ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                     

  Αρ. Αγωγής: 802/2021

Μεταξύ:

Anzhela Fisher, από την Πάφο

                                                                                                 Ενάγουσας

                                       και

Samantha Greatrex, υπό την ιδιότητα της ως κατονομαζόμενης

Εκτελέστριας της Τελευταίας Διαθήκης του Graham Paul Fisher, αποβιώσαντα από την Αγγλία

                                                                             Εναγομένης

 

ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΉ 25, Θ.1

 

Μεταξύ:

Anzhela Fisher, από την Πάφο

                                                                                                 Ενάγουσας

                                       και

1.        Samantha Greatrex, υπό την ιδιότητα της ως κατονομαζόμενης

Εκτελέστριας της Τελευταίας Διαθήκης του Graham Paul Fisher, αποβιώσαντα, από την Αγγλία

2.        Robert William Bassenger, υπό την ιδιότητα του

ως κατονομαζόμενος Εκτελεστής της Τελευταίας Διαθήκης

του Peter James Fisher, αποβιώσαντα από την Αγγλία     

                                                                             Εναγομένων

 

 

Αίτηση ακύρωσης διατάγματος σφράγισης κλητηρίου εντάλματος,

διατάγματος επίδοσης του εκτός δικαιοδοσίας, της άδειας για

υποκατάστατη επίδοση του και του κλητηρίου εντάλματος

 

 

 

Ημερομηνία: 09.02.24

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενη 1-Αιτήτρια: κος Π. Φιλίππου για Πολύκαρπος Φιλίππου &

          Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενάγουσα-Καθ’ ης η αίτηση: κα Ε. Μαυρικίου προσωπικά και για

        κ. Λ. Μαυρίκιο, κα Ν. Νικόλα &

        κα Ε. Μαυρικίου

 

                             ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 16.11.21, αφού πρώτα δόθηκε άδεια για σφράγιση και καταχώριση γενικού οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος,  η Ενάγουσα προώθησε την παρούσα αγωγή στην οποίαν ζητεί την έκδοση διαταγμάτων που να ρυθμίζουν τη διανομή της περιουσίας του αποβιώσαντα συζύγου της Graham Paul Fisher δυνάμει της τελευταίας διαθήκης του, ο οποίος είχε καταστεί αποκλειστικός κληροδόχος και κληρονόμος της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του Peter James Fisher, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνεται και η Ενάγουσα που είναι η νόμιμη σύζυγος του. Η αγωγή εγείρεται σύμφωνα με τον περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμο (Κεφ. 189) και/ή τον περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμο (Κεφ. 195).

 

Με βάση το ιστορικό της υπόθεσης στις 09.06.22 καταχωρίστηκε τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα. Στη συνέχεια δόθηκε άδεια για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και ειδοποίησης αυτού εκτός δικαιοδοσίας ενώ παράλληλα εξασφαλίστηκε διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση τους με τη μέθοδο που αναφέρεται στο διάταγμα.

 

Ο Εναγόμενος 2 καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης δια δικηγόρου στις 14.11.22.

 

Η Εναγόμενη 1 καταχώρισε εμφάνιση υπό διαμαρτυρία στις 08.11.22.

 

Ακολούθησε η υπό κρίση δια κλήσεως αίτηση ημερ. 16.12.22 στην οποίαν η Εναγόμενη 1 αιτείται τα εξής που καταγράφονται αυτούσια:

«Α.      Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η ακύρωση και/ή ο παραμερισμός του κλητηρίου εντάλματος και/ή της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος για τον λόγο ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και/ή η αγωγή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

Β.      Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την ακύρωση και/ή τον παραμερισμό του διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο εδόθει άδεια σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος στην παρούσα αγωγή.

Γ.       Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμερίζεται και/ή να ακυρώνεται το διάταγμα του Δικαστηρίου για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας καθώς και της άδειας για υποκατάστατη επίδοσης του με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Δ.       Διάταγμα του Δικαστηρίου που να αναστέλλει κάθε περαιτέρω διαδικασία στην υπό την ανωτέρω αριθμό και τίτλο αγωγή.

Ε.       Οποιαδήποε άλλη θεραπεία και/ή διάταγμα ήθελε κρίνει το Δικαστήριο δίκαιο και/ή εύλογο υπό τις περιστάσεις.

Στ.      ΄Εξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.2 Θ.1, Θ.3, Θ.6 & Θ.12, στη  Δ.16, στη Δ.27 Θ.3 και στη Δ.48 των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στα άρθρα 53 & 54 του Κεφ.189, στη νομολογία, στις συμφυείς εξουσίες και στην πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Τα δε γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Εναγόμενη 1 δικαιολογούν την επιτυχία της, περιέχονται σε ένορκη δήλωση της κυρίας Στεφανίας Καφετζιή, προσωπικής βοηθού του κ Π. Φιλίππου, δικηγόρου στο δικηγορικό οίκο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη 1 στην παρούσα αγωγή. Κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου καταχωρίστηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση από το ίδιο πρόσωπο. Δεν θα προβώ σε επανάληψη του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων επειδή δεν θα εξυπηρετήσει σε οτιδήποτε αλλά θα αναφερθώ σε αποσπάσματα του εκεί και όπου κριθεί ότι ενδείκνυται για την εξέταση της αίτησης. Εν πάση όμως περιπτώσει, στις ένορκες δηλώσεις αναπτύσσεται το σκεπτικό βάση του οποίου ζητούνται τα αιτούμενα διατάγματα.      

 

Η Ενάγουσα αντέδρασε στις 28.02.23 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 22 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η έγκριση της υπό κρίση αίτησης.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης της Ενάγουσας στηρίζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, στη Δ.2, στη Δ.16 Θ.1-Θ.5 & Θ.9-11, στη Δ.19, Δ.25 Θ.6 και στη Δ.48 Θ.1, Θ.2, Θ.4, Θ.6, Θ.8-Θ.13 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στα άρθρα 21, 31, 32, 33(1)-(4), 38, 41, 53, 54, 57 & 58 του Κεφ.189, στα άρθρα 3, 4, 6, 10, 11, 21, 23, 35 & 41 του Κεφ.195, στον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τη 4ης Ιουλίου 2012, στη νομολογία και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.  

 

Η ένσταση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση της Ενάγουσας μεταφρασμένης στην ελληνική γλώσσα, στην οποίαν περιέχονται γεγονότα και επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη της τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου καταχωρίστηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση από το ίδιο πρόσωπο. Στην ουσία αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης. Για τον ίδιο λόγο ούτε εδώ χρειάζεται να επαναδιατυπώσω το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης αλλά εκεί και όπου χρειάζεται θα γίνεται αναφορά.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ένεκα του χρόνου καταχώρησης της παρούσας αγωγής, το δικονομικό πλαίσιο που ισχύει είναι οι Παλαιοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Παρά την εφαρμογή του παλαιού καθεστώτος, το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει την δυνατότητα εφαρμογής του Νέου Κανονισμού 60.2, στον οποίον σημειώνεται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του τον πρωταρχικό σκοπό και το καθήκον του να διαχειρίζεται υποθέσεις, όπως αυτά υποδεικνύονται το Μέρος 1 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.      

 

Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου από τον 6ο λόγο ένστασης με τον οποίον η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη 1 εμποδίζεται από του να αμφισβητεί τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων επειδή η τελευταία παρέλειψε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία με βάση τη Δ.16 Θ.9 αλλά καταχώρισε εμφάνιση δυνάμει της Δ.16 Θ.3. Σε κάθε περίπτωση επικαλείται παράλειψη ταυτόχρονης καταχώρισης αίτησης παραμερισμού του κλητηρίου εντάλματος και της επίδοσης αυτού με την εμφάνιση που έχει προωθηθεί. Συνεπώς είναι η θέση της Ενάγουσας ότι η Εναγόμενη 1 έχει υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

Ο παραμερισμός κλητηρίου εντάλματος ή η ακύρωση διατάγματος Δικαστηρίου για επίδοση κλητηρίου εντάλματος δικονομικά διέπεται από τη Δ.16 Θ.9 των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Ο εν λόγω Κανονισμός έχει ως εξής:

«A defendant before appearing shall be at liberty, without obtaining an order to enter or entering a conditional appearance, to take out a summons to set aside the service upon him of the writ or of notice of the writ, or to discharge the order authorizing such service.»

 

Οι διατάξεις του πιο πάνω Κανονισμού αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης σε διάφορες κυπριακές αποφάσεις. Μελετώντας προσεχτικά τις πρόνοιες της προαναφερόμενης διάταξης και αντλώντας καθοδήγηση από σχετική νομολογία που ασχολήθηκε  με την ερμηνεία τους (G.J. Magdon Ltd v. A.L. Metal Trading Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2064) διαπιστώνω ότι η εφαρμογή της Δ.16 Θ.9 μπορεί να προσεγγιστεί με δύο τρόπους. Πρώτος τρόπος είναι ο εναγόμενος, προτού προβεί σε οποιοδήποτε νέο δικονομικό ή άλλο διάβημα στη διαδικασία (‘fresh step in action’), δικαιούται χωρίς να έχει διαταγή του Δικαστηρίου που να του επιτρέπει να καταχωρίσει εμφάνιση υπό αίρεση, να υποβάλει αίτηση δια κλήσεως για ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος που του έγινε ή για ακύρωση του διατάγματος που εξουσιοδοτεί τέτοια επίδοση. Ο δεύτερος τρόπος για την προώθηση αίτησης παραμερισμού κλητηρίου εντάλματος και άλλων συναφών δικαστικών εγγράφων είναι η ταυτόχρονη καταχώριση τέτοιας αίτησης μαζί με την καταχώριση της υπό αίρεση εμφάνισης.

 

Σχετικές ακόμη είναι οι υποθέσεις Γεωργιάδης v. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136Αίτηση φύσεως certiorari Χριστοδουλίδη (1995) 1 Α.Α.Δ. 38 και Παπακόκκινου v. Εταιρείας Landbroke Group P.L.C. κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 1090, στις οποίες παραπέμπω.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Εναγόμενη 1 έχει καταχωρήσει σημείωμα υπό διαμαρτυρία στις 08.11.22. Πράγματι κάτω από τον τίτλο του εγγράφου σημειώνεται  ως υπότιτλος η φράση «Αρ.12 – Σημείωμα Εμφανίσεως (O.16, r.3)». Αυτό παραπέμπει στην Δ.16 Θ.3 που πραγματεύεται την περίπτωση παραμερισμού σημειώματος εμφάνισης, η οποία ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής. Ωστόσο τόσο το επίμαχο σημείωμα εμφάνισης όσο και η υπό κρίση αίτηση που καταχωρίστηκε στις 16.12.22 είναι σαφείς ως προς το πραγματικό τους βάθρο αλλά και τις επιδιωκόμενες θεραπείες. Το περιεχόμενο αμφοτέρων εγγράφων ομιλεί από μόνο του. Μάλιστα ο τίτλος του σημειώματος εμφάνισης καταγράφει χαρακτηριστικά «ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΥΠΟ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ». Από τα δεδομένα αυτά είναι ξεκάθαρο ότι εκ παραδρομής εμφανίζεται υπότιτλος στο σώμα του εγγράφου. Θα ήταν καθαρά τυπολατρία που θα προκαλούσε μόνο αδικία αν εκλαμβανόταν ότι το επίμαχο έγγραφο δεν συνιστά σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία που καταχωρίστηκε δυνάμει της Δ.16 Θ.9. Πολύ δε περισσότερο όταν εξ’ όψεως φαίνεται ότι η παρούσα αίτηση δεν συγκρούεται με το σκεπτικό των αποφάσεων S.P.P. Projects Limited v. Integral Equipment Sarl (1993) 1 Α.Α.Δ. 762, Tlais Enterprises Ltd v. Her Majestys Revenue & Customs (Ex Her Majestys Customs and Excise), Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2009 ημερ. 18.03.15 και Kozinskaya River Limited κ.α. v. KLCC Holdings Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε43/2013.

 

Σε ότι αφορά την προώθηση της υπό κρίση αίτησης είναι γεγονός ότι παρόλο που η Εναγόμενη 1 δεν προέβηκε σε νέο δικονομικό ή άλλο διάβημα στη διαδικασία εντούτοις δεν ακολούθησε κανένα από τους προαναφερόμενους δύο τρόπους που προβλέπονται για την εφαρμογή της Δ.16 Θ.9. Υπενθυμίζω ότι  η καταχώριση της υπό αίρεση εμφάνισης δεν έγινε ταυτόχρονα με την καταχώριση της υπό κρίσης αίτησης αλλά μετά από ένα μήνα και οκτώ ημέρες.

 

Ο χρόνος καταχώρησης αίτησης δια κλήσεως για παραμερισμό της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος δεν παραμένει στην ελεύθερη επιλογή του εναγομένου ο οποίος δεν έχει απεριόριστο δικαίωμα να ενεργεί κατά το δοκούν ενώ εκκρεμεί εναντίον του καταχωρημένη αγωγή αλλά θα πρέπει να γίνεται ταχέως και με την πρώτη ευκαιρία καθότι σε αντίθετη περίπτωση δημιουργείται το υπόβαθρο για παραίτηση του δικαιώματος διαμαρτυρίας ως προς την επίδοση κλητηρίου εντάλματος από μέρους του εναγομένου. Η νομολογία ακόμη επισημαίνει ότι το θέμα της καθυστερημένης υποβολής μιας τέτοιας αίτησης είναι αυτοτελές και εξετάζεται ανεξάρτητα από τους παράγοντες που καθοδηγούν το Δικαστήριο στην προσέγγιση επί της ουσίας της (Κατσουρίδης v. Αντωνίου και άλλης (2005) 1Β Α.Α.Δ. 835).

 

Στα πλαίσια εξέταση του ζητήματος αυτού έχω ανατρέξει στο δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης αφού υπήρχε τέτοια δυνατότητα προκειμένου να έχω καλύτερη και ολοκληρωμένη αντίληψη του ιστορικού της υπόθεσης (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938). Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος μαζί με όλα τα συναφή έγγραφα επιδόθηκαν στην Εναγόμενη 1 στις 09.09.22 δυνάμει σχετικού δικαστικού διατάγματος, η οποία κατά την ημερομηνία εκείνη φαίνεται να έλαβε γνώση για την παρούσα αγωγή. Παρά το πιο πάνω γεγονός, η Εναγόμενη 1 επέλεξε να καταχωρήσει σημείωμα υπό διαμαρτυρία στις 08.11.22, δηλαδή μετά από δύο μήνες. Ακολούθως επέλεξε να καταχωρήσει την υπό κρίση αίτηση στις 16.12.22, δηλαδή μετά από ένα μήνα και 8 μέρες. Συνολικά τρεις μήνες και οκτώ ημέρες από την επίδοση.

 

Χωρίς αμφιβολία η Εναγόμενη 1 επέλεξε να καταχωρήσει με καθυστέρηση την υπό κρίση αίτηση. Ενέργησε κατά το δοκούν χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση που να δικαιολογεί την μη ταχείας ανταπόκρισης με την πρώτη ευκαιρία. Τόσο στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση όσο και στη γραπτή νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου της κανένας ικανοποιητικός λόγος παρέχεται που να δικαιολογεί την καθυστέρηση. Η καθυστέρηση, εκτός από αδικαιολόγητη, είναι, υπό τις περιστάσεις, μεγάλη με αποτέλεσμα να θεωρηθεί παραίτηση του δικαιώματος διαμαρτυρίας ως προς τις αιτούμενες θεραπείες από μέρους της Εναγομένης 1 και κατ’ επέκταση υπαγωγή της στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

Θα μπορούσε να λεχθεί ότι αν η παρούσα αίτηση καταχωρείτο εντός λίγων ημερών από την καταχώρηση του σημειώματος υπό διαμαρτυρία που θα είχε καταχωριστεί και αυτό λίγες ημέρες από την επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος, ενδεχομένως το πρόβλημα μη συμμόρφωσης με την Δ.16 Θ.9 να αποτελούσε παρατυπία που θα μπορούσε να θεραπευτεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Αίτηση του χχχ Sergueyevich Πολιτική Έφεση 55/20 ημερ. 05.04.21, Βερεγγάρια Παπακόκκινου και άλλη v. Makaza Constraction Limited Πολιτική Έφεση Αρ. 27/14 ημερ. 22.07.21).

 

Συνεπώς ο 6ος λόγος ένστασης επιτυγχάνει.

 

Ανεξαρτήτως όμως του πιο πάνω θα ασχοληθώ με ζητήματα που έχουν εγερθεί στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης αλλά και με την ουσία αυτής σε περίπτωση που η απόφαση του Δικαστηρίου κριθεί εσφαλμένη σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο.

 

Με τον 16ο λόγο ένστασης η Ενάγουσα παραπονιέται ότι η υπό κρίση αίτηση είναι παράτυπη και/ή ανεπίτρεπτη και/ή αντίθετη των Διαδικαστικών Κανονισμών και της πρακτικής του Δικαστηρίου. Επικαλούμενη τη Δ.39 Θ.2 η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ενόρκως δηλούσα στην ένσταση δεν νομιμοποιείται να ορκιστεί και ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης. Επίσης ισχυρίζεται ότι δεν αποκαλύπτονται οι πηγές από τις οποίες άντλησε ο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων της. Αντίθετη η θέση της Εναγομένης 1, η οποία παρέχει το δικό της σκεπτικό.

 

Με κάθε σεβασμό στην Ενάγουσα δεν έχει δίκαιο να παραπονιέται. Το γεγονός ότι η ενόρκως δηλούσα είναι υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο δεν την καθιστά εκ προοιμίου αναρμόδιο άτομο για να προβαίνει σε ένορκη δήλωση. Μπορεί να είναι ανεπιθύμητη πρακτική αλλά δεν απαγορεύεται ώστε να αγνοείται ή να απορρίπτεται το περιεχόμενο της (Ζωγράφος κ.α. v. Drosoneri Farm Limited Πολιτική Έφεση Αρ. 379/2012 ημερ. 21.05.15, Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1Α Α.Α.Δ. 82).

 

Η ομνύουσα στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση αναφέρει ότι είναι η προσωπική βοηθός συγκεκριμένου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη 1 στην παρούσα υπόθεση. Πρόκειται για το δικηγόρο που εμφανίζεται εκ μέρους της Εναγομένης 1 στην υπόθεση αυτή. Προφανώς είναι ο δικηγόρος που τη χειρίζεται. Η ομνύουσα εξηγεί για ποιο λόγο η Εναγόμενη 1 δεν προέβηκε σε ένορκη δήλωση. Είναι μόνιμη κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου και πρακτικά αδυνατούσε τόσο να έλθει στην Κύπρο όσο και να μεταβεί σε πρεσβεία. Παράλληλα η ομνύουσα αποκαλύπτει τις πηγές γνώσεις της αναφορικά με τα γεγονότα που επικαλείται. Ειδικότερα από την ανάμιξη της στην υπόθεση υπό την επαγγελματική της ιδιότητα, από πληροφόρηση που έλαβε μελετώντας τον υπηρεσιακό φάκελο στον οποίον δηλώνει ότι είχε πρόσβαση, από ενημέρωση που είχε μέσα από αλληλογραφία της Εναγομένης 1 έχει διαβάσει και από διαφώτιση που έτυχε από τον δικηγόρο Πολύκαρπο Φιλίππου που χειρίζεται την υπόθεση. Όλα αυτά είναι δεδομένα που συνηγορούν ότι η παρούσα περίπτωση είναι από αυτές όπου δεν δικαιολογείται απόρριψη ή παραγνώριση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση για το λόγο που προβλήθηκε.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω ο λόγος αυτός ένστασης θα απορριπτόταν ως ανεδαφικός.

 

Προχωρώ με την εξέταση του 17ου λόγου ένστασης με τον οποίον η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση είναι ανεπαρκής και/ή αόριστη και/ή ακαθόριστη και ότι προβάλλονται αβάσιμοι και/ή ανυπόστατοι ισχυρισμοί που είναι άσχετοι με την παρούσα υπόθεση.

Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι πιο πάνω τοποθετήσεις συνιστούν συμπεράσματα, στα οποία το Δικαστήριο θα καταλήξει μέσα από την εξέταση της ουσίας της υπό κρίση αίτησης. Συνεπώς δεν αποτελούν λόγο που χρήζει διερεύνησης.

 

Τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω ισχύουν και για τον 18ο λόγο ένστασης, μέσα από τον οποίον η Ενάγουσα επικαλείται ότι στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση προβάλλονται νεοφανείς ισχυρισμοί και ισχυρή διαστρέβλωση των πραγματικών γεγονότων, που σύμφωνα με την ίδια είναι άτοπο και δημιουργεί σοβαρού βαθμού κακοπιστία για την Εναγόμενη 1 και την ομνύουσα. Στη βάση του ιδίου σκεπτικού η πιο πάνω αναφορά δεν αποτελεί λόγο που χρήζει εξέτασης.

 

Ομοίως τα πιο πάνω βρίσκουν έρεισμα και στον 9ο λόγο ένστασης όπου η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι στην υπό κρίση αίτηση δεν παρουσιάζονται σοβαροί και/ή επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν το αιτητικό της. Στη βάση της ίδιας εξήγησης ούτε αυτός ο λόγος χρήζει εξέτασης.

 

Συνεχίζω με τις θέσεις και τους λόγους που αφορούν την ουσία της υπό κρίση αίτησης. Σχετικοί είναι οι λόγοι ένστασης αρ. 2, 3, 4, 7 και 9.

 

Η Εναγόμενη 1 ισχυρίζεται ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν αποτελούν forum of convenience θεωρώντας για τους λόγους που προβάλλει ότι στερούνται δικαιοδοσίας να εκδικάσουν την παρούσα αγωγή. Γι’ αυτό ζητείται ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος που έχει καταχωριστεί καθώς επίσης του διατάγματος επίδοσης της ειδοποίησης αυτού εκτός δικαιοδοσίας.

 

Ένα κλητήριο ένταλμα που η ειδοποίηση αυτού επιδιώκεται να επιδοθεί εκτός Κύπρου απαιτεί άδεια από το Δικαστήριο για να σφραγιστεί και ακολούθως να καταχωριστεί. Σχετική είναι η Δ.2 Θ.2. Έπειτα χρειάζεται η έκδοση διατάγματος που επιτρέπει την επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Οι προϋποθέσεις για να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα παρατίθενται στη Δ.6 Θ.1 (Defence Land Office v. A.P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1Β Α.Α.Δ. 995, Τηλέτυπος Α.Ε. v. Mega Channel Management Ltd (2004) 1Γ Α.Α.Δ. 1863). Οποιαδήποτε από αυτή ισχύει δυνατό να οδηγήσει στην έκδοση του διατάγματος.

  

Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι πληρούνται οι σχετικές πρόνοιες με αποτέλεσμα να χορηγήσει στην Ενάγουσα άδεια για σφράγιση και καταχώρηση γενικού οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και περαιτέρω εξέδωσε διάταγμα για επίδοση της ειδοποίησης αυτού εκτός δικαιοδοσίας στους Εναγομένους 1 και 2. Η επίδοση έγινε σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου στους δύο Εναγομένους, οι οποίοι φαίνεται ότι έλαβαν γνώση για την αγωγή.

 

Να σημειωθεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει εφεσιβληθεί.

 

Έγινε αναφορά από τους συνηγόρους στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012. Είναι ο Κανονισμός που πραγματεύεται το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και την αποδοχή και εκτέλεση δημοσίων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής. Η θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι ο εν λόγω Κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση επειδή η Αγγλία δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν με βρίσκει σύμφωνο (μέρος 4ου λόγου ένστασης). Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου Κανονισμού. Στο κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο’ του Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδη, 3η έκδοση, σελίδες 265-266, §7.2. Πεδίο Εφαρμογής, §7.2.1 Καθ’ ύλην Πεδίο Εφαρμογής, αναφέρονται τα εξής:

«Πλέον τα κυπριακά δικαστήρια θα στηρίζονται επομένως στις διατάξεις του Κανονισμού 650/2012 για να καθορίσουν τον κανόνα συνδέσεως και να αποφασίσουν πιο δίκαιο θα έπρεπε να εφαρμοστεί σε μια συγκεκριμένη υπόθεση κληρονομικού δικαίου, ανεξάρτητα αν το δίκαιο αυτό είναι εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους ή δίκαιο τρίτου κράτους.» 

 

[η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Περαιτέρω το άρθρο 10 του Κανονισμού επισημαίνει τη δυνατότητα Δικαστηρίου ενός κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας να έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση κληρονομικής διαδοχής στο σύνολό της παρόλο ότι η συνήθης διαμονή του θανόντος κατά τον χρόνο του θανάτου δεν βρισκόταν σε κράτος μέλος. Επίσης πιο ξεκάθαρα το άρθρο 20 προνοεί οικουμενική εφαρμογή του Κανονισμού. Όπως αναφέρεται στο άρθρο αυτό, δίκαιο που καθορίζεται από τον παρόντα Κανονισμό εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους. Σχετικά ακόμη είναι τα άρθρα 21-24 του Κανονισμού, στα οποία και παραπέμπω.

 

Επομένως με βάση τα πιο πάνω ο εν λόγω Κανονισμός έχει διεθνή αναγνώριση και οικουμενική εφαρμογή χωρίς έτσι να περιορίζεται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η θέση αυτή του συνηγόρου της Ενάγουσας δεν έχει έρεισμα και γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

Με την ακύρωση του καταχωρισμένου κλητηρίου εντάλματος η Εναγόμενη 1 ουσιαστικά επιδιώκει διαγραφή της αγωγής. Η Δ.27 Θ.3 παρέχει το δικονομικό πλαίσιο για την κίνηση του μηχανισμού για τη διαγραφή αγωγής.

 

Όπως ήδη έχει λεχθεί, εγείρεται ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Προβάλλεται ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να ασχοληθεί με την παρούσα υπόθεση. Η πολιτική δικαιοδοσία Επαρχιακών Δικαστηρίων εξηγείται στο άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960). Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ακούει και να αποφασίζει πρωτόδικα για κάθε αγωγή. Εδώ το ένδικο μέσο συνίσταται σε αγωγή με ότι αυτό συνεπάγεται.

 

Η δικαιοδοσία είναι η εξουσία του Δικαστηρίου που καθορίζεται από το δικαιοδοτικό νόμο να επιλαμβάνεται θεμάτων που εγείρονται ενώπιον του γι’ απόφαση σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες (Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160, R.C.K. Sports Ltd (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 618). Ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σ' οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε κατόπιν αιτήσεως από οποιονδήποτε από τους διαδίκους είτε ακόμη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Παναγιώτη Παναγή v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1Β Α.Α.Δ 1107, Κουκούνη κ.α. v. Νικολάου (2003) 1Γ Α.Α.Δ 1766).

 

Το ζήτημα της δικαιοδοσίας αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης σε διάφορες κυπριακές αποφάσεις. Σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία, η καταχωρημένη δικογραφία μιας υπόθεσης και ιδιαίτερα τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα μέσα από την έκθεση απαίτησης είναι εκείνα που στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας (Γρηγορίου v. Γρηγορίου κ.α. (2001) 1Β Α.Α.Δ 1461, Παπακόκκινου v. Εταιρείας Landbroke Group Plc κ.α. (1999) 1Β Α.Α.Δ 838).

 

Στην υπόθεση Re Χρύσω Ηρακλέους (1998) 1Γ Α.Α.Δ.1241 αποφασίστηκε ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας καθίσταται αμιγώς νομικό θέμα και κατ’ επέκταση εκδικάσιμο πριν από την ακρόαση της ουσίας της αγωγής μόνο εφόσον αποκρυσταλλώνεται η βάση πραγμάτων.

 

Στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο που έχει καταχωριστεί επιδιώκεται η ακύρωση της τελευταίας διαθήκης ημερ. 24.03.21 του αποβιώσαντα Graham επειδή, όπως η Ενάγουσα ισχυρίζεται, είναι άκυρη εξ’ υπαρχής και χωρίς νομική ισχύ αφού δεν έγινε με την ελεύθερη βούληση του αλλά κατόπιν πιέσεων, απειλών, εξαναγκασμού, ενώ αυτός τελούσε υπό σύγχυση και δίχως αυτός κατά την υπογραφή του εγγράφου να είχε σώας τα φρένας. Συνεπώς στην αγωγή αμφισβητείται η νομιμότητα και η εγκυρότητα διαθήκης ένεκα επικαλούμενων παράνομων ενεργειών.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση η Ενάγουσα αναφέρει ότι το επίμαχο έγγραφο συντάχθηκε και υπογράφηκε στην επαρχία Πάφου (§14 & §15). Σύμφωνα με την Ενάγουσα η τελευταία διαθήκη ημερ. 24.03.21 ετοιμάστηκε από τον αποβιώσαντα Graham, ο οποίος, για τους λόγους που παραθέτονται, είχε τη συνήθη διαμονή και μόνιμη κατοικία του (domicile) στην επαρχία Πάφου (§5 & §16). Περαιτέρω η Ενάγουσα επικαλείται τη διενέργεια παράνομων πράξεων από την Εναγόμενη 1 σε σχέση με την σύνταξη και υπογραφή του επίμαχου εγγράφου όταν, όπως διατείνεται, αυτή επισκέφτηκε τον αποβιώσαντα πατέρα της στην Κύπρο λίγες ημέρες πριν την υπογραφή της εν λόγω διαθήκης και το θάνατο του Graham (§29).

 

Αντίθετες είναι οι θέσεις της Εναγομένης 1, η οποία στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση ισχυρίζεται ότι η διαθήκη αφορά κινητή και ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Αγγλία και ο αποβιώσαντας Graham που υπέγραψε το επίμαχο έγγραφο έχει τη μόνιμη κατοικία του στην Αγγλία με αποτέλεσμα η θέση της Ενάγουσας ότι ο αποβιώσαντας Graham είχε τη μόνιμη κατοικία του (domicile) στην Κύπρο να μην ευσταθεί (§17 της αρχικής ένορκης δήλωσης & §6 συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης).

 

Επίσης η Εναγόμενη 1 αρνείται ότι προέβηκε στις επιλήψιμες ενέργειες που της καταλογίζει η Ενάγουσα (§7 συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης), τις οποίες η τελευταία επανέλαβε στην ένορκη δήλωση της (§9) αλλά και στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της (§7).

 

Από τα πιο πάνω γίνεται αντιληπτό ότι για την εκδίκαση του ζητήματος της δικαιοδοσίας προβάλλονται εκ διαμέτρου αντίθετοι ισχυρισμοί. Όλες οι θέσεις της Εναγομένης 1 που άπτονται γεγονότων απορρίπτονται από την Ενάγουσα, η οποία επικαλείται τις δικές της αναφορές ως τα αληθή πραγματικά γεγονότα. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση της Ενάγουσας 1 στην §2 της ένορκη δήλωσης της για το περιεχόμενο τη ένορκης δήλωσης στην αίτηση της Εναγομένης 1, την οποίαν θεωρώ ότι χρησιμεύει να καταγράψω αυτούσια: «Απορρίπτω γενικά και ειδικά και σε όλες τις λεπτομέρειες της τους ισχυρισμούς της κας Στεφανίας Καφετζιή, … , ως εκτίθενται στην Ένορκο Δήλωση της ημερ. 16/12/2022 που συνοδεύει την Αίτηση της Αιτήτριας της ίδιας ημερομηνίας …».

 

Στην δε §3 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της Ενάγουσας σημειώνονται τα εξής για το περιεχόμενο της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης στην αίτηση της Εναγομένης 1 που και αυτό κρίνω σκόπιμο να καταγράψω αυτούσια: «Απορρίπτω γενικά και ειδικά και σε όλες τις λεπτομέρειες όλους τους ισχυρισμούς της κας Στεφανίας Καφετζιή, … , ως εκτίθενται στην Συμπληρωματική Ένορκο Δήλωση της ημερ. 4/5/23, …».

 

[οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου].

 

Συνεπώς προκύπτει ότι απουσιάζει το κατάλληλο παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο καθώς και η απαιτούμενη πλήρης εικόνα αδιαμφισβήτητων γεγονότων που θα καθιστούσαν το ζήτημα της δικαιοδοσίας αμιγώς νομικό θέμα για μπορεί να εξεταστεί στο στάδιο αυτό. Στο κατάλληλο στάδιο που θα προσκομιστεί μαρτυρία στα πλαίσια εκδίκασης της αγωγής θα μπορεί εκ νέου να εξεταστεί ζήτημα διαγραφής της αγωγής με την ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος ένεκα της θέσης ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση αυτή.

 

Στη βάση των πιο πάνω επιτυγχάνουν οι λόγοι ένστασης αρ. 7 και 9 ενώ τα θέματα των λόγων ένστασης αρ. 2, 3 και 4 (υπόλοιπο μέρος) παραμένουν αδιευκρίνιστα.  

 

Επιπλέον η Εναγόμενη 1 ισχυρίζεται ότι η παρούσα αγωγή είναι θνησιγενής για το λόγο ότι έχει χρησιμοποιηθεί λανθασμένο δικονομικό μέσο αφού, αντίς να καταχωριστεί εναρκτήρια αίτηση με ένορκη δήλωση, καταχωρίστηκε κλητήριο ένταλμα. Είναι η θέση της Εναγομένης 1 ότι πρόκειται για παρατυπία που δεν είναι θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64. Η Ενάγουσα διαφωνεί και προβάλλει διαφορετικά επιχειρήματα.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η θέση αυτή προβλήθηκε μέσα από την §18 της αρχικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση. Ωστόσο εξετάζοντας τη θέση αυτή θα πρέπει να λεχθεί ότι ουδεμία εξήγηση δίδεται μέσα από τις δύο ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση και κανένας σχολιασμός γίνεται μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου της Εναγομένης 1 προς στοιχειοθέτηση της. Πρόκειται για μία θέση που παρέμεινε σε λεκτική επίκληση και κατ’ επέκταση στο επίπεδο του ισχυρισμού που τελικά δεν προωθήθηκε μέσα από την εκδίκαση της αίτησης. Θεωρώ ότι η θέση αυτή έχει εγκαταλειφθεί. Σε κάθε περίπτωση στερείται θεμελίωσης και ως εκ τούτου θα απορριπτόταν.

 

Πέραν όμως και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, το εδάφιο (1) του άρθρου 53 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμος (Κεφ.189), αν μπορεί να θεωρηθεί βοηθητικό στην παρούσα περίπτωση,  προνοεί ποια ζητήματα δύναται να επιλυθούν με εναρκτήρια κλήση. Σ’ αυτά δεν περιλαμβάνεται η προσβολή της νομιμότητας και εγκυρότητας διαθήκης. Παράλληλα τα άρθρα 17(γ) και 20 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου (Κεφ.195), νομοθεσία που θεωρείται σχετική με το αντικείμενο εδώ, πραγματεύονται την περίπτωση που απαιτείται κληρονομιά από πρόσωπο που με εξαναγκασμό, απάτη ή ψυχική πίεση προκάλεσε πρόσωπο στην να καταρτίσει διαθήκη ή να ανακαλέσει διαθήκη που ήδη έγινε από αυτό σε σχέση με κληρονομιά. Συνδυασμένη μελέτη των πιο πάνω άρθρων καθιστά αντιληπτό ότι για την αντιμετώπιση περίπτωσης όπως την προκείμενη προνοείται η έγερση αγωγής.

 

Συνεπώς ούτε αυτός ο ισχυρισμός της Εναγομένης 1 ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Ενόψει του προδιαγραφόμενου αποτελέσματος παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης. Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η αίτηση δεν μπορεί παρά να έχει απορριπτική κατάληξη. Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας/Καθ’ ης η αίτησης και εναντίον της Εναγομένης 1/Αιτήτριας. Τα έξοδα θα είναι εισπρακτέα αμέσως.

 

 

 

                                                          (Υπ.)   .................................

                                                                    Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο