ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 897/2021

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΙΓΝΑΤΙΟΥ

Ενάγουσα

ν.

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΛΙΕΤΖΗΣ

Εναγόμενος

 

Ημερομηνία: 02 Ιανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Δίγκα, Σ. (κα) για Ν. Παπαθεοχάρους & Σία ΔΕΠΕ, για την Ενάγουσα

Κ. Χιταρίδου (κα) για Kypros Athanasiou & Co LLC, για τον Εναγόμενο

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

1.         Η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος είχαν συνάψει γάμο, που λύθηκε την 17.10.2016. Στο πλαίσιο επίλυσης των περιουσιακών διαφορών τους, συμφώνησαν γραπτώς, την 08.08.2016, ο Εναγόμενος να εξακολουθήσει να κατέχει και να χρησιμοποιεί ακίνητο ιδιοκτησίας της Ενάγουσας, επί του οποίου ανεγέρθηκε υποστατικό που ο ίδιος χρησιμοποιούσε για το επάγγελμά του, για περίοδο 5 ετών, έναντι €100,00 μηνιαίως. Μετά την πάροδο των 5 ετών, θα έπρεπε να επιστρέψει την κατοχή του ακινήτου αυτού στην Ενάγουσα. Με επιστολή ημερομηνίας 28.07.2021, που επιδόθηκε στον Εναγόμενο την 25.08.2021, η Ενάγουσα, δια του δικηγόρου της, υπενθύμισε στον Εναγόμενο την εκπνοή της περιόδου των 5 ετών και την υποχρέωση παράδοσης του ακινήτου. Η Ενάγουσα καταχώρισε αγωγή επειδή ο Εναγόμενος παρέλειψε να παραδώσει το ακίνητο, όπως συμφωνήθηκε, αποστερώντας από την Ενάγουσα την κατοχή και χρήση του. Η ενοικιαστική αξία του ακινήτου είναι, όπως αναφέρει, €600,00 μηνιαίως. Ζητά διάταγμα ανάκτησης της κατοχής του ακινήτου, διάταγμα για την πληρωμή των ενδιάμεσων κερδών και γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

2.         Με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 05.12.2022, επί αίτησης της Ενάγουσας για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο επέτρεψε την πλήρη εκδίκαση της υπόθεσης, υπό τον όρο εκδίκασής της με συνοπτική διαδικασία, ως εκδικάζονται οι ταχείας εκδίκασης υποθέσεις, η δε Έκθεση Υπεράσπισης που είχε επισυνάψει ο Εναγόμενος στην ένστασή του επί της αίτησης της Ενάγουσας θεωρήθηκε κανονικά καταχωρισθείσα Έκθεση Υπεράσπισης. Σ’ αυτήν, ο Εναγόμενος παραδέχεται τα γεγονότα που σχετίζονται με τον γάμο και τη λύση του, ωστόσο αρνείται την υπογραφή κάποιας συμφωνίας ημερομηνίας 08.08.2016 για το ακίνητο. Σε κάθε περίπτωση, εάν αποδειχθεί πως υπογράφθηκε, ουδέποτε τερματίστηκε. Όντως, έλαβε την επιστολή που του επέδωσε η Ενάγουσα, αλλά δεν θεωρεί πως είναι παράνομος επεμβασίας, ούτε πως η Ενάγουσα υπέστη ζημιά ή απώλεια. Το σύνολο της αλληλογραφίας που ανταλλάχθηκε μεταξύ των διαδίκων, περιλαμβανομένων των επιστολών 21.02.2022 και 01.03.2022, δημιουργεί, κατά τη θέση του, κώλυμα στην Ενάγουσα να επικαλείται παρανομία στην εξακολούθηση της κατοχής του ακινήτου από τον Εναγόμενο, ο οποίος βλέπει στο διάβημα της Ενάγουσας αλλότριο σκοπό. Ζητά την απόρριψη της αγωγής της.

 

3.         Η Ενάγουσα καταχώρισε τη γραπτή μαρτυρία της την 20.12.2022. Με συνοπτική απόφασή του ημερομηνίας 02.03.2023, για τους λόγους που εξηγούνται στο σχετικό πρακτικό, το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση του Εναγόμενου για αντεξέταση της Ενάγουσας. Ο Εναγόμενος καταχώρισε τη δική του γραπτή μαρτυρία την 04.04.2022. Λόγω της φύσης της υπόθεσης και της ιδιαιτερότητάς της, που προκύπτει από τη σχέση αναμεταξύ των διαδίκων και τον τρόπο που προέκυψε η διαφορά τους, δόθηκε η ευκαιρία συζήτησης της υπόθεσης με την παρουσία των ιδίων στο Δικαστήριο. Παρά τις συζητήσεις, αμφότερες οι πλευρές επέλεξαν τελικά να προχωρήσουν με την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

4.         Στη μαρτυρία της, η Ενάγουσα επαναλαμβάνει τα γεγονότα που εξέθεσε ήδη και στην ένορκη δήλωσή της για έκδοση συνοπτικής απόφασης, όπου είχε προσκομίσει το διάταγμα λύσης του γάμου της με τον Εναγόμενο (Τεκμήριο 1), την έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 08.08.2016 (Τεκμήριο 2), τον τίτλο ιδιοκτησίας της για το ακίνητο (Τεκμήριο 3), την επιστολή ημερομηνίας 28.07.2021 μαζί με την ένορκη δήλωση επίδοσής της στον Εναγόμενο (Τεκμήριο 4), την επιστολή ημερομηνίας 21.02.2022 μαζί με την απόδειξη τηλεομοιοτυπικής αποστολής της στους δικηγόρους του Εναγόμενου και την επιστολή των δικηγόρων του Εναγόμενου ημερομηνίας 01.03.2022 (Τεκμήριο 5). Με την περαιτέρω μαρτυρία της, προσκομίζει και έκθεση εκτίμησης για το ακίνητο, ημερομηνίας 09.12.2022 (Τεκμήριο 6). Διευκρινίζει ότι, στη συμφωνία ημερομηνίας 08.08.2016, η αναφορά ότι το ακίνητο βρίσκεται στη Χλώρακα, αντί στην Έμπα, είναι τυπογραφικό λάθος.

 

5.         Ο Εναγόμενος, στη δική του μαρτυρία, επαναλαμβάνει και ο ίδιος ό,τι στην υφιστάμενη ένορκη δήλωσή του επί της ένστασης του στην αίτηση της Ενάγουσας για συνοπτική απόφαση. Σε αντίθεση με το δικόγραφό του, παραδέχεται την υπογραφή της συμφωνίας ημερομηνίας 08.08.2016. Η συμφωνία υπογράφθηκε για τη διευθέτηση του συνόλου των διαφορών τους. Η συμφωνία, όπως λέει, αναφέρεται σε ένα ακίνητο στη Χλώρακα, του οποίου η Ενάγουσα δεν είναι ιδιοκτήτρια. Όσον αφορά το γκαράζ, το χρησιμοποιεί ως επαγγελματική του στέγη, εφόσον κατασκευάστηκε με δικά του έξοδα. Η συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε. Θεωρεί την εκτίμηση που προσκόμισε η Ενάγουσα κατασκευασμένη.

 

6.         Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι καταχωρίστηκε και αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται εδώ αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

 

 

7.         Η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν[1]. Σκοπεί στην εύρεση των πραγματικών γεγονότων επί των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί. Αξιολογείται το περιεχόμενο της μαρτυρίας[2], από το οποίο δυνατόν να προκύπτουν και κρίσεις αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Λόγω και του τρόπου παρουσίασης της μαρτυρίας στις υποθέσεις ταχείας εκδίκασης, το πλέγμα των κλασικών νομολογιακών αρχών προσαρμόζεται ανάλογα, με προσεγγίσεις απαλλαγμένες από εξωτερικές εντυπώσεις εκ της άμεσης συμπεριφοράς ή των αντιδράσεων στο εδώλιο του μάρτυρα[3] ή αντίστοιχα που να παρεμβάλλουν εκ του ύφους, της έκτασης ή των εξωτερικών γνωρισμάτων της γραφής ή της αφηγηματικής ικανότητας του συγγράψαντος την κάθε κείμενη εκδοχή. Η πληρότητα και η σαφήνεια ή η ελλειμματικότητα και η αοριστία επί των αμφισβητούμενων γεγονότων, η αμεσότητα ή η υπεκφυγή, οι συμπτώσεις και η λογική ή η ύπαρξη ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών[4], εν τέλει η πειστικότητα ή όχι της εκδοχής, είναι κριτήρια περιεχομένου που μπορούν να εξετάζονται και να λαμβάνονται υπόψη, συναρτώμενα με το σύνολο της μαρτυρίας, ασχέτως του έγγραφου ή έμμεσου τρόπου του λόγου των μαρτύρων, την απουσία πλήρους ζωντανής ατμόσφαιρας και την απόσταση του Δικαστηρίου από τον μάρτυρα και τους τρόπους συμπεριφοράς του (demeanour) ή τα έκδηλα στοιχεία της προσωπικότητάς του.

 

8.         Για ορισμένα ζητήματα, το Δικαστήριο δεν αποκλείεται να χρειάζεται μαρτυρία ειδικής γνώμης, εάν αυτά βρίσκονται έξω από το πεδίο της κοινής γνώσης και εμπειρίας, και εμπειρογνώμονας, που διαθέτει κατάλληλα προσόντα, μπορεί να εκφέρει γνώμη γι’ αυτά, ώστε να βοηθήσει το Δικαστήριο ως προς την κρίση του. Το προσόν της εμπειρογνωμοσύνης μπορεί να προκύπτει από την εξειδικευμένη μόρφωση ή κατάρτιση ή και την επαγγελματική πείρα ή και την ικανότητα πρόσβασης σε δεδομένα μη προσιτά σε όλους και κατανόησης εξειδικευμένων εννοιών και ζητημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η μαρτυρία γνώμης συνιστά μαρτυρία γεγονότων βάσει των οποίων σχηματίζεται συμπέρασμα ή γνώμη για ένα θέμα εξειδικευμένο. Σε κάθε περίπτωση, η ειδική γνώμη αξιολογείται ως προς τη βασιμότητα ή την εγκυρότητά της όπως και η μαρτυρία γεγονότων ως προς την αλήθεια τους, με κριτήρια που δεν δίδονται εξαντλητικά, όμως θα μπορούσαν να αναφέρονται στην πληρότητα της αιτιολογίας ή στον βαθμό μελέτης, και άλλα, έχοντας υπόψη και πως το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι, ενεργώντας κατά κανόνα με ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο, να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές ή εξειδικευμένες πληροφορίες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, και ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας τις πληροφορίες στα γεγονότα της υπόθεσης που αποδεικνύονται, να σχηματίσει την κρίση του[5].

 

9.         Όταν υπάρχει αμφισβήτηση του νοήματος της συμφωνίας, χρήζει ερμηνείας. Η πρόθεση ή βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι αυτή που δείχνουν οι εκφρασμένες λέξεις, παρά εκείνη που προκύπτει από τις ανέκφραστες επιθυμίες, και εντοπίζεται με βάση το κείμενο, εκ του νοήματος των λέξεων. Όπως υποδεικνύεται μέσα από πλούσια νομολογία[6], ερμηνεία είναι ο καθορισμός του νοήματος που το έγγραφο θα μπορούσε να μεταδώσει σε έναν λογικό άνθρωπο που γνωρίζει ό,τι ευλόγως θα γνώριζαν και τα συμβαλλόμενα μέρη, και βρίσκεται στην ίδια θέση στην οποία βρίσκονταν τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται ο λογικός άνθρωπος δεν δίνεται αφηρημένα και αόριστα, αλλά σε μια συγκεκριμένη ολότητα, που περιλαμβάνει οτιδήποτε (σχετικό) θα μπορούσε να έχει επιδράσει στον τρόπο με τον οποίον η γλώσσα του εγγράφου, ως διαμορφώθηκε, θα μπορούσε να τύχει κατανόησης. Δεν περιλαμβάνονται οι προσυμβατικές διαπραγματεύσεις, ούτε οι διακηρύξεις των προθέσεων. Το νόημα που αναζητείται δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με το νόημα των λέξεων στα λεξικά. Είναι αυτό που τα μέρη, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις, ευλόγως θα κατανοούσαν ότι σημαίνει.

 

10.      Ο προαναφερόμενος κανόνας αντανακλά τη θέση πως, όταν τα μέρη μπαίνουν στη διαδικασία να διατυπώσουν γραπτώς ό,τι συμφώνησαν, δεν γίνονται με ευκολία λάθη. Η πρωταρχική πηγή για να καταστεί κατανοητό τι εννόησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν είναι το συνηθισμένο νόημα των λέξεων, επομένως, όταν δεν υπάρχει ασάφεια στο νόημα, αυτό ισχύει, οπουδήποτε κι αν οδηγεί. Εάν διαπιστώνεται ότι συνέβη λάθος όσον αφορά τη γλώσσα ή τη χρήση της, δεν απαιτείται από το Δικαστήριο να δώσει στα μέρη πρόθεση που δεν θα μπορούσαν να έχουν[7]. Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας μια σύμβαση, δεν θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική ή συμβατική θέση οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους[8], δεν θα παράγει τη σύμβαση με βάση ό,τι νομίζει πως ήθελαν τα μέρη κατά τον χρόνο σύναψής της, αν και μπορεί να διαγνώσει τη βούληση των μερών μέσα από τη διερεύνηση του πλαισίου ή μέσα από την ίδια να «διορθώσει» δια ερμηνείας προφανή λάθη (χωρίς να πλάθει τη σύμβαση).

 

11.      Όταν οι όροι μιας συμφωνίας τέθηκαν γραπτώς, δεν επιτρέπεται η εξωγενής μαρτυρία (extrinsic evidence) για να αντικρούσει ή να διαφοροποιήσει το περιεχόμενό της (parol evidence rule). Ωστόσο, η εξωγενής μαρτυρίας μπορεί να είναι αποδεκτή αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς υποβοήθησης της ερμηνείας, όταν υπάρχει πραγματικά αμφίβολο ή ασαφές νόημα[9] ή όταν δημιουργείται αντίφαση με το νόημα της ίδιας λέξης ή φράσης που περιέχεται σε άλλο έγγραφο που συνεξετάζεται[10] ή όσον αφορά τη σημασία τεχνικών όρων, για τη διάγνωση, τέλος πάντων, του πλαισίου, αλλά και τούτο υπό δύο εξαιρέσεις (που επαναφέρουν τον κανόνα). Η πρώτη εξαίρεση αφορά στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις και στη διάγνωση των προθέσεων των μερών. Οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις μπορούν, όμως, να εισαχθούν στη μαρτυρία, για την απόδειξη ότι ένα γεγονός είναι σχετικό και εμπίπτει στο πλαίσιο που ήταν γνωστό στα μέρη[11] ή για την απόδειξη του ότι τα μέρη έχουν προσδώσει σε συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις συγκεκριμένο (διαφορετικό από το συνηθισμένο) νόημα (“private dictionary rule”)[12] ή ότι υπάρχει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των μερών μη προπαρασκευαστική της υπό κρίση συμφωνίας και εφόσον η προσκόμιση της μαρτυρίας είναι ουσιαστική[13], σε κάθε περίπτωση με τρόπο ώστε η μαρτυρία αυτή (όσον αφορά το ερμηνευτικό πλαίσιο στο οποίο εισέρχεται το Δικαστήριο) να διαχωρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μη επιτρεπτή μαρτυρία που τυχόν αφορά στο τι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η δεύτερη εξαίρεση αφορά στη συμπεριφορά των μερών μετά την υπογραφή της σύμβασης. Μπορεί να προσκομιστεί, όμως, μαρτυρία προς απόδειξη του γεγονότος ότι η συμφωνία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερη συμφωνία ή για την έγερση κωλύματος (estoppel), αλλά όχι για να αλλοιωθεί το αρχικό νόημα της σύμβασης. 

 

12.      Δίδονται περαιτέρω ερμηνευτικές οδηγίες, που συνοψίζονται εγκυκλοπαιδικά[14]: Οι  γενικές λέξεις ερμηνεύονται σύμφωνα με τη φύση των περιστάσεων ή το πρόσωπο· σε περίπτωση αμφιβολίας, οι λέξεις στο λειτουργικό μέρος της σύμβασης ερμηνεύονται υπό το φως του λοιπού μέρους της σύμβασης· όταν μια λίστα συγκεκριμένων πραγμάτων ή μια συναφής τάξη ακολουθείται από γενικές λέξεις, τεκμαίρεται ότι οι γενικές λέξεις ερμηνεύονται υπό το φως των προηγούμενων ειδικών· όταν συγκεκριμένο πρόσωπο, δικαίωμα ή πράγμα περιλαμβάνεται στη σύμβαση, ενδεχομένως να ενδείκνυται πρόθεση εξαίρεσης οποιουδήποτε άλλου προσώπου, δικαιώματος ή πράγματος· σε συμβάσεις που καταρτίζουν άτομα χωρίς ειδικές γνώσεις, δεν υπάρχει τεκμήριο κατά του πλεονασμού· η διατύπωση των προνοιών υπερτερεί έναντι της διατύπωσης των επικεφαλίδων· οι εμπορικές συμβάσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την πρακτική και τα έθιμα των εμπόρων, νοουμένου ότι αυτά δεν είναι αντίθετα με το περιεχόμενο της σύμβασης· όταν είναι διατυπωμένες σε σταθερές φόρμες, χρήζουν και ομοιόμορφης ερμηνείας· οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ του νοήματος των λέξεων και του νοήματος των εικόνων, επιλύνεται υπέρ του νοήματος των λέξεων· τεκμαίρεται ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποια συμβατική πρόνοια για να βασίσει δική του αντισυμβατική συμπεριφορά.

 

13.      Ο κανόνας “contra proferentem” ή “verba fortius accipiuntur contra proferentem” (οι λέξεις πρέπει να ερμηνεύονται κυρίως εναντίον εκείνου που τις χρησιμοποιεί), κατά την παλαιά Doe d Davies v. Williams (1788) 1 Hy Bl 25, επίσης, προκύπτει από το αμφίβολο νόημα των προνοιών μιας σύμβασης. Έχει την έννοια ότι η ερμηνεία, σε τέτοια περίπτωση, τείνει να είναι εις βάρος εκείνου που επιχειρεί να βασιστεί στην αμφίβολη πρόνοια, προκειμένου να εξουδετερώσει κάποια βασική υποχρέωσή του ή ένα νόμιμο καθήκον επιμέλειας που έχει ανεξάρτητα από τη σύμβαση. Έχει, επίσης, την έννοια ότι η ερμηνεία τείνει να είναι εναντίον και του μέρους που επιχείρησε την ένταξή της (κατόπιν ερμηνείας) αμφίβολης πρόνοιας στη συμφωνία, δηλαδή εναντίον του συντάκτη της[15].

 

14.      Από το κείμενό της, η συμφωνία ημερομηνίας 08.08.2016, που παραδεκτά εν τέλει υπογράφθηκε (Τεκμήριο 2), δείχνει ότι οι διάδικοι επιχείρησαν να διευθετήσουν το σύνολο των περιουσιακών τους διαφορών. Γι’ αυτό, ο Εναγόμενος είχε αναλάβει να μεταβιβάσει στη θυγατέρα των διαδίκων το ακίνητο όπου είχε ανεγερθεί η συζυγική οικία και ήταν στο δικό του όνομα, με δικαίωμα επικαρπίας στην Ενάγουσα εφ’ όρου ζωής, και η Ενάγουσα είχε αναλάβει να επιτρέψει στον Εναγόμενο να συνεχίσει να κατέχει και να χρησιμοποιεί άλλο ακίνητο ιδιοκτησίας της, όπου βρίσκεται χώρος που χρησιμοποιεί ο Εναγόμενος για το επάγγελμά του, για περίοδο 5 ετών, με συμφωνημένο ενοίκιο €100,00 μηνιαίως, πληρωτέο την 1η ημέρα κάθε μήνα. Μετά τη λήξη της περιόδου των 5 ετών, ο Εναγόμενος ανέλαβε να επιστρέψει το εν λόγω ακίνητο στην Ενάγουσα, εκτός εάν συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό. Με την ίδια συμφωνία, ρυθμίζονταν το θέμα της διατροφής της θυγατέρας των διαδίκων από τον Εναγόμενο. Με την τήρηση της συμφωνίας, δηλώθηκε πως έκαστος δεν είχε οποιαδήποτε αξίωση επί των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά τον γάμο, που βρίσκονται στην κατοχή ή έλεγχο ή στο όνομα του άλλου. Συμφώνησαν πως πρόκειται για νόμιμη, λογική και δίκαιη διανομή, σύμφωνη με τη συνεισφορά του καθενός. Περαιτέρω, δήλωσαν πως ουδεμία χρηματική ή άλλη περιουσιακής φύσης απαίτηση έχει ο ένας εναντίον του άλλου.

 

15.      Στο Τεκμήριο 3, που είναι ο τίτλος ιδιοκτησίας της Ενάγουσας επί του ακινήτου, τα στοιχεία του ακινήτου είναι η εγγραφή [], Φ./Σχ.[], τεμάχιο [], στην Έμπα. Υπάρχει προφανής ομοιότητα των στοιχείων του ακινήτου που αναγράφονται στο Τεκμήριο 3 με τα στοιχεία του ακινήτου που αναγράφονται στο Τεκμήριο 2 ([], Φ./Σχ.[], τεμάχιο [], Χλώρακα) και η Ενάγουσα εξήγησε, με τη μαρτυρία της, ότι στο Τεκμήριο 2, η αναγραφή της Χλώρακας είναι τυπογραφικό λάθος. Ομοίως, μάλλον, θα προκύπτει και για τον αριθμό εγγραφής του ακινήτου ([] αντί [], με χειρόγραφη γραφή, στην οποία απλώς το σύμβολο «/» μπορεί να διακρίνεται ως «1»), που όμως εκείνος στην αγωγή αναγράφθηκε ορθά. Δεν προκύπτει, από το Τεκμήριο 2 ή από οπουδήποτε αλλού, η Ενάγουσα να είναι ιδιοκτήτρια καί ακινήτου στην Έμπα καί ακινήτου στην Χλώρακα, με παρεμφερή τα λοιπά στοιχεία ως προς την εγγραφή, ούτε ότι συμβλήθηκε με τον Εναγόμενο για ακίνητο που δεν της ανήκει, αλλά στο οποίο όντως βρίσκεται η επαγγελματική στέγη του Εναγόμενου. Δεν προκύπτει επίσης ότι το Φύλλο [], Σχέδιο [], που αναγράφεται σε αμφότερα τα Τεκμήρια 2 και 3, ανήκει στην Χλώρακα και όχι στην Έμπα.

 

16.      Ο Εναγόμενος επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη λάθος αναγραφή της τοποθεσίας στο Τεκμήριο 2, σε συνάρτηση με τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο επέτρεψε την πλήρη ακρόασή του, αντί της έκδοσης συνοπτικής απόφασης, για να θέσει, εμμέσως πλην σαφώς, θέμα ορθότητας ή δεσμευτικότητας ή κύρους της συμφωνίας, ότι περιέλαβε ακίνητο που δεν είναι ιδιοκτησίας της Ενάγουσας. Η προσπάθειά του ήταν όχι απλώς να υποδείξει ασάφειες στη μαρτυρία της Ενάγουσας, που επιδρούν στο αποδεικτικό της βάρος, αλλά και να συσκοτίσει την προσπάθεια διαπίστωσης του πραγματικού της υπόθεσης. Ο ίδιος, ενώ δέχεται πως υπογράφθηκε η συμφωνία του Τεκμηρίου 2 αναμεταξύ των διαδίκων για την πλήρη επίλυση των περιουσιακών τους διαφορών, δεν προσκομίζει κάποια μαρτυρία πως υπήρχε ακίνητο που δεν περιλήφθηκε στη συμφωνία διευθέτησης και είναι εκείνο που χρησιμοποιεί ο ίδιος ως επαγγελματική στέγη. Αδιαμφισβήτητα, το ακίνητο που κατέχει και χρησιμοποιεί ο Εναγόμενος ως επαγγελματική στέγη, είναι ιδιοκτησίας της Ενάγουσας, όχι του Εναγόμενου ή άλλου προσώπου. Την ίδια στιγμή, και ενώ ο Εναγόμενος δέχεται πως η συμφωνία του Τεκμηρίου 2 υπογράφθηκε προς πλήρη διευθέτηση των διαφορών αναμεταξύ των πρώην συζύγων, προβάλλει ισχυρισμούς για έξοδά του στο ακίνητο, που επίσης, δεν τεκμηριώνει, με οποιονδήποτε τρόπο, θέση που εναντιώνεται στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2. Εάν ο Εναγόμενος διαπίστωσε σε κατοπινό στάδιο πως η συμφωνία που συνήψε για την επίλυση των διαφορών του με την Ενάγουσα δεν ήταν ικανοποιητική, δεν είναι κάτι που μπορεί να διαμορφωθεί εδώ, διορθωτικά της βούλησής του.

 

17.      Το νόημα της συμφωνίας, ως προς το σκέλος των περιουσιακών διαφορών, όπως προκύπτει από το κείμενό της, είναι πως το ζεύγος είχε ένα ακίνητο που χρησιμοποιούσε ως τη συζυγική οικία που ήταν στο όνομα του Εναγόμενου και θα μεταβιβάζονταν στη θυγατέρα τους με δικαίωμα επικαρπίας της Ενάγουσας εφ’ όρου ζωής, και ένα ακίνητο στο όνομα της Ενάγουσα όπου βρίσκονταν και η επαγγελματική στέγη του Εναγόμενου, που θα παρέμενε στην ιδιοκτησία της Ενάγουσας και θα εκμισθώνονταν στον Εναγόμενο για περίοδο 5 ετών, έναντι χαμηλού ενοικίου, μετά την πάροδο της οποίας ο Εναγόμενος θα το επέστρεφε στην Ενάγουσα, εκτός εάν συμφωνούνταν διαφορετικά. Δεν συμφωνήθηκε, στο Τεκμήριο 2, δικαίωμα επικαρπίας του Εναγόμενου επί του ακινήτου που είναι στο όνομα της Ενάγουσας ή άλλη μεταχείριση του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου. Απεναντίας, το δικαίωμα του Εναγόμενου να κατέχει και να χρησιμοποιεί το ακίνητο της Ενάγουσας περιορίστηκε χρονικά, σαφώς, στα 5 έτη. Δεν προκύπτει ασάφεια στη συμβατική ρύθμιση, για να χρήζει ερμηνείας, ενώ είναι πρόδηλο, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία της Ενάγουσας και όσα ο Εναγόμενος ανέφερε στη δική του μαρτυρία, πως το ακίνητο που είναι στο όνομα της Ενάγουσας και αποτέλεσε το αντικείμενο της συμφωνίας είναι το ακίνητο που αναφέρεται στο Τεκμήριο 3, στην Έμπα, και πως η αναγραφή της λέξης «Χλώρακα», στο Τεκμήριο 2, είναι απλό τυπογραφικό λάθος, που ούτε παραλλάζει το νόημα των συμφωνηθέντων ούτε δημιουργεί αοριστία και ασάφεια που δεν δύναται να διασαφηνιστεί και επιδρά στο κύρος της συμφωνίας, όπως ορίζει το άρθρο 29 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149.

 

18.      Η Ενάγουσα μπήκε στη διαδικασία να αναζητήσει εκτίμηση της αγοραίας ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου, για να την αποδείξει. Πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία πρώτου βαθμού, που προέκυψε πρόσφατα, από πρόσωπο που φέρεται ως ειδικός στις εκτιμήσεις. Προσκομίστηκε χωρίς να έχει εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο δεν δόθηκε σχετική μαρτυρία από τον εκτιμητή, που θα ήταν εύλογο και εφικτό να προσκομιστεί. Το γεγονός πως μια υπόθεση εκδικάζεται με τη διαδικασία της ταχείας εκδίκασης, δεν απαλλάσσει τον διάδικο από την υποχρέωση προσκόμισης της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας. Από την άλλη, η προσκόμισή της με αυτό τον τρόπο δεν φαίνεται πως έγινε για να αποκρύψει ή παραποιήσει την αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου. Μεταφέρθηκε επ’ ακριβώς η πλήρης έκθεση του εκτιμητή, σκοπός της οποίας ήταν απλώς η εκτίμηση της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου. Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερόμενων, καθώς και του γεγονότος ότι προκομίστηκε με τον τρόπο αυτό για να διευκολυνθεί η διαδικασία, παρά για να περιπλεχτεί, δεν στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής βαρύτητας η εν λόγω μαρτυρία[16]. Έναντι σ’ αυτήν, δεν υπάρχει και αντικρουόμενη μαρτυρία σε σχέση με την αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου, ότι ανέρχεται σε διαφορετικό ύψος. Η αναφορά του Εναγόμενου περί «κατασκευασμένης» εκτίμησης, δεν περιβάλλεται από συγκεκριμένα στοιχεία, που να δικαιολογούν τον ισχυρισμό του αυτό. Θα μπορούσε να προσκομιστεί κάποια μαρτυρία σχετική με την ενοικιαστική αξία του ακινήτου και από τον Εναγόμενο ή να γίνουν ενέργειες για την αντεξέταση του εκτιμητή (όχι της Ενάγουσας). Το δε εύλογο της αξίας που υπολόγισε ο εκτιμητής και επικαλείται η Ενάγουσα, στο ποσό των €605,00, αντανακλάται στο περιεχόμενο της έκθεσης εκτίμησης, αλλά και στην αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε αναμεταξύ των διαδίκων στην προσπάθειά τους να συμφωνήσουν τον μετέπειτα χειρισμό του περιουσιακού στοιχείου του επίδικου ακινήτου, εκκρεμούσης της αγωγής (Τεκμήριο 5). Εκεί, συζητείται, με συγκλίνουσες απόψεις, που δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, μια αξία €500,00 μηνιαίως, που δεν αποκλίνει πολύ από την εκτιμημένη αγοραία ενοικιαστική αξία. Βεβαίως, δεν αμφισβητείται πως δεν επιτεύχθηκε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία, εξ ου και η Ενάγουσα ήγειρε την αγωγή, εφόσον η μόνη λύση που παρέμεινε διαθέσιμη ήταν και είναι ακόμα η επιστροφή του επίδικου ακινήτου στην Ενάγουσα, ως άλλωστε είχε συμφωνηθεί με το Τεκμήριο 2.

 

19.      Παρόλη τη μαρτυρία του Εναγόμενου, η οποία στόχευσε περισσότερο στον κλονισμό της αξιοπιστίας της μαρτυρίας της Ενάγουσας, παρά στην απόδειξη συγκεκριμένων θετικών ισχυρισμών, δεν ήταν εφικτό να κλονιστεί αυτή και είναι αποδεκτή στο σύνολό της. Από την άλλη, η μαρτυρία του Εναγόμενου ήταν γενική, αόριστη, υπό τύπο υπεκφυγής και δεν έδωσε τη διάσταση ότι πρόκειται για μαρτυρία της αλήθειας, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

20.      Με βάση όσα συνομολογούνται και την αποδεκτή μαρτυρία: η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος τελούσαν σε σχέση γάμου που λύθηκε την 17.10.2016. Την 08.08.2016, υπέγραψαν συμφωνία με την οποία συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, το επίδικο ακίνητο, ιδιοκτησίας της Ενάγουσας, να παραμείνει στην ιδιοκτησία της Ενάγουσας, και να εκμισθωθεί στον Εναγόμενο για περίοδο 5 ετών έναντι μισθώματος €100,00. Μετά την πάροδο των 5 ετών, εάν δεν συμφωνείτο διαφορετικά, ο Εναγόμενος θα έπρεπε να επιστρέψει το ακίνητο στην Ενάγουσα. Παρά την επιστολή της Ενάγουσας ημερομηνίας 28.07.2021, που επιδόθηκε στον Εναγόμενο την 25.08.2021, δεν επιτεύχθηκε κάποια συμφωνία. Ο Εναγόμενος συνέχισε να κατέχει το επίδικο ακίνητο και μετά την εκπνοή των 5 ετών και μέχρι και σήμερα, παρά την επιστολή ημερομηνίας 25.08.2021 και παρά την έγερση και της αγωγής της Ενάγουσας. Η αγοραία ενοικιαστική αξία του οποίου ανέρχεται σε €605,00.

 

21.      Σύμφωνα με το άρθρο 37 Κεφ.149, οι συμβαλλόμενοι έχουν υποχρέωση να εκπληρώσουν ή προσφερθούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, εκτός αν απαλλάσσονται ή εξαιρούνται από την εκτέλεση αυτή, δυνάμει των διατάξεων του Κεφ.149 ή οποιουδήποτε άλλου νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προκύπτει απαλλαγή ή εξαίρεση από την εκτέλεση της συμφωνίας αυτής. Ούτε οποιαδήποτε συμπεριφορά της Ενάγουσας προκύπτει, μέσα από τη μαρτυρία, να την εμποδίζει να διεκδικεί με βάση τη σύμβαση. Οι άνευ βλάβης επιστολές που ανταλλάχθηκαν εκκρεμούσης της αγωγής (Τεκμήριο 5), σε μια προσπάθεια εξώδικης διευθέτησης, δεν δημιουργούν κώλυμα προώθησης της αγωγής της Ενάγουσας. Πέραν το ότι στάλθηκαν άνευ βλάβης, δεν κατέληξαν και σε κάποια συμφωνία εξώδικης διευθέτησης με την οποία να εξαλείφεται το αντικείμενο της αγωγής. Με βάση τη σύμβαση, ο Εναγόμενος είχε την υποχρέωση να παραδώσει το ακίνητο της Ενάγουσας που χρησιμοποιούσε ως επαγγελματική σχέση μετά την εκπνοή 5 ετών από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, δηλαδή μετά την 08.08.2021, εκτός εάν συμφωνούνταν διαφορετικά. Δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά. Η Ενάγουσα εκδήλωσε ξεκάθαρα την επιθυμία της να μην συνεχιστεί η υφιστάμενη σύμβαση (Τεκμήριο 2) καί με την επιστολή της ημερομηνίας 28.07.2021, αλλά και με την αγωγή της.

 

22.      Ενόψει της εκπνοής της περιόδου των 5 ετών και της μη επίτευξης συμφωνίας για την παραμονή του Εναγόμενου στο ακίνητο και έπειτα και της έγερσης αγωγής, και της μη ύπαρξης κάποιας νομιμοποιητική αιτίας εξακολούθησης της κατοχής του ακινήτου από τον Εναγόμενο, θα πρέπει εκδοθεί διάταγμα για την ανάκτησή του από την Ενάγουσα.

 

23.      Όσον αφορά την αξίωση της Ενάγουσας για αποκατάσταση του ακινήτου, παρέμεινε ατεκμηρίωτη.

 

24.      Όσον αφορά την αξίωση της Ενάγουσας για ενδιάμεσα οφέλη, είναι άγνωστο στο Δικαστήριο εάν ο Εναγόμενος κατέβαλε οποιαδήποτε ποσά στην Ενάγουσα μετά την εκπνοή της περιόδου των 5 ετών και κατά τη διάρκεια των προσπαθειών επίτευξης κάποιας νέας συμφωνίας ή και εκκρεμούσης της αγωγής. Δεν υπάρχει σχετική μαρτυρία. Το διάταγμα για τα ενδιάμεσα οφέλη, αναγκαστικά, θα είναι από την έκδοση του διατάγματος ανάκτησης και μέχρι την εκτέλεσή του. Επίσης, θα είναι για το ποσό των €600,00, ως αξιώνει με την αγωγή της η Ενάγουσα, αν και η εκτίμηση που προσκομίστηκε είναι για το ποσό των €605,00.

 

25.      Η αγωγή της Ενάγουσας προωθήθηκε κυρίως στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων, παρά στο πλαίσιο αδικοπρακτικής ευθύνης και δεν υπάρχει έδαφος ή μαρτυρία για οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, εκ των όσων αξιώνει η Ενάγουσα, όπως γενικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ο τρόπος διατύπωσης των διαταγμάτων που αξιώνει η Ενάγουσα, που ενδεχομένως να περιέπλεξε κάπως την υπόθεση, εφόσον γίνεται αναφορά ακόμα και σε οχληρία, δεν περιορίζει το Δικαστήριο ως προς τις θεραπείες που μπορεί να αποδώσει, με βάση όσα έχουν αποδειχθεί.

 

26.      Τα έξοδα της αγωγής, ακολουθώντας το αποτέλεσμά της, εφόσον δεν φαίνεται να μπορεί να υπάρξει λόγος απόκλισης από τον κανόνα αυτό, θα επιδικαστούν προς όφελος της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα καταχώρισε την αγωγή της σε κλίμακα εξόδων €10.000,00 - €50.000,00, χωρίς, ωστόσο, να προκύπτει τελικά θεραπεία για την Ενάγουσα εντός της εν λόγω κλίμακας. Δεν κρίνεται αναγκαίο να επιβληθεί οποιοσδήποτε άλλος περιορισμός ως προς τα έξοδα.

 

27.      Η κατάληξη του Δικαστηρίου δεν εμποδίζει τους διαδίκους να προβούν, εάν επιθυμούν, σε οποιαδήποτε διαφορετική αναμεταξύ τους συμφωνία, που να περιλαμβάνει και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση αυτή, και οποιεσδήποτε άλλες ρήτρες τυχόν είχαν ή έχουν κατά νου, που να ρυθμίζουν πληρέστερα ή με ευελιξία το εύρος των ζητημάτων που τους απασχολούν. Ζητήματα αυτής της φύσης ενδεχομένως να επιλύνονται καλύτερα με μεθόδους άλλες από την αντιπαράθεση.

 

28.      Ως εκ των ανωτέρω:

 

Α. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Εναγόμενος να παραδώσει στην Ενάγουσα την κατοχή του πιο κάτω περιγραφόμενου ακινήτου, εντός 30 ημερών από σήμερα.

Περιγραφή ακινήτου:

Ακίνητο με αριθμό εγγραφής [], Φ./Σχ.[], τεμάχιο [], στην Έμπα, της Επαρχίας Πάφου («το ακίνητο»).

 

Β. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Εναγόμενος να καταβάλλει στην Ενάγουσα ποσό €600,00 μηνιαίως, αρχίζοντας από σήμερα (02.01.2024) και την κάθε 2η έως 15η ημέρα κάθε μήνα/επόμενου μήνα, μέχρι την παράδοση στην Ενάγουσα της κατοχής του πιο πάνω περιγραφόμενου ακινήτου.

 

Γ. Ο Εναγόμενος να πληρώσει στην Ενάγουσα τα έξοδα της αγωγής, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα €500,00 - €2.000,00.

 

Δ. Οι αξιώσεις της Ενάγουσας υπό τα στοιχεία (Β) (Δ) και (Ε) απορρίπτονται.

 

 

(Υπ.)……………..………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 ΑΑΔ 530.

[2] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339.

[3] Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239, Joyce v. Yeomans [1981] 2 All E.R. 21.

[4] Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367.

[5] Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου (2013) 1 ΑΑΔ 832, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 ΑΑΔ 2298.

[6] Συνοπτικά στην Investors Compensation Scheme Ltd v West Bromwich Building Society [1998] 1 All E.R. 98, σελ. 114-115, και Chartbrook Ltd v Persimmon Homes Ltd [2009] UKHL 38, και στην εγχώρια νομολογία ενδεικτικά: Panayiotou v. Island Beach Development (1985) 1 CLR 623, Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168Γεωργική Εταιρεία Δ.Γ. Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος, Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 ΑΑΔ 168, Mιχαήλ ν. Kωμοδρόμου (1997) 1 ΑΑΔ 576, Θεολόγου ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ 407, Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Ltd v. Εταιρείας Αναψυκτικών ΚΕΑΝ ΛΤΔ (1998) 1 ΑΑΔ 2335, Πουγιούκα ν. Θρασυβούλου (1998) 1 ΑΑΔ 2014, Ευθυμίου  ν. Δημητρίου (2001) 1 ΑΑΔ 1721, Ζήνωνος ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 927, Καραολή ν. Λαούρη (2008) 1 ΑΑΔ 225Amethyst Distributors Ltd ν. Iεράς Mονής Kύκκου (2011) 1 ΑΑΔ 199Μarfin Popular Bank Public Co Ltd ν. Χατζηνεοκλέους και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 595, και άλλες. 

[7] Sirius International Insurance Co (Publ) v FAI General Insurance Ltd [2004] UKHL 54 σελ. 19 και Rainy Sky SA v kookmin Bank [2011] UKSC 50.

[8] Wood v Capita Insurance Services Ltd [2017] UKSC 24.

[9] Bank of New Zealand v Simpson [1900] AC 182.

[10] BOC Group Plc v Centeon LLC [1999] 1 All E.R. (Comm) 970.

[11] Oceanbulk Shipping and Trading SA v TMT Asia Ltd [2010] UKSC 44.

[12] Proforce Recruit Ltd v Rugby Group Ltd [2006] EWCA Civ 69· και Jones v Bright Capital Ltd [2006] All E.R. (D) 87 (Dec)· ο Lord Hoffmann ήταν επικριτικός στη χρησιμοποίηση ενός τέτοιου ιδιωτικού λεξιλογίου στην Partenreederei MS Karen Oltmann v Scarsdale Shipping Co Ltd, The Karen Oltmann [1976] 2 Lloyd’s Rep 708.

[13] 8 Static Control Components (Europe) Ltd v Egan [2004] EWCA Civ 392· και KPMG LLP v Network Rail Infrastructure Ltd [2007] EWCA Civ 363· και HIH Casualty and General Insurance Ltd v New Hampshire Insurance Co [2001] EWCA Civ 735· και St Ivel Ltd v Wincanton Group Ltd [2008] EWCA Civ 1286· και Youell v Bland Welch & Co Ltd [1992] 2 Lloyd’s Rep 127.

[14] Halsbury’s Laws of England/Contract (Volume 22 (2012))/5. Contractual Terms/(1) Representations and Terms/(ii) Interpretation of Express Contractual Terms/362. Particular rules, or guidelines.

[15] John Lee & Son (Grantham) Ltd v Railway Executive [1949] 2 All E.R. 581· και Pera Shipping Corpn v Petroship SA, The Pera [1984] 2 Lloyd’s Rep 363 σελ. 365· και Tam Wing Chuen v Bank of Credit and Commerce Hong Kong Ltd [1996] 2 BCLC 69 σελ. 77, PC· και Royal and Sun Alliance Insurance Plc v Dornoch Ltd [2004] EWHC 803 (Comm).

 

[16] Βλ. και άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο