ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 1475/2018

 

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΜΟΝΙΑΤΗΣ

Ενάγων

ν.

 

A. TSOKKOS HOTELS PUBLIC LTD

Εναγόμενη

 

 

Εξέταση καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου

 

 

Ημερομηνία: 15 Ιανουαρίου 2024

Εμφανίσεις:

Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για τον Ενάγοντα

Γιώργος Φ. Πιττάτζης ΔΕΠΕ, για την Εναγόμενη

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

1.         Ο Ενάγων, την 01.06.2005, συνήψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, στη θέση του Γενικού Διευθυντή, στις ξενοδοχειακές μονάδες της Εναγόμενης, εταιρείας που ασχολείται με τη διαχείριση και λειτουργία ξενοδοχείων και τουριστικών μονάδων. Είναι η θέση του Ενάγοντος πως, από το 2009, άρχισαν κάποιες συμπεριφορές από τον εργοδότη που τον έκαναν να αισθάνεται υποβιβασμό και δυσφήμιση που επιδεινώθηκαν στη διάρκεια των ετών και κατέληξαν, τον Ιούλιο του 2016, σε εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Ο Ενάγων ισχυρίζεται πως τερμάτισε τη σύμβαση εργασίας του λόγω υπαιτιότητας της Εναγόμενης, λόγω παράβασης ουσιωδών όρων της σύμβασης. Κατά τον χρόνο τερματισμού, λάμβανε μισθό €2.050,00 μηνιαίως. Ταυτόχρονα, θεωρεί τον τερματισμό της απασχόλησής του δυσφήμιση. Αξιώνει γενικές αποζημιώσεις, που δεν καθορίζει, αλλά, όπως αναφέρει, «υπερβαίνουν τα ημερομίσθια των δύο ετών».

 

2.         Η Εναγόμενη, σε μέρος της υπεράσπισής της, με την οποία αρνείται τις θέσεις του Ενάγοντος, θέτει πως αποκλειστική αρμοδιότητα να επιληφθεί της υπόθεσης είχε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (ΔΕΔ), στο οποίο ο Ενάγων όφειλε να είχε προσφύγει, εάν είχε σχετική απαίτηση, εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας. Επειδή ωστόσο παραγράφηκε η αξίωσή του, προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο, χωρίς όμως να έχει αγώγιμο δικαίωμα ή και το Επαρχιακό Δικαστήριο τέτοια δικαιοδοσία.

 

3.         Με δεδομένο ότι την υπόθεση διέπουν οι περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί και η υπόθεση του Ενάγοντος δεν είναι αγωγή δυσφήμισης, εφόσον δεν ικανοποιεί τις αναγκαίες δικογραφικές προϋποθέσεις για να μπορεί να εκδικαστεί ως αγωγή δυσφήμισης, το Δικαστήριο κάλεσε τους δικηγόρους των δύο πλευρών να τοποθετηθούν σε σχέση με το θέμα της υλικής αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τον χρόνο προσφυγής του Ενάγοντος, βάσει των δικογραφημένων θέσεων, πριν από την παρουσίαση οποιασδήποτε μαρτυρίας.

 

4.         Στη νομική διάστασή του το θέμα, γενικευμένο, είναι κατά πόσο μπορεί ένας εργαζόμενος που ισχυρίζεται μη νόμιμο τερματισμό της εργασίας του, που δεν έχει προσφύγει στο ΔΕΔ εντός της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας, να προσφεύγει με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο, οποτεδήποτε εντός των ορίων παραγραφής του γενικού αστικού δικαίου, προβάλλοντας παράβαση σύμβασης ή και διεκδικώντας γενικές αποζημιώσεις με αόριστη διατύπωση πως είναι ύψους άνω των ημερομισθίων δύο ετών.

 

5.         Συναφώς αναφέρεται πως ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος 24/1967, που ρυθμίζει το θέμα του τερματισμού της απασχόλησης, προβλέπει, στο άρθρο 30 § 1, πως το ΔΕΔ έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί όλων των εργασιακών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του εν λόγω νόμου ή οποιωνδήποτε Κανονισμών δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και οποιουδήποτε παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς αυτές τις διαφορές θέματος. Στην § 2, το ίδιο άρθρο, διευκρινίζει πως η προηγούμενη παράγραφος δεν ερμηνεύεται ως να επηρεάζεται το δικαίωμα του εργοδοτούμενου, αναφορικά με τον τερματισμό της απασχόλησής του, να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, σε περίπτωση όπου η αξίωσή του είναι για αποζημιώσεις που υπερβαίνουν αυτές που μπορούν να διεκδικηθούν δια του εν λόγω νόμου.

 

6.         Ειδικότερα, με τον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμο 8/67, καθιδρύθηκε το ΔΕΔ, αρχικά ονομαζόμενο Διαιτητικό Δικαστήριο, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάχθηκαν σταδιακά όλες οι εργασιακές διαφορές, με γνώμονα την ταχεία επίλυσή τους, και με ορισμένες αποκλίσεις από το κοινό δίκαιο της απόδειξης. Ανέκαθεν, δεν περιορίζονταν το δικαίωμα προσφυγής σε πολιτικό δικαστήριο. Η ειδική δικαιοδοσία του ΔΕΔ είναι διευρυμένη, ώστε να καταλαμβάνει και τα παρεμπίπτοντα ή παρεμφερή ζητήματα που απορρέουν από τη σχέση εργασίας, με όλες τις ιδιαιτερότητές της. Και η εργασιακή διαφορά εννοιοδοτείται ευρέως, σε αμφότερους τους Ν.8/67 και Ν.24/67, ως οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόληση ή την μη απασχόληση ή τις συνθήκες απασχόλησης ή τους όρους απασχόλησης οποιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μη.

 

7.         Με βάση το άρθρο 12(10Α) Ν.8/67, αίτηση στο ΔΕΔ υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολή αίτησης δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό.

 

8.         Όσον αφορά τον Ν.24/67, η αρχική διατύπωση του άρθρου 30 § 2 ήταν ότι ουδέν ερμηνεύεται ως θίγον το δικαίωμα οποιουδήποτε προσώπου να αρχίσει δικαστική διαδικασία σε πολιτικό δικαστήριο σχετικά προς τον τερματισμό της απασχόλησης, με απαγόρευση, εάν αρχίσει τέτοια δικαστική διαδικασία σε πολιτικό δικαστήριο, να μην μπορεί να υποβληθεί και αίτηση στο ΔΕΔ. Με τον τροποποιητικό Ν.159(Ι)/2002, διαμορφώθηκε η επιφύλαξη, ώστε να αφορά τη δυνατότητα προσφυγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο μόνο από τον εργοδοτούμενο, «εις περίπτωσιν καθ' ην η αξίωσις αυτού είναι δι' αποζημιώσεις υπερβαινούσας τας διά του παρόντος Νόμου δυναμένας να διεκδικηθώσι», με διατήρηση της πρόνοιας πως ο εργοδοτούμενος δεν δύναται να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο εάν έχει υποβάλει αίτηση στο ΔΕΔ δυνάμει του εν λόγω νόμου και ότι, εάν προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν δικαιούται να υποβάλει αίτηση στο ΔΕΔ δυνάμει του εν λόγω νόμου. Οι εν λόγω απαγορεύσεις προσφυγής παράλληλα στο ΔΕΔ και στο Επαρχιακό Δικαστήριο αφαιρέθηκαν με τον τροποποιητικό Ν.110(Ι)/2003, και έκτοτε υφίσταται μόνο η ερμηνευτική επιφύλαξη ότι δεν εμποδίζεται ο εργοδοτούμενος να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποζημιώσεις που υπερβαίνουν αυτές που μπορεί να διεκδικήσει με βάση τον νόμο.

 

9.         Η ερμηνεία των επιφυλάξεων της εργασιακής νομοθεσίας έναντι στη γενική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου απασχόλησαν και απασχολούν ακόμα τα Δικαστήρια, όπως και οι επιφυλάξεις του άρθρου 30 § 2 Ν.24/67, κάποτε με διαφορετική αντιμετώπιση ή κατάληξη[1], παρά τη νομολογία που στο μεταξύ υπήρξε. Απασχολούν ενδεχομένως γιατί η επιφύλαξη της § 2 αναφέρεται σε δυνατότητα αποζημίωσης που υπερβαίνει αυτήν που μπορεί να διεκδικηθεί δια του εν λόγω νόμου, αφήνοντας, ως είναι διατυπωμένη, σε συνάρτηση με την αφαίρεση των προηγούμενων απαγορεύσεων, να νοηθεί πως ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα επιλογής: να προσφύγει στο ΔΕΔ για επιδίκαση αποζημίωσης σύμφωνα με τον Ν.24/67, άρα περιορισμένα, ή να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο για επιδίκαση μεγαλύτερης αποζημίωσης από αυτήν που ορίζει ο Ν.24/67. Έπειτα, η αναφορά σε υπέρβαση της αποζημίωσης που μπορεί να επιδικαστεί με τον Ν.24/67, ορισμένες φορές, αντιμετωπίζεται και ως χρονική υπέρβαση, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Αυτή, τέλος πάντων, η διατύπωση συγχέει, κυρίως λόγω της παράλληλης πρόβλεψης της αποκλειστικότητας της δικαιοδοσίας του ΔΕΔ στα θέματα που εμπίπτουν ουσιαστικά στο ρυθμιστικό πεδίο του Ν.24/67, σε συνάρτηση με την ειδικότητα των θεμάτων αυτών και τη διεύρυνση και εξειδίκευση της όλης εργασιακής νομοθεσίας. Αποκλειστική δικαιοδοσία σημαίνει πως κανένα άλλο δικαστήριο, περιλαμβανομένου του Επαρχιακού Δικαστηρίου, μπορεί να αποφασίζει για τα ίδια θέματα που θα μπορούσε ή μπορεί να αποφασίσει το ΔΕΔ.

 

10.      Η αποκλειστική δικαιοδοσία για ένα θέμα δεν σημαίνει περιορισμός του δικαίου γι’ αυτό το θέμα. Στην όλη σύγχυση, συνέτεινε αρχικά ο λόγος της Kapsou v. Middle East Airlines Airliban (1998) 1 CRL 152. Η Kapsou (ανωτέρω), παρά ταύτα, δεν κατέληξε πως στερείται γενικά θεραπείας ένας συμβεβλημένος για εργασία που διήρκησε για λιγότερες από 26 εβδομάδες, αλλά ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει τέτοια θεραπεία υπό τον Ν.24/1967, εφόσον αυτός ο ειδικός νόμος έχει συγκεκριμένα όρια εφαρμογής, που θέτουν τα κείμενά του. Αυτό που λακωνικά εννόησε η πλειοψηφία ήταν πως δεν νοείται ότι, όταν κατ’ εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου δεν μπορεί να επιτύχει η αξίωση ενώπιον του ΔΕΕ, υπάρχει πάντοτε εναλλακτική δυνατότητα προσφυγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο (για να εφαρμόσει τον ίδιο νόμο διαφορετικά), εξ ου και θεώρησε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να απορρίψει την αξίωση για αποζημιώσεις για ημερομίσθια λιγότερα των δύο ετών, για απασχόληση που διήρκησε λιγότερο των 26 εβδομάδων, ορθή. Η μειοψηφία στην Kapsou (ανωτέρω) διαφοροποιήθηκε ως προς την κατάληξη, δεχόμενη πως, όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο Ν.24/1967, βασικά λόγω της διάρκειας της απασχόλησης, μπορεί να γίνει χρήση της γενικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η δικαιοδοσία του οποίου δεν έχει να κάνει με το ύψος της διεκδικούμενης αποζημίωσης. Όταν όμως η απασχόληση διαρκεί για περισσότερο από 26 εβδομάδες, η δικαιοδοσία του ΔΕΔ είναι αποκλειστική.

 

11.      Η Στυλιανίδης ν. British American Insurance Co. Ltd (1990) 1 ΑΑΔ 517, είχε ερμηνεύσει αρκετά βοηθητικά το άρθρο 30 §§ 1, 2 Ν.24/1967. Ως θέμα γραμματικής ερμηνείας και ορθολογιστικής ταξινόμησης των προνοιών του, προκύπτουν, κατά τη γνώμη που εκφράστηκε ομόφωνα, πως διαφορές που αφορούν την παραβίαση δικαιωμάτων που παρέχει ο Ν.24/67 ανάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του ΔΕΔ και κανένα άλλο δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έχει αρμοδιότητα να επιλύσει διαφορές που αναφύονται στην εφαρμογή του νόμου αυτού. Το δικαίωμα εργοδοτουμένου να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο που ρητά διασφαλίζεται από την § 2 εξυπακούει ευχέρεια διεκδίκησης αποζημιώσεων βάσει άλλου νόμου ή αρχών δικαίου. Διαφορετικά, θα ήταν άνευ αντικειμένου ενόψει της αποκλειστικής καθ' ύλην αρμοδιότητας του ΔΕΔ προς επίλυση διαφορών που αναφύονται στη διεκδίκηση δικαιωμάτων που παρέχει ο Ν.24/67. Το δικαίωμα για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων (για τον άνευ λόγου τερματισμό απασχόλησης) πέραν του ορίου που προβλέπεται στο Ν.24/67, υποδηλώνει την ύπαρξη δικαιώματος για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ανεξάρτητα και έξω από το πλαίσιο του νόμου αυτού. Ο Ν.24/67 δεν καταργεί ούτε περιορίζει τις διατάξεις του Κεφ.149 ή την εφαρμογή των αρχών του Κοινού δικαίου (άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60) στον βαθμό που διέπουν συμβάσεις εργασίας ή τις συνέπειες από τη διάρρηξή τους. Ο πρωταρχικός σκοπός του Ν.24/67 είναι η προστασία του εργοδοτούμενου από τον μονομερή τερματισμό της απασχόλησής του ως μέτρο κοινωνικής ασφάλειας. Θα αποτελούσε αντινομία προς τους σκοπούς του νόμου η αποστέρηση του εργοδοτουμένου πλέον εκτεταμένων δικαιωμάτων που δυνατό να του παρέχει το δίκαιο των συμβάσεων ή οποιοσδήποτε άλλος νόμος. Με αυτές τις σκέψεις, κατέληξε πως η απόφαση του πρωτόδικου Επαρχιακού Δικαστηρίου ως προς το πλαίσιο καθορισμού των δικαιωμάτων του εφεσείοντος για την άνευ προειδοποιήσεως απόλυση του από τους εφεσιβλήτους ήταν σε εσφαλμένο νομικό πλαίσιο. Δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει τη διαφορά, όπου και εκεί αφορούσε απασχόληση για χρονικό διάστημα που υπερέβαινε τις 26 εβδομάδες.

 

12.      Στην Interamerican Insurance Co Ltd v. Μακρίδου (2000) 1 ΑΑΔ 1529, στην οποία παραπέμπει κατ’ αποκλειστικότητα η πλευρά του Ενάγοντος, η δικογραφημένη απαίτηση ήταν για παράβαση σύμβασης εργασίας δύο μήνες μετά που άρχισε η απασχόληση και για δόλια πρόκληση ζημιάς. Η ενάγουσα είχε εξ αρχής θέσει, με την απαίτησή της, πως δεν είχε απασχοληθεί στην εναγόμενη για συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον 26 εβδομάδων, όπως προβλέπει το άρθρο 3 Ν.24/67, αλλά απασχολήθηκε 8 εβδομάδες (δύο μήνες). Δεν μπορούσε να προσφεύγει ούτως ή άλλως στο ΔΕΔ γιατί δεν δημιουργήθηκε δικαίωμα αποζημίωσής της με βάση τον Ν.24/67. Είχε τη θέση όμως πως ενώ δελεάστηκε να παρατήσει άλλες υποχρεώσεις της και να εργοδοτηθεί στην εναγόμενη, κατά παράβαση της αναμεταξύ τους σύμβασης, η εναγόμενη διέκοψε την εργασία της, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να έχει υποστεί ζημιά. Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε εκδικάσει την υπόθεση με βάση το γενικό δίκαιο των συμβάσεων, εφόσον η περίπτωση δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του Ν.24/1967. Το Εφετείο δικαιολόγησε την ανάληψη της δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, στην περίπτωση, λέγοντας, μέσω και του λόγου της Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1 ΑΑΔ 729 πως τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν εκείνα στην απαίτηση της ενάγουσας, και πως μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να αναλάβει τη δικαιοδοσία το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

13.      Στην Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκουλουροποιείον Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 1381, όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε αποφασίσει πως στερείτο δικαιοδοσίας, εφόσον η αξίωση του ενάγοντος αφορούσε το υπόλοιπο έξι μηνών μισθών και αναλογία 13ου μισθού και δεν υπερέβαινε τα ημερομίσθια των δύο ετών με αναφορά στο ύψος της διεκδικηθείσας αποζημίωσης, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο, βασιζόμενο στον λόγο της  Interamerican Insurance Co Ltd (ανωτέρω) και της Σταυρινίδης (ανωτέρω). Διατύπωσε και η ίδια πως μόνο κριτήριο για τον καθορισμό της καθ' ύλην αρμοδιότητας του ΔΕΔ είναι το ύψος της απαίτησης του εργοδοτουμένου και εφόσον ο εφεσείων εργοδοτήθηκε για τουλάχιστο 26 εβδομάδες, η απαίτησή του εκπορεύεται από τον τερματισμό απασχόλησής του και η απαίτηση είναι για ουσιαστικά το υπόλοιπο ποσό, που αντιπροσωπεύει τους 6 μήνες της προειδοποίησης και δεν υπερβαίνει το όριο του Πρώτου Πίνακα των ημερομισθίων 2 ετών, αποκλειστικά αρμόδιο ήταν το ΔΕΔ.

 

14.      Στη μεταγενέστερη Toni & Guy Limassol Ltd v. Θεοδώρου (2008) 1 ΑΑΔ 496, αποφασίστηκε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν στερούνταν δικαιοδοσίας, υπό τις περιστάσεις της απαίτησης των εναγόντων, που ήταν οι εργοδότες, σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος, πριν από τη λήξη της περιόδου του ενός έτους από την ημερομηνία της σύμβασης εργασίας, παραιτήθηκε από την εργασία, κατά παράβαση  της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ένεκα της οποίας οι έναντι της οποίας οι ενάγοντες ισχυρίζονται ζημιά ίση με το ύψος των διδάκτρων και/ή υπηρεσιών που παραχωρήθηκαν στο εναγόμενο. Εκεί βέβαια απασχόλησε περισσότερο η ερμηνεία της περίπτωσης του άρθρου 12(ε) Ν. 8/67 και η αναφορά σε «αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας». Έγινε όμως επίκληση, μεταξύ άλλων, και του λόγου της Στυλιανίδης (ανωτέρω), που ήταν κάπως πιο ξεκάθαρος, αλλά και της Elbee Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 149. Στην Elbee Ltd (ανωτέρω), οι ενάγοντες διεκδίκησαν με ξεχωριστές αγωγές που καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο μισθούς, αναλογία ετήσιας άδειας και πληρωμή για αργίες που κατ’ ισχυρισμόν τους οφείλονταν ως δεδουλευμένα από τους εναγόμενους εργοδότες τους, κατά τον χρόνο της απόλυσής τους, οπότε η αξίωσή τους ενέπιπτε στο άρθρο 12(ε) Ν.8/67. Εκεί αναφέρθηκε και η ανατροπή της νομολογίας της Zαβρού ν. Xαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, με τις τροποποιήσεις του Ν.8/67, που μεσολάβησαν.

 

15.      Ο Ν.24/1967 είναι βασικά όλος δομημένος για να λειτουργεί στην ειδική δικαιοδοσία του ΔΕΔ και προβλέπει τις θεραπείες που το ΔΕΔ μπορεί να αποδώσει. Το άρθρο 3 προβλέπει για το δικαίωμα του εργοδοτούμενου σε αποζημίωση όταν τερματίζεται η απασχόλησή του, για λόγους άλλους από αυτούς που το αποκλείουν, και προβλέπονται στο άρθρο 5. Το δικαίωμα αποζημίωσης με βάση τον Ν.24/1967 δημιουργείται όταν η απασχόληση διαρκεί τουλάχιστον 26 εβδομάδες. Σε τέτοια περίπτωση, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον νόμο αυτό. Στον Πρώτο Πίνακα, ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης από το ΔΕΔ. Εκεί, τίθενται όρια, κατώτατο όριο και ανώτερο όριο. Δεν μπορεί να είναι μικρότερη η αποζημίωση από το ποσό που ο εργοδοτούμενος θα λάμβανε εάν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζων και δικαιούτο να αποζημιωθεί λόγω πλεονασμού. Δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη η αποζημίωση από τα ημερομίσθια δύο ετών. Η δε έννοια του ημερομισθίου είναι εξειδικευμένη. Κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, το ΔΕΔ λαμβάνει υπόψη του τα ημερομίσθια και άλλες απολαβές του εργοδοτουμένου, τη διάρκεια της υπηρεσίας του, την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας του, τις πραγματικός συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του, την ηλικία του. Η αποζημίωση στην οποία δικαιούται ο εργοδοτούμενος καταβάλλεται από τον εργοδότη μέχρι τα ημερομίσθια ενός έτους, και από το Ταμείο μέχρι τα ημερομίσθια ενός έτους (εξ ου και το παράλληλο μέγιστο των ημερομισθίων των δύο ετών). Όπως προβλέπει το άρθρο 7, ο τερματισμός της σύμβασης εργασίας από τον εργοδοτούμενο για λόγους διαγωγής του εργοδότη, θεωρείται τερματισμός υπό του εργοδότη με βάση το άρθρο 3, κατά συνέπεια, ο τρόπος υπολογισμού είναι ο ίδιος.

 

16.      Αυτή η παραμετροποίηση του ύψους της αποζημίωσης που επιδικάζει το ΔΕΔ κατά την άσκηση της αποκλειστικής του δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων με κατώτατο και ανώτατο όριο, έτεινε να ερμηνεύεται ως δυνατότητα προσφυγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο για διεκδίκηση μεγαλύτερων χρηματικών ποσών από αυτά που μπορεί να επιδικάσει το ΔΕΔ με βάση τον Ν.24/67. Τα όρια όμως προβλέφθηκαν από τον νομοθέτη προφανώς για συγκεκριμένους λόγους, όχι ακριβώς για να καθορίσουν την υλική αρμοδιότητα του ΔΕΔ, πόσω μάλλον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Είναι απλώς ο τρόπος υπολογισμού αποζημίωσης από το ΔΕΔ. Η συμπλοκή τους με τη δικαιοδοσία, ειδικότερα δια της επιφύλαξης του άρθρου 30 § 2, πυροδοτεί το επίσης λογικό επιχείρημα της πλευράς της Εναγόμενης πως είναι υποχρεωτική η επίλυση της εργασιακής διαφοράς με βάση τον Ν.24/67, ειδάλλως χάνεται το δικαίωμα αποζημίωσης, γιατί θα πρέπει να διασφαλίζεται και η εφαρμογή του νόμου, όπως και η σύντομη τελεσιδικία μιας διαφοράς της φύσης αυτής.

 

17.      Το ουσιώδες πάντως είναι πως ο Ν.24/67, όπως ενδεχομένως και άλλοι νόμοι που συναποτελούν την εργασιακή νομοθεσία, υφίστανται για να προτεραιοποιούν την προστασία του εργοδοτούμενου, που είναι το αδύναμο μέρος της εργασιακής σχέσης και ειδικότερα της εξηρτημένης εργασίας. Λειτουργούν και με ορολογίες, τεχνικές λεπτομέρειες, διαδικασίες και προθεσμίες ειδικές, προσαρμοσμένες στον σκοπό, έχουν όρια, νομικά τεκμήρια υπέρ του εργοδοτούμενου, διαφορετικό βάρος απόδειξης σε ορισμένες περιπτώσεις. Η ίδια η διεύρυνση της δικαιοδοσίας του ΔΕΔ λειτουργεί προς όφελος του εργοδοτούμενου. Εάν ο ίδιος ο εργοδοτούμενος, ως προς τον οποίο υπάρχει αυτή η προστασία, στο πλαίσιο της οποίας διατηρήθηκε ειδικά και η επιφύλαξη του άρθρου 30 § 2 Ν.24/67, δεν θέλει να χρησιμοποιήσει την εργασιακή νομοθεσία, αλλά να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, μπορεί να το πράξει. Η επιφύλαξη του άρθρου 30 § 2 Ν.24/67, προσθέτει πως μπορεί να το πράξει ακόμα και όταν διεκδικεί αποζημίωση που υπερβαίνει τις αποζημιωτικές δυνατότητες του εν λόγω ειδικού λόγου. Εκ του ελάσσοντος εις το μείζον, μπορεί να το πράξει γενικότερα, ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή εκτός του πλαισίου του Ν.24/67, που δεν προβλέπει πως μονοπωλεί ρυθμιστικά το συγκεκριμένο θέμα ως νομική βάση απαίτησης, αποκλείοντας την εφαρμογή άλλων νόμων ή νομικών βάσεων. Δηλαδή και να απουσίαζε η επιφύλαξη του άρθρου 30 § 2 Ν.24/67, δεν απαγορεύεται σε οποιονδήποτε να προσφύγει στο Δικαστήριο που θεωρεί κατάλληλο για την επίλυση της διαφοράς του. Εάν προσφύγει με βάση τον Ν.24/67, υπάρχουν τα διάφορα όρια που θέτει ο εν λόγω νόμος, όπως ειδικό Δικαστήριο, κ.λπ..

 

18.      Σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν μπορεί να είναι με βάση τον Ν.24/67, με απλή γενική επίκληση ότι διεκδικείται μεγαλύτερη αποζημίωση από αυτήν που καθόρισε ο νομοθέτης του Ν.24/67. Με την έννοια ότι η επιφύλαξη του άρθρου 30 § 2 Ν.24/67 δεν αποτελεί δικονομική βάση για το Επαρχιακό Δικαστήριο ώστε να εφαρμόσει και το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο τον Ν.24/67 για να επιδικάσει μεγαλύτερα ποσά με βάση αυτόν. Αντίστοιχα, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν μπορεί να καθορίσει τη δικαιοδοσία του με βάση το ύψος του διεκδικούμενου ποσού με αναφορά σε «ημερομίσθια», όταν απλώς διεκδικείται γενική αποζημίωση. Όταν η απαίτηση ερείδεται σε συμβατική διαφορά, για την οποία ο Ενάγων ισχυρίζεται μη εκπλήρωση, που οφείλεται σε υπαιτιότητα της Εναγόμενης ή παράβαση από μέρους της και ζημιά του, με δεδομένο ότι η διαφορά είναι σε κλίμακα €50.000,00 - €100.000,00, έχει την υλική δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης, με βάση τον Ν.14/60.

 

19.      Αν είναι ή δεν είναι τελικά γνήσια δικαιοδοτικό το θέμα, πέρα από θέμα εφαρμοστέου δικαίου, μπορεί ευκολότερα να απαντηθεί, διατυπώνοντας το ερώτημα εάν, κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής, υπάρχει ή όχι ενεργό και διαθέσιμο δικαιοδοτικό πλαίσιο του ΔΕΔ για το θέμα που εγείρεται και στην αγωγή, μέσα στο οποίο θα μπορούσε να εκδικαστεί η απαίτηση του Ενάγοντος, ώστε η προβλεπόμενη αποκλειστικότητα της αρμοδιότητας του ΔΕΔ να υποχρεώνει το Επαρχιακό Δικαστήριο σε παραπομπή, δυνατότητα που πλέον υφίσταται. Εάν όχι, δεν θα ήταν εύκολο ή και εύλογο για το Επαρχιακό Δικαστήριο να αρνηθεί τη δικαιοδοσία του.

 

20.      Στην προκειμένη περίπτωση, ασχέτως εάν η απασχόληση του Ενάγοντος υπερέβη τις 26 εβδομάδες ή η διαφορά εκπορεύεται από τον τερματισμό της απασχόλησης του Ενάγοντος (κριτήρια για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το ΔΕΔ, όχι από το Επαρχιακό Δικαστήριο) ή του ύψους της απαίτησης του που δεν είναι επακριβώς καθορισμένο και δεν εξηγείται με τρόπο ώστε να συνάγεται πως, αντιστιχούμενο σε κάποια περίοδο αποζημίωσης, υπερβαίνει τα ημερομίσθια 2 ετών, ο Ενάγων διεκδικεί γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν λέγεται πως ήγειρε απαίτηση στο ΔΕΔ εντός της προβλεπόμενης από τον Ν.24/67 προθεσμίας, για αποζημίωση με βάση τον εν λόγω νόμο. Ενόψει του ότι, κατά την καταχώριση της αγωγής του, προκύπτει πως δεν υφίστατο ενεργό και διαθέσιμο κάποιο άλλο ειδικότερο δικονομικό πλαίσιο, περιλαμβανομένου αυτού του Ν.24/67, για να εκδικάσει την απαίτηση του Ενάγοντος, όπως δεν υφίσταται ούτε τώρα, το Επαρχιακό Δικαστήριο, που είναι το μόνο διαθέσιμο για τον Ενάγοντα, δεν μπορεί να μην αναλάβει τη δικαιοδοσία. Ο Ενάγων εισάγει αστικής φύσης διαφορά, είναι σε κλίμακα της υλικής δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, και φαίνεται, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, να εγέρθηκε εντός των ορίων παραγραφής του γενικού αστικού δικαίου.

 

21.      Διευκρινίζεται και πάλι πως, αναλαμβάνοντας αυτή τη δικαιοδοσία, το Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν κινείται ως άλλο ΔΕΔ, με διευρυμένη δυνατότητα προσφυγής ως προς τον χρόνο και ως προς το ύψος των αποζημιώσεων. Κινείται με βάση τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, και τη γενική του δικαιοδοσία με βάση τον Ν.14/60. Συνεπώς, και με όλα τα συνεπαγόμενα αυτής, που περιλαμβάνουν ενδεχομένως αποδεικτικές δυσκολίες για τον Ενάγοντα που επέλεξε να κινηθεί έξω από το πλαίσιο του Ν.24/67, έχοντας υπόψη και τον δικογραφημένο τρόπο λύσης της συμβατικής σχέσης.

 

22.      Έχοντας εν πάση περιπτώσει ξεκαθαρίσει αυτά, που σχετίζονται κυριότερα με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας, και γι’ αυτό μόνο τον σκοπό, η αγωγή ορίζεται για Ακρόαση την 21.06.2024 ώρα 10:30.

 

23.      Με βάση τα επίδικα θέματα, λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρθηκαν κατά την προδικασία, και ανωτέρω, ο χρόνος ακρόασης προϋπολογίζεται στις δύο δικασίμους. Την 21.06.2024, μετά από εισαγωγική παρουσίαση της υπόθεσης κάθε πλευράς, διάρκειας 10 λεπτών για την κάθε πλευρά, να παρουσιαστεί η μαρτυρία του Ενάγοντος. Κατά τη δεύτερη δικάσιμο, να ακουστεί η μαρτυρία της Εναγόμενης. Δεν είναι εφικτό να δοθεί από τώρα η δεύτερη ημερομηνία, λόγω της σώρευσης υποθέσεων που είναι ορισμένες για ακρόαση στο πρόγραμμα του Δικαστηρίου. Εάν θα γίνει χρήση γραπτής δήλωσης, με βάση το άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, από οποιαδήποτε πλευρά, να δοθεί στην άλλη πλευρά τουλάχιστον 1 καθαρή ημέρα προηγουμένως, μαζί με όλα τα έγγραφα των οποίων θα επιχειρηθεί κατάθεση, νοουμένου ότι έχουν ήδη τύχει ένορκης αποκάλυψης, εντός του δοθέντος από το Δικαστήριο χρονοδιαγράμματος. Η διαδικασία και οι χρόνοι προβλέπονται στις Δ.33 και Δ.30, αντίστοιχα, των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ), χωρίς διαφοροποίηση προς το παρόν. Τυχόν παραδεκτά γεγονότα και έγγραφα, να δηλωθούν και να κατατεθούν πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Σε περίπτωση εξώδικης διευθέτησης της διαφοράς, να ενημερωθεί το Δικαστήριο έγκαιρα. Οι οδηγίες ακρόασης υπόκεινται σε διαφοροποίηση σε περίπτωση αλλαγής του φυσικού δικαστή της υπόθεσης.

 

24.      Τα έξοδα αυτής της διαδικασίας να είναι στην πορεία της αγωγής.

 

(Υπ.) ………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Ενδεικτικά, Σταυρινίδη ν. Kermia Ltd, αγωγή 3436/2017 Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 18.05.2023, Κινίνης ν. Agroland Ltd, αγωγή 5993/2013 Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 19.10.2021, Πέτρου ν. Τσιμεντοποιεία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ, αγωγή 4254/2012 Ε.Δ. Λάρνακας, ημερομηνίας 25.06.2021, κ.λπ..


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο