ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:   Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 1010/2022

                                                                                        iJustice

Μεταξύ:

 

Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (Deposit Guarantee Fund)

Εναγόντων

-και-

 

                               1.  Alpha Bank Cyprus Ltd

2.  Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ

Εναγομένων

--------------------------

 

Αίτηση ημερ. 6.7.2022

 

26 Ιουνίου 2024

Για Ενάγοντες – Αιτητές:  κ. Μ. Δημοσθένους για Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Για Εναγόμενη 1 – Καθ’  ης η Αίτηση:  κ. Χ. Ιωσήφ για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη 2 – Καθ’  ης η Αίτηση:  κ. Γ. Χριστοδούλου για Γεωργιάδης & Πελίδης ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Οι Ενάγοντες (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως οι Αιτητές) πέτυχαν μονομερώς την έκδοση διατάγματος φίμωσης (Gagging Οrder)  εναντίον των Εναγομένων, ως επίσης και διατάγματος το οποίο τους απαγορεύει να καταστρέψουν ή και αλλοιώσουν ή και τροποποιήσουν ή και αποκρύψουν τα αιτούμενα όπως αποκαλυφθούν έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες.  Τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα, στα οποία περιλαμβάνονται διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, δεν εκδόθηκαν μονομερώς, με αποτέλεσμα το μέρος της υπό εξέταση Αίτησης, το οποίο σχετίζεται με αυτά, να μετατραπεί σε διά κλήσεως.

 

            Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου, δικηγόρου στην δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τους Αιτητές.  Σ’  αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Οι Αιτητές αποτελούν Ουκρανικό Κυβερνητικό Φορέα/νομικό πρόσωπο που έχει ως κύριο καθήκον την παροχή εγγύησης/ασφάλισης σε καταθέτες τραπεζών στην Ουκρανία και παρέχουν προστασία στα δικαιώματα των καταθετών τραπεζών.  Από το 2012 οι σκοποί των Αιτητών διευρύνθηκαν και στο πεδίο της εξυγίανσης (resolution) τραπεζικών ιδρυμάτων ενώ από το 2015 και μετά οι εξουσίες τους αφορούν και τη διαχείριση αφερέγγυων τραπεζικών ιδρυμάτων.  Όπως πληροφορείται από τους αλλοδαπούς δικηγόρους των Αιτητών, οι Αιτητές υποχρεούνται να κινήσουν τη διαδικασία εκκαθάρισης εναντίον τράπεζας κατά ή πριν από την επόμενη εργάσιμη μέρα μετά την απόφαση της Εθνικής Τράπεζας της Ουκρανίας να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της Τράπεζας.  Όταν μια τράπεζα τίθεται υπό εκκαθάριση, οι Αιτητές έχουν εκτεταμένες εξουσίες βάσει της Ουκρανικής Νομοθεσίας, περιλαμβανομένης, χωρίς περιορισμό, της εξουσίας να ερευνούν το ιστορικό της τράπεζας και να εγείρουν αξιώσεις κατά προσώπων που πιστεύεται ότι προκάλεσαν την πτώση της. 

 

            Μεταξύ των ετών 2014 – 2018, περισσότερες από 90 Ουκρανικές Τράπεζες χρεωκόπησαν και τέθηκαν υπό την διαχείριση των Αιτητών.  Μια από αυτές ήταν και η Public JointStock Company Fidobank (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Fidobank).  Την περίοδο μεταξύ 2013 – 2014 τα κέρδη της Fidobank μειώθηκαν δραστικά, ενώ το 2015 υπήρξαν αναφορές στα μέσα ενημέρωσης για απώλειες που υπέστη. Την ίδια χρονιά, τα περιουσιακά στοιχεία της Fidobank και τα κεφάλαια της μειώθηκαν.  Στις 20.5.2016 η Εθνική Τράπεζα της Ουκρανίας χαρακτήρισε την Fidobank ως αφερέγγυα και την ίδια μέρα εισήλθε υπό την προσωρινή διαχείριση των Αιτητών.  Η άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών ανακλήθηκε στις 18.7.2016 και την επόμενη μέρα οι Αιτητές κίνησαν τη διαδικασία εκκαθάρισης της. 

 

            Στις 8.4.2016, ο πλειοψηφικός πραγματικός ιδιοκτήτης της Fidobank ήταν ο κ. Oleksandr Yevhenovych Adarich (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Adarich), ο οποίος κατείχε περίπου το 99,9692% των μετοχών της.  Ειδικότερα, κατείχε ποσοστό 7.7460% των μετοχών της άμεσα και τις υπόλοιπες μετοχές έμμεσα μέσω των εταιρειών CF Finance Analit Service LLC και της Κυπριακής Εταιρείας Ignace Marketing Limited (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Ignace).  Στη βάση περιορισμένων στοιχείων που κατέχουν οι Αιτητές, φαίνεται ότι κατά την διάρκεια που ο Adarich ήταν επικεφαλής του Διοικητικού Συμβουλίου της Fidobank, ήτοι από τον Ιούνιο 2012 μέχρι και τον Μάϊο 2016, διασκορπίστηκαν κεφάλαια της Fidobank σε εταιρείες συνδεόμενες με αυτό.  Με δεδομένη τη θέση που κατείχε ο Adarich κατά το χρόνο διασκορπισμού των κεφαλαίων, οι Αιτητές φρονούν ότι αυτός διασφάλισε ότι η Fidobank θα λάμβανε μέρος σε συγκεκριμένες δοσοληψίες οι οποίες καμιά οικονομική υπόσταση είχαν και αποσκοπούσαν στο να προκαλέσουν ζημιά στην Fidobank.  Πιο κάτω περιγράφονται πληροφορίες οι οποίες αφορούν  τις δοσοληψίες της Fidobank με την Ignace και την επίσης Κυπριακή Εταιρεία Janolio Holdings Limited (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Janolio).  Διευθυντής της Ignace κατά το διάστημα 2013 – 2015 ήταν ο Adarich.  Από το 2006 μέχρι το 2016 αποκλειστικός της μέτοχος ήταν η Κυπριακή Εταιρεία Korbon Holdings Limited και από το 2016 η εταιρεία Fierystrand Enterprises Ltd από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους.  Αποκλειστικός μέτοχος της Janolio κατά την περίοδο 2012 – 2015 ήταν η εταιρεία BlindingQueen Investments Ltd από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, η οποία διαγράφηκε από τα αρχεία του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών την 1.11.2017.  Από τις ίδρυσης της μέχρι και το 2015, η αμέσως πιο πάνω εταιρεία ανήκε αποκλειστικά στην Ignace.  Ο σημερινός μοναδικός μέτοχος της Janolio είναι η εταιρεία Aldrich Investments Limited από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους που πιστεύεται ότι ανήκει στον Adarich.  Κατά το διάστημα 2012 – 2014 εντοπίστηκε ότι USD265.000.000 μεταφέρθηκαν, κατά τρόπο που έλκει ανάγκης ελέγχου, από την Fidobank στις κυπριακές εταιρείες, μέσω συναλλαγών που αφορούσαν την Ignace και μέσω σχεδίου εκμετάλλευσης δικαιωμάτων που αφορά την Janolio.   Αποτέλεσμα των ως άνω συναλλαγών ήταν η πρόκληση ζημιάς στη Fidobank, εφόσον οι ρηθείσες συναλλαγές αποσκοπούσαν στο διασκορπισμό των κεφαλαίων της προς όφελος εταιρειών που συνδέονται με τον Adarich.  Η σύνδεση της ζημιάς με την Κύπρο προκύπτει, ως εκ του γεγονότος ότι ορισμένα ποσά σχετιζόμενα με τις ρηθείσες συναλλαγές μεταφέρθηκαν στις κυπριακές τράπεζες – Εναγόμενες 1 και 2. 

            Οι Αιτητές χρειάζονται να λάβουν στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα ώστε να εντοπιστεί ο προορισμός των κεφαλαίων που μεταφέρθηκαν από τις εταιρείες Ignace και Janolio στις Εναγόμενες 1 και 2, ως επίσης να προσπαθήσουν να εντοπίσουν και να αποδείξουν την αλυσίδα επιβλαβών γεγονότων, προκειμένου να προωθήσουν δικαστικά διαβήματα είτε εντός, είτε εκτός της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων εναντίον όλων των συμμετεχόντων, για την ανάκτηση των κεφαλαίων που μεταφέρθηκαν παράνομα από την Fidobank.  Η αξιούμενη δε αποκάλυψη περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να μπορέσουν οι Αιτητές να καθορίσουν αποφασιστικά ποια άλλα πρόσωπα ενεπλάκησαν στην αδικοπραξία που διαπράχθηκε εναντίον της Fidobank και να προσπαθήσουν να εντοπίσουν τυχόν μεταφορές χρημάτων οι οποίες προκάλεσαν τη ζημιά.  Οι Αιτητές σκοπούν να λάβουν όλα τα απαραίτητα νομικά μέτρα προκειμένου να μετριαστούν οι απώλειες της Fidobank  και να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης όλους τους αδικοπραγήσαντες. 

 

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ 1

 

            Η Εναγόμενη 1 εναντιώθηκε στην οριστικοποίηση των εκδοθέντων διαταγμάτων καθώς και στην έκδοση των υπόλοιπων αιτουμένων.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης, την οποία καταχώρισε, προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

1.     Η Αίτηση όπως και η αγωγή καταχωρίστηκαν με υπέρμετρη καθυστέρηση καθότι τα γεγονότα σε σχέση με το διασκορπισμό κεφαλαίων της Fidobank ήταν γνωστά στους Αιτητές ήδη από το 2016 και ή από το 2018.   

 

2.     Οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται και/ή στερούνται αγώγιμου δικαιώματος (locus standi) ή και του απαραίτητου νομιμοποιητικού ερείσματος ή και υπόβαθρου να προωθούν την Αίτηση και την αγωγή εξ ονόματος και για λογαριασμό της Fidobank ή και δεν έχει αποδειχθεί θετικά ότι το Ουκρανικό Δίκαιο παρέχει σ’  αυτούς την απαραίτητη δικαιοδοτική δυνατότητα. 

 

3.    Ο ενόρκως δηλών δεν αναφέρει ότι είναι γνώστης του Ουκρανικού Δικαίου ή και δεν διατηρεί γνώση επί θεμάτων Ουκρανικού Δικαίου ή και δεν έχει προσκομιστεί θετική προς τούτο μαρτυρία. 

 

4.    Δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις έκδοσης των διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal ή και οριστικοποίησης των εκδοθέντων διαταγμάτων καθότι, μεταξύ άλλων, οι Αιτητές γνωρίζουν ή και όφειλαν να γνωρίζουν όλες τις πληροφορίες των οποίων επιδιώκουν την αποκάλυψη μέσω της παρούσας Αίτησης.

 

5.    Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων ιχνηλάτησης τύπου Bankers Trust καθότι οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει θετικά  ότι έχουν περιουσιακά δικαιώματα επί των περιουσιακών στοιχείων που επιχειρούν να ιχνηλατήσουν. 

 

6.    Η καταχώριση της Αίτησης συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας λόγω της προώθησης, τόσο αστικών όσο και ποινικών διαδικασιών εναντίον των Ουκρανικών Δικαστηρίων.

 

7.    Οι αιτούμενες πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με άλλους διαθέσιμους τρόπους.

 

8.    Τα αιτούμενα διατάγματα αποτελούν ουσιαστικά προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας (fishing expedition) από τους Αιτητές.

 

9.    Τα αιτούμενα διατάγματα είναι γενικά στην ολότητα τους και καλύπτουν ένα πολύ ευρύ φάσμα οδηγιών ή και πληροφοριών ή και κινήσεων των διαφόρων τυχόν διατηρούμενων στην Εναγόμενη 1 τραπεζικών λογαριασμών τρίτων προσώπων που αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, για ακαθόριστη χρονική περίοδο, καθιστώντας τη συμμόρφωση της Εναγόμενης 1 σχεδόν αδύνατη.

 

10. Η Εναγόμενη 1 δεσμεύεται από συμβατική σχέση εμπιστοσύνης και/ή τραπεζικό απόρρητο και/ή η Αίτηση δε εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 29(2) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου 66(Ι)/97

 

11. Η κατ’  ισχυρισμό αδικοπραξία δεν έχει προκαλέσει ζημιά στους Αιτητές και δεν έχει αποκαλυφθεί ενδεχόμενο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον οποιουδήποτε τελικού αδικοπραγούντα. 

 

12.   Η Αίτηση είναι πρόωρη καθότι καταχωρίστηκε πριν την καταχώριση δικογράφων και πριν την συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων. 

 

13.  Τα αιτούμενα διατάγματα στη μορφή που επιζητούνται είναι επακριβώς τα ίδια με τις αξιώσεις των Αιτητών ως εμφαίνονται στο οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και ως εκ τούτου, τυχόν έγκριση της Αίτησης θα συναπάγεται τη διεκπεραίωση της ουσίας της αγωγής.

 

14.  Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι παράτυπη καθότι σ’  αυτήν επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα σε ξένη γλώσσα τα οποία δεν έχουν μεταφραστεί δεόντως ή και δεν μεταφράστηκαν κατά τρόπο που να συνάδει με τις  πρόνοιες του νόμου 45(Ι)/2019.

 

Η Ειδοποίηση για πρόθεση ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Ιακώβου, προϊστάμενου της Μονάδας Διεθνών Δραστηριοτήτων της Εναγόμενης 1.  Σ’  αυτήν σχολιάζονται με περισσότερη λεπτομέρεια οι λόγοι ένστασης, γι’  αυτό και θεωρώ αχρείαστο να μεταφέρω οποιοδήποτε απόσπασμα της.

 

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ 2

 

            Η Εναγόμενη 2 επίσης εναντιώθηκε στην οριστικοποίηση των εκδοθέντων διαταγμάτων καθώς και στην έκδοση των υπόλοιπων αιτουμένων.  Η συντριπτική πλειοψηφία των λόγων ένστασης που προβάλλει, μέσω της Ειδοποίησης για  Πρόθεση Ένστασης που καταχώρισε, είναι πανομοιότυποι με τους λόγους ένστασης οι οποίοι προβάλλονται από την Εναγόμενη 1, επιπλέον δε προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

            Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αποκάλυψης, στο βαθμό που οι αιτούμενες πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για υποβοήθηση υφιστάμενων διαδικασιών στο εξωτερικό, εφόσον η εν λόγω δικαιοδοσία θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο κατ’  εφαρμογή ειδικής Κυπριακής Νομοθεσίας.

 

            Οι πληροφορίες τις οποίες οι Αιτητές επιζητούν όπως αποκαλυφθούν αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εν τη εννοία του άρθρου 2 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου 125(Ι)/2018 και τυγχάνουν προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, στα άρθρα 29, 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στο άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, στο άρθρο 5 του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου 67/88, στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.28 θ.θ. 1 – 5, 6, 11 και 12, Δ.39, Δ.48, θ.θ. 1, 2, 3, 7 – 9, 10 – 13, Δ.49, Δ.55, Δ.58 και Δ.64 θ.θ. 1 – 2 καθώς και στο Κοινό Δίκαιο και στο Δίκαιο της Επιείκειας (Equity Law).

 

Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται.  Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων νόμου που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:

 

α)         Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο

 

Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.

 

β)         Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία

 

Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).

 

γ)         Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας  (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, αυτό το οποίο οι Αιτητές αξιώνουν κατά κύριο λόγο εναντίον των Εναγομένων είναι διάταγμα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal. Οι ειδικές αρχές με βάση τις οποίες εκδίδεται διάταγμα αυτού του τύπου συνοψίστηκαν στην υπόθεση Mitsui & Co Ltd. v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625, η οποία υιοθετείται στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.ά. ν. Frantisek Stepanek κ.ά., (2012) 1Β ΑΑΔ 1403.  Οι αρχές αυτές, όπως παρατίθενται στην αμέσως πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση, είναι οι ακόλουθες:

 

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued».

 

Σε μετάφραση:

«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ’ ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

 

Στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλούκινα (2014) 1Α  Α.Α.Δ. 118, καταγράφεται αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Το, βάσει των αυθεντιών, θεμελιωτικό της δικαιοδοσίας έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, κατά την κρίση μου, είναι στο στάδιο εξέτασης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32, κατά το οποίο ο αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει «σοβαρές ενδείξεις δικαιωμάτων» και πρωταρχικά ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του μια αδικοπραξία αφενός και αφετέρου ότι οι εναγόμενοι-καθ’ ων η αίτηση εμπλέκονται σ’ αυτήν – είτε αθώα είτε όχι.

 

Τα πιο πάνω αγγίζουν τόσο την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση το οποίο ικανοποιείται με την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης όσο και την θεμελίωση «ορατής πιθανότητας επιτυχίας», νομικών εννοιών που έτυχαν ευρείας νομολογιακής αξιολόγησης διαχρονικά στην ιστορία του Κυπριακού Δικαίου».

 

Στην αμέσως πιο πάνω υπόθεση αναφέρθηκε επίσης ότι διατάγματα αυτής της φύσης είναι αναγκαία προκειμένου ένας αιτητής να ανασυνθέσει το μωσαϊκό των περιστατικών της εις βάρος του αδικοπραξίας, αλλά και να αποκαλύψει περαιτέρω τα στοιχεία των αδικοπραγούντων εναντίον του ή περαιτέρω τα αγώγιμα δικαιώματα του. 

 

Είναι κατάλληλο το σημείο αυτό για να εξεταστεί ο λόγος ένστασης των Εναγομένων ότι η ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου καθώς και η Γραπτή Δήλωση της κας Alaverdashvili, η οποία παρουσιάζεται με την ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο για το λόγο ότι με αυτές παρουσιάζονται διάφορα έγγραφα σε ξένη γλώσσα τα οποία δεν έχουν μεταφραστεί από ορκωτό μεταφραστή ή/και δεν συνάδουν με τις πρόνοιες του περί της Εγγραφής και Ρύθμισης των Υπηρεσιών Ορκωτού Μεταφραστή Νόμου 45(Ι)/2019.

 

Είναι γεγονός ότι κανένα από τα έγγραφα τα οποία παρουσιάζονται ως τεκμήρια είναι μεταφρασμένο από ορκωτό μεταφραστή, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύται στο Νόμο 45(Ι)/2019.  Αυτό  το οποίο έχω παρατηρήσει όμως είναι ότι ο Νόμος αυτός δεν εξαρτά την εγκυρότητα ενός εγγράφου από τη μετάφραση του μέσω ορκωτού μεταφραστή.  Καμιά από τις πρόνοιες του καθιστά άκυρο έγγραφο το οποίο δεν είναι μεταφρασμένο από ορκωτό μεταφραστή.  Εξάλλου το άρθρο 5 του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου 67/1988 προβλέπει ότι σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία γίνεται αποδεκτό ως αποδεικτικό μέσο και έγγραφο συνταγμένο σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, περιλαμβανομένης και ένορκης δήλωσης (A.C. Prospecta Homes Services Ltd v. Kharima Limited κ.ά.,  Πολ. Έφεση Αρ. Ε118/20 ημερ. 12.10.2022 και Bitonic Ltd v. Bank of Moscow Bank – Joint Stock Company, Πολ. Έφεση Αρ. 117/2018 ημερ. 16.3.2022).

 

Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι ο υπό αναφορά λόγος ένστασης δεν μπορεί να πετύχει.

            Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου, με βάση περιορισμένα στοιχεία που κατέχουν οι Αιτητές, φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια που ο Adarich ήταν επικεφαλής του Διοικητικού Συμβουλίου της Fidobank, διασκορπίστηκαν κεφάλαια της σε εταιρείες συνδεόμενες με αυτόν.  Σ’  αυτές δε περιλαμβάνονται και οι Κυπριακές Εταιρείες Ignace και Janolio.  Στην Γραπτή Δήλωση της κας Alaverdashvili, η οποία παρουσιάζεται με την ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου (Τεκμήριο 1), το περιεχόμενο της οποίας και υιοθετεί, περιγράφεται στις παραγράφους 14 – 25 το με κάθε λεπτομέρεια οργανωμένο σχέδιο με τα γραμμάτια (bonds)μέσω του οποίου αποσπάστηκαν από τη Fidobank USD238.400.000 το οποίο και κατέληξε σε λογαριασμό της Ignace, της οποίας πραγματικός ιδιοκτήτης κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν ο  Adarich.  Ομοίως στις παραγράφους 26 – 30 της ως άνω Γραπτής Δήλωσης περιγράφεται λεπτομερώς το δόλιο σχέδιο μέσω του οποίου πληρώθηκε από τη Fidobank στην Janolio ποσό USD9.380.000 δυνάμει μιας συμφωνίας αδείας  χρήσης εμπορικών σημάτων (Licence Agreement) η οποία δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό αντίκρισμα (no economic substance)  και προκάλεσε ζημιά στην Fidobank.

 

            Τα όσα περιγράφονται στην ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου καθώς και στη Γραπτή Δήλωση της κας Alaverdashvili καταδεικνύουν, εκ πρώτης όψεως, την τέλεση μιας άδικης πράξης εις βάρος της Fidobank, η οποία συνίσταται στη δόλια απόσπαση κεφαλαίων της μέσω των Κυπριακών Εταιρειών Ignace και Janolio, οι οποίες ελέγχονταν από τον Adarich.  Αξίζει να επισημανθεί ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Adarich, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν ο επικεφαλής του Διοικητικού Συμβουλίου της Fidobank.   Περαιτέρω, στη Γραπτή Δήλωση της κας Alaverdashvili επεξηγείται ο τρόπος  με τον οποίο οι Εναγόμενες 1 και 2 ενεπλάκησαν στην ανωτέρω περιγραφείσα άδικη πράξη εναντίον της Fidobank.  Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται, η  Ignace, μέσω αντίστοιχου λογαριασμού της Fidobank (Correspondent account) στην Τράπεζα της Νέας Υόρκης μετέφερε ποσό USD299,987,49  στο λογαριασμό της στην Alpha Bank  στην Κύπρο (Εναγόμενη 1).  Η Janolio μετέφερε μέρος του ποσού που έλαβε από τη Fidobank, ήτοι USD1.890.817,20 στην Ελληνική Τράπεζα (Εναγόμενη 2).  Από τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι οι Εναγόμενες 1 και 2, κατά τους Αιτητές, έχουν εμπλακεί, έστω και αθώα, στην εναντίον της Fidobank τελεσθείσα άδικη πράξη.

            Είμαι της άποψης ότι το μαρτυρικό υλικό που παρουσίασε η πλευρά των Αιτητών έχει δημιουργήσει ένα υπόβαθρο σοβαρών ενδείξεων για την συμμετοχή των Κυπριακών Εταιρειών Ignace και Janolio στο καταδολιευτικό σχέδιο το οποίο επινοήθηκε από τον Adarich,  με στόχο την απόσπαση των περιουσιακών στοιχείων της Fidobank.

 

Τα όσα έχω παραθέσει λεπτομερώς πιο πάνω απαντούν στο λόγο ένστασης των Εναγομένων ότι δεν έχει αποδειχθεί η τέλεση άδικης πράξης, περαιτέρω δεν ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου θετική μαρτυρία για στοιχειοθέτηση της.  Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο, με βάση την ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου, καθώς και την επισυνημμένη σ’  αυτήν Γραπτή Δήλωση της κας  Alaverdashvili, ικανοποιήθηκε ότι έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως η τέλεση μιας άδικης πράξης εναντίον της Fidobank μέσω ενός καταδολιευτικού σχεδίου, το οποίο επινοήθηκε από τον Adarich.

            Διατείνονται ακόμα οι Εναγόμενες στους λόγους ένστασης τους ότι οι Αιτητές έχουν στην κατοχή τους εκτενείς λεπτομέρειες τις οποίες και παραθέτουν, οι οποίες τους είναι αναγκαίες για να εγείρουν αγωγές εναντίον των αδικοπραγησάντων είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας.  Με άλλα λόγια, προβάλλουν ότι η αιτούμενη αποκάλυψη δεν είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγερση των ως άνω αγωγών.  Ούτε αυτός ο λόγος ένστασης μπορεί να γίνει αποδεκτός από το Δικαστήριο. Όπως επεξηγείται στην ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου, οι Αιτητές χρειάζονται να λάβουν στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα ώστε να εντοπιστεί ο προορισμός των κεφαλαίων που μεταφέρθηκαν από τις εταιρείες Ignace και Janolio στις Εναγόμενες 1 και 2, ως και να προσπαθήσουν να εντοπίσουν και περαιτέρω αποδείξουν την αλυσίδα των επιβλαβών γεγονότων προκειμένου να προωθήσουν δικαστικά διαβήματα είτε εντός, είτε εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων για την ανάκτηση των κεφαλαίων που αποσπάστηκαν παράνομα από την Fidobank.  Η αξιούμενη δε αποκάλυψη περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να μπορέσουν οι Αιτητές να καθορίσουν αποφασιστικά ποιοι άλλοι ενεπλάκησαν στην άδικη πράξη η οποία τελέστηκε εις βάρος της Fidobank και να προσπαθήσουν να εντοπίσουν τυχόν μεταφορές χρημάτων οι οποίες οδήγησαν στη ζημιά.

 

            Από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου έχει διαφανεί ότι οι Αιτητές δεν έχουν στην κατοχή τους ολόκληρο το μαρτυρικό υλικό.  Τους υπολείπεται μαρτυρία που αφορά, μεταξύ άλλων, την εμπλοκή τρίτων προσώπων, τα οποία τυχόν υποβοήθησαν με τις πράξεις ή παραλείψεις τους την ολοκλήρωση της αδικοπραξίας εναντίον της Fidobank.  Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της ενόρκου δηλώσεως του κ. Ιακώβου ότι οι Αιτητές γνωρίζουν όλους τους τελικούς και ενδεχόμενους αδικοπραγούντες και ότι έχουν στην κατοχή τους όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και στοιχεία για να μπορέσουν να δικογραφήσουν τους ισχυρισμούς τους.  Η αιτούμενη μαρτυρία θα βοηθήσει τους Αιτητές να ανασυνθέσουν ολόκληρο το μωσαϊκό των γεγονότων και περιστατικών και, κατ’  αυτό τον τρόπο, θα τους βοηθήσει να στοιχειοθετήσουν και δικογραφήσουν τα αγώγιμα δικαιώματα τους.  Αξίζει να επισημανθεί ότι, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου, υφίστανται βάσεις αγωγής που έλκουν την ανάγκη γνώσης και διαπίστωσης των γεγονότων που αφορούν σε ζημιά, βλάβη και απώλεια κέρδους συνεπεία απάτης, δόλου, ως ζημιά απορρέουσα από συνωμοσία για διάπραξη απάτης (conspiracy to defraud), εξαπάτησης, συνωμοσία για πρόκληση ζημιάς για παράνομα μέσα (unlawful means conspiracy), παράβαση σύμβασης και πρόκληση παράβασης σύμβασης (procuring breach of contract) και πρόκληση ζημιάς με παράνομα ή νόμιμα μέσα. 

 

            Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω είμαι ικανοποιημένος ότι οι αιτούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες για τους Αιτητές προκειμένου να βοηθηθούν να στοιχειοθετήσουν αλλά και για να δικογραφήσουν τα αγώγιμα δικαιώματα της Fidobank εναντίον όλων όσων έλαβαν μέρος στο καταδολιευτικό σχέδιο που επινόησε και οργάνωσε εναντίον της ο Adarich.  Υπό το φως των όσων αναφέρονται αμέσως πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να κάμει αποδεκτό το λόγο ένστασης των Εναγομένων ότι τα αιτούμενα διατάγματα αποτελούν προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας (fishing expedition).

 

Το ότι το Δικαστήριο έχει την εξουσία να επιτρέπει την αποκάλυψη, εκτός από πληροφορίες, και εγγράφων προς το σκοπό της υποβοήθησης έγερσης αγωγής, ακόμα και στην αλλοδαπή, διαφαίνεται, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, από τα όσα νομολογήθηκαν στην υπόθεση Avila Μanagement Services Ltd κ.α. ν. Stepanek κ.α. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403, από την οποία παραθέτω αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Άλλο ουσιαστικό ζήτημα το οποίο εγείρεται με την έφεση και τέθηκε και πρωτοδίκως ήταν ότι τα διατάγματα Norwich Pharmacal δεν εκδίδονται για υποβοήθηση έγερσης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, δηλαδή, σε δικαιοδοσία άλλη από αυτή στην οποία επιδιώκεται και εκδίδεται το διάταγμα. Τα διατάγματα Norwich Pharmacal εμπίπτουν στη γενικότερη δυνατότητα της παροχής πληροφοριών και αποκάλυψης εγγράφων και στοιχείων. Όπως κάθε διάταγμα αποκάλυψης και παρουσίασης εγγράφων, όπως για παράδειγμα διάταγμα που εκδίδεται κάτω από το Bankers' Books Evidence Act 1879, έτσι και το διάταγμα Norwich Pharamacal χρειάζεται τη συνδρομή των αρμοδίων αρχών, συνήθως των Πρωτοκολλητών των Δικαστηρίων, για την εκτέλεση του. Γι' αυτό και το Δικαστήριο δεν εκδίδει κατά κανόνα τέτοιο διάταγμα επί αλλοδαπού ή επί αλλοδαπής τράπεζας που είναι ή μπορεί να είναι μέρος της επί Δικαστηρίω αγωγής και που βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας.  Ιδιαιτέρως, όταν η επιχείρηση διεξάγεται στο εξωτερικό (Mackinnon v. Donaldson Lufkin & Jenrette Securities Corp. [1986] 1 All E.R. 653).

Δεν υπάρχει όμως κώλυμα ως θέμα αρχής τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal να είναι δυνατόν να εκδοθούν και προς υποβοήθηση λήψης στοιχείων και πληροφοριών για έγερση αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Με την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εμπορικών δραστηριοτήτων,  κατά τη διεξαγωγή των οποίων δυνατό να εμπλέκονται διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός και εκτός δικαιοδοσίας, θα ήταν πολύ περιοριστική η εμβέλεια του διατάγματος εάν αποφασιζόταν να ισχύει μόνο για τις εντός της δικαιοδοσίας προτιθέμενες αγωγές. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πάνω σε οποιαδήποτε νομική ή ακόμη και λογική βάση. Στη Smith Kline & French Laboratories Ltd v. Global Pharmaceuticals [1986] RPC 394η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην United Company Rusal Plc and others v. HSBS Bank Plc and others [2011] EWHC 404 (QB), αναγνωρίστηκε ότι τα διατάγματα αυτού του τύπου εναντίον ενός εναγομένου έχουν σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα σε ενάγοντα να εντοπίσει τον αδικοπραγούντα ακόμη και σε ξένη χώρα, ώστε να εγερθεί εκεί σχετική διαδικασία χρησιμοποιώντας τα έγγραφα και τις πληροφορίες που αποκαλύφθηκαν σε άλλη δικαιοδοσία. Αρκεί το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αδικοπραξία από άτομο ή άτομα τρίτα προς τη διαφορά ή τους διαδίκους σε μια αγωγή ώστε ο αιτούμενος το διάταγμα να εγείρει την αγωγή του ακόμη και στο εξωτερικό, (Steven Gee: Commercial Injunctions 5η έκδ. σελ. 689).»

            Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να κάμει αποδεκτό ούτε το λόγο ένστασης των Εναγομένων ότι οι αιτούμενες πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με άλλους διαθέσιμους τρόπους, με αποτέλεσμα η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων να μην είναι αναγκαία.  Ο κ. Κωστακόπουλος στην ένορκη δήλωση του που συνοδεύει την υπό εξέταση Αίτηση διατείνεται ότι δεν είναι εφικτό για τους Αιτητές να αποκτήσουν τις αιτούμενες πληροφορίες από άλλη πηγή  Σε συμπληρωματική δε ένορκη δήλωση, η οποία καταχωρίστηκε κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, διευκρινίζεται από τον κ. Κωστακόπουλο ότι τα αιτούμενα στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα αφορούν κατά κύριο λόγο μεταφορές από και προς τις εταιρείες Ignace και Janolio σε λογαριασμούς που τηρούνται στις Εναγόμενες 1 και 2. Πρόκειται δε για τραπεζικά έγγραφα, τραπεζικές καταστάσεις και στοιχεία, τα οποία οι Αιτητές δεν μπορούν να αποκτήσουν από άλλη πηγή, πέραν από τα συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα με τα οποία διατηρούντο και/ή διατηρούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί.

 

            Τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθιστούν εμφανές ότι η μοναδική πηγή απόκτησης των αιτούμενων πληροφοριών είναι οι Εναγόμενες 1 και 2.  Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι δεν έχει υποδειχθεί από τις Εναγόμενες 1 και 2 οποιαδήποτε εναλλακτική πηγή από την οποία οι Αιτητές θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις αιτούμενες πληροφορίες.

 

            Διατείνονται επίσης οι Εναγόμενες στους λόγους ένστασης τους ότι η καταχώρηση και προώθηση της υπό εξέταση Αίτησης αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας λόγω της προώθησης τόσο αστικών όσο και ποινικών διαδικασιών ενώπιον Ουκρανικών Δικαστηρίων και οι οποίες διαδικασίες αφορούν τα ίδια εμπλεκόμενα στην κατ’  ισχυρισμό αδικοπραξία μέρη.

 

            Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επανειλημμένα στις αποφάσεις του την εξουσία και συνάμα υποχρέωση των Δικαστηρίων να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεων της διαδικασίας (Constantinides ν. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 343).  Στην Διευθυντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 223:

 

«Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεκτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [βλ. Williams v. Hunt [1905] 1 Κ.Β. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: "... Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου. ...".»

            Αυτό το οποίο κατέδειξε η ενώπιον μου μαρτυρία είναι ότι εκκρεμεί πράγματι αστική διαδικασία (commercial proceedings) στην Ουκρανία εναντίον του Adarich και οκτώ ακόμα αξιωματούχων της Fidobank, σε καμιά περίπτωση όμως εμπλέκονται σ’  αυτή η Ignace και η Janolio.  Η ως άνω υπόθεση, σύμφωνα με τη Γραπτή Δήλωση της κας Alaverdashvili, αφορά δάνεια τα οποία παραχωρήθηκαν από τη Fidobank σε έξη Ουκρανικές Εταιρείες.  Αφ’  ης στιγμής η εν λόγω διαδικασία δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την Ignace και τη Janolio, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να κάμει αποδεκτή τη θέση της ενόρκου δηλώσεως του κ. Ιακώβου ότι, ενόψει του ότι η εν λόγω διαδικασία στην Ουκρανία έχει ανασταλεί πρόσφατα, όπως αναφέρεται από την κα Alaverdashvili, είναι πολύ πιθανό οι Αιτητές να επιχειρούν μέσω της παρούσας διαδικασίας να λάβουν τις αιτούμενες πληροφορίες με σκοπό να επιτύχουν την επαναφορά της διαδικασίας ενώπιον του Ουκρανικού Δικαστηρίου.  Συνακόλουθα των πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να κάμει αποδεκτή ούτε και τη θέση της ενόρκου δηλώσεως του κ. Καλλή ότι αυτό το οποίο επιδιώκεται στην ουσία από τους Αιτητές με τη λήψη των αιτούμενων πληροφοριών είναι η χρήση τους προς το σκοπό της υποβοήθησης των εκκρεμουσών διαδικασιών ενώπιον του αλλοδαπού Δικαστηρίου.

            Πέραν της ως άνω αστικής διαδικασίας, εκκρεμούν, σύμφωνα με τη Γραπτή Δήλωση της κας Alaverdashvili, δύο ποινικές διαδικασίες ενώπιον των Ουκρανικών Δικαστηρίων οι οποίες αφορούν την Fidobank.  Η μια εκ των ως άνω υποθέσεων αφορά την Ignace και τη Janolio, οι οποίες αναφέρονται στα έγγραφα της υπόθεσης ως οντότητες οι οποίες ενεπλάκησαν στα γεγονότα που αφορά η υπόθεση.  Σύμφωνα δε με όσα οι Αιτητές αντιλαμβάνονται, ούτε η Ignace ούτε και η Janolio είναι ύποπτες (suspects) στις εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες.

            Υπό το φως των όσων αναφέρονται πιο πάνω, σε καμιά περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η υπό εξέταση Αίτηση προωθείται από τους Αιτητές καταχρηστικά.

            Ένας εκ των λόγων ένστασης αμφοτέρων των Εναγομένων είναι ότι οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται ή/και στερούνται  του απαραίτητου νομιμοποιητικού ερείσματος (locus standi) να προωθούν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, ως και την υπό εξέταση Αίτηση για λογαριασμό της Fidobank.  Όπως ειδικότερα επεξηγείται στην ένορκη δήλωση του κ. Ιακώβου, δεν έχει προσκομιστεί θετική μαρτυρία αναφορικά με το Ουκρανικό Δίκαιο και κανένα εκ των προσώπων που έχει προσκομίσει μαρτυρία στο πλαίσιο της υπό εξέταση Αίτησης αναφέρει ότι είναι γνώστης του Ουκρανικού Δικαίου.  Συνακόλουθα δεν έχει αποδειχθεί ότι το Ουκρανικό Δίκαιο παρέχει στους Αιτητές το δικαίωμα να προωθούν την παρούσα διαδικασία, καθώς δεν επεξηγούνται οι εξουσίες που παρέχει στους εκκαθαριστές το Ουκρανικό Δίκαιο.  Περαιτέρω στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Εναγόμενης 2 υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η παρουσιασθείσα από τους Αιτητές μαρτυρία επί θεμάτων Ουκρανικού Δικαίου, δεν είναι απλά επισφαλής αλλά και επικίνδυνη καθότι δεν είναι δυνατό οι Αιτητές να επιζητούν από το Κυπριακό Δικαστήριο να αναλάβει την ευθύνη και να «υποθέσει» ότι ο Κύπριος και η Αγγλίδα δικηγόρος γνωρίζουν το Ουκρανικό Δίκαιο, εφόσον οι ίδιοι δεν έχουν προβεί σε τέτοια θετική αναφορά.

 

            Αυτό το οποίο παρατηρώ είναι ότι η μαρτυρία αναφορικά με τις πρόνοιες του Ουκρανικού Δικαίου επί των εξουσιών των Αιτητών ως εκκαθαριστών της Fidobank προέρχεται κατά βάση από την κα Alaverdashvili και μεταφέρεται κατ’  ουσία στην ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου.  Η κα Alaverdashvili στη Γραπτή Δήλωση της αναφέρει ότι είναι γνώστης των γεγονότων και ζητημάτων τα οποία παραθέτει, εκτός όπου αναφέρεται κάτι διαφορετικό.  Γεγονότα και ζητήματα τα οποία προέρχονται από άλλη πηγή είναι ορθά, όπως καλυτέρα πιστεύει και γνωρίζει.  Σύμφωνα με το άρθρο 77 του Ουκρανικού Νόμου για τις τράπεζες και τις τραπεζικές δραστηριότητες, αντίγραφο του οποίου παρουσιάζει στη ουκρανική και αγγλική γλώσσα (Appendix A), οι Αιτητές, ως το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων της Ουκρανίας, καθίσταται εκκαθαριστής της τράπεζας της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, από την ημερομηνία που λάβει επιβεβαίωση της απόφασης της Εθνικής Τράπεζας της Ουκρανίας να ανακλέσει την άδεια της Τράπεζας.  Είναι δε υποχρεωμένο να ξεκινήσει τη διαδικασία εκκαθάρισης εναντίον της τράπεζας κατά ή πριν την επόμενη εργάσιμη μέρα μετά την απόφαση της Εθνικής Τράπεζας της Ουκρανίας να ανακαλέσει την άδεια της.  Στην παράγραφο 7 της Γραπτής Δήλωσης της καταγράφονται λεπτομερώς οι εξουσίες τις οποίες, μεταξύ άλλων, αποκτούν οι Αιτητές όταν καταστούν εκκαθαριστές μιας τράπεζας, με βάση το Ουκρανικό Δίκαιο.  Σ’  αυτές περιλαμβάνεται και η εξουσία να προβούν σε διαβήματα για να βρουν και ανακτήσουν περιουσία η οποία ανήκει στην Τράπεζα.  Όπως ακόμα αναφέρεται στη Γραπτή Δήλωση της, η άδεια λειτουργίας της Fidobank ανακλήθηκε στις 18.7.2016 και στις 19.7.2016 οι Αιτητές ξεκίνησαν τη διαδικασία εκκαθάρισης της. 

 

            Τα όσα ανωτέρω παρατίθενται από την κα Alaverdashvili είναι επαρκή, κατά την ταπεινή μου άποψη, ώστε να καταδείξουν εκ πρώτης όψεως, ότι οι Αιτητές έχουν το νομιμοποιητικό έρεισμα (locus standi) καθώς και την εξουσία να εγείρουν την παρούσα διαδικασία για λογαριασμό της Fidobank, έρεισμα το οποίο τους παρέχει η ιδιότητα τους ως εκκαθαριστές της.  Με κάθε σεβασμό προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Εναγομένων, δεν απαιτείτο να αναφέρεται ειδικά από την κα Alaverdashvili ότι είναι γνώστης του Ουκρανικού Δικαίου.  Είναι αρκετό, κατά την ταπεινή μου άποψη, το ότι δηλώνει ότι είναι γνώστης των γεγονότων και ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ τα οποία παραθέτει στη Γραπτή της Δήλωση.  Θεωρώ δε ότι στα ζητήματα των οποίων είναι γνώστης περιλαμβάνεται και το Ουκρανικό Δίκαιο,   ειδικότερα δε οι πρόνοιες του που αφορούν τις εξουσίες που αποκτούν οι Αιτητές όταν καθίστανται εκκαθαριστές τράπεζας, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακαλείται από την Εθνική Τράπεζα της Ουκρανίας.

 

            Υπό το φως των όσων έχω παραθέσει πιο πάνω καταλήγω ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο λόγος ένστασης των Εναγομένων ότι οι Αιτητές στερούνται του ανάλογου νομιμοποιητικού ερείσματος να προωθούν την παρούσα διαδικασία.

 

Στο πλαίσιο της εξέτασης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32 θεωρώ ορθό όπως εξεταστεί και ο λόγος ένστασης των Εναγομένων ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας διαδικασίας.  Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του κ. Ιακώβου προς υποστήριξη του ρηθέντος λόγου, ενώ οι Αιτητές ήδη από τον Ιούλιο του 2016 και σε κάθε περίπτωση από το 2018 είχαν τη μελέτη (forensic report) στη βάση της οποίας εδράζονται τα παράπονα τους ότι ο Adarich ήταν ο τελικός δικαιούχος της Ignace και της Janolio και ότι αυτές διατηρούσαν λογαριασμούς με τις Εναγόμενες 1 και 2, εντούτοις δεν επεξηγείται από τον κ. Κωστακόπουλο γιατί αμέλησαν να καταχωρήσουν την υπό εξέταση Αίτηση από το 2016 ή έστω το 2018, ενώ γνώριζαν αρκετές λεπτομέρειες για την εμπλοκή τόσο του Adarich, όσο και των Κυπριακών Εταιρειών.

 

            Στην υπόθεση Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 A.A.Δ. 2029, η οποία αφορούσε έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς, το ζήτημα της καθυστέρησης, ως και οι επιπτώσεις της, τέθηκαν ως ακολούθως:

 

«Στην Bacardi & Co. Ltd, πιο πάνω, έχει γίνει εκτεταμένη παράθεση της νομολογίας που διέπει το θέμα της καθυστέρησης. Λέχθηκαν τα εξής:

«Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, είναι γενικώς μοιραία, άνκαι τα δικαστήρια θα σταθμίσουν το ζήτημα της καθυστέρησης έναντι της πιθανότητας του ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του, και θα λάβουν υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει οδηγηθεί σε έξοδα ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή παραπλανήθηκε λόγω της απραξίας του ενάγοντα. Ωστόσο η τάση της σύγχρονης νομολογίας είναι να μη απορρίπτεται αξίωση για διάταγμα κατά την ακρόαση της αγωγής απλώς και μόνο λόγω της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής τηρουμένων των προνοιών του περί Παραγραφής Νόμου, 1939 (Copinger and Skone James on Copyright, 12η  έκδοση, παρα. 633)*.

Στον Kerly΄s (πιο πάνω), παρα. 15-68 το θέμα τίθεται ως εξής:

'Οποιαδήποτε σημαντική μη αναγκαία καθυστέρηση στην επιδίωξη ενδιάμεσης θεραπείας ενδέχεται να γείρει το ισοζύγιο της ευχέρειας εναντίον του ενάγοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία πρέπει να αρχίζει χωρίς προειδοποίηση. Η καθυστέρηση λόγω της παράλειψης των εναγομένων να απαντήσουν σε επιστολές μπορεί να συγχωρεθεί'.**

Στον Kerr of Injunctions (πιο πάνω), σελ. 360-61 υιοθετείται η ίδια προσέγγιση. 'Η απλή καθυστέρηση στην έναρξη διαδικασίας μετά τη διαπίστωση της παραβίασης φαίνεται ότι δεν αποτελεί κώλυμα για την έκδοση διατάγματος κατά την ακρόαση της αγωγής. Ωστόσο καθυστέρηση δυνατόν να οδηγήσει το δικαστήριο στο να αρνηθεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος ειδικά όταν ο εναγόμενος έχει δημιουργήσει μια επιχείρηση στην οποία έχει χρησιμοποιήσει το επίδικο σήμα με πασίγνωστο τρόπο'*.»

Έχει νομολογηθεί ότι το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το άρθρο 9 του Κεφ. 6 (Βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1179Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1 Α.Α.Δ. 1475Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606Re Stavros Hotel Appartments Ltd κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841 και Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861, 864).

            Είναι γεγονός ότι στην ένορκη δήλωση του κ. Κωστακόπουλου δεν παρατίθεται ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους η παρούσα διαδικασία καταχωρίστηκε το 2022, παρά το ότι τα γεγονότα τα οποία έδωσαν έναυσμα στην καταχώρηση της επεσυνέβησαν κάποια χρόνια προηγουμένως.  Στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Αιτητών παρατίθεται ως δικαιολογία της καθυστέρησης το ότι οι Αιτητές αποτελούν κυβερνητικό φορέα και για κάθε τους ενέργεια απαιτούνται σχετικές εγκρίσεις οι οποίες είναι χρονοβόρες.  Αναφέρεται ακόμα ως επιπρόσθετη δικαιολογία ο όγκος του υλικού και η μελέτη μιας προς μια των συναλλαγών που βοήθησαν τους Αιτητές να κατευθυνθούν στην Κύπρο και να ζητήσουν τη βοήθεια του παρόντος Δικαστηρίου.  Όλα αυτά φυσικά δεν αποτελούν μαρτυρία, γι’ αυτό και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.  Από την άλλη όμως, όπως παρατηρώ, δεν φαίνεται ότι οι Εναγόμενες έχουν επηρεασθεί καθ’  οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς ή έχουν πλανηθεί από την όποια καθυστέρηση των Αιτητών στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας.  Ούτε και προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός από πλευράς Εναγομένων.

            Πέραν των πιο πάνω, θα ήθελα να προσθέσω ότι το Δικαστήριο, κατά το μονομερές στάδιο της εξέτασης των διαταγμάτων φίμωσης (Gagging Order) και απαγόρευσης καταστροφής μαρτυρικού υλικού, φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε ως προς τη συνδρομή του κατεπείγοντος, γι’  αυτό και προέβηκε στη μονομερή έκδοση των ως άνω διαταγμάτων.  Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά ν.  Adeona Holdings Limited (2015) 1 A.A.D. 386, το θέμα του κατεπείγοντος τέθηκε ως ακολούθως:

«Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665, ECLI:CY:AD:2014:A540, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος.»

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει τεθεί ζήτημα απόκρυψης από τους Αιτητές οιουδήποτε στοιχείου, ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησαν το Δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση τους στην απουσία των Εναγομένων.

            Με βάση τα όσα έχω παραθέσει αμέσως πιο πάνω, καταλήγω ότι η όποια καθυστέρηση των Αιτητών στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας.

            Έχοντας κατά νουν όλα όσα έχω επεξηγήσει πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αιτητές πέτυχαν να ικανοποιήσουν τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32.

            Προχωρώ τώρα στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32. Θα πρέπει να επισημάνω ότι έχω ήδη καταλήξει ότι οι αιτούμενες όπως αποκαλυφθούν πληροφορίες και έγγραφα είναι αναγκαία και απαραίτητα για τoυς Αιτητές, ώστε να μπορέσουν να στοιχειοθετήσουν και δικογραφήσουν τα αγώγιμα δικαιώματα της Fidobank εναντίον όλων των εμπλεκομένων στην αδικοπραξία η οποία τελέστηκε εις βάρος της.  Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι σε περίπτωση που δεν τους αποκαλυφθούν, θα είναι δύσκολο ακόμα και αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού δεν θα μπορέσουν να στοιχειοθετήσουν και δικογραφήσουν την υπόθεση της Fidobank  (Κυρίσαββα ν. Κίζη (2001) 1 Α.Α.Δ.1245).

Όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας, είμαι της άποψης ότι και αυτό γέρνει προς την πλευρά των Αιτητών.  Η αδικία η οποία θα προκληθεί σ’  αυτούς και εν τέλει στη Fidobank σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων αποκάλυψης, θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από την όποια αδικία ή ζημιά ήθελαν υποστεί οι Εναγόμενες από την έκδοση τους.  Θα ήθελα δε να επισημάνω ότι δεν προβάλλεται καν ισχυρισμός από τις Εναγόμενες ότι θα υποστούν οποιαδήποτε ζημιά από την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Φυσικά δεν παραγνωρίζω ότι με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων παραχωρείται, κατ’ ουσία, η βασική θεραπεία η οποία αξιώνεται με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, κάτι το οποίο κατά κανόνα, δεν είναι επιθυμητό και θα πρέπει να αποφεύγεται (Σταυράκης κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας (2015) 1 Α.Α.Δ.731).   Σχετικός είναι και ο λόγος ένστασης της Εναγόμενης 1 ότι τα αιτούμενα διατάγματα στη μορφή που επιζητούνται είναι επακριβώς τα ίδια με τις αξιώσεις του κλητηρίου εντάλματος και τυχόν έκδοση τους, θα αποφασίσει την ουσία της αγωγής.  Από την άλλη όμως, όπως νομολογήθηκε στην Avila management Services Limited (ανωτέρω):

 

«……Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (δέστε και Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd - ανωτέρω -). Εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).»

 

            Πέραν των πιο πάνω, θα ήθελα ακόμα να αναφέρω ότι έχω ικανοποιηθεί ως προς την αναγκαιότητα της οριστικοποίησης των μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων φίμωσης (Gagging Order) και  απαγόρευσης καταστροφής των αιτούμενων όπως αποκαλυφθούν εγγράφων και/ή πληροφοριών.  Είναι κατάλληλο το σημείο αυτό για να γίνει αναφορά στα όσα νομολογήθηκαν στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Abyzov, Πολ. Αίτηση Αρ. 217/2019 ημερ. 20.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:D19:

 

«Το Διάταγμα Φίμωσης εμποδίζει τον "αδικοπραγούντα" από του να γνωρίζει τι συμβαίνει ευρισκόμενος σε κατάσταση άγνοιας ώστε να προφυλαχθούν και διατηρηθούν τα αποδεικτικά στοιχεία ή η περιουσία.»

OI ΑΛΛΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

 

            Προβάλλεται από τις Εναγόμενες ότι δεν μπορούν νομίμως να αποκαλύψουν τις αιτούμενες πληροφορίες για το λόγο ότι δεσμεύονται από συμβατική σχέση εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους, όπως επίσης και από το τραπεζικό απόρρητο, περαιτέρω δε ότι η υπό εξέταση Αίτηση δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις  του άρθρου 29 του Περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, 66(1)/1997.  Συναφής είναι και ο λόγος ένστασης της Εναγόμενης 2 ότι οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει της εμπιστευτικής σχέσης τράπεζας - πελάτη.

 

            Όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, επιτρέπεται παράκαμψη της αρχής της εμπιστευτικότητας και του τραπεζικού απόρρητου χάριν της αρχής του δημόσιου συμφέροντος.  Όπως συγκεκριμένα αναφέρθηκε στην Penderhill Holdings Limited κ.α. ν. Κλουκίνα κ.α. (ανωτέρω):

 

«Το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης Τράπεζας - πελάτη ή  Πελάτη - παροχέα υπηρεσιών καθιερώθηκε στην Τournier ν. Νational Provincial and Union Bank of England Ltd (1923) All E.R. 550, στην οποία παραπέμπει και το Δικαστήριο. Στην τελευταία απόφαση η επιδίωξη σκοπού καταστολής δολίων πράξεων ή εγκλημάτων είναι στοιχείο που συνάδει με το δημόσιο συμφέρον και απαιτεί ή επιβάλλει αποκάλυψη. Το συμφέρον της δικαιοσύνης ως έκφανση του δημοσίου συμφέροντος υπερτερεί της προστασίας των εμπιστευτικών δεδομένων των αδικοπραγούντων. Η υπερίσχυση του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αρχής της εμπιστευτικότητας, όπως προκύπτει από την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, τονίστηκε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, και στην Ι.Β.L. v. Planet (1990) J.L.R. 294.  Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της αρχής του απορρήτου όταν σκοπείται η αποκάλυψη πληροφοριών ή δεδομένων που αφορά σε δόλιες πράξεις ή εγκληματικές συμπεριφορές όπως και στην υπό κρίση υπόθεση αποδίδονται στους εφεσείοντες.   Σε πιο πρόσφατη υπόθεση Omar v. Omar (1995) 1 W.L.R. 1428, το Δικαστήριο επέτρεψε τη χρήση των εγγράφων όχι μόνο για τους σκοπούς της αξίωσης των εναγόντων για εντοπισμό των περιουσιακών τους στοιχείων αλλά και για άλλες απαιτήσεις με παράλληλες αγωγές σε άλλες χώρες.»

 

            Όσον αφορά το άρθρο 29 του Νόμου 66(1)/1997, όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Melouskia Commercial Ltd κ.α. ν. Chumachenko κ.α. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ.210, το άρθρο αυτό απαγορεύει την αποκάλυψη πληροφοριών που δίδονται από τραπεζικούς λειτουργούς προς ίδιο όφελος, κάτι που δεν εγείρεται στην παρούσα υπόθεση.

 

            Τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθιστούν φανερό ότι ο ανωτέρω λόγο ένστασης δεν μπορεί να πετύχει. ΄Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο σκοπός της αιτούμενης αποκάλυψης είναι να διευκολύνει τους Αιτητές να ιχνηλατήσουν την πορεία την κεφαλαίων τα οποία αποσπάστηκαν από τη Fidobank με βάση το καταδολιευτικό σχέδιο το οποίο επινόησε και έθεσε σε εφαρμογή ο Adarich.  Όσον αφορά το λόγο ένστασης των Εναγομένων ότι οι αιτούμενες όπως αποκαλυφθούν πληροφορίες αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εν τη εννοία του άρθρου 2 του περί Προστασίας των Φυσικών Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου 125(Ι)/2018 και τυγχάνουν προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της ως άνω Νομοθεσίας, εν πρώτοις θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται μόνο  εν σχέσει με τον  Adarich, ο οποίος αναμφισβήτητα αποτελεί φυσικό πρόσωπο. Είμαι της άποψης ότι, όπως και στην περίπτωση της εμπιστευτικής σχέσης τράπεζας – πελάτη, το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα δε σε υποθέσεις όπως η παρούσα, όπου προβάλλονται ισχυρισμοί για απόσπαση χρημάτων μέσω της επινόησης ενός δόλιου σχεδίου. 

 

            Διατείνονται επίσης οι Εναγόμενες στους λόγους ένστασης τους ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι γενικά και ασαφή στην ολότητα τους, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα οδηγιών και/ή ενδεχόμενων πληροφοριών των διαφόρων τυχόν διατηρούμενων τραπεζικών λογαριασμών τρίτων προσώπων για ακαθόριστη χρονική περίοδο, καθιστώντας τη συμμόρφωση τους σχεδόν αδύνατη με αυτά.

 

            Είναι γεγονός ότι η αιτούμενη αποκάλυψη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, όλες τις τραπεζικές καταστάσεις των εταιρειών Ignace και Janolio, λεπτομέρειες της ταυτότητας των προσώπων που δηλώνονται ως μέτοχοι ή και τελικοί δικαιούχοι τους, τα έγγραφα που κατατέθηκαν στις Εναγόμενες 1 και 2 για άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών όπως επίσης και λεπτομέρειες κάθε μεταφοράς, εμβάσματος, πληρωμής ή κατάθεσης που σχετίζονται με τους ανωτέρω τραπεζικούς λογαριασμούς.  Είμαι της άποψης ότι το εύρος των αιτούμενων πληροφοριών δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη τόσο της φύσης του καταδολιευτικού σχεδίου, όσο και του σκοπού τον οποίο θα εξυπηρετήσει η αιτούμενη αποκάλυψη. Παρά την ευρύτητα των αιτούμενων πληροφοριών δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση των Εναγομένων ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι γενικά και ασαφή, καθιστώντας τη συμμόρφωση τους σχεδόν αδύνατη.  Αντίθετα, είμαι της άποψης ότι σ’  αυτά καθορίζονται με σαφήνεια και ακρίβεια οι αιτούμενες πληροφορίες.  Το γεγονός δε ότι σ’  αυτά δεν καθορίζεται χρονική περίοδος, ουδόλως καθιστά τη συμμόρφωση των Εναγομένων αδύνατη.

 

            Ένας άλλος λόγος ένστασης, ο οποίος προβάλλεται από την Εναγόμενη 2 είναι ότι οι Αιτητές δεν έχουν αναλάβει προσωπική υποχρέωση για αποζημίωση των Εναγομένων, περαιτέρω δε ότι η εγγύηση ή και το Έγγραφο Αναγνώρισης Υποχρέωσης που παραχωρήθηκε για σκοπούς έκδοσης των μονομερών διαταγμάτων είναι ανεπαρκές ή και παράτυπο. 

 

            Όπως επιμαρτυρεί το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.7.2022, είχε τεθεί ως όρος για την έκδοση των μονομερών διαταγμάτων η υπογραφή εγγύησης ύψους €10.000 από αξιόχρεο εγγυητή που θα εγκρίνει ο Πρωτοκολλητής.  Με βάση δε το Έγγραφο Αναγνώρισης Υποχρέωσης ημερομηνίας 20.7.2022, το δικηγορικό γραφείο Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ παραχώρησε εγγύηση για το ποσό των €10.000 εκ μέρους και για λογαριασμό των Αιτητών, ως η διαταγή του Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.7.2022. 

 

Πρωτίστως θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν ήταν απαραίτητο η διαταχθείσα  εγγύηση να παραχωρηθεί από τους ίδιους τους Αιτητές.  Τέτοια υποχρέωση ουδόλως προκύπτει από το αυθεντικό κείμενο του άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6Προς επίρρωση της ως άνω θέσης μου παραπέμπω στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των (1) Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1178.  Στη σελ. 1185 της εν λόγω απόφασης αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«(1) Σύμφωνα με το άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το δικαστήριο πριν εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα που εκδίδεται χωρίς ειδοποίηση οφείλει να απαιτεί από τον αιτητή να αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με/ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του αιτητή για αποζημίωση εναντίον του καθ' ου η αίτηση (καθ' ου το διάταγμα). Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ' ου η αίτηση (στην παρούσα διαδικασία) εισηγήθηκε πως η πρόνοια για ανάληψη προσωπικής υποχρεώσεως από τον ίδιο τον αιτητή, η οποία υπάρχει στο ελληνικό κείμενο-μετάφραση του άρθρου 9(2) του Κεφ. 6, συνιστά μη ακριβή μετάφραση του αυθεντικού αγγλικού κειμένου του άρθρου 9(2) και ότι το δικαστήριο θα πρέπει να βασιστεί στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο και όχι στην ελληνική μετάφραση.

 

Ανέτρεξα στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο του άρθρου 9(2) στο οποίο αναγράφεται ότι «Βefore making any such order without notice the court shall require the person applying for it to enter into a recognizance, with or without a surety or sureties ...».    Κατά την εκτίμηση μου σημασία έχει η λέξη «recognizance» ή «recognisance». Σύμφωνα με το Jowitt' s Dictionary of English Law, Second Edition, Τόμος 2, σελ. 1506 και 1507, «recognisance», στο κοινό δίκαιο, είναι η υποχρέωση ή το γραμμάτιο το οποίο αναγνωρίζεται (υπογράφεται) ενώπιον νόμιμου δικαστηρίου. Είναι προφανές ότι το πρόσωπο που λαμβάνει την υποχρέωση είναι και το πρόσωπο που δεσμεύεται απ’ αυτήν.  Αποτελεί δηλαδή προσωπική υποχρέωση του υπογράφοντος ή του αναγνωρίζοντος την «recognisance», να προβεί σε κάποια πράξη ή ενέργεια. Το αντικείμενο της «recognisance» είναι η εξασφάλιση της εκτέλεσης κάποιας πράξης από το πρόσωπο που την υπογράφει (Δέστε, επίσης, Osborn' s Concise Law Dictionary, Sixth edition, σελ. 280).

 

Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι η μετάφραση των λέξεων «to enter into a recognizance» με τις λέξεις «όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση» δεν εμπεριέχει οποιοδήποτε λάθος και ότι η ελληνική μετάφραση αποδίδει πλήρως την έννοια του αυθεντικού αγγλικού κειμένου.

 

            Με βάση τα όσα έχω παραθέσει πιο πάνω καταλήγω ότι η παραχωρηθείσα εκ μέρους των δικηγόρων των Αιτητών εγγύηση είναι καθόλα νόμιμη, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε παρατυπία σ’  αυτή.  Όσον αφορά το ποσό των €10.000 είναι φανερό ότι το ποσό αυτό αφορούσε μόνο τα δύο διατάγματα τα οποία είχαν εκδοθεί μονομερώς.  Με την έκδοση και των υπόλοιπων αιτούμενων διαταγμάτων θεωρώ ότι το ποσό αυτό έχει καταστεί ανεπαρκές, γι’  αυτό και θα επιβάλω ως όρο όπως παραχωρηθεί από τους δικηγόρους των Αιτητών επιπρόσθετη εγγύηση για το ποσό των €140.000.  Η επιπρόσθετη εγγύηση να παραχωρηθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο παραχωρήθηκε και η αρχική εγγύηση των €10.000.

 

            Όσον αφορά το λόγο ένστασης της Εναγόμενης 1 ότι η υπό εξέταση Αίτηση είναι πρόωρη για το λόγο ότι καταχωρίστηκε πριν την καταχώριση των δικογράφων και την ολοκλήρωση των έγγραφων προτάσεων, δηλαδή πολύ πριν από την αποκρυστάλλωση των επίδικων θεμάτων, θεωρώ ότι είναι αβάσιμος και δεν προτίθεμαι να προβώ σε οποιοδήποτε περαιτέρω σχολιασμό.

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να πετύχει και να εκδοθoύν τα αιτούμενα στις παρ. Γ και Δ της Αίτησης διατάγματα αποκάλυψης. Ο χρόνος για τη συμμόρφωση των Εναγομένων διαφοροποιείται σε 60 εργάσιμες μέρες από της επίδοσης αντί στις 10 μέρες που αναφέρεται στην Αίτηση.  Επίσης θα εκδοθεί το αιτούμενο στην παρ. Ε της Αίτησης συμπληρωματικό διάταγμα το οποίο θα επιτρέπει τη χρήση ή και υποβολή οποιωνδήποτε εγγράφων ή και πληροφοριών ή και στοιχείων που θα αποκαλυφθούν από τις Εναγόμενες 1 και 2 ή και από οποιαδήποτε εξ αυτών, στα πλαίσια αστικών διαδικασιών ή και διαιτησίας ή και Διεθνούς Διαιτησίας που ήθελε καταχωρηθούν ή και προωθηθούν από τους Αιτητές είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας.  Διευκρινίζεται όμως ότι δεν θα είναι επιτρεπτή η χρήση όλων των ανωτέρω σε οποιαδήποτε εκκρεμούσε αστική ή και ποινική διαδικασία είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας.

 

            Τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα φίμωσης (Gagging Order) και απαγόρευσης καταστροφής των αιτούμενων όπως αποκαλυφθούν πληροφοριών, θα πρέπει να οριστικοποιηθούν.

 

            Όσον αφορά τα έξοδα της Αίτησης, παρά την επιτυχία της, εντούτοις ενόψει της ιδιότητας με την οποία οι Εναγόμενες 1 και 2 συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία,  ως πρόσωπα τα οποία φέρεται να έχουν εμπλακεί στην εναντίον της Fidobank τελεσθείσα αδικοπραξία εντελώς αθώα, θεωρώ ορθότερο όπως μη εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή και η κάθε πλευρά επωμισθεί τα δικά της έξοδα.

 

Οι Εναγόμενες αιτούνται όπως,  σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, επιβάλει ή και θέσει τους όρους οι οποίοι περιγράφονται λεπτομερώς στην ένσταση τους.  Έχοντας μελετήσει τα όσα προβάλλονται εκ μέρους εκάστης των Εναγομένων θεωρώ ορθό όπως η έκδοση των διαταγμάτων τελεί υπό τους ακόλουθους όρους:

 

1. Απαγορεύεται η χρήση των πληροφοριών και εγγράφων που θα αποκαλυφθούν σε οποιαδήποτε διαδικασία, είτε στην Κύπρο είτε στην αλλοδαπή, εναντίον των Εναγομένων 1 και 2.

 

2.   Οι Αιτητές-Ενάγοντες θα καταβάλουν στις Εναγόμενες 1 και 2 όλα τα εύλογα έξοδα που απαιτούνται προς συμμόρφωση τους με τα διατάγματα αποκάλυψης.  Σε περίπτωση μεταξύ τους διαφωνίας ως προς τον καθορισμό του ποσού, αυτό θα καθορίζεται δεσμευτικά από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

 

            Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, εκδίδονται διατάγματα ως η παράγραφοι Γ και Δ  της Αίτησης,  Ο χρόνος για τη συμμόρφωση των Εναγομένων 1 και 2 διαφοροποιείται σε 60 μέρες από της επίδοσης αντί στις 10 μέρες που αναφέρεται στην Αίτηση.  Εκδίδεται επίσης συμπληρωματικό διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται η χρήση ή και υποβολή οποιωνδήποτε εγγράφων ή και πληροφοριών ή και στοιχείων που θα αποκαλυφθούν από τις Εναγόμενες 1 και 2 ή και από οποιαδήποτε εξ αυτών, στα πλαίσια αστικών διαδικασιών ή και διαιτησίας ή και Διεθνούς Διαιτησίας που ήθελε καταχωρηθούν ή και προωθηθούν από τους Αιτητές είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας.  Νοείται δε ότι απαγορεύεται η χρήση όλων των ανωτέρω σε οποιαδήποτε εκκρεμούσε αστική ή και ποινική διαδικασία είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας, εκτός κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου. 

 

            Τα ανωτέρω διατάγματα εκδίδονται υπό τον όρο ότι θα παραχωρηθεί επιπρόσθετη εγγύηση για το ποσό των €140.000, η οποία θα παραχωρηθεί κατά τον ίδιο τύπο και από τα ίδια πρόσωπα που παραχώρησαν την αρχική εγγύηση για το ποσό των €10.000.

 

Τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα φίμωσης (Gagging Οrder) και απαγόρευσης καταστροφής των αιτούμενων όπως αποκαλυφθούν πληροφοριών οριστικοποιούνται.

 

Καμιά διαταγή για έξοδα.  (Η κάθε πλευρά θα επωμιστεί τα έξοδα της).

 

 

                                                                

(Υπ.) …………………………………

                                                                                              Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο,

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο