμα εκδίδεται μονομερώς. Εν πάση όμως περιπτώσει, έχω εξετάσει το ζήτημα της καθυστέρησης στην καταχώριση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής καθώς και της υπό εξέταση Αίτησης.  Όπως έχει διαφανεί, αυτές καταχωρίστηκαν μετά από πάροδο 13 περίπου μηνών από την παραίτηση του Εναγόμενου 1, η οποία έγινε την 31.3.2020.  Στην υπόθεση Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 A.A.Δ. 2029, η οποία αφορούσε έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς, το ζήτημα της καθυστέρησης, ως και οι επιπτώσεις της, τέθηκαν ως ακολούθως:

 

«Στην Bacardi & Co. Ltd, πιο πάνω, έχει γίνει εκτεταμένη παράθεση της νομολογίας που διέπει το θέμα της καθυστέρησης. Λέχθηκαν τα εξής:

«Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, είναι γενικώς μοιραία, άνκαι τα δικαστήρια θα σταθμίσουν το ζήτημα της καθυστέρησης έναντι της πιθανότητας του ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του, και θα λάβουν υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει οδηγηθεί σε έξοδα ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή παραπλανήθηκε λόγω της απραξίας του ενάγοντα. Ωστόσο η τάση της σύγχρονης νομολογίας είναι να μη απορρίπτεται αξίωση για διάταγμα κατά την ακρόαση της αγωγής απλώς και μόνο λόγω της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής τηρουμένων των προνοιών του περί Παραγραφής Νόμου, 1939 (Copinger and Skone James on Copyright, 12η  έκδοση, παρα. 633)*.

Στην προκείμενη περίπτωση δεν θεωρώ ότι ο χρόνος των 13 μηνών που παρήλθε μέχρι την καταχώριση της υπό εξέταση Αίτησης είναι καταλυτικής σημασίας για την τύχη της. Αυτό το οποίο έχω διαπιστώσει είναι ότι οι Εναγόμενοι δεν φαίνεται να έχουν επηρεαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς ή να έχουν πλανηθεί από την όποια καθυστέρηση των Αιτητών στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας.  Ούτε και προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός από πλευράς Εναγομένων.

 

Υπό το φως των όσων αναφέρονται αμέσως πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι ο ως άνω λόγος ένστασης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

ΤΟ ΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΥΠΟΥ NORWICH PHARMACAL

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι Αιτητές με το αιτητικό της παραγράφου Β αξιώνουν την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσονται οι Εναγόμενοι όπως καταθέσουν στο Δικαστήριο και παραδώσουν στους δικηγόρους των Αιτητών, ένορκη δήλωση με την  οποία να αποκαλύπτουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία που κατείχαν ή/και κατέχουν από τις 26/4/2017 μέχρι σήμερα και με την οποία να δίνουν πλήρη περιγραφή των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, της ταυτότητας, του τίτλου ιδιοκτησίας, της αξίας τους, του τόπου όπου βρίσκονται, τυχόν επιβαρύνσεις επ’ αυτών και γενικά κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για τον σκοπό του εντοπισμού του αντίστοιχου περιουσιακού στοιχείου.

 

Οι αρχές με βάση τις οποίες εκδίδεται διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Mitsui & Co Ltd. v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625, η οποία υιοθετείται στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.ά. ν. Frantisek Stepanek κ.ά., (2012) 1Β ΑΑΔ 1403.  Οι αρχές αυτές, όπως παρατίθενται στην αμέσως πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση, είναι οι ακόλουθες:

 

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»

 

 

Σε μετάφραση:

 

«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ’ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

 

Στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλούκινα (2014) 1Α  ΑΑΔ 118, καταγράφεται αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση: 

 

«Το, βάσει των αυθεντιών, θεμελιωτικό της δικαιοδοσίας έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, κατά την κρίση μου, είναι στο στάδιο εξέτασης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32, κατά το οποίο ο αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει «σοβαρές ενδείξεις δικαιωμάτων» και πρωταρχικά ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του μια αδικοπραξία αφενός και αφετέρου ότι οι εναγόμενοι-καθ’ ων η αίτηση εμπλέκονται σ’ αυτήν – είτε αθώα είτε όχι.

 

Τα πιο πάνω αγγίζουν τόσο την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση το οποίο ικανοποιείται με την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης όσο και την θεμελίωση «ορατής πιθανότητας επιτυχίας», νομικών εννοιών που έτυχαν ευρείας νομολογιακής αξιολόγησης διαχρονικά στην ιστορία του Κυπριακού Δικαίου.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση το αιτούμενο διάταγμα αποκάλυψης δεν ζητείται για σκοπούς ιχνηλάτησης ούτε βέβαια και η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε ως τέτοια, αφού στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα αγώγιμα δικαιώματα του δόλου, της απάτης και της συνωμοσίας προς καταδολίευση (Αθανασίου κ.ά. ν. Οντόνι (2014) 1Γ Α.Α.Δ. 2669).  Είναι φανερό ότι ζητείται για σκοπούς αστυνόμευσης (policing) του διατάγματος παγοποίησης.  Οι Αιτητές δεν γνωρίζουν κατά πόσο οι Εναγόμενοι κατέχουν οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία και ποια είναι αυτά.

 

Στην υπόθεση Raikov v. Rual Trade Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 184/2012, ημερομηνίας 18/1/2016 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως είναι γνωστό, διατάγματα αποκάλυψης μπορούν να εκδοθούν ως επικουρικά στις περιπτώσεις που οι πραγματικοί αδικοπραγούντες δεν είναι γνωστοί στον ενάγοντα ή για σκοπούς αστυνόμευσης (policing) του διατάγματος παγοποίησης, ώστε να γνωρίζει ο ενάγων ποια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία είχε στην κατοχή του ο εναγόμενος τη δεδομένη στιγμή, για να μπορέσει σε μεταγενέστερο στάδιο να γνωρίζει αν υπήρχε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης.» 

 

Θεωρώ επίσης απόλυτα σχετικό το ακόλουθο απόσπασμα από τη (Seamark Consultancy Services Ltd v. Joseph P. Lasala κ.ά. (ανωτέρω):

 

 

«Μετά το 1987 η Αγγλική Νομολογία διαφοροποιήθηκε ώστε τα δικαστήρια να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τα προβλήματα των καιρών. Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Gidrxslme Shipping v. Tantomar-Transportes [1994] 4 All E.R. 507 Αγγλικό δικαστήριο έκρινε ότι δυνάμει του άρθρου 37(1) του Supreme Court Act του 1981 συνδυασμένου με το άρθρο 12(6) (f) και (h) του Arbitration Act του 1950, είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων εκτός δικαιοδοσίας με σκοπό την υποβοήθηση της διαδικασίας εκτέλεσης διατάγματος τύπου Mareva

 

Με οδηγό τα όσα εκτίθενται πιο πάνω καταλήγω ότι το αιτούμενο διάταγμα αποκάλυψης είναι αναγκαίο προς το σκοπό της υποβοήθησης καθώς και  αστυνόμευσης του διατάγματος παγοποίησης.  Πέραν των πιο πάνω, είμαι ικανοποιημένος ότι οι Εναγόμενοι είναι σε θέση να παράσχουν τις αιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα, είναι δε και οι μόνοι που μπορούν να τις παράσχουν.

 

Οι Αιτητές αξιώνουν, επίσης, με την παράγραφο Δ της υπό εξέταση Αίτησης, διάταγμα το οποίο να τους επιτρέπει να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε πληροφορία είτε έγγραφο που θα αποκαλυφθεί και παραδοθεί σ’ αυτούς προς υποστήριξη της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτησης ή άλλων δικαστικών διαβημάτων που θα εγερθούν στην Κύπρο ή και σε άλλη χώρα εναντίον των Εναγομένων. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, ως έχει ήδη αναφερθεί, η παρούσα αγωγή δεν αποτελεί αγωγή ιχνηλάτησης ούτε και προβάλλεται από πλευράς Αιτητών, μέσω της ενόρκου δηλώσεως του κ. Popovic, ότι προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τις πληροφορίες ή και έγγραφα που θα αποκαλυφθούν από τους Εναγόμενους, προς υποστήριξη δικαστικών διαβημάτων που προτίθενται να εγείρουν στο μέλλον εναντίον των Εναγομένων. Κάτω από τα δεδομένα τα οποία έχω παραθέσει αμέσως πιο πάνω, καταλήγω ότι το αιτούμενο στην παράγραφο Δ διάταγμα, κάθε άλλο παρά αναγκαίο είναι.

 

Οι Αιτητές αξιώνουν, ακόμα, διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στους Εναγόμενους από του να καταστρέψουν ή και αλλοιώσουν ή και διαγράψουν ή και τροποποιήσουν ή και απωλέσουν οποιοδήποτε έγγραφο σε φυσική ή και ηλεκτρονική μορφή ή αρχείο ή στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με τα περιουσιακά στοιχεία που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν σ’ αυτούς και στα οποία έχουν συμφέρον ή και το οποίο σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με την Αιτήτρια 1.  Είμαι της άποψης ότι η έκδοση του ως άνω αιτούμενου διατάγματος θα υποβοηθήσει την εφαρμογή του διάταγματος  αποκάλυψης, γι’ αυτό θεωρώ την έκδοσή του απόλυτα δικαιολογημένη.  Επισημαίνεται ότι με την αιτούμενη αποκάλυψη αξιώνεται και η παρουσίαση με την ένορκη δήλωση όλων των αναγκαίων εγγράφων που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη ή και την τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων των Εναγομένων.

 

Πέραν των πιο πάνω, οι Αιτητές αξιώνουν και την έκδοση διατάγματος το οποίο να διατάσσει την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ή και την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ ή και την RCB Bank Ltd όπως προβούν σε ένορκη αποκάλυψη όλων των πληροφοριών που σχετίζονται με τους Εναγόμενους.

 

Ανεξάρτητα από τη δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων εναντίον προσώπων τα οποία δεν είναι διάδικοι, η Αίτηση δεν φαίνεται να έχει επιδοθεί στις ως άνω τράπεζες, γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να εκδοεί το εναντίον τους αιτούμενο διάταγμα.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να πετύχει εν μέρει, και να εκδοθούν τα αιτούμενα, στις παραγράφους Α, Β και Ε διατάγματα.  Διευκρινίζεται ότι το διάταγμα της παραγράφου Α εκδίδεται μόνο για το ποσό των  USD984.045,24, γι’ αυτό και το ποσό των €270.437,43, το οποίο αναφέρεται, εκτός από την παράγραφο Α και στην παράγραφο Α(i) (στην 3η σελίδα της Αίτησης), θα πρέπει να διαγραφεί. Όσον αφορά το χρόνο των 14 ημερών που καθορίζεται στην παράγραφο Β της Αίτησης για συμμόρφωση με το διάταγμα ένορκης αποκάλυψης, θεωρώ ότι είναι μικρός υπό τις περιστάσεις, γι’ αυτό και θα πρέπει να επιμηκυνθεί στις 40 μέρες.

 

Καθ’ όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι οι Αιτητές.

 

Με βάση τα πιο πάνω, εκδίδονται διατάγματα προς όφελος των Εναγόντων 1 και 2 / Αιτητών και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 / Καθ’ ων η Αίτηση, ως οι παράγραφοι Α, Β και Ε της Αίτησης, με τη διαφοροποίηση ότι από την παράγραφο Α καθώς και την υποπαράγραφο (Α)(i) (σελ. 3 της Αίτησης), διαγράφεται η φράση «πλέον €270.437,43». Από την παράγραφο Α(i) διαγράφεται, επίσης και η φράση «και/ή άλλο ποσό που αντιπροσωπεύει το ποσό που αξιώνεται από τους Ενάγοντες με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο».

 

Περαιτέρω, ο χρόνος των 14 ημερών, που αναφέρεται στην παράγραφο Β της Αίτησης, επιμηκύνεται σε 40 μέρες. 

 

Κατ’ εφαρμογή των όσων νομολογήθηκαν στην υπόθεση Φυλακτίδης κ.ά. ν. Highgate Primary School Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 317, οι Αιτητές να υπογράψουν εγγύηση είτε προσωπικά είτε μέσω ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου τους, για το ποσό των €100.000 προς κάλυψη οιωνδήποτε ζημιών οι οποίες ήθελαν προκληθεί στους Εναγόμενους από την έκδοση των διαταγμάτων.

Επιδικάζονται, υπέρ των Εναγόντων 1 και 2 / Αιτητών και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 / Καθ’ ων η Αίτηση, τα έξοδα της Αίτησης, τα οποία υπολόγισα, κατ’ αποκοπή, στο ποσό των €6.000 πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

 

                                                            (Υπ.) …………………………………..

                                                                                Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο