ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                       

Αρ. Αγωγής: 968/2015

Μεταξύ:

1.    BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED (HE xxx)

από τη Λευκωσία

2.    GORDIAN HOLDINGS LIMITED (HE xxx) από τη Λευκωσία

                                                                                                 Εναγουσών

                                                 και

1.  Γεώργιου Καρτσωνάκη από την Πάφο, Α.Τ.: χχχ

2.  Σόνιας Σταύρου Χατζηκυριάκου,

   σύζυγος του Γεώργιου Καρτσωνάκη, από την Πάφο, Α.Τ.: χχχ

                                                                             Εναγομένων

 

Αίτηση ημερομηνίας 05.05.22 για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος

 

Ημερομηνία: 16.01.24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα 2-Αιτήτρια: κα Ι. Ζήγκα για ARISTI KORAKIDOU-MAKRIDOU LLC

Για Εναγομένους 1 & 2-Καθ’ ων η αίτηση 1 & 2: κα Μ. Σπηλιωτοπούλου για

                                                                    ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ

Για Ενδιαφερόμενο Μέρος-Καθ’ ης η αίτηση 3: κος Χ. Ζόππος  

 

 

                                       ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Τα δικόγραφα της παρούσας αγωγής συμπληρώθηκαν στις 03.11.15. Έκτοτε η υπόθεση προετοιμάστηκε για ακρόαση.

 

Στις 05.05.22 η Ενάγουσα 2 καταχώρισε την υπό κρίση δια κλήσεως ενδιάμεση αίτηση με την οποίαν ζητεί την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος απαγορευτικής φύσεως με ισχύ μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Επειδή έχει σημασία εναντίον ποιων επιδιώκεται η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος, καταγράφω αυτούσια το περιεχόμενο του σχετικού αιτητικού από το σώμα της αίτησης (σημείο Α):

«Διάταγμα του Δικαστηρίου απαγορεύον στους εναγόμενους και τη θυγατέρα τους Χριστιάνα Γεωργίου Καρτσωνάκη και/ή στους αντιπροσώπους  αυτών και/ή τους υπηρέτες τους και/ή διαδόχους τους και/ή τους υπαλλήλους τους και/ή τους εντολοδόχους τους και/ή τους συγγενείς τους και/ή τα πρόσωπα που κατέχουν ως καταπιστευματοδόχοι των άνω προσώπων και/ή εκμεταλλεύονται και/ή εγγράφηκαν ως δικαιούχοι και/ή οιοδήποτε πρόσωπο αρύεται δικαιώματα από αυτούς να αποξενώσουν, εκχωρήσουν, δωρήσουν, μεταβιβάσουν, πωλήσουν, ενοικιάσουν, διαθέσουν, επιβαρύνουν, υποθηκεύσουν, μειώσουν την αξία της κάτωθι ακίνητης περιουσίας η οποία ενεγράφη δωρεά από την εναγόμενη 2 στη θυγατέρα της Χριστιάνα Γεωργίου Καρτσωνάκη ως καταπιστευματοδόχου της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου:

1.        Γραφείο με αρ. εγγραφής 0/[ ], φ/σχ 51/020612, τμήμα 1, τεμάχιο [ ] στον Άγιο Θεόδωρο στο Δήμο Πάφο.

2.        Οικόπεδο με αρ. εγγραφής 0/[ ],  φ/σχ 51/12, τμήμα 0, τεμάχιο [ ] στο Δήμο Γεροσκήπου στην Πάφο.

3.        Χωράφι με αρ. εγγραφής 0/[ ], φ/σχ 51/29, τμήμα 0, τεμάχιο [ ] στην Τίμη στην επαρχία Πάφου.»       

 

Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Ν.14/60, τα άρθρα 4, 5 & 9 του Κεφ.6, η Δ.48 Θ.1-4 Θ.8-9 των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το δίκαιο της επιείκειας, οι αρχές του κοινοδικαίου, η νομολογία, τα διατάγματα τύπου Chabra, οι συμφυείς εξουσίες και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Ενάγουσα 2 δικαιολογεί την έκδοση του αιτουμένου ενδιάμεσου διατάγματος απαγορευτικής φύσεως, περιέχονται σε τρεις πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις πρώην υπαλλήλων της Ενάγουσας 1 και νυν λειτουργών για την τήρηση του αρχείου της Ενάγουσας 2 στο Τμήμα προβληματικών χρεών με καθήκοντα εποπτείας και ελέγχου κίνησης λογαριασμών, μεταξύ των οποίων αυτών που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση επισυνάπτονται έγγραφα προς υποστήριξη τους. Για την καταχώριση δύο από τις τρεις ένορκες δηλώσεις είχε δοθεί σχετική άδεια από το Δικαστήριο.

 

Στις εν λόγω ένορκες δηλώσεις καταγράφεται το ιστορικό της υπόθεσης, όπως το αντιλαμβάνεται η Ενάγουσα 2, που σύμφωνα με την ίδια δικαιολογεί την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Σύνοψη του περιλαμβάνει αναφορά για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων δυνάμει συμβάσεων στους Εναγομένους από την πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (αρχικά πρώην Marfin Popular Bank Public Co Ltd) στη βάση διαφόρων εξασφαλίσεων. Ανάμεσα στις εξασφαλίσεις που δόθηκαν ήταν η υποθήκευση ακινήτων των οποίων εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια είναι η Εναγόμενη 2. Σύμφωνα με την Ενάγουσα 2, οι Εναγόμενοι χρησιμοποίησαν πιστωτικές διευκολύνσεις που τους δόθηκαν προς όφελος τους χωρίς όμως να ανταποκρίνονται στις συμβατικές υποχρεώσεις τους.

 

Στην πορεία τα περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, ανάμεσα στα οποία και η παρούσα περίπτωση, μεταβιβάστηκαν στην Bank of Cyprus Public Company Limited (Ενάγουσα 1) δυνάμει του διατάγματος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου στα πλαίσια των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ΚΔΠ 104/2013. Έπειτα η Ενάγουσα 2 δυνάμει διατάγματος του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ. 23.05.19 στα πλαίσια της εταιρικής αίτησης αρ. 372/2019 το οποί επικύρωσε Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ των Εναγουσών 1 & 2 και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του Ν.169(Ι)/2015 η Ενάγουσα 2 υποκατέστησε την Ενάγουσα 1, ανάμεσα σ’ άλλα, στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της που αφορούν την παρούσα περίπτωση περιλαμβανομένου των πιστωτικών διευκολύνσεων, εξασφαλίσεων, εγγυήσεων, υποθηκών, εκχωρήσεων και σχετικών εγγράφων αυτής.

 

Επειδή, σύμφωνα με την Ενάγουσα 2, οι Εναγόμενοι παρέλειπαν να πληρώνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, ως προέβλεπαν οι συμβάσεις, η Ενάγουσα 1 τους απέστειλε επιτολές καλώντας τους να καταβάλουν τις κατ’ ισχυρισμό καθυστερημένες δόσεις και να ομαλοποιήσουν το λογαριασμό τους εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος. Δεν υπήρξε συμμόρφωση στο περιεχόμενο των επιστολών και γι’ αυτό η Ενάγουσα 1 με νέα επιστολή της τερμάτισε τις συμφωνίες καλώντας τους Εναγομένους να αποπληρώσουν το επικαλούμενο χρέος τους. Η Ενάγουσα 2 απαιτεί την εξόφληση του κατ’ ισχυρισμό χρέους, το ύψος του οποίου σημειώνεται στην επιστολή τερματισμού και στην κατάσταση λογαριασμού αφού πρώτα πιστώθηκε ο λογαριασμός με τα χρήματα που προέκυψαν από την πώληση υποθηκευμένων ακινήτων, για τα οποία οι Εναγόμενοι ενημερώθηκαν.

 

Είναι η θέση της Ενάγουσας 2 ότι η Εναγόμενη 2 το έτος 2013 και συγκεκριμένα μετά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας δανείου το 2007 και 2012 μεταβίβασε στη θυγατέρα της Χριστιάνα Γεωργίου Καρτσωνάκη ακίνητα. Ακολούθως τον Ιούνιο 2014 και Φεβρουάριο 2015 η Εναγόμενη 2 επιπλέον μεταβίβασε στο ίδιο πρόσωπο τα επίμαχα ακίνητα. Η Ενάγουσα 2 ισχυρίζεται ότι η ακίνητη περιουσία που μεταβιβάστηκε στην πιο πάνω θυγατέρα της δυνάμει δωρεάς δεν έγινε για να την αποκαταστήσει στη ζωή ή για να την μορφώσει επειδή αυτό έγινε όταν αυτή ήταν 26 ετών με αξία τις τιμές εκτίμησης Κτηματολογίου του έτους 2013. Όπως αναφέρεται, η δωρισθείσα ακίνητη περιουσία αποτελούσε όλη την ελεύθερη από εμπράγματα βάρη ακίνητη περιουσία της Εναγομένης 2. Είναι η θέση της Ενάγουσας 2 ότι οι εν λόγω μεταβιβάσεις έγιναν με σκοπό την καταδολίευση της και να την καθυστερήσουν από το να εισπράξει το λαβείν της.

 

Αμφότεροι Εναγόμενοι και το Ενδιαφερόμενο Μέρος Χριστιάνα Γεωργίου Καρτσωνάκη (στο εξής το «ΕΜ) αντέδρασαν στις 22.02.23 και 24.03.23 αντίστοιχα με την καταχώρηση ξεχωριστής ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης.

 

Η ένσταση των Εναγομένων περιλαμβάνει 13 λόγους και εδράζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, στα άρθρα 4, 5, 7 & 9 του Κεφ.6, στο άρθρο 32 του Ν.14/60, στη Δ.48 Θ.1, 2, 4, 6 & 7 των παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στο δίκαιο επιείκειας, στη διακριτική ευχέρεια, στην εγγενή και σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, στις αρχές και στη νομολογία επί των διαταγμάτων τύπου Chabra.

 

Οι λόγοι ένστασης δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθούν. Καταγράφονται στο σώμα της ένστασης των Εναγομένων. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτουμένου διατάγματος. Η ένσταση συνοδεύεται από δύο ένορκες δηλώσεις της Εναγομένης 2 (η δεύτερη κατόπιν σχετικής άδειας από το Δικαστήριο), στις οποίες περιέχονται γεγονότα που επεξηγούν και κατά τη γνώμη της τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.

 

Συνοψίζοντας το περιεχόμενο τους μπορεί να λεχθεί ότι οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το αιτούμενο διάταγμα δεν θα πρέπει να εκδοθεί για τους διάφορους λόγους που επικαλούνται. Ειδικότερα όμως θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος τύπου Chabra επειδή:

(1)      Η Χριστιάνα Γεωργίου Καρτσωνάκη δεν είναι μέρος στην αγωγή και δεν ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος (bare trustee/nominee) των Εναγομένων και/ή ότι είναι η τελική και πραγματική δικαιούχος (beneficial owner) των επίμαχων ακινήτων και/ή ότι ασκεί πλήρη και ουσιαστικό έλεγχο επί αυτών.

(2)      Η Ενάγουσα 2 δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία και/ή στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι τα υπ’ αναφορά ακίνητα κατέχονται από την Χριστιάνα Γεωργίου Καρτσωνάκη ως καταπιστευματοδόχο (bare trustee/nominee) των Εναγομένων και/ή ότι οι τελικοί και πραγματικοί δικαιούχοι (beneficial owner) των εν λόγω ακινήτων είναι οι Εναγόμενοι.

(3)      Η Ενάγουσα 2 δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία και/ή στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι τα υπ’ αναφορά ακίνητα ελέγχονται από τους Εναγομένους και/ή ότι οι Εναγόμενοι διατηρούν τον ουσιώδη έλεγχο (substantive control) επί αυτών.

(4)      Η Ενάγουσα 2 δεν έχει αποσείσει το βάρος να αποδείξει ότι η Χριστιάνα Γεωργίου Καρτσωνάκη ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος (bare trustee/nominee) των Εναγομένων αναφορικά με την υπ’ αναφορά ακίνητη περιουσία και/ή ότι οι τελικοί και πραγματικοί δικαιούχοι (beneficial owner) των εν λόγω ακινήτων είναι οι Εναγόμενοι και/ή ότι οι Εναγόμενοι διατηρούν τον ουσιώδη έλεγχο (substantive control) επί αυτών.

 

Η ένσταση του ΕΜ περιέχει 15 λόγους και στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 4, 5, 7 & 9 του Κεφ.6, στο άρθρο 32 του Ν.14/60, στη Δ.48 Θ.1-4, 8 & 9 των παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στη νομολογία επί των διαταγμάτων τύπου Chabra.

 

Ούτε εδώ χρειάζεται να απαριθμήσω τους λόγους ένστασης. Σημειώνονται στο σώμα του εγγράφου. Κοινό σημείο τους είναι η προβαλλόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτουμένου διατάγματος. Η ένσταση συνοδεύεται από δύο ένορκες δηλώσεις του Εναγομένου 1 (η δεύτερη κατόπιν σχετικής άδειας από το Δικαστήριο), στις οποίες περιέχονται γεγονότα που επεξηγούν και κατά τη γνώμη της τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης.

 

Περίληψη του περιεχομένου τους περιέχει ισχυρισμό του ΕΜ ότι το αιτούμενο διάταγμα δεν θα πρέπει να εκδοθεί για τους διάφορους λόγους που επικαλείται. Συγκεκριμένα όμως εκτιμά ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος τύπου Chabra επειδή:

(1)      Το ΕΜ δεν είναι διάδικο μέρος στην αγωγή και δεν ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος ή διαχειριστής των Εναγομένων 1 και 2 αλλά είναι η τελική πραγματική δικαιούχος των επίδικων ακινήτων και ασκεί πλήρη και ουσιαστικό έλεγχο της ακίνητης περιουσίας της.

(2)      Με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η Ενάγουσα 2 δεν έχει αποδείξει με ικανή μαρτυρία, ότι τα επίδικα ακίνητα κατέχονται από το ΕΜ ως καταπιστευματοδόχος και/ή διαχειριστής των Εναγομένων 1 και 2.

(3)      Η Ενάγουσα 2 απέτυχε να αποδείξει με ικανή μαρτυρία ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 είναι οι τελικοί πραγματικοί δικαιούχοι των επίδικων ακινήτων και ότι διατηρούν τον πλήρη και ουσιαστικό έλεγχο επί των υπ’ αναφορά ακινήτων.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Εξ’ όσον γίνεται αντιληπτό η προκειμένη περίπτωση αφορά ακίνητο που δεν τελεί υπό την ιδιοκτησία των Εναγομένων, εναντίον των οποίων έχει καταχωριστεί η παρούσα αγωγή. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων αλλά και του ΕΜ ότι τα υπ’ αναφορά ακίνητα έχουν μεταβιβαστεί από την Εναγόμενη 2 στο ΕΜ. Με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται η δέσμευση ακινήτων των οποίων εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης είναι πλέον το ΕΜ. Όπως φαίνεται από το σώμα της υπό κρίση αίτησης, η Ενάγουσα 2 προσδοκεί σε μη αποξένωση καθ’ οιονδήποτε τρόπο των επίμαχων ακινήτων μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής τα οποία έχουν ως ιδιοκτήτη πρόσωπο που δεν αποτελεί διάδικο στην εκκρεμούσα αγωγή αυτή. Είναι εξόφθαλμο από τον τίτλο της αγωγής ότι το ΕΜ που παρουσιάζεται ως το άτομο προς το οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα υπ’ αναφορά ακίνητα, δεν είναι εναγόμενο στην παρούσα αγωγή.

 

Συνήθως η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος με απαγορευτική ισχύ ζητείται με βασικό στόχο την προστασία του αθώου μέρους από τυχόν παραβιάσεις των ασικών δικαιωμάτων του. Αυτό επιτυγχάνεται με την παροχή της συγκεκριμένης θεραπείας η οποία στην ουσία είτε εξαλείφει είτε περιορίζει ζημιά η οποία πολλές φορές δεν μπορεί να αποζημιωθεί οικονομικά. Στην πραγματικότητα βοηθά το Δικαστήριο, στο τέλος της κύριας δίκης, να απονέμει καλύτερα δικαιοσύνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα Δικαστήρια χορηγούν παρεμπίπτοντα διατάγματα ως επικουρικά του κύριου αγώγιμου δικαιώματος (‘Διατάγματα’ των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου, σελίδα 7). Η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος πραγματοποιείται όταν κρίνεται δίκαιο ή πρόσφορο εφόσον ικανοποιούνται σωρευτικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις που παρέχονται μέσα από τη σχετική με το θέμα νομοθεσία και έχουν ερμηνευτεί μέσα από τη νομολογία (άρθρο 32 Ν.14/60, Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557, Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Demades Overseas Ltd v. Studio Ma.St. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 799, M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152).

 

Το μέρος, επί του οποίου στοχεύεται προστασία, είναι διάδικος στην αγωγή. Το άλλο μέρος, από το οποίο επιδιώκεται προστασία του αθώου μέρους, συνήθως είναι επίσης διάδικος στην αγωγή. Για την έκδοση οποιουδήποτε ενδιάμεσου διατάγματος προαπαιτείται η ύπαρξη αναγνωρισμένου αγώγιμου δικαιώματος (‘Διατάγματα’ των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου, σελίδα 216). Αυτό συνεπάγεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται το διάταγμα είναι διάδικος. Εδώ, όπως ήδη λέχθηκε, το ΕΜ δεν είναι διάδικος στην παρούσα υπόθεση.

 

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου παρέχεται δυνατότητα έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος εναντίον προσώπου χωρίς γι’ αυτό να υπάρχει ευθέως αναγνωρισμένο αγώγιμο δικαίωμα από το διάδικο που το αξιώνει.

 

Μία κατηγορία είναι τα διατάγματα τύπου «Chabra» που έγιναν γνωστά από την αγγλική υπόθεση TSB Private Bank Interntional SA v. Chabra [1992] 2 All ER 245. Καλύπτει την περίπτωση όπου ο κύριος εναγόμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δεν έχει στο όνομα του πολλά ή καθόλου περιουσιακά στοιχεία αλλά υπάρχει μαρτυρία ότι αυτά κατέχονται από τρίτα πρόσωπα που ελέγχονται από τον εναγόμενο. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα, αντίς να διεκδικηθεί διάταγμα εναντίον μη διαδίκου, να συνενωθεί το τρίτο πρόσωπο ως συνεναγόμενος με τον ήδη υφιστάμενο εναγόμενο και να διεκδικηθεί εναντίον του διάταγμα μη αποξένωσης (Chabra Order), ανεξάρτητα αν δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του συνεναγομένου. Στην ουσία η αρχή προσφέρει τη δυνατότητα να παγοποιηθούν περιουσιακά στοιχεία που ο εναγόμενος απέκρυψε ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης (‘Διατάγματα’ των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου, σελίδες 218-219). Σχετική ακόμη είναι η υπόθεση DB Technologies B.V. v. Loizos Iordanou Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε166/2019 στην οποίαν μνημονεύεται η υπόθεση Perlata Ltd κ. Nestoras Hotels Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε184/17 ημερ. 06.06.19. Επίσης σχετική είναι και η Αίτηση της ΑΧΜ HOLDINGS LTD (HE χχχ), Πολιτική Αίτηση Αρ.61/2023 ημερ. 29.09.23.

 

Μία άλλη κατηγορία όπου δύναται να εκδοθεί ενδιάμεσο διάταγμα εναντίον τρίτου προσώπου χωρίς να υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του και μάλιστα χωρίς αυτό να είναι διάδικος στην αγωγή είναι η περίπτωση διατάγματος τύπου «Mareva» γνωστό από την αγγλική υπόθεση Mareva Compania Naviera St. v. International Bulk Carriers SA [1980] 1 All ER. 213. Κάτω από προϋποθέσεις επιτρέπεται η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος εναντίον μη διαδίκου. Στην επίσης αγγλική υπόθεση SCF Finance Co Ltd v. Masri [1985] 2 All ER 747 τέθηκαν συγκεκριμένες αρχές, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην κυπριακή νομολογία (Global Cruises S.A. κ.α. v. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1Ε CLR 607, Nicolaou Bros Tourist Enterprises Ltd (1999) 1Α Α.Α.Δ. 201, Αίτηση Hellington Commodities κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 926). Παραπέμπω ακόμη στις υποθέσεις Seamark Consultancy Services Ltd κ.α. v. Joseph P. Lasala κ.α. (2007) 1Α Α.Α.Δ. 162 και Avila Management Services Limited και άλλου v. Frantisek Stepanek κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403 όπου υποδείχτηκε η δυνατότητα για τα Κυπριακά Δικαστήρια να εκδίδουν διατάγματα τύπου Mareva, ακόμη και αν αφορούν περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας, υπό το φως της ευρύτατης εξουσίας που παρέχεται από το άρθρο 32 του Ν.14/60 (‘Διατάγματα’ των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου, σελίδες 220-222).

 

Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση δεν βλέπω πως αυτή εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω κατηγορίες. Κατ’ αρχάς από τα ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ ότι η Ενάγουσα 2 δεν διαθέτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του ΕΜ. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό πρέπει να αποτελεί και κοινό έδαφος των διαδίκων. Εξ’ ου και το ΕΜ δεν είναι υφιστάμενος διάδικος στην υπόθεση. Το δε ΕΜ δεν έχει συνενωθεί ως συνεναγόμενος στην παρούσα αγωγή. Ούτε εκκρεμεί για εξέταση οποιαδήποτε αίτηση για τον σκοπό αυτό. Επομένως δεν επιδιώκεται η προσθήκη του ΕΜ ως επιπλέον εναγομένου στην αγωγή αυτή.

 

 Γνωρίζω ακόμη ότι έχει αναφερθεί από την πλευρά της Ενάγουσας 2 και δεν έχει αμφισβητηθεί από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στην διαδικασία της υπό κρίση αίτησης ότι οι Εναγόμενοι είναι γονείς του ΕΜ. Την ίδια στιγμή αποτελεί κοινό έδαφος των μερών ότι το ΕΜ προς το οποίο η Ενάγουσα 2 του έχει μεταβιβάσει τα επίμαχα ακίνητα είναι ενήλικο πρόσωπο. Δηλαδή κατά το χρόνο της μεταβίβασης το ΕΜ ήταν άνω των 18 ετών.

 

Ωστόσο δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που έστω να τείνει να καταδείξει ότι το ΕΜ, αν και ενήλικο πρόσωπο, ελέγχεται και/ή εξαρτάται από τους Εναγομένους. Κανένα στοιχείο και καμία συγκεκριμένη μαρτυρία δεν μου έχει παρουσιαστεί που να δημιουργεί την εντύπωση ότι το ΕΜ εξαρτάται νομικά, οικονομικά ή κοινωνικά ώστε να μπορεί κάποιος να υποθέσει ύπαρξη σοβαρού ενδεχόμενου ελέγχου ανάμεσα στους Εναγομένους και το ΕΜ. Αντίθετα αυτό που έχει λεχθεί και παρέμεινε αναντίλεκτο είναι ότι το ΕΜ έχει δημιουργήσει την δική της οικογένεια αφού έχει νυμφευτεί, η οποία προφανώς έχει πλέον τις δικές της υποχρεώσεις και ανάγκες, με τις οποίες το ΕΜ ασχολείται. Από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε μορφή ελέγχου ή εξάρτησης από τους Εναγομένους προς το ΕΜ ώστε να μπορεί να λεχθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ότι τα επίμαχα ακίνητα, αν και κατέχονται από το ΕΜ, στην ουσία η κατοχή και/ή χρήση και/ή εκμετάλλευση τους ελέγχονται από τους Εναγομένους ή εν πάση περιπτώσει από την Εναγομένη 2 που ήταν η αρχική εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια τους.

 

Συνεπώς δεν μπορώ να διαπιστώσω, πάντοτε για τους σκοπούς του αντικειμένου της υπό κρίση αίτησης, ότι οι Εναγόμενοι μέσω της Εναγομένης 2 απέκρυψαν δικά τους περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζοντας τα στο ΕΜ ώστε να πρέπει να δεσμευτούν για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Υπό τις περιστάσεις δεν έχει καταδειχτεί ότι οι Εναγόμενοι ή εν πάση περιπτώσει η Εναγόμενη 2 έχει οποιαδήποτε σχέση με τα επίμαχα ακίνητα. Δεν υπάρχει τέτοιος λόγος που να δικαιολογείται στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου.

 

Έχει λεχθεί ή τουλάχιστον αφέθηκε να εννοηθεί ότι το ΕΜ ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος των Εναγομένων. Με κάθε σεβασμό η θέση αυτή δεν έχει υποστηριχτεί με στοιχεία. Ούτε μπορεί να λεχθεί ότι το ΕΜ διαχειρίζεται τα υπ’ αναφορά ακίνητα εκ μέρους και για λογαριασμό των Εναγομένων. Η απουσία δεδομένων εμποδίζουν από το να θεωρηθεί σοβαρό επιχείρημα. Κανένα έγγραφο, κανένα στοιχείο και καμία λεπτομέρεια έχουν παρουσιαστεί που να επιβεβαιώνουν τους εν λόγω ισχυρισμούς, οι οποίοι τελικά παρέμειναν μετέωροι και απλά σε λεκτικό επίπεδο. Αυτό όμως δεν είναι ικανοποιητικό στα πλαίσια εξέτασης της υπό κρίση αίτησης.

 

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ενώπιον μου που να τείνει να καταδείξει ότι τα επίμαχα ακίνητα στην ουσία εξακολουθούν να ανήκουν στην Εναγόμενη 2 ως περιουσιακά στοιχεία τους, η οποία να είναι η πραγματική ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούχος τους ή ότι ουσιαστικά τα ελέγχει υπό το συγκεκαλυμμένο μανδύα της εικονικής μεταβίβασης τους στο ΕΜ, ώστε να δικαιολογείται δέσμευση τους με την έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος εναντίον του ΕΜ χωρίς να είναι διάδικος στην αγωγή αυτή.

          

Υπό το φως των προαναφερομένων και σε συνδυασμό με το ότι, στη βάση των στοιχείων και δεδομένων που έχουν προσκομιστεί, τα επίμαχα ακίνητα δεν αποτελούν στην ουσία περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων υπό την έννοια και μορφή που έχει αναλυθεί και το ότι η Ενάγουσα 2 δεν διαθέτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του ΕΜ ως η πλέον εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια των εν λόγω ακινήτων, το αιτούμενο διάταγμα δεν έχει προοπτική επιτυχίας.

 

Τα πιο πάνω οδηγούν σε επιτυχία το λόγο ένστασης αρ. 7 των Εναγομένων και ταυτόχρονα τον λόγο ένστασης αρ. 11 του ΕΜ. Ενόψει της προδιαγραφόμενης κατάληξης παρέλκει η περαιτέρω εξέταση κριτηρίων και παραμέτρων που πρέπει να συντρέχουν για να δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου προσωρινού διατάγματος, ως απαιτούνται από τη σχετική επί του θέματος νομοθεσία και νομολογία. Παράλληλα καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση μου με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης των Εναγομένων και του ΕΜ.

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης. Συνακόλουθα η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.

 

Ενδεχομένως να μπορούν να ληφθούν άλλα δικονομικά διαβήματα στο κατάλληλο στάδιο εάν και εφόσον βέβαια κριθούν απαραίτητα από την Ενάγουσα 2.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εναγoμένων 1 & 2 και του ΕΜ και εναντίον της Ενάγουσας 2.

  

 

 

                                                          (Υπ.)   .................................

                                                                   Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο