ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                     

  Αρ. Αγωγής: 1496/2016

Μεταξύ:

1.         VOTSALOTECHNIKI LIMITED

2.         ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

3.         ΘΕΟΦΑΝΗ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

4.         ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΧΑΤΖΗΛΟΥΚΑ

5.         PATON ENTERPRISES LTD                                                                                                                                      Εναγόντων

                                       και

                   ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ

                                                                                                Εναγομένων

Και δυνάμει Ειδοποίησης ημερομηνίας 04.09.19

 

Μεταξύ:

1      VOTSALOTECHNIKI LIMITED

2.     ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

3,     ΘΕΟΦΑΝΗ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

4.     ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΧΑΤΖΗΛΟΥΚΑ

5.     PATON ENTERPRISES LTD                                                                                                                                      Εναγόντων

                                      και

Gordian Holdings Limited

                                                                             Εναγομένων

                    

      Αίτηση προσθήκης Εναγομένου και τροποποίησης Έκθεσης Απαίτησης

 

Ημερομηνία: 05.01.24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1-5/Αιτητές 1-5: κα Χ. Φιλίππου

Για Εναγομένους/Καθ' ων η αίτηση: καμία εμφάνιση

Για Ενδιαφερόμενο Μέρος/: κος Κ. Κακογιάννης για κ.κ. Α. Κακογιάννης &

(Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ): Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

                             ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με δια κλήσεως αίτηση ημερομηνίας 12.04.23 οι Ενάγοντες 1-5 (στο εξής οι «Ενάγοντες») αιτούνται την έκδοση διατάγματος το οποίο να επιτρέπει:

(α)      την προσθήκη της «Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ» ως Εναγόμενη 2 και

(β)      τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης με την διαγραφή αναφορών από υφιστάμενες παραγράφους και αντικατάσταση τους με άλλες, με τη διαγραφή εξ’ ολοκλήρου υφιστάμενων παραγράφων και με την προθήκη νέων παραγράφων.

 

Οι αιτούμενες τροποποιήσεις περιλαμβάνονται σε 5 ½ σελίδες και αναφορά στο περιεχόμενο τους, εάν και εφόσον κριθεί αναγκαίο, θα γίνει στη συνέχεια κατά την εξέταση τους.

 

Να σημειωθεί ότι η ακροαματική διαδικασία της πιο πάνω αγωγής δεν έχει ξεκινήσει.

 

Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, στη Δ.9 Θ.2, Θ.10 & Θ.11, στη Δ.12 Θ.1-Θ.5, στη Δ.25 Θ.1-5 και στη Δ.48 Θ.1 & Θ.2 των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στις συμφυείς εξουσίες και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα δε γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με τους Ενάγοντες δικαιολογούν την επιτυχία της, περιέχονται σε ένορκη δήλωση της Ενάγουσας 2. Στην ένορκη δήλωση της η ομνύουσα αναφέρει τους λόγους που κατά τη γνώμη των Εναγόντων κατέστησαν αναγκαία την προσθήκη του πιο πάνω τραπεζικού οργανισμού ως επιπρόσθετου διαδίκου καθώς επίσης θεωρούν ότι είναι αναγκαία η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης. Παράλληλα η Ενάγουσα 2 εξηγεί γιατί θεωρεί ότι εκτός αν επιτραπούν τα αιτούμενα διατάγματα μέρος της αγωγής δεν θα μπορεί να προωθηθεί περαιτέρω.

 

Οι Εναγόμενοι δεν καταχώρισαν ένσταση παρόλο ότι τους επιδόθηκε η παρούσα αίτηση.

 

Αντίθετα το ενδιαφερόμενο μέρος «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ» (στο εξής το «ΕΜ»), στην οποίαν επίσης η υπό κρίση αίτηση επιδόθηκε, αντέδρασε στις 19.06.23 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 12 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης των αιτουμένων διαταγμάτων.

 

Νομική βάση της ένστασης είναι, μεταξύ άλλων, η Δ.9, Δ.12, Δ.25 & η Δ.48 Θ.1-9 των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ο Ν.169(Ι)/2015, οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και η πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κυρίου Γρηγόρη Γρηγορίου, λειτουργού του ΕΜ, στην οποίαν περιέχονται γεγονότα που επεξηγούν και κατά τη γνώμη του τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Παράλληλα προβάλλονται επιχειρήματα που σύμφωνα με τον ομνύοντα καταδεικνύουν γιατί κατά τη γνώμη του το ΕΜ δεν είναι αναγκαίος διάδικος και γιατί οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Επειδή από χρονολογικής σειράς προώθησης της η παρούσα αγωγή είναι του έτους 2016, έπεται ότι το δικονομικό καθεστώς που ισχύει είναι αυτό των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σε συνάρτηση βέβαια με τους περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικούς) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2022, οι οποίοι έχουν τεθεί σε ισχύ στις 25.11.22 και στην πορεία έτυχαν τροποποίησης. Παράλληλα εφόσον η παρούσα υπόθεση φέρει κλίμακα εξόδων €500.000 - €2.000.000 και καταχωρήθηκε μετά την 01.01.16 στις 27.09.13, το καθεστώς που διέπει την εξέταση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης είναι αυτό που ισχύει δυνάμει της Δ.25, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2015.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για προσθήκη εναγομένου διέπεται δικονομικά από τη Δ.9 Θ.10 των Παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η νομολογία υποδεικνύει ότι για να προστεθεί ένα πρόσωπο, είτε φυσικό είναι είτε νομικό είναι, θα πρέπει να κριθεί ως αναγκαίος διάδικος. Το εάν ένας διάδικος είναι αναγκαίος ή όχι εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ((Mepa Underwriting Management Ltd. κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλειών (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772). Βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την προσθήκη διαδίκου, είναι κατά πόσο θα επηρεαστούν άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή τα οικονομικά συμφέροντα του προτεινόμενου διαδίκου από το αποτέλεσμα της υπόθεσης (Perihan v. Απόστολου Γεωργίου δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου Χαράλαμπου Ζόππου (Αρ.1) (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1213). Στόχος της προσθήκης είναι να καταστεί δυνατή η πλήρης και αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων μεταξύ των αναγκαίων διαδίκων (Σοφιανού v. Minas Makris Developers Ltd και άλλη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1668).

 

Κλειδί για να διαπιστώσει κάποιος αν ο εναγόμενος που επιδιώκεται να προστεθεί, ως είναι η προκειμένη περίπτωση, είναι αναγκαίος είναι το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης. Η έκθεση απαίτησης είναι το δικόγραφο το οποίο διευκρινίζει και προσδιορίζει την αιτία αγωγής εναντίον ενός εναγομένου. Για να αντιληφθεί κάποιος το λόγο που ένα μέρος έχει καταστεί διάδικος πρέπει να διαβάσει την έκθεση απαίτησης.

 

Εδώ η αγωγή καταχωρίστηκε στις 19.10.16 δυνάμει γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος. Στρεφόταν εναντίον του ΕΜ. Σημείωμα εμφάνισης κατατέθηκε στις 23.11.16 και η έκθεση απαίτησης καταχωρίστηκε στις 21.09.17. Προσεκτική μελέτη του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης, για σκοπούς και μόνο του αντικειμένου της υπό κρίση αίτησης, καθιστά αντιληπτό ότι η αγωγή στράφηκε εναντίον του ΕΜ ως τραπεζικός οργανισμός που είναι. Υπό την επαγγελματική του αυτή ιδιότητα το ΕΜ παρείχε δάνεια και άλλων ειδών πιστωτικές διευκολύνσεις σε ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την οποίαν φέρεται να είχε επαγγελματική σχέση (πρωτοφειλέτης). Όπως αναφέρεται, τα δάνεια και γενικά οι πιστωτικές διευκολύνσεις χορηγήθηκαν δυνάμει συμβάσεων. Σε σχέση με τα δάνεια οι Ενάγοντες επικαλούνται ότι έδωσαν εξασφαλίσεις. Αυτές οι εξασφαλίσεις λένε ότι είχαν την μορφή εγγυήσεις, υποθήκευση ακινήτων και καταθέσεις ποσών σε λογαριασμούς δυνάμει συμφωνητικών εγγράφων.

 

Οι Ενάγοντες επικαλούνται ζήτημα νομιμότητας και εγκυρότητας των συμβάσεων και συμφωνητικών εγγράφων που αφορούν την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων ένεκα κατ’ ισχυρισμό δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων και απόκρυψη ουσιαστικών στοιχείων και περιστατικών από μέρους του ΕΜ. Επιπλέον οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το ΕΜ παραβίασε καθήκοντα επιμέλειας και εμπιστοσύνης που είχε, θέσμιες υποχρεώσεις που απορρέουν από σχετικές νομοθεσίες, διάρρηξη συμφωνητικών εγγράφων, προέβηκε σε παράνομες χρεώσεις  και σε καταχρηστική μεταβολή επιτοκίου. Τα πιο πάνω συγκροτούν το δικογραφημένο πλαίσιο βάσεων αγωγής των Εναγόντων.

 

Ως αποτέλεσμα των επικαλούμενων βάσεων αγωγής, οι Ενάγοντες αξιώνουν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, διατάγματα ακύρωσης των συμφωνητικών εγγράφων εγγύησης και εξάλειψης των εγγράφων υποθήκης. Επίσης ζητείται διάταγμα που να διατάζει τον συμψηφισμό και/ή την εξόφληση των επικαλούμενων δανείων και του τρεχούμενου λογαριασμού με καταθέσεις χρημάτων που βρίσκονταν στο όνομα του πρωτοφειλέτη. Αυτό συνιστά το πλέγμα των αξιώσεων που οι Ενάγοντες επιδιώκουν μέσα από την παρούσα αγωγή.

 

Σε σχέση με το προστακτικό διάταγμα που ζητείται, οι Ενάγοντες επικαλούνται υποχρεώσεις που έπρεπε να είχαν γίνει και δεν έγιναν δυνάμει του Ν.17(Ι)/2013 και την Κ.Δ.Π.103/2013. Ωστόσο στο χρονικό σημείο που η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε, ο Ν.17(Ι)/2013 είχε καταργηθεί και εις αντικατάσταση του θεσπίστηκε ο Ν.22(Ι)/2016, ο οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 18.03.16. Παράλληλα βρισκόταν σε ισχύ ο Ν.69(Ι)/2015, του οποίου οι πρόνοιες περιλαμβανομένου του άρθρου 18 επιτρέπουν την πώληση χαρτοφυλακίου πιστωτικών διευκολύνσεων μαζί με τις εξασφαλίσεις τους αφού αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτών.

 

Κατ’ επίκληση των διατάξεων της νομοθεσίας αυτής και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 αυτής και δυνάμει των προνοιών Σχεδίου Διακανονισμού που επικυρώθηκε με διάταγμα του Ε.Δ. Λευκωσίας στις 23.05.19 και τέθηκε σε ισχύ στις 30.05.19 στα πλαίσια της Εταιρικής Αίτησης Αρ.372/19, φαίνεται ότι το ΕΜ μεταβίβασε τα δάνεια και τις πιστωτικές διευκολύνσεις της παρούσας αγωγής μαζί με όλες τις σχετικές εξασφαλίσεις των Εναγόντων που την αφορούν στην νυν Εναγόμενη. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την ειδοποίηση ημερ. 04.09.19 που βρίσκεται στο δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης και δόθηκε δυνάμει του άρθρου 18(4) του Ν.69(Ι)/15. Είναι δυνάμει αυτής της ειδοποίησης που η Gordian Holdings Limited αντικατέστησε την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (ΕΜ) ως Εναγόμενη στην αγωγή αυτή αυτόματα με την ανάλογη τροποποίηση στον τίτλο της αγωγής.  

 

Οι πιο πάνω αναφορές περιέχονται στην ΕΔ του λειτουργού του ΕΜ που υποστηρίζουν την ένσταση του, οι οποίες παρέμειναν αναντίλεκτες. Πέραν όμως αυτού, τα γεγονότα αυτά διασταυρώνονται από τον δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον ανάτρεξα για σκοπούς εξακρίβωσης του ιστορικού της αφού υπήρχε τέτοια δυνατότητα (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

 

Με βάση την πιο πάνω ειδοποίηση δηλώνεται ότι η νυν Εναγόμενη έχει αυτόματα αντικαταστήσει και/ή υποκαταστήσει το ΕΜ στην αγωγή αυτή και ως εκ τούτου οποιεσδήποτε αποφάσεις και/ή διατάγματα θα εμφανίζουν και θα αναγνωρίζουν τους νυν Εναγομένους ως διάδικο αντί του ΕΜ. Σε ότι αφορά την ισχύ και δεσμευτικότητα της ειδοποίησης αυτής, παραπέμπω στο προαναφερόμενο διάταγμα του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ. 23.05.19 που επικύρωσε Σχέδιο Διακανονισμού σε σχέση με το θέμα αυτό καθώς επίσης στην Ενδιάμεση Απόφαση του Ε.Δ. Πάφου ημερ. 20.02.23 στην αγωγή αυτή. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του ΕΜ που απορρέουν από την αγωγή αυτή μεταβιβάζονται στους νυν Εναγομένους.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα η έκθεση απαίτησης δεν περιέχει οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά αιτία αγωγής εναντίον του ΕΜ ως προτεινόμενου για προσθήκη διαδίκου (Οδυσσέως v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1372). Τα νομικά δικαιώματα και/ή τα οικονομικά συμφέροντα του ΕΜ δεν επηρεάζονται ώστε να τον καθιστούν αναγκαίο διάδικο στην υπόθεση. Όλα τα επίδικα θέματα της αγωγής και γενικά τα ζητήματα που εγείρονται, περιλαμβανομένου των βάσεων αγωγής των Εναγόντων, μπορούν να εκδικαστούν αποτελεσματικά και να αποφασιστούν με τους υφιστάμενους διαδίκους.

 

Έπεται ότι οι λόγοι ένστασης αρ. 11 & 12 επιτυγχάνουν.

 

Προχωρώ να ασχοληθώ με την πτυχή της υπό κρίση αίτησης που αφορά τις αιτούμενες τροποποιήσεις.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η εκδίκαση παλαιών υποθέσεων ρυθμίζεται από τους περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικούς) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2022, οι οποίοι στην πορεία έτυχαν τροποποίησης. Ένας από αυτούς είναι ο Κανονισμός 4, ο οποίος τροποποιήθηκε με τους περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικούς) (Τροποποιητικούς) (Αρ.1) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2022. Η τροποποίηση αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 23.12.22.

 

Αρχικά παλαιά υπόθεση θεωρείτο αυτή που εκκρεμούσε και καταχωρίστηκε μεταξύ των ετών 2014-2018. Αργότερα με τη θέσπιση των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικών) (Τροποποιητικού) (Αρ.1) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 που τέθηκε σε ισχύ στις 28.07.23, παλαιές υποθέσεις είναι αυτές οι οποίες εκκρεμούν και «που καταχωρίστηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, 2019»

 

Ο τροποποιημένος Κανονισμός 4 σημειώνει τα εξής:

«Για όλες τις υποθέσεις μεταξύ των πιο πάνω ετών για τις οποίες υπάρχει ήδη ορισμένη ημερομηνία έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας ή που έχουν οριστεί για οποιονδήποτε σκοπό ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται, χωρίς την προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου, η καταχώριση οποιασδήποτε ενδιάμεσης αίτησης. Το αίτημα για άδεια τίθεται προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου προς έγκριση ή απόρριψη αναλόγως της περιπτώσεως. Εναπόκειται στο δικαστήριο να εξετάσει το αίτημα για να δώσει όλες τις πρέπουσες οδηγίες ή/και να αποφασίσει ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»

 

[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Από το λεκτικό του Κανονισμού 4 προκύπτει ότι για να καταχωριστεί οποιαδήποτε ενδιάμεση αίτηση σε υπόθεση που εμπίπτει στην κατηγορία των καθυστερημένων, απαιτείται προηγουμένως η άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή τέτοιας άδειας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως καθίσταται αντιληπτό, μια ενδιάμεση αίτηση καταχωρείται και προωθείται μόνο εφόσον πρώτα το Δικαστήριο εγκρίνει σχετικό αίτημα που υποβληθεί ενώπιον του και δώσει άδεια γι’ αυτό. Η πρόθεση για καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης εκδηλώνεται με την υποβολή προφορικού αιτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο και το εξετάζει. Κριτήριο της κρίσης του Δικαστηρίου αποτελεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Το ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει είναι κατά πόσο ενώπιον του έχει τεθεί αίτημα από τους Ενάγοντες για να τους δοθεί άδεια να προχωρήσουν με καταχώριση αίτησης τροποποίησης του δικογράφου τους, αν ο συνήγορος της Εναγομένης έχει τοποθετηθεί στο Δικαστήριο επί του αιτήματος και εάν το Δικαστήριο έχει αποφασίσει στη βάση των όσον είχαν λεχθεί ενώπιον του. Παρόλο ότι το ζήτημα αυτό δεν εγείρεται μέσα από την ένσταση του ΕΜ ή από ένσταση των νυν Εναγομένων, εντούτοις θα το εξετάσω αυτεπάγγελτα. Το λεκτικό του τροποποιημένου Κανονισμού 4, όπως αυτό εκτέθηκε προηγουμένως, υιοθετεί αυστηρή προσέγγιση, η οποία δεν απαγορεύει στο Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπάγγελτα την εφαρμογή του αντικειμένου των προνοιών του.

 

Έχω ανατρέξει στο δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης για να διαπιστώσω αν οι Ενάγοντες έχουν εξασφαλίσει την σχετική άδεια που απαιτείται από τις διατάξεις του τροποποιημένου Κανονισμού 4. Το μόνο που έχω εντοπίσει και σχετίζεται με το υπ’ αναφορά θέμα είναι το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 21.03.23. Στο πρακτικό αυτό παρατηρώ ότι η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόντων ζήτησε άδεια να καταχωρήσει αίτηση για προσθήκη του ΕΜ ως Εναγομένου 2. Η πλευρά των νυν Εναγομένων δεν είχε ένσταση στο να δοθεί τέτοια άδεια. Το Δικαστήριο αφού εξέτασε το αίτημα έδωσε την απαιτούμενη άδεια.

 

Αυτό που πρέπει να λεχθεί είναι ότι το αίτημα των Εναγόντων περιορίστηκε στην καταχώρηση αίτησης για προθήκη συνεναγομένου. Δεν επεκτάθηκε σε αιτούμενες τροποποιήσεις. Η προσθήκη διαδίκου είναι ένα εντελώς και ανεξάρτητο θέμα από αυτό της τροποποίησης δικογράφου. Εξ’ ου και δικονομικά διέπονται από διαφορετικούς θεσμούς. Το αίτημα των Εναγόντων ήταν ξεκάθαρο ότι αποσκοπούσε μόνο στην προσθήκη διαδίκου. Ουδέποτε υποβλήθηκε αίτημα για να επιτραπεί η καταχώρηση αίτησης τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης. Η εκ των προτέρων χορήγηση τέτοιας άδειας ήταν αναγκαία ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για τροποποιήσεις τέτοιου βαθμού και έκτασης όπως στην προκειμένη περίπτωση (5 ½ σελίδες περίπου). Ουδέποτε ζητήθηκε από την πλευρά των Εναγομένων να τοποθετηθεί για το θέμα αυτό και ουδέποτε οι Εναγόμενοι αναφέρθηκαν σε ένα τέτοιο ζήτημα. Παράλληλα ουδέποτε το ζήτημα αυτό τέθηκε υπό την κρίση του Δικαστηρίου και καμία άδεια έχει εκ των προτέρων δοθεί σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Δεν έχω εντοπίσει κανένα πρακτικό του Δικαστηρίου που να καταγράφει και να ασχολείται μ’ οποιοδήποτε από τα πιο πάνω σημεία.

 

Το λεκτικό που χρησιμοποιείται για τη διατύπωση των προνοιών του Κανονισμού 4 είναι τέτοιο που καθιστά μονόδρομο τον τρόπο αντιμετώπισης της υπό κρίση αίτησης. Από αυτή μόνο τη σκοπιά οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν έχουν προοπτική επιτυχίας.

 

Ανεξαρτήτως όμως του πιο πάνω θα ασχοληθώ με την ουσία των αιτουμένων τροποποιήσεων σε περίπτωση που η απόφαση του Δικαστηρίου κριθεί εσφαλμένη σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο. Θα τις εξετάσω υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφου διέπεται δικονομικά από τη Διάταξη 25 Κανονισμό 1 των Παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η εν λόγω διάταξη έτυχε εκ βάθρου τροποποίησης με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2015, ο οποίος όμως δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις με κλίμακα εξόδων πέραν των €10.000 που καταχωρήθηκαν πριν από την 01.01.16. Εφόσον η παρούσα υπόθεση φέρει κλίμακα εξόδων €500.000 - €2.000.000 και καταχωρήθηκε στις 27.09.13, το καθεστώς που διέπει την εξέταση τροποποίησης της έκθεσης υπεράσπισης & ανταπαίτησης είναι αυτό που ίσχυε πριν από τη θέσπιση του προαναφερομένου τροποποιητικού διαδικαστικού κανονισμού. Σύμφωνα με τον πιο πάνω κανονισμό, ο οποίος ας σημειωθεί ότι έτυχε εκτενής ανάλυσης και βαθιάς ερμηνείας μέσα από σωρεία κυπριακών αποφάσεων:

”The court or a judge may, at any stage of the proceedings allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.“

 

Στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1958 (The Annual Practice 1958) και ειδικότερα στη σελίδα 622 αναφέρονται, ανάμεσα σ’ άλλα, τα εξής:

An amendment ought to be allowed if thereby the real substantial question can be raised between the parties and multiplicity of legal proceedings avoided.

 

Στο δε αγγλικό νομικό σύγγραμμα Halsbury’s The Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 3 στην παράγραφο 73 της σελίδας 35 αναγράφονται τακόλουθα υπό τον τίτλο ‘Time for making amendment’:

An amendment may be allowed at any stage of the proceedings, even after trial…(Wyatt v Rosherville Gardens Co. (1886) 2 T.L.R.282, Loufti v C. Czarnikow Ltd [1953] 2 Lloyd’s Rep.213, C.A)

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφου έχει διακριτικό χαρακτήρα, η οποία ασκείται φιλελεύθερα και χωρίς να διέπεται από άκαμπτους κανόνες αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Αυτό εξάλλου συνάγεται από ερμηνεία των προνοιών του Κανονισμού 1 της Διάταξης 25 και μέσα από υποδείξεις της νομολογίας (Preece κ.α. v. Ρωσσίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2138 και Παπαχρυσοστόμου v. Κώστα Γρηγοριάδη & Συνεταίροι κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 817).

 

Διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει διάφορες νομικές αρχές και παραμέτρους, στο πλαίσιο των οποίων είναι δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Μια παράμετρος που προσμετρά στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι η τυχόν καθυστέρηση που προκύπτει από την υποβολή αιτήματος τροποποίησης δικογράφου. Η καθυστέρηση αποκτά την έννοια όχι αφ’ εαυτής της μακράς εκκρεμότητας της αγωγής αλλά της αργοπορίας στην εκδήλωση διαβήματος για άδεια τροποποίησης, εκεί όπου προϋποτίθεται η δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας και συνεκτιμάται ως λογική απόρροια των διατάξεων του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, χωρίς όμως ο παράγοντας αυτός, αν και σχετικός, να είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας (Παπαχρυσοστόμου v. Κώστα Γρηγοριάδη & Συνεταίροι κ.α. (πιο πάνω), C & A Pelekanos Associates Ltd v Ανδρέα Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2075, Saba & Co (T.M.P.) v T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Λτδ κ.α. v Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 237, Ταξί Κυριάκος Λτδ v Ανδρέα Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλας (2002) 1Α Α.Α.Δ. 223 και Preece κ.α. v. Ρωσσίδου (πιο πάνω)).

 

Στην περίπτωση όπου υπάρχει αργοπορία στην υποβολή σχετικού αιτήματος τροποποίησης δικογράφου πρέπει να παρέχεται ικανοποιητική εξήγηση. Βέβαια η μερική αδυναμία από τη μη δικαιολόγηση με απόλυτη πειστικότητα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην προώθηση του δικονομικού διαβήματος δεν οδηγεί αυτόματα σε απόρριψη της αίτησης εφόσον το πλέον ουσιώδες κριτήριο είναι η στάθμιση των παραγόντων που αποτελούν το εχέγγυο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (Νικολάου ν. Μιλτιάδους και άλλης (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1005, Preece κ.α. v. Ρωσσίδου (πιο πάνω)).

 

Η όποια καθυστέρηση δεν εξετάζεται μεμονωμένα από απόψεως μόνο χρονικής διάστασης, αλλά συναρτάται με άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα την ανυπαρξία καλής πίστης (Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.α, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 137/2013 και 138/2013, ημερ. 20.03.14). Εκεί όπου υπάρχει βάσιμη πεποίθηση ότι η αίτηση δεν διαπνέεται από καλή πίστη, εγείρεται δυσχέρεια στην έγκριση αιτήματος τροποποίησης δικογράφου. Να σημειωθεί ωστόσο ότι η καθυστέρηση δεν εξισώνεται κατ' ανάγκη με κακοπιστία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το ΕΜ μέσα από την ένσταση του εγείρει ζήτημα υπέρμετρης καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης για τους λόγους που έχει αναπτύξει. Πρόκειται για το λόγο ένστασης αρ. 3. Οι Ενάγοντες θεωρούν ατεκμηρίωτη τη θέση αυτή του ΕΜ και θέτουν τα δικά τους επιχειρήματα.

 

Μέσα από τις αιτούμενες τροποποιήσεις οι Ενάγοντες επιχειρούν να δικογραφήσουν σωρεία νέων αναφορών. Είναι όμως αναφορές που το περιεχόμενο τους παραπέμπει σε γεγονότα που εκ των πραγμάτων ήταν από την αρχή γνωστά στους Ενάγοντες αφού οι ίδιοι συμμετείχαν σ’ αυτά. Το υλικό, το οποίο σκοπείται να εισαχθεί, ήταν σε γνώση των Εναγομένων ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εντοπιστεί έγκαιρα από αυτούς.

 

Ακόμη όμως και να γίνει αποδεκτή η θέση των Εναγόντων ότι ενημερώθηκαν για τις λεπτομέρειες που επικαλούνται περί το τέλος του 2022, εντούτοις δεν εξηγούν πότε ακριβώς και κάτω από ποιες συνθήκες περιήλθαν εις γνώση τους οι εν λόγω κατ’ ισχυρισμό πληροφορίες. Ούτε εξηγούν για ποιο λόγο δεν θα μπορούσαν να τις γνώριζαν σε νωρίτερο στάδιο. Σε κάθε περίπτωση ουδεμία αιτιολογία παρέχεται που να δικαιολογεί το χρόνο που παρήλθε από τότε που περιήλθαν εις γνώση των Εναγόντων τα επικαλούμενα γεγονότα για τα οποία επιδιώκεται δικογράφηση μέχρι την καταχώρηση την υπό κρίση αίτησης. Η χρονική διάρκεια των 4-5 μηνών που εξ’ αντικειμένου φαίνεται να προκύπτει αν γίνει δεκτή η θέση των Εναγόντων, περίοδος η οποία μάλιστα γίνεται κατά πολύ μεγαλύτερη αν η θέση αυτή δεν γίνει αποδεκτή, είναι υπό τις περιστάσεις υπέρμετρη και πλήρως αναιτιολόγητη.

 

Την ίδια στιγμή δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής μου ότι η υπό κρίση αίτηση προωθήθηκε μετά την έκδοση απόφασης από το Ε.Δ. Πάφου (υπό διαφορετική σύνθεση) στην οποίαν απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση των Εναγόντων ημερ. 07.02.22 για έκδοση διατάγματος παραμερισμού της ειδοποίησης ημερ. 04.09.19 του ΕΜ για αυτόματη αντικατάσταση και/ή υποκατάσταση της στην αγωγή αυτή από τους νυν Εναγομένους. Να σημειωθεί ότι η δικαστική απόφαση εκδόθηκε στις 20.02.23 και η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε στις 12.04.23. Επομένως μετά και αφού οι Ενάγοντες διαπίστωσαν ότι η αίτηση τους, στην οποίαν είχαν επιδιώξει το ΕΜ να καταστεί ως μοναδικός εναγόμενος, είχε απορριφθεί, επανήλθαν με την υπό κρίση αίτηση στην οποίαν επιδιώκουν τώρα να καταστήσουν το ΕΜ ως συνεναγόμενο. Στην ουσία οι Ενάγοντες με συγκεκαλυμμένο τρόπο επιχειρούν εκ νέου να καταστήσουν το ΕΜ ως διάδικο στην παρούσα αγωγή.

 

Τα πιο πάνω δεδομένα αφαιρούν τη δυνατότητα απόδοσης καλής πίστης στην προώθηση της παρούσας αίτησης, με την ανυπαρξία της οποίας καλής πίστης συναρτάται ο παράγοντας χρόνος που επιλέγηκε για την καταχώρηση της.

 

Επιπλέον, μέρος των αιτουμένων τροποποιήσεων που επιδιώκονται με την προσθήκη νέων παραγράφων προωθούν την εισαγωγή νέας βάσης αγωγής. Μίας νέας βάσης αγωγής εναντίον του ΕΜ, το οποίο για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί δεν δικαιολογείται η προσθήκη του ως διαδίκου στην αγωγή αυτή. Οι αιτούμενες νέες παράγραφοι 24, 25 και 25Α δημιουργούν νέα βάση αγωγής εναντίον του ΕΜ. Η επινόηση νέας βάσης αγωγής που στρέφεται εναντίον του ΕΜ τέθηκε προκειμένου να σπρώξει το Δικαστήριο στη λήψη κρίσης υπέρ της προσθήκης του ΕΜ ως συνεναγομένου σαν αναγκαίου διαδίκου. Αυτό όχι μόνο ενισχύει το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι η υπό κρίση αίτηση δεν διαπνέεται από καλή πίστη, αλλά επιπρόσθετα δεν βοηθά την προσπάθεια των Εναγόντων επειδή η εξακρίβωση του κατά πόσο επηρεάζονται άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή τα οικονομικά συμφέροντα του ΕΜ ως προτεινόμενου διαδίκου από το αποτέλεσμα της υπόθεσης καθορίζεται από το υφιστάμενο περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης και όχι από το καθεστώς των αιτουμένων τροποποιήσεων.

 

Η νέα βάση αγωγής αφορά τη δικογράφηση ισχυρισμού για υπεξαίρεση χρημάτων από το ΕΜ. Ουσιαστικά προβάλλεται η θέση ότι το ΕΜ οικειοποιήθηκε χρήματα που δεν του ανήκουν.

 

Προσθήκη νέας βάσης αγωγής δεν καταδικάζει την αίτηση τροποποίησης σε αποτυχία αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης (Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.α, (πιο πάνω). Όπως υποδείχτηκε στην υπόθεση Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012 ημερ. 04.03.13, η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης τροποποίησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η νέα αυτή θέση διαφοροποιεί ουσιωδώς το ήδη διαμορφωμένο πλαίσιο βάσης αγωγής που διέπει το υφιστάμενο καθεστώς της έκθεσης απαίτησης. Η προσθήκη διαδίκου με νέα και συνάμα ξεχωριστή βάση αγωγής που αφορά αποκλειστικά τον ίδιο και η προσπάθεια συσχέτισης της με αναφορά σε άλλες 32 αγωγές που είτε εκκρεμούν είτε έχουν ολοκληρωθεί είτε έχουν διακοπεί, σαφώς διαφοροποιεί τον πυρήνα του δικογράφου και μόνο θα περιπλέξει την ακρόαση της υπόθεσης εκτροχιάζοντας την από το υφιστάμενο πλαίσιο εκδίκασης της.

 

Επίσης το αναντίλεκτο γεγονός ότι οι νυν Εναγόμενοι έχουν αντικαταστήσει και/ή υποκαταστήσει το ΕΜ στην αγωγή αυτή και ως εκ τούτου οποιεσδήποτε αποφάσεις και/ή διατάγματα θα εμφανίζουν και θα αναγνωρίζουν τους νυν Εναγομένους ως διάδικο αντί του ΕΜ με αποτέλεσμα όλες οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του ΕΜ που απορρέουν από την αγωγή αυτή μεταβιβάζονται στους νυν Εναγομένους δυνάμει σχετικής νομοθεσίας και διατάγματος του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ. 23.05.19  που επικύρωσε Σχέδιο Διακανονισμού σε σχέση με το θέμα αυτό, δημιουργεί καταλυτικές συνέπειες στο ΕΜ για την προετοιμασία υπεράσπισης του αφού, όπως ήδη λέχθηκε, όλα τα στοιχεία έχουν μεταβιβαστεί στους νυν Εναγομένους.

 

Στη βάση των πιο πάνω οι λόγοι ένστασης αρ. 3 & 8 επιτυγχάνουν. Ενόψει του προδιαγραφόμενου αποτελέσματος, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης.

 

Κατόπιν συνεκτίμησης όλων των παραγόντων που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, κρίνω ότι το συμφέρον της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας μου υπέρ της μη έγκρισης των αιτουμένων τροποποιήσεων. Κατ’ επέκταση, για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

Τα έξοδα που έχουν δημιουργηθεί σε σχέση με την εξέταση του θέματος αυτού, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του ΕΜ «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ» και εις βάρος των Εναγόντων 1-5. Σε σχέση με τους νυν Εναγομένους καμία διαταγή για έξοδα εκδίδεται.                     

 

 

                                                          (Υπ.)   .................................

                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο