ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                       

  Αρ. Αγωγής: 4054/2010

Μεταξύ:

                   George Stewart (xxx), από Ηνωμένο Βασίλειο

                                                                                                Ενάγοντος

                                          και

1.        Pentaras VK Developers Ltd, από Πάφο

2.        VK Tours & Financial Services Ltd, από Πάφο

3.        Ανδρούλλα Πενταρά, από Πάφο

                                                                             Εναγομένων

 

Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης Δικαστικής Απόφασης

 

 

Ημερομηνία: 13.02.24

Εμφανίσεις:

Για Εναγομένους 2 & 3/Αιτητές 2 & 3: κος Α. Γ. Ζύμπηλος

Για Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση: κα Γ. Αργυρού για Ανδρέας Χρ.

                                              Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε.

Διευθυντές Εναγομένης 2: κος Ε. Πενταράς & κος Κ. Πενταράς - παρόντες

Εναγόμενη 3: παρούσα

 

                                        ΑΠΟΦΑΣΗ

Η πιο πάνω αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση και κατόπιν εκδίκασης της στις 12.05.21 το ΕΔ Πάφου εξέδωσε απόφαση υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον των Εναγομένων 1, 2 & 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για τα ποσά €350.737,14 και €117.450,00 αντίστοιχα με νόμιμο τόκο επί των επιδικασθέντων ποσών πλέον έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι Εναγόμενοι άσκησαν έφεση επί της απόφασης του Δικαστηρίου.

 

Στις 19.09.23 οι Εναγόμενοι 2 & 3 καταχώρησαν την παρούσα δια κλήσεως αίτηση με την οποίαν ζητούν αναστολή εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης μέχρι εκδίκασης της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον τους.

 

Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται στη Δ.35 Θ.18 και Δ.48 Θ.8(1)(ee) των Παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κυρίου Ευάγγελου Πενταρά, ενός εκ των διευθυντών της Εναγομένης 2, στην οποίαν αναφέρει για την έκδοση δικαστικής απόφασης και για το ότι στις 17.06.21 οι Εναγόμενοι άσκησαν έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης. Αντίγραφο σχετικής ειδοποίησης από το Ανώτατο Δικαστήριο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο ‘Α’. Επίσης αναφέρει ότι κατόπιν συμβουλής που έλαβαν από τον δικηγόρο τους οι Εναγόμενοι έχουν καλή υπόθεση για να επιτύχουν στην έφεση τους. Ακόμη ο ομνύοντας θεωρεί ότι είναι ορθό και δίκαιο να ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης επειδή σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο έστω και αν η έφεση επιτύχει.

 

Ο Ενάγοντας αντέδρασε στις 27.11.23 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 19 λόγους. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται με κάποιους άλλους λόγους, ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται αναστολή εκτέλεσης της απόφασης.

 

Η ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης στηρίζεται, ανάμεσα σ’ άλλα, στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος, στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, στη διακριτική εξουσία και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα, άλλου από αυτού που χειρίζεται την παρούσα υπόθεση. Στο εν λόγω έγγραφο περιέχονται γεγονότα  και προβάλλονται επιχειρήματα που σύμφωνα με την ομνύουσα τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Δεν θα επαναλάβω το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης επειδή δεν θα εξυπηρετήσει σε οτιδήποτε αλλά θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα εκεί και όπου κριθεί ότι ενδείκνυται για την εξέταση της αίτησης.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να αναστέλλει απόφαση που έχει εκδώσει πηγάζει από τις πρόνοιες του άρθρου 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60). Δικονομικά δε διέπεται από τους Θ.18 και Θ.19 της Δ.35 των Παλαιών Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το θέμα αυτό ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο διαθέτει συμφυή εξουσία να αναστείλει μια απόφαση του είτε για συγκεκριμένη περίοδο είτε για απεριόριστο χρονικό διάστημα (αγγλικό νομικό σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 16, σελίδες 34-35). Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια εξέτασης του εν λόγω ζητήματος έχουν διαμορφωθεί μέσα από τη νομολογία.

 

Στην υπόθεση Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Telec Logistic Company Ltd και άλλη (2008) 1 Α.Α.Δ. 764 λέχθηκε ότι το πνεύμα της Δ.35 Θ.18 είναι η αναστολή θετικής υποχρέωσης ή καθήκοντος το οποίο επιβάλλεται από την απόφαση που εφεσιβάλλεται. Το αντικείμενο της αναστολής είναι η υποχρέωση ή το καθήκον που επιβάλλεται από την απόφαση και όχι η παγοποίηση ή ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης, η οποία εφεσιβάλλεται.

 

Στις υποθέσεις Παπά v. Οικονομίδου κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 58 και Penderhil Holdings Limited v. Κλουκινά κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1921 τονίστηκε ότι το θέμα αυτό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους πιο κάτω παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης:

(α)      Ο διάδικος που επιτυγχάνει στην υπόθεση του δεν πρέπει, χωρίς ουσιαστικό λόγο, να στερείται των καρπών της επιτυχίας του και

(β)      Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.

 

Μόνο όμως η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης (Μέγας Χ’ Ευαγγέλου v Dorami Marine Ltd & Others (1991) 1 Α.Α.Δ. 172). Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν στα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη αλλά είναι οριακής σημασίας (Ναυτικός Όμιλος Πάφου v Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147). Δεν αποτελεί το βασικό παράγοντα παρόλο ότι είναι σχετικός, εκτός όπου μπορεί να γίνει με βεβαιότητα πρόγνωση ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, οπότε και αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Βλάχου v. Οικονόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1520).

 

Καθοδηγούμενος από το πιο πάνω νομικό πλαίσιο στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Θα ασχοληθώ ευθύς με τους παράγοντες που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου για σκοπούς εξέτασης της ουσίας της αίτησης. Σχετικοί είναι οι λόγοι ένστασης αρ. 1, 2, 6, 8, 12, 13, 15 και 16.

 

Με κάθε σεβασμό στους Εναγομένους η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση κάθε άλλο παρά είναι σε θέση να υποστηρίξει το αιτούμενο διάταγμα. Το περιεχόμενο της είναι γενικό και αόριστο. Ουδεμία λεπτομέρεια περιλαμβάνεται και καμία επεξήγηση παρέχεται που να διαφωτίζει το Δικαστήριο. Πέραν της ενημέρωσης για καταχώριση έφεσης εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου, κανένα άλλο στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον μου που να σχετίζεται με το αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης. Οτιδήποτε άλλο σημειώνεται είναι λεκτική τοποθέτηση χωρίς ουσία και άνευ σημασίας για την υπό εξέταση αίτηση.

 

Στην ένορκη δήλωση του ο ομνύοντας των Εναγομένων επισυνάπτει την ειδοποίηση που λήφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Πρόκειται απλά ενημέρωση ότι η έφεση καταχωρίστηκε στο μητρώο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ότι έλαβε συγκεκριμένο αριθμό. Το έγγραφο της έφεσης καθ’ εαυτό δεν επισυνάπτεται στην αίτηση ώστε να γίνουν αντιληπτό τόσο οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η έφεση όσο και η νομική επιχειρηματολογία που αυτοί προωθούνται. Η απουσία του εγγράφου αυτού εμποδίζει το Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση της προοπτικής επιτυχίας της, παρόλο ότι, όπως έχει ήδη λεχθεί, ο παράγοντας αυτός, αν και σχετικός, δεν είναι βασικός εκτός όπου μπορεί να γίνει με βεβαιότητα πρόγνωση ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, οπότε και αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει το επισυνημμένο έγγραφο δεν επιτρέπει ούτε καν εικασία από μέρους του Δικαστηρίου με όποια σημασία θα μπορούσε να λεχθεί ότι είχε. Η δε αναφορά του ομνύοντα ότι «κατόπιν συμβουλής που έλαβαν από τον δικηγόρο τους οι Εναγόμενοι 2 και 3 έχουν καλή υπόθεση για να επιτύχουν στην έφεση τους» παρέμεινε μετέωρη σε λεκτικό επίπεδο χωρίς υποστηρικτικό υπόβαθρο, η παρουσία του οποίου ενδεχομένως να τη θεμελίωνε.

 

Περαιτέρω στην ένορκη δήλωση της αίτησης ουδεμία αναφορά υπάρχει που να σχετίζεται με το ενδεχόμενο εξαιρετικών περιστάσεων. Στην ένορκη δήλωση της υπό κρίση αίτησης δεν περιέχονται γεγονότα που να παραπέμπουν στην ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Η γενική και αόριστη λεκτική τοποθέτηση του ομνύοντα ότι «θεωρεί ότι είναι ορθό και δίκαιο να ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης επειδή σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο έστω και αν η έφεση επιτύχει» δεν καταδεικνύει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Ούτε, ελλείψει στοιχείων και σχετικών επεξηγηματικών αναφορών, η αναφορά αυτή βοηθά την αίτηση καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Δεν εξηγείται γιατί εδώ συγκεκριμένα δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη σε περίπτωση που η έφεση επιτύχει. 

 

Ούτε, με κάθε σεβασμό στους Εναγομένους, η νομική επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους προσθέτει οτιδήποτε στο αντικείμενο εκδίκασης της υπ’ αναφορά αίτησης. Απλά παρατίθεται η νομολογία που είναι σχετική με το υπό εξέταση θέμα και επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση.

 

Με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης έχω εξισορροπήσει τους παράγοντες που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου για σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης. Από τα ενώπιον μου δεδομένα δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα η παρούσα έφεση θα απωλέσει την αποτελεσματικότητα της ως ένδικο μέσο. Το γεγονός ότι καταχωρίστηκε έφεση δεν σημαίνει ότι εκ προοιμίου αναστέλλεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης.

 

Αν ίσχυε το πιο πάνω, τότε δεν θα υπήρχαν παράγοντες που χρήζουν εξέτασης αλλά όλες οι δικαστικές αποφάσεις θα αναστέλλονταν αυτόματα ενόψει των εφέσεων που εκκρεμούν. Αυτό θα έπληττε την αποτελεσματικότητα των δικαστικών αποφάσεων και γενικότερα το κύρος και την αξιοπιστία της δικαιοσύνης. Στη βάση των δεδομένων που έχουν τεθεί ενώπιον μου θωρώ ότι αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα ο Ενάγοντας που με κόπο έχει επιτύχει στην υπόθεση του θα στερηθεί των καρπών της επιτυχίας του χωρίς ουσιαστικό λόγο.

 

Κατά συνέπεια οι λόγοι ένστασης αρ. 1, 2, 6, 8, 12, 13, 15 και 16 επιτυγχάνουν.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση δεν μπορεί παρά να έχει απορριπτική κατάληξη. Ενόψει του προδιαγραφόμενου αποτελέσματος παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης. Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα/Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των Εναγομένων 2 & 3/Αιτητών 2 & 3.

 

 

 

                                                          (Υπ.)   .................................

                                                                   Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο