ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 794/2022

iJustice

Μεταξύ:

ALEXEY VESHCHIKOV

Ενάγοντα

και

 

1.    DARHALL INVESTMENTS LIMITED.

                  2.  VICTORIA GERASIMOVA

                          3.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, για το

                       Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη

 

Εναγομένων

-----------------------------

 

Αίτηση ημερ. 7.6.2022

 

12 Ιουλίου 2024

 

Για Ενάγοντα – Αιτητή:  κ. Λ.Μ.  Κωστακόπουλος για Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενες 1 & 2 – Καθ’  ων η Αίτηση:  κ. Σ. Κώστα για Στέλιος Αμερικάνος & Σία ΔΕΠΕ

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Ο Ενάγοντας (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Αιτητής) με την υπό εξέταση Αίτηση του αξιώνει την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

 

1.            Ενδιάμεσο συντηρητικό και/ή απαγορευτικό Διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1 και/ή 2 να προωθήσουν οποιοδήποτε διάβημα και/ή να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια και/ή να εκτελέσουν οποιαδήποτε έγγραφα και/ή προβούν σε εγγραφές και/ή καταχωρήσεις στο δημόσιο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε τροποποίησης και/ή αλλαγής στην εταιρική και/ή την μετοχική δομή της Εναγόμενης 1 και/ή την παύση και/ή αντικατάσταση και/ή την αλλαγή των υφιστάμενων αξιωματούχων και/ή των υφιστάμενων διευθυντή και/ή γραμματέα της, μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπό τoν ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή (συμπεριλαμβανομένης καταχώρησης και/ή εκδίκασης εφέσεως) και/ή μέχρι οποιασδήποτε νέας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

2.  Ενδιάμεσο παρεμπίπτον συντηρητικό και/ή απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη της Κυπριακής Δημοκρατίας να μην αποδεχτεί και/ή να μην εκτελέσει οποιεσδήποτε οδηγίες και/ή έγγραφα και/ή άλλως πως, προερχόμενα και/ή υπογραμμένα και/ή εκτελεσμένα από την Εναγόμενη 1 και/ή την Εναγόμενη 2 και/ή από οποιοδήποτε πληρεξούσιο αντιπρόσωπο και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή προβεί σε οποιεσδήποτε εγγραφές και/ή καταχωρήσεις στο δημόσιο μητρώο Εφόρου Εταιρειών σε σχέση με τα κάτωθι:

 

(α) την αλλαγή και/ή την παύση και/ή την αντικατάσταση των υφιστάμενων αξιωματούχων της Εναγόμενης 1, ήτοι του Διευθυντή της Εναγόμενης 1, Γιώργου Δημητρίου, και του γραμματέα της, NPB Management Center Ltd.

 

(β) τον διορισμό νέων αξιωματούχων και/ή διευθυντή/ών και/ή γραμματέα/ων στην Εναγόμενη 1,

 

(γ) την επιβάρυνση και/ή αποξένωση και/ή δέσμευση και/ή ενεχυρίαση και/ή τη μεταβίβαση, προς οποιοδήποτε τρίτο φυσικό και/ή νομικό πρόσωπο, εξαιρουμένου του Αιτητή, πέραν των 14070 μετοχών της Εναγόμενης 1 (ήτοι ποσοστού 13,93% του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 1), μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπό των ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή και/ή οποιασδήποτε νέας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

3. Ενδιάμεσο παρεμπίπτον απαγορευτικό και/ή συντηρητικό Διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στην Εναγόμενη 2 και/ή οποιοδήποτε αντιπρόσωπο αυτής και/ή πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό της, από του να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια και/ή να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη και/ή έγγραφο και/ή άλλως πως, για την αλλαγή της μετοχικής δομής της Εναγόμενης 1 και/ή για σκοπούς αποξένωσης και/ή επιβάρυνσης και/ή μεταβίβασης και/ή ενεχυρίασης και/ή άλλως, πέραν των 14070 μετοχών της Εναγόμενης 1 (ήτοι ποσοστού 13,93% του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 1), μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή (συμπεριλαμβανομένης καταχώρησης και/ή εκδίκασης εφέσεως) και/ή μέχρι οποιασδήποτε νέας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

4. Διαζευκτικά και/ή επικουρικά και/ή συμπληρωματικά, απαγορευτικό και/ή συντηρητικό και/ή προληπτικό Διάταγμα υπό την μορφή Quia Timet το οποίο να εμποδίζει την Εναγόμενη 1 και/ή την Εναγόμενη 2 και/ή οποιοδήποτε των αντιπροσώπων και/ή υπαλλήλων και/ή αξιωματούχων και/ή υπηρετών τους και/ή συνδεόμενα μετ’ αυτών νομικά και/ή φυσικά πρόσωπα και/ή τους Μυροφόρα Συμεού (Myrofora Symeou) και/ή Ειρήνη Ευρυβιάδου (Irene Evriviadou) και/ή Μαίρη Σκούρου (Mary Skourou) και/ή Μιχάλη Λουκά (Michalis Louca) και/ή Τζουλιάνα Κυριακίδη (Juliana Kyriakides) και/ή Έλενα Παντελή (Helen Panteli), από του να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια και/ή να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη και/ή έγγραφο και/ή άλλως πως, για την αλλαγή της μετοχικής δομής της Εναγόμενης 1 και/ή για σκοπούς αποξένωσης και/ή επιβάρυνσης και/ή μεταβίβασης και/ή ενεχυρίασης πέραν των 14070 μετοχών της Εναγόμενης 1 (ήτοι ποσοστού 13,93% του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 1) και/ή οποιωνδήποτε άλλων περιουσιακών στοιχείων (κινητών ή ακινήτων) της, μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή (συμπεριλαμβανομένης καταχώρησης και/ή εκδίκασης εφέσεως) και/ή μέχρι οποιασδήποτε νέας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

5.  Ενδιάμεσο διάταγμα παγκόσμιου βεληνεκούς (Mareva) που να απαγορεύει στην Εναγόμενη 2 και/ή τους εκπροσώπους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες της και/ή πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό της, να εμβάσουν και/ή πληρώσουν και/ή αποξενώσουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταφέρουν άμεσα ή έμμεσα, οποιανδήποτε κινητή και/ή ακίνητη περιουσία και/ή οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία που νόμιμα και/ή δικαιωματικά ανήκουν σε αυτήν, είτε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στην Κύπρο είτε εκτός δικαιοδοσίας, μέχρι του ποσού των €22.500.000,00 και/ή με τρόπο ώστε η αξία των περιουσιακών στοιχείων να μην μειωθεί πιο κάτω από το πόσο των €22.500.000,00 (Ευρώ Είκοσι Δύο Εκατομμύρια Πεντακόσιες Χιλιάδες) μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την τελική εκδίκαση και/ή αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή (περιλαμβανομένης και τυχόν εφέσεως που ήθελε καταχωρηθεί κατά της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου).

 

6.  Ενδιάμεσο και/ή Επικουρικό και/ή Παρεπόμενο Διάταγμα που να διατάσσει την  Εναγόμενη 2 και/ή τους εκπροσώπους και/ή τους υπηρέτες αυτής και/ή πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό της, όπως εντός είκοσι (20) ημερών από την επίδοση του διατάγματος υπό την παράγραφο 5 να ετοιμάσουν, καταχωρήσουν και επιδώσουν στον Αιτητή και/ή στους Δικηγόρους αυτού, Ένορκη Δήλωση από δεόντως εξουσιοδοτημένο από την Εναγόμενη 2 πρόσωπο, η οποία να αναφέρει και/ή αποκαλύπτει όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης 2, την αξία των περιουσιακών στοιχείων, την φύση αυτών, και την ακριβή τοποθεσία των περιουσιακών στοιχείων, που κατέχονται και/ή βρίσκονται, συμπεριλαμβανομένων (αλλά χωρίς περιορισμό), καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή μετοχές και/ή άλλες εξασφαλίσεις και/ή ιδιοκτησία κα/ή οποιαδήποτε κινητή περιουσία που η Εναγόμενη 2 κατέχει και η οποία της ανήκει άμεσα ή έμμεσα, είτε αυτά βρίσκονται στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, είτε ανήκουν είτε είναι εγγεγραμμένα στο όνομα της Εναγόμενης 2 προσωπικά, ή ανήκουν και/ή είναι εγγεγραμμένα στο όνομα τρίτων προσώπων, μέχρι του ποσού των €22.500.000,00, επισυνάπτοντας αντίγραφα όλων των σχετικών τραπεζικών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων πιστοποιητικών μετοχών, τίτλων ιδιοκτησίας και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υποστηρίζουν ή αποδεικνύουν ή αποκαλύπτουν τα ανωτέρω.

 

Τα διατάγματα των παραγράφων 1 – 4 εκδόθηκαν μονομερώς ενώ για τα υπόλοιπα αιτητικά δόθηκαν οδηγίες όπως επιδοθούν στην πλευρά των Εναγομένων.

 

            Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Κουσταή, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τον Αιτητή.  Σ’  αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Περί τα μέσα Ιουλίου του 2005 συστάθηκε στη Ρωσία, με εντολή και δαπάνη του Αιτητή, η εταιρεία CJSC Project City (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Project City), προκειμένου να διεκπεραιώσει μέρος των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων.  Ως ονομαστικοί μέτοχοι της διορίστηκαν συγγενικά πρόσωπα του Αιτητή.  Τον Ιούνιο του 2006 επρόκειτο να αγοράσει ένα μεγάλο κτίριο στη Μόσχα.  Το όχημα για την αγορά του ήταν Project City.  Κατόπιν αυτού ο Αιτητής είχε ζητήσει από έκαστο ονομαστικό μέτοχο της Project City να του μεταβιβάσει τις μετοχές του.  Στο χρόνο που ακολούθησε, ο Αιτητής συνήψε με όλους τους ως άνω ονομαστικούς μετόχους συμφωνίες αγοράς μετοχών, δυνάμει των οποίων κατέστη ο αποκλειστικός μέτοχος και γενικός διευθυντής της Project City.   Το Φεβρουάριο του 2006 η Project City αγόρασε ένα ημιτελές κτίριο στο κέντρο της Μόσχας.  Για την αγορά του ο Αιτητής κατέβαλε από προσωπικά του κεφάλαια USD7.000.000.  Περαιτέρω, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τρίτων προσώπων που διεκδικούσαν δικαιώματα επί του κτιρίου που αγόρασε η Project City, ο Αιτητής κατέβαλε στα πρόσωπα αυτά κεφάλαια που ξεπερνούν τα USD4.000.000.  Η Project City έλαβε τίτλο ιδιοκτησίας του κτιρίου την 23.3.2007.  Λίγες μέρες αργότερα, η Project City υπέγραψε σύμβαση με εργοληπτική εταιρεία για την ανοικοδόμηση, ανακατασκευή και ανάπτυξη του κτιρίου, το οποίο αποπερατώθηκε την 14.2.2008 οπότε και λήφθηκε άδεια για να λειτουργήσει. Τα κεφάλαια για την αγορά και ανακατασκευή του κτιρίου προήλθαν από την πώληση περιουσιακών στοιχείων του Αιτητή.  Ειδικότερα ο Αιτητής πώλησε εμπορικά κτίρια του στην πόλη της Μόσχας για να εξασφαλίσει τα κεφάλαια για την αγορά του κτιρίου, ενώ τα κεφάλαια που δαπανήθηκαν για την ανακατασκευή του προήλθαν από ενοίκια που λάμβανε αλλά και από δάνειο που έλαβε από την τράπεζα Promsvyazbank.

 

            Μετά την ολοκλήρωση του κτιρίου ο Αιτητής προχώρησε στο διαχωρισμό του συνολικού εμβαδού του σε χώρους των 900 τ.μ. περίπου, διαχωρισμός ο οποίος είχε επιχειρηματικό χαρακτήρα, ώστε να υπάρχει προνομιακή φορολογία του κτιρίου.    Το κτίριο λειτούργησε ως επιχειρηματικό κέντρο με την επωνυμία «Victoria Plaza».  Δεδομένης της δημιουργίας μεγάλου αριθμού ξεχωριστών ιδιοκτησιακών εγκαταστάσεων, αυτές ενεγράφησαν στο όνομα διαφόρων εταιρειών, των οποίων ονομαστικοί μέτοχοι ήταν συγγενικά πρόσωπα ή υπάλληλοι του Αιτητή.  Περί το τέλος του 2010 ο Αιτητής δημιούργησε το επενδυτικό ταμείο «Trust UnionRentini» (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως το TUR), το οποίο ιδρύθηκε από την εταιρεία Trust Union Asset Management (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η TUAM), οι μέτοχοι και αξιωματούχοι της οποίας ενεργούσαν εκ μέρους, για λογαριασμό και κατ’  εντολή του Αιτητή.  Όλοι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των εγκαταστάσεων/χώρων του κτιρίου, κλήθηκαν να μεταφέρουν/μεταβιβάσουν την ιδιοκτησία των εγκαταστάσεων τους στο επενδυτικό ταμείο TUR, όπως και έπραξαν. Με τη μεταβίβαση των εγκαταστάσεων/χώρων στο TUR, οι ιδιοκτήτες τους έλαβαν ως αντάλλαγμα μερίδια στο εν λόγω επενδυτικό ταμείο.  Πέραν των ως άνω μεταβιβάσεων, μεταβιβάστηκαν στο TUR περιουσιακά στοιχεία του Αιτητή, τα οποία ήταν εγγεγραμμένα τόσο επ’  ονόματι του, όσο και επ’  ονόματι της εταιρείας του με την επωνυμία CityCenter LLC.  Ειδικότερα ο Αιτητής μεταβίβασε μεταξύ 2010 – 2011 ακίνητη ιδιοκτησία του αξίας USD9.000.000 περίπου και εις αντάλλαγμα της μεταβίβασης έλαβε 149.716.69510 μερίδια/μετοχές στο επενδυτικό ταμείο.  Επίσης η εταιρεία του City-Center LLC μεταβίβασε την ακίνητη ιδιοκτησία της και εις αντάλλαγμα έλαβε 59.340.99014 μερίδια/μετοχές.

 

            Προκειμένου να προστατεύσει την περιουσία του και ειδικότερα το επιχειρηματικό κέντρο «Victoria Plaza», ο Αιτητής αποφάσισε να εγγράψει εταιρείες περιορισμένης ευθύνης στην Κύπρο και στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους.  Προς το σκοπό αυτό συνήψε συμφωνία παροχής διοικητικών υπηρεσιών με την εταιρεία NPB Management Center Ltd.  Για την υλοποίηση του ανωτέρου σκοπού συστάθηκε στις 24.11.2010 στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους η εταιρεία Letrada Enterprises Ltd (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Letrada), πρώτος μέτοχος της οποίας ήταν η πρώην σύζυγος του Αιτητή (Εναγόμενη 2).  Διευθυντές της ήταν αρχικά η Irina Ebanoidze και ακολούθως ο Ευάγγελος Χαραλάμπους.

 

            Στις 16.12.2010 συστάθηκε η Εναγόμενη 1.  Το σύνολο του μετοχικού της κεφαλαίου κατείχετο από τη Letrada και διευθυντής της διορίστηκε ο Ευάγγελος Χαραλάμπους.  Καθ’  όλο το χρόνο  από της σύστασης των ως άνω εταιρειών, ο Αιτητής είχε το πρόσταγμα για τη διαχείριση τους, την εξουσία να δίνει εντολές στους διευθυντές, την ευθύνη και την υποχρέωση των δαπανών για τη τήρηση των λογιστικών τους βιβλίων και γενικότερα  ασκούσε πλήρη έλεγχο επ’  αυτών.  Ήταν δε πάντοτε το πρόσωπο που όλοι αναγνώριζαν ως τον πραγματικό ιδιοκτήτη/δικαιούχο και το πρόσωπο «έχον το πρόσταγμα».

 

            Κατά τη σύσταση τους, αμφότερες οι εταιρείες Letrada και Εναγόμενη 1  δεν είχαν επ’  ονόματι τους οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία.  Στην πορεία όλοι οι ονομαστικοί ιδιοκτήτες οι οποίοι κατείχαν μερίδια στο επενδυτικό ταμείο TUR, με οδηγίες του Αιτητή, μεταβίβασαν αυτά στην Εναγόμενη 1 και εις αντάλλαγμα της μεταβίβασης έλαβαν  μετοχές της Εναγόμενης 1.  Επίσης και ο Αιτητής μεταβίβασε στην Εναγόμενη 1 τα μερίδια/μετοχές του ιδίου και της εταιρείας City-Center LLC που κατείχαν στο επενδυτικό ταμείο TUR και εις αντάλλαγμα έλαβαν μετοχές της Εναγόμενης 1.  Με ψήφισμα ημερομηνίας 21.1.2011, το μετοχικό κεφάλαιο της Εναγόμενης 1 αυξήθηκε από 1000 μετοχές σε 101.000,00, οι οποίες διανεμήθηκαν στα πρόσωπα τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς στο πιστοποιητικό μετόχων του Εφόρου Εταιρειών (Παράρτημα 45 της Γραπτής Δήλωσης του Αιτητή).

 

            Με ψήφισμα της Εναγόμενης 1 ημερομηνίας 10.3.2011 αποφασίστηκε ότι όλοι οι μέτοχοι της, περιλαμβανομένου του ιδίου του Αιτητή και της εταιρείες του City-Center LLC, θα μεταβίβαζαν τις μετοχές που κατείχαν στην Εναγόμενη 1 επ’  ονόματι της Letrada.  Προς υλοποίηση του ως άνω ψηφίσματος υπογράφτηκαν σχετικές συμφωνίες αγοραπωλησίας των μετοχών της Εναγόμενης 1.  Ως εκ των ανωτέρω ενεργειών, η Letrada κατέστη ο μοναδικός μέτοχος (100%) της Εναγόμενης 1. 

 

            Οι συμφωνίες πώλησης των μετοχών του Αιτητή και της εταιρείας του City-Center LLC στην Letrada, προνοούσαν την πληρωμή Κεφαλαίων.  Ειδικότερα η Letrada θα έπρεπε να μεταβάλει στον Αιτητή για την αγορά 38938 μετοχών της Εναγόμενης 1 ποσό €11.058.392 .00 μέχρι την 10.3.2020.  Σε αντίθετη περίπτωση, η Letrada δεν είχε δικαίωμα να πωλήσει, λάβει μερίσματα, δωρίσει ή κάμει οποιαδήποτε πράξη με τις εν λόγω μετοχές.  Αντίστοιχη πρόνοια υπάρχει και στη συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ Letrada και της εταιρείας City-Center LLC.  Περαιτέρω, ενόψει του ότι ο Αιτητής είχε σκοπό να διαλύσει την εταιρεία City-Center LLC, υπεγράφη συμφωνία εκχώρησης των δικαιωμάτων της που προέκυπταν από την ως άνω συμφωνία αγοραπωλησίας με τη Letrada, στο όνομα του Αιτητή.  Η Letrada ουδέποτε πλήρωσε προς τον Αιτητή οποιοδήποτε ποσό για την αγορά των μετοχών της Εναγόμενης 1 και ως εκ τούτου (η Letrada) δεν είχε δικαίωμα να μεταβιβάσει ή να αποξενώσει ή να πράξει οτιδήποτε σε σχέση με τις εν λόγω μετοχές.  Παρόλα αυτά, περί το έτος 2017 οι μετοχές του Αιτητή που κατέχονταν από τη Letrada μεταβιβάστηκαν, με οδηγίες του, στο όνομα της Εναγόμενης 2 για καθαρά φορολογικούς λόγους.  Ειδικότερα ο Αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 22.5.2017 έδωσε οδηγίες στη διευθύντρια της εταιρείας παροχής διοικητικών υπηρεσιών NPB Management Center Ltd να προχωρήσουν με τις μεταβιβάσεις των μετοχών της Εναγόμενης 1 από τη Letrada στο όνομα της Εναγόμενης 2.  Με την εν λόγω επιστολή ο Αιτητής δήλωνε ότι η Letrada θα πωλήσει το 100% των μετοχών της Εναγόμενης 1 στην Εναγόμενη 2.

 

            Τον Ιούνιο του 2008 ο Αιτητής και η Εναγόμενη 2 πήραν διαζύγιο.  Κατά το ίδιο έτος ο Αιτητής καταχώρησε στο όνομα της Εναγόμενης 2 κάποιους επαγγελματικούς χώρους/εγκαταστάσεις στο Victoria Plaza, τους οποίους η Εναγόμενη 2 θα διατηρούσε στην ιδιοκτησία της μετά το διαζύγιο τους. Ειδικότερα το ποσοστό των μετοχών/μεριδίων στο επενδυτικό ταμείο TUR το οποίο κατείχε και θα διατηρούσε η Εναγόμενη 2 ήταν 13.50% περίπου.   Το ποσοστό αυτό αποτελεί το άθροισμα των μεριδίων/μετοχών στο TUR που κατέχονταν από την Εναγόμενη 2 και την εταιρεία Creative-Story Art LLC.  Όπως και τα υπόλοιπα μερίδια/μετοχές του TUR, αργότερα μεταβιβάστηκαν στην Εναγόμενη 1 και εις αντάλλαγμα παραχωρήθηκαν στην Εναγόμενη 2 μετοχές της Εναγόμενης 1 παρόμοιου ποσοστού.  Κατά το έτος 2011, λόγω στοχοποίησης του Αιτητή από τις Ρωσικές αρχές, αυτός μετέφερε εκτός Ρωσίας την Εναγόμενη 2 και τα τρία παιδιά τους, για λόγους ασφαλείας.

 

            Η Εναγόμενη 1, αφότου συστάθηκε και μεταφέρθηκαν σ’  αυτήν τα μερίδια/μετοχές του TUR με οδηγίες του Αιτητή, άρχισε να δραστηριοποιείται επιχειρηματικά το 2011, πάντα με έλεγχο, καθοδήγηση και οδηγίες του Αιτητή.  Κατά τα έτη 2011 – 2013 πωλήθηκαν κάποια γραφεία/επαγγελματικοί χώροι του Victoria Plaza και η Εναγόμενη 1 είχε κέρδος, το οποίο δόθηκε ως δάνειο στην Εναγόμενη 2 και στην εταιρεία Letrada, το οποίο κέρδος επιστράφηκε στην Εναγόμενη 1.  Με αυτά τα κεφάλαια η Εναγόμενη 1 αγόρασε ακίνητα στο Λονδίνο, τα οποία μετατράπηκαν σε 85 διαμερίσματα και πωλήθηκαν μεταγενέστερα.  Το κέρδος από την πώληση των διαμερισμάτων στο Λονδίνο δόθηκε στην Εναγόμενη 2, υπό μορφή δανείου.  Περαιτέρω, κατά τα έτη 2015 – 2020 η Εναγόμενη 1 πραγματοποίησε την ανακατασκευή ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνο.  Όλες οι ανωτέρω ενέργειες και η επιχειρηματική δραστηριότητα της Εναγόμενης 1 διεξάγετο αποκλειστικά από τον Αιτητή, ο οποίος ενέκρινε τους προϋπολογισμούς της κατασκευής, οργάνωσε τα θέματα λογιστηρίου, διαχειρίζετο τον τραπεζικό λογαριασμό και πραγματοποιούσε όλες τις συναλλαγές της Εναγόμενης 1.    Η Εναγόμενη 2 ουδέποτε αναμείχθηκε στις δραστηριότητες της Εναγόμενης 1 και ο ρόλος της περιοριζόταν σε αυτόν του ονομαστικού μετόχου/ιδιοκτήτη.  Παρά το ότι δεν είχε οποιαδήποτε ενεργητική συμμετοχή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Εναγόμενης 1, η Εναγόμενη 2 λάμβανε τεράστια κεφάλαια από την Εναγόμενη 1 για προσωπικούς της σκοπούς και για ίδιο όφελος, τα οποία δεν έχει επιστρέψει στην Εναγόμενη 1.  Ειδικότερα η Εναγόμενη 2 έλαβε τα ακόλουθα ποσά:

 

1.    £1.908 με βάση γραπτή συμφωνία δανείου ημερομηνίας 21.2.2012.

2.    £3.856,08 με βάση γραπτή συμφωνία δανείου ημερομηνίας 2.9.2016.

3.    £3.636.000 με βάση γραπτή συμφωνία δανείου ημερομηνίας 6.12.2017.

4.    £1.759.000 με βάση γραπτή συμφωνία δανείου ημερομηνίας 12.12.2017.

5.    £461.000 με βάση γραπτή συμφωνία δανείου ημερομηνίας 13.6.2018.

 

Η Εναγόμενη 1 με επιστολή της ημερομηνίας 20.10.2021 πληροφόρησε την Εναγόμενη 2 για το ύψος των οφειλόμενων ποσών επί τη βάσει των ανωτέρω περιγραφομένων συμφωνιών δανείου.  Από τα πιο πάνω στοιχεία φαίνεται η οικονομική αφαίμαξη της Εναγόμενης 1 από την Εναγόμενη 2 κατά την τελευταία δεκαετία. 

 

Μέχρι το έτος 2020 ο Αιτητής διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με την Εναγόμενη 2, η οποία λειτουργούσε και συμπεριφερόταν ως ονομαστικός ιδιοκτήτης και μέτοχος της Εναγόμενης 1.  Οι  τριγμοί στις σχέσεις μεταξύ Αιτητή και Εναγόμενης 2 άρχισαν όταν ο Αιτητής προχώρησε στην προσωπική του ζωή και απέκτησε νέα οικογένεια.  Περαιτέρω, ο Αιτητής δραστηριοποιείτο επιτυχώς στον τομέα ανάπτυξης ακινήτων με μεγάλα έργα σε Λονδίνο και Κύπρο.  Τα πιο πάνω φαίνεται να ενοχλούσαν την Εναγόμενη 2, η οποία δεν κατάφερε να εγκλιματιστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο και ουσιαστικά περιόρισε τις συναναστροφές της, ως επί το πλείστον, με το νέο της σύντροφο/σύζυγο.  Την ρήξη στις σχέσεις Αιτητή – Εναγόμενης 2 προκάλεσε η απόφαση του ενήλικα γιού τους Dmitry να εγκαταλείψει την οικία στην οποία διέμενε με την Εναγόμενη 2 και να εγκατασταθεί στην οικία του Αιτητή.  Κατά τη διάρκεια μιας σύναξης που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του Αιτητή, ο Dmitry γνώρισε και στη συνέχεια συνήψε σχέσεις με γυναίκα μεγαλύτερη του σε ηλικία, κάτι το οποίο ενόχλησε έντονα την Εναγόμενη 2, η οποία ζήτησε από τον Αιτητή να απαγορεύσει στο γιο τους να διατηρεί σχέσεις με την ως άνω γυναίκα.  Ο Αιτητής δεν διαφώνησε με την επιλογή τους γιού τους, κάτι το οποίο ενοχλούσε και προκαλούσε συνεχώς την αντίδραση της Εναγόμενης 2.  Έκτοτε η στάση της προς τον Αιτητή έγινε εχθρική και προσπαθεί με διάφορες ενέργειες να του προκαλεί προβλήματα, να αμφισβητεί τους μέχρι τότε αποδεκτούς και καθιερωμένους ρόλους τους στην Εναγόμενη 1 και να αποξενώσει το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων της Εναγόμενης 1 για προσωπικό της όφελος.  Περαιτέρω, χρησιμοποιεί κάθε δικαιολογία για να δημιουργήσει επιχειρήματα για την δήθεν πραγματική ιδιοκτησία και κυριότητα των μετοχών της Εναγόμενης 1.  Το καλοκαίρι του 2020 η Εναγόμενη 2 προσπάθησε να εμποδίσει τον Αιτητή από τη χρήση του τραπεζικού λογαριασμού της Εναγόμενης 1 και, κατ’  αυτό τον τρόπο, να δημιουργήσει προβλήματα και εμπόδια στη λειτουργία της.  Περαιτέρω, περί τα τέλη Αυγούστου 2021 η Εναγόμενη 2 ξεκίνησε διαδικασίες για την αλλαγή των αξιωματούχων και του εγγεγραμμένου γραφείου της Εναγόμενης 1. 

 

Λόγω της ρήξης στις μεταξύ τους σχέσεις και της επίμονης προσπάθειας της Εναγόμενης 2 να υφαρπάξει τον έλεγχο της Εναγόμενης 1, ο Αιτητής αναγκάστηκε να λάβει νομικά μέτρα, μεταξύ άλλων, για την επιστροφή και εγγραφή στο όνομα του των μετοχών της Εναγόμενης 1.  Τον Νοέμβριο του 2020 καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την αγωγή υπ’  αριθμό 2502/2020 εναντίον της Εναγόμενης 1, της Εναγόμενης 2 και της Letrada.  Μόλις η Εναγόμενη 2 απέστειλε επιστολές για την αντικατάσταση των αξιωματούχων της Εναγόμενης 1, ο Αιτητής έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του για την ετοιμασία και καταχώριση αίτησης για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, προκειμένου να απαγορεύσει την αλλαγή ή αντικατάσταση των υφιστάμενων αξιωματούχων της Εναγόμενης 1.  Στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης του ημερομηνίας 12.10.2021, εξασφάλισε διάταγμα το οποίο απαγόρευε στην πρώην σύζυγο του από του να δώσει οδηγίες  ή και εντολές ή και να προκαλέσει συνέλευση της Εναγόμενης 1 ή και να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια με απώτερο σκοπό την παύση των αξιωματούχων της Εναγόμενης 1 και το διορισμό νέου αξιωματούχου.  Η Εναγόμενη 2 καταχώρισε ένσταση στην ως άνω μονομερή αίτηση καθώς και στη συνέχιση ισχύος του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.  Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 4.5.2022, ακύρωσε το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα και απέρριψε την ανωτέρω αίτηση του Αιτητή, λόγω ουσιώδους παράλειψης αποκάλυψης γεγονότων, χωρίς να εξετάσει την αίτηση επί της ουσίας της. 

 

Αμέσως μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, η Εναγόμενη 2 έσπευσε να ολοκληρώσει τις προσπάθειες υφαρπαγής του ελέγχου της Εναγόμενης 1.  Πιο συγκεκριμένα, την αμέσως επόμενη μέρα της ακύρωσης του ανωτέρω προσωρινού διατάγματος, η Εναγόμενη 2 προχώρησε στη σύνταξη και υπογραφή ψηφίσματος της Εναγόμενης 1, σύμφωνα με το οποίο, ως αποκλειστική μέτοχος της εταιρείας, αποφάσισε το διορισμό έξι φυσικών προσώπων ως διευθυντών της Εναγόμενης 1, διορισμός ο οποίος θα είχε άμεση ισχύ.  Στις 6.5.2022 οι κατ’  ισχυρισμό διορισθέντες διευθυντές συγκάλεσαν συνέλευση των συμβούλων και αποφάσισαν, μεταξύ άλλων, όπως παύσουν την εταιρεία NPB Management Centre Ltd από γραμματέα της Εναγόμενης 1 και στη θέση της διορίσουν την εταιρεία Valia Secretarial Ltd.  Την ίδια μέρα η Εναγόμενη 2, επικαλούμενη την ιδιότητα της μετόχου της Εναγόμενης 1, απέστειλε επιστολή στην εταιρεία NPB Management Centre Ltd με την οποία της έδωσε εντολή να μεταφέρει τη διοίκηση (management) της Εναγόμενης 1 στους κ.κ. Στέλιος Αμερικάνος και Σία ΔΕΠΕ.  Περαιτέρω, της έδωσε εντολή να παραδώσει σ’  αυτούς όλα τα έγγραφα της Εναγόμενης 1.   Στη συνέχεια, οι ανωτέρω δικηγόροι της Εναγόμενης 2 απέστειλαν επιστολή στην εταιρεία NPB Management Centre Ltd, με την οποία της ζήτησαν να τους παραδοθούν τα εταιρικά και άλλα έγγραφα της Εναγόμενης 1.  Περαιτέρω, όπως εντοπίστηκε στην ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, από τις 12.5.2022 καταχωρίστηκαν έγγραφα για την αλλαγή των αξιωματούχων της Εναγόμενης 1. 

 

Κύριο μέλημα του Αιτητή με την καταχώριση της υπό εξέταση Αίτησης είναι η διατήρηση της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων (status quo) μέχρι το Δικαστήριο να κρίνει την παρούσα αγωγή και αποφασίσει αναφορικά με το ποιος είναι πραγματικά ο τελικός δικαιούχος των μετοχών της Εναγόμενης 1. 

 

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 2

 

Οι Εναγόμενες 1 και 2 εναντιώθηκαν στην οριστικοποίηση των εκδοθέντων διαταγμάτων καθώς και στην έκδοση των υπόλοιπων αιτουμένων.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης την οποία καταχώρισαν προβάλλουν σειρά λόγων ένστασης οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

 

1.     Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

 

2.    Ο Αιτητής 2 παρέλειψε να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων και, αντιθέτως, απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα άλλα γεγονότα με ψευδή και παραπλανητικό τρόπο, παραμελώντας να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

3.    Η Αίτηση είναι καταχρηστική για το λόγο ότι:  (α) καταχωρίστηκε για αλλότριους λόγους και (β) καταχωρίστηκε μονομερώς ενώ είχε προηγηθεί η έκδοση παρόμοιου διατάγματος στην αγωγή 2502/20 το οποίο ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, ενώ ουδέν νέο στοιχείο προέκυψε μεταξύ της απόρριψης του διατάγματος στην αγωγή 2502/20 και της καταχώρισης της παρούσας αγωγής. 

 

4.    Όχι μόνο δεν δικαιολογείτο η έκδοση των διαταγμάτων σε μονομερή βάση, αλλά ο Αιτητής επέδειξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ολιγωρία στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, ένας εκ των λόγων για τους οποίους το Δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα στην αγωγή 2502/20. 

 

5.    Τα αιτούμενα διατάγματα είναι συντριπτικής φύσης και αφήνουν την Εναγόμενη 1 έκθεση σε απρόβλεπτες συνέπειες και κινδύνους, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο της ευχέρειας να γέρνει προς την ακύρωση των διαταγμάτων.

 

6.    Δεν δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος τύπου mareva.

 

            Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την Ένορκη Δήλωση της κας Συμεού, εκ των διευθυντριών της Εναγόμενης 1, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

            Κατ’  αρχήν αρνείται τον  ισχυρισμό της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή ότι οι επίδικες μετοχές αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του Αιτητή και ότι η Εναγόμενη 2 τις κατέχει ως επίτροπος ή εξ επαγωγής επίτροπος.  Είναι δε η θέση της ότι αυτές αποτελούν περιουσιακό στοιχείο της Εναγόμενης 2,η οποία είχε μεταφέρει στην Εναγόμενη 1 τα περισσότερα εκ των περιουσιακών της στοιχείων.  Ο δε Αιτητής ήταν δικαιούχος και ιδιοκτήτης άλλης εταιρείας στην Κύπρο με την ονομασία Melont Investment Ltd ενώ τα μέρη (Αιτητής και Εναγόμενη 2) είχαν αποφασίσει όπως παρόμοια δομή δημιουργηθεί και στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, όπου η Εναγόμενη 2 μετέβηκε για την σύσταση των εταιρειών Letrada και Valty Investment Ltd,  οι οποίες ανήκουν αντίστοιχα στην Εναγόμενη 2 και στον Αιτητή.

 

            Οι δαπάνες για σύσταση της εταιρείας Project City καθώς και ολόκληρη η περιουσία (κινητή και ακίνητη) που αποκτήθηκε μέσω αυτής, αποτελούσαν μέρος της κοινής περιουσίας Αιτητή και Εναγόμενης 2 με βάση το ισχύον Ρωσικό δίκαιο.  Η Εναγόμενη 2 είχε συνεισφορά στη δημιουργία της κοινής τους περιουσίας.  Όπως ενημερώνεται από την Εναγόμενη 2, η εργοληπτική εταιρεία Expo LLC η οποία ανέλαβε την ανακατασκευή και ανάπτυξη του κτιρίου “Victoria Plaza” λειτουργούσε υπό τον πλήρη έλεγχο Αιτητή και Εναγόμενης 2 πλην όμως αρκετά σύντομα μετά την έναρξη του έργου, συγκεκριμένα κατά τον Ιούνιο του 2007, ο Αιτητής έπαψε να ασχολείται με αυτό, αφήνοντας την ολοκλήρωση του υπό την ευθύνη και έλεγχο της Εναγόμενης 2, η οποία και το ολοκλήρωσε.  Τα κεφάλαια που δαπανήθηκαν για την αγορά και ανακατασκευή του κτιρίου αποτελούσαν μέρος της κοινής συζυγικής τους περιουσίας ενώ για το δάνειο που λήφθηκε από την Τράπεζα Promsvyazbank δόθηκαν προσωπικές εγγυήσεις και από την Εναγόμενη 2.  Μετά δε την αποπεράτωση του κτιρίου και τη λειτουργία του, όλοι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες των ξεχωριστών ιδιοκτησιακών χώρων στους οποίους παραχωρήθηκαν μερίδια επί του κτιρίου, τα μεταβίβασαν επ’  ονόματι του επενδυτικού ταμείου TUR όχι μόνο κατόπιν εντολών του Αιτητή, αλλά και της Εναγόμενης 2, η οποία ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια εταιρειών που είχαν εγγραφεί ως ιδιοκτήτριες μεριδίων.  Τα ανωτέρω μερίδια σε μεταγενέστερο στάδιο μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία Letrada και ακολούθως στην Εναγόμενη 2.  Οι ως άνω μεταβιβάσεις έγιναν κατόπιν συμφωνίας μεταξύ Αιτητή και Εναγόμενης 2, στα πλαίσια διευθέτησης ή συμφωνίας αναφορικά με την κοινή τους περιουσία, που έλαβε χώρα μετά το διαζύγιο τους, ότι δηλαδή η Εναγόμενη 2 θα ήταν και η τελική δικαιούχος και ιδιοκτήτρια της Εναγόμενης 1 μέσω της Letrada και ο Αιτητής της εταιρείας Melont Investment Ltd  μέσω της Vally Investment Ltd.  Αρκετά ακίνητα δε στην ευρύτερη περιοχή της Μόσχας που αποτελούσαν μέρος της κοινής τους περιουσίας μεταβιβάστηκαν επ’  ονόματι της  Melont Investment Ltd με δικαιούχο τον Αιτητή.  Όπως επίσης την ενημερώνει η Εναγόμενη 2, παρά την όποια εμπλοκή του Αιτητή στις επιχειρήσεις της, εκείνη (Εναγόμενη 2) ήταν πάντοτε που λάμβανε τις τελικές αποφάσεις για τις πιο σημαντικές πτυχές των εργασιών της Εναγόμενης 1 και επέμενε όπως οι αξιωματούχοι της εταιρείας λαμβάνουν την έγκριση της πριν από τη λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων.  Ενώ δε εκκρεμούσε η αγωγή 2502/20, πριν όμως αυτή περιέλθει εις γνώση της, η Εναγόμενη 2 ανακάλυψε ότι ο Αιτητής σε συνεργασία με την Irina Ebanoidze, είχε πωλήσει το μίσθωμα ξενοδοχείου στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1, σε τιμή αρκετά χαμηλότερη από την τιμή αγοράς του, χωρίς τη συγκατάθεση της .  Κατόπιν αυτού η Εναγόμενη 2 απέστειλε στους διευθυντές της Εναγόμενης 1 ψήφισμα υπογεγραμμένο από την ίδια, ως η μοναδική μέτοχος της Εναγόμενης 1, απαγορεύοντας μεταξύ άλλων την υπογραφή οποιασδήποτε συμφωνίας ή οποιαδήποτε συναλλαγή πέραν των £100.00 χωρίς την έγκριση της.  Στη συνέχεια  η Εναγόμενη 2 αποφασίσει να αντικαταστήσει τους παρόχους διοικητικών υπηρεσιών και στις 18.8.2021 απέστειλε γράμμα προς την εταιρεία ΝPB Management Centre Ltd ενημερώνοντας την για την ως άνω απόφαση της και ζητώντας της να αποστείλει όλα τα έγγραφα της Εναγόμενης 1 στους καινούργιους παρόχους υπηρεσιών.  Η Ebanoidze είχε ζητήσει από την Εναγόμενη 2 συγκεκριμένα  έγγραφα για σκοπούς συμμόρφωσης με το νόμο, πριν μεταφέρει την εταιρεία σε άλλο παροχέα υπηρεσιών.  Πολύ πρόσφατα, μετά την αλλαγή του γραμματέα και του εγγεγραμμένου γραφείου της Εναγόμενης 1, σε επικοινωνία των νέων παρόχων διοικητικών υπηρεσιών με την Ελληνική Τράπεζα, λειτουργός της τελευταίας τους επιβεβαίωσε ότι η Εναγόμενη 2 ήταν καταχωρημένη από τους προηγούμενους παρόχους διοικητικών υπηρεσιών ως η δικαιούχος της Εναγόμενης 1 και ως η μοναδική χρήστης και υπογράφουσα του λογαριασμού.

 

            Καθόσον αφορά την πώληση των ξεχωριστών χώρων/εγκαταστάσεων στο «Victoria Plaza», αυτή έγινε με την ενεργή συμμετοχή της Εναγόμενης 2, σε διάφορες δε περιπτώσεις ζητείτο η έγκριση της για να προχωρήσει μια πώληση.  Η δε απόφαση για τη μεταβίβαση των μετοχών που κατείχαν οι μέτοχοι της Εναγόμενης 1 στην εταιρεία Letrada λήφθηκε από τον Αιτητή και την Εναγόμενη 2 από κοινού.  Υπεύθυνοι για την εφαρμογή  της απόφασης ήταν και οι δύο και είχαν αναλάβει να ενημερώσουν τις διευθύνσεις των εταιρειών στις οποίες ήταν εγγεγραμμένες οι μετοχές.  Καθ’  όσον αφορά τη μεταβίβαση των μετοχών της Εναγόμενης 1 από τη Letrada στην Εναγόμενη 2, αυτή έγινε κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχαν Αιτητής και Εναγόμενη 2 στην οποία συζητήθηκε το ότι σύντομα θα ήταν υποχρεωμένοι, με βάση τη νέα νομοθεσία, να αποκαλύψουν τους πραγματικούς δικαιούχους εταιρειών και συνεπώς η ύπαρξη της Letrada ως ονομαστικής μετόχου της Εναγόμενης 1 δεν θα πρόσφερε οποιοδήποτε πλεονέκτημα γι’  αυτό δεν υπήρχε λόγος συνέχισης ή διατήρησης της Letrada, καταβάλλοντας τα σχετικά έξοδα.  Απορρίπτει δε τη θέση της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή ότι η ως άνω μεταβίβαση έγινε για φορολογικούς σκοπούς.

 

            Απορρίπτει τον ισχυρισμό της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή ότι η Εναγόμενη 2 ουδέποτε ασχολήθηκε ενεργητικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Εναγόμενης 1.  Αντίθετα, πολλές εταιρείες που ήταν από τις αρχικές μετόχους της Εναγόμενης 1, ενεργούσαν για λογαριασμό και κατόπιν εντολών της Εναγόμενης 2, η οποία είχε αποφασιστικό ρόλο στις εργασίες της Εναγόμενης 1, ενώ σε διάφορες περιπτώσεις φαίνεται ότι ο Αιτητής καθώς και τα πρόσωπα που κατ’  ισχυρισμό ενεργούσαν μόνο με οδηγίες του, αναγνώρισαν ρητώς ότι η Εναγόμενη 2 ήταν η πραγματική και τελική δικαιούχος της Εναγόμενης 1.

 

            Καθ’  όσον αφορά τις ισχυριζόμενες συμφωνίες δανείου, οι οποίες περιγράφονται στην ένορκη δήλωση της κας Κουσταή, παραδέχεται κατ’  αρχήν ότι η Εναγόμενη 2 υπέγραψε τις συμφωνίες δανείου ημερομηνίας 6.12.2017 και 12.12.2017 για το συνολικό ποσό των £5.395.000.  Όμως η Εναγόμενη 1 ουδέποτε παραχώρησε το ως άνω ποσό στην Εναγόμενη 2 και η μόνη πληρωμή που έγινε από την Εναγόμενη 1 προς αυτή ήταν χρήματα που όφειλε η Εναγόμενη 1 σε μια άλλη εταιρεία της Εναγόμενης 2, την Aveida Fin 1 από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, η οποία κατά την 10.3.2015 εκχώρησε τα δικαιώματα είσπραξης των ως άνω χρημάτων, ήτοι ποσού £5.420.000, στην Εναγόμενη 2.  Η Εναγόμενη 1, δυνάμει της ως άνω συμφωνίας εκχώρησης, προχώρησε σε πληρωμή προς την Εναγόμενη 2 ποσού £3.636.000 κατά την 7.12.2017 και κατά την 14.12.2017 σε πληρωμή ποσού £1.759.000.  Η εταιρεία Aveida Fin 1 είχε παραχωρήσει δάνειο στην Εναγόμενη 1 κατά τον Αύγουστο του 2014 συνολικού ύψους £5.420.000 για την αγορά κτιρίου με γραφειακούς χώρους στο Λονδίνο.  Περαιτέρω το ποσό των £441.000 είχε επιστραφεί στην Εναγόμενη 1 από την Εναγόμενη 2 κατά το έτος 2019.  Οι ανωτέρω συμφωνίες δανείου έγιναν για λογιστικούς σκοπούς της Εναγόμενης 1 και δεν αποτελούν δάνειο που δόθηκε στην Εναγόμενη 2.

            Οι τριγμοί στις σχέσεις της Εναγόμενης 2 με τον Αιτητή άρχισαν να παρουσιάζονται όταν πλέον η Εναγόμενη 2 διαπίστωσε ότι ο Αιτητής εκμεταλλευόταν περιουσία ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1 προς δικό του όφελος και όταν η Εναγόμενη 2 άρχισε να ζητά την αποπληρωμή δανείων που του είχε παραχωρήσει, τα οποία είχαν λήξει.  Απορρίπτει τον ισχυρισμό της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή ότι η ρήξη στη σχέση τους προκάλεσε η απόφαση του γιού τους Dmitry να εγκατασταθεί στην οικία του Αιτητή.

 

            Κανένα νέο γεγονός προέκυψε μετά την ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος στο πλαίσιο της αγωγής 2502/20 που είχε εγείρει ο Αιτητής, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έκδοση του μονομερούς διατάγματος στην παρούσα αγωγή.  Τα όσα ακολούθησαν της ακύρωσης του διατάγματος που εκδόθηκε στην αγωγή 2502/20, ο διορισμός δηλαδή από την Εναγόμενη 2 έξι νέων διευθυντών της Εναγόμενης 1, ήταν ακριβώς αυτό που είχαν απαγορευτεί με το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα στην αγωγή 2502/20.  Το γεγονός ότι η αγωγή 2502/20 μπορεί να βασιζόταν σε λανθασμένη νομική βάση, ως ισχυρίζεται η κα Κουσταή στην ένορκη δήλωση της, δεν διαγράφει τα γεγονότα και μαρτυρία που είχε παρουσιάσει ο Αιτητής, μάλιστα με προσωπική του ένορκη δήλωση.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, στα άρθρα 2, 21, 29, 31, 32 και 68 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 καθώς και στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.2 θ.2, Δ.5, Δ.6 θ.θ.1, 2, 4 – 9, Δ.9 θ.θ. 1 – 13, Δ.16 θ.9, Δ.19 θ.θ. 1, 2, 10 – 13, 26 και 27, Δ.21 θ.θ. 1, 2, 7Α , 8 – 12 και 15, Δ.27, Δ.39 και Δ.48 θ.θ. 1 – 13.

 

            Όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό ο Αιτητής επιδιώκει, μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος τύπου παγκόσμιου βεληνεκούς τύπου mareva με το οποίο να δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης 2, τόσο εντός, όσο και εκτός δικαιοδοσίας. 

 

Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162 νομολογήθηκε ότι η εξουσία που παρέχει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων νόμου 14/60 στο Δικαστήριο είναι τόσο ευρεία, σε βαθμό που επιτρέπει την επέκταση της εμβέλειας των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας.  Όπως ειδικότερα αναφέρεται στις σελίδες 177 και 178:

 

«Στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ’ όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο. Βέβαια στο άρθρο 32 υπάρχει πρόνοια ότι τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται εκτός αν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία και ότι εκτός αν εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Στην υπόθεση BP Holdings Ltd κ.ά. ν. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 τονίστηκε ότι τα δικαστήρια της Κύπρου λειτουργούν με βάση την ευρύτατη εξουσία που τους παρέχεται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60. Σε σχέση με την αλλαγή που επήλθε στην Αγγλική νομολογία το 1975, με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων τύπου Mareva, το Εφετείο στην προαναφερόμενη υπόθεση παρατήρησε ότι το άρθρο 45 του Supreme Court of Judicature (Consolidation) Act του 1925, στο οποίο βασίστηκαν οι Αγγλικές αποφάσεις Nippon Ysen Kaisha v. Karagiorghis [1975] 3 All E.R. 282 και Mareva Compania Naviera S.A. v. International Bulk Carriers S.A. [1975] 2 Lloyds Rep. 509, είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 37(1) του δικού μας παλαιού περί Δικαστηρίων Νόμου 40/53 και με το άρθρο 32 του ισχύοντος Νόμου 14/60. Είναι πρόδηλο πως τα Αγγλικά δικαστήρια έκριναν τότε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, ειδικότερα στον τομέα της επικοινωνίας, καθώς βέβαια και τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων. Λέχθηκε στην υπόθεση Κιταλίδης (ανωτέρω) ότι σήμερα μπορεί να γίνουν δοσοληψίες σε όλα τα μέρη της γης μέσα σε λίγα λεπτά μέσω του συστήματος τηλεμηνυμάτων. Χρήματα μπορεί να μεταφερθούν από τον ένα λογαριασμό σε άλλο και από τη μια χώρα στην άλλη σε λίγα δευτερόλεπτα. Η απαίτηση των σύγχρονων ρυθμών ζωής οδήγησαν τα Δικαστήρια στη σκέψη πως θα έπρεπε να αναδιαπλάσουν το πλαίσιο της εξουσίας τους για να παρέχεται σ’ αυτά η δυνατότητα τέτοιου χειρισμού των προσωρινών διαταγμάτων, ώστε αυτά να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς.

 

Είναι προφανές λοιπόν ότι, δυνάμει του άρθρου 32 του Ν. 14/60 με το οποίο παρέχεται ευρύτατη εξουσία στα Δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα, και με βάση τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κιταλίδη (ανωτέρω) περί αναδιάπλασης του πλαισίου της εξουσίας των δικαστηρίων ώστε τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που εκδίδονται να καθίστανται αποτελεσματικά μέχρι τη λήξη της διαφοράς αλλά και τα όσα παρατηρήθηκαν, γενικά, σε σχέση με τις σύγχρονες μεταβολές στους τρόπους συναλλαγής των ανθρώπων, παρείχετο έρεισμα στο πρωτόδικο δικαστήριο να εκδώσει, στην προκείμενη περίπτωση, παρεμπίπτοντα διατάγματα που να δεσμεύουν και περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων, εκτός δικαιοδοσίας.»

 

 

Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται.  Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν14/60 που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:

 

α)         Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο

 

Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.

 

β)         Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία

 

Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).

 

γ)         Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας  (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).

 

Έχοντας κατά νου ότι μέρος των λόγων ένστασης εστιάζεται στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32, θα προχωρήσω με την εξέταση του κατά πόσο η προσαχθείσα από τον Αιτητή μαρτυρία ικανοποιεί τις εν λόγω προϋποθέσεις. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το κλητήριο ένταλμα.  Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.ά. [ανωτέρω]).

 

Με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα του ο Αιτητής αξιώνει, ως βασική θεραπεία την έκδοση διατάγματος ή και απόφασης  με την οποία να αναγνωρίζεται ότι 86930 μετοχές της Εναγόμενης 1, των οποίων εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια εμφανίζεται να είναι η Εναγόμενη 2, αποτελούν περιουσιακό του στοιχείο και κατέχονται από την Εναγόμενη 2 υπό την ιδιότητα της ως επιτρόπου και/ή εξ επαγωγής επιτρόπου (trustee  and/or constructing trustee) προς όφελος του, και/ή δυνάμει απολήγοντος (resulting trust) και/ή εξ επαγωγής και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος (constructive trust).  Αξιώνει επίσης διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η Εναγόμενη 2 να του μεταβιβάσει και/ή επιστρέψει τις ανωτέρω περιγραφόμενες μετοχές.

 

Από τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εμπεριέχει αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής και, κατ’  επέκταση, αποκαλύπτει μια συζητήσιμη υπόθεση (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολ. Έφεση Αρ. 143/2015, ημερ. 23.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:A102.

 

Προχωρώ τώρα στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32.  Από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν εκδοχών διαφαίνεται ότι αποτελεί κοινό τόπο το ότι οι 86930 μετοχές της Εναγόμενης 1 τις οποίες διεκδικεί ο Αιτητής με την παρούσα αγωγή του ως ο τελικός δικαιούχος τους, είναι εγγεγραμμένες επ’  ονόματι της πρώην συζύγου του/Εναγόμενης 2.  Αποτελεί δε θέση του την οποία προβάλλει μέσω της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή, ότι η Εναγόμενη 2 τις κατέχει υπό την ιδιότητα της επιτρόπου η εξ απαγωγής επιτρόπου (trustee or constructive trustee) προς όφελος και για λογαριασμό του, δυνάμει απολήγοντος ή εξ επαγωγής ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος.

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1501 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στις σελίδες 1563 – 1564:

 

«………………………………………………………………………………………. Τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law).  Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ' εξοχήν στη βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη.  (Βλ. Underhill's Law Of Trusts & Trustees, 13η Έκδοση, σελ. 250 κ.επ., Snell's Equity, 19η Έκδοση, σελ. 291 κ.επ., Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 48, παράγραφος 524 κ.επ., και Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη, ανωτέρω).  Με αναγνωρισμένη έκφανσή τους την περίπτωση κατά την οποία επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή κατά συνείδηση απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελιωδών αρχών δικαίου.  Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση. (ΒλRochefoucauld v. Boustead [1897] 1 Ch. 196, Bannister v. Bannister [1948] 2 All E.R. 133, Hodgson v. Marks [1971] 2 All E.R. 684).»

 

 

Απόλυτα σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 τα οποία παραθέτω αμέσως πιο κάτω:

 

«Η παρούσα δεν είναι υπόθεση μεταξύ συζύγων. Υπήρξε καταφανής σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων 1 και 2. Η μητέρα και τα παιδιά εμπιστεύτηκαν το γαμπρό και την κόρη - αδελφή - για την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου στις εταιρείες. Υπάρχει κοινή πρόθεση με την συμφωνία του 1979. Η κοινή πρόθεση μετουσιώθηκε σε πράξεις. Μεταβίβαση και υποθήκευση ακίνητης περιουσίας, καταβολή χρημάτων, εγγυήσεις, διορισμός σε θέση Διευθυντή με πενιχρό μισθό, έκδοση και παροχή πληρεξουσίων προς τους εναγόμενους - εφεσείοντες. Εκείνο το οποίο συμφωνήθηκε το 1979 ήταν, ουσιαστικά, να δημιουργηθεί ένα είδος καταπιστεύματος, και προκύπτει αυτό το καταπίστευμα από την απόλυτη εμπιστοσύνη "trust", την οποία οι ενάγοντες εναπόθεσαν στους εναγόμενους. Το καταπίστευμα δημιουργήθηκε από αυτή τη συμφωνία και υλοποιήθηκε μετά σε διάφορα χρονικά διαστήματα, με διάφορες πράξεις και παραλείψεις. Υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία για συγκεκριμένη συνεισφορά για την απόκτηση του μετοχικού κεφαλαίου, το οποίο αποτελεί το καταπίστευμα. Η παρούσα αγωγή δεν στηρίζεται σε δεδηλωμένο καταπίστευμα αλλά σε εξυπακουόμενο ή τεκμαιρόμενο καταπίστευμα, (constructive or implied  trust"). Στο Σύγγραμμα Parker and Mellows - "The Modern Law of Trust" - 3η Έκδοση, σελ. 151-156 και 403-413, γίνεται ανάλυση του τεκμαιρόμενου καταπιστεύματος.

 

Το τεκμαιρόμενο καταπίστευμα δεν προκύπτει από τη δεδηλωμένη ή/και εξυπακουόμενη πρόθεση των διαδίκων, αλλά αναφύεται ως θέμα συνείδησης και δικαίου, οποτεδήποτε το σύστημα της επιείκειας περιβάλλει μια συγκεκριμένη πράξη ή σειρά πράξεων, όχι μόνο με νομιμότητα, αλλά και με καταλογισμό ευθυνών. Περίπτωση τεκμαιρόμενου καταπιστεύματος είναι και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός.»

 

            Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της κας Κουσταή, οι επίδικες μετοχές του Αιτητή είχαν αγοραστεί αρχικά από τη Letrada, έναντι του ποσού των €11.058.392,00 το οποίο θα έπρεπε να καταβληθεί στον Αιτητή μέχρι την 10.3.2020.  Σε αντίθετη περίπτωση, η Letrada δεν θα είχε δικαίωμα να διαθέσει, λάβει μερίσματα ή προβεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή αναφορικά με τις επίδικες μετοχές.  Η Letrada δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό προς τον Αιτητή για την αγορά τους, με αποτέλεσμα να μην έχει δικαίωμα να μεταβιβάσει, διαθέσει και γενικά πράξει οτιδήποτε που αφορούσε τις επίδικες μετοχές.  Παρόλα αυτά, με οδηγίες του ιδίου του Αιτητή, οι επίδικες μετοχές μεταβιβάστηκαν επ’  ονόματι της Εναγόμενης 2 περί το έτος 2017 για φορολογικούς λόγους.

 

            Από πλευράς της η Εναγόμενη 2 αρνείται ότι κατείχε τις επίδικες μετοχές προς όφελος ή και για λογαριασμό του Αιτητή και ισχυρίζεται ότι αποτελούν καθαρά περιουσιακό στοιχείο της ίδιας.

 

            Είναι το πλέον κατάλληλο, κατά την άποψη μου, στάδιο για να εξεταστεί ο λόγος ένστασης των Εναγομένων ότι η υπό εξέταση Αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας για το λόγο ότι (α) καταχωρίστηκε για αλλότριους σκοπούς και (β) είχε προηγηθεί η έκδοση παρόμοιου διατάγματος στην αγωγή 2502/20, το οποίο ακυρώθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο, χωρίς να προκύψει οποιοδήποτε νέο στοιχείο μεταξύ του χρόνου ακύρωσης του ως άνω διατάγματος και της καταχώρησης της υπό εξέταση Αίτησης.  Στην ένορκη δήλωση της κας Συμεού, η οποία  συνοδεύει την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης των Εναγομένων, προβάλλεται η θέση ότι η υπό εξέταση Αίτηση αποτελεί μια απόπειρα του Αιτητή για δεύτερη ευκαιρία στην όλη προσπάθεια του να εμποδίσει την Εναγόμενη 2, ως αποκλειστική μέτοχος της Εναγόμενης 1, να την ελέγξει και να διαχειριστεί τα περιουσιακά της στοιχεία. 

 

            Όπως έχει διαφανεί από το παρουσιασθέν μαρτυρικό υλικό, της καταχώρησης της παρούσας αγωγής προηγήθηκε η αγωγή 2502/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, την οποία είχε καταχωρήσει ο Αιτητής εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 (της παρούσας αγωγής) καθώς και εναντίον της Letrada.  Στο πλαίσιο της ανωτέρω αγωγής, ο Αιτητής είχε εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα παρόμοιο με αυτό το οποίο εξασφάλισε με την υπό εξέταση Αίτηση του.  Ειδικότερα το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 15.10.2021 απαγόρευε στην πρώην σύζυγο του (Εναγόμενη 2) από του να δώσει οδηγίες και/ή εντολές και/ή να προσκαλέσει συνέλευση της Εναγόμενης 1 και/ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο και/ή προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια με απώτερο σκοπό την παύση οιουδήποτε αξιωματούχου της Εναγομένης 1 και/ή το διορισμό οποιουδήποτε νέου αξιωματούχου, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

            Αποτελεί περαιτέρω αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το ρηθέν διάταγμα ακυρώθηκε, κατόπιν ακρόασης, με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 4.5.2022.  Ακολούθως ο Αιτητής, κατά την 6.6.2022, διέκοψε την αγωγή 2502/20 με την επιφύλαξη του δικαιώματος του για καταχώρηση νέας.

 

            Όπως διαφάνηκε από το παρουσιασθέν εκ μέρους του Αιτητή μαρτυρικό υλικό, η αγωγή 2502/20 είχε ως αιτία αγωγής την παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων.  Στην ένορκη δήλωση του προς υποστήριξη της αίτησης ημερομηνίας 12.10.2021, αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται αυτούσια στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.5.2022, ο Αιτητής προβάλλει (και εκεί) τον ισχυρισμό ότι είχε υπογράψει με τη Letrada συμφωνία πώλησης των επίδικων μετοχών του για το ποσό των €11.058.392 το οποίο θα του καταβαλλόταν μέχρι την 10.3.2020.  Η Letrada στο μεσοδιάστημα δεν θα είχε το δικαίωμα να αποξενώσει τις επίδικες μετοχές και σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των απορρεουσών από τη συμφωνία πώλησης υποχρεώσεων της, όφειλε να του επιστρέψει τις επίδικες μετοχές.  Όμως η Letrada παράτυπα και αντισυμβατικά περί το έτος 2017 μεταβίβασε το σύνολο των επίδικων μετοχών στην πρώην σύζυγο του (εκεί Εναγόμενη 3), χωρίς να του καταβληθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα, η δε πρώην σύζυγος του έλαβε τις επίδικες μετοχές κατά παράβαση της συμφωνίας του με τη Letrada

 

Όπως προκύπτει από το κείμενο της ρηθείσας απόφασης ημερομηνίας 4.5.2022 (Τεκμήριο 26 της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή), σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση του, η οποία καταχωρίστηκε σε μεταγενέστερο στάδιο, ο Αιτητής προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ήταν ο ίδιος που είχε δώσει τις οδηγίες για τη μεταβίβαση των επίδικων μετοχών επ’  ονόματι της πρώην συζύγου του.  Ο βασικός δε λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα και απέρριψε την αίτηση του Αιτητή ήταν το ότι το μονομερές διάταγμα εξασφαλίστηκε στη βάση ενός διαφορετικού υπόβαθρου γεγονότων, από αυτό το οποίο προέβαλε με την μεταγενέστερη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ο Αιτητής, το οποίο και παρέλειψε να αποκαλύψει αρχικά.

 

            Το αγώγιμο δικαίωμα στο οποίο στηρίζεται η παρούσα αγωγή του Αιτητή δεν είναι η παράβαση σύμβασης εκ μέρους των Εναγομένων, αλλά το ισχυριζόμενο δημιουργηθέν απολήγον ή εξυπακουόμενο εμπίστευμα, δυνάμει του οποίου η πρώην σύζυγος του/Εναγόμενη 2 κατέχει τις επίδικες μετοχές προς όφελος και δια λογαριασμό του υπό την ιδιότητα της  επιτρόπου (trustee or constructive trustee).  Με βάση δε τον ισχυρισμό της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή, ο ίδιος ο Αιτητής είχε δώσει τις οδηγίες για μεταβίβαση των επίδικων μετοχών επ’  ονόματι της πρώην συζύγου του για καθαρά φορολογικούς λόγους, οι οποίοι επεξηγούνται στις παραγράφους 67 – 69 της ενόρκου δηλώσεως της κας Κουσταή.

 

            Πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι εκατέρωθεν πλευρές συμφωνούν ότι η απόρριψη από το Δικαστήριο της ενδιάμεσης αίτησης, η οποία καταχωρίστηκε στην αγωγή 2502/20 και η ακύρωση του εκεί εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος, δεν έχει δημιουργήσει δεδικασμένο, γι’  αυτό και δεν αποτελεί κώλυμα στην καταχώριση και προώθηση της υπό εξέταση Αίτησης (Recnex Trading Ltd κ.ά ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866).  Όμως, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αίτηση η οποία καταχωρίστηκε στην αγωγή 2502/20, στη βάση της οποίας ο Αιτητής εξασφάλισε το μονομερές διάταγμα, βασίστηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο ισχυρισμών από αυτούς οι οποίοι προβάλλονται με την ένορκη δήλωση της κας Κουσταή η οποία στηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση.  Έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω την εκδοχή η οποία προβλήθηκε αρχικά από τον Αιτητή στην ένορκη δήλωση του με βάση την οποία εκδόθηκε το μονομερές διάταγμα στην αγωγή 2502/20.  Αυτό το οποίο λογικά θα ανέμενα από τον Αιτητή ήταν ότι θα παράθετε κάποια επεξήγηση ή δικαιολογία για τη διαφοροποίηση της εκδοχής του με την ένορκη δήλωση η οποία υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση, καμιά όμως τέτοια δικαιολογία ή επεξήγηση προφέρθηκε.  Στην ένορκη δήλωση της κας Κουσταή προβάλλεται η θέση ότι η αγωγή 2502/20 δεν βασίζετο στις ορθές νομικές βάσεις, γι’  αυτό και ο Αιτητής προέβηκε στην απόσυρση της με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του για καταχώρηση νέας αγωγής.  Κατόπιν δε ενδελεχούς εξέτασης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, η παρούσα αγωγή περιλαμβάνει ως βάση της τη δημιουργία εξ επαγωγής και/ή εξυπακουόμενου εμπιστεύματος, καθώς επίσης και τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού.  

 

Ανεξάρτητα από τη δυνατότητα μεταβολής της νομικής βάσης της αγωγής του Αιτητή, έχω την ταπεινή άποψη ότι τα γεγονότα και περιστατικά στη βάση των οποίων οι επίδικες μετοχές μεταβιβάστηκαν επ’  ονόματι της πρώην συζύγου του Αιτητή/Εναγόμενης 2, δεν μπορούν να μεταβάλλονται και να διαφοροποιούνται ώστε να προσαρμόζονται στην εκάστοτε αιτία ή αιτίες αγωγής την οποία επιλέγει να προωθήσει ο Αιτητής.  Δεν μπορούν τα ουσιώδη γεγονότα και περιστατικά να μεταβάλλονται και διαφοροποιούνται ανεξήγητα και κατά το δοκούν, ώστε να εξυπηρετείται κάθε φορά η αιτία (cause of action) επί της οποίας στηρίζει την αγωγή του ο Αιτητής.  Φυσικά και δεν διαφεύγει της προσοχής μου η νομολογική αρχή σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο στο στάδιο της παρούσας διαδικασίας δεν υπεισέρχεται σε εξέταση των αμφισβητούμενων γεγονότων (Κούππα ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά.  (2014) 1 Α.Α.Δ. 1677).  Στην προκειμένη όμως περίπτωση η εξέταση του Δικαστηρίου δε έχει να κάνει με την εκδοχή που παρουσίασε η κάθε πλευρά, αλλά με τη μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά του ιδίου του Αιτητή.  Η ανεξήγητη δε μεταστροφή της εκδοχής του Αιτητή ως προς τα γεγονότα στη βάση των οποίων οι επίδικες μετοχές μεταβιβάστηκαν επ’  ονόματι της Εναγόμενης 2, πέραν του ότι πλήττουν συθέμελα το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της υπόθεσης του, με αποτέλεσμα την αποτυχία ικανοποίησης της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32, αποτελεί, κατά την άποψη μου, κλασική περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.

 

            Στο σύγγραμμα του Π.Γ. Πολυβίου Κατάχρηση Διαδικασίας στο Κυπριακό Δίκαιο αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελίδες 19 – 20:

 

«………………………………………………………………………………………

Όπως δεν θα επιτραπεί η έγερση διαδοχικών αγωγών και άλλων αξιώσεων επί τη βάσει των ίδιων γεγονότων, έτσι τα Δικαστήρια θα θεωρήσουν ότι η διαδοχική έγερση ενδιάμεσων ή άλλων αιτήσεων (συμπεριλαμβανομένων αιτήσεων για καταφρόνηση του Δικαστηρίου) συνιστά κατάχρηση διαδι­κασίας. Στην υπόθεση Navigator Equities Ltd and Others v. Deripaska το Δικαστήριο ασχολήθηκε με επανειλημμένες αιτήσεις για καταφρόνηση Δικαστηρίου (contempt of Court) εναντίον του εναγομένου. Κρίθηκε ότι ο κανόνας της Henderson ν. Henderson[1] ίσχυε, με αποτέλεσμα οι διαδο­χικές αιτήσεις εναντίον κάποιου διαδίκου, ιδιαίτερα για καταφρόνηση Δικαστηρίου, να συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας. Ήδη στην υπό­θεση Orb a.r.l. ν. Ruhan[2] ο Δικαστής Popplewell υπέδειξε τα ακόλουθα:

 

"[...] the principle is well established, and often applied, in relation to contested interlocutory applications. It is that if a point is open to a party on an interlocutory application and is not pursued, then the applicant cannot take the point at a subsequent interlocutory hearing in relation to the same or similar relief, absent a significant and material change of circumstances or his becoming aware of facts which he did not know and could not reasonably have discovered at the time of the first hearing. It is based on the principle that a party must bring forward in argument all points reasonably available to him at the first opportunity; and that to allow him to take them serially in subsequent applications would permit abuse and obstruct the efficacy of the judicial process by undermining the necessary finality or unappealable interlocutory decisions".»

 

            Στο ίδιο σύγγραμμα παρατίθεται και το ακόλουθο απόσπασμα από την Navigator Equities Ltd and others v. Deripaska (2020) E.W.H.C. 1798 (Comm.) το οποίο υποστηρίζει απόλυτα τα όσα αναφέρθηκαν από το Δικαστήριο πιο πάνω αναφορικά με την καταχρηστική συμπεριφορά του Αιτητή:

 

“The rule in Henderson v. Henderson (1843) 3 Hare 100 is a rule serving the important public interest ‘that there should be finality in litigation and that a party should not be twice vexed in the same matter’, per Lord Bingham in the classic modern formulation of the rule in Johnson v. Gore Wood & Co [2002] 2 A.C. 1, at 31A-D. It applies in respect of inter partes interlocutory proceedings and not only following final trials, although there has been some debate over whether it is to be applied as 'strictly' in the former context [...].

In particular, therefore, the court will be astute to strike down as an abuse an attempt to 'upgrade' interlocutory relief through successive applications based on materially the same facts and circumstances [...]. That is not to say that an applicant may not without abuse return to court for additional relief arising out of earlier relief; for example, supplementary orders the better to render effective interlocutory relief previously granted are a staple feature of litigation, particularly in relation to freezing orders or other interlocutory injunctions. But the essential message is clear why this particular order, why now, and why not when the applicant came before, should always be closely considered; and good answers are needed if the successive applicant is not to be at risk of a finding that the process is being abused by the successive application”.

(H υπογράμμιση είναι δική  μου.)

 

            Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Beogradska D.D. (1996) 1 A.A.Δ. 911 γίνεται αναφορά στην αγγλική υπόθεση Lawrance v. Norreys (1890) 15 App. Cas. 210, 219, από την οποία παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«It cannot be doubted that the Court has an inherent jurisdiction to dismiss an action which is an abuse of the process of the Court. It is a jurisdiction which ought to be very sparingly exercised, and only in very exceptional cases."

 

Μετάφραση στα ελληνικά:

 

"Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία να απορρίψει μια αγωγή η οποία αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας. Είναι μια δικαιοδοσία που πρέπει να ασκείται πολύ φειδωλά και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.»

 

 

            Τα όσα έχω παραθέσει πιο πάνω έχουν καταστήσει πλέον αχρείαστη την εξέταση της συνδρομής της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, όπως και την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας (Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980 και Μυλωνάς ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. Ε176/2019, ημερ. 10.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A519.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για τους λόγους που έχω επεξηγήσει λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει, γι’  αυτό και θα απορριφθεί.

 

            Όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι οι Εναγόμενες 1 και 2.

 

            Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγομένων 1 και 2 / Καθ’  ων η Αίτηση και εις βάρος του Ενάγοντα / Αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

            Συνακόλουθα τα προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 10.6.2022 ακυρώνονται.

 

 

 

(Υπ.) …………………………………..

                                                                                                            Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο,

 

 

Πρωτοκολλητής



[1] (1843) 3 Hare 100.

[2] [2016] E.W.H.C.850 (Comm.)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο