ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. Συμεού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 250/2020

Μεταξύ:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΥΡΟΥ(Α.Δ.Τ χχχχχχχ), από την Πάφο

                                                                                           Ενάγων

Και

 

A.   M DEMETRIADES TRADITIONAL PR.LTD (ΗΕ χχχχχχχχχχ)

 

                                                                                  Εναγόμενη

                      

 

Αίτηση Ενάγοντα- Αιτητή ημερομηνίας 20.03.23 για έκδοση παρεμπίπτοντος Διατάγματος

 

Ημερομηνία: 12.01.24

 

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα / Αιτητή: κ. Λεωνίδας Νεοφύτου για Νίκο Καλλή

Για την Εναγόμενη / Καθ’ ης η Αίτηση: κα. Σοφία Δίγκα δια Ν. Παπαθεοχάρους & Σια Δ.Ε.Π.Ε

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

Εισαγωγή

 

Με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε την 04/03/20 ο Ενάγοντας αξιώνει από την Εναγόμενη το ποσό των €2,140 ευρώ το οποίο αντιπροσωπεύει καθυστερημένα ενοίκια για τους μήνες Ιανουάριου και Φεβρουάριο του έτους 2020, ποσό ύψους 1.070 ευρώ για κάθε μήνα από την 01/03/20 μέχρι παραδόσεως ελευθέρας κατοχής του καταστήματος στον Ενάγοντα ως αποζημίωση, απόφαση και ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 01/01/17 έχει νομίμως τερματιστεί καθώς και ότι η Εναγόμενη κατέχει τούτο παράνομα, διάταγμα του Δικαστηρίου όπως η Εναγόμενη εκκενώσει και παραδώσει άμεσα το κατάστημα στον Ενάγοντα ελεύθερο πάσης κατοχής, οποιαδήποτε άλλη θεραπεία την οποία το Δικαστήριο κρίνει ορθή και δίκαια  υπό τις περιστάσεις, Νόμιμο τόκο και έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

 

Την 20/03/23, δηλαδή 3 έτη αργότερα από την καταχώρηση της αγωγής, ο Ενάγων   («Αιτητής») καταχώρησε μονομερώς την υπό κρίση αίτηση με την οποία αξιώνει  την έκδοση του ακόλουθου διατάγματος:

 

«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο θα εμποδίζει και ή απαγορεύει στην Εναγόμενη – Καθ’ ης η Αίτηση και ή στους αντιπροσώπους της και ή υπηρέτες της και ή παν πρόσωπο έλκον από εξ’ αυτήν δικαίωμα, την πώληση και ή επιβάρυνση και ή μεταβίβαση η με καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο την αποξένωση και ή διάθεση και ή εκχώρηση των κινητών οχημάτων με αρ. εγγραφής (1) [ ] μάρκας TOYOTA HIACE (2) [ ] μάρκας TOYOTA RAV 4 – [ ] (3)  [ ] μάρκας FORD TRANSIT και (4) [ ] μάρκας TOYOTA RAV4 μέχρι τελικής εκδίκασης της σχετικής αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και έκδοσης τελεσίδικης απόφασης και ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

 

Το Δικαστήριο,  επιλαμβανόμενο της αίτησης την 31/03/23 (υπό άλλη σύνθεση), ζήτησε συγκεκριμένες διευκρινήσεις από τον συνήγορο του Αιτητή αναφορικά με το κατά πόσο δικαιολογείται το κατ’ επείγον του ζητήματος. Ο συνήγορος του Αιτητή αγόρευσε προς υποστήριξη του αιτήματος του και το Δικαστήριο αποφάσισε για τους λόγους που επεξηγούνται στο πρακτικό της ίδιας ημερομηνίας όπως η υπό κρίση αίτηση επιδοθεί στην Καθ’ ης η Αίτηση καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του Κεφ. 6. Συνακόλουθα η αίτηση ορίστηκε για επίδοση την 25/04/23 και ώρα 0900 το πρωί, ημερομηνία  κατά την οποία και η συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση εμφανίστηκε και ζήτησε χρόνο από το Δικαστήριο με σκοπό την καταχώρηση ένστασης η οποία και τελικά καταχωρήθηκε την 14/06/23. 

 

Η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960, άρθρο 32, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.6, άρθρα 4, 5, 7 και 9, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48, θ.θ. 1,2,4,5,6,7,8 και Δ.58 στον περί Συμβάσεων Νόμο άρθρα 10,  25, 73, 20, Κεφ.224 στα άρθρα 26,43 και 44 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 στα άρθρα 7(1), 11(1),15,16 και 23 του Συντάγματος, στα άρθρα 2,3,5 και 8 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία κυρώθηκε από τον Νόμο 39/1962 όπως αρχές του Κοινοδικαίου, του Δικαίου όπως Επιείκειας όπως συμφυείς εξουσίες, στην διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου και στην σχετική Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του ίδιου του Ενάγοντα Γεώργιου Σπύρου, ημερομηνίας 20/03/23 και σε αυτήν αναφέρονται συνοπτικά τα ακόλουθα:

 

Ο Ενάγων – Αιτητής είναι ο νόμιμος κάτοχος και δικαιούχος για την κατοχή και εκμετάλλευση του ισογείου καταστήματος με πατάρι και υπόγειο χώρο το οποίο βρίσκεται στην βιομηχανική περιοχή Αγ. Θεοδώρου στην Πάφο Φ/ΣΧ χχ/χχ αρ. τεμαχίου χχχ (βιοτεχνικό οικόπεδο χχ), από τώρα και στο εξής «το κατάστημα». Η Εναγόμενη εταιρεία είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται με το εμπόριο τροφίμων και κυρίως με την πώληση τουριστικών παραδοσιακών προϊόντων. Την 01/01/17 ο Αιτητής ενοικίασε δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου στην Εναγόμενη το κατάστημα ως αποθηκευτικό χώρο έναντι του συμφωνηθέντος μηνιαίου ενοικίου των 1.070 ευρώ για περίοδο 2 ετών αρχομένης από 01/01/17 – 31/12/18 παρά το γεγονός ότι στον όρο 2 του ενοικιαστηρίου εγγράφου εκ παραδρομής φαίνεται ότι η ενοικίαση έληγε ένα χρόνο αργότερα.

 

Ο Ενάγοντας την 05/09/19 απέστειλε στην Εναγόμενη επιστολή δια μέσω του συνηγόρου του, ότι δεν επιθυμεί να ανανεώσει την σύμβαση ενοικίασης για το εν λόγω κατάστημα, καλώντας ουσιαστικά την Εναγόμενη να του το παραδώσει ελεύθερο μέχρι την 31/12/19. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον Ενάγοντα, η Εναγόμενη είχε εκμεταλλευτεί το τυπογραφικό λάθος που υπήρχε στον όρο 2 της σύμβασης και συνέχισε να κατέχει το κατάστημα και μετά από την λήξη της, δηλαδή την 31/12/18, με  αποτέλεσμα να συνεχίζει να κατέχει παράνομα το συγκεκριμένο κατάστημα και να τον εμποδίζει από το απολαμβάνει την κατοχή και την εκμετάλλευση του για ιδία χρήση.

 

Επίσης ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη παραλείπει να του καταβάλει τα ενοίκια ως αναφέρονται στην παράγραφο 7 της έκθεσης απαίτησης του, καθώς και ότι τα ενοίκια που του οφείλονται μέχρι και σήμερα δεν αμφισβητούνται από την Εναγόμενη αφού με το δικόγραφο της Υπεράσπισης που καταχώρησε αποδέχεται δια μέσω της παραγράφου 8 την οφειλή τους. Η Εναγόμενη σύμφωνα με τον Ενάγοντα δεν κατέχει οποιαδήποτε άλλη ακίνητη περιουσία στην Δημοκρατία και αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από το Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας το οποίο και επισυνάπτεται ως «Τεκμήριο Α». Τουναντίον σύμφωνα με τον Ενάγοντα,  η Εναγόμενη κατέχει 4 οχήματα με βάση την κατάσταση που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο «Β» μετά  από έρευνα στην οποία και προέβηκε ο ίδιος ο Ενάγοντας στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών εξασφαλίζοντας έτσι το εν λόγω έγγραφο το οποίο και επισυνάτπει.

 

Περαιτέρω ο Ενάγοντας μέσα από την ένορκο του δήλωση υποστηρίζει ότι έχει πολύ καλή υπόθεση εναντίον της Εναγομένης καθώς και ότι οι πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής του είναι μεγάλες. Υποστηρίζει επίσης και την θέση, ότι στην περίπτωση που η Εναγόμενη δεν εμποδιστεί από το Δικαστήριο να μην αποξενώσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα εν λόγω οχήματα τα οποία αποτελούν και την  μόνη περιουσία που κατέχει, ενέχεται ο κίνδυνος να βρεθεί ο ίδιος σε δυσμενή θέση και να μην μπορεί στο τέλος της ημέρας να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό που αξιώνει με την αγωγή του. Διατείνεται μάλιστα ο Ενάγοντας ότι η έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος είναι αναγκαία και επείγουσα καθότι με την έλευση της ενεργειακής και πανδημικής κρίσης το έτος 2020, ακούστηκε από επιχειρηματικές πηγές της Πάφου ότι μειώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι δραστηριότητες της Εναγόμενης εταιρείας καθώς και ότι πρόκειται αυτή να πωληθεί. Περαιτέρω ότι πληροφορήθηκε, ότι,  στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί τελικά η πώληση της Εναγόμενης αυτή θα κηρύξει πτώχευση με αποτέλεσμα να παραμείνουν απλήρωτες οι οφειλές της έτσι και να μην μπορεί να ικανοποιηθεί και για τον επιπρόσθετο αυτό λόγο σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής του μεταγενέστερα.

 

Μετά την επίδοση της υπό κρίση αίτησης στην Εναγόμενη - Καθ’ ης η Αίτηση, ως ήταν και η διαταγή του Δικαστηρίου, η τελευταία αντέδρασε στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και προχώρησε την 14/06/23 ως ανωτέρω αναφέρθηκε, στην καταχώριση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης εγείροντας συνολικά 11 λόγους ένστασης. Συγκεκριμένα οι λόγοι ένστασης που προβλήθηκαν είναι οι ακόλουθοι:

 

1. Η αίτηση δεν αποκαλύπτει όλα τα γεγονότα και/ή είναι κακόπιστη και/ή καταχρηστική και ο αϊτών δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

2. Ο Ενάγων δεν προσέρχεται με καθαρά χέρια και προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο αποκρύπτοντας γεγονότα, όπως ότι η Εναγόμενη εταιρεία δια των δικηγόρων της, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2019, ήτοι πριν την καταχώρηση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, δια επιστολών είχαν μεταφέρει στον Ενάγοντα την επιθυμία της Εναγόμενης για ανανέωση της ενοικίασης με τίμημα ανάλογο των συνθηκών που επικρατούσαν στην αγορά.

3. Η Εναγόμενη επανειλημμένως είχε ενημερώσει και είχε καλέσει τον Ενάγοντα να εισπράξει τα ενοίκια, τα οποία ο Εναγόμενος δόλια και καταχρηστικά αρνούνταν να παραλάβει, παρόλο που γνώριζε ότι ήταν πάντοτε διαθέσιμα.

4. Επιπρόσθετα οι προσπάθειες της Εναγόμενης εταιρείας για ανανέωση του συμβολαίου και καταβολή των ενοικίων που ο Ενάγων πεισματικά και δόλια αρνιόταν να εισπράξει, συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.

5. Ο Ενάγων δεν προσφέρει καμία μαρτυρία προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι ενδεχόμενη απόφαση υπέρ του δεν θα είναι δυνατό να ικανοποιηθεί.

6. Η Εναγόμενη εταιρεία ασκεί την δραστηριότητά της στην Κύπρο από το 2012. Ο διευθυντής της είναι Κύπριος πολίτης ζει και διαμένει μόνιμα στην Κύπρο με την οικογένειά του. Πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση, εύρωστη, διαρκώς και σταθερά αναπτυσσόμενη. Το αντικείμενο της εταιρείας είναι η συσκευασία και διανομή παραδοσιακών κυπριακών προϊόντων.

7. Ακριβώς λοιπόν λόγω της φύσης της επιχείρησης της εναγόμενης και ιδιαίτερα τη διανομή των παραδοσιακών κυπριακών προϊόντων καθιστούν απαραίτητα σε αυτήν τα επίμαχα αυτοκίνητα. Ο Ενάγων ψεύδεται και επομένως δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια όταν επικαλείται κίνδυνο να βρεθεί σε δυσμενή θέση, καθώς δεν υφίσταται λόγος για την αποξένωση κινητών πραγμάτων που ανήκουν στην Ενάγουσα.

8. Ο Ενάγων δεν προσέρχεται με καθαρά χέρια και προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο, όταν ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη πρόκειται να πωληθεί ή να κηρύξει πτώχευση. Σύμφωνα με τις οικονομικές της καταστάσεις εμφανίζει μόνο κέρδη.

9. Επικουρικώς και άνευ βλάβης των ανωτέρω ισχυρισμών της Εναγόμενης εταιρείας, τα κινητά πράγματα των οποίων την συντηρητική κατάσχεση αιτείται ο Ενάγων δεν αποτελούν αντικείμενο της επίδικης διαφοράς.

10. Σε κάθε περίπτωση και χωρίς βλάβη των ανωτέρω λόγων της παρούσας ένστασης η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων ως δικαιούχος του επίδικου ακινήτου το οποίο βρίσκεται στην βιομηχανική ζώνη δεν έχει το δικαίωμα να το υπομισθώνει. Πρόκειται για γεγονός το οποίο τώρα υπέπεσε στην αντίληψη της Εναγόμενης και για τον λόγο αυτό επιφυλάσσει την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων της, για τροποποίηση της υπερασπιστικής της γραμμής.

 

11. Με την παρούσα αίτηση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, ούτε είναι δίκαιο και εύλογο υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ώστε το Σεβαστό Δικαστήριο να αποφασίσει προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από  την Ένορκη Δήλωση του Ανδρέα Δημητριάδη ο οποίος είναι ο διευθυντής της Εναγόμενης ο οποίος και αρνείται  κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του Ενάγοντα περί πώλησης ή και πτώχευσης της επιχείρησης του υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για κακόβουλες και αβάσιμες φήμες. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα είναι κενοί αφού μια επιχείρηση για να πωληθεί σύμφωνα με τους εθιμικούς κανόνες της αγοράς πρέπει να εμφανίζει ενεργητικό με σκοπό να επιτύχει καλύτερη τιμή και πτωχεύει μόνο όταν εμφανίζει παθητικό. Ο κ. Δημητριάδης προς αντίκρουση των ισχυρισμών του Ενάγοντα και προς υποστήριξη της θέσης του ότι η Εναγόμενη εταιρεία είναι φερέγγυα και ότι έχει τέτοιο κύκλο εργασιών που της επιφέρουν μόνο κέρδη, επισυνάπτει επί της ενόρκου δηλώσεως του Τεκμήρια τα οποία αποτελούνται από τις οικονομικές καταστάσεις της Εναγόμενης εταιρείας οι οποίες και ετοιμάστηκαν από την λογίστρια της κ. Λένια Σαββίδου. Σύμφωνα μάλιστα με τις καταστάσεις αυτές (Τεκμήριο 2) το καθαρό κέρδος της εταιρείας πριν την φορολογία για το έτος 2018 ήταν 137.622 Ευρώ και το έτος 2019 ήταν 133.879 Ευρώ. Σε ότι αφορά το έτος 2020 σύμφωνα με τον κ. Δημητριάδη ένεκα της πανδημίας που μεσολάβησε, τα προϊόντα της Εναγόμενης πράγματι είχαν παραμείνει στις αποθήκες της ενόψει των παραγγελιών που είχαν γίνει στις αρχές του έτους 2020, με αποτέλεσμα παρά το γεγονός ότι στην οικονομική κατάσταση που έχει επισυναφθεί ως (Τεκμήριο 3) να φαίνεται ζημιά, εντούτοις η ζημιά που εμφανίζεται να μην είναι αντιπροσωπευτική καθότι τα αδιάθετα εμπορεύματα ανήκουν στο ενεργητικό της εταιρείας. Πέραν τούτου το έτος 2021 η Εναγόμενη σύμφωνα με το Τεκμήριο 4 που επισυνάπτεται με βάση τα όσα αναφέρει και ο διευθυντής της, τα κέρδη της έχουν τριπλασιαστεί ενώ το έτος 2022 σύμφωνα με το Τεκμήριο 5 έκλεισε και πάλι κερδοφόρο για την Εναγόμενη.  Όλα τα πιο πάνω έγγραφα σύμφωνα με τον διευθυντή της Εναγόμενης καταδεικνύουν ότι η τελευταία έχει την ευχέρεια να ανταποκριθεί οικονομικά στις υποχρεώσεις που δύναται να προκύψουν ενδεχομένως από την καταχώρηση της αγωγής εναντίον της.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο κ. Δημητριάδης υποστηρίζει ότι η Εναγόμενη επανηλλειμένα είχε καλέσει τον Ενάγοντα να παραλάβει τα ενοίκια που ήταν διαθέσιμα αλλά αυτός κακόπιστα αρνείται να τα εισπράξει συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στο μέγεθος της ζημιάς. Προς υποστήριξη του πιο πάνω ισχυρισμού του επισυνάπτει και το Τεκμήριο 6 το οποίο αποτελείται από δέσμη επιστολών που ανταλλάχθηκε μεταξύ των δικηγόρων της Εναγόμενης και των δικηγόρων του Ενάγοντα σε σχέση τόσο με την πρόθεση της Εναγόμενης για ανανέωση της σύμβασης ενοικίασης όσο και για οφειλόμενα ενοίκια.  Επίσης ισχυρίζεται η Εναγόμενη ότι ο Ενάγοντας ως κάτοχος του καταστήματος δεν είχε το δικαίωμα να το υπομισθώνει καθώς και ότι τα επίμαχα οχήματα δεν αποτελούν αντικείμενο της επίδικης διαφοράς. Διαβεβαιώνει επίσης ότι δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να αποξενώσει τα συγκεκριμένα οχήματα αλλά τουναντίον η Εναγόμενη λόγω των αναγκών που προκύπτουν στον κύκλο εργασίας της, έχει ανάγκη για αγορά και άλλου αυτοκινήτου.

 

Εν κατακλείδι ο διευθυντής της Ενάγουσας ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω συμπεριφορά του Ενάγοντα ήταν κακόβουλη αφού ο τελευταίος συνέβαλε δραματικά και με δόλιο τρόπο στην δημιουργία της επίδικης οφειλής και επιζητεί την απόρριψη της αίτησης με έξοδα εις βάρος του.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και οι συνήγοροι της κάθε πλευράς προχώρησαν με τις αγορεύσεις τους τις οποίες έθεσαν γραπτώς υπόψη του Δικαστηρίου. Δεν ζητήθηκε η αντεξέταση οιουδήποτε εκ των μαρτύρων. Συνεπώς, όσον αφορά στα γεγονότα, η υπό κρίση αίτηση θα εξετασθεί στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις του Ενάγοντα και της Εναγόμενης που συνοδεύουν την αίτηση και την ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης αντίστοιχα.

 

Νομική Πτυχή

 

Το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων παρέχεται στο Άρθρο 32 του Νόμου 14/60, ενώ η δικονομία για τέτοια διατάγματα προσδιορίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο και Κανονισμούς.

 

Το Άρθρο αυτό παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.

 

Η νομολογία επί των προσωρινών διαταγμάτων είναι ευρέως γνωστή και το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, έχει αναλυθεί με σαφήνεια και περιεκτικότητα στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 Α.Α.Δ. 557. Oι απαραίτητες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την έκδοση ή οριστικοποίηση ενός διατάγματος, ως καθορίστηκαν, είναι οι ακόλουθες:

 

(α) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση

(β) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας

(γ) Η πιθανότητα να υποστεί ο Ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Πέραν των πιο πάνω προϋποθέσεων το Δικαστήριο, στα πλαίσια εξέτασης αίτησης προς έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, σταθμίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί ένα διάταγμα.

 

Tο Δικαστήριο δεν εξετάζει στο στάδιο αυτό την αίτηση με γνώμονα την κατάληξη σε τελικά συμπεράσματα επί του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης δεδομένου ότι αυτό αποτελεί έργο του εκδικάζοντος την ουσία της υπόθεσης Δικαστηρίου (βλ. Jonitexo v Adidas [1984] 1 Α.Α.Δ. 263 και Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου [1995] 1 Α.Α.Δ. 248, 269-270). Αναμφίβολα κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση  με την διαπίστωση της ικανοποίησης των κριτηρίων είναι αναγκαία όπως υπεδείχθη και στην υπόθεση  Odysseos ανωτέρω χωρίς όμως να ισοδυναμεί αυτή η αξιολόγηση με τελεσίδικη κρίση.

 

Η πρώτη προϋπόθεση για την ύπαρξη του σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα.

 

Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλής δυνατότητας επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities) που είναι το μέτρο και/ή βαθμός απόδειξης που απαιτείται στις αστικές υποθέσεις.

 

Η «πιθανότητα» στα πλαίσια της επιφύλαξης του Άρθρου 32(1) απαιτεί από τον Αιτητή μόνο να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.

 

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτή εξετάζεται κάτω από το ερώτημα κατά πόσο η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Δηλαδή αν η επιδίκαση των αποζημιώσεων υπέρ του ενάγοντα στο τελικό στάδιο της υπόθεσης είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, τότε η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη.  Η έννοια όμως του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο όπως έχει λεχθεί στην Παπαστρατής ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231 και υιοθετήθηκε στην Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245, περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη.

 

Τα δύο πρώτα κριτήρια και προϋποθέσεις, είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετα, ιδιαίτερα στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σ’ αυτό το ενδιάμεσο στάδιο όπου τα δικόγραφα εξετάζονται μαζί με το αποδεικτικό υλικό που εμπεριέχεται στις ένορκες δηλώσεις. Μπορεί να λεχθεί ότι στην εξέταση της πρώτης προϋπόθεσης η βάση της αίτησης έχει άμεση σχέση με τη νομική θεμελίωση της αξίωσης, ενώ η δεύτερη προχωρεί και στην εξέταση της προσφερόμενης μαρτυρίας για την πραγματική θεμελίωση της αίτησης. Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης πρέπει να διακριβούται μέσα από τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Δ.39 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Στο στάδιο όμως αυτό το Δικαστήριο δεν αναμένεται να αξιολογήσει τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του και πρέπει να αποφεύγει τη διεξοδική διερεύνηση, διευκρίνιση και εξέταση επίδικων θεμάτων της αγωγής. Σ΄ αυτό το στάδιο το Δικαστήριο καλείται μόνο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Για να αποδειχθούν δε οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, ο αιτητής πρέπει να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το υπόβαθρο της μαρτυρίας (the substratum of evidence), η οποία θα χρειαστεί με σκοπό μόνο να δικαιολογήσει την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. Ωστόσο, ως τονίστηκε επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο σε ενδιάμεσες αιτήσεις, όπως η παρούσα, τα θέματα δεν αποφασίζονται τελεσίδικα από το Δικαστήριο το οποίο θα πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε τελικά συμπεράσματα ως προς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beograbska Banka (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 225, 235, o Πρόεδρος Αρτεμίδης διατύπωσε το θέμα ως εξής:

 

«Θα επαναλάβουμε, έστω με τον κίνδυνο να γίνουμε φορτικοί, ως οι διαπιστώσεις τις οποίες προβαίνουμε, γίνονται για τους σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος, αντικείμενο της πρωτόδικης απόφασης και της έφεσης. Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για ν΄ αποφασιστούν όταν θα εξεταστεί η ουσία της.»

 

Στην υπόθεση P.A. Micrologic Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 Α.Α.Δ. 1802 στη σελίδα 1809 ο Δικαστής Νικολάου διατύπωσε το θέμα ως εξής:

 

«Σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές  ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης  του.  Αυτό είναι το πραγματικό νόημα των επί του θέματος αποφάσεων μας:  βλ. ενδεικτικά Κωνσταντινίδης ν. Μακρύγιωργου (1978) 1 Α.Α.Δ. 585, Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 Α.Α.Δ. 557 και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996)1Α.Α.Δ.253. Αυτό συχνά παραγνωρίζεται στα Επαρχιακά Δικαστήρια τόσο από δικηγόρους όσο και από Δικαστές με αποτέλεσμα η διαδικασία να γίνεται απαραδέκτως πολύπλοκη και μακρά.»

 

Ως έχει ήδη αναφερθεί η υπό κρίση αίτηση βασίζεται, πέραν του άρθρου 32, και στα Άρθρα 4 και 5 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Τα άρθρα αυτά αναφέρονται σε εξειδικευμένες περιπτώσεις αλλά δεν επηρεάζουν τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/60, το οποίο προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στην έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων (βλ. ABP Holdings Ltd κ.α. ν. Κιταλίδη κ.α. (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 694 και Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφοόρου ανωτέρω). Σε ότι αφορά το άρθρο 6 που επικαλείται ο Αιτητής στην νομική βάση της αίτησης του θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό έχει καταργηθεί.

 

Το Άρθρο 4 εφαρμόζεται όταν σκοπείται η δέσμευση του αντικειμένου της αγωγής. (βλ. Companies Maritime v. Sponsolia Shipping (1987) 1 C.L.R. 11 και  Αίτηση Stavros Hotels Appartments (1994) 1 A.A.Δ. 389.)

 

Ειδικότερα το άρθρο 4 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε κατά την διάρκεια της εκκρεμότητας οποιασδήποτε αγωγής να εκδώσει στα πλαίσια της αγωγής διάταγμα για την κατάσχεση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατοχή, ή επιθεώρηση οποιασδήποτε περιουσίας, που είναι το αντικείμενο της αγωγής, ή διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που εκτός αν εκδιδόταν το διάταγμα μπορούσε να προκληθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή περιουσία, μέχρι την τελική απόφαση πάνω σε κάποιο ζήτημα που επηρεάζει αυτό το πρόσωπο ή την περιουσία ή μέχρι την εκτέλεση της απόφασης.»

 

Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231 όταν η περιουσία της οποίας επιζητείται η δέσμευση αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής τότε το Άρθρο 4 του Κεφ. 6 μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από  τις  πρόνοιες  του  Άρθρου  32  του Νόμου 14/60.

 

Ο κύριος σκοπός για τον οποίο εκδίδεται διάταγμα το οποίο αφορά περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής δεν είναι άλλος παρά η προσωρινή παρεμπόδιση αποξένωσης και η γενικότερη προστασία της περιουσίας αυτής μέχρι την εκδίκαση και έκδοση απόφασης σε κάποιο θέμα που επηρεάζει την περιουσία αυτή.  Θα πρέπει όμως το πρόσωπο το οποίο επιζητεί την έκδοση τέτοιου διατάγματος με την αγωγή του να διεκδικεί την περιουσία αυτή και να εγείρει δικαιώματα σ’ αυτήν.  Το θέμα της έκδοσης ή όχι του αιτούμενου διατάγματος εντάσσεται στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου που θα ενεργήσει ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης και με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Καθοδήγηση ως προς το πότε η περιουσία της οποίας επιζητείται η δέσμευση αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής παρέχει η απόφαση  Διογένους Aνδρέας Eυριπίδη Λτδ (Kτηματικές Eπιχειρήσεις) ν. Aρίστης Kώστα Eυθυμίου και Άλλων, (2009) 1 Α.Α.Δ. 234 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

 

«Η αξίωση των εφεσειόντων για ακύρωση των πιο πάνω συμφωνιών μεταξύ εφεσίβλητης 1 και εφεσιβλήτων 2-6 σε συνάρτηση προς το γεγονός ότι οι εφεσείοντες αξιώνουν ταυτόχρονα και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εφεσίβλητη 1 να μεταβιβάσει επ' ονόματί τους το κτήμα, θεωρούμε ότι συνιστούν στοιχεία τα οποία καθιστούν το κτήμα  αντικείμενο της αγωγής»

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως ήδη έχει λεχθεί, η αξίωση του Ενάγοντα - Αιτητή, αφορά την διεκδίκηση κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού δυνάμει σύμβασης ενοικίασης που συνάφθηκε μαζί με την Εναγόμενη.

 

Επομένως στη βάση των πιο πάνω είναι πασιφανές ότι τα επίμαχα οχήματα εν προκειμένω δεν αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής και το άρθρο 4 του Κεφ. 6 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 5(1) του Κεφ.6 το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τον Εναγόμενο όπως μη αποξενώσει τόση από την ακίνητη περιουσία η οποία είναι εγγεγραμμένη στ' όνομα του όση, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, θα ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την απαίτηση του Ενάγοντα και τα έξοδα της Αγωγής.

 

Το Άρθρο 5(1) και (2) του Κεφ.6 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«(1) Οποιοδήποτε δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημιώσεις, μπορεί, οποτεδήποτε μετά την καταχώρηση της αγωγής, με διάταγμα του να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδισθεί από του να αποχωρισθεί τόσου μέρους της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται γραμμένη στο όνομα του ή για την οποία έχει δυνάμει νόμου δικαίωμα να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, όσο κατά τη γνώμη του δικαστηρίου θα είναι αρκετό για να ικανοποιηθεί η απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα του στην αγωγή.

 

(2) Κανένα τέτοιο διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο δικαστήριο ότι ο ενάγοντας έχει καλή βάση αγωγής και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της περιουσίας σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο είναι πιθανό ότι ο ενάγοντας μπορεί να παρεμποδισθεί στο να επιτύχει ικανοποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου αν αυτή εκδιδόταν υπέρ του.»     

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που περιέχονται στο Άρθρο 5 του Κεφ.6 δεν μπορούν να εξετάζονται ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Απλώς το Άρθρο αυτό κάνει ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται. Δεν αφαιρεί τίποτε από τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων.

 

Επομένως, όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεων που βασίζονται και στα δύο Άρθρα, θα εφαρμόσει τόσο τις γενικές προϋποθέσεις σύμφωνα με το Άρθρο 32 του Ν.14/60 αλλά και τα ειδικότερα κριτήρια ή περιορισμούς που τίθενται από το Άρθρο 5 του Κεφ. 6 στο βαθμό ή μέτρο που αυτά διαφοροποιούνται.

 

Το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Άρθρου 5 του Κεφ. 6 αφορά δέσμευση ακινήτου περιουσίας του εναγομένου προς το σκοπό ικανοποίησης απόφασης την οποία ήθελε πετύχει ο ενάγοντας και ρυθμίζει το θέμα της απαγόρευσης με παρεμπίπτον διάταγμα της πώλησης ή αποξένωσης της ακίνητης περιουσίας του εναγόμενου εφόσον η απαίτηση του ενάγοντα αναφέρεται σε χρέος ή αποζημιώσεις. Τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να εκδοθεί διάταγμα με βάση το Άρθρο 5 εκτίθενται στην παράγραφο 2 του εν λόγω Άρθρου και είναι τα εξής:-

 

       i.        Ο ενάγων να έχει καλή βάση αγωγής.

 

      ii.         Με την πώληση ή μεταβίβαση της περιουσίας σε τρίτο πρόσωπο να είναι πιθανόν ο ενάγων να εμποδιστεί στην ικανοποίηση απόφασης που ενδεχόμενα να εκδοθεί υπέρ του.

Σε σχέση με την προϋπόθεση της ύπαρξης καλής βάσης αγωγής στην υπόθεση Τσιολάκκη ν. Στυλιανίδη (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 782 αποσαφηνίστηκε ότι ο όρος αυτός που προσδιορίζει βάσει του Άρθρου 5 του Κεφ. 6 το βάσιμο της αγωγής για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος αναφορικά με ακίνητο που δεν αποτελεί επίδικο θέμα της αγωγής έχει την ίδια έννοια με τον όρο «σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση» που τίθεται στο Άρθρο 32 του Ν.14/60. Και στις δύο περιπτώσεις είναι αναγκαία η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης ως προϋπόθεση για έκδοση συντηρητικού διατάγματος.

 

Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο που πρέπει να πληρούται με βάση το Άρθρο 5 του Κεφ.6 έχει νομολογηθεί ότι αυτό αντιστοιχεί προς την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60.

 

Από το λεκτικό του Άρθρου 5 του Κεφ. 6 εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ακίνητη περιουσία που σκοπείτε να δεσμευτεί δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη με την απαίτηση και τα έξοδα. Από το γεγονός αυτό συνάγεται ότι ο ενάγων θα πρέπει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία για το ακίνητο για το οποίο ζητεί τη δέσμευση και την κατά προσέγγιση αξία του ώστε να συσχετισθεί με το ύψος της απαίτησης του. Ο ενάγων σχετικά με τις ως άνω δύο προϋποθέσεις θα πρέπει να προσφέρει μαρτυρία και στοιχεία αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του εναγόμενου, τη φύση και την αξία της ακίνητης περιουσίας, τη δέσμευση της οποίας επιζητεί, όσο και την ενδεχόμενη ύπαρξη άλλης περιουσίας από την οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απόφαση που ενδέχεται ο ενάγων να λάβει υπέρ του.

 

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων προκύπτει επίσης ότι ούτε ο άρθρο 5 του Κεφ.6 μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον το αντικείμενο της πρόνοιας του πιο πάνω άρθρου αφορά ξεκάθαρα στην δέσμευση ακίνητης περιουσίας για σκοπούς ικανοποίησης απόφασης την οποία ήθελε πετύχει ο ενάγοντας, κάτι που εν προκειμένω τελευταίος στην παρούσα περίπτωση,  δηλαδή στην δέσμευση ακίνητης περιουσίας, δεν επιδιώκει. 

 

Αφής στιγμής λοιπόν ως έχω υποδείξει ανωτέρω δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 4 και 5 του Κεφ. 6 θα προχωρήσω να εξετάσω την παρούσα αίτηση που έχει υποβληθεί υπό το φως των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60.

 

Εξέταση της Αίτησης

 

Απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων

 

Η Εναγόμενη με τους λόγους ένστασης 1, 2 ,3, 7 και 8 που προβάλλει, υποστηρίζει ότι ο Ενάγων  δεν  προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια αφού δεν προέβηκε σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και/ή ότι παρουσίασε τα γεγονότα διαστρεβλωμένα αποκρύβοντας τα πραγματικά γεγονότα.

 

Θεωρώ ότι ο εν λόγω λόγος ένστασης είναι αβάσιμος καθότι το Δικαστήριο, στην υπό εξέταση περίπτωση,  δεν έχει εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα στα πλαίσια μονομερούς αίτησης αλλά αντιθέτως κατέστησε την μονομερή αίτηση σε αίτηση δια κλήσεως διατάσσοντας την επίδοσή της στην Εναγόμενη.  Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Μιχαήλ (Αρ. 3) (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1943, η οποία αφορούσε σε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Κρίθηκε στην εν λόγω υπόθεση ότι η υποχρέωση ενός αιτητή για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων υφίσταται μόνο στην περίπτωση μονομερούς αίτησης. Ειδικότερα στην εν λόγω απόφαση λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Διεξήλθα την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προσεκτικά έχοντας συνέχεια κατά νου τις εκατέρωθεν θέσεις.  Για τους πιο κάτω λόγους είναι η διαπίστωσή μου ότι από το κείμενο της απόφασης αυτόματα αναδύεται νομικό σφάλμα εμφανές στην όψη του πρακτικού. Οι λόγοι είναι οι εξής:

 

1. Η υποχρέωση του αιτητή για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων υφίσταται μόνο στην περίπτωση μονομερούς αίτησης (Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168).

 

Στην παρούσα υπόθεση η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά με οδηγίες του δικαστηρίου. Μετά την επίδοση της στην άλλη πλευρά η μονομερής αίτηση απώλεσε την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και μετατράπηκε σε αίτηση δια κλήσεως (Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923 και Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 A.A.Δ. 43). Ακολουθεί πως το πρωτόδικο δικαστήριο έχει εφαρμόσει τον κανόνα της υποχρέωσης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων στην περίπτωση αίτησης δια κλήσεως ενώ σύμφωνα με τη νομολογία ο εν λόγω κανόνας εφαρμόζεται μόνο στις μονομερείς αιτήσεις. Αυτό αποτελεί σφάλμα που είναι εμφανές στην όψη του πρακτικού ως έχει προσδιορισθεί πιο πάνω.

 

2. Σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδη είναι εκείνα τα στοιχεία ή γεγονότα τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας (Cobelfret κ.ά. ν. Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1 A.A.Δ 733).  Ως εκ τούτου, στόχος του σχετικού κανόνα είναι να καταστήσει τον ίδιο τον Δικαστή που επιλαμβάνεται μονομερούς αίτησης, κοινωνό όλων των ουσιωδών γεγονότων.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Συνεπακόλουθα οι πιο πάνω λόγοι ένστασης απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.

 

 

Εξέταση συνδρομής προϋποθέσεων άρθρου 32

 

1.    Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση

Το κατά πόσο υπάρχει ή όχι σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση διαπιστώνεται στο παρόν στάδιο με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια και όχι ως τεχνικός όρος εξισούμενος με τις έγγραφες προτάσεις (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598).  Δεν είναι δηλαδή απαραίτητο να έχει προηγηθεί η καταχώριση της έκθεσης απαίτησης, αφού και οι ένορκες δηλώσεις μπορούν να αποτελέσουν το βάθρο για τη χορήγηση προσωρινής θεραπείας (βλ. American Cyanamid ανωτέρω).  Αυτό το οποίο εξετάζεται εν σχέση με την πρώτη προϋπόθεση είναι το κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στο νόμο αιτία αγωγής, η οποία αν επιτύχει θα έχει ως συνέπεια την χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση και επαναλαμβάνοντας ότι η πρώτη προϋπόθεση κρίνεται από τα δικόγραφα που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, διαπιστώνω ότι εγείρεται απαίτηση στη βάση σύμβασης ενοικίασης για κατ’ ισχυρισμό απλήρωτα/οφειλόμενα ενοίκια από πλευράς της Εναγόμενης προς τον Ενάγοντα όπως και για παράνομη κατοχή του καταστήματος  ακόμη και μετά από τον κατ’ ισχυρισμό τερματισμό της σύμβασης αυτής. Έχοντας δε υπόψη ότι η εν λόγω προϋπόθεση αφορά τη νομική θεμελίωση της αξίωσης του Ενάγοντα είναι η κρίση μου ότι αυτός αποκάλυψε στο δικόγραφο σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και, συνεπώς, η πρώτη προϋπόθεση πληρείται.

 

2.    Ορατή πιθανότητα επιτυχίας

Όπως έχει αναφερθεί στην Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (βλ. ανωτέρω) η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται στην βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η οποία και πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η πιθανότητα. Τέτοια μαρτυρία είναι αυτή που εξάγεται από τις ένορκες δηλώσεις.

 

Εξετάζοντας λοιπόν την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της Αγωγής, στην βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν τόσο την αίτηση όσο και την ένσταση, παρατηρούνται τα ακόλουθα :

 

H πλευρά του Ενάγοντα ως διαφάνηκε βασίζει την απαίτηση της στην σύμβαση ενοικίασης που έχει συναφθεί μεταξύ των μερών, από την οποία και επικαλείται παράβαση της αφού ισχυρίζεται ότι εκκρεμούν απλήρωτα ενοίκια καθώς και άρνηση της Εναγόμενης για παράδοση της κατοχής του καταστήματος ακόμη και μετά την λήξη της εν λόγω σύμβασης και δη τον τερματισμό της. Από την αντίπερα όχθη η Εναγόμενη δεν αρνείται την οφειλή των ενοικίων ούτε και ότι ο Ενάγοντας απέστειλε επιστολή τερματισμού. Άλλωστε η Εναγόμενη επισυνάπτει ως Τεκμήρια επί της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την ένσταση της, δέσμη από αλληλογραφία μεταξύ των συνηγόρων των δύο πλευρών από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει η πρόθεση της Εναγόμενης για ανανέωση του σύμβασης ενοικίασης που έχει λήξει υπό τους όρους που θέτει αναφορικά με το ύψος της ενοικίασης.  Περαιτέρω η πλευρά της Εναγόμενης δεν αρνείται και την οφειλή των ενοικίων καθότι μέσα από τα όσα αναφέρονται από τον ίδιο τον διευθυντή της επί της παραγράφου 9 της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την ένσταση που έχει καταχωρηθεί ο ίδιος επικαλείται την άρνηση του Ενάγοντα να παραλάβει τα διαθέσιμα οφειλόμενα ενοίκια. Σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης για άρνηση παραλαβής των ενοικίων από πλευράς του Ενάγοντα το Δικαστήριο δεν μπορεί στο στάδιο αυτό να υπεισέλθει και να εξετάσει οποιαδήποτε ζητήματα άπτονται επί της ουσίας της υπόθεσης και να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα. Είναι φανερό ότι μέσα από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της παραλαβής των ενοικίων υπάρχουν αντικρουόμενοι ισχυρισμοί.

 

Με βάση λοιπόν τα όσα αναφέρονται ανωτέρω  και χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να υπεισέρχομαι στην ουσία της υπόθεσης και να προβαίνω σε τελικά ευρήματα επί της ουσίας, διαφαίνεται στο παρόν στάδιο ότι ο Ενάγοντας έχει παρουσιάσει μέσα από το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του ορατή πιθανότητα επιτυχίας .

 

 

3.    Δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω κατά πόσο πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή το κατά πόσο ο Ενάγοντας κατάφερε να αποδείξει ότι είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εκτός αν εκδοθεί το διάταγμα και ότι με την πώληση ή αποξένωση των επίμαχων οχημάτων είναι πιθανόν να εμποδιστεί στην ικανοποίηση της απόφασης που ενδεχομένως να εκδοθεί υπέρ του. (βλ. Ζεμενίδης ν. Ζεμενίδης (Αρ. 1) (1992) 1 ΑΑΔ 14).

 

Εξετάζοντας καταρχήν την προσαχθείσα μαρτυρία διαπιστώνω ότι η αξία του επίδικων οχημάτων που επιδιώκεται δεν έχει προσδιοριστεί με οποιοδήποτε τρόπο από τον Αιτητή αφού κανένα συγκεκριμένο στοιχείο και μαρτυρία προσκομίστηκε από μέρους του.  Πέραν τούτου βεβαίως, η πλευρά της Εναγόμενης από την άλλη έχει παρουσιάσει επαρκή στοιχεία αναφορικά με τα οικονομικά της εταιρείας δια μέσω του περιεχομένου των οικονομικών καταστάσεων που έχουν επισυναφθεί ως Τεκμήρια και αφορούν τα έτη 2018 – 2022. Με βάση τις πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις που ετοιμάστηκαν από την λογίστρια της Εναγόμενης διαφαίνεται ότι η Εναγόμενη έχει την οικονομική δυνατότητα και ευχέρεια να ανταποκριθεί οικονομικά στις υποχρεώσεις που τυχόν ήθελε προκύψουν εφόσον ο Ενάγοντας επιτύχει στην αγωγή που έχει καταχωρήσει.  Σημειώνεται ότι οι πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις της Εναγόμενης και δη τα κέρδη της κατά τα έτη 2018-2022 δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον Ενάγοντα είτε με την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ή ακόμη και δια μέσω της αντεξέτασης του διευθυντή της αφού κάτι τέτοιο δεν έχει ζητηθεί.   

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω σημειώνεται ότι η θέση που προβάλλεται από τον Ενάγοντα ότι ακούστηκε λόγω της πανδημικής και ενεργειακής κρίσης που επήλθε κατά το έτος 2020 ότι η Εναγόμενη πρόκειται να πωληθεί και ή αν δεν γίνει κατορθωτή η πώληση της, να πτωχεύσει, διαπιστώνεται ότι, εκτός του ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός που προβάλλεται είναι παντελώς γενικός και αόριστος αφού δεν στηρίζεται σε οποιοδήποτε σταθερό υπόβαθρο, περαιτέρω φαίνεται να αναιρείται και μέσα από την ίδια την μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί από πλευράς της Εναγόμενης εφόσον προκύπτει ότι μέσα στο χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει από τότε μέχρι και σήμερα, η Εναγόμενη όχι μόνο δεν έχει πωληθεί ή πτωχεύσει αλλά παρουσιάζει και κέρδη στο ενεργητικό της.  Συνεπώς ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι πλήρης κατανοητός αφού ο Ενάγοντα δεν επεξηγεί στο Δικαστήριο για ποιο λόγο θα αδυνατεί να εκτελέσει την οποιαδήποτε απόφαση τυχόν εκδοθεί υπέρ του αλλά ούτε και αιτιολογεί με σαφή και θετική μαρτυρία ώστε ο ισχυρισμός του αυτός να γίνει αποδεκτός από το Δικαστήριο (βλ. Aνδρέου Aντώνης ν. Colossos Signs Ltd (Aρ. 2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 626).

 

Συνεπώς κρίνω ότι θα ήταν αρκετά ακροσφαλές για το Δικαστήριο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αποκλειστικά και μόνον στην πεποίθηση του Ενάγοντα ότι σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος και σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής δεν θα μπορεί να ικανοποιηθεί στο μέλλον. Θεωρώ ότι το πιο πάνω επιχείρημα και ισχυρισμός δεν λαμβάνει υπόψη τον αναντίλεκτο ισχυρισμό ότι η Εναγομένη εξακολουθεί να είναι φερέγγυα αφού παρουσιάζει μόνο κέρδη στο ενεργητικό της.

  

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεν έχει αποδείξει την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Συνεπακόλουθα, υπό το φως των πιο πάνω και στη βάση των δεδομένων και περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση και αφού συνεκτίμησα όλους τους σχετικούς παράγοντες, θεωρώ ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης, τη δεδομένη στιγμή, επιτάσσει όπως το Δικαστήριο ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και απορρίψει την υπό κρίση αίτηση.  Ο Ενάγοντας δεν έχει αποδείξει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει κατ' εξαίρεση να δεσμεύσει περιουσία, δηλαδή τα επίμαχα οχήματα, η οποία δεν αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής.

 

Κατάληξη

 

Καταληκτικά για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω η αίτηση ημερομηνίας 20/03/23 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγομένης – Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον Ενάγοντα – Αιτητή όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

 

 

  (Υπ.)……………………………….

                                                                                                 Σ. Συμεού,  Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο