ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 575/2022

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ

Ενάγουσα

ν.

 

1.    ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

2.    ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Εναγόμενοι

 

Αίτηση ημερομηνίας 10.03.2023 για έκδοση συνοπτικής απόφασης

 

Ημερομηνία: 03 Ιανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Χρ. Σωτηρίου για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, για Ενάγουσα/Αιτήτρια

Α. Ζύμπηλος, για Εναγόμενους/Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

1.         Η Ενάγουσα, με την αγωγή της, αξιώνει διατάγματα με τα οποία να διατάσσονται οι Εναγόμενοι να της παραδώσουν την κατοχή ενός ακινήτου στο Στρουμπί, τα πλήρη στοιχεία του οποίου αναφέρονται, και να απαγορεύεται στους Εναγόμενους να εισέρχονται, να επεμβαίνουν, καρπούνται και άλλως πώς εκμεταλλεύονται το ίδιο ακίνητο. Αξιώνει και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.

 

2.         Τα γεγονότα που περιβάλλουν την απαίτηση της Ενάγουσας είναι, στη σύνοψή τους, τα εξής: Η Ενάγουσα απέκτησε το ακίνητο στο Στρουμπί με βάση τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/1965. Είχε προηγουμένως χορηγήσει δάνειο προς τον Εναγόμενο 1 που εξασφαλίζονταν με υποθήκη που παραχώρησε η Εναγόμενη 2 επί του ιδίου ακινήτου. Τον Αύγουστο του 2021, υπάλληλοι της Ενάγουσας μετέβησαν στο ακίνητο και διαπίστωσαν ότι οι Εναγόμενοι το χρησιμοποιούσαν και το εκμεταλλεύονταν χωρίς τη συγκατάθεση της Ενάγουσας. Έκτοτε, γίνονται οχλήσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Επιδόθηκε σχετική επιστολή στους Εναγόμενους, με τους οποίους ζητείτο η παράδοση της κατοχής του ακινήτου, χωρίς να υπάρξει συμμόρφωση. Η αξία του ακινήτου, όπως αναφέρει, με βάση εκτίμηση ειδικού, ανέρχεται στις €75.000,00 και η ενοικιαστική αξία του στις €2.400,00 ετησίως ή €200,00 μηνιαίως.

 

3.         Οι Εναγόμενοι καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης στην αγωγή, την 28.09.2022. Καταχώρισαν, επίσης, Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση, την 07.02.2023. Με το δικόγραφό τους, αμφισβητούν τους όρους των συμφωνιών που συνήψαν για το δάνειο και την υποθήκευση καθώς και τις πρακτικές χρέωσης, ισχυριζόμενοι ψυχική ή οικονομική πίεση ή αθέμιτη επιρροή, δεχόμενοι ότι απώλεσαν περιουσία αξίας €75.000,00, με υπαιτιότητα της Ενάγουσας, και αξιώνουν αποζημιώσεις. Την ίδια στιγμή, θεωρούν τον τίτλο της Ενάγουσας επί του ακινήτου άκυρο, λόγω παρανομιών, συνεπώς, αμφισβητούν και τις αξιώσεις της Ενάγουσας επί του ακινήτου, του οποίου εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, πριν από την απόκτησή του από την Ενάγουσα, ήταν η Εναγόμενη 2. Αξιώνουν, μεταξύ άλλων, θεραπείες σχετικές με το ακίνητο.

 

4.         Μετά την καταχώριση του δικογράφου των Εναγόμενων, η Ενάγουσα καταχώρισε την υπό εξέταση αίτηση, με την οποία ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των Εναγόντων, βάσει της Δ.18 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση υπαλλήλου σε εταιρεία που ενεργεί ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας (ΜΕ1), ασχολείται με τη σύναψη συμφωνιών ενοικίασης ή την ανάκτηση κατοχής ακινήτων, και αναφέρει πως είναι εξουσιοδοτημένη από την Ενάγουσα να υποστηρίξει την αίτηση με τη μαρτυρία της. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της, έχει πρόσβαση στα αρχεία και στα έγγραφα που είναι σχετικά με την υπόθεση, και για τα γεγονότα της υπόθεσης, δηλώνει πως έχει προσωπική γνώση. Η ΜΕ1 αναφέρει τη θέση της πως οι Εναγόμενοι δεν έχουν καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και σκοπούν να παρελκύσουν τη διαδικασία. Προσκομίζει τον τίτλο ιδιοκτησίας της Ενάγουσας επί του ακινήτου (Τεκμήριο 1) και θέτει πως η παραμονή των Εναγόμενων στο ακίνητο είναι παράνομη. Η Ενάγουσα απέκτησε τον τίτλο του ακινήτου μέσα από διαδικασία εκποίησης, καταβάλλοντας χρήματα για το χρέος των Εναγόμενων, που είχε προκύψει από δανειακές υποχρεώσεις. Κατά την ημέρα που έγινε η μεταβίβαση, την 25.08.2021, πιστώθηκε στον λογαριασμό δανείου το ποσό των €69.500,00. Προσκομίζει στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω πράξεις που σημειώνονται από το Δικαστήριο μαζί ως Τεκμήριο 2. Παρά τα γεγονότα αυτά, οι Εναγόμενοι εξακολουθούν να έχουν την κατοχή του ακινήτου και να αρνούνται να την παραδώσουν. Προσκομίζεται σχετική επιστολή ημερομηνίας 20.09.2021, με την οποία η Ενάγουσα κάλεσε τους Εναγόμενους να της παραδώσουν το ακίνητό της (Τεκμήριο 3). Με την εν λόγω επιστολή, κλήθηκαν οι Εναγόμενοι να παραδώσουν την κατοχή του ακινήτου μέχρι την 25.10.2021. Προσκομίζει, επίσης, εκτίμηση σχετικά με την ενοικιαστική αξία του ακινήτου που υπολογίζεται στο ποσό των €900,00 ετησίως ή €75,00 μηνιαίως (Τεκμήριο 4). Όπως φαίνεται και από την εκτίμηση, το επίδικο ακίνητο είναι τεμάχιο γης με μία μεταλλική αποθήκη εντός αυτού, για την οποία δεν φαίνεται να υφίστανται άδειες. Η ΜΕ1 θεωρεί πως όσα πρόβαλαν με την Έκθεση Υπεράσπισής τους οι Εναγόμενοι, είναι άσχετα με την απαίτησή της. Η αμφισβήτηση της διαδικασίας εκποίησης μπορεί, όπως λέει, να γίνει μόνο με βάση τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/65 και όχι στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας. Οι γενικές αρνήσεις της Έκθεσης Υπεράσπισης των Εναγόμενων, κατά τη θέση της, σημαίνουν παραδοχές. Δεν κατέχουν το ακίνητο δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης ή άλλης συμφωνίας, για να υπάρχει λόγος να δοθεί δυνατότητα πλήρους ακρόασης. Ούτε θα μπορούσε, κατά τη θέση της ΜΕ1, να ληφθεί από το Δικαστήριο υπόψη το γεγονός πως η Εναγόμενη 2 ήταν η προηγούμενη ιδιοκτήτρια του ακινήτου και ο Εναγόμενος 1 ο σύζυγός της. Δεν υπάρχει, κατά τη θέση της, ζήτημα για εκδίκαση και θα πρέπει να δοθούν συνοπτικά οι θεραπείες που ζητά.

 

5.         Οι Εναγόμενοι, με ένσταση που καταχώρισαν επί της αίτησης, προβάλλουν πολλαπλούς λόγους για τους οποίους, κατά τη θέση τους, η αίτηση της Ενάγουσας για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να απορριφθεί. Συνοψίζονται στα εξής θέματα: Η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, όπως αναφέρουν, είναι προγενέστερη, επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και η αίτηση είναι πραγματικά αστήρικτη. Η ΜΕ1 δεν γνωρίζει θετικά όλα τα γεγονότα, για τα οποία ορκίζεται, ενώ δεν συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Περαιτέρω, με την αίτησή της, η Ενάγουσα απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, που σχετίζονται με την υπόθεση και επηρεάζουν την εξέλιξη, ενώ θέτει και αναληθείς ισχυρισμούς ή ανεπαρκή μαρτυρία και η έγκρισή της θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα των Εναγόμενων σε δίκαιη δίκη. Οι Εναγόμενοι έχουν καλή υπεράσπιση και τα όσα αναφέρουν θα πρέπει να τους δώσουν το δικαίωμα ακρόασης.

 

6.         Με τη μαρτυρία του Εναγόμενου 1 (ΜΥ1), που υποστηρίζει την ένσταση, επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης. Όσον αφορά την υπεράσπιση των Εναγόμενων, οι ίδιοι παραπέμπουν στο ήδη καταχωρισμένο δικόγραφο της Έκθεσης Υπεράσπισης, το περιεχόμενο του οποίου, επίσης, επαναλαμβάνουν, όπως και τα όσα περιβάλλουν, κατά τη θέση τους, την ανταπαίτησή τους. Δεν προσκομίζεται έγγραφη μαρτυρία.

 

7.         Η ακρόαση της αίτησης γίνεται στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Δεν υπήρξε αντεξέταση. Οι δικηγόροι των δύο πλευρών αγόρευσαν, επιχειρηματολογώντας σχετικά με τις θέσεις της Ενάγουσας και των Εναγόμενων αντίστοιχα. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή, ακόμα κι αν δεν γίνεται αυτούσια, ειδική ή λεπτομερής αναφορά.

 

8.         Είναι θέμα απλής ανάγνωσης πως υπάρχει, στη νομική βάση της αίτησης, η Δ.18 ΚΠΔ. Επίσης, ασχέτως της αναγκαστικής προχρονολόγησης της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, με διαδικασία που γίνεται με φυσικό τρόπο, προφανώς η ένορκη δήλωση καταρτίστηκε για τους σκοπούς της αίτησης της Ενάγουσας, αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό σύστημα καταχώρισης εγγράφων μαζί με την αίτηση, και δεν υπάρχει αποσύνδεση από το δικονομικό πλαίσιο της αίτησης. Εάν υπήρχε, το Δικαστήριο θα μπορούσε να ζητήσει επαναόρκιση της μάρτυρος και καταχώριση εκ νέου της ένορκης της δήλωσης. Οι λόγοι ένστασης των Εναγόμενων που σχετίζονται με προδικαστικά ζητήματα είναι αβάσιμοι. Το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει την αίτηση της Ενάγουσας κατ’ ουσία και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να αποκλείει τη δυνατότητα αυτή.

 

9.         Όπως έτυχε επανάληψης και στη νομολογία[1], προκύπτει και από το ίδιο το κείμενο της Δ.18 ΚΠΔ, η έκδοση συνοπτικής απόφασης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, δηλαδή σπάνιο· όσο σπάνιο βεβαίως θα έπρεπε να είναι και το φαινόμενο της προσπάθειας κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Δίδει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να επιτύχει την έκδοση απόφασης, παρακάμπτοντας την πολύ σημαντική διαδικασία της δίκης. Κατ’ επέκταση, μπορεί να εκδοθεί τέτοια συνοπτική απόφαση μόνον όταν η υπόθεσή του ενάγοντος είναι τόσο ξεκάθαρη, και παράλληλα ο εναγόμενος δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας, ή ο εναγόμενος δεν έχει αποκαλύψει ικανοποιητικά γεγονότα, για να του δίνουν ουσιαστικά δικαίωμα υπεράσπισης. Ό,τι απαιτείται από τον εναγόμενο, είναι να δείξει πως έχει ένα δικάσιμο θέμα (triable issue). Όταν έχει ένα δικάσιμο θέμα, το Δικαστήριο θα του επιτρέψει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ασχέτως εάν η υπεράσπισή του έχει ή όχι προοπτικές να επιτύχει. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να παρέχει λεπτομέρειες σε μια λογική έκταση[2]. Στη Λαζάρου ν. Μακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817, 822, λέχθηκε πως «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση». Η ευχέρεια που παρέχει η Δ.18 ΚΠΔ για εξασφάλιση απόφασης χωρίς υπεράσπιση εξετάζεται υπό το φως της ορθής αντίληψης που έχει επικρατήσει ως προς τα δικαιώματα των διαδίκων βάσει των προνοιών του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ[3].

 

10.      Ίχνη διαδικασίας έκδοσης απόφασης συνοπτικά εντοπίζονται από το Ρωμαϊκό δίκαιο. Στην Αγγλία, και πριν από το 1855, είχαν γίνει ορισμένες προσπάθειες να αναπτυχθούν μηχανισμοί συνοπτικής εκδίκασης χωρίς κανονική δίκη. Ο διαδικαστικός κανονισμός φαίνεται περισσότερο να βρίσκει ρίζες στη Summary Procedure on Bills and Exchange 1855, που έδιδε τη δυνατότητα εξασφάλισης απόφασης συνοπτικά εναντίον οφειλετών χρημάτων που καταχωρούσαν παρελκυστικές υπερασπίσεις. Με την Judicate Act 1873 και μετέπειτα τους Rules of the Supreme Court (RSC) 1883, η δυνατότητα επεκτάθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, που στη εξέλιξη των RSC έλαβαν και τη μορφή που έχει σήμερα η εγχώρια Δ.18 ΚΠΔ. Ο διαχρονικός σκοπός ενός τέτοιου μηχανισμού ήταν και είναι η εξασφάλιση απόφασης χωρίς κανονική δίκη, σε περιπτώσεις όπου τα πράγματα είναι απλά και η υπεράσπιση καταχωρίζεται προφανώς για να κωλυσιεργήσει τη διαδικασία. Η προσέγγιση της νεότερης αγγλικής πρακτικής, μετά την αντικατάσταση της RSC O.14 (CPR PD 24), είναι πως κατάλληλο στάδιο για την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης είναι κάθε στάδιο πριν ή κατά την προδικασία (before or when filing directions questionnaire). Εάν καταχωριστεί η αίτηση για συνοπτική απόφαση πριν και από την καταχώριση του δικογράφου της Έκθεσης Υπεράσπισης, αναστέλλεται η προθεσμία της καταχώρισης της Έκθεσης Υπεράσπισης· με την έννοια ότι δεν υπάρχει υποχρέωση καταχώρισής της, όχι ότι απαγορεύεται η καταχώρισή της[4]. Η επιθυμία του ενάγοντος να εκδοθεί προς όφελός του απόφαση το συντομότερο δυνατόν, είτε με οδηγίες σχετικά με την εκδίκαση της αγωγής και εκδίκασή της είτε με έκδοση συνοπτικής απόφασης εάν δικαιολογείται, και γενικότερα να προστατευθεί από οποιαδήποτε κατάχρηση από πλευράς εναγόμενου, απαντά στο δικό του δικαίωμα υπό το άρθρο 30 του Συντάγματος ή το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, να εκδικαστεί η απαίτησή του σε εύλογο χρόνο, όπου το «εύλογο», έναντι σε πιθανή καταχρηστική υπεράσπιση, επιβάλλει μηχανισμό ανάλογου χειρισμού. Είναι έτσι και μέσα στις γενικές δυνατότητες διαχείρισης που έχει κάθε Δικαστήριο, εκ της φύσης του και της κανονικής λειτουργίας του, να αποφασίζει ζητήματα που μπορούν να αποφασιστούν συνοπτικά, με αυτό τον τρόπο.

 

11.      Η απαίτηση της Ενάγουσας, στην προκειμένη περίπτωση, περιέχεται σε Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα και οι Εναγόμενοι καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης. Έπειτα, η Ενάγουσα βεβαίωσε το αληθές της αιτίας αγωγής της εναντίον των Εναγόμενων δια της ένορκης δήλωσης του που συνοδεύει την αίτησή του. Η ΜΕ1 εξήγησε πως έχει προσωπική γνώση ως προς τα γεγονότα που καταθέτει, που προκύπτουν από έγγραφα που κατέχει, και δήλωσε επίσης πως, κατά τη θέση της, οι Εναγόμενοι δεν έχουν οποιαδήποτε υπεράσπιση, και εξηγεί τους λόγους. Προσκομίζει έγγραφη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η απαίτηση της Ενάγουσας, η οποία είναι ξεκάθαρη όσον αφορά τις συγκεκριμένες θεραπείες που ζητά να εκδοθούν συνοπτικά. Έχουν, κατά τη γνώμη μου, εκπληρωθεί οι τυπικές και κατ’ επέκταση δικαιοδοτικές προϋποθέσεις της Δ.18,κ.1 ΚΠΔ, όσον αφορά τις αξιώσεις της Ενάγουσας, ώστε το βάρος να μετατίθεται πλέον στους Εναγόμενους, να αποδείξουν ότι έχουν καλή υπεράσπιση.

 

12.      Είναι χρήσιμο να τύχει υπόμνησης πως το ζητούμενο δεν είναι εάν τα γεγονότα είναι πράγματι όπως ισχυρίζεται η πλευρά των Εναγόμενων, αλλά κατά πόσον οι ισχυρισμοί που προβάλλονται θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άδεια να υπερασπιστούν την υπόθεσή τους σε σχέση με τις θεραπείες που ζητά η Ενάγουσα συνοπτικά, παραπέμποντας τη διαφορά σε μια κανονική δίκη (trial).

 

13.      Αναμφίβολα, η Εναγόμενη 2 ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και οι Εναγόμενοι ήταν οι νόμιμοι κάτοχοι του επίδικου ακινήτου πριν από την απόκτηση του τίτλου του από την Ενάγουσα. Η Ενάγουσα απέκτησε τον τίτλο του ακινήτου με καταναγκασμό, χωρίς τη συμμετοχή των Εναγόμενων. Κατά την απόκτηση του τίτλου ιδιοκτησίας από την Ενάγουσα, υφίστατο ήδη η ειλημμένη και επιβαρυμμένη κατοχή, που δεν τερματίζεται αυτομάτως με την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ακόμα κι αν δεν συνάφθηκε κάποια μετέπειτα συμφωνία μεταξύ του νέου ιδιοκτήτη και των υφιστάμενων κατόχων, οι τελευταίοι δίδουν, με την υπεράσπισή τους, πως δεν είχαν λάβει την κατοχή του επίδικου ακινήτου χωρίς νόμιμη αιτία και δεν είναι αυτονόητο πως κατέστησαν αυτομάτως και άμεσα παράνομοι επεμβασίες στο ακίνητο που νόμιμα κατείχαν υπό τίτλο ιδιοκτησίας, με την αδικοπρακτική διάσταση. Η εξάλειψη της νόμιμης αιτίας στην πορεία, ως έγινε, επηρεάζουσα κατά την Ενάγουσα το δικαίωμα των Εναγόμενων να συνεχίσουν να κατέχουν το ακίνητο, βρίσκει αντίσταση σε ισχυρισμούς των Εναγόμενων που, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να εκδικαστούν σε πλήρη δίκη. Οι Εναγόμενοι δεν αμφισβητούν τη διαδικασία πλειστηριασμού για λόγους που σχετίζονται με την εφαρμογή του Ν.9/65, ώστε να είναι σχετική κάποια Έφεση, προς αναθεώρηση κάποιου διαβήματος. Αμφισβητούν τη νομιμότητα του τίτλου που απέκτησε η Ενάγουσα μέσα από αυτή τη διαδικασία, κατ’ επέκταση το δικαίωμά της να αξιώνει την κατοχή του ακινήτου από τους Εναγόμενους, με τον τρόπο που την αξιώνει. Συναφώς προς αυτή την αμφισβήτησή τους, παραθέτουν επαρκώς λεπτομερείς ισχυρισμούς, που αφορούν τη συμπεριφορά της Ενάγουσας, που αν και θα μπορούσαν να είναι λεπτομερέστεροι ή και να συνοδεύονται από πιο συγκεκριμένες αναφορές και στοιχεία, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, δημιουργούν αρκετές σκιές στην απαίτηση της Ενάγουσας και ένα δικάσιμο θέμα, ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί αλυσιδωτά και στην ανταπαίτηση των Εναγόμενων. Ασχέτως εάν κατά τη δίκη θα επιτύχουν οι υπερασπίσεις και αξιώσεις των Εναγόμενων ή όχι. Το τελευταίο, όπως εξηγήθηκε και προηγουμένως, είναι ένα διαφορετικό θέμα.

 

14.      Η πλήρης εκδίκαση μιας υπόθεσης δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να ακολουθηθεί συνοπτική διαδικασία εκδίκασης (κατόπιν ακρόασης και των Εναγόμενων) επιμέρους ζητημάτων ή να γίνει περιορισμός επιδίκων θεμάτων σε κατάλληλο στάδιο της υπόθεσης. Ο χρόνος που απαιτείται για την πλήρη εκδίκαση μιας υπόθεσης δεν είναι κριτήριο που μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα ή αποκλειστικά, για να αποστερήσει από τους Εναγόμενους το δικαίωμα ακρόασης σε πλήρη ακροαματική διαδικασία, ούτε θα πρέπει να ερμηνεύεται ως συνθήκη κωλυσιεργίας ή παρέμβασης στην αποδοτικότητα των διατάξεων του Ν.9/65. Εξάλλου, η Ενάγουσα, όπως προκύπτει από όσα εξέθεσε, απέκτησε τον τίτλο του ακινήτου της Εναγόμενης 2 για σκοπούς αξίας, και δεν προκύπτει πως χρειάζεται το ακίνητο αυτό για ιδία κατοχή και χρήση, ενώ η αμεσότητα που θέλει να επιβάλει η Ενάγουσα στη διαμόρφωση της κατάστασης δεν είναι σχετική με αυτή τη διαδικασία και τη δυνατότητα έκδοσης από το Δικαστήριο συνοπτικής απόφασης.

 

15.      Ενόψει του ότι, μέσα από τη μαρτυρία και την υφιστάμενη Έκθεση Υπεράσπισης των Εναγόμενων διαφαίνεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης, που δίδει δικάσιμο θέμα, δεν είναι υπόθεση αυτή στην οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να προχωρήσει με έκδοση των διαταγμάτων και θεραπειών που ζητά η Ενάγουσα με συνοπτική απόφαση και χωρίς πλήρη ακρόαση των Εναγόμενων. Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

16.      Όσον αφορά τα έξοδα της αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον σκοπό της, αλλά και το αποτέλεσμά της, να είναι στην πορεία της αγωγής της Ενάγουσας, αλλά όχι εναντίον των Εναγόμενων.

 

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Βλ. ενδεικτικά Μιχαηλίδου-Φατσίτα ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 60/2011, ημερομηνίας 12.07.2016 ή Χαραλάμπους (Καρούσου) ν. Μελά, Πολιτική Έφεση Ε242/2014, ημερομηνίας 03.09.2020.

[2] NVCaterchef v. P.C.P Electronics Ltd (1999) ΑΑΔ 1912. Βλ. και Hermes Insurance v. Theodorides (1983) 1 CLR 333, Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστωρος (1989) 1 ΑΑΔ 204, Trans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 ΑΑΔ 239, Sigma Radio T.VLtd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 408 και Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 ΑΑΔ 148.

[3] Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1968J. & M. Loizides Agencies Ltd ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1280, Ironfx Global Limited v. Χριστάκης Αλεξάνδρου & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση Ε338/2016, ημερ. 23.03.2017.

[4] Από την παλαιά Hobson v Monks [1884] WN 8 που τεκμηριώνει την αναφορά της Annual Practice σελ.252 με βάση την O.14, μέχρι και τη PBS Energo AS v Bester Generacion UK Ltd [2020] EWCA Civ 404 στη νεότερη δικονομική εποχή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο