ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 2206/15

 

Μεταξύ:                                                                     

   Δημήτρης Σάββα Χατζησοφόκλη, εκ Πάφου

 

Ενάγοντας

         και

 

       ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, εκ Πάφου

 

Εναγόμενης

Ημερομηνία: 15/02/24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Μ. Μιχαηλίδης

Για Εναγόμενη: κα. Ε. Χατζηπαναγή για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε μετά την εγκατάσταση από την Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, εναέριας γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος τάσης 132.000 κιλοβατώρων («132ΚV») άνωθεν του ακινήτου του Ενάγοντα που βρίσκεται στην περιοχή Καμπούρα, έδαφος του χωριού Γιόλου της Επαρχίας Πάφου, με σκοπό να επιτευχθεί η μεταφορά / εγκατάσταση, των εν λόγω καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος. Το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 παρέχει εξουσία στην Εναγόμενη να τοποθετεί ηλεκτρικές γραμμές διαμέσου οποιασδήποτε γης, άλλη από γη που καλύπτεται από οικοδομές, νοουμένου ότι εξασφαλιστεί προς τον σκοπό τούτο συγκατάθεση από τους ιδιοκτήτες και κατόχους της γης ή σε περίπτωση άρνησης τους, από τον Έπαρχο.

 

Στην παρούσα υπόθεση, αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών, ότι η εγκατάσταση από μέρους της Εναγόμενης των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος έγινε κατόπιν συγκατάθεσης που λήφθηκε από τον Έπαρχο Πάφου, καθότι ο Ενάγοντας δεν είχε δώσει την δική του συγκατάθεση.

 

Πιο συγκεκριμένα ο Ενάγοντας με την παρούσα Αγωγή αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

ΣΤ) Γενικές και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και/ή εξαιρετικές αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων λόγω καταπιεστικής και/ή ετσιθελικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς αυτών προς την ενάγουσα και/ή άλλως πως, ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Ζ) Περαιτέρω αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων ως διαφυγόντα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Η) Διαζευκτικά αποζημιώσεις εναντίον των εναγομένων αντιπροσωπεύουσες την αξία του επηρεαζομένου μέρους του ακινήτου και/ή ως ενδιάμεσα κέρδη και/ή ενοίκια και/ή άλλως πως.

 

Θ) Περαιτέρω ή ετέραν θεραπείαν και αποζημιώσεις λόγω εκπομπής επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και γενικές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και/ή αναστάτωση και/ή αγωνία και/ή λόγω απώλειας ανέσεων της ενάγουσας και/ή για επηρεασμό της σωματικής και ψυχικής της ηρεμίας.

 

Ι) Αποζημιώσεις για μείωση της οικονομικής και/ή άλλως πως αξίας του κτήματος του Ενάγοντα λόγω της παρουσίας και διέλευσης των ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV και λόγω της εκπομπής των επιβλαβών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

 

Κ) Ειδικές αποζημιώσεις 38.000 ευρώ – ως ανωτέρω λεπτομερώς εκτίθεται.

 

Λ) Απόφαση και ή αναγνωριστική απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη προσωπικά και ή δια των διευθυντών και ή δια των αντιπροσώπων της και ή υπαλλήλων αυτής, παράνομα άδικα και αντισυνταγματικά επεμβαίνει και ή προκαλεί οχληρία και ζημιά στο ακίνητο του Ενάγοντα λόγω της εγκατάστασης σε αυτό πυλώνα και ή της διέλευσης εναέριων ηλεκτροφόρων καλωδίων υψηλής τάσης 132 KV.

 

Μ) Νόμιμον τόκον από 4.3.2009.

 

Ν) Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Σημειώνεται ότι σε ότι αφορά τις θεραπείες που o Ενάγοντας αξίωνε με την έκθεση απαίτησης του σε σχέση με τα αιτητικά Α, Β, Γ, Δ και Ε, αυτές αποσύρθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και έτσι η απαίτηση του έχει περιοριστεί μόνο ως προς τα αιτητικά που καταγράφονται ανωτέρω.  

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Ενάγοντα

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησής ο Ενάγοντας κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και κάτοχος του ακινήτου με αριθμό εγγραφής χχχχ, Τεμάχιο χχχ, Φ./Σχ. χχ/χχ, στην τοποθεσία Καμπούρα έδαφος του χωριού Γιόλου της Επαρχίας Πάφου, από τώρα και στο εξής «το ακίνητο». Η Εναγόμενη απέστειλε στον Ενάγοντα συστημένη επιστολή με την οποία  του ζητούσε να συγκατατεθεί για την εγκατάσταση/διέλευση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος 132 ΚV, άνωθεν του ακινήτου του. Ο Ενάγοντας αρνήθηκε να συγκατατεθεί και έτσι η Εναγόμενη αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει την ζητούμενη συγκατάθεση, κάτι το οποίο τελικά και επέτυχε. Η συγκατάθεση που δόθηκε στην Εναγόμενη ήταν βεβαίως υπό όρους. Η Εναγόμενη πέραν των πιο πάνω ενεργειών στις οποίες προέβηκε, προχώρησε και εξασφάλισε Πολεοδομική άδεια και στην συνέχεια έγκριση, για την κατασκευή, τοποθέτηση και εγκατάσταση της εναέριας γραμμής αγωγών ρεύματος. Υπέγραψε επίσης και συμφωνία με τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον Έπαρχο Πάφου στη βάση της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες γης που επηρεάζονται από την εν λόγω εγκατάσταση.

 

Έτσι, κατά ή περί το έτος 2009 – 2011, η Εναγόμενη προχώρησε στην εγκατάσταση εναέριων αγωγών υψηλής τάσης ρεύματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί στον Ενάγοντα ως ισχυρίζεται σοβαρή οικονομική ζημιά, αφού το γεγονός αυτό είχε ως συνεπακόλουθο η οικονομική αξία του ακινήτου του να μειωθεί ουσιωδώς. Πιο συγκεκριμένα ο Ενάγοντας υποστηρίζει, ότι τα εναέρια ηλεκτροφόρα καλώδια τα οποία διέρχονται άνωθεν του ακινήτου του επέφεραν δυσμενή αποτελέσματα ως προς την αξιοποίηση του, και ως εκ τούτου απαιτεί να αποζημιωθεί από την Εναγόμενη. Περαιτέρω υποστηρίζει, ότι τα ηλεκτροφόρα καλώδια που έχουν εγκατασταθεί άνωθεν του ακινήτου του, μεταφέρουν ασταμάτητα ηλεκτρικό φορτίο υψηλής τάσης ρεύματος με αποτέλεσμα να δημιουργείται ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο το οποίο και εκπέμπει ισχυρότατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία ως γνωστόν είναι επιβλαβή στον ανθρώπινο οργανισμό αφού προκαλούν καρκίνο ως και θάνατο. Σύμφωνα επίσης με τον Ενάγοντα, ο εξοπλισμός που έχει εγκαταστήσει η Εναγόμενη, προκαλεί πραγματική και αντικειμενική οχληρία στο ακίνητο του, με αποτέλεσμα τη διατάραξη της σωματικής και ψυχικής του υγείας.

 

Συνεπεία των πιο πάνω εγκαταστάσεων που έχουν τοποθετηθεί στο ακίνητο του ο Ενάγοντας υποστηρίζει ότι παρεμποδίζεται από του να προβεί στην χρήση και αξιοποίηση του, αφού η εγκατάσταση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος εντός του ακινήτου του είναι αποτρεπτικά στοιχεία για την αγορά, πώληση, αξιοποίηση, κάρπωση και εκμετάλλευση της περιουσίας της, λόγω της γενικής εντύπωσης (General Public Opinion) ότι το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που δημιουργείται προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου.

 

Περαιτέρω υποστηρίζει ότι εμποδίζεται από του να προβαίνει και στις συνήθεις αγροτικές δραστηριότητες περιποίησης και ή συντήρησης των δέντρων και των φυτειών του κτήματος του (κλάδεμα, ποτισμός, ψεκασμός) λόγω του ότι η υγεία και η ασφάλειά του τίθενται υπό συνεχή και σοβαρό κίνδυνο αλλά και συνεχή ψυχική αναστάτωση και αγωνία.  Ισχυρίζεται επίσης ότι λόγω της παράλειψης και ή άρνησης της Εναγόμενης να προσφέρει στον Ενάγοντα για την πιο πάνω επέμβαση στο επίδικο ακίνητο οποιοδήποτε ποσό για αποζημίωση, η Εναγόμενη δεν δικαιούται να επεμβαίνει και να χρησιμοποιεί αυτό, μέχρι που να καθοριστεί και πληρωθεί το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται. Από την πιο πάνω συνεχή παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι υφίσταται διαρκή ζημιά για την οποία απαιτεί όπως αποζημιωθεί.  

 

Ο Ενάγοντας επιπλέον ισχυρίζεται ότι η έκταση του ακινήτου του επηρεάζεται και άμεσα και έμμεσα επί του εδάφους αλλά και υπογείως, σε βάθος μάλιστα μερικών μέτρων αλλά και εναερίως σε ύψος τουλάχιστον 30 μέτρων. Συνεπώς υποστηρίζει ότι επηρεάζονται δυσμενώς τα ιδιοκτησιακά και συνταγματικά δικαιώματα εξαιτίας  της επέμβασης και ή της επίδρασης του εξοπλισμού που έχει εγκατασταθεί από την Εναγόμενη άνωθεν του τεμαχίου του, αφού μάλιστα κάτω από τις γραμμές που έχουν τοποθετηθεί θα πρέπει να αφήνεται «λωρίδα γης» πλάτους 30 μέτρων (δηλαδή σε ακτίνα 15 μέτρων από το κέντρο της γραμμής διέλευσης των ηλεκτροφόρων καλωδίων προς κάθε πλευρά). Το γεγονός αυτό σύμφωνα με τον Ενάγοντα έχει ως αποτέλεσμα οποιαδήποτε οικοδομή και η δεντροστοιχία και ή κατασκευή και ή φυτεία θα πρέπει να τοποθετείται σε απόσταση 3 μέτρων πέραν των συνόρων της λωρίδας που δημιουργείται αφού με βάση τους κανονισμούς η λωρίδα γης συνολικού πλάτους 36 μέτρων πρέπει να παραμένει κενή από οποιαδήποτε ανάπτυξη.

 

Η ζημιά για την οποία δικαιούται σε αποζημιώσεις σύμφωνα με τον Ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των €38.000 ήτοι €35.000 που αποτελεί την ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου, ένεκα της περιγραφόμενης επέμβασης της Εναγόμενης, και €3.000 πλέον Φ.Π.Α. για εκτιμητικά έξοδα.

 

Τέλος, αποτελεί ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη, θα συνεχίσει να επεμβαίνει και να προκαλεί οχληρία χρησιμοποιώντας παράνομα το επίδικο ακίνητο χωρίς να καταβάλει αποζημίωση εκτός εάν εκδοθούν τα αιτούμενα δια της παραγράφου 19 της Έκθεσης Απαίτησης διατάγματα που επιζητεί.   

 

Δικογραφημένη Εκδοχή Εναγόμενης

 

Η Εναγόμενη, μέσω του δικογράφου της Υπεράσπισης αρνείται την απαίτηση του Ενάγοντα προβάλλοντας τους δικούς της ισχυρισμούς και εγείρει παράλληλα αριθμό προδικαστικών ενστάσεων προωθώντας ουσιαστικά την θέση, ότι η αγωγή που έχει εγερθεί εκ μέρους του Ενάγοντα δεν είναι δικαιολογημένη καθώς και ότι ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται να εγείρει την συγκεκριμένη αγωγή.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη εγείρει τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

 

  1. Εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η παρούσα Αγωγή αφορά σε ισχυριζόμενη ζημιά και/ή δυσμενή αποτελέσματα για την αξιοποίηση της επίδικης ακίνητης περιουσίας και συγκεκριμένα του ακινήτου με αρ. εγγραφής χχχχ, τεμ. χχχ, Φ/Σχ. χχ/χχ, στη τοποθεσία Καμπούρα έδαφος Γιόλου της Επαρχίας Πάφου, στη συνέχεια αναφερόμενο ως «το τεμάχιο», λόγω ισχυριζόμενης παράνομης εγκατάστασης εναέριας γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος στο τεμάχιο, η Αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης, καθότι έπρεπε να προηγηθεί η εμπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής και/ή προσφυγών και έκδοση ακυρωτικής απόφασης και/ή αποφάσεων, αφενός ως προς το θέμα της απόφασης και/ή αποφάσεων τοποθέτησης μέρους της εναέριας γραμμής μεταφοράς στο τεμάχιο και αφετέρου, ως προς τη σχετική Πολεοδομική Άδεια σε σχέση με την πορεία της επίδικης γραμμής και/ή σε κάθε περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στερείται καθ' ύλην δικαιοδοσίας ν' αποφανθεί περί της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης και/ή εγκατάστασης.

 

  1. Περαιτέρω εγείρεται η προδικαστική ένσταση ότι, στην έκταση που η παρούσα Αγωγή αφορά σε αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά και/ή μείωση της αξίας ακίνητης περιουσίας από την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, για την οποία εκδόθηκε Πολεοδομική Άδεια και δυνάμει αυτής συνάφθηκε, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72), η Συμφωνία ημερομηνίας 31.1.08, μεταξύ της Πολεοδομικής Αρχής και της Αρχής, για εφαρμογή του Άρθρου 68 του εν λόγω Νόμου (στη συνέχεια αναφερόμενη ως «η Συμφωνία») η οποία Συμφωνία δεσμεύει την Αρχή για καταβολή αποζημιώσεων, η Αγωγή είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη και/ή δεν μπορεί να προχωρήσει, καθότι ο Ενάγοντας δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου του εν λόγω Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών και / ή της Συμφωνίας την οποία και η ίδια επικαλείται.

 

  1. Πρόσθετα και στην έκταση που η Αγωγή και/ή Έκθεση Απαίτησης έχει ως νομική βάση την ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση, ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων Α μέχρι και Δ, καθώς και της δήλωσης Λ του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης καθότι η Αγωγή είναι πρόωρη και/ή στερείται νομικής βάσης για την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων και ή της δήλωσης.

 

  1. Πρόσθετα και/ή ειδικά με το αιτούμενο διάταγμα Β του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τη νομολογία που διέπουν την έκδοση τέτοιου είδους διατάγματα, δεν νομιμοποιείται ο Ενάγοντας στην έκδοση του.

 

  1. Πρόσθετα, εγείρει την προδικαστική ένσταση ότι, η παρούσα Αγωγή, δεν αποκαλύπτει βάση αγωγής εναντίον της και/ή ότι δεν στοιχειοθετείται αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα εναντίον της Αρχής και/ή ότι στη βάση των γεγονότων που θα αναφερθούν στη συνέχεια, δεν υφίσταται η ισχυριζόμενη και/ή ισχυριζόμενες βάσεις αγωγής.

 

Πέραν των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, η Εναγόμενη παραδέχεται ότι η κυριότητα του όλου μεριδίου του επίδικου ακινήτου ανήκει στον Ενάγοντα από την 10/09/83. Επίσης παραδέχεται ότι η Εναγόμενη απέστειλε συστημένη επιστολή στον Ενάγοντα ζητώντας την συγκατάθεση του, για την τοποθέτηση εναέριας γραμμής ρεύματος 132 ΚV διαμέσω και ή άνωθεν του τεμαχίου του. Βεβαίως δεν παραδέχεται τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η εγκατάσταση του πιο πάνω εξοπλισμού έλαβε χώρα κατά τα έτη 2009 - 2011 αλλά ισχυρίζεται ότι το γεγονός αυτό επεσυνέβη κατά ή περί το έτος 2011 - 2012.  Η Εναγόμενη περαιτέρω απορρίπτει κατηγορηματικά τα όσα της αποδίδονται περί ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης στο επίδικο ακίνητο.

 

Πιο συγκεκριμένα η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι  τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση έχουν ως ακολούθως:

 

Η Εναγόμενη εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια αρ. ΠΑΦ/00407/2004 και τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις ΠΑΦ/00407/2004/Α, ΠΑΦ/00407/2004/Β και ΠΑΦ/00407/2004/Γ σε σχέση με την πορεία της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» μέρος της οποίας αποτελεί η επίδικη γραμμή. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας υπογράφηκε μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως συμφωνία η οποία προνοεί μεταξύ άλλων ότι η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την Πολεοδομική Άδεια. Με βάση την ισχύουσα Νομοθεσία, η Εναγόμενη προχώρησε στη διαδικασία εξασφάλισης των απαιτούμενων εγκρίσεων, από τα αρμόδια Κυβερνητικά Τμήματα καθώς επίσης και στην εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, με βάση το Άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφάλαιο 170.

 

Μεταξύ των ιδιοκτητών, τα τεμάχια των οποίων επηρεάζονταν από την εναέρια γραμμή, «Στρουμπί - Πόλις» ήταν και ο Ενάγοντας, ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου, στον οποίο και αποστάλθηκε κατά/ή περί την 04/11/2008, σχετικό έντυπο για να παραχωρήσει τη συγκατάθεση του για την τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο τεμάχιο του.  Επειδή όμως ο Ενάγοντας αρνήθηκε και ή δεν ανταποκρίθηκε εντός του χρονοδιαγράμματος που καθορίζεται από τη σχετική Νομοθεσία, η Εναγόμενη, δυνάμει των προνοιών του προαναφερόμενου Άρθρου, αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου για να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του, η οποία και τελικά της δόθηκε την 04/03/2009, υπό τους όρους της Συμφωνίας. Η Εναγόμενη, με επιστολή της ημερομηνίας 10/03/2009, ενημέρωσε τον Ενάγοντα για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου.

 

Ο Ενάγοντας από την άλλη ουδέποτε προσέβαλε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, την Πολεοδομική Άδεια αλλά ούτε και την απόφαση της Εναγόμενης που ολοκληρώθηκε με την προαναφερόμενη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου, για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής στο και/ή πάνω από το επίδικο ακίνητο.

 

Οι εργασίες εγκατάστασης της επίδικης γραμμής στο επίδικο ακίνητο, έγιναν κατά / ή περί τα έτη 2011 – 2012 και οι εν λόγω εργασίες συνίστανται στην εγκατάσταση ηλεκτρικού δικτύου υπεράνω του τεμαχίου του. Το όλο έργο της εγκατάστασης της εναέριας γραμμής «Στρουμπί - Πόλις» ολοκληρώθηκε περί το έτος 2012 και η εν λόγω εναέρια γραμμή (μέρος της οποίας αποτελεί και η επίδικη γραμμή) ενεργοποιήθηκε κατά / ή περί τον Νοέμβριο του 2012.

 

Η Εναγόμενη περαιτέρω ισχυρίζεται ότι καμία ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου επήλθε ένεκα της διέλευσης των εναέριων καλωδίων αλλά ακόμη και αν αποδειχθεί ότι προκλήθηκε οποιαδήποτε επιζήμια επίδραση επί του ακινήτου, ουδέποτε ο Ενάγοντας είχε αποταθεί προς την αρμόδια Αρχή για αξίωση αποζημίωσης δυνάμει των προνοιών των άρθρων 67 και 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 και/ή της Συμφωνίας που υπεγράφη και ή της συγκατάθεσης του Έπαρχου και συνεπώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καθορισμού τέτοιας αποζημίωσης από Πολιτικό Δικαστήριο.

 

Εν πάση περιπτώσει η Εναγόμενη υποστηρίζει ότι σε καμία περίπτωση η ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου ανέρχεται σε €35.000 καθότι εφόσον το πολεοδομικό καθεστώς του επίδικου ακινήτου δεν δικαιολογεί την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του. Οι δε ισχυριζόμενες απώλειες και ζημιές του Ενάγοντα είναι υπερβολικές, παράλογες, διογκωμένες και λανθασμένα εκτιμημένες και ποσώς δικαιούται αυτές.

 

Επιπρόσθετα, η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς που αναφέρονται περί επικινδυνότητας της επίδικης γραμμής, οχληρίας, ρύπανσης, ακαλαισθησίας και θορύβου καθώς και των ισχυριζόμενων αποτελεσμάτων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι για σκοπούς λειτουργίας της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης τόσο τα όρια της εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών πεδίων όσο και οι τεχνικές προδιαγραφές για την μη πρόκληση θορύβου, καθορίστηκαν από τους αρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς.  

 

Η Εναγόμενη αρνείται επίσης ότι από την τοποθέτηση των εναέριων γραμμών υπήρξε παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο καθώς και ότι επηρεάζονται αρνητικά άμεσα οι ανέσεις και η ησυχία του τεμαχίου και ότι επίσης η διέλευση της επίδικης γραμμής έχει προκαλέσει στο τεμάχιο δυσμενή επίδραση με αποτέλεσμα την μείωση της οικονομικής του αξίας καλώντας τον Ενάγοντα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του. Περαιτέρω αρνείται ότι η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής έχει εκμηδενίσει τις προοπτικές ανάπτυξης και αξιοποίησης του τεμαχίου και δεν αποδέχεται ότι η εν λόγω εγκατάσταση είναι στοιχείο αποτρεπτικό για την αγορά και/ή αξιοποίηση και/ή χρήση και/ή εκμετάλλευση του λόγω της γενικής και κοινής εκτίμησης ότι αυτή ενδεχόμενα να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό ενώ περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο μη καθορισμός και πληρωμή αποζημίωσης στον Ενάγοντα για την παρουσία της επίδικης γραμμής ουδόλως επιδρούν στη νόμιμη παρουσία της εν λόγω γραμμής ούτε και αποτελούν προϋπόθεση στο δικαίωμα της Εναγόμενης για εγκατάσταση τέτοιας γραμμής.

 

Ειδικότερα δε ισχυρίζεται ότι η μείωση της αξίας του τεμαχίου λόγω της τοποθέτησης της επίδικης γραμμής δεν ανέρχεται στο ποσό των €35.000 καθότι το Πολεοδομικό καθεστώς του ακινήτου δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την ισχυριζόμενη μείωση της αξίας του.

 

Σε ότι αφορά την ισχυριζόμενη εκ μέρους του Ενάγοντα πρόκληση οχληρίας, η Εναγόμενη αρνείται την πρόκληση της και ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η μη προσβολή της Πολεοδομικής άδειας και ή της απόφασης για την εγκατάσταση της γραμμής έχει ως συνέπεια οι εν λόγω άδειες και ή αποφάσεις να την δεσμεύουν και να επενεργούν προς όφελος της Αρχής.

 

Απάντηση στην Υπεράσπιση

 

Από πλευράς του ο Ενάγοντας απαντώντας στις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε η Εναγόμενη με τις δικογραφημένες θέσεις της, τις απέρριψε και επέμεινε στις δικές του θέσεις οι οποίες προωθούνται με την Έκθεση Απαίτησης. Ταυτόχρονα δε υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έχει πλήρη δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή καθώς και ότι τόσο ο Νόμος όσο και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας επενεργούν προς όφελος του Ενάγοντα. Περαιτέρω ο Ενάγοντας απορρίπτει το περιεχόμενο των προδικαστικών ενστάσεων υποστηρίζοντας ότι αυτές είναι αβάσιμες. Ενώ ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη ενήργησε εντελώς αντισυνταγματικά αντινομικά αυθαίρετα και παράνομα επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους ισχυρισμούς που δικογραφεί με την Έκθεση Απαίτησης ενώ παράλληλα απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης.

 

Προσκομισθείσα Μαρτυρία

 

Για σκοπούς απόδειξης της απαίτησης της Ενάγουσας έδωσε μαρτυρία ο Δημήτρης Χατζησοφόκλη (Μ.Ε.1) ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου όπως και ο  εκτιμητής ακινήτων Πολύκαρπος Πολυκάρπου (Μ.Ε. 2).  Προς υποστήριξη της υπόθεσης της Εναγόμενης κατέθεσε στο Δικαστήριο μόνο ένας μάρτυρας και πιο συγκεκριμένα ο Κωνσταντίνος Παυλίδης (Μ.Υ.1), επίσης εκτιμητής ακινήτων.  Σημειώνεται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά 26 τεκμήρια για τα οποία θα γίνεται αναφορά όποτε και όπου κριθεί απαραίτητο.

 

Η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου γι’ αυτό και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω αυτολεξεί. Θα παρατεθούν όμως τα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη και των επίδικων θεμάτων. Ως έχει εξάλλου λεχθεί στην G & K Exclusive Fashions Ltd v. Ρόδου Παπαδοπούλου και άλλων (2001) 1 (Α) Α. Α. Δ. 88 το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επαναλάβει το σύνολο της μαρτυρίας ή να αναφερθεί σε κάθε πτυχή της (βλ. επίσης ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ v. ΠOΥΓΙΟΥΚΚΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 16/14, 17/02/2021).

 

Ο Μ.Ε.1 είναι η ιδιοκτήτης του επίδικου τεμαχίου το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Καμπούρα, έδαφος του χωριού Γιόλου της Επαρχίας Πάφου το οποίο έχει εμβαδό 3,345 τ.μ. Κατά την κυρίως εξέταση του αναφέρθηκε στην ενημέρωση που από την Εναγόμενη αναφορικά με την εγκατάσταση των γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος στο τεμάχιο του, καθώς και στο περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής.  Αναφέρθηκε επίσης και στην συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Εναγόμενης και της Πολεοδομίας για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής καθώς και στην συγκατάθεση που δόθηκε από τον Έπαρχο Πάφου την 04/03/09 αφού ο ίδιος όπως ισχυρίστηκε δεν είχε δώσει την δική του συγκατάθεση. Ο Μ.Ε.1 κατά την κυρίως εξέταση του αναφέρθηκε επίσης και στα χαρακτηριστικά του τεμαχίου του επεξηγώντας ότι το καλλιεργούσε ως αμπέλι ενώ μετέπειτα και πιο συγκεκριμένα περί το έτος 2020 αναγκάστηκε να το εκριζώσει. Σύμφωνα με τον Μ.Ε1 ο λόγος της εκρίζωσης του έγκειται αποκλειστικά και μόνο στην εγκατάσταση των γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου του, αφού κατά την περίοδο που το καλλιεργούσε η ύπαρξη των γραμμών άνωθεν του τεμαχίου του, του προκαλούσε αφόρητο άγχος. Στο σημείο αυτό υπέδειξε μάλιστα ότι ένας εκ των δύο του υιών ασθενεί αφού έχει καρκίνο.

 

Ο Μ.Ε.1 αναφέρθηκε επίσης σε μελλοντικά σχέδια που είχε αναφορικά με την ανάπτυξη του τεμαχίου του, υποστηρίζοντας ότι θα ήθελε να μπορεί να κτίσει στο μέλλον, ένα μικρό σπίτι για τα δύο του παιδία, κάτι το οποίο σήμερα εμποδίζεται να πράξει. Σημειώνεται ότι ο μάρτυρας κατά την μαρτυρία του κατέθεσε διάφορα έγγραφα όπως για παράδειγμα τον τίτλο ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, το χωρομετρικό του σχέδιο, την συμφωνία που συνάφθηκε με βάση το άρθρο 43(1) του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου την 31/01/08, την Πολεοδομική άδεια και την Πολεοδομική έγκριση. Κατά την ακροαματική διαδικασία δηλώθηκε επίσης και ως παραδεκτό γεγονός ότι μέρος του τεμαχίου υπ. αρ. 332 έχει ενοποιηθεί με το επίδικο ακίνητο υπ. αρ. 767 έτσι το τίτλος με αρ. εγγραφής 0/8428 (Τεκμήριο 11) αντικατέστησε τον τίτλο με αριθμό εγγραφής 0/7453 (Τεκμήριο 2) και συνακόλουθα το ενοποιημένο τεμάχιο αποτελεί το υπ.αρ. 965.

 

Ο Μ.Ε.1 αντεξεταζόμενος δεν διαφώνησε ότι ενώ ο ίδιος ήταν εναντίον της εγκατάστασης της επίδικης γραμμής, πέραν της καταχώρησης της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής αλλά και της διαμαρτυρίας στην οποία προέβηκε προσωπικά τόσο στις εγκαταστάσεις της Εναγόμενης στην περιοχή της  Πόλης Χρυσοχούς καθώς και στην Πάφο αλλά και της συμμετοχής του σε διαμαρτυρία στην οποία συμμετείχαν και άλλα επηρεαζόμενα πρόσωπα από τις γραμμές, σε κανένα άλλο δικονομικό διάβημα δεν είχε προχωρήσει τόσο εναντίον της Εναγόμενης όσο και εναντίον της Πολεοδομίας για να διεκδικήσει οποιαδήποτε αποζημίωση υποβάλλοντας το αίτημα του γραπτώς. Σε ότι δε αφορά το γεγονός ότι ο γιος του πάσχει από καρκίνο, ο Μ.Ε.1 αντεξεταζόμενος υπέδειξε ότι δεν μπορεί να αναφέρει με σιγουριά ότι η  ασθένεια αυτή προκλήθηκε ένεκα της εγκατάστασης των γραμμών.

 

Η πλευρά της Εναγόμενης έθεσε κατά την διάρκεια της αντεξέτασης προς τον Μ.Ε1 την θέση ότι, εφόσον το τεμάχιο του καλλιεργείτο ως αμπέλι από το 2011 όπου εγκαταστάθηκε η επίδικη γραμμή μέχρι και το 2020 όταν τελικά αποφάσισε ο ίδιος να το εκριζώσει, δεν μπορεί να διατείνεται ταυτόχρονα ότι έχει μειωθεί η οικονομική αξία του τεμαχίου του λόγω της εγκατάστασης της γραμμής εφόσον αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό. Ο Μ.Ε.1 απαντώντας στην πιο πάνω θέση, διαφώνησε και υποστηρίζοντας ότι η εγκατάσταση της επίδικης γραμμής υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου του, προκαλεί εμπόδιο στον ίδιο από του να προχωρήσει με την ανέγερση έστω και μιας μικρής οικοδομής, θέση βεβαίως που δεν βρήκε σύμφωνη την πλευρά της Εναγόμενης η οποία του υπέβαλε την θέση η ανέγερση οικοδομής εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στην δήλωση πολιτικής, που εν προκειμένω δεν πληρούνται καθότι το τεμάχιο του είναι και περίκλειστο. Ο Μ.Ε1 απαντώντας δεν διαφώνησε ότι είναι δύσκολο να ανεγερθεί εντός του τεμαχίου του οικοδομή λόγω των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται, αλλά από την άλλη ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να ανεγείρει ένα μικρό σπίτι λυόμενο για να το χρησιμοποιεί. Περαιτέρω υπέδειξε ότι ο δημόσιος δρόμος από το επίδικο τεμάχιο απέχει σε ευθεία πορεία περί τα 80 μέτρα και άρα υπάρχει ικανοποιητική πρόσβαση προς το τεμάχιο του καθώς και ότι πλησίον του επίδικου τεμαχίου είχε αρχίσει να κτίζεται οικοδομή η οποία όμως δεν αποπερατώθηκε ένεκα της εγκατάστασης της γραμμής που έχει τοποθετηθεί. Τέλος ο Μ.Ε.1 υποστήριξε ότι το επίδικο τεμάχιο εξυπηρετείτο πριν από την ενοποίηση του με δικαίωμα διάβασης ενώ κατά την υποβολή της θέσης της Εναγόμενης ότι ένα μέρος του και πιο συγκεκριμένα το 19% της έκτασης του εμπίπτει σε ζώνη προστασίας, ο μάρτυρας διαφώνησε.

 

Επόμενος μάρτυρας για την υπόθεση της Ενάγουσας, κλήθηκε και κατέθεσε ο Μ.Ε.2 Πολύκαρπος Πολυκάρπου. Αρχικά ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις σπουδές του και γενικά στα προσόντα και την εμπειρία του ως εκτιμητής ακινήτων, καταθέτοντας και σχετική ετήσια άδεια άσκησης του επαγγέλματος του ως εκτιμητής ακινήτων (Τεκμήριο 13). Ο Μ.Ε.2 εξήγησε ότι  ενήργησε στη βάση των οδηγιών που του δόθηκαν από τον Ενάγοντα με σκοπό να προβεί σε μελέτη για να εξακριβώσει τον βαθμό επηρεασμού του επίδικου ακινήτου από τις εγκαταστάσεις της Εναγόμενης και συνεπακόλουθα το ποσό της αποζημίωσής που δικαιούται εξαιτίας της διέλευσης των καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος. Στη βάση των οδηγιών που έλαβε ο Μ.Ε.2 ετοίμασε σχετική έκθεση ημερ. 15/10/23 (Τεκμήριο 12) την οποία και επεξήγησε αφού προηγουμένως υιοθέτησε. Ανέφερε επίσης ότι επισκέφθηκε το επίδικο ακίνητο και διαπίστωσε την εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του τεμαχίου του Ενάγοντα καθώς και ότι το επίδικο τεμάχιο βρίσκεται 1,16 χιλιόμετρα ανατολικά του δρόμου Πάφος – Πόλης Χρυσοχούς, 1,5 χιλιόμετρα απόσταση από το χωρίο της Γιόλου και 2,1 νοτιοδυτικά από το κέντρο το χωριού της Δρύμου.

 

Ο Μ.Ε2 αναφέρθηκε στην συνέχεια στην ενοποίηση του επίδικου τεμαχίου με το διπλανό τεμάχιο και στην αλλαγή που επήλθε ως προς τα κτηματολογικά του χαρακτηριστικά τα οποία και όπως υπέδειξε δεν αποτελούν στην συγκεκριμένη υπόθεση επίδικα ζητήματα. Σε ότι αφορά τον ουσιώδη χρόνο τον οποίο χρησιμοποίησε για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα ο μάρτυρας ανέφερε ότι είναι η ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου για την εγκατάσταση της γραμμής, δηλαδή η 04/03/09.

 

Ο Μ.Ε.2 κατά την κυρίως εξέταση του εξήγησε ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 με συντελεστή δόμησης και κάλυψης 10% και άρα τυχόν κατοικία που θα ανεγερθεί μπορεί να αποτελείται από δύο ορόφους με μέγιστο ύψος 8,30 εκ. Περαιτέρω εξήγησε ότι το εν λόγω τεμάχιο από το 2009 – 2011 ήταν περίκλειστο αλλά υφίσταται χωμάτινος δρόμος που οδηγεί σε αυτό.

 

Περαιτέρω ο Μ.Ε.2 επιχειρώντας να εξηγήσει στο Δικαστήριο τον τρόπο από τον οποίο προκαλείται η ζημιά, ανέφερε ότι τα υφιστάμενα καλώδια υψηλής τάσης ρεύματος προκαλούν αδιαμφισβήτητα στο κοινό δημόσιο φόβο και τρόμο, αφού προκαλούν ασθένειες όπως για παράδειγμα καρκίνο, προκαλούν  επίσης οχληρία και κακή αισθητική, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά το ενδιαφέρον ενός αγοραστή να επενδύσει για να αγοράσει τεμάχια όπως το επίδικο. Σε ότι αφορά την πηγή της γνώσης του σε σχέση με την πρόκληση ασθενειών, ο Μ.Ε2 ανέφερε ότι μελέτησε άρθρα και δημοσιεύματα σε διάφορα περιοδικά τα οποία καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη των καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση καρκίνου και λευχαιμίας εξαιτίας των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων που δημιουργούνται από αυτά.   

 

Αναφορικά με τα ποσοστά του επηρεασμού που επιδέχτηκε το επίδικο ακίνητο εξαιτίας της εγκατάστασης των γραμμών ο Μ.Ε.2 υπέδειξε δια μέσω της εκθέσεως εκτίμησης που ετοίμασε, ότι ο άμεσος επηρεασμός αφορά σε ποσοστό 100 % και περιλαμβάνει έκταση γης 15,5 μέτρα δεξιά και αριστερά των γραμμών, ενώ ο έμμεσος επηρεασμός σε περαιτέρω 15 μέτρα δεξιά και αριστερά του άξονα της γραμμής με ποσοστό που φτάνει στο 60%.  Το δε υπόλοιπο μέρος έκτασης γης του τεμαχίου επιδέχεται επηρεασμό σύμφωνα με τον Μ.Ε.2 της τάξεως του 5%. Ο Μ.Ε.2 ανέφερε επίσης ότι για τον υπολογισμό της ζημιάς στο επίδικο τεμάχιο, χρησιμοποίησε την συγκριτική μέθοδο λαμβάνοντας υπόψη δηλαδή τις τιμές πώλησης άλλων τεμαχίων που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από το επίδικο κατά την χρονική περίοδο κατά την οποία και επήλθε η ζημιά από την εγκατάσταση, δηλαδή κατά την στιγμή που δόθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου για την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης. Ο Μ.Ε.2 χρησιμοποίησε δηλαδή ως ουσιώδη χρόνο για την έναρξη της πρόκλησης ζημιάς την 04/03/09. Σε ότι αφορά μάλιστα τα συγκριτικά που έχει χρησιμοποιήσει, ο Μ.Ε.2 ανέφερε ότι αυτά είναι αξιόπιστα καθότι η πηγή της πληροφόρησης του είναι η πύλη του Κτηματολογίου.

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Ε.2 από την Υπεράσπιση αναφορικά με την θέση του ότι το επίδικο τεμάχιο είχε προοπτική ανάπτυξης καθότι άλλα τεμάχια που βρίσκονται πλησίον του έχουν ήδη αναπτυχθεί με την ανέγερση κατοικιών, του υποβλήθηκε η θέση ότι ενώ ο ίδιος χρησιμοποιεί ως ουσιώδη χρόνο για την πρόκληση της ζημίας την 04/03/09 από την άλλη χρησιμοποιεί στην έκθεση εκτίμησης του πρόσφατες φωτογραφίες οι οποίες και λήφθηκαν περί το έτος 2023 που απεικονίζουν κατοικίες / ανάπτυξη και που ουδεμία σχέση έχουν με τον χρόνο που ο ίδιος χρησιμοποιεί. Ο Μ.Ε.2 επέμεινε στην θέση του, ότι ο ουσιώδης χρόνος πρόκλησης της ζημιάς ουδεμία απολύτως σχέση έχει με τις φωτογραφίες τις οποίες και επισυνάπτει. Σε ότι αφορά την πρόσβαση που υπάρχει στο επίδικο τεμάχιο, ο Μ.Ε.2 αντεξεταζόμενος δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν ο ιδιοκτήτης του, δηλαδή ο Μ.Ε.1 είχε προβεί σε οποιαδήποτε διαβήματα απόκτησης δικαιώματος διάβασης.

 

Σε σχέση τώρα με την θέση του Μ.Ε.2 για την πρόκληση εξαιτίας της ύπαρξης των γραμμών δημοσίου φόβου και τρόμου, την πρόκληση ασθενειών, η ευαπαίδευτη συνήγορος Υπεράσπισης της Εναγόμενης δια των ερωτήσεων που έθεσε στον μάρτυρα κατά την αντεξέταση του, τον κάλεσε να αναφέρει αν έχει οποιαδήποτε εξειδίκευση ή γνώσεις επί των θεμάτων τούτων που ανέπτυξε. Ο Μ.Ε.2 απαντώντας ανέφερε ότι δεν είναι ειδικός καθώς και ότι την πηγή της γνώσης του την άντλησε από διάφορα επιστημονικά άρθρα που ο ίδιος έχει διαβάσει.  Υποστήριξε βέβαια ότι την θέση ότι η οικονομική αξία του ακινήτου ένεκα της ύπαρξης των γραμμών μειώνεται ουσιωδώς αφού κανένας ενδιαφερόμενος αγοραστής δεν επιθυμεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτού του είδους τα τεμάχια. Από την άλλη η πλευρά της Υπεράσπισης υπέβαλε στον μάρτυρα ότι η πιο πάνω θέση του αναιρείται ούτως ή άλλως από το γεγονός ότι μέσω του ίδιου του Κτηματολογίου διαπιστώνεται ότι υπάρχουν πωλήσεις ακινήτων αυτού του είδους και άρα ο ισχυρισμός του ότι κανένας δεν επιθυμεί να αγοράσει τέτοιου είδους τεμάχια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

Ερωτώμενος μάλιστα ο Μ.Ε.2 αναφορικά με την θέση του ότι ύπαρξη των γραμμών επηρεάζει και την λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών στο εν λόγω τεμάχιο, ο Μ.Ε.2 δεν ήταν σε θέση να αναφέρει για το πώς είχε αξιοποιηθεί το επίδικο τεμάχιο στο παρελθόν από τον ιδιοκτήτη του υποστηρίζοντας βεβαίως ότι η καλλιέργεια υψηλών δέντρων στο εν λόγω τεμάχιο μπορεί κάλλιστα να επηρεαστεί εξαιτίας της εγκατάστασης της γραμμής. Σε ότι αφορά την λωρίδα γης κάτω από τις γραμμές ο μάρτυρας επέμεινε στην θέση του κατηγορηματικά, ότι η έκταση γης που βρίσκεται κάτω από τις γραμμές δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί καθότι είναι αναγκαία η είσοδος των οχημάτων και μηχανημάτων της Α.Η.Κ για συντήρηση των καλωδίων. Από την άλλη η πλευρά της Εναγόμενης διαφώνησε με την πιο πάνω θέση υποστηρίζοντας ότι ο Μ.Ε.1 καλλιεργούσε το επίδικο τεμάχιο μέχρι πρόσφατα και χωρίς κανένα απολύτως εμπόδιο ως αμπέλι,  και συνακόλουθα με την θέση του ότι επηρεασμός κάτω από τις γραμμές φτάνει σε ποσοστό της τάξεως του 100%. Ο Μ.Ε.1 απαντώντας διαφώνησε αναφέροντας ότι η ζημιά που προκαλείται ισοδυναμεί με απαλλοτρίωση. Την ίδια στάση τήρησε η Εναγόμενη αντεξετάζοντας τον μάρτυρα και σε ότι αφορά τα υπόλοιπα ποσοστά επηρεασμού που κατέληξε στην έκθεση εκτίμησης του.  

 

Αποτέλεσε από την άλλη θέση της Υπεράσπισης, ότι περί το έτος 2009 όταν λήφθηκε η συγκατάθεση του Έπαρχου για την εγκατάσταση της γραμμής, το εν λόγω τεμάχιο δεν είχε οποιαδήποτε προοπτική οικιστικής ανάπτυξης καθότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθετε η Δήλωση Πολιτικής. Επίσης υποστηρίχθηκε και ότι με βάση την ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής ούτε και σήμερα το εν λόγω τεμάχιο δεν διαθέτει μια τέτοια προοπτική ανάπτυξης καθότι απέχει σε μεγάλη απόσταση (1 χιλιόμετρο) από την πλησιέστερη κατοικημένη περιοχή που είναι αυτή του χωριού της Γιόλου και είναι περίκλειστο.

 

Αναφορικά με τα συγκριτικά που ο Μ.Ε.2 έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο ύψος της αποζημίωσης, η Υπεράσπιση υπέβαλε στον μάρτυρα την θέση ότι ο χρόνος που χρησιμοποίησε ως ουσιώδης είναι λανθασμένος καθώς και ότι τα συγκριτικά τεμάχια που έλαβε υπόψη δεν είναι συγκρίσιμα με το επίδικο ακίνητο γιατί υπερτερούν λόγω χαρακτηριστικών. Περαιτέρω υπέβαλε στον μάρτυρα ότι ο ίδιος προέβηκε και σε λανθασμένες αναπροσαρμογές.

 

Από την αντίπερα όχθη, ο Μ.Υ.1 κλήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης για να καταθέσει ως εκτιμητής ακινήτων και ετοίμασε μετά από εντολή της Εναγόμενης, έκθεση εκτίμησης η οποία κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 16. Ο M.Y.1 εξήγησε κατά την κυρίως εξέταση του ότι η συγκεκριμένη έκθεση εκτίμησης ετοιμάστηκε με σκοπό τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου χρησιμοποιώντας προς τον σκοπό τούτο την συγκριτική μέθοδο. Σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης που ετοίμασε, η αγοραία αξία του ακινήτου περί την 31/12/21 χωρίς την εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων ήταν 9,400 ευρώ δηλαδή (2,80 τ.μ) ενώ με την διέλευση των εναέριων καλωδίων η αγοραία αξία του ακινήτου μειώθηκε σε 7,500 ευρώ δηλαδή 2,25 ανά τ.μ. Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς του η διαφορά των πιο πάνω αξιών υπολογίζεται σε 1,900 ευρώ και είναι της τάξεως του 20%. Με βάση την γραπτή του δήλωση, ο Μ.Υ.1 υποστηρίζει ότι η εντολή που έλαβε ήταν να λάβει υπόψη ως ουσιώδη χρόνο, τον χρόνο κατά τον οποίο ετοίμασε την έκθεση εκτίμησης τους, τον οποίο και ο ίδιος υποστήριξε ως λογικό, εφόσον η παρούσα περίπτωση δεν αφορά σε απαλλοτρίωση καθότι το τεμάχιο θα εξακολουθήσει να μένει στην κατοχή του Ενάγοντα με αποτέλεσμα αυτό να μπορεί να αξιοποιηθεί, δηλαδή να καλλιεργηθεί, να αναπτυχθεί στην έκταση που είναι επιτρεπτό δηλαδή με βάση το πολεοδομικό καθεστώς που διέπει την γεωργική Ζώνη Γ3 στην οποία και εμπίπτει.

 

Το εν λόγω τεμάχιο σύμφωνα με τον Μ.Υ.1 είναι περίκλειστο και απέχει 150 μέτρα από εγγεγραμμένο χωματόδρομο ενώ αυτό καλλιεργείτο κατά τον χρόνο της ετοιμασίας της εκθέσεως εκτίμησης του. Σύμφωνα μάλιστα με τον Μ.Υ.1 η εγκατάσταση της εναέριας γραμμής καλωδίων δεν μειώνει σε τέτοιο βαθμό/ουσιωδώς την οικονομική του αξία ως ο Μ.Ε.2 υποστηρίζει, καθότι το εν λόγω τεμάχιο καλλιεργείτο και μετά την εγκατάσταση της γραμμής στην ολότητα του, ακόμη και κάτω από τα σύρματα.

 

Σε ότι αφορά τις συγκριτικές πωλήσεις που ο Μ.Ε.2 έχει χρησιμοποιήσει για σκοπούς εκπόνησης της έκθεσης του, ο Μ.Υ.1 υποστηρίζει ότι αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλή οδηγό για το Δικαστήριο, καθότι ο κ. Πολυκάρπου δεν έχει προβεί στις ορθές αναπροσαρμογές ενόψει του ότι τα συγκριτικά που έχει χρησιμοποιήσει υπερέχουν είτε λόγω τοποθεσίας είτε λόγω πρόσβασης εφόσον μάλιστα το επίδικο ακίνητο είναι περίκλειστο. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι η θέση του Μ.Ε.2 ότι σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητης περιουσίας προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση περιουσίας που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιες εγκαταστάσεις δεν ισχύει, αφού ο ίδιος μετά από έρευνα στην οποία έχει προβεί εντόπισε μεγάλο αριθμό πωλήσεων τεμαχίων επί των οποίων διέρχεται εναέρια γραμμή μεταφοράς υψηλής τάσης ρεύματος. Επίσης ο Μ.Υ.1 αναφέρει ότι εντόπισε και δύο τεμάχια τα οποία ενώ εμπίπτουν εντός της Γεωργικής Ζώνης Γ3 και υπεράνω μάλιστα των οποίων διέρχεται εναέρια γραμμή μεταφοράς ρεύματος, έχουν αναπτυχθεί το ένα με γεωργικές αποθήκες ενώ το άλλο με φωτοβολταικο πάρκο.  

 

Αντεξεταζόμενος ο Μ.Υ.1 δεν διαφώνησε με την θέση της πλευράς του Ενάγοντα ότι η διέλευση των καλωδίων άνωθεν του ακινήτου προκαλεί ούτως άλλως ζημιά στο ακίνητο χωρίς βεβαίως να συμφωνεί ότι η ζημιά αυτή αντικατοπτρίζει το μέγεθος και την έκταση που ο Μ.Ε.2 υποστηρίζει. Σύμφωνα με τον Μ.Υ.1 η ζημία που έχει προκύψει έγκειται στο γεγονός ότι ο Ενάγοντας σε μια ενδεχόμενη μελλοντική αξιοποίηση του τεμαχίου του, δεν θα έχει την δυνατότητα να ανεγείρει οικοδομή εντός της λωρίδας γης των 15,5 μέτρων δεξιά και αριστερά του άξονα της γραμμής η οποία και επηρεάζεται από την εγκατάσταση χωρίς βεβαίως να επηρεάζεται η χρήση του σε ότι αφορά την καλλιέργεια του. Σε ότι αφορά την θέση του Ενάγοντα, ότι σε μια ενδεχόμενη συντήρηση των καλωδίων κάτω από την λωρίδα γης που βρίσκονται τα καλώδια της ΑΗΚ θα επηρεαστεί αναπόφευκτα και η χρήση του ως προς την καλλιέργεια του τεμαχίου, ο Μ.Υ.1 δεν μπορούσε να τοποθετηθεί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αλλά υπέδειξε ότι αυτό το ενδεχόμενο συγκαταλέγεται εντός του ποσοστού αποζημίωσης που έχει υπολογιστεί.  

 

Σε ότι αφορά τον ουσιώδη χρόνο που έλαβε υπόψη ο μάρτυρας για τον υπολογισμό της ζημιάς με σκοπό να εκπονήσει την δική του έκθεση εκτίμησης ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα αμφισβήτησε με σθεναρότητα την ορθότητα των συμπερασμάτων του αφού του υπέβαλε μεταξύ άλλων και την θέση, ότι όλα τα συμπεράσματα στα οποία είναι λανθασμένα και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, καθότι θα έπρεπε να υπολογίσει ως ουσιώδη χρόνο για την πρόκληση ζημιάς, την ημερομηνία που δόθηκε η συγκατάθεση από τον Έπαρχο για την εγκατάσταση της γραμμής ήτοι την 04/03/09. Ο Μ.Υ.1 απαντώντας ανέφερε ότι ενήργησε κατόπιν των οδηγιών που του δόθηκαν από την Εναγόμενη χωρίς να διαφωνήσει όμως ότι πριν από τον Μάρτιο του 2013 οι τιμές πωλήσεως των ακινήτων ήταν μεγαλύτερες από τον χρόνο που ο ίδιος θεώρησε ως ουσιώδη.

 

Περαιτέρω αποτέλεσε θέση του Ενάγοντα κατά την αντεξέταση του Μ.Υ.1, ότι, δεν έλαβε υπόψη σοβαρά αντικειμενικά χαρακτηριστικά του τεμαχίου, όπως για παράδειγμα ότι αυτό βρίσκεται κοντά στο εξωτερικό σύνορο του χωριού της Γιόλου και ότι βρίσκεται πλησίον και άλλων κατοικιών με αποτέλεσμα να έχει καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Ο Μ.Υ.1 απαντώντας στα πιο πάνω ερωτήματα που του τέθηκαν, επέμεινε στην ορθότητα των συμπερασμάτων που κατέληξε, επισημαίνοντας μάλιστα για ακόμη μια φορά το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο δεν έχει ιδιαίτερες προοπτικές ανάπτυξης καθότι αυτό διέπετέ από την Δήλωση Πολιτικής της οποίας πλέον τα κριτήρια που προνοεί για ανέγερση οικοδομής δεν είναι τόσο ελαστικά όσο ήταν στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον μάρτυρα το εν λόγω ακίνητο είναι περίκλειστο με αποτέλεσμα να μην έχει καμία δυνατότητα οικιστικής ανάπτυξης.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις με τις οποίες υποστήριξαν ο καθένας τους το αξιόπιστο της εκδοχής τους.  Οι θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων έχουν καταγραφεί και τις έχω μελετήσει με προσοχή και η βοήθεια που μου παρείχαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές επισημάνσεις τους στάθηκαν πολύ υποβοηθητικές. Όπου κριθεί αναγκαίο θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά  σε αυτές όπως και σε παράθεση αποσπασμάτων από αυτές στο κατάλληλο σημείο έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2019:B4, Ποιν. Έφ. 176/2018, ημερομηνίας 11/01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

 

Μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία προέκυψαν από την μαρτυρία

 

Ο Ενάγοντας κατά τον ουσιώδη στην παρούσα αγωγή χρόνο, είναι ο ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Καμπούρα του χωριού Γιόλου. Το εν λόγω ακίνητο είναι περίκλειστο και εμπίπτει εντός της Γεωργικής Ζώνης Γ3 η οποία διέπετε από την Δήλωση Πολιτικής του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 1990 του 1972 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Την 14/07/2006 η Εναγόμενη εξασφάλισε την Πολεοδομική Άδεια ΠΑΦ/00407/2004 και στη συνέχεια τις Πολεοδομικές Εγκρίσεις, για αποξήλωση της υφιστάμενης εναέριας γραμμής Στρουμπί – Πόλης Χρυσοχούς και εγκατάσταση νέας, με σκοπό την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου. Με την έκδοση της Πολεοδομικής Άδειας και της Πολεοδομικής Έγκρισης υπογράφηκε την 31/01/2008 μεταξύ της Εναγόμενης και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δυνάμει του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, συμφωνία η οποία και προνοεί ότι, η Εναγόμενη δεσμεύεται να καταβάλει την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του ίδιου Νόμου σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο επηρεάζεται από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνται για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την ως άνω αναφερόμενη Πολεοδομική Άδεια. Η Εναγόμενη ακολούθως προχώρησε με τη διαδικασία για την εξασφάλιση των συγκαταθέσεων από τον ιδιοκτήτη του επηρεαζόμενου επίδικου ακινήτου με βάση το άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και προς τούτο με επιστολή της ημερομηνίας 04/11/2008 προς τον Ενάγοντα ζήτησε τη συγκατάθεσή του.

 

Επειδή ο Ενάγοντας όμως δεν ανταποκρίθηκε στην πιο πάνω επιστολή της Εναγόμενης, η τελευταία αποτάθηκε στον Έπαρχο Πάφου, ζητώντας έτσι την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση της προτιθέμενης εναέριας γραμμής σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170. Την 04/03/2009 ο Έπαρχος Πάφου υπό τους όρους της συμφωνίας, έδωσε τη συγκατάθεσή του (Τεκμήριο 7). Ο Ενάγοντας ενημερώθηκε από την Εναγόμενη με επιστολή ημερομηνίας 10/03/2009 ότι ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την πιο πάνω συγκατάθεσή, επισυνάπτοντας μάλιστα αντίγραφο της εν λόγω συγκατάθεσης στην συγκεκριμένη επιστολή. Ο Ενάγοντας ενώ έλαβε την πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή, δεν προέβη σε οποιαδήποτε διαβήματα για προσβολή είτε της Πολεοδομικής Άδειας ούτε της απόφασης της Εναγόμενης η οποία ολοκληρώθηκε με την συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου για τοποθέτηση της επίδικης γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου. Καμία δε απαίτηση για αποζημίωση προώθησε πέραν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής πέραν κάποιων διαμαρτυριών στις οποίες προέβηκε προσωπικά ο ίδιος ο Ενάγοντας μαζί με άλλα πρόσωπα των γειτονικών κοινοτήτων των οποίων τα ακίνητα τους θα επηρεάζονταν από την εγκατάσταση της γραμμής.

 

Ο Ενάγοντας μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, δεν είχε αποταθεί στην Πολεοδομική Αρχή με σκοπό να του χορηγηθεί οποιαδήποτε άδεια για την ανέγερση μονάδας κατοικίας. Ούτε μέχρι και σήμερα βεβαίως αποτάθηκε στην Εναγόμενη για να τις υποδείξει ότι οι γραμμές που έχουν τοποθετηθεί αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της επηρεαζόμενης γης, δηλαδή του επίδικου ακίνητου, παρουσιάζοντας οποιαδήποτε άδεια οικοδομής για να μετακινηθεί ο εξοπλισμός που έχει τοποθετηθεί στο εν λόγω τεμάχιο γης ως άλλωστε αυτό υποδείχθηκε στον Ενάγοντα δια μέσω της επιστολής που της αποστάλθηκε  την 04/11/08 (Τεκμήριο 1).

 

Σημειώνεται μάλιστα ότι παρά το γεγονός ότι η Εναγόμενη είχε προβεί στην εγκατάσταση του εξοπλισμού της άνωθεν του επίδικου τεμαχίου, αυτό καλλιεργείτο μέχρι και το έτος 2021 ως αμπέλι μέχρι που ο Ενάγοντας αποφάσισε να το εκριζώσει.

 

Τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Προδικαστικές ενστάσεις

 

Έχοντας ως βάση τα πιο πάνω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία έχουν προκύψει μέσα από το πλαίσιο εκδίκασής της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ως σκόπιμο να εξετάσω πρωτίστως τις προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Εναγόμενη επί του δικογράφου της Υπεράσπισης, εφόσον αυτές κρίνεται ότι μπορούν να αποφασισθούν βάσει των εν λόγω κοινώς αποδεκτών γεγονότων. Επομένως το μόνο ζήτημα που θα απομένει για να αποφασιστεί από το Δικαστήριο, είναι αυτό των αποζημιώσεων, εφόσον τα υπόλοιπα ζητήματα είναι καθαρά νομικά ζητήματα.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί έχουν καταγραφεί ανωτέρω γι’ αυτό και δεν κρίνεται σκόπιμο να τύχουν οποιασδήποτε επανάληψης.

 

Προκύπτει δε από τα όσα η Εναγόμενη ήγειρε προδικαστικά ότι η 1η, η 3η και η 4η προδικαστική ένσταση αφορούν ζητήματα που είναι άμεσα συνυφασμένα και αλληλένδετα καθότι αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό αδυναμία προώθησης της παρούσας αγωγής στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και κατ’ επέκταση στην αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει τους σχετικούς ισχυρισμούς που εγείρονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης και να εκδώσει τα επιζητούμενα υπό στοιχεία Α, Β, Γ και  Δ διατάγματα, ως αυτά καταγράφονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης καθώς και το επιζητούμενες αποζημιώσεις υπό στοιχείο Ε αλλά και αναγνωριστική απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου που επιζητεί ο Ενάγοντας σε ότι αφορά παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης αναφορικά με το υπό στοιχείο Λ του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης..

 

Σημειώνεται ότι αναφορικά με τα ανωτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα παρά το γεγονός ότι απέσυρε κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης τα παρακλητικά της Έκθεσης Απαίτησης του, υπό στοιχεία Α, Β, Γ, Δ και Ε, εντούτοις παραμένει για εξέταση το παρακλητικό υπό στοιχείο Λ το οποίο και επιδιώκει την έκδοση απόφασης και ή αναγνωριστικής απόφασης και ή δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη επεμβαίνει μεταξύ άλλων και  παράνομα στο επίδικο ακίνητο. Συνεπώς προκύπτει το παρακλητικό υπό στοιχείο Λ επιδιώκει την έκδοση απόφασης στη βάση της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης από μέρους της Εναγόμενης.

 

Απόλυτα σχετική με τις εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις είναι η Ανδρέας Λάντου κ.α. ν. Γεωργίας Συμεού κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/10, απόφαση ημερομηνίας 07/03/2014. Στην εν λόγω υπόθεση οι Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες καταχώρισαν εναντίον των Εφεσειόντων /Εναγόμενων αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις καθώς και διατάγματα στηριζόμενοι στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στο ακίνητό τους στο οποίο η Εφεσείουσα / Εναγόμενη 2, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, προχώρησε στην τοποθέτηση πασσάλων για να περάσουν μέσω του επίδικου ακινήτου ηλεκτρικά καλώδια με σκοπό την ηλεκτροδότηση της αντλίας του Εφεσείοντα / Εναγόμενου 1. Ομοίως, ως και στην υπό κρίση περίπτωση, πριν την επέμβαση στο ακίνητο των Εφεσιβλήτων από την Εφεσείουσα 2 είχε εξασφαλιστεί συγκατάθεση του Έπαρχου Αμμοχώστου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, εφόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν αρνηθεί να δώσουν τη συγκατάθεση τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του δικαίωσε τους Ενάγοντες / Εφεσίβλητους καταλήγοντας ότι είχε συντελεστεί παράνομη επέμβαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου στο επίδικο ακίνητο και προχώρησε να επιδικάσει ονομαστικές αποζημιώσεις στη βάση της Παπακοκκίνου κ.α. ν. Μ. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 εκδίδοντας ταυτόχρονα και διηνεκές απαγορευτικό διάταγμα επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, αναγνωριστική δήλωση ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση καθώς και διάταγμα άρσης της επέμβασης εντός 30 ημέρων από την επίδοση του διατάγματος.

 

Η πιο πάνω όμως απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανατράπηκε κατ’ έφεση με το Ανώτατο Δικαστήριο να αναφέρει τα ακόλουθα :

 

«Ουσιαστικά οι Εφεσίβλητοι έθεταν ζήτημα ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσείουσας 2 ΑΗΚ, η οποία με τη συγκατάθεση πλέον του Επάρχου είχε δικαίωμα εισόδου στο ακίνητο των Εναγόντων-Εφεσιβλήτων.  Η ίδια η έκθεση απαιτήσεως έθετε στο προσκήνιο γνώση των ενεργειών των Εφεσειόντων από τους Εφεσίβλητους, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δεν αμφισβητούνται, από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκαν τις δραστηριότητες της Εφεσείουσας 2 προέβαλαν έντονη αντίδραση και αντίρρηση, εξ ου και η αναγκαιότητα λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου.

 

Στην Κύπρο, στη βάση της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ακυρωτική απόφαση προσβαλλόμενης πράξης απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη διοίκηση. 

…..

 

Καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας παντελώς τη φύση της διαφοράς και κατά συνέπεια το ζήτημα της αρμοδιότητας, προχώρησε να την εξετάσει στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και στο τέλος της ημέρας να περιοριστεί στο ζήτημα της γνωστοποίησης της απόφασης προς τους Εφεσιβλήτους διοικουμένους για να αποφασίσει να αποδεχθεί την αγωγή και μόνο στη βάση της μη κοινοποίησης της απόφασης της ΑΗΚ.  Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση της απόφασης, έστω και δια των υλικών ενεργειών της Εφεσείουσας 2, έτρεχε ο χρόνος καταφυγής των Εφεσίβλητων στο μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της  (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).

 

Η απόφαση της Εφεσείουσας 2, σύμφωνα με το άρθρο 31.1 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, ΚΕΦ. 170, για να επέμβει σε ιδιοκτησία προσώπου είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και εντός των πλαισίων αυτής ελέγχεται και η συγκατάθεση του Επάρχου (Χαράλαμπος Ιωαννίδης (ανωτέρω)). Η αποσπασματική και κατατεμαχισμένη αντίκρυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εξόφθαλμα λανθασμένη:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς. Αρμόδιο Δικαστήριο κατά πάντα χρόνο ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η όλη διαδικασία πάσχει από ακυρότητα.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί ως κοινά αποδεκτό γεγονός, ότι η Εναγόμενη εξασφάλισε όλες τις αναγκαίες Πολεοδομικές Άδειες και Εγκρίσεις για την εγκατάσταση της γραμμής η οποία θα επηρέαζε τόσο άλλα πολλά ακίνητα όσο και το επίδικο. Στην συνέχεια και ενώ ζητήθηκε από τον Ενάγοντα να παράσχει την συγκατάθεση του για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής εντός του τεμαχίου του, και αφού δεν δόθηκε από τον ίδιο μια τέτοια συγκατάθεση, η Εναγόμενη προχώρησε στη λήψη της αναγκαίας συγκατάθεσης από τον Έπαρχο Πάφου. Μετά την λήψη της πιο πάνω συγκατάθεσης και αφού η τελευταία κοινοποιήθηκε και στον Ενάγοντα, η Εναγόμενη εισήλθε στο επίδικο ακίνητο εκτελώντας τις αναγκαίες εργασίες για την τοποθέτηση των εναέριων καλωδίων.

 

Αφής στιγμής λοιπόν είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου στη βάση των προνοιών του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, είναι πασιφανές, ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα εισόδου στο επίδικο ακίνητο ενώ από την άλλη ο Ενάγοντας δεν προέβηκε σε κανένα δικονομικό διάβημα για να προσβάλει την απόφαση της Εναγόμενης και κατ’ επέκταση τη συγκατάθεση του Έπαρχου Πάφου η οποία και είναι δεκτική προσβολής μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233). Συνεπακόλουθα θεωρώ ότι το παρών Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να προβεί στην εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης και κατ’ επέκταση να αποφασίσει την Αγωγή στα πλαίσια του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες υπό το άνω αναφερόμενο στοιχείο του παρακλητικού της έκθεσης απαίτησης το οποίο και επιζητείται. Εν πάση περιτπώσει, θεωρώ ότι το γεγονός και μόνο ότι οι ενέργειες της Εναγόμενης έλαβαν χώρα κάτω από το νομικό πλαίσιο του άρθρου 31 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, και δεν έχουν αμφισβητηθεί με προσφυγή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προσδίδεται η αναγκαία νομιμότητα στην τοποθέτηση της εναέριας γραμμής άνωθεν του επίδικου ακινήτου του Ενάγοντα  κατά τέτοιο τρόπο που να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παράνομη επέμβαση (βλ. Κοσμά ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (1980) 2 J.S.C. 350, Κυμίσης ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Δαλίου (1986) 3 Α.Α.Δ. 628).

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τώρα και κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον το ζήτημα αυτό προκύπτει μέσα από την 5η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την Εναγόμενη. Απάντηση φυσικά στο πιο πάνω ερώτημα δύναται δώσει το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης γι’ αυτό και θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο του εν λόγω δικογράφου με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης αποτελεί ή όχι την μοναδική αιτία αγωγής που προωθείται, ή κατά πόσο το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση της αγωγής στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος καθώς και του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας, ως ήταν η θέση του συνηγόρου του Ενάγοντα στην τελική του αγόρευση.

 

Εξετάζοντας λοιπόν το περιεχόμενο της Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα προκύπτει ότι παρά το γεγονός ότι οι επί το πλείστο οι παράγραφοι αναφέρονται  στο ζήτημα της παράνομης επέμβασης της Εναγόμενης επί του επίδικου ακινήτου σε συνάρτηση πάντοτε με την απουσία συγκατάθεσης του Ενάγοντα, παρατηρώ όμως ότι εντοπίζεται έστω και συγκαλυμμένα ότι η παρούσα αγωγή προωθείται και στη βάση της παραβίασης των συνταγματικών της δικαιωμάτων του Ενάγοντα παρόλο που δεν γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 23(3) του Συντάγματος. Το πιο πάνω συμπέρασμα το οποίο διατυπώνω προκύπτει μέσα από το σύνολο των δικογραφημένων ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης και ειδικότερα από τα όσα δικογραφούνται στην παράγραφο 8, ,12 και 13 και 15 αφού μάλιστα όπως διασαφηνίζεται η διέλευση των εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης ρεύματος άνωθεν του επίδικου ακινήτου προκαλεί συνεχή ζημιά και ειδικότερα ουσιώδη μείωση στην αξία του, αξιώνοντας ως ζημιά την εν λόγω επίδραση. Περαιτέρω όμως θα πρέπει να υποδειχθεί ότι ο Ενάγοντας επιζητεί δια μέσω του παρακλητικού υπό στοιχείο Λ της Έκθεσης Απαίτησης απόφαση και ή αναγνωριστική απόφαση και ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα επεμβαίνει κατά τρόπο που αντίκειται στο σύνταγμα προβάλλοντας ζημιά στο επίδικο ακίνητο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων κρίνω ότι δύναται να εκληφθεί ότι μέσα από το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης στοιχειοθετείτε μια δεύτερη βάση αγωγής, αυτής δηλαδή κατ’ ισχυρισμό πρόκλησης ζημιάς κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από το παρακλητικό της έκθεσης απαίτησης υπό στοιχείο Λ με βάση το οποίο επιζητείται από τον Ενάγοντα ή έκδοση απόφασης εναντίον της Εναγόμενης στην βάση των δικαιωμάτων τα οποία προστατεύει το Σύνταγμα και είναι σχετικά με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία μπορεί να αποδοθεί δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους  ανεπάρκειας (βλ. Γιώργος Χριστοδούλου κ.α ν. Antonius HMF Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802).

 

Συνεπακόλουθα κρίνω ότι παρά το γεγονός ότι δεν επιζητείται ρητά θεραπεία επί την βάση του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος, εντούτοις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση του εν λόγω ζητήματος, εφόσον τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί στην Έκθεση Απαίτησης μπορούν να στοιχειοθετήσουν και τη θεραπεία για τη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου που επέφεραν οι δεσμεύσεις που τέθηκαν από την Εναγόμενη και οι οποίες αποτελούν περιορισμό υπό τον μανδύα του άρθρου 23(3) του Συντάγματος.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προκύπτει ότι η προδικαστική ένσταση που προωθεί η Εναγόμενη αναφορικά με το ζήτημα αυτό, απορρίπτεται αφού έχει κριθεί ότι τόσο συγκεκαλυμμένα αναφορικά με το μεγαλύτερο μέρος της Έκθεσης Απαίτησης όσο και ρητά αποκαλύπτεται και δεύτερη βάση αγωγής που είναι η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του Ενάγοντα η οποία κατ’ ισχυρισμό προκαλεί σε αυτή ζημιά την οποία και αξιώνει να της αποδοθεί υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων.

 

Παραμένει λοιπόν για εξέταση και η 2η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης, αυτή δηλαδή που υποστηρίζει ότι η παρούσα αγωγή, στην έκταση που αυτή αφορά την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης ζημιάς και/ή μείωσης της αξίας του επίδικου ακινήτου από την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής είναι απαράδεκτη και/ή πρόωρη καθότι ο Ενάγοντας δεν ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, και ειδικότερα δεν απέστειλε γραπτή απαίτηση αποζημίωσης στην Εναγόμενη ως το άρθρο 67 του ίδιου Νόμου προβλέπει.

 

Στην παρούσα υπόθεση μέσω της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελεί κοινό έδαφος των δύο πλευρών ότι η εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγομένης άνωθεν του τεμαχίου του Ενάγοντα προκάλεσε περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία ο οποίος βεβαίως και ρυθμίζεται από το άρθρο 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ.170 (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 233). Σε περίπτωση δε τέτοιου περιορισμού ο οποίος τυχόν κριθεί ότι μειώνει ουσιωδώς την αξία της ιδιοκτησίας, το ποσό της αποζημίωσης, σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από πολιτικό Δικαστήριο.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής γενικά και αόριστα για αποζημιώσεις, αφού το εν λόγω άρθρο σαφώς παραπέμπει σε «νόμο» ο οποίος εν προκειμένω είναι ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή ο Περί Πολεοδομίας Νόμος και οι δυνάμει αυτού Κανονισμοί, Ν. 90/72. Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με ζητήματα αποζημίωσης εφαρμογή σύμφωνα με την συνήγορο έχουν τα άρθρα 67 και 68 τα οποία διέπουν την διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί για καθορισμό των αποζημιώσεων. Πιο συγκεκριμένα η πλευρά της Εναγομένης υποστηρίζει την θέση ότι ενόψει της εξασφάλισης Πολεοδομικής Έγκρισης αλλά και στην βάση της συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Εναγόμενη η οποία προνοεί ότι οποιεσδήποτε τυχόν αποζημιώσεις ήθελε κριθεί ότι οφείλει η τελευταία στον Ενάγοντα, αυτές θα πρέπει να καθοριστούν στην βάση του άρθρου 68 του Ν. 90/72 και συνεπώς δεν αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο επιλογής στον Ενάγοντα για να διεκδικήσει αποζημιώσεις με καταχώρηση αγωγής σε πολιτικό Δικαστήριο, ως έχει εν προκειμένω πράξει, παρακάμπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 67 και 68 του Ν. 90/72 διαδικασία.  

 

Καταρχήν, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 23(3) του Συντάγματος καθορίζει τα εξής :

 

«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

 

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Τα δε άρθρα 67 και 68 του Ν. 90/72 προνοούν τα ακόλουθα :

 

67.-(1) Ουδεμία απαίτησις δι’ αποζημίωσιν δυνάμει του παρόντος Μέρους γίνεται δεκτή και ουδεμία αποζημίωσις δυνάμει του παρόντος Μέρους καταβάλλεται εκτός εάν ειδοποίησις της τοιαύτης απαιτήσεως έχει επιδοθή εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός προθεσμίας εξ μηνών, αρχομένης κατά την ημερομηνίαν της ειδοποιήσεως της πολεοδομικής αποφάσεως εις την οποίαν αναφέρεται, και η απαίτησις υποβληθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Μέρους:

 

Νοείται ότι ο Υπουργός, αφού ικανοποιηθή ότι, λόγω απουσίας εκ Κύπρου, ασθενείας ή άλλης ευλόγου αιτίας, ο απαιτών αποζημίωσιν εκωλύθη από του να επιδώση ειδοποίησιν της απαιτήσεως του εντός της εν τω παρόντι εδαφίω οριζομένης προθεσμίας, δύναται να παραχωρήση (προ, κατά ή μετά την ημερομηνίαν κατά την οποίαν προθεσμία προς υποβολήν απαιτήσεως άλλως θα εξέπνεε) τοιαύτην παράτασιν προθεσμίας διά την υποβολήν τοιαύτης απαιτήσεως οία θα ήτο υπό τας περιστάσεις εύλογος.

 

(2) Πάσα ειδοποίησις απαιτήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου δέον να γενήται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

(3) Εάν, εντός εξ μηνών από της υπό της Πολεοδομικής Αρχής λήψεως απαιτήσεως υποβληθείσης συμφώνως προς το παρόν άρθρον, η Πολεοδομική Αρχή και ο απαιτών δεν δυνηθώσι να καταλήξωσιν εις συμφωνίαν επί της δυνάμει του παρόντος Νόμου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως, η αποζημίωσις αύτη καθορίζεται υπό του Δικαστηρίου:

 

Νοείται ότι οσάκις η Πολεοδομική Αρχή γνωστοποιή εις οιονδήποτε απαιτούντα ότι κατά την άποψιν αυτής ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή και η τοιαύτη άποψις της Πολεοδομικής Αρχής δεν διαμφισβητήται υπό του αιτητού δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως επιδιδομένης εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός τριών μηνών από της γνωστοποιήσεως ταύτης, ο απαιτών θεωρείται ως συμφωνήσας εις το ότι ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή.

 

(4) Πάσα προσφυγή εις το Δικαστήριον διά τον καθορισμόν υπό του Δικαστηρίου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως θα γένηται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

68.-(1) Εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ήθελε προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας τινός συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του παρόντος Νόμου, δέον να καταβάλληται δικαία αποζημίωσις.

 

(2) Αποζημίωσις καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, μόνον οσάκις αποδειχθή υπό του απαιτούντος αυτήν ότι, συνεπεία πολεοδομικής αποφάσεως επηρεαζούσης την ακίνητον ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την οποίαν υποβάλλεται η απαίτησις, επήλθεν ουσιώδης μείωσις της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης.

 

(3) Για τον υπολογισμόν της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση θα λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου Νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του παρόντος Νόμου.»

 

Έχοντας κατά νου λοιπόν τις πιο πάνω αναφερόμενες εισηγήσεις της Εναγομένης οι οποίες και προβάλλονται προς υποστήριξη της εξεταζόμενης προδικαστικής ένστασης, πρωτίστως θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω. Και αυτό διότι καταρχήν δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο η θέση της Εναγομένης ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για υποστήριξη ανεξάρτητου αγώγιμου δικαιώματος. Στην υπόθεση Αγωγή 5019/80 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μεταξύ Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση των Εναγουσών για αποζημιώσεις αποκλειστικά και μόνο στη βάση του άρθρου 23(3) του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι δεν αξιωνόταν ρητά θεραπεία με βάση το εν λόγω άρθρο αφού οι εκεί Ενάγουσες περιορίστηκαν στη δικογράφηση γεγονότων και ισχυρισμών προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους για παράνομη επέμβαση της Εναγόμενης στο ακίνητό τους. Σχετική επίσης με το πιο πάνω ζήτημα είναι και η υπόθεση Χαραλάμπους Μιχάλης Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 2143 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

   

«Με τις διατάξεις του άρθρου 10  του Νόμου, ο νομοθέτης θέτει σειρά αρχών προς το σκοπό προσδιορισμού της δικαίας και εύλογης αποζημίωσης στην οποία δικαιούται ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται. Δικαία θεωρείται η αποζημίωση η οποία εξισούται με την αξία του κτήματος στην ελεύθερη αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο. Στον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επιπτώσεων της απαλλοτρίωσης στην αξία του ακινήτου, όπως διασαφηνίζεται στις λεπτομερείς διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.15/62. Η παράγραφος (η) του άρθρου αυτού ορίζει ότι η καταβλητέα αποζημίωση αυξάνεται για ποσό ανάλογο προς την προγενέστερη μείωση της αξίας του κτήματος λόγω περιορισμών τεθέντων: (σ.738,  Ν.25/83)

 

«...... δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου υπολογίζεται και πάσα αποζημίωσις ήτις ήθελε θεωρηθή ως καταβλητέα συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος.»

 

Στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι περιορισμοί στη χρήση ακινήτου οι οποίοι μειώνουν ουσιωδώς την αξία του  παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο καθορίζεται σε περίπτωση διαφωνίας από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Με τις διατάξεις του άρθρου 10(η) παρέχει ο νομοθέτης τη δυνατότητα καταβολής στο πλαίσιο της διαδικασίας παραπομπής για τον καθορισμό της αποζημίωσης, η οποία καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, πρόσθετης αποζημίωσης την οποία αποδεικνύεται ότι δικαιούται  βάσει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για οποιοδήποτε προγενέστερο περιορισμό στη χρήση του ακινήτου. Στην Κούλουμου το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ερμηνείας και του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 10(η) του Νόμου.

 

…………………..

 

Όπως επεξηγείται στη μεταγενέστερη απόφαση Γεωργαλλίδου κ. άλλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 365, το άρθρο 10(η) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα προσθήκης στην καταβλητέα αποζημίωση και οιουδήποτε ποσού το οποίο κρίνεται καταβλητέο λόγω προηγούμενων περιορισμών στη χρήση του κτήματος, που τέθηκαν βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου. Η αποζημίωση περί ου ο λόγος εξισούται με την αποζημίωση που θα εδικαιούτο να διεκδικήσει ο ιδιοκτήτης με αγωγή του ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 23.3  του Συντάγματος.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Χρήσιμη και κατατοπιστική ανάλυση επί του ζητήματος αυτού σε σχέση με τη δυνατότητα πολίτη να προσφύγει στα πολιτικά Δικαστήρια για καθορισμό αποζημιώσεων σε περίπτωση επιβολής περιορισμών στη βάση των προνοιών του Συντάγματος γίνεται και στο σύγγραμμα του Ανδρέα Α. Συμεού, «Η προστασία της Ιδιοκτησίας και η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση της στην Κύπρο» όπου στη σελίδα 54 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ανεξάρτητα όμως από το κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει πρόνοια στον νόμο για καταβολή αποζημιώσεων, ο ιδιοκτήτης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα του να απαιτήσει, με βάση τον “υπέρτατο Νόμο της Δημοκρατίας”, τέτοιες αποζημιώσεις. Η απαίτηση υποβάλλεται, κατ’ αρχήν στην αρμόδια αρχή και στη συνέχεια, αν δεν υπάρξει συμφωνία, στο Δικαστήριο».

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι το άρθρο 23(3) του Συντάγματος σαφώς μπορεί να αποτελέσει από μόνο του αυτοτελή βάση αγώγιμου δικαιώματος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε υποστήριξή του από ειδικό νόμο, αφού εξάλλου η παράγραφος 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος προνοεί ότι σε περίπτωση που επιβληθεί όρος, δέσμευση ή περιορισμός, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας «δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζόμενη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου».

 

Αδιαμφισβήτητα στην παρούσα περίπτωση επιβλήθηκαν στην ακίνητη ιδιοκτησία του Ενάγοντα περιορισμοί οι οποίοι επιτεύχθηκαν μετά από την λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Από το έτος που λήφθηκε η συγκατάθεση είναι φανερό ότι η Εναγόμενη δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα για καταβολή ή προσφορά αποζημίωσης προς τον Ενάγοντα. Στην υπόθεση Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου λέχθηκε ότι «η υπό της Αρχής προταθείσα με το Τεκ.5 αποζημίωση ήταν, πέραν από την υποχρέωσή της να προσφέρει αποζημίωση με βάση τις ιδιαίτερες πρόνοιες του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, προσπάθεια διευθέτησης της οικονομικής διαφοράς, έτσι που η μη αποδοχή της να αποτελεί «διαφωνία», που επιτρέπει στις ιδιοκτήτριες να εγείρουν την αγωγή στο Πολιτικό Δικαστήριο». Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι εξετάζοντας το περιεχόμενο του Τεκμήριο 1 που έχει κατατεθεί και αποτελεί το έντυπο συγκατάθεσης που αποστάλθηκε στον Ενάγοντα προς υπογραφή, η Εναγόμενη δηλώνει την δέσμευσή μόνο «εάν η επηρεαζόμενη γη μελλοντικά οικοπεδοποιηθεί και/ή αναπτυχθεί οικοδομικά και οι γραμμές και εγκαταστάσεις της ΑΗΚ αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτή ή στην ανέγερση οποιωνδήποτε οικοδομών, και παρουσιαστεί άδεια οικοδομής/διαχωρισμού στην επηρεαζόμενη γη, η ΑΗΚ αναλαμβάνει με δικές της δαπάνες να μετακινήσει ή διαφοροποιήσει τις εγκαταστάσεις της με τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η νόμιμη αξιοποίηση της γης ή εάν η ΑΗΚ θεωρεί την εν λόγω μετακίνηση ανέφικτη, να καταβάλει δίκαιη αποζημίωση, που σε περίπτωση διαφωνίας θα καθορίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο». Σαφώς λοιπόν στο εν λόγω έγγραφο δεν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη αναφορά για δέσμευση της Εναγόμενης να αποζημιώσει τον Ενάγοντα για οποιαδήποτε άλλη ζημιά που τυχόν η διέλευση των εναέριων γραμμών θα επέφερε στο ακίνητο του. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν υπήρχε πρόθεση της Εναγόμενης να διαβουλευτεί με τον Ενάγοντα και να τον αποζημιώσει διευθετώντας έτσι την τυχόν οικονομική διαφορά που θα προέκυπτε στην μεταξύ τους σχέση τον Ενάγοντα, πλην των λόγων που εκτίθονται επί του Τεκμηρίου 1, και συνεπώς αυτό δεν μπορεί παρά μονό να θεωρηθεί ως «διαφωνία» η οποία δίδει το δικαίωμα στην Ενάγουσα να προχωρήσει στην διεκδίκηση αποζημιώσεων σε Πολιτικό Δικαστήριο με βάση την πρόνοια του άρθρου 23 (3) του Συντάγματος.

 

Αποτέλεσε επιπλέον εισήγηση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι εφόσον ο Ενάγοντας δεν ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 67 του Ν.90/72 υποβάλλοντας στην Πολεοδομική Αρχή και/ή στην Εναγόμενη απαίτηση αποζημίωσης κωλύεται να προωθεί την απαίτησή της για αποζημιώσεις. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση ο Ενάγοντας δεν συνδέει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ζημιά που υπέστη και συνεχίζει να υπόκειται με οποιαδήποτε πράξη της Πολεοδομικής Αρχής και συνεπακόλουθα με την εφαρμογή του Ν. 90/72 αλλά με τις πράξεις της Αρχής Ηλεκτρισμού και συνεπώς η οποιαδήποτε απαίτηση της εδράζεται στις πρόνοιες του Νόμου 31(1) του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, το οποίο θεωρώ ότι παρέχει τη δυνατότητα για αναζήτηση αποζημιώσεων για τον εν λόγω περιορισμό.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η δεύτερη προδικαστική ένσταση δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Απομένει λοιπόν να εξεταστεί κατά πόσο προκλήθηκε ουσιώδης ζημιά ή ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας του επίδικου ακινήτου συνεπεία της της διέλευσης της εναέριας γραμμής υψηλής τάσης άνωθεν του εν λόγω ακινήτου. Την απάντηση στο πιο πάνω ζήτημα σαφώς επίκεται να δώσει η εξαγωγή συμπερασμάτων αφού προηγηθεί βεβαίως η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που έχουν καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν από την μαρτυρία που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο από τους διαδίκους, προκύπτει, ότι, υπάρχουν αντικρουόμενοι ισχυρισμοί σε ότι αφορά τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι, αναγκαίο, η μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο προς υποστήριξη τους, να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο για να καθοριστούν τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα ζητήματα, βάσει των οποίων, εν συνεχεία, το Δικαστήριο θα εξετάσει / αξιολογήσει για να κρίνει, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Συναφώς, έχει νομολογηθεί, ότι, το Δικαστήριο, είναι επιτρεπτό να περιοριστεί στο να εξετάσει εκείνη την μαρτυρία και όπου, σε σχέση με αυτή, είναι απαραίτητο, προς επίτευξη αυτού του σκοπού.

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Η αξιολόγησή τους θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια για το ζήτημα αυτό νομολογία (βλ. Ζαβρού v. Χαραλάμπους(1996) 1 Α.Α.Δ. 447).

 

Αξίζει να αναφερθεί ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Τέλος σημειώνω ότι αποτελεί βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα και της συνοχής της σε σχέση προς τη δικογραφείσα εκδοχή της κάθε πλευράς. Ως λέχθηκε στη Γιώργου Παπαγεωργίου ν Λούης Κλάππας (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ 24

 

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. [...] Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς υποστήριξη της έφεσης δεν είχε εγερθεί ρητά με την υπεράσπιση. Εισηγήθηκε όμως, ότι είχε εγερθεί έμμεσα με τη γενική άρνηση της απαίτησης των εναγόντων και των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στην απαίτηση προς υποστήριξή της· όπως επίσης και με την αναφορά, που έγινε, ομολογουμένως συμπτωματική, κατά τη διάρκεια της δίκης. Δε συμφωνούμε. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική.».

 

Ο Μ.Ε.1 είναι ιδιοκτήτης του επίδικου τεμαχίου. Κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο δεν διαπίστωσα ότι είχε την παραμικρή πρόθεση να αποκρύψει την αλήθεια για τα όσα γεγονότα αυτός παρέθεσε και ήταν υπόψη του από την στιγμή της ενημέρωσης που έτυχε από την Εναγόμενη για την εγκατάσταση του εξοπλισμού της μέχρι και σήμερα. Συνεπώς και άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο γι’ αυτό και αποδέχομαι την μαρτυρία του στο σύνολο της πλην ενός σημείου το οποίο και θα υποδείξω κατωτέρω.  Ο Μ.Ε.1 μέσω των απαντήσεων που έδωσε, διαπίστωσα ότι ήταν ειλικρινής και αυτό προκύπτει μάλιστα και μέσα από δύο βασικά σημεία της μαρτυρίας του. Πιο συγκεκριμένα ο Μ.Ε.1 δεν επιχείρησε να αποκρύψει από το Δικαστήριο ότι το εν λόγω τεμάχιο το καλλιεργούσε μέχρι πρόσφατα σαν αμπέλι, ήτοι μέχρι το έτος 2020 κατά την θέση του, μέχρι και την στιγμή που τελικά αποφάσισε να το εκριζώσει. Επίσης ο Μ.Ε.1 ενώ ανέφερε στο Δικαστήριο κατά την μαρτυρία του, ότι γιός του ασθενεί από καρκίνο, με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα δεν συνέδεσε το ζήτημα της ασθένειας του παιδιού του με την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος καθότι όπως ανέφερε δεν ήταν σε θέση να υποδείξει με ακρίβεια ότι η ασθένεια του αυτή προήλθε ένεκα των εγκαταστάσεων της Εναγόμενης άνωθεν του τεμαχίου του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι από την μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν μπορώ να αποδεχτώ την θέση του, ότι το συγκεκριμένο τεμάχιο σταμάτησε να το καλλιεργεί περί το έτος 2020 αφού μέσα από τις φωτογραφίες (Τεκμήριο 19) που έχουν κατατεθεί και δεν έχουν αμφισβητηθεί από την πλευρά του Ενάγοντα, προκύπτει ότι αυτό εξακολουθούσε να καλλιεργείται μέχρι και το έτος 2021. Δεν θεωρώ όμως ότι η πιο πάνω διαφορά που εντοπίζεται στην μαρτυρία του Μ.Ε.1 είναι ουσιαστικής σημασίας καθότι ο ίδιος ο μάρτυρας ουδέποτε αρνήθηκε ότι το συγκεκριμένο τεμάχιο το καλλιεργούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε η διαφορά που εντοπίζεται να μην έχει οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην αξιοπιστία του.

 

Σημειώνεται ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 περιορίστηκε μόνο ως προς την παράθεση των χαρακτηριστικών του τεμαχίου του, δηλαδή των μειονεκτημάτων και των πλεονεκτημάτων του, αφού σε ότι αφορά το μέγεθος της ζημιάς που προκλήθηκε στην αγοραία αξία του και συνεπακόλουθα ως προς το ύψος των αποζημιώσεων που τυχόν θα επιδικαστούν ο ίδιος δεν ήταν ειδικός για να τα παραθέσει.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, πέραν του σημείου που ανωτέρω έχω υποδείξει,  η μαρτυρία του Μ.Ε.1 γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο και ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος.

 

Η μόνη μαρτυρία που απομένει λοιπόν για να εξεταστεί, και η οποία θεωρώ ότι είναι η πιο ουσιώδης στην παρούσα υπόθεση για την απόδειξη του μεγέθους της ζημιάς που προκλήθηκε από την εγκατάσταση του εξοπλισμού της Εναγόμενης στο τεμάχιο του Ενάγοντα, είναι αυτή των δύο μαρτύρων - εκτιμητών που κλήθηκαν για να καταθέσουν ως προς την ειδικότητα τους ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή του Μ.Ε.2 εκ μέρους του Ενάγοντα και του Μ.Υ.1 εκ μέρους της Εναγομένης.

 

Τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και ο Μ.Υ.2 αντεξετάστηκαν και από την μια αλλά και από την άλλη πλευρά, αναφορικά με τα προσόντα και την εμπειρία τους. Παρά την αμφισβήτηση όμως που υπήρξε αναφορικά και με τους δύο μάρτυρες, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί τα προσόντα των εν λόγω προσώπων, τα οποία και αποτελούν έγγραφα τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί στην ουσία τους αφού τέθηκαν και στους δύο μάρτυρες εκατέρωθεν, μόνο απλές υποβολές.  Σε ότι αφορά την θέση της Εναγόμενης ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αποδεχτεί τον Μ.Ε.2 ως εμπειρογνώμονα εκτιμητή ακινήτων επειδή εξασκεί το επάγγελμα για μικρό μόνο χρονικό διάστημα αφού η εγγραφή του στο ΕΤΕΚ έγινε μόλις τον Απρίλιο του 2022 και άρα οι γνώσεις του είναι ελλιπείς και περιορισμένες, με όλο τον σεβασμό η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο και αυτό διότι παρά το γεγονός ότι πράγματι ο Μ.Ε.2 δεν έχει αποκτήσει σαφέστατα την εμπειρία που ο Μ.Υ.1 διαθέτει στον χώρο εκτίμησης ακινήτων, το γεγονός αυτό από μόνο του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποδηλώσει και την έλλειψη της εμπειρίας από μέρους του, αφού αυτή διαφάνηκε ούτως η άλλως και από το σύνολο των απαντήσεων του, επί των κρίσιμων μάλιστα ζητημάτων που απάντησε αντεξεταζόμενος κατά την μαρτυρία του για την οποία λόγος θα γίνει αμέσως πιο κάτω. Σε ότι αφορά δε την συμπερίληψη στην μαρτυρία του ζητημάτων για τα οποία ο ίδιος ούτως ή άλλως αποδέχθηκε ότι δεν είναι ειδικός, το γεγονός αυτό επίσης δεν υποδηλώνει από μόνο του και την έλλειψη της  εμπειρίας του επί θεμάτων που σχετίζονται με τις εκτιμήσεις ακινήτων.

 

Συνεπώς αποδέχομαι τόσο τον Μ.Ε.2 όσο και τον Μ.Υ.1 ως εμπειρογνώμονες αφού από τη μαρτυρία τους και τα έγγραφα που έχουν καταθέσει διαφάνηκε ότι κατέχουν τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα που απαιτούνται όσο και την εμπειρία που διαθέτουν.

 

Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ ότι τόσο ο Μ.Ε.2 όσο και ο Μ.Υ.1 μπορούν να κριθούν από το Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτιμήσεων ακινήτων και ως πρόσωπα τα οποία μπορούν να προβούν στις εκτιμήσεις τις οποίες κατέθεσαν στο Δικαστήριο.  

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για επίδικα θέματα τα οποία και τυγχάνουν εξειδίκευσής απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων την οποία δέχεται το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει κατόπιν αξιολόγησης της στα δικά του συμπεράσματα. Συχνά η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων παρουσιάζει αντιθέσεις με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις όπως διαφάνηκε και στην προκειμένη περίπτωση. Το καθήκον των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά και ειδικά κριτήρια και στοιχεία τα οποία αφού εκτιμηθούν θα αποβούν χρήσιμα και βοηθητικά για το Δικαστήριο στο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα προς ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Νεάρχου ν. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351.)

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσον και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ κ.ά. v. JAGJID SINGH κ.ά. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1805 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 1814:

 

«Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια όπως για κάθε μάρτυρα να δεχθεί ή όχι τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα αφού αιτιολογήσει την απόφαση του. Όπως λέχθηκε την πολύ πρόσφατη απόφαση στη Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1414 "είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνώμονα όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες". Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λουκά ν. Κούρτη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 603, όπου το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και προχώρησε στην εξαγωγή των συμπερασμάτων του βασιζόμενο στη μαρτυρία του εναγομένου.»

 

Σε ότι αφορά τις αρχές οι οποίες προκύπτουν από την νομολογία για την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων σχετικές είναι οι αποφάσεις Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989)1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Φίλιππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1.

 

Στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στα Δικαστήρια συνήθως, καλούνται από τους διάδικους προς υποστήριξη των αντίστοιχων ισχυρισμών τους, εμπειρογνώμονες μάρτυρες για να καταθέσουν πάνω σε τεχνικά ζητήματα. Το καθήκον τους είναι να εφοδιάσουν τον δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους έτσι ώστε να καταστεί ικανός ο Δικαστής να σχηματιστεί τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με τη μαρτυρία (Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 97, Κουππής ν. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ 361).

 

Είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός και ότι η αποτυχία απόδειξης αυτού του υπόβαθρου με αποδεκτή μαρτυρία θα αφήσει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία».

 

Επίσης έχει τονιστεί ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα εμπειρογνώμονα στο εδώλιο είναι, όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να διαγνωστεί η αξιοπιστία του (βλ. Χαραλάμπους ν. Αβράαμ (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1441). Ακόμα έχει κριθεί και επιβεβαιωθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σ΄ ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ 984 και Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Αυγουστή (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ.  528).

 

Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας δεν πρέπει να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1020). Σημειώνεται ότι η ανάγκη για την παράθεση τεκμηριωμένων στοιχειών από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες, τίθεται και στην υπόθεση SΥΝCON LTD v. Ανδρέα Χρίστου (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1314.

 

Το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογήσει και να αναλύσει τις μαρτυρίες των εμπειρογνωμόνων και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά στα όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει αξιόπιστο από τις μαρτυρίες.  Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προκύπτουν από ότι θα κρίνει ως αξιόπιστα. Στην υπόθεση μεταξύ Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας ν. ALEXIA & POLIS ESTATES LTD (2000) 1 Α.Α.Δ. 987 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali and Another v. Vassiliko Cement Work Ltd (1971) 1 C.L.R. 146 το Εφετείο υπέδειξε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η Rashid Ali (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία. Λέχθηκε ότι πρέπει να προσδιορίζεται η μαρτυρία που οδηγεί στις σχετικές διαπιστώσεις του δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο εκτιμητών το δικαστήριο οφείλει "να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει στα ευρήματα του με αναφορά σε όσα προέκυπταν από ότι θα έκρινε ως αξιόπιστο" (Βλ. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντος ν. Γεωργαλλίδου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1622). Λέχθηκε, επίσης, ότι το δικαστήριο έχει την δυνατότητα να καταλήξει στο δικό του υπολογισμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κατάληξη του μπορεί να είναι αυθαίρετη, αναιτιολόγητη ή αόριστα εξαγόμενη (Βλ. Παπασάββα κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 619).

 

Στην Παύλου ν. Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1399 η απουσία συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ποια μαρτυρία είχε γίνει πιστευτή και ως προς το ποια μαρτυρία στήριξε την απόφαση του για υπολογισμό των αποζημιώσεων οδήγησε σε διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης.

 

Στη Δημητρίου κ.α. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 1 Α.Α.Δ. 34, το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς οποιαδήποτε άλλα αντικειμενικά κριτήρια, κατέληξε στο ποσοστό 10% για την επαύξηση του εναπομείναντος κτήματος. Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί το Εφετείο δεν είχε την απαραίτητη πρωτογενή αξιολόγηση του "αποδεικτικού υλικού προς αποτίμηση, πάνω στη βάση διαφορετικών δεδομένων της σημασίας της εξαγγελίας της κατασκευής της λεωφόρου".

 

Στη Φαντάρου ν. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν είχε, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει, επίσης, αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου χαρακτηρίσθηκε ως αυθαίρετη εφόσον "στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος" (Βλ. και Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1 Α.Α.Δ. 376). Διατάχθηκε επανεκδίκαση γιατί ένας από τους λόγους παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης οφείλεται στην έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη της αντίστοιχης εκτίμησης των δύο εκτιμητών και το μόνο δικαστήριο το οποίο ενδείκνυται να αποφανθεί αναφορικά με αυτό το θέμα είναι το δικαστήριο που θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες όταν θα καταθέτουν ενώπιον του και όχι το Εφετείο (Βλ. Στυλιανού κ.α. ν. CYEMS LTD (1992) 1 A.A.Δ. 1182, 1195 και Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60))."

 

Στην υπόθεση Φαντάρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 2092 το Ανώτατο αποφάσισε τα εξής:

 

«Στην Rashid Ali (πιο πάνω) υποδείχθηκε ότι η εκτίμηση και των δύο εκτιμητών (περιλαμβανομένης και εκείνης στην οποία βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης) ήταν ζήτημα εικοτολογίας σε μεγάλο βαθμό και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις - κατέληξε το Εφετείο - τα πρωτόδικα δικαστήρια πρέπει να προχωρούν να κάμνουν το δικό τους καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης, δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, με το να εξετάζουν την ενώπιον τους μαρτυρία στο σύνολο της.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στην Charalambous (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη το πρωτόδικο δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι υπήρχαν πολλά σοβαρά μειονεκτήματα στις εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών σε βαθμό που ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή στην ολότητα της η μαρτυρία του ενός ή του άλλου από τους δύο εκτιμητές. Έτσι το πρωτόδικο δικαστήριο κατ΄ εφαρμογή της Rashid Ali (πιο πάνω) έκαμε τους δικούς του υπολογισμούς και προσαρμογές μετά από εξέταση της μαρτυρίας στο σύνολό της. Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης προέβει σε σύγκριση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων με το κάθε ένα από τα συγκριτικά τεμάχια και έκαμε τις προσαρμογές εκείνες που θεώρησε αναγκαίες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις. Το Εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση οι εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών δεν ήταν το αποτέλεσμα εικοτολογίας ούτε και ζήτημα γνώμης που βασιζόταν πάνω σε τέτοια εικοτολογία. Βασίσθηκαν και οι δύο εκτιμητές πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις. Ο μεν εκτιμητής του εφεσείοντα πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις οικοπέδων, ο δε εκτιμητής της εφεσίβλητης πάνω σε συγκριτικές πωλήσεις χωραφιών. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί στην Charalambous (πιο πάνω) στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προβεί σε διαπίστωση ότι οι δύο εκτιμήσεις πάσχουν λόγω πολλών σοβαρών μειονεκτημάτων που καθιστούσαν αδύνατη την αποδοχή της μαρτυρίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει επίσης αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών. Ακολουθεί πως η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αυθαίρετη εφόσον στερείται της αναγκαίας αιτιολογίας κατά παράβαση της επιτακτικής πρόνοιας του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Βλ. Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1131, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd (1967) 1 C.L.R. 338, Εταιρεία Σ & Γ Κολοκασίδη Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 131 και Ιωάννου ν. Θεοφίλου (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 376).»

 

Εν προκειμένω η μαρτυρία των δύο εκτιμητών στηρίζεται στις εκθέσεις που ετοίμασαν, υιοθέτησαν και παρουσίασαν στο Δικαστήριο ενώ κατέθεταν ενώπιον μου. Αδιαμφισβήτητα το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους συγκρίθηκε και συνεκτιμήθηκε για σκοπούς αξιολόγησης με τις εκθέσεις που ετοίμασαν κυρίως δε σε ότι αφορά τους πίνακες συγκριτικών πωλήσεων ακινήτων που περιλαμβάνονται σε αυτές, εφόσον και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την συγκριτική μέθοδο όπως εξήγησαν για να καταλήξουν στο ύψος της ζημιάς που προκλήθηκε στο τεμάχιο του Ενάγοντα.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η συγκριτική μέθοδος είναι η πιο πειστική και κατ’ εξοχήν εφαρμοστέα μέθοδος υπολογισμούς της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης χωρίς όμως αυτή να αποτελεί και την μοναδική μέθοδο αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες μέθοδοι, ανάλογα με την ιδιαίτερη χρήση του υπό εκτίμηση ακινήτου, όπως είναι η μέθοδος ανάπτυξης, τουριστικής, οικιστικής ή άλλης. Στον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη όλα τα υπάρχοντα πλεονεκτήματα και δυνατότητες της γης περιλαμβανομένης και της ανάπτυξής της όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Cripps Compulsory Acquisition of Land, 10η έκδοση, σελ. 885 και Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 8, σελ. 206, παράγρ. 250.  

 

Υπογραμμίζεται ότι η αποτελεσματικότητα της συγκριτικής μεθόδου εκτίμησης εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες, όπως την ύπαρξη πωλήσεων περιουσίας συγκρίσιμης σε όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ακινήτων όπως και πωλήσεων κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν συγκριτικές πωλήσεις ακριβώς κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτίμησης, είναι επιτρεπτή η αναδρομή σε άλλες πωλήσεις είτε πριν είτε μετά τον υπό κρίση ουσιώδη χρόνο για σκοπούς εκτίμησης (βλ. Σεργίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 1 Α.Α.Δ. 339, 344). Όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιότητα ενός συγκρίσιμου ακινήτου με το επίδικο ακίνητο, τόσο ασφαλέστερο είναι να στηριχθεί κάποιος στην τιμή πώλησης του ως ένδειξη της αξίας του υπό κρίση ακινήτου στην ελεύθερη αγορά.

 

Και οι δύο μάρτυρες κατ' αρχήν κρίνεται ότι επιχείρησαν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο παρουσιάζοντας όλα τα στοιχεία που έκριναν ως ορθά, προκειμένου να καθοριστεί το δίκαιο ποσό της αποζημίωσης.  Δεν παρατηρείται απόκρυψη στοιχείων τα οποία θα επηρέαζαν αρνητικά τον τρόπο που θα αποφανθεί το Δικαστήριο.  Ωστόσο, για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε μπορεί να κάνει αποδεκτή πλήρως τη γνώμη των δύο μαρτύρων και αποδέχεται μόνο μέρος της μαρτυρίας τους.

 

Αν και οι δύο εκτιμητές χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο εκτίμησης εντούτοις υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ τους όσον αφορά τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου του Ενάγοντα. Το μεγάλο αυτό χάσμα που παρατηρείται οφείλεται και περιστρέφεται κατά κύριο λόγο γύρω από 3 πυλώνες : (1) τον ουσιώδη χρόνο που λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου, (2) το εμβαδό του επηρεαζόμενου μέρους του ακινήτου και (3) το ποσοστό επηρεασμού που επέφερε ο περιορισμός στο ακίνητο.   

 

Ο Μ.Ε.2 μέσω του Τεκμηρίου 12 υιοθέτησε ως αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου το ποσό των €12,58 ανά τετραγωνικό μέτρο έχοντας υπόψη ως ουσιώδη χρόνο την 04/03/2009, ήτοι την ημερομηνία κατά την οποία ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεσή του για την εγκατάσταση των εναέριων γραμμών. Για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού χρησιμοποίησε συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν περί τα έτη 2007 μέχρι 2009, πλησίον δηλαδή του ουσιώδη χρόνου. Τόσο κατά την κυρίως εξέτασή του όσο και κατά την αντεξέτασή του υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι η επιλογή του να θεωρήσει την 04/03/2009 ως τον ουσιώδη χρόνο είναι η ορθή, καθότι σύμφωνα με τον ίδιο η λήψη της συγκατάθεσης του Έπαρχου ήταν καθοριστική, ενόψει του ότι το ακίνητο υφίστατο τον περιορισμό καθότι η απόφαση της Εναγόμενης να εγκαταστήσει την επίδικη γραμμή ήταν καθοριστική.

Από την άλλη ο Μ.Υ.1, θεώρησε ως ορθό χρόνο για να χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου την ημερομηνία ετοιμασίας της εκτίμησής του (Τεκμήριο 16), δηλαδή την 31/12/21, εφόσον όπως υπέδειξε αυτή ήταν και η εντολή που του δόθηκε από την Εναγόμενη.  Μέσα από την έκθεση εκτίμησης που ετοίμασε και υιοθέτησε κατά την μαρτυρία του, για σκοπούς υπολογισμού της τρέχουσας αγοραίας αξίας του ακινήτου θεώρησε ότι το ποσό των €2,25 ανά τετραγωνικό μέτρο είναι το ικανοποιητικό για να χρησιμοποιήσει 6 συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων που έγιναν μεταξύ των ετών 2019 και 2021. Ο Μ.Υ1 κατά την μαρτυρία του υποστήριξε ότι αυτό το έπραξε διότι οι όροι εντολής της που είχε λάβει από την Εναγόμενη ήταν να υπολογιστεί η τρέχουσα αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου αφού ο υπολογισμός στον οποίο θα προέβαινε δεν ήταν σε σχέση με απαλλοτρίωση ακινήτου και έτσι δεν όφειλε να λάβει υπόψη τον χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.  Από την άλλη βεβαίως ο ίδιος ο  μάρτυρας κατά την μαρτυρία του ανέφερε στο Δικαστήριο ότι πράγματι οι τιμές πωλήσεων των ακινήτων πριν από το έτος 2013, εννοώντας πριν επέλθει το κούρεμα των καταθέσεων και η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος ήταν κατά πολύ αυξημένες σε αντίθεση με την περίοδο μετά από την οικονομική κρίση που είχε μεσολαβήσει.

Η θέση των δύο μαρτύρων ως προς τον ουσιώδη χρόνο διαφάνηκε ότι ήταν εντελώς διαφορετική με αποτέλεσμα η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου και συνεπακόλουθα της πρέπουσας καταβλητέας αποζημίωσης να διαφέρει κατά πολύ.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 23(3) του Συντάγματος η υποχρέωση της Αρχής να καταβάλει αποζημίωση γεννάται άμεσα με την επιβολή του περιορισμού και πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατό με συνεπακόλουθο η υποχρέωση αυτή να είναι άμεσα συνυφασμένη με την ζημιά που επέρχεται στο ακίνητο κατά το χρονικό διάστημα που αρχίζει να υφίσταται τον περιορισμό. Εν προκειμένω ο χρόνος δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε άλλος εκτός από την 04/03/09 όταν ο Έπαρχος Πάφου έδωσε την συγκατάθεση του καθιστώντας έτσι οριστική την απόφαση της Εναγομένης να εγκαταστήσει τον επίδικο εξοπλισμό της, άνωθεν του τεμαχίου του Ενάγοντα.  Το γεγονός και μόνο ότι ο Ενάγοντας επέλεξε να κινηθεί δικαστικά καταχωρώντας την παρούσα αγωγή περί το έτος 2015 σε καμία απολύτως περίπτωση δεν εξουδετερώνεται και η υποχρέωση της Εναγόμενης να καταβάλει την αποζημίωση που της αναλογεί, αφού από την άλλη ο Ενάγοντας επιχειρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να προασπιστεί τα Συνταγματικά του δικαιώματα και να διεκδικήσει την αποζημίωση που του αναλογεί για την ζημιά που υπέστη.

Κρίνω λοιπόν ότι ο ουσιώδης χρόνος είναι αυτός κατά τον οποίο επήλθε η ζημιά στο ακίνητο και ο οποίος δεν ήταν άλλος από την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου. Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στην εφαρμογή του ίδιου του άρθρου 23(3) του Συντάγματος σε αντίθεση με την θέση της πλευράς της Εναγόμενης, ότι δηλαδή η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται καθότι δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και συνεπακόλουθα δεν θα έπρεπε να υπολογιστεί ως ουσιώδης χρόνος αυτός της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου η οποία προβάλλεται γενικά, αόριστα και χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση.   

Είναι φανερό μετά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η έκθεση εκτίμησης του Μ.Υ.1 σε ότι αφορά τον υπολογισμό και τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου με βάση τις τιμές των ετών 2019 – 2021 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτό διότι τα εν λόγω συγκριτικά που ο μάρτυρας χρησιμοποίησε για να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα έλαβαν χώρα κατά πολύ πιο μετά από τον χρόνο ο οποίος έχει αποφασιστεί ως ο ουσιώδης.  

Στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας v. Παπουή, (2004) 1 ΑΑΔ 194 αναφέρθηκε ότι ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πωλήσεις που απέχουν χρονικά από την δημοσίευση της γνωστοποίησης δεν παρέχουν βάση για ακριβή συμπεράσματα. Πέραν του λανθασμένου χρονικού διαστήματος που έχει χρησιμοποιηθεί από τον Μ.Υ.1 αξίζει περαιτέρω να αναφερθεί ότι και στον Πίνακα Συγκριτικών του Τεκμηρίου 16 τον οποίο έχει ετοιμάσει, λήφθηκαν υπόψη τόσο καταναγκαστικές πωλήσεις όσο και πώληση μεριδίου (βλ. υπό στοιχείο 2).  Συγκριτική πώληση μεριδίου εντοπίζεται βεβαίως και στην έκθεση εκτίμησης του Μ.Ε.2 αναφορικά με το τεμάχιο 341 που περιλαμβάνεται στον πίνακα των συγκριτικών πωλήσεων που έχει χρησιμοποιήσει. Αναφορικά με τις πωλήσεις μεριδίων σύμφωνα όμως με την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Α.Ν. Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1063) έχει αποφασιστεί ότι οι συγκριτικές πωλήσεις μεριδίων δεν αποτελούν ασφαλή βάση για εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων. Όλα τα προαναφερόμενα δεν αποκλείουν, σε άλλη περίπτωση, την υιοθέτηση πωλήσεων με τέτοια στοιχεία,  αν στη βάση των εν λόγω στοιχείων γίνει η ανάλογη αναπροσαρμογή από τον εμπειρογνώμονα και στην έλλειψη άλλων παρόμοιων συγκριτικών πωλήσεων, γεγονός για το οποίο το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει στην παρούσα υπόθεση.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου προχωρώ να εξετάσω τώρα κατά πόσο οι συγκριτικές πωλήσεις που λήφθηκαν υπόψη από τον Μ.Ε.2 δικαιολογούν και την αποδοχή της μαρτυρίας του. Σημειώνεται ότι με βάση την τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το επίδικο ακίνητο θεωρείται και είναι περίκλειστο.  

Σε ότι αφορά τώρα τις συγκριτικές πωλήσεις που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.2  υπ’ αριθμό 1 – 4 κρίνεται ότι αυτή που δεν θα μπορούσε να αποτελέσει καθόλου αντικείμενο αξιολόγησης είναι η συγκριτική πώληση που αφορά στο τεμάχιο 341 υπό στοιχείο 4 στον πίνακα συγκριτικών πωλήσεων του Τεκμηρίου 12, για τον λόγο ότι η πιο πάνω πώληση αφορά σε μερίδιο και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων με βάση και την νομολογία που ανωτέρω έχω υποδείξει ( βλ. Α.Ν. Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1063). Σε ότι αφορά δε τις συγκριτικές πωλήσεις 1 – 3 θεωρώ ότι αυτές μπορούν να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο εφόσον έχω αποφασίσει ότι είναι συγκρίσιμες με το επίδικο ακίνητο, με την διαφορά βεβαίως ότι θα υπάρξουν και οι ανάλογες αναπροσαρμογές ενόψει του ότι δεν μπορώ να αποδεχτώ το ποσοστό αναπροσαρμογής στο οποίο προέβηκε ο Μ.Ε.2 για να καταστήσει συγκρίσιμα τα ακίνητα που έχει χρησιμοποιήσει στην έκθεση εκτίμησης του με το επίδικο ακίνητο. Και αυτό διότι εξετάζοντας την μαρτυρία του Μ.Ε.2 διαπιστώνεται ότι δεν έχει προσφερθεί από μέρους του οποιαδήποτε τεκμηριωμένη εξήγηση για το πώς επέλεξε να αφαιρέσει λόγω πρόσβασης μόνο το ποσοστό της τάξεως του 5% και λόγω τοποθεσίας το ποσοστό του 2% αλλά και γενικά για ποιο λόγο έχει επιλέξει να αναπροσαρμόσει τις τιμές με βάση τα ποσοστά αυτά.

Από την άλλη εξετάζοντας την μαρτυρία του Μ.Υ.1 έχω ικανοποιηθεί ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο αναφορικά με τις θέσεις που προβάλλει σε ότι αφορά τα ποσοστά αναπροσαρμογών που θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει ο Μ.Ε.2 τόσο αναφορικά με την πρόσβαση όσο και την τοποθεσία που αυτά βρίσκονται ούτως ώστε αυτά να καταστούν συγκρίσιμα με το επίδικο καθώς και σε ότι αφορά την αναπροσαρμογή στην οποία θα έπρεπε να είχε προβεί αναφορικά με το μέγεθος των ακινήτων, δηλαδή αυτήν της τάξεως του 5% στο ακίνητο που είναι μικρότερο, κάτι το οποίο παρέλειψε παντελώς να πράξει. Σημειώνεται επίσης ότι οι πιο πάνω θέσεις που προβλήθηκαν από τον Μ.Υ1. κατά την μαρτυρία του αναφορικά με τις αναπροσαρμογές τις οποίες υπέδειξε μέσω της γραπτής του δήλωσης και στις οποίες ο Μ.Ε.2 θα έπρεπε να είχε προβεί, στην ουσία τους δεν έχουν αμφισβητηθεί εκ  μέρους του Ενάγοντα. Ούτε επίσης έχει αμφισβητηθεί και η θέση του Μ.Υ.1 ότι το συγκριτικό που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.2 υπό στοιχείο 2 στην έκθεση εκτίμησης του, αφορά σε τεμάχιο που εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου και όχι σε περίκλειστο ως ο μάρτυρας έχει υποστηρίξει.

Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι ενώ το τεμάχιο 55 πωλήθηκε με τιμή 12,77 ανά τετραγωνικό μέτρο περί το έτος 2007, η αγοραία αξία του επίδικου εφόσον αφαιρεθεί το ποσοστό της τάξης του 15% από την τιμή αυτή  (αφαίρεση ποσοστού της τάξεως του 20 % λόγω πρόσβασης ενώ πρόσθεση του ποσοστού 5% λόγω μεγέθους εφόσον το επίδικο είναι μικρότερο) ανέρχεται σε 10,85 ανά τετραγωνικό μέτρο. Σε ότι αφορά το δεύτερο συγκριτικό που χρησιμοποιεί ο Μ.Ε.2 αναφορικά με το τεμάχιο 67, ενώ αυτό πωλήθηκε με τιμή 13,93 ανά τετραγωνικό μέτρο περί το έτος 2007, η αγοραία αξία του επίδικου εφόσον αφαιρεθεί ποσοστό της τάξεως του 25% (αφαιρείται 20% λόγω του ότι το συγκριτικό εφάπτεται επί εγγεγραμμένου δρόμου ως έχω αποδεχτεί και 10% λόγω του ότι υπερτερεί το συγκριτικό από το επίδικο λόγω τοποθεσίας ενώ προστίθεται ταυτόχρονα και το ποσοστό της τάξεως 5% καθότι το επίδικο υπερτερεί από το συγκριτικό λόγω μεγέθους) ανέρχεται έστω σε 10.44 ανά τετραγωνικό μέτρο. Σε ότι αφορά τώρα το τρίτο συγκριτικό που χρησιμοποιείται από τον Μ.Ε.2, δηλαδή το τεμάχιο υπ αρ. 440 υπό στοιχείο 3 του συγκριτικού του πίνακα, αυτό πωλήθηκε περί το έτος 2009 με τιμή 15,37 ανά τετραγωνικό μέτρο. Εφόσον λοιπόν αφαιρεθεί από την τιμή αυτή το ποσοστό του 25 % (αφαίρεση του ποσοστού 20% λόγω πρόσβασης και 10% λόγω τοποθεσίας ενώ προστίθεται ταυτόχρονα το ποσοστό της τάξεως του 5% λόγω μεγέθους) ανέρχεται σε  11.52 ανά τετραγωνικό μέτρο.

Σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα της πώλησης των ακινήτων που έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Μ.Ε.2 σε σχέση πάντοτε με το επίδικο δεν θεωρώ ότι το χρονικό αυτό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ της πώλησης τους, δηλαδή την 30/04/07, την 13/04/07 και την 16/01/09 από  την ημερομηνία λήψης της συγκατάθεσης του Έπαρχου Πάφου την 04/03/2009 είναι απαγορευτικό χρονικό διάστημα για σκοπούς σύγκρισης στην παρούσα υπόθεση. Εξάλλου αποτελεί κοινό έδαφος και των δύο πλευρών ότι οι τιμές των ακινήτων ήταν αυξημένες πριν από την οικονομική κρίση και το κούρεμα των Τραπεζών που έλαβε χώρα περί το έτος 2013. Συνεπώς η απόσταση που υπάρχει μεταξύ των πωλήσεων των τεμαχίων 55 και 67 με βάση των πίνακα συγκριτικών πωλήσεων του Τεκμηρίου 12 και της συγκατάθεσης δεν μπορεί να κριθεί απαγορευτική για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Στη νομολογία δεν καθορίζεται χρονικά πόσο είναι επιτρεπτό ή λογικό να ανατρέξει κανείς για να πάρει συγκριτικά στοιχεία, εκτός από την περίπτωση των 8 ετών όπως κρίθηκε στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Παπουής (ανωτέρω).

Ως εκ των ανωτέρω κρίνεται ότι τα προαναφερόμενα ακίνητα ως έχουν αναπροσαρμοστεί, συνιστούν ασφαλή οδηγό για το Δικαστήριο για να υπολογιστεί και να καθοριστεί η εύλογη τιμή για την κατά τετραγωνικό μέτρο αξία του επίδικου ακινήτου.

Στη βάση δε της υπολογιζόμενης τιμής των €10,93 που έχω καταλήξει ότι ήταν αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανά τετραγωνικό μέτρο (10,85 + 10,44 + 11,52 / 3 = 10,93) την 04/03/2009 αποτελεί συνεπώς εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανερχόταν σε €36,560 έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το συνολικό εμβαδό του εν λόγω ακινήτου, ως είναι κοινό έδαφος, ανέρχεται σε 3,345 τ.μ.  

Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας διαφάνηκε ότι υπήρξε διάσταση ως προς τις θέσεις και των δύο εμπειρογνωμόνων αναφορικά με το ποσοστό της άμεσα επηρεαζόμενης έκτασης του επίδικου ακινήτου από την διέλευση των γραμμών. Πιο συγκεκριμένα ο Μ.Ε.2 υποστήριξε την θέση ότι το άμεσα επηρεαζόμενο μέρος των 15,50 μέτρων εκατέρωθεν των γραμμών αντιστοιχεί σε 1,730 τ.μ  ενώ παράλληλα σύμφωνα με τον ίδιο επηρεάζεται έμμεσα και επιπλέον μέρος γης 15,00 μέτρων εκατέρωθεν του άξονα διέλευσης των γραμμών το οποίο αντιστοιχεί σε 1285 τ.μ. Ως προς τον άμεσο επηρεασμό ο Μ.Ε.2 τον εντάσσει σε ποσοστό 100 % ενώ ως προς τον έμμεσο επηρεασμό σε ποσοστό 60%. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι ως προς το υπόλοιπο μέρος του τεμαχίου, δηλαδή σε 330 τ.μ,  υπάρχει και επηρεασμός της τάξης του 5 %.

Από την αντίπερα όχθη ο Μ.Υ.1 υποστηρίζει μέσω της δικής της εκτίμησης ότι το εμβαδό επηρεασμού αντιστοιχεί στα 12 ½  μέτρα δεξιά και αριστερά των γραμμών καθώς το επίδικο ακίνητο εντάσσεται εντός της γεωργικής ζώνης Γ3 και το ενδεχόμενο ανάπτυξης του στο μέλλον είναι περιορισμένο, η δε άμεσα επιζήμια επίδραση σε αυτό ανέρχεται στο ποσοστό του 20% στο επηρεαζόμενο μέρος του επίδικου ακινήτου ενώ ως προς το υπόλοιπο μέρος δεν υπάρχει οποιοσδήποτε επηρεασμός, γεγονός που καταδεικνύεται σύμφωνα με τον μάρτυρα και από το ότι το επίδικο τεμάχιο μέχρι πρόσφατα καλλιεργείτο κανονικά.

Κατ’ αρχάς σημειώνεται ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι από τη διέλευση της εναέριας γραμμής επιβάλλεται περιορισμός οικιστικής ανάπτυξης κατά μήκος της εν λόγω γραμμής σε λωρίδα γης πλάτους 25 τετραγωνικών μέτρων (12.5 τετραγωνικά μέτρα ένθεν και ένθεν της γραμμής).  Ο M.E.2 υποστήριξε ότι η Εναγόμενη θα πρέπει να επωμιστεί και τα  επιπλέον τετραγωνικά μέτρα που απαιτούνται και τα οποία ο ίδιος έλαβε υπόψη ως πολεοδομικούς περιορισμούς διευκρινίζοντας ότι εάν δεν τοποθετείτο η επίδικη εναέρια γραμμή, ο Ενάγοντας, σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης, θα έπρεπε να αφήσει 3 τετραγωνικά μέτρα απόσταση από το σύνορο, ενώ τώρα ένεκα της διέλευσης της επίδικης γραμμής, θα υποχρεωθεί να αφήσει αυτά τα 3 τετραγωνικά μέτρα, αριστερά και δεξιά της γραμμής.  

Καταρχήν αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το άρθρο 32 του Περί Ηλεκτρισμού Νόμου Κεφ. 170, απαγορεύεται η ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής κάτω ή κοντά στις εναέριες γραμμές μεταφοράς, εκτός εάν εξασφαλιστεί η γραπτή συγκατάθεση του αναδόχου. Περαιτέρω εξετάζοντας την μαρτυρία του Μ.Υ.1 ο ίδιος φαίνεται να μην διαφωνεί με την θέση του Ενάγοντα ότι ο άμεσος επηρεασμός από την διέλευση της γραμμής δεν έγκειται μόνο στα 12 ½ μέτρα αφού εμμέσως πλην σαφώς συμφώνησε με την θέση ότι πράγματι σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης ή εν πάση περιπτώση ανέγερσης οικοδομής, αυτή θα πρέπει να απέχει 15 ½ μέτρα (συν τα 3 μέτρα δεξιά και αριστερά από το νοητό άξονα (κέντρο) μιας Εναέριας Γραμμής Μεταφοράς) και ως εκ τούτου να επιβεβαιώνει ως προς το σημείο αυτό του άμεσου επηρεασμού τους υπολογισμούς τους οποίους προέβηκε ο Μ.Ε.2 ο οποίος υποστήριξε ότι σε περίπτωση οικιστικής ανάπτυξης αυτή θα πρέπει να γίνει σε απόσταση 15 ½ τετραγωνικών μέτρων δεξιά και αριστερά της γραμμής, με αποτέλεσμα η ύπαρξη της γραμμής να επηρεάζει λωρίδα γης σε πλάτος όχι 25 τετραγωνικά μέτρα αλλά 31 τετραγωνικά μέτρα κατά μήκος της γραμμής.

Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω κρίνω ότι η άμεσα επηρεαζόμενη έκταση γης του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στα 1730 τ.μ και όχι στο σύνολο των τετραγωνικών μέτρων που αντιστοιχούν με βάση τα 12 ½ μέτρα εκατέρωθεν του άξονα της γραμμής ως ο Μ.Υ1 υποστήριξε.

Τέλος, δεν υπήρξε σύγκλιση ούτε και ως προς το ποσοστό επιζήμιας επίδρασης που η διέλευση της επίδικης εναέριας γραμμής επιφέρει στην αξία του επίδικου ακινήτου. Υπενθυμίζεται ότι εκείνο που εδώ το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει δεν είναι αν υπάρχει ή όχι επιζήμια επίδραση στο επίδικο ακίνητο, αλλά το ποσοστό της επίδρασης αυτής. Και τούτο, γιατί ως ήδη έχει λεχθεί, είναι σε τελική ανάλυση κοινά αποδεκτό ότι τέτοια επιζήμια επίδραση υπάρχει.

Ο Μ.Ε.2 καθόρισε το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης σε ποσοστό 100% επί του άμεσα επηρεαζόμενου εμβαδού του επίδικου ακινήτου, το οποίο ως έχει κριθεί ανωτέρω είναι 1730 τ.μ, και σε ποσοστό 60% αναφορικά με 1285 τμ. Σε ότι αφορά το εναπομείναν μέρος του επίδικου ακινήτου ήτοι αυτό των 330 τ. μ. επίσης υποστήριξε ότι υπάρχει επηρεασμός της τάξης του 5%.  Ο μάρτυρας για να αιτιολογήσει την εν λόγω κατάληξή του ανέφερε ότι ένεκα της διέλευσης ηλεκτροφόρων καλωδίων δημιουργούνται ηλεκτρομαγνητικά πεδία τα οποία, ως υποστήριξε, είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τους ζωντανούς οργανισμούς περιλαμβανομένου του ανθρώπου. Τέτοιου είδους φαινόμενα, συνέχισε, ως είναι η ύπαρξη ηλεκτροφόρων καλωδίων και/ή πυλώνων προκαλούν το φαινόμενο του δημόσιου φόβου (public fear), ζήτημα για το οποίο υπάρχει πληθώρα άρθρων, με αποτέλεσμα ο κόσμος να επηρεάζεται και να αποφεύγει να αγοράζει ακίνητα κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια. Περαιτέρω υποστήριξε ότι είναι γενικά αποδεκτό ότι σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές ακίνητους περιουσίας προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις.

Πέραν των πιο πάνω ήτο η θέση του Μ.Ε.2. ότι τα επίδικα καλώδια προκαλούν πέραν του δημόσιου φόβου και οχληρία αισθητική αλλά και ηχητική. Περαιτέρω η ύπαρξη των καλωδίων επηρεάζει και τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών αφού τα γεωργικά μηχανήματα δεν μπορούν να διέρχονται με ασφάλεια κάτωθεν της εναέριας γραμμής ενώ το τεμάχιο διχοτομείται με αποτέλεσμα η καλλιέργεια του επί το πλείστο να είναι αδύνατη και περιορίζει τη μελλοντική χρήση της γης.

Κατά την αντεξέτασή του ο Μ.Ε.2 αναφορικά με το κατά πόσο όντως η διέλευση της επίδικης γραμμής επηρεάζει τη λειτουργικότητα των γεωργικών εργασιών, υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση ότι το κομμάτι γης που βρίσκεται κάτω από τις γραμμές καταστρέφεται ολοσχερώς και δεν μπορεί να καλλιεργηθεί καθόλου, καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο σε κάποια στιγμή να πρέπει να περάσουν μέσα από αυτό το κομμάτι γης τα μηχανήματα της Εναγόμενής για συντήρηση των εναέριων καλωδίων και συνεπώς να καταστρέψουν την οποία φυτεία ή καλλιέργεια έχει φυτευτεί. Ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι η λωρίδα αυτή της γης καταστρέφεται ολοσχερώς σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να ισοδυναμεί με την απαλλοτρίωση.

Με όλο τον σεβασμό προς τον μάρτυρα τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου είναι εντελώς θεωρητικά και δεν βασίζονται σε οποιαδήποτε ασφαλή δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο να μπορεί να λάβει υπόψη ούτως ώστε να κριθεί ότι πράγματι ο επηρεασμός που προκύπτει ως προς την χρήση αυτού του σημείου της γης που βρίσκεται κάτωθεν των γραμμών είναι της τάξης του 100 %  όπως και έχει υποστηρίζει. Μάλιστα όπως έχει ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πέραν του επηρεασμού που προκύπτει σε αυτού του είδους τεμάχια που έχουν εγκατασταθεί γραμμές ή ακόμα και σε γειτονικά τεμάχια το ενδεχόμενο της πώλησης τους και της αγοράς τους δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού όπως ήδη έχει διαφανεί από την μαρτυρία του Μ.Υ.1 στο Δικαστήριο άλλα παρόμοια τεμάχια με το επίδικο φαίνεται να έχουν πωληθεί.

Σε ότι αφορά την θέση του Μ.Ε.2 ότι η ύπαρξη των εν λόγω γραμμών προκαλεί δημόσιο φόβο και τρόμο με αποτέλεσμα οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να προτιμούν να δείχνουν ενδιαφέρον για απόκτηση τεμαχίου ή τεμαχίων που να μην είναι γειτονικά σε τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι ερωτώμενος ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του για το κατά πόσο είναι ειδικός για να μπορεί να τοποθετείται επί ζητημάτων υγείας και προβλημάτων που ενδεχόμενα προκαλούν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, συμφώνησε ότι πράγματι δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις ούτε και είναι ειδικός αναφορικά με την ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα ηλεκτρομαγνητικά αυτά πεδία στην υγεία του ανθρώπου. Συμφώνησε μάλιστα ότι τα όσα έχει αναφέρει επί του ζητήματος τούτου είναι με βάση την γνώση που απέκτησε από διάφορα άρθρα τα οποία έχει μελετήσει και που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τα όσα ο ίδιος υπέδειξε αναφορικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί η εγκατάσταση των εναέριων καλωδίων στην υγεία μας.

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων κρίνω επίσης ότι ούτε και αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 δεν μπορεί να παράσχει στο Δικαστήριο το αναγκαίο υπόβαθρο επί του οποίου να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη οχληρίας και να εκτιμηθεί και να καθοριστεί ο βαθμός πρόκλησης οχληρίας από την εγγύτητα των καλωδίων. Τα ίδια βεβαίως ισχύουν για τα όσα ο ίδιος πρόβαλε για τον κίνδυνο πρόκλησης βλάβης στην υγεία από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία.

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου προκύπτει αβίαστα και το συμπέρασμα ότι, η θέση του Μ.Ε.2 αναφορικά με την άμεση επιζήμια επίδραση σε ποσοστό 100 % δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ενόψει του ότι δεν έχει αποδειχθεί σε τέτοιο μεγάλο βαθμό η ζημιά ως ο Μ.Ε.2 υποστήριξε, αλλά ούτε και σε σχέση με τα οποιαδήποτε ποσοστά, ήτοι αυτό των 60% σε σχέση με τα 15 ½ μέτρα εκατέρωθεν των 15 μέτρων του άμεσου επηρεασμού από την γραμμή καθώς και των 5% επί του υπόλοιπου μέρους του επίδικου ακινήτου υποστηρίχθηκε κατά την μαρτυρία του. Και αυτό διότι τα πιο πάνω συμπεράσματα του μάρτυρα  δεν έχουν τεκμηριωθεί από πλευράς του επαρκώς αλλά ούτε είναι και λογικά εφόσον εν προκειμένω ο Ενάγοντας δεν στερείται της κατοχής της πραγματικά επηρεαζόμενης έκτασης γης την οποία και μπορεί να εξακολουθήσει να καλλιεργεί  ως και έπραττε μέχρι και το έτος 2021 ή ακόμη και να αξιοποιήσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ως ο ίδιος επιθυμεί όπως μάλιστα έχει συμβεί και με άλλα ακίνητα εντός των οποίων έχει εγκατασταθεί ο εξοπλισμός της Εναγόμενης και για τα οποία η Υπεράσπιση παρουσίασε στο Δικαστήριο σχετική μαρτυρία χωρίς να αμφισβητηθεί (βλ. ακίνητο εντός του οποίου έχει αναπτυχθεί με την τοποθέτηση γεωργικών υποστατικών και αποθηκών ενώ εντός άλλου ακινήτου έχει αναπτυχθεί φωτοβολταικό πάρκο).  Το γεγονός και μόνο ότι ο Ενάγοντας επέλεξε για δικούς του λόγους να σταματήσει την καλλιέργεια του συγκεκριμένου τεμαχίου η την περαιτέρω αξιοποίηση του δεν αποτελεί αυτομάτως από μόνο του παράγοντα που να μπορεί να τεκμηριώσει και την θέση του μάρτυρα περί ολοκληρωτικής καταστροφής της γης που επηρεάζεται κάτω από τις γραμμές του εν λόγω τεμαχίου ή του ποσοστού επηρεασμού που ο ίδιος κατατάσσει ως προς το υπόλοιπο μέρος του. Ως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές υποθέσεις, η τοποθέτηση μεταλλικών πυλώνων και ηλεκτροφόρων συρμάτων υψηλής τάσης πάνω από ακίνητη ιδιοκτησία δεν αποτελεί παρά μόνο περιορισμό στη χρήση της και όχι στέρηση ιδιοκτησίας (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ανωτέρω)

Εξάλλου το ακίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο ενέπιπτε και συνεχίζει να εμπίπτει εντός της Γεωργικής Πολεοδομικής Ζώνης Γ3 και ρυθμιζόταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής για την Ανάπτυξη στην Ύπαιθρο και τα Χωριά και καλύπτονταν από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής περί Μεμονωμένης Κατοικίας χωρίς δυνατότητα όμως άμεσης ανάπτυξης με δεδομένο ότι αυτό ήταν περίκλειστο μη πληρώντας τα κριτήρια για ανέγερση μεμονωμένης κατοικίας. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 «η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή γενικότερα δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.  Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του κράτους.». Εν πάση περιπτώσει καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε ότι ο Ενάγοντας ένεκα του περιορισμού που επιβλήθηκε στο επίδικο ακίνητο στερήθηκε της δυνατότητας οικιστικής ανάπτυξης αυτού.   

Από την άλλη θα συμφωνήσω με την θέση του Μ.Υ.1 αναφορικά με το ποσοστό επηρεασμού το οποίο υπολόγισε και ανέρχεται σε αυτό της τάξης του 20 % έχοντας πάντοτε υπόψη ότι το επίδικο ακίνητο δεν χάνει κάτι από τη χρήση του ως γεωργική και ότι ο μόνος περιορισμός που επιβάλλει η Εναγόμενη είναι η μη ανέγερση κτιρίων κάτωθι της επίδικης εναέριας γραμμής για σκοπούς συντήρησης και επιδιόρθωσης. Επαναλαμβάνεται ότι η πολεοδομική ζώνη είναι αυτή που καθορίζει τη χρήση του ακινήτου με το επίδικο να εμπίπτει στη ζώνη Γ3 που είναι γεωργική με συντελεστή δόμησης 10% για γεωργικούς σκοπούς χωρίς όμως να αποκλείεται η κατά παρέκκλιση παροχή άδειας για άλλους σκοπούς, κάτι το οποίο όμως δεν μετατρέπει τη χρήση του. Το επίδικο ακίνητο είναι περίκλειστο και δεν διαθέτει ικανοποιητική δίοδο για οικοδομικούς σκοπούς, χωρίς όμως να αποκλείεται η δυνατότητα παροχής τέτοιας διόδου στο μέλλον.

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκταση γης του επίδικου ακινήτου που επηρεάζεται και το ποσοστό επηρεασμού που επιφέρει καταλήγω ότι η αξία του επίδικου ακινήτου μειώθηκε κατά € 3,781,78 (1,730 τ.μ. x 10,93 x 0.20), η οποία και συνιστά ουσιώδη μείωση.

Ως προς τον διεκδικούμενο τόκο επί των αποζημιώσεων κατέληξα πως η ορθή προσέγγιση  θα ήταν να επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την καταχώριση της Αγωγής ήτοι από την 04/12/15 έχοντας υπόψη την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από πλευράς του Ενάγοντα να αξιώσει οιοδήποτε ποσό από την Εναγόμενη. Για την κατάληξη μου να επιδικάσω τον πιο πάνω τόκο έλαβα υπόψη τη σχετική νομολογία  και τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (βλ. Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, 496 και Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 881, 893). Ως προς την επιχειρηματολογία της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας δεν δικαιούται σε νόμιμο τόκο από την καταχώριση της Αγωγής ένεκα της αδράνειάς του να απευθυνθεί στην Εναγόμενη για αξίωση αποζημιώσεων στη βάση της νενομισμένης διαδικασίας έστω και μετά την καταχώριση της Αγωγής θεωρώ ότι δεν έχει οιοδήποτε έρεισμα. Εφόσον ο Ενάγοντας επέλεξε να διεκδικήσει το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 23(3) του Συντάγματος, έστω και αργοπορημένα, δύναται να λάβει τόκους επί οιουδήποτε ποσού επιδικαστεί προς όφελός του από την ημερομηνία καταχώρισης της παρούσας.  

Απομένει το ζήτημα εξόδων του Μ.Ε.2. Στην Έκθεση Απαίτησης αναφέρεται ότι αξιώνεται ποσό €3,000 εκτιμητικά έξοδα, ως ειδική ζημιά που ο Ενάγοντας υπέστη, πλέον Φ.Π.Α. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Μ.Ε.2 και πιο συγκεκριμένα και με βάση της έκθεση εκτίμησης του Τεκμήριο 12, αξιώνεται σε σχέση με τα εκτιμητικά του έξοδα ποσό μικρότερο δηλαδή αυτό της τάξης των 2.500. Συνακόλουθα προκύπτει ότι το ποσό που θα πρέπει να επιδικαστεί είναι αυτό της τάξεως των €2.500 καθότι αυτό το ποσό έχει αποδειχτεί ως ειδική ζημιά.  

Τέλος όσον αφορά τις λοιπές αξιώσεις οι οποίες απορρίφθηκαν ήδη κατά το στάδιο εξέτασης των εγειρόμενων από την Εναγόμενη προδικαστικών ενστάσεων και σχετίζονται με την έκδοση διαταγμάτων και την απόδοση αποζημιώσεων στη βάση ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης τούτες θεωρώ ότι εγκαταλείφθηκαν από τον Ενάγοντα αφού καμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς υποστήριξή των και κανένας λόγος έγινε από τον συνήγορό της στις αγορεύσεις του ότι επιμένει στην απόδοσή των.

Ως εκ των ανωτέρω καταλήγω ότι ο Ενάγοντας δικαιούται να λάβει αποζημίωση για την ουσιώδη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου συμφώνως του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος.

Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των € 3,781,78 πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής  μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον ποσό εκ €2.500 εκτιμητικά έξοδα πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα.

Ως προς τα έξοδα, με δεδομένο τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και εν απουσία λόγων που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τούτα επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα επιτυχίας της αγωγής, πλέον νόμιμο τόκο ετησίως από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι εξόφλησης. 

 

 

 

 (Υπ.)……………………………….

                                                                                           Σ. Συμεού , Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο