ECLI:CY:EDPAF:2021:A146
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Λ. Α. Παντελή, Α.Ε.Δ
Αρ. Αγωγής: 1673/13
Μεταξύ:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εναγόντων
-και-
1. [ ] ΦΑΕΘΩΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ
2. I.C.E DEVELOPERS LIMITED
Εναγομένων
31 Μαΐου 2021
Για την ενάγουσα/καθ’ ης η αίτηση: κος Ι. Τηλεμάχου
Για τον εναγόμενο 1/αιτητή: κος Α. Παπαχαραλάμπους
ΑΠΟΦΑΣΗ
Όπως αποκαλύπτεται από τον τίτλο της αγωγής, αρχικώς η αξίωση στρεφόταν εναντίον δύο εναγομένων. Εν τούτοις, την 09/03/2021 ο συνήγορος των εναγόντων απέσυρε την αξίωση στην έκταση που αφορούσε την εναγομένη 2, με αποτέλεσμα η διαδικασία να προχωρήσει μόνο σε σχέση με τον εναγόμενο 1. Δεν κρίνεται χρήσιμη η ανάλυση των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων εν εκτάσει. Αυτό γιατί όπως θα αποκαλυφθεί οσονούπω, πέραν της απόσυρσης των αξιώσεων σε σχέση με την εναγομένη 2, περιορισμός αξίωσης προέκυψε, τουλάχιστον στην έκταση που αφορά την έκδοση κάποιων εκ των διαταγμάτων εκποίησης και σε σχέση με τον εναγόμενο 1 (στη συνέχεια ο εναγόμενος). Αυτά όμως διερευνώνται πιο κάτω.
Για την ώρα είναι αρκετό να υπομνησθεί ότι τα δικόγραφα θέλουν τους ενάγοντες να είναι τραπεζικός οργανισμός ο οποίος δάνεισε τον εναγόμενο δυνάμει συμφωνίας η οποία ακολούθως έτυχε τροποποιήσεων. Ποια η ημερομηνία της συμφωνίας, ποιοι οι όροι τούτης, ποιες οι εξασφαλίσεις που δόθηκαν και εν τέλει, ποιες είναι οι ισχυριζόμενες τροποποιητικές συμφωνίες, εξετάζεται στη συνέχεια. Περιπλέον, είναι η θέση των εναγόντων (στη συνέχεια οι ενάγοντες ή η τράπεζα) πως ο εναγόμενος απέτυχε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της μεταξύ τους συμφωνίας, εν προκειμένω να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό στον καθοριζόμενο χρόνο, με αποτέλεσμα να τερματίσουν τη συμφωνία και να απαιτήσουν το συνολικό ποσό. Στον αντίποδα ο εναγόμενος εγείρει αριθμό προδικαστικών ενστάσεων και αρνείται τις ισχυριζόμενες συμφωνίες που οι ενάγοντες επικαλούνται στην έκθεση απαιτήσεως. Υποστηρίζει δε ότι εάν ήθελε αποδειχθεί ότι συνομολογήθηκαν τέτοιες συμφωνίες, αυτές είναι παράνομες και/ή άκυρες για τους λόγους που εκεί αναφέρονται. Περιπλέον υποστηρίζει πως οι συμφωνίες που επικαλούνται οι ενάγοντες επιβλήθηκαν αυθαίρετα και μονομερώς, με σκοπό την αύξηση του επιτοκίου, την επιβολή ανατοκισμού, χρεώσεων, επιβαρύνσεων και τόκων υπερημερίας. Θέλει δε τις εξασφαλίσεις που δόθηκαν να είναι άκυρες. Ακόμη υποστηρίζει ότι οι υποθήκες ενεγράφησαν χωρίς τη δέουσα ενημέρωση του εναγόμενου και ότι εφόσον είναι μεταγενέστερες της συμφωνίας δανείου δεν μπορούν να την εξασφαλίζουν. Τέλος, είναι η θέση της υπεράσπισης ότι οι ενάγοντες ουδέποτε τερμάτισαν εγκύρως τη συμφωνία με τον εναγόμενο και ουδέποτε του απέστειλαν τις επιστολές που αναφέρονται στην έκθεση απαιτήσεως. Στην κατακλείδα της υπεράσπισης αναφέρεται πως ο εναγόμενος δεν οφείλει το αξιούμενο ποσό, το οποίο εν πάση περιπτώσει είναι προϊόν παράνομων χρεώσεων και/ή ανατοκισμού και/ή δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές που κατά καιρούς έκαναν οι εναγόμενοι.
Για την υποστήριξη της υπόθεσής τους οι ενάγοντες κάλεσαν στο Δικαστήριο μια μάρτυρα. Αυτή είναι η [ ] Κανάρη (στη συνέχεια ΜΕ1). Στην άλλη πλευρά η υπεράσπιση κάλεσε δύο μάρτυρες. Ως πρώτος μάρτυρας κλήθηκε ο εναγόμενος και ακολούθως ο [ ] Μιχαήλ (στη συνέχεια ΜΥ2).
Η ΜΕ1 προσκόμισε στο Δικαστήριο το σύνολο των τεκμηρίων που παρουσιάστηκαν από τους ενάγοντες, δηλαδή τα τεκμήρια 1 μέχρι και 19. Εν προκειμένω ήταν η θέση της πως οι διάδικοι συνομολόγησαν συμφωνία δανείου την 06/12/2005. Ως τέτοια συμφωνία παρουσίασε το τεκμήριο 1 και εξήγησε τους βασικούς όρους τούτης, καθώς και τις εξασφαλίσεις που εκεί αναφέρονται. Σε τούτο το στάδιο αρκούμαι μόνο να υποδείξω πως σύμφωνα με το τεκμήριο 1 το δάνειο ανέρχετο σε ποσό Λ.Κ. 115.000 και ήταν πληρωτέο σε ένα έτος, ενώ έφερε κυμαινόμενο επιτόκιο που συμποσούτο σε βασικό και προσαύξηση, που τη δεδομένη στιγμή ανέρχετο στο 6,50%. Ήταν η θέση της ΜΕ1 ότι στη συνέχεια μεταξύ των διαδίκων συνομολογήθηκαν τέσσερις τροποποιητικές συμφωνίες. Η πρώτη, που σύμφωνα με τη ΜΕ1 είναι το τεκμήριο 2, είναι ημερομηνίας 15/02/2007 και σκοπός της ήταν η παράταση της αποπληρωμής του δανείου μέχρι την 31/01/2008. Περιπλέον, μηνιαίως θα καταβάλλοντο δόσεις ύψους Λ.Κ. 1.035,03, αρχής γενομένης από 31/03/2008 και οι καθυστερήσεις θα διαγράφονταν. Σχετικό είναι και το τεκμήριο 3. Η δεύτερη τροποποιητική συμφωνία, υποστήριξε η ΜΕ1, ήταν ημερομηνίας 18/04/2008 και προνοούσε πως το ποσό του δανείου θα καταβάλλετο εφάπαξ την 31/03/2010, ενώ στο μεταξύ θα καταβάλλοντο δόσεις ύψους €2.000 από την 30/06/2008. Οι δε καθυστερήσεις θα διαγράφονταν. Θέση της ΜΕ1 ήταν πως τούτη η συμφωνία είναι το τεκμήριο 4, ενώ σχετικό είναι και το τεκμήριο 5. Εις επίμετρον τα μέρη συμφώνησαν και τροποποίηση των εξασφαλίσεων. Πέραν των όσων εξασφαλίσεων είχαν τεθεί με την αρχική συμφωνία, προστέθηκαν και η υποθήκη Υ2681/08, καθώς και η εκχώρηση των δικαιωμάτων του εναγόμενου επί πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 25/01/2008 που αφορούσε την αγορά του διαμερίσματος με αριθμό 301 στο [ ]. Ακολούθησε η τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 08/06/2010, η οποία αφορούσε, σύμφωνα πάντα με τη ΜΕ1, την ακύρωση του εκχωρητηρίου που ήταν αντικείμενο της τροποποιητικής συμφωνίας 18/04/2008, υπό τον όρο ότι το ποσό που θα εισπράττετο, εν προκειμένω €90.000, θα κατατίθετο στον λογαριασμό [ ] ο οποίος και θα δεσμευόταν. Η εν λόγω συμφωνία είναι το τεκμήριο 6. Η τελευταία τροποποιητική συμφωνία είναι ημερομηνίας 23/07/2010. Ήταν η θέση της ΜΕ1 ότι αυτή την τροποποιητική συμφωνία αφορούν τα τεκμήρια 8, 9 και 10. Αντικείμενο της συμφωνίας ήταν η παράταση του χρόνου εξόφλησης του δανείου και συγκεκριμένα ότι θα εξοφλείτο την 01/07/2011 με καταβολή εφάπαξ ποσού, ενώ στο ενδιάμεσο θα καταβάλλοντο μηνιαίως οι τόκοι, αρχής γενομένης την 30/07/2010. Περιπλέον αποδεσμεύτηκε ο λογαριασμός [ ], ενώ οι λοιπές εξασφαλίσεις παρέμειναν οι ίδιες και προστέθηκε και η υποθήκη Υ3389/08 ημερομηνίας 12/06/2008. Πέραν των πιο πάνω τεκμηρίων η ΜΕ1 παρουσίασε στο Δικαστήριο και τα έγγραφα των τριών υποθηκών που μνημονεύονται στη γραπτή δήλωση που ετοίμασε. Η υποθήκη Υ4679/05 είναι το τεκμήριο 11, η υποθήκη Υ2681/08 είναι το τεκμήριο 12 και η υποθήκη Υ3389/08 είναι το τεκμήριο 13. Όπως ανέφερε η ΜΕ1, λόγω του ότι ο εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε με τους όρους της συμφωνίας την 06/05/2012, η τράπεζα απέστειλε προειδοποιητική επιστολή που τον καλούσε να εξοφλήσει τις όποιες καθυστερήσεις. Τούτη η επιστολή είναι το τεκμήριο 17. Ένεκα του ότι δεν συμμορφώθηκε με το τεκμήριο 17, η τράπεζα τερμάτισε τον λογαριασμό και προς τούτο απέστειλε σχετική επιστολή, δηλαδή το τεκμήριο 18. Τέλος, η ΜΕ1 προσκόμισε στο Δικαστήριο και τα τεκμήρια 14 και 15. Πρόκειται για καταστάσεις λογαριασμού του δανείου (τεκμήριο 14) καθώς και την αναδόμηση τούτων (τεκμήριο 15) στην οποία προέβη η ίδια. Σε αυτό το πλαίσιο η μάρτυρας εξήγησε τους λογαριασμούς καθώς και το σύνολο των επιτοκίων που διείπον τον λογαριασμό ανά περίοδο. Σε ό, τι αφορά τα επιτόκια σχετικό είναι το τεκμήριο 16.
Στον αντίποδα ο εναγόμενος ισχυρίστηκε πως το 2007 αποχώρησε από τη συζυγική οικία που βρίσκεται στην οδό [ ] 9 στη Γεροσκήπου και εκ τότε διαμένει στον Πωμό . Προς υποστήριξη τούτης της θέσης προσκόμισε στο Δικαστήριο το τεκμήριο 20, δηλαδή διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου στο πλαίσιο της αίτησης [ ]/07, ημερομηνίας 12/07/2007, το οποίο τον διατάζει να εγκαταλείψει την οικία που βρίσκεται στην οδό [ ] 9 στη Γεροσκήπου. Ήταν δε η θέση του πως η τράπεζα γνώριζε το γεγονός αυτό καθ’ ότι τους το ανέφερε το 2008 όταν έκαναν άλλη συμφωνία. Ακόμη προσκόμισε στο Δικαστήριο το τεκμήριο 21, δηλαδή βεβαίωση του Δήμου Γεροσκήπου πως το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/[ ], τεμάχιο [ ], Φ/Σχ 51/11Ε2, βρίσκεται στην οδό [ ] 9, [ ] στη Γεροσκήπου και είναι εγγεγραμμένο στο όνομά του. Βάσει όλων των πιο πάνω ήταν η θέση του εναγόμενου ότι δεν παρέλαβε τα τεκμήρια 17 και 18, δηλαδή προειδοποιητική επιστολή και επιστολή τερματισμού, όπως ούτε την επιστολή ημερομηνίας 31/10/2008 η οποία αποτελεί μέρος του τεκμηρίου 16 και αφορά αύξηση του επιτοκίου. Υποστήριξε ακόμη ότι ούτε και οποιουσδήποτε λογαριασμούς λάμβανε και αυτό παρ' ότι τους ζητούσε από την τράπεζα. Προχώρησε δε να αναφέρει ότι δεν υπάρχει διεύθυνση [ ] 9 στη Γεροσκήπου, γεγονός που γνωρίζει καθ' ότι διετέλεσε εκτελεστικός μηχανικός του Δήμου Γεροσκήπου και επίσης επειδή αυτό πληροφορήθηκε από τον Δήμο Γεροσκήπου σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί τους. Τέλος ήταν η θέση του εναγόμενου πως η υποθήκη Υ3389/08 δεν αφορά το σχετικό δάνειο και πως είχε συμφωνηθεί να μη συμπεριληφθεί στις εξασφαλίσεις τούτου.
Ο ΜΥ2 ανέφερε ότι είναι σύμβουλος για τραπεζικά θέματα, εξήγησε τους τίτλους σπουδών του και πρόσθεσε ότι από το 1990 μέχρι και το 1993 εργάστηκε στη Λαϊκή Τράπεζα και από το 1993 μέχρι και το 2016 εργάστηκε στην Alpha Bank Cyprus και μεταξύ των καθηκόντων του ήταν και η χορήγηση δανείων, θέση την οποία κατείχε ως υπεύθυνος. Ανέφερε ότι για τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα τεκμήρια 1, 14, 15, 16, 17 και 18, όπως και τη γραπτή δήλωση της ΜΕ1 (έγγραφο Α). Εξέτασε τα διάφορα επιτόκια που εφαρμόστηκαν στον λογαριασμό και ετοίμασε σχετικό πίνακα ο οποίος δεικνύει το επιτόκιο που εφαρμόστηκε, το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τέλος την τυχόν απόκλιση μεταξύ των δύο. Ο ΜΥ2 συμφώνησε με το επιτόκιο που εφάρμοσε η τράπεζα από την έναρξη του δανείου μέχρι και την 16/11/2008 και επίσης συμφώνησε ότι το βασικό επιτόκιο που εφάρμοσε η τράπεζα μέχρι και την 20/06/2012 ήταν ορθό. Εν τούτοις διαφώνησε για το βασικό επιτόκιο που επιβλήθηκε από την 07/11/2012 και επέκεινα, καθ' ότι η επιστολή τερματισμού που απέστειλε η τράπεζα στον εναγόμενο, δεν αναφέρεται σε αποκρυστάλλωση του επιτοκίου. Επίσης διαφώνησε με την προσαύξηση του επιτοκίου από την 17/11/2008 και επέκεινα, καθ' ότι ο εναγόμενος του ανέφερε πως δεν έλαβε την επιστολή ημερομηνίας 31/10/2008 (αποτελεί μέρος του τεκμηρίου 16) και ως εκ τούτου δεν έλαβε υπόψη του την αύξηση (1,25%) που εκεί αναφέρεται.
Πριν οτιδήποτε άλλο λίγα λόγια επιβάλλεται να ειπωθούν για τις αρχές αξιολόγησης. Όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ 339, επιβάλλεται η μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο ουσιαστικής αξιολόγησης, δηλαδή από απόψεως περιεχομένου και να μην υιοθετείται ή απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας. Κατά τον ίδιο τρόπο στην υπόθεση Sayed v. Πλοίου Μ/V Mary John κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, υπεδείχθη ότι η αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα έχει δύο επάλληλα στοιχεία. Το πρώτο αφορά το περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα σε αυτή υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, κατά πόσο λέγει την αλήθεια. Ζητούμενο παραμένει η εξεύρεση της αλήθειας όπως αυτή διαμορφώνεται από την προσκομισθείσα μαρτυρία. Εργαλεία που εξυπηρετούν αυτό τούτο τον στόχο είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της κρινόμενης μαρτυρίας, όπως πηγή γνώσεως, ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος, ακεραιότητα και προκατάληψη, ανιδιοτέλεια, αληθοφάνεια (βλ. Phipson on Evidence,16 η έκδοση, σελίδα 333). Περιπλέον, οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν αξιολογούνται απομονωμένα, αλλά αντιπαραβάλλονται και συσχετίζονται στην αντικειμενική τους υπόσταση με κάθε άλλη μαρτυρία, γραπτή ή προφορική, με σκοπό την επιβεβαίωση των αξιολογικών ευρημάτων (βλ. Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 και Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 185/12, 19/04/18).
Η αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Η ΜΕ1 άφησε θετικότατες εντυπώσεις στο Δικαστήριο, γεγονός που διατυμπανίζεται από την όλη παρουσία της καθ' ον χρόνο μαρτυρούσε, η οποία απέπνεε φιλαλήθεια και ειλικρίνεια. Από την άλλη ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας της επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του ΜΥ2 και συν τοις άλλοις δεν αμφισβητήθηκε. Η ΜΕ1 δεν επιχείρησε να αλλοιώσει ή να αποκρύψει γεγονότα, φερ' ειπείν ότι η ίδια δεν έχει πρωτογενή γνώση πλείστων τόσων γεγονότων και πως η γνώση των όσων ανέφερε πηγάζει από το περιεχόμενο του φακέλου. Επιπλέον με παρρησία απάντησε για καθετί σχετικό των τροποποιητικών συμφωνιών, λόγου χάριν ότι δεν έχει την αίτηση που αναγράφεται στα σχετικά τεκμήρια (τεκμήρια 2, 4, 6 και 8) καθ' ότι υποβλήθηκε ηλεκτρονικά. Ούτε και για το τεκμήριο 17, δηλαδή την προειδοποιητική επιστολή, απέκρυψε το γεγονός ότι δεν έχει κάποιο έγγραφο που να δικαιολογεί το γιατί στάλθηκε στη διεύθυνση Κώστα Παρτασίδη 9, Γεροσκήπου, που ομολογουμένως διαφέρει από εκείνη που αναγράφεται στη συμφωνία τεκμήριο 1 και όλες τις συμφωνίες που ακολούθησαν. Εν κατακλείδι, αμέσως και χωρίς περιστροφές απάντησε την ερώτηση της υπεράσπισης ότι η τράπεζα εφάρμοσε το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την 01/01/2008 και επέκεινα.
Όλα τα ανωτέρω φανερώνουν ακριβώς πως η ΜΕ1 δεν είχε πρόθεση και ούτε παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο διατεθειμένη να αλλοιώσει τα πραγματικά γεγονότα. Βεβαίως το πως η ίδια αντιλαμβάνεται τούτα, φερ' ειπείν το κατά πόσο τα τεκμήρια 2, 4, 6 και 8, συνιστούν τροποποιητικές συμφωνίες, δεν είναι δεσμευτικό για το Δικαστήριο. Την ίδια ώρα όμως αυτή η θέση δεν αλλοιώνει τη θετική εικόνα της μάρτυρος, εφόσον δεν αποκαλύπτει πρόσωπο διατεθειμένο να ψευσθεί ή να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες. Σε αυτό μάλιστα το συμπέρασμα συνεισφέρει και η μαρτυρία της υπεράσπισης. Για παράδειγμα ο εναγόμενος δέχεται ότι υπέγραψε τα τεκμήρια 1 μέχρι και 6 και 8 μέχρι και 10, δηλαδή αυτά που προσκόμισε η ΜΕ1. Και σε αυτή όμως την περίπτωση δεν δεσμεύει η αντίθετη άποψη του εναγόμενου, δηλαδή ότι δεν συνιστούν τροποποιητική συμφωνία. Περιπλέον σε σχέση με το επιτόκιο η μαρτυρία της ΜΕ1 επιβεβαιώνεται από εκείνη του ΜΥ2, ο οποίος δέχεται το μεγαλύτερο μέρος τούτου ως ορθό. Η όποια διαφωνία του οφείλεται στην πληροφόρηση που έλαβε από τον εναγόμενο, εν προκειμένω τον ισχυρισμό ότι δεν έλαβε την επιστολή αύξησης του περιθωρίου (βλ. τεκμήριο 16) και στο πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο της επιστολής τερματισμού (τεκμήριο 18). Κατά τα λοιπά οι θέσεις των δύο συμπίπτουν. Συνεπώς διαπιστώνεται ότι εμμέσως πλην σαφώς η μαρτυρία της υπεράσπισης επιβεβαιώνει ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας της ΜΕ1.
Και κάτι τελευταίο αλλά όχι έσχατο˙ η ΜΕ1 είχε άμεση εμπλοκή και πρωτογενή γνώση μόνο για την αναδόμηση της κατάστασης λογαριασμού (τεκμήριο 15) και όπως ανέφερε, προτού πράξει τούτο προέβη σε σύγκριση μεταξύ των δύο, δηλαδή των αρχικών καταχωρήσεων του αρχείου με την κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 14) και την αναδομημένη κατάσταση και διαπίστωσε ότι ταυτίζονται και τέλος, ότι από την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού αφαίρεσε όλα τα έξοδα και προμήθειες πλην του τόκου υπερημερίας. Το σύνολο αυτής της θέσης της ΜΕ1 δεν έτυχε της αμφισβήτησης της υπεράσπισης. Γνωστή είναι βεβαίως η αρχή ότι μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητείται εκλαμβάνεται ότι υιοθετείται ως ορθή και αληθής (βλ. Frederickou Schools Co Ltd v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ 1527, 1541). Υπό αυτή τη σκοπιά η αναμφισβήτητη πτυχή αυτού του σκέλους της μαρτυρίας της ΜΕ1, δηλαδή ότι προέβη στη σύγκριση που ανέφερε και διαπίστωσε ότι οι δύο λογαριασμοί ταυτίζονται και αποδίδουν το περιεχόμενο του αρχείου, καθώς ότι αφαίρεσε τις χρεώσεις που η ίδια ονομάτισε, υιοθετείται ως αναμφισβήτητη και καθίσταται διαπίστωση του Δικαστηρίου.
Στον αντίποδα ο εναγόμενος δεν εντυπωσίασε με τη μαρτυρία του. Πρόκειται για μορφωμένο άνδρα τον οποίο η μαρτυρία του τον θέλει καθ' ον χρόνο εργαζόταν στον Δήμο Γεροσκήπου ως εκτελεστικός μηχανικός, να αποφασίζει να κάνει το επιπλέον βήμα και να εισέρχεται στις επιχειρήσεις. Αυτό όμως το επιχειρείν και η οξυδέρκεια, στοιχεία τα οποία ήτο ευδιάκριτα στη μαρτυρία του ανά διαστήματα, εξαφανίζονται σε κρίσιμα σημεία τούτης και τη θέση τους καταλαμβάνει αδικαιολόγητη ασάφεια και αοριστία, γεγονός που αναδεικνύει ακριβώς τον επιτήδειο χαρακτήρα της μαρτυρίας του, που εν τέλει απώτερο στόχο είχε όχι την αποκάλυψη της αλήθειας αλλά την εξυπηρέτηση ιδίου οφέλους.
Εν πρώτοις υποδεικνύεται πως ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι «πάρα πολλές φορές» ζήτησε από την τράπεζα να του παραδώσει αναλυτικούς λογαριασμούς, δεν τέθηκε στη ΜΕ1, ώστε να παρασχεθεί η ευχέρεια στους ενάγοντες να απαντήσουν τη σχετική θέση. Αυτό και μόνο υποβαθμίζει τη σημασία του εν λόγω ισχυρισμού, εφόσον όπως έχει νομολογηθεί στην υπόθεση Frederickou, πιο πάνω, η πλευρά που αντεξετάζει οφείλει να θέσει κάθε πτυχή της υπόθεσής της στους μάρτυρες του άλλου μέρους ώστε να παρασχεθεί η ευχέρεια απάντησης. Είναι τούτο χρέος οφειλόμενο στην αναζήτηση της αλήθειας , διεργασία η οποία επιτυγχάνεται μόνο δια της ειλικρινούς και ακριβοδίκαιης αντιπαράθεσης και σίγουρα όχι με αιφνίδιες αποκαλύψεις και καινοφανείς ισχυρισμούς. Εν τούτοις δεν παραλείπω να σχολιάσω και αυτή τη θέση του εναγόμενου. Εν προκειμένω υποστήριξε ότι:
«….συνεργαζόμουν σε μεγάλο επίπεδο με την τράπεζα, σε ευρύ επίπεδο, είχα αρκετές δανειακές συμβάσεις, η εταιρεία στην οποία εργαζόμουν και ήμουν και μέτοχος συνεργαζόταν με την Τράπεζα Κύπρου οπόταν έπρεπε να είχα καλή συνεννόηση και έπρεπε να ελέγχω τα υπόλοιπα μου, τις καταστάσεις μου, να ξέρω πώς να διεκπεραιώνω τις υποχρεώσεις μου όπως και η τράπεζα να διεκπεραιώνει τις δικές του και πρέπει να το ελέγχω, δεν είχα ενημέρωση….»
Και ερωτώ˙ αφ' ης στιγμής αυτή ήταν η αντίληψή του σε σχέση με τους διάφορους λογαριασμούς, δηλαδή ότι επιβάλλετο να τους ελέγχει και περιπλέον είναι η θέση του ότι δεν λάμβανε αναλυτικές καταστάσεις, γιατί επτά τόσα χρόνια (2005-2012) που κράτησε η συνεργασία των διαδίκων, δεν αποτάθηκε στην τράπεζα με μια επιστολή που θα δήλωνε ακριβώς τούτο, δηλαδή ότι δεν λαμβάνει λογαριασμούς. Το τεκμήριο 20 μπορεί μεν να αποκαλύπτει ότι από την ημερομηνία που εκεί αναφέρεται ‑12/07/2007‑ και εντεύθεν δεν διέμενε στην αναφερόμενη διεύθυνση, δεν δικαιολογεί όμως την εναπομείνασα πτυχή της θέσης του εναγόμενου, δηλαδή ότι υπέβαλε στην τράπεζα σχετικά παράπονα. Πώς τα υπέβαλε, σε ποιον τα υπέβαλε και πότε τα υπέβαλε. Επ' αυτού τίποτα προσκομίστηκε στο Δικαστήριο, πλην της αόριστης και γενικόλογης θέσης του εναγόμενου.
Πέραν τούτου, υποδείχθηκε στον εναγόμενο ότι ο ίδιος είναι που έδωσε την εν λόγω διεύθυνση (Κυριάκου Παρτασίδη 9), πράγμα που το αρνήθηκε προσθέτοντας ότι «δεν της την έδωσα εγώ, έχει βάλει λάθος η τράπεζα και της την υπόδειξα και της είπα να το διορθώσει». Όταν όμως του υποδεικνύεται ότι σε όλα τα τεκμήρια που δέχεται ότι υπέγραψε (τεκμήρια 1‑ 6 και 8‑ 10) εντοπίζεται αυτή η διεύθυνση και όντως έτσι έχουν τα πράγματα, αρκείται σε ένα στεγνό «διαφωνώ». Όταν στη συνέχεια ερωτάται δια άλλο ζήτημα που αφορά τον λογαριασμό και του υποβάλλεται ότι η προηγηθείσα απάντησή του δεν είναι παρά η θέση του, εξεμάνη και υποστήριξε ότι˙ «ναι, αυτό ξέρω από τα γεγονότα, δεν είναι ισχυρισμός είναι το γεγονός γιατί εγώ τα υπέγραφα και εγώ τα συμφώνησα». Και λέγω˙ σεβαστή η θέση αυτή εφόσον σε κάθε περίπτωση οι συμμετέχοντες στη συνομολόγηση των εγγράφων έχουν πρωτογενή γνώση των γεγονότων. Εν τούτοις ξενίζει το γεγονός ότι εδώ ο εναγόμενος επικαλείται αυτή τη γνώση κατά το δοκούν και μόνο εκεί που ο ίδιος θέλει και όχι σε κάθε έγγραφο που υπέγραψε. Εν προκειμένω εύστοχη είναι η επισήμανση της ΜΕ1 η οποία διερωτήθηκε˙ γιατί δεν ανέφερε τούτο [σε σχέση με τη διεύθυνση] στην τράπεζα είτε το 2008, είτε το 2010, όταν μετέβη για να υπογράψει τα διάφορα τεκμήρια. Και είναι γεγονός, μετά το 2007, δηλαδή την ημερομηνία που αναφέρεται στο τεκμήριο 20 που παρουσίασε ο εναγόμενος, οι διάδικοι υπέγραψαν αριθμό άλλων εγγράφων, όπως είναι τα τεκμήρια 2 μέχρι και 6 και 8 μέχρι και 10. Πώς γίνεται ο κατά τα άλλα λαλίστατος και απαιτητικός εναγόμενος, που θέλει να ελέγχει τους λογαριασμούς να μην εναντιώθηκε τη δεδομένη στιγμή, γι' αυτό που σήμερα ισχυρίζεται πως τον ταλαιπωρούσε, εφόσον έγνοια και πρόθεσή του ήταν να ελέγχει επισταμένα το σύνολο των λογαριασμών του. Απ' όποια σκοπιά και αν προσεγγίσει κάνεις τη μαρτυρία του εναγόμενου δεν μπορεί παρά να αντικρίσει ένα διάτρητο σώμα ισχυρισμών, που ως τέτοιο είναι ανίκανο να συγκρατήσει τη λογική και να αποτελέσει στέρεο υπόβαθρο οικοδόμησης ευρημάτων.
Έτι χειρότερη είναι η εικόνα του εναγομένου σε σχέση με το τεκμήριο 13, δηλαδή την υποθήκη Υ3389/08. Ομολογώ ότι δυσνόητη είναι η τοποθέτησή του σε σχέση με αυτό. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι:
«Η εξασφάλιση είναι όπως είπαμε προηγουμένως, είναι όπως αναφέρονται εκεί, σε μεταγενέστερο στάδιο είχαν μπει εξασφαλίσεις, συνέχισαν να μπαίνουν και άλλες και όπως αναφέρεται και στα έγγραφα που έχω πει δεσμεύτηκε ένας λογαριασμός, δεν τον θυμάμαι, δεσμεύτηκε ένα διαμέρισμα στη Γεροσκήπου, δεσμεύτηκε, εμπήκε, όταν λέτε «δεσμεύτηκε» εμπήκαν εξασφαλίσεις, εμπήκε εξασφάλιση επί ενός τεμαχίου που βρίσκεται στην κοινότητα Λάσα στην Επαρχία Πάφου αυτές ήταν οι νέες εξασφαλίσεις για αυτό το δάνειο άλλες εξασφαλίσεις όμως δεν έχουν μπει. Επειδή είχα πει προηγουμένως έγινε για άλλη εξασφάλιση, είναι η υποθήκη Υ3389/8, ποτέ δεν έχει μπει, είχε συμφωνηθεί με την τράπεζα και προφορικά να μην μπει φαίνεται και μέσα από τις συμφωνίες όλες, υπάρχει αυτό το πνεύμα και φαίνεται ότι εκείνη η συμφωνία εκείνη η υποθήκη δεν εξασφάλιζε το δάνειο γιατί το είχα πει και προφορικά, είχα τους πει ότι είναι το σπίτι, εκείνο το τεμάχιο είναι το σπίτι μου, τους το είχα πει και προφορικά και φαίνεται και μέσα από τις γραπτές υποθήκες, ενώ στις άλλες υποθήκες είχαν ειπωθεί και σαφώς είχαν ξεκαθαρίσει πριν το 2008 και μετά το 2008, ποτέ δεν είχε αναφερθεί εκείνη η συγκεκριμένη, τες άλλες. Οπότε ηθέλαμε να βάλουμε καινούργιες εξασφαλίσεις για διευκόλυνση και ρητά αναφέραμε ότι είναι αυτή, και αυτή, και αυτή, και αυτή, και ο γενικός όρος που αναφέρθηκε προηγουμένως δεν μπορεί, δεν μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να αναφέρεται για τον απλούστατο λόγο ότι εξειδικευόντουσαν σε κάθε περίπτωση οι εξασφαλίσεις. Οπόταν, εάν θέλαμε και εκείνο να συμπεριλαμβανόταν και σε αυτήν τη σύμβαση θα το είχαμε αναφέρει, θα έμπαινε κάποια τροποποιητική σε κάποια συμφωνία σε κάποιο έγγραφο και ποτέ δεν έχει μπει και φαίνεται και στα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί σε αυτήν την αγωγή.»
Αν αυτό που εννοεί ο εναγόμενος είναι πως επειδή επρόκειτο για τη συζυγική οικία δεν επιθυμούσε την υποθήκευσή της σε σχέση με αυτό το δάνειο, δεν βλέπω τη λογική πίσω από αυτό. Δηλαδή, γιατί δεν ήταν πρόβλημα να υποθηκευτεί η οικία για άλλο δάνειο αλλά δεν επιτρέπετο να υποθηκευτεί γι’ αυτό. Εν πάση περιπτώσει, αν αυτή ήταν η πρόθεση του εναγομένου, δηλαδή ότι το τεκμήριο 13 δεν θα αφορούσε το επίδικο δάνειο, όφειλε να απαιτήσει να τεθεί ρητά στη μεταξύ τους συμφωνία, δηλαδή τη σύμβαση υποθηκεύσεως, που είναι το τεκμήριο 13. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, οι όροι του τεκμηρίου 13, δεν δικαιολογούν τις σχετικές αιτιάσεις του εναγομένου.
Και κάτι τελευταίο˙ χείριστη εντύπωση προκαλεί η μαρτυρία του εναγόμενου σε σχέση με τα τεκμήρια 1 μέχρι και 6 και 8 μέχρι και 10. Ενώ από τη μια είναι εκείνος που υπέγραφε και διατείνεται ότι γνωρίζει τα γεγονότα, αίφνης πέφτει σε κατάσταση λήθης και αγνοεί ό, τι σχετικό. Για παράδειγμα˙ για το τεκμήριο 1 υποστηρίζει ότι είναι ημερομηνίας 05/12/2005, όχι γιατί θυμάται αλλά γιατί όπως δηλώνει, αυτό βλέπει στο έγγραφο. Όσο για τα τεκμήρια 2 μέχρι και 6 και 8 μέχρι και 10, δηλώνει ότι «δεν είναι τροποποιητικές αλλά είναι επιστολές απόφαση, αποδοχή όπου φαίνεται η υπογραφή μου». Και ερωτώ, αν έτσι έχουν τα πράγματα, δηλαδή τα εν λόγω τεκμήρια δεν είναι συμφωνίες αλλά απλές επιστολές, προς τι τότε η υπογραφή του επ’ αυτών. Εν ολίγοις γιατί χρειαζόταν να τις υπογράψει. Περαιτέρω, αν δεν είχε συμφωνηθεί το περιεχόμενο του τεκμηρίου 6, πώς τότε προχώρησε η ακύρωση της εκχώρησης του πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 25/01/2008, γεγονός που δεν αμφισβήτησε η υπεράσπιση και πως το προϊόν της πώλησης του διαμερίσματος κατατέθηκε στο λογαριασμό [ ], ο οποίος δεσμεύτηκε. Επιπλέον, με δεδομένο ότι κατά κύριο λόγο το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων αφορά παράταση του χρόνου αποπληρωμής του δανείου, τι σημαίνει η άρνηση τούτων από τον εναγόμενο, μήπως ό, τι ισχύει το τεκμήριο 1. Εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί δεν προσκομίστηκε εξόφληση του ποσού στον χρόνο που προνοούσε το τεκμήριο 1, δηλαδή ένα έτος μετά τη συνομολόγησή του. Και τέλος, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί απορρίπτει τα τεκμήρια 2, 4, 6 και 8 και θεωρεί ότι δεν συνιστούν συμφωνία επειδή θέτουν τον όρο ότι η πρόταση της τράπεζας εκπνέει εντός 45 ημερών, τη στιγμή που ανάλογος όρος αναφέρεται και στο τεκμήριο 1, το οποίο όμως δέχεται ότι συνιστά τη συμφωνία που είχε με την τράπεζα.
Όλα τα πιο πάνω συνιστούν τους λόγους που η μαρτυρία του εναγόμενου κρίνεται σαθρή, αναξιόπιστη και ανίκανη να της αποδοθεί οιαδήποτε βαρύτητα.
Από την άλλη ο ΜΥ2 δέχομαι ότι πρόκειται για γνώστη των τραπεζικών ζητημάτων. Η πολύχρονη ανάμιξη του από το 1990 μέχρι και το 2016 σε διάφορα πόστα στην τράπεζα, καθώς και οι πανεπιστημιακοί και επαγγελματικοί τίτλοι που κατέχει, δικαιολογούν τη διαπίστωση ότι κατέχει το αντικείμενο. Η δε μαρτυρία του ήτο γνήσια και ειλικρινής, διαπίστωση η οποία επιβεβαιώνεται απ' όσα ακολουθούν. Εν τούτοις η εγκυρότητα της μαρτυρίας του ΜΥ2 καθίσταται υποχείριο πλήρωσης δύο προϋποθέσεων. Η πρώτη, η οποία αφορά πραγματικό ζήτημα, συνίσταται στο κατά πόσο ο εναγόμενος παρέλαβε την επιστολή ημερομηνίας 31/10/2008 (αποτελεί μέρος του τεκμηρίου 16). Άλλωστε ο ΜΥ2 απεριφράστως παραδέχθηκε, και είναι τούτο δείγμα της ειλικρίνειάς του, ότι αυτός ο ισχυρισμός του εναγόμενου ήταν που τον οδήγησε να μην λάβει υπόψη του το επιτόκιο που εκεί αναφέρεται. Το δεύτερο ζήτημα που επιδρά στη μαρτυρία του ΜΥ2, είναι η δικανική ερμηνεία που θα αποδοθεί στην επιστολή τερματισμού, τεκμήριο 18. Σύμφωνα με τον ΜΥ2, ένεκα του ότι η τράπεζα δεν προέβη σε κλείδωμα επιτοκίου με το τεκμήριο 18, το βασικό επιτόκιο συνεχίζει να διέπεται από το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σε αυτό είναι που οφείλεται και η παρουσίαση του τεκμηρίου 22. Ως εκ των ανωτέρω είναι αντιληπτό πως καίτοι η μαρτυρία του ΜΥ2 κρίνεται αξιόπιστη, η υιοθέτηση τούτης εξαρτάται από την απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με τα δύο ζητήματα που έχουν υποδειχθεί.
Τώρα, βάσει της αξιόπιστης μαρτυρίας καταλήγω στα εξής ευρήματα. Την 06/12/2005 οι διάδικοι συνομολόγησαν συμφωνία δανείου με την οποία η τράπεζα δάνεισε τον εναγόμενο το ποσό των Λ.Κ 115.000. Δεν έχει σημασία να αναφερθούν οι εξασφαλίσεις που δόθηκαν, εφόσον η αξίωση της τράπεζα περιορίστηκε τελικώς στο αξιούμενο ποσό και σε έκδοση διατάγματος εκποίησης της υποθήκης του τεκμηρίου 13 και αυτό το ζήτημα εξετάζεται στη συνέχεια. Λόγω του ότι ο εναγόμενος δεν εξόφλησε το ποσό του δανείου εντός του προκαθορισμένου χρόνου, δηλαδή εντός ενός έτους, στη συνέχεια τα μέρη συνομολόγησαν άλλες τέσσερις τροποποιητικές συμφωνίες. Τούτες οι τροποποιητικές συμφωνίες συνομολογήθηκαν στις ακόλουθες ημερομηνίες˙ 15/02/2007, 18/04/2008, 08/06/2010 και 23/07/2010. Είναι τούτες τα τεκμήρια 2, 4, 6 και 8. Πέραν αυτών σχετικά είναι και τα τεκμήρια 3, 5, 9 και 10.
Παρεμβάλλω εδώ το εξής˙ βασική θέση της υπεράσπισης είναι πως επειδή τα τεκμήρια 2, 4, 6 και 8 αναγράφουν ότι «η απόφαση εις ό, τι αφορά τη χορήγηση νέων διευκολύνσεων εκπνέει μετά την πάροδο 45 ημερών από σήμερα», αυτό σημαίνει ότι δεν συνιστούν συμφωνία. Επειδή δε δεν ακολούθησε υπογραφή άλλου εγγράφου, αυτό υποδηλοί ότι ποτέ δεν συνομολογήθηκε τέτοια τροποποιητική συμφωνία. Θέλει ακόμη τα τεκμήρια 3, 5, 9 και 10 να είναι απλές επιστολές.
Με αυτή τη θέση δεν μπορώ να συμφωνήσω. Το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων, των οποίων το τυποποιημένο μέρος είναι ταυτόσημο, αποκαλύπτει ότι αφότου ο εναγόμενος υπέβαλε την αίτηση που εκεί αναφέρεται και η οποία αφορούσε το επίδικο δάνειο, η τράπεζα την εξέτασε και την ενέκρινε, θέτοντας συγκεκριμένους όρους. Η αποδοχή τούτων των όρων εσήμαινε και την ολοκλήρωση της τροποποιητικής συμφωνίας και προς τούτο, δηλαδή την αποδοχή, η τράπεζα έθεσε πρόσθετο όρο τον χρονικό ορίζοντα των 45 ημερών. Δηλαδή σε αυτό τον χρόνο η αποδοχή της θα έμενε ανοικτή. Αν παρ' ελπίδα ο εναγόμενος δεν συμφωνούσε και δεν υπέγραφε εντός των 45 ημερών, τότε η αποδοχή αυτομάτως θα είχε εκπνεύσει. Στην προκείμενη περίπτωση η υπογραφή των τεκμηρίων 2, 4, 6 και 8 από τον εναγόμενο καταμαρτυρεί την αποδοχή των όρων της τράπεζας και συνακόλουθα τη συνομολόγηση τροποποιητικής συμφωνίας. Επαναλαμβάνω αυτό που ενωρίτερα αναφέρθηκε, δηλαδή ότι ανάλογος όρος εντοπίζεται και στο τεκμήριο 1 που ο εναγόμενος δέχεται ότι συνιστά την αρχική συμφωνία του με την τράπεζα.
Δυνάμει των τροποποιητικών συμφωνιών, τεκμήρια 2, 4, 6 και 8, ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου παρατάθηκε μέχρι την 01/07/2011. Εν τούτοις το τεκμήριο 15, δηλαδή η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού η οποία ελέγχθηκε από τη ΜΕ1 και ανταποκρίνεται στις χρεωπιστώσεις της αρχικής κατάστασης λογαριασμού (τεκμήριο 14), πλην των εξόδων και προμηθειών που αφαιρέθηκαν από την τράπεζα, αποκαλύπτει ότι αυτό δεν έγινε εφόσον κατ' εκείνο τον χρόνο ο λογαριασμός δείκνυε υπόλοιπο ύψους €190.014,29.
Είναι αντιληπτό βεβαίως ότι το επιτόκιο του λογαριασμού επιδρά στο οφειλόμενο πόσο και συνεπώς διαμορφώνει το υπόλοιπο. Με δεδομένο ότι εδώ η υπεράσπιση αμφισβητεί τούτο το επιτόκιο, σπεύδω παρευθύς να διερευνήσω ό, τι σχετικό. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί δύο είναι οι συναφείς λόγοι που προτάσσονται από την υπεράσπιση και κύριος εκφραστής τούτων στο Δικαστήριο ήταν ο ΜΥ2.
Από το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας προκύπτει ότι η υπεράσπιση δέχεται ότι τα επιτόκια που εφάρμοσε η τράπεζα είναι αυτά που ανέφερε η ΜΕ1 (βλ. παράγραφο 28 εγγράφου Α) και τα οποία αναφέρονται στο τεκμήριο 16. Περαιτέρω η υπεράσπιση, δια του ΜΥ2, δέχθηκε ότι το επιτόκιο που εφαρμόστηκε από την αρχή της συμφωνίας τεκμήριο 1 (06/12/2005) μέχρι και την 16/11/2007 ήταν βάσει των συμφωνηθέντων και συνεπώς ορθό. Συνεπώς όλα τα ανωτέρω υιοθετούνται από το Δικαστήριο και καθίστανται ευρήματα που δεσμεύουν τη διαδικασία. Ο πρώτος λόγος δια τον οποίο η υπεράσπιση αρνείται το επιτόκιο που ακολουθεί, οφείλεται στο ότι ο εναγόμενος αρνείται ότι έλαβε την επιστολή ημερομηνίας 31/10/2008 που η τράπεζα τη θέλει να τον πληροφορούσε για αύξηση της προσαύξησης κατά 1,25% (βλ. τεκμήριο 16). Εν τούτοις αδίκως παραπονείται ο εναγόμενος. Η συμφωνία των διαδίκων στον όρο 17 διαλαμβάνει ότι:
«Εκτός στις περιπτώσεις που ισχύει ο Νόμος Περί Καταναλωτικής Πίστης και προνοεί διαφορετικά, οποιαδήποτε κοινοποίηση/ειδοποίηση βάσει του παρόντος εγγράφου μπορεί να δοθεί στον Πελάτη στην διεύθυνση επίδοσης με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή στο χέρι στη διεύθυνση που είναι δηλωμένη στην παρούσα συμφωνία ή σε οποιαδήποτε νέα διεύθυνση ήθελε δώσει ο Πελάτης στην Τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση.»
Η διεύθυνση που είναι δηλωμένη στο τεκμήριο 1, αλλά και κάθε μια από τις τροποποιητικές συμφωνίες, είναι η [ ] 9, [ ] Γεροσκήπου. Η προσκομισθείσα μαρτυρία στο Δικαστήριο αποκαλύπτει ότι αυτή η διεύθυνση ουδέποτε αλλάχθηκε. Περιττό να λεχθεί ότι η αναξιόπιστη μαρτυρία του εναγόμενου δεν λαμβάνεται υπόψη και συνεπώς δεν επιτρέπει διαφορετικό εύρημα. Δέχομαι βεβαίως ότι συνδυασμένη ανάγνωση του τεκμηρίου 20, δηλαδή του διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου και του τεκμηρίου 21, φανερώνει πως η συζυγική οικία του εναγόμενου, την οποία διατάχθηκε δυνάμει του τεκμηρίου 20 να εγκαταλείψει, βρίσκεται στην οδό [ ] 9 στη Γεροσκήπου. Συνεπώς αφ' ης στιγμής εγκατέλειψε την εν λόγω διεύθυνση τον Ιούλιο του 2007 που εκδόθηκε το διάταγμα (τεκμήριο 20), δεν διέμενε εκεί όταν η τράπεζα έστειλε την επιστολή 31/10/2008. Όλα τα πιο πάνω καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου.
Εν τούτοις τα πιο πάνω δεν αλλοιώνουν το αποτέλεσμα της ταχυδρόμησης της επιστολής, γεγονός το οποίο δεν αμφισβήτησε η υπεράσπιση. Η συμφωνία των μερών (τεκμήριο 1), δεν καθιστά επιτακτική την απόδειξη παραλαβής της επιστολής, εξού και δια χειρός παράδοση είναι ικανοποιητική. Στην προκείμενη περίπτωση η ΜΕ1 δεν αμφισβητήθηκε ότι η επιστολή ταχυδρομήθηκε, όπως ούτε ότι δεν επιστράφηκε ως μη παραληφθείσα. Αυτά τα στοιχεία σε συνδυασμό με το ακλόνητο γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε στη διεύθυνση που αναφέρεται στη συμφωνία των διαδίκων, ικανοποιούν το σύνολο των προϋποθέσεων που τάσσει ο όρος 17 του τεκμηρίου 1. Εις επίμετρον, εφαρμογής τυγχάνει και η νομολογιακή αρχή που θέλει επιστολή η οποία ταχυδρομείται και δεν επιστρέφεται ως μη παραληφθείσα, να συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι παρελήφθη από το πρόσωπο στο οποίο στάλθηκε (βλ. Πίττακα ν. Γ&Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1Γ Α.Α.Δ. 1895, 1907). Εδώ η αναξιόπιστη μαρτυρία του εναγόμενου δεν κατόρθωσε να καταρρίψει την εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παραλαβής της επιστολής ημερομηνίας 31/10/2008 (τεκμήριο 16). Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω και σε συνδυασμό με τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΥ2, διαπιστώνω ότι σύμφωνη με τη σύμβαση των διαδίκων είναι και η αύξηση της προσαύξησης του επιτοκίου που γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 31/10/2008 (τεκμήριο 16). Αυτή η διαπίστωση καθιστά το σύνολο του επιτοκίου μέχρι και την 07/10/2012 εναρμονισμένο με τους όρους της σύμβασης και συνεπώς ορθό (λαμβάνεται υπόψη αυτή η ημερομηνία και όχι η ημερομηνία τερματισμού καθ' ότι το επιτόκιο είναι το ίδιο και στις δύο ημερομηνίες).
Απομένει να εξεταστεί η άλλη θέση της υπεράσπισης, δηλαδή ο ισχυρισμός του ΜΥ2 πως με την επιστολή τερματισμού, τεκμήριο 18, η τράπεζα δεν κλείδωσε το επιτόκιο και ως εκ τούτου συνεχίζει να εφαρμόζεται το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που είχε πτωτική πορεία κατά πως φαίνεται στο τεκμήριο 22. Κρίνω πως δεν είναι πολλά όσα χρειάζεται να ειπωθούν σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Στην υπόθεση Evelthon Developments Ltd κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1Γ Α.Α.Δ 2486, 2494 υποδείχθηκε ότι:
«Οι υποχρεώσεις των εναγομένων και τα δικαιώματα των εναγόντων αποκρυσταλλώθηκαν βρίσκω στις 6.10.00 με τη συστημένη επιστολή τερματισμού προς τους εναγόμενους Τεκμ. 13 με την οποία καλούνταν μέσα σε επτά ημέρες να εξοφλήσουν το υπόλοιπο του λογαριασμού που ανερχόταν την ημέρα εκείνη σε ΛΚ236,048 έντοκα προς 9%.»
Στην υπό κρίση περίπτωση είναι γεγονός ότι η επιστολή τερματισμού (τεκμήριο 18) που απέστειλε η τράπεζα δεν αναφέρει ρητά συγκεκριμένο επιτόκιο. Αναφέρει όμως ότι «τόκος θα εξακολουθήσει να χρεώνεται στο λογαριασμό σας σύμφωνα με τα ποσοστά που ισχύουν για το λογαριασμό σας μέχρι την εξόφληση...». Συνεπώς δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι οι ενάγοντες εγκατέλειψαν την απαίτηση τους για τόκο. Περαιτέρω, την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας η σχέση των μερών διαρρήχθηκε, γεγονός που επέφερε τον τερματισμό της, με αποτέλεσμα το επιτόκιο να αποκρυσταλλωθεί στο ποσοστό που ίσχυε κατ' εκείνο τον χρόνο, εν προκειμένω 5,75%. Αυτή είναι και η διαπίστωσή μου, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις του ΜΥ2.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι τόσο στην επιστολή τερματισμού (τεκμήριο 18), όσο και στην αγωγή, η τράπεζα αξιώνει και επιτόκιο υπερημερίας. Είχα την ευκαιρία στην αγωγή 3691/12 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 19/03/2021 να πραγματευτώ τη νομιμότητα τέτοιου ζητήματος. Όπως εκεί αναφέρθηκε:
Ας δούμε τώρα την ουσία του πράγματος η οποία είναι ριζωμένη στο εξής ερώτημα˙ είναι νόμιμη και επιτρεπτή η επιβολή τόκου υπερημερίας επί του οφειλόμενου ποσού και αν ναι μέχρι ποιο ποσοστό; Επ’ αυτού η θέση της υπεράσπισης είναι πως η τράπεζα δεν δικαιούται οιονδήποτε τόκο υπερημερίας.
Το ζήτημα δεν είναι απαλλαγμένο νομοθετικής ρύθμισης. Εν προκειμένω σχετικές είναι οι διατάξεις του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, Ν.160(Ι)/99 ως έχει τροποποιηθεί, τις οποίες επικαλέστηκαν και οι δύο πλευρές. Σχετική διάταξη είναι εκείνη του άρθρου 3(1β), το οποίο με τη σημερινή του μορφή εισήχθη στο νόμο με τον τροποποιητικό Ν.66(Ι)/2015. Ποια η σημασία του άρθρου αυτού στο νομικό στερέωμα και ο αντίκτυπος που έχει στην επίδικη σύμβαση, προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα του Χαραλάμπους Π.Ε.Δ στην αγωγή Τραπέζης Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Σιαμπτάνη, υπ’ αριθμό 10027/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και ημερομηνίας 22/05/2020, το οποίο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και ως εκ τούτου υιοθετείται. Αναφέρθηκε εκεί ότι:
«(1β) Σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή σε οποιοδήποτε ποσό καθυστέρησης ή υπέρβασης ορίου οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά:
Νοείται ότι, σε περίπτωση μη απόδειξης των πιο πάνω από το πιστωτικό ίδρυμα, πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερημερίας δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το ποσό που έχει καταβάλει και το πιστωτικό ίδρυμα έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει το όφελος που προσπορίστηκε ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο που ζημιώθηκε από τη χρέωση αυτή.»
Πέραν της δυσκολονόητης έως ακατανόητης αναφοράς σε μαχητό τεκμήριο για το ίδρυμα με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο το εδάφιο είναι πιθανόν να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως πως με τον όρο «αυξημένος τόκος» εννοείται τόκος πέραν του 2% αλλά η προσεκτικότερη μελέτη καταδεικνύει πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Νομοθέτη, ούτε και το νόημα του άρθρου. Αυτό επιβεβαιώνεται πρώτον εξ αντιδιαστολής από το ότι υπήρχε τέτοια επεξήγηση στον προηγούμενο τροποποιητικό Ν.141(1)/14 («… αυξημένου τόκου από την υπερημερία … ο οποίος υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στις δύο εκατοστιαίες μονάδες …»), η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στον μεταγενέστερο Ν.66(1)/15 και δεύτερον από την επιφύλαξη του υφιστάμενου εδ.(1β) ως πιο πάνω.
Έχω την άποψη πως οι δύο φράσεις «αυξημένου τόκου από την υπερημερία» και πιο κάτω «ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας» δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως να σημαίνουν τον τόκο υπερημερίας ο οποίος υπερβαίνει το 2%. Αυτό επιβεβαιώνεται τελειωτικά από την επιφύλαξη του εδ.(1β) η οποία και πάλι αναφέρει γενικά πως «πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερημερίας δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις» (στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική ζημιά του πιστωτικού ιδρύματος).»
Κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου ήταν ότι:
«Έχει τη σημασία του πως η πρόνοια αυτή εφαρμόζεται μόνο για τις συμβάσεις που ήταν σε ισχύει ή τερματίστηκαν πριν από τον Ν.66(1)/15 και όχι για τις μεταγενέστερες (νέες) συμβάσεις, καθότι απαγορεύοντας με το εδ.(1α) την επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν του 2% ο Νομοθέτης δεν απαίτησε την απόδειξη ότι τέτοιο επιτόκιο σε νέες συμβάσεις αντιπροσωπεύει την πραγματική ζημιά. Κάτι τέτοιο όμως απαιτείται ρητώς για τις παλαιές συμβάσεις οποτεδήποτε επιβλήθηκε αυξημένος τόκος από την υπερημερία και ανεξαρτήτως ποσοστού.
Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία τείνει να παράσχει έστω κάποια ένδειξη και πολύ περισσότερο να αποδείξει ότι ο επιβληθείς ή έστω ο διεκδικούμενος τόκος «αντιπροσωπεύει την πραγματική ζημιά της Ενάγουσας». Κατά συνέπειαν η Ενάγουσα δικαιούται σε απόφαση για το οφειλόμενο κεφάλαιο στις 24.8.10 με τόκο 5% και όχι με τον αυξημένο τόκο που επέβαλε λόγω της υπερημερίας.»
Τα πιο πάνω με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Κρίνω όμως σκόπιμο να προσθέσω και τα ακόλουθα. Στην υπόθεση Γεώργιος Κ. Ιωαννίδης κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1Β Α.Α.Δ 1491, 1499, επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, στην οποία επιδικάστηκε τόκος υπερημερίας ύψους 3%. Καίτοι βάσει αποτελέσματος θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η επιβολή τόκου υπερημερίας είναι νόμιμη και εύλογη, υποδεικνύεται πως σε εκείνη την περίπτωση η πρωτόδικη απόφαση είχε εκδοθεί την 08/11/2009, δηλαδή πολύ πριν τη θέσπιση των δύο τροποποιητικών νομοθεσιών (Ν.141(Ι)/2014 και Ν.66(Ι)/2015) και συνεπώς αντιληπτό είναι πως δεν τύγχανε εφαρμογής αυτό που σήμερα απασχολεί, εξού και δεν συζητήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Αυτό συνάγεται, έστω εμμέσως, από τα λεχθέντα στις υποθέσεις Arredos Style Furnishing Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. Ε119/2014, ημερομηνίας 15/11/2019 και Σταύρος Ξιούρουππας κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. 386/10 ημερομηνίας 15/11/2016, ECLI:CY:AD:2016:A522. Στην τελευταία εκ των δύο υποδείχθηκε ότι:
«Οι τροποποιήσεις αυτές στο βασικό Νόμο δεν έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στα γεγονότα της πρωτόδικης αγωγής, η οποία είχε καταχωρηθεί το 2006, με απόφαση που εκδόθηκε στις 12.11.2010, πριν δηλαδή τις τροποποιήσεις. Θα τύχουν αναφοράς στο βαθμό που είναι αναγκαίο ως προς τον καθορισμό της αναδρομικότητας του Νόμου.»
Πέραν των πιο πάνω στην υπόθεση Ξιούρουππας το Ανώτατο Δικαστήριο διερεύνησε το κατά πόσο ο Ν.141(Ι)/2014 τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής. Κατέληξε συναφώς ότι:
«Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες, (Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245). Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 26/77 που καταργήθηκε με το νέο Νόμο. Σύμφωνα με τις αποφάσεις Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13 και Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή INTERCOLLEGE ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Παιδείας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 296, αναδρομικότητα στις πρόνοιες νομοθετήματος δεν εξυπακούεται ούτε υφίσταται εκτός εάν καθορίζεται ρητά τούτο. Το ίδιο προνοεί και ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν είχε οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείεσες συμβάσεις. Αυτό καθίσταται φανερό και από το γεγονός ότι με την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 141(Ι)/14, καθορίστηκε (έστω εκ των υστέρων), με το άρθρο 2Α ο σκοπός αυτού, που είναι η προστασία των δικαιωμάτων των οφειλετών πιστωτικών ιδρυμάτων με απαγόρευση πρόσθετης επιβάρυνσης μετά από μονομερή άσκηση από πιστωτικό ίδρυμα τυχόν συμβατικού δικαιώματος που προκύπτει από ρήτρα αύξησης περιθωρίου. Με το άρθρο 2Β, καθορίστηκε το πεδίο εφαρμογής του Νόμου για να ισχύει σε όλες τις συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων κατά την ημερομηνία έναρξης του τροποποιητικού Νόμου, καθώς και για όλες τις νέες συμβάσεις μετά την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού Νόμου που ήταν η 9.9.2014, ημερομηνία δημοσίευσης. Έτσι στο βαθμό που ο νομοθέτης ήθελε να καλύψει προηγηθείσες συμβάσεις και να διαφοροποιήσει ενδεχομένως την υφιστάμενη νομολογία, το έπραξε για όλες τις συμφωνίες μετά τις 9.9.2014 ή σε αυτές που βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ έστω και αν είχαν συνομολογηθεί προηγουμένως. Συνεπώς δεν εφαρμόζεται η τροποποίηση στα επίδικα γεγονότα εφόσον οι προαναφερθείσες συμφωνίες τερματίστηκαν με σχετικές ειδοποιήσεις της τράπεζας στις 2.4.2003.»
Το πιο πάνω δεν παρατίθενται άνευ αποχρώντος λόγου και αυτό γιατί σηματοδοτούν και προδιαγράφουν εκείνο που χρειάζεται να εξεταστεί εδώ σε σχέση με τον έτερο τροποποιητικό νόμο, δηλαδή το Ν.66(Ι)/2015. Η εξέταση αναδεικνύει μια ιδιαίτερη και σοβαρή πτυχή του θέματος, δηλαδή ότι ο τροποποιητικός νόμος που ακολούθησε, ήτοι ο Ν.66(Ι)/2015, σκοπούσε ακριβώς στο να προσδώσει στα εκεί αναφερόμενα αναδρομική ισχύ, ώστε να «καλύψει προηγηθείσες συμβάσεις» κατά το λόγο της υπόθεσης Ξιούρουππας και αυτό γιατί σκοπός της θέσπισης και των δύο τροποποιητικών νομοθεσιών ήταν η προστασία των οφειλετών από πρόσθετη επιβάρυνση ένεκα μονομερούς αυξήσεως περιθωρίου, πράγμα όμως που επιβεβαιωμένα δεν κατόρθωσε να επιτύχει η προηγηθείσα τροποποίηση. Ο Ν.66(Ι)/2015 από την άλλη, ρητά αναφέρει ότι αφορά κάθε σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης που «ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν την ημερομηνία έναρξης» του νόμου, δηλαδή του νόμου του 2015. Συνεπώς το γεγονός ότι καλύπτει και συμβάσεις που έχουν τερματιστεί δηλώνεται ρητώς και απεριφράστως στο άρθρο 3(1β), γλώσσα η οποία διατυμπανίζει με γλαφυρότητα την αναδρομική ισχύ τούτου. Εν ολίγοις, το λεκτικό του Ν.66(Ι)/2015 είναι προφανές ότι σκοπούσε στο να επιφέρει αυτό που δεν κατόρθωσε να επιφέρει ο προηγούμενος τροποποιητικός νόμος (Ν.141(Ι)/2014), όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Ξιούρουππας. Σήμερα με τρόπο σαφή και ξεκάθαρο τόσο το άρθρο 3(1β), όσο και το άρθρο 2Β(γ) του Ν.160(Ι)/1999, αναδεικνύουν τούτη την αναδρομική ισχύ.
Παρεμβάλλεται περαιτέρω ότι ουδεμία απόκλιση διαπιστώνω μεταξύ των διαλαμβανομένων στα άρθρα 2Β(γ) και 3(1β) του Ν.160(Ι)/1999. Αν όμως ήθελε κριθεί ότι υφίσταται διάσταση στο σκοπό που έκαστο εξ αυτών εξυπηρετεί, προχωρώ λέγοντας ότι και αυτή είναι και η κατάληξή μου, πως το ζήτημα που εδώ εξετάζεται διέπεται ευθέως από το τελευταίο άρθρο [3(1β)], εφόσον άπτεται αυτών τούτων των παλαιών συμβάσεων κατά τρόπο ευρύτερο του προηγηθέντος άρθρου και αυτό είναι το καθοριστικό στοιχείο στην όλη διερεύνηση, καθ’ ότι αναδεικνύει και ως εκ τούτου καθιστά την εν λόγω διάταξη ως ειδική και καθοριστική. Εν προκειμένω υποστήριξη αντλείται από το ακόλουθο απόσπασμα στους Halsbury’s Laws of England, 3rd edition, vol 36, κάτω από τον τίτλο «Statute to be construed as a whole»:
«For the purposes of construction, the context (s) of words which are to be construed includes not only the particular phrase (t) or section in which they occur, but also the other parts of statute (u).
Thus a statute should be construed as a whole so as, so far as possible, to avoid any inconsistency or repugnancy either within the section to be construed or as between that section and other parts of the statute (a). The literal meaning of a particular section may in this way be extended (b) or restricted (c) by reference to other sections and to the general purview of the statute (d). Where the meaning of sweeping general word is in dispute, and it is found that similar expressions in other parts of the statute have all to be subjected to a particular limitation or qualification, it is a strong argument for subjecting the expression in dispute to the same limitation or qualification (e).
It is sometimes said that where there is an irreconcilable inconsistency between two provisions in the same statute, the later prevails (f), but this is doubtful (g), and the better view appears to be that the courts must determine which is the leading provisions and which the subordinate provision, and which must give way to the other (h).»
Στη δεδομένη περίπτωση η ειδική και καθοριστική διάταξη είναι το άρθρο 3(1β) και τα εκεί αναφερόμενα καθορίζουν την ερμηνεία που αρμόζει να αποδοθεί και στο άρθρο 2Β(γ). Και όλα αυτά αν ήθελε κριθεί πως ο σκοπός των δύο άρθρων διαφέρει, πράγμα που κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν ισχύει, εφόσον τα δύο άρθρα φανερώνουν την περί ης ο λόγος αναδρομική ισχύ τούτων. Εν όψει όλων των ανωτέρω καταλήγω ακριβώς όπως και ο Χαραλάμπους Π.Ε.Δ, ότι η νομοθεσία, εν προκειμένω ο Ν.66(Ι)/2015, δεν επιτρέπει την επιβολή επιτοκίου υπερημερίας, εκτός αν η τράπεζα καταφέρει να αποδείξει ότι τέτοια αξίωση, όχι όμως πέραν του 2%, συνιστά ειδική ζημιά που υπέστη. Στη δεδομένη περίπτωση ορθή είναι η θέση της υπεράσπισης ότι η τράπεζα δεν προσκόμισε τέτοια μαρτυρία και ως εκ τούτου κατάληξή μου είναι ότι δεν απέδειξε ότι υπέστη αντίστοιχη ειδική ζημία και συνεπώς δεν δικαιούται σε επιτόκιο υπερημερίας.»
Τα ανωτέρω υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται στην ολότητά τους, με αποτέλεσμα να οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται επιτόκιο υπερημερίας, εφόσον δεν απέδειξαν ανάλογη ειδική ζημιά.
Τα πιο πάνω οριοθετούν καθετί σχετικό της κατάστασης του λογαριασμού του εναγόμενου, δηλαδή το τεκμήριο 15. Απαλλαγμένος πλέον ο λογαριασμός από τις αιτιάσεις της υπεράσπισης επανέρχεται στο προσκήνιο, με υποστήριξη τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22 του Κεφ. 9, τα οποία έτυχαν εξήγησης στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Limited v. Ζαλούμη κ.α, Πολ. Έφ. 149/13, ημερομηνίας 14/04/2020, ECLI:CY:AD:2020:A123. Αναφέρθηκε εκεί ότι:
«Σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, μαρτυρία για τα πιο πάνω γίνεται δεκτή ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη καταχώρησης των «θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σε αυτό». Δηλαδή, το αντίγραφο του τραπεζικού λογαριασμού και μαρτυρία προς τούτο δίδεται από διευθυντή ή υπάλληλο της τράπεζας, είτε προφορικά, είτε με ένορκη δήλωση. Η παρουσίαση, επομένως, και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε ένσταση, πέραν από τον αριθμό των ίδιων των λογαριασμών και των ημερομηνιών των δοσοληψίων, του λογαριασμού δανείου, τεκμήρια 16(α) και 16(β), (που έγινε όμως δεκτό από το Δικαστήριο ότι υπήρξε αλλαγή αριθμού), δημιούργησε εκ πρώτης όψεως απόδειξη της ορθότητας όλων των καταχωρήσεων.»
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και τα λεχθέντα στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 405/12, ημερομηνίας 27/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A540, στην οποία υποδείχθηκε ότι το βάρος απόδειξης του λανθασμένου των χρεοπιστώσεων το φέρει ο χρεώστης. Επίσης στην Christakis Ioannou Merkis Services Ltd κ.α. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. 126/12, 10/07/2018, ECLI:CY:AD:2018:A345 υποδείχθηκε ότι ως μέρος τούτων των χρεοπιστώσεων είναι και ο ισχυριζόμενος ανατοκισμός.
Στη δεδομένη περίπτωση η υπεράσπιση δεν υπέδειξε οτιδήποτε άλλο πέραν του επιτοκίου που ο ΜΥ2 ανέφερε ότι δεν αποδέχεται. Συνεπώς η απόρριψη των θέσεων του ΜΥ2 αφήνει τον λογαριασμό, τεκμήριο 15, άθικτο και αναλλοίωτο και κατ' επέκταση η εκ πρώτης όψεως απόδειξη, εδραιώνεται και πλέον καθίσταται επαρκής απόδειξη του αξιούμενου υπολοίπου. Βεβαίως η αναφορά σε υπόλοιπο παραπέμπει στην ημερομηνία 20/06/2012 που τερματίστηκε ο λογαριασμός και προτού επιβληθεί το επιτόκιο υπερημερίας που απερρίφθη. Κατ' εκείνο τον χρόνο το υπόλοιπο ανέρχετο σε €201.359,89. Αυτή η καθυστέρηση στην αποπληρωμή είναι και ο λόγος που δικαιολογούσε τον τερματισμό του λογαριασμού, όπως και έπραξε η τράπεζα, εφόσον έχει νομολογηθεί ότι παράλειψη καταβολής καθυστερημένων δόσεων συνιστά παράβαση ουσιώδους όρου και δικαιολογεί τον τερματισμό της συμφωνίας (Evelthon Developments Ltd κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1Γ Α.Α.Δ 2486).
Είναι η θέση της υπεράσπισης ότι η τράπεζα απέτυχε να αποδείξει τον τερματισμό της συμφωνίας και αυτό γιατί το τεκμήριο 18 ταχυδρομήθηκε σε λάθος διεύθυνση. Επ' αυτού σχετικά είναι όσα ενωρίτερα αναφέρθηκαν σε σχέση με την επιστολή 31/10/2008 (βλ. τεκμήριο 16). Κατά πρώτον η αναξιόπιστη μαρτυρία του εναγόμενου δεν μπορεί να αποτελέσει βάθρο οικοδόμησης ευρημάτων και να δικαιολογήσει υιοθέτηση των δικών του αντίθετων ισχυρισμών. Κατά δεύτερον, το τεκμήριο 18 στάλθηκε στη διεύθυνση που αναγράφεται στη συμφωνία (τεκμήριο 1), διεύθυνση την οποία ο εναγόμενος ουδέποτε ζήτησε να αλλάξει και γι’ αυτό δεν άλλαξε. Τέλος, η επιστολή δεν επιστράφηκε ως μη παραληφθείσα και συνεπώς ισχύει η δικανική αρχή που προαναφέρθηκε, δηλαδή ότι τεκμαίρεται πως έχει παραληφθεί (βλ. Πίττακα, πιο πάνω). Τα ανωτέρω δικαιολογούν εύρημα και αυτή είναι και η διαπίστωσή μου, ότι το τεκμήριο 18 ταχυδρομήθηκε κατά πως προνοείτο στη συμφωνία των διαδίκων και συνεπώς ορθά.
Παρ' όλα αυτά, σχετικά είναι και τα λεχθέντα στην υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ 1465, 1672 τα οποία φανερώνουν ότι η απαίτηση δεν είναι πράξη αναγκαία σε σχέση με τον πρωτοφειλέτη. Ακόμη και εκεί που ρητά αναφέρεται η φράση απαίτηση, η νομολογία υποδεικνύει ότι τέτοιος όρος είναι ανίσχυρος και δεν επιβάλλει υποχρέωση ειδοποίησης σε μια άμεση σχέση πιστωτή‑οφειλέτη, όπως ήταν εδώ η σχέση των διαδίκων. Άλλωστε γνωστή είναι η τραπεζική ευχέρεια για άμεσο τερματισμό της συμφωνίας και συμψηφισμό του οφειλόμενου ποσού με άλλο πιστωτικό λογαριασμό χωρίς ενημέρωση (βλ. Paget' s Law of Banking 13η έκδοση, σελ. 715). Ανάλογες πρόνοιες εντοπίζονται και στην υπό κρίση συμφωνία (βλ. Όρους 8 και 9 τεκμηρίου 1).
Εν όψει των πιο πάνω διαπιστώνω ότι αφενός η τράπεζα ταχυδρόμησε δεόντως το τεκμήριο 18 στη διεύθυνση που αναφαίρετο στη συμφωνία και η οποία (διεύθυνση) ουδέποτε άλλαξε, αφετέρου δεν αποτελούσε προϋπόθεση η απαίτηση του ποσού. Αρκεί ο τερματισμός τούτου, κάτι για το οποίο η ΜΕ1 δεν αμφισβητήθηκε και επιπλέον η προσκομισθείσα μαρτυρία αποκαλύπτει ότι έλαβε χώραν. Ως εκ τούτου λαμβάνεται ως γεγονός ότι η τράπεζα τερμάτισε την επίδικη συμφωνία την 20/06/2012.
Τελευταίο ζήτημα που καλεί για απάντηση, έχει να κάνει με το διάταγμα εκποίησης της υποθήκης τεκμήριο 13. Επαναλαμβάνεται ότι είναι η θέση της υπεράσπισης πως η εν λόγω υποθήκη ουδέποτε δόθηκε ως εξασφάλιση του επίδικου χρέους.
Το πρώτο που υποδεικνύεται είναι πως οι αιτιάσεις του εναγόμενου δεν υπολογίζονται, εφόσον κρίθηκε αναξιόπιστος. Το δεύτερο που έχει σημασία είναι πως η υπεράσπιση αναζητά τη συμπερίληψη της εξασφάλισης στην επίδικη συμφωνία δανείου, δηλαδή το τεκμήριο 1. Είμαι της γνώμης ότι εδώ είναι που έγκειται η παραπλάνηση και το σφάλμα του δικανικού συλλογισμού που προτάσσουν.
Υποδεικνύεται ότι τα συγγράμματα θέλουν το έγγραφο υποθήκης να συνιστά σύμβαση με ιδιαίτερη εξειδίκευση ως προς την αντιπαροχή. Στους Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 27, παράγραφο 236 αναφέρεται ότι «A mortgage is a disposition of property as security for a debt» και στην παράγραφο 237 «A mortgage consists of two things, namely a personal contract for payment of a debt and a disposition or charge of an estate or interest of the mortgagor as security for there payment of the debt».
Ως σύμβαση λοιπόν, οι όροι που διέπουν τη υποθήκη αναφέρονται στο έγγραφο που συνομολόγησαν τα μέρη. Στην προκείμενη περίπτωση τούτο το έγγραφο είναι το τεκμήριο 13. Για ό,τι εδώ ενδιαφέρει σχετικά είναι τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους 2 και 3 της συμφωνίας τεκμήριο 13. Ό, τι εκεί αναφέρεται είναι πως:
«2. Η παρούσα υποθήκη αποτελεί πρόσθετη και περαιτέρω εξασφάλιση και εγγύηση για κάθε υποχρέωση του πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα είτε αυτή είναι παρούσα ή μέλλουσα, άμεση ή έμμεση, είτε αυτή έγινε ή πιθανό να γίνει απαιτητή και είτε είναι προσωπική του κάθε ενός από αυτούς ή κοινή μεταξύ όλων ή οποιωνδήποτε από αυτούς ή κοινή με άλλο ή άλλα πρόσωπα.»
και
«3. Η παρούσα υποθήκη είναι επιπρόσθετη εξασφάλιση από οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις ή εγγυήσεις τις οποίες η Τράπεζα έχει σήμερα ή δυνατό να έχει μελλοντικά από εμένα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή άλλα πρόσωπα σχετικά με τις υποχρεώσεις τις οποίες αυτή εξασφαλίζει. Η Τράπεζα μπορεί να συναλλάσσεται, ανταλλάσσει, ακυρώνει, τροποποιεί ή να απέχει από του να τελειοποιεί ή να θέτει σε εφαρμογή οποιεσδήποτε άλλες εξασφαλίσεις ή εγγυήσεις χωρίς να επηρεάζεται οποιοδήποτε δικαίωμά της, βάσει αυτής της συμφωνίας.»
Η προσοχή επικεντρώνεται στο συμφωνηθέν ότι η αναφερόμενη υποθήκη συνιστά εξασφάλιση «κάθε υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη» και επιπρόσθετη εξασφάλιση οποιωνδήποτε άλλων εξασφαλίσεων έχει. Δεν είναι πολλά όσα επιβάλλεται να ειπωθούν και αυτό γιατί το θέμα είναι λελυμένο νομολογιακά. Υποδεικνύεται συναφώς αυτό που αναφέρθηκε στην υπόθεση Χ'' Οικονόμου ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (1992) 1Β Α.Α.Δ 949, 961 λέχθηκε εκεί ότι:
«Έχουμε μελετήσει τα θέματα που εγέρθηκαν ενώπιο μας και έχουμε την άποψη πως οι σημειώσεις που αναφέρονται στο έντυπο της υποθήκης πράγματι είναι επεξηγηματικές. Ο τύπος της υποθήκης, που καθορίζεται από το άρθρο 21(2) του Νόμου, διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 21(1), όπου καθορίζονται τα στοιχεία εκείνα που πρέπει να διαλαμβάνουν οι έγγραφες δηλώσεις. Μεταξύ αυτών των στοιχείων είναι η σύμβαση υποθήκης και η βεβαίωση αποδοχής της. Ο όρος "υποθήκη" μετά των γραμματικών του όρου παραλλαγών και συγγενών εκφράσεων σημαίνει "επιβάρυνσιν συσταθείσαν επί ακινήτου τη βουλήσει του κυρίου προς εξασφάλισιν οριστικού, μέλλοντος ή υπό αίρεσιν χρηματικού τινος χρέους ή υποχρεώσεως"· και σύμφωνα με το άρθρο 22(1), "υποθήκη" δύναται να συσταθεί "προς εξασφάλισιν μελλούσης ή υπό αίρεσιν υποχρεώσεως, περιλαμβανομένης και υποχρεώσεως αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον δια δόσεων ή αφορώσης εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού". Συνεπώς, η σύσταση υποθήκης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη χρέους, γιατί, σύμφωνα με τα πιο πάνω, είναι δυνατή η σύσταση της προς εξασφάλιση και μελλούσης ή υπό αίρεση υποχρέωσης, περιλαμβανομένης και υποχρέωσης αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον δια δόσεων ή εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού. Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 22, η σύσταση υποθήκης μπορεί να γίνει ως ασφάλεια υφιστάμενης, μελλούσης ή υπό αίρεση υποχρέωσης και λαμβάνοντας υπόψη πως ο ενυπόθηκος οφειλέτης καθορίζεται στο άρθρο 2, σαν ο κύριος ακινήτου που συνιστά υποθήκη επί του ακινήτου του, χωρίς να αναφέρεται σε πραγματικούς οφειλέτες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως είναι δυνατή η υποθήκευση ακινήτου υπό μορφή εγγύησης τρίτου προσώπου και σαν ενυπόθηκος οφειλέτης να εμφανίζεται ο εγγυητής.»
Τέλος, στην υπόθεση Πολυκάρπου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2002) 1Γ Α.Α.Δ 1688, 1693, αναφέρθηκε ότι:
«Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι επειδή η Τράπεζα συνέχιζε να είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου το οποίο εξασφάλιζε την πληρωμή, δεν έπρεπε να επικαλεστεί την υποθήκη ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον το κτήμα άξιζε πολύ περισσότερο από ό,τι το χρέος· ότι χωρίς τερματισμό της σύμβασης δεν παρεχόταν δικαίωμα εκποίησης. ότι εσφαλμένα δεν περιλήφθηκε στην απόφαση πρόνοια για επιστροφή στην εφεσείουσα 1 του όποιου περισσεύματος εκ του προϊόντος πώλησης του ακινήτου· και ότι εσφαλμένα δεν έγινε πρόνοια για μη εκποίηση της υποθήκης σε περίπτωση που το εξ αποφάσεως χρέος θα εξοφλείτο προηγουμένως. Η απάντηση είναι σε όλα πολύ απλή. Βάσει των όρων η υποθήκη προοριζόταν για την εξασφάλιση οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού είτε διαρκούσας της σύμβασης ενοικιαγοράς είτε κατόπιν τερματισμού της. Ούτε και τελούσε η υποθήκη υπό την αίρεση εξάντλησης οποιουδήποτε άλλου μέσου εξασφάλισης.»
Τα πιο πάνω δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας, μια υποθήκη μπορεί να συσταθεί για να εξασφαλίσει υφιστάμενη ή μέλλουσα υποχρέωση. Μάλιστα ως έχει υποδειχθεί το τεκμήριο 13 περιλαμβάνει όρους που αυτό ακριβώς είναι που προάγουν. Υπό αυτή την έννοια, ασχέτως ότι η επίδικη υποθήκη συστάθηκε για συγκεκριμένο δάνειο, οι διατάξεις που οι διάδικοι επέλεξαν να συμπεριλάβουν σε αυτή, καθιστούν σαφές ότι επιτρέπει κάλυψη οιουδήποτε δανείου όπως και το επίδικο δάνειο, που τη δεδομένη στιγμή ήτο υφιστάμενη υποχρέωση. Ως εκ τούτου κατάληξή μου είναι ότι το τεκμήριο 13 εξασφαλίζει και την επίδικη συμφωνία δανείου.
Βάσει όλων των ανωτέρω κατάληξή μου είναι ότι οι ενάγοντες απέδειξαν την αξίωσή τους σε βάρος του εναγόμενου 1 και ως εκ τούτου υπέρ των εναγόντων και εις βάρος του εναγόμενου 1 εκδίδεται απόφαση για το ποσό των €201.359,89, πλέον τόκο προς 5,75% από 20/06/2012 με κεφαλαιοποίηση κάθε 30/06 και 31/12 εκάστου έτους. Είναι κατανοητό ότι από το εν λόγω ποσό αφαιρείται το ποσό των €64.843,40, που πιστώθηκε στον λογαριασμό την 27/12/2019 λόγω εκποίησης του ακινήτου 0/2299 (υποθήκη τεκμηρίου 12). Περιπλέον, υπέρ των εναγόντων εκδίδεται διάταγμα εκποίησης της υποθήκης που αναφέρεται στην παράγραφο 12.1.Ε της έκθεσης απαιτήσεως. Τέλος, υπέρ των εναγόντων και εις βάρος του εναγόμενου 1 επιδικάζονται και τα έξοδα της διαδικασίας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
( Υπ.).........................................
Λ. Α. Παντελή Α.Ε.Δ
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ