ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.

 

                                             Συνενωμένες Αγωγές Αρ.: 1678/2014 & 1677/2014

                                   

Αρ. Αγωγής: 1678/2014

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΙΚΚΟΥ (ΑΝΔΡΕΑ) ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ, από Λεμεσό

                                                                                                                        Ενάγοντος

                                                και

            1.         ΦΑΕΘΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ, από Πάφο

            2.         ΙΩΑΝΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ, από Πάφο

                                                                                                                        Εναγομένων

 

Αρ. Αγωγής: 1677/2014

Μεταξύ:

ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥ, από Λεμεσό

                                                                                                                        Ενάγοντας

                                                και

            1.         ΦΑΕΘΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ, από Πάφο

            2.         ΙΩΑΝΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ, από Πάφο

                                                                                                                        Εναγομένων

Ημερομηνία: 23.02.24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα σ’ αμφότερες αγωγές: κος Α. Γλυκής για ΗΛΙΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ

 & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε

Για Εναγόμενο 1 σ’ αμφότερες αγωγές: κος Χρ. Χρυσάνθου μαζί με

      κα Ε. Κωμοδρόμου για Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ

      & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο 2 σ’ αμφότερες αγωγές: κος Α. Κόνιας για ΑΝΔΡΕΑΣ Π.

                                                                   ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

 

                                                      ΑΠΟΦΑΣΗ

Δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερομηνίας 07.06.16 οι αγωγές 1678/14 και 1677/14 με οδηγό την αγωγή υπ' αριθμό 1678/14 συνενώθηκαν αναφορικά με όλα τα επίδικα θέματα. Το δυστύχημα που συνέβηκε στις 23.06.12 στον κύριο δρόμο Μεσόγης - Τσάδας στην Πάφο αποτέλεσε την αιτία καταχώρησης των εν λόγω συνενωμένων αγωγών.

 

Εμπλεκόμενα οχήματα ήταν ένα άσπρο Van Ford με αρ. εγγραφής HPE360 που τη στιγμή εκείνη οδηγείτο από τον Ενάγοντα της αγωγής αρ. 1678/14, ένα Nissan Navara με αρ. εγγραφής HKB315 που οδηγείτο από τον Εναγόμενο 1 (σ’ αμφότερες αγωγές) και ένα άσπρο Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 που οδηγός του κατά το χρόνο εκείνο ήταν ο Εναγόμενος 2 (σ’ αμφότερες αγωγές). Παράλληλα όταν συνέβηκε το δυστύχημα συνοδηγός στο όχημα με αρ. εγγραφής HPE360 ήταν ο Ενάγοντας της αγωγής αρ. 1677/14.    

 

Έκαστος Ενάγοντας σε κάθε μία από τις δύο συνενωμένες αγωγές επιρρίπτει ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος στους Εναγομένους 1 & 2. Ειδικότερα τους αποδίδουν ότι τέλεσαν αμελείς πράξεις, προέβηκαν σε παραλείψεις και ότι παραβίασαν θέσμια καθήκοντα τους, λεπτομέρειες των οποίων παρέχονται μέσα από τις εκθέσεις απαιτήσεις. Έκαστος Ενάγοντας διεκδικεί ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για ζημιές, απώλειες, σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία που ισχυρίζεται ότι υπέστηκε συνεπεία του δυστυχήματος.

 

Κοινές δηλώσεις διαδίκων:

Κατά την εκδίκαση των συνενωμένων αγωγών οι διάδικοι προέβηκαν στις πιο κάτω κοινές δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου:

(α)       Ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 (οδηγός του οχήματος με αρ. εγγραφής HPE360) δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.

(β)       Ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 δικαιούται στην επιδίκαση ποσού €440.000 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

(γ)        Ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1677/14 (συνοδηγός στο όχημα με αρ. εγγραφής HPE360) δικαιούται στην επιδίκαση ποσού €12.000 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

(δ)        Για τα δικηγορικά έξοδα των δύο Εναγόντων στις συνενωμένες αγωγές συμφωνήθηκε το συνολικό ποσό των €50.000 πλέον Φ.Π.Α.

(ε)        Τα πιο πάνω ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης.

(στ)      Στην περίπτωση που απορριφθεί αγωγή εναντίον οποιουδήποτε Εναγομένου, ο Ενάγοντας δεν θα καταβάλει δικηγορικά έξοδα στον επιτυχών Εναγόμενο αλλά θα καταβληθούν σ’ αυτόν από τον άλλο Εναγόμενο, εναντίον του οποίου θα εκδοθεί αποκλειστικά η σχετική απόφαση.

 

Ευθύνη Ενάγοντα της αγωγής αρ. 1677/14:

Με γνώμονα ότι έχει συμφωνηθεί πως ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 (οδηγός του οχήματος με αρ. εγγραφής HPE360) δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος και έχοντας υπόψη μου ότι στην αγωγή αρ. 1677/14 οι Εναγόμενοι 1 & 2 δεν δικογραφούν ισχυρισμό με τον οποίον να θεωρούν υπαίτιο τον εκεί Ενάγοντα για το δυστύχημα που συνέβηκε, προκύπτει ότι ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1677/14 (συνοδηγός στο όχημα με αρ. εγγραφής HPE360) δεν ευθύνεται για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.

 

Επίδικο θέμα των συνενωμένων αγωγών:

Μοναδικό επίδικο ζήτημα που παρέμεινε για εκδίκαση στις συνενωμένες αγωγές είναι ο καταμερισμός ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων 1 & 2 στην πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος. Όπως θα διαφανεί από την μαρτυρία που συνοπτικά παρατίθεται πιο κάτω, για το ζήτημα αυτό οι Εναγόμενοι παρουσίασαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές Με τον καταμερισμό της ευθύνης θα καθοριστεί η συνεισφορά του κάθε Εναγομένου στα πιο πάνω δηλωμένα ποσά που θα πρέπει να πληρωθούν στους Ενάγοντες των συνενωμένων αγωγών.

 

Γραπτή ειδοποίηση προς συνεναγόμενο:

Με γραπτή ειδοποίηση προς συνεναγόμενο δυνάμει της Δ.10 Θ.12(1) των Παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που καταχώρισε ο ένας Εναγόμενος εναντίον του άλλου Εναγομένου, έκαστος Εναγόμενος θεωρεί τον συνεναγόμενο του αποκλειστικά υπεύθυνο για την πρόκληση του επιδίκου δυστυχήματος λόγω αμέλειας και/ή λόγω παράβασης θέσμιων καθηκόντων από μέρους του. Γι’ αυτό ο ένας αξιώνει εναντίον του άλλου συνεισφορά σε σχέση με οποιαδήποτε αποζημίωση την οποίαν οποιοσδήποτε από τους Ενάγοντες δύναται να ανακτήσει δια της αγωγής του κατά το ποσοστό που ήθελε αποφασιστεί από το Δικαστήριο στο τέλος της εκδίκασης, περιλαμβανομένου τόκου και δικηγορικών εξόδων.

 

Συνεπεία των πιο πάνω ειδοποιήσεων, καταχωρίστηκαν δικόγραφα μεταξύ των Εναγομένων.  

 

Οι δικογραφημένες εκδοχές των Εναγομένων 1 & 2:

Όπως ήδη έχει λεχθεί έκαστος Εναγόμενος θεωρεί ότι το επίμαχο δυστύχημα οφείλεται στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια του συνεναγομένου του καθώς επίσης στην παράβαση θέσμιων καθηκόντων από μέρους του.

 

Σύμφωνα με τον Εναγόμενο 1, το όχημα που αυτός οδηγούσε συγκρούστηκε αρχικά με το εξ’ αντιθέτου όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος 2 και στη συνέχεια με το όχημα που οδηγούσε ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14. Ο Εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος 2 παρέλειψε να οδηγεί το όχημα του εντός της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας και ότι εισήλθε παράνομα και αντικανονικά εντός της λωρίδας κυκλοφορίας στην οποίαν αυτός οδηγούσε το όχημα του νόμιμα και κανονικά με αποτέλεσμα αυτό να συγκρουστεί πλευρικά με το όχημα του Εναγομένου 2. Είναι η δικογραφημένη θέση του Εναγομένου 1 ότι συνεπεία της σύγκρουσης το όχημα του εξετράπη της πορείας του και συγκρούστηκε με το όχημα που οδηγούσε ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 και ακολουθούσε το όχημα του Εναγομένου 2 σε μεγάλη απόσταση.

 

Αντίθετα η δικογραφημένη εκδοχή του Εναγομένου 2 είναι ότι ο ίδιος οδηγούσε νόμιμα και κανονικά το όχημα του κατά μήκος του κυρίως δρόμου Μεσόγης – Τσάδας με πορεία προς την Τσάδα ακολουθούμενος από το όχημα που οδηγούσε ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 όταν ο Εναγόμενος 1 που οδηγούσε το όχημα του από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από Τσάδα προς Μεσόγη, απότομα και/ή ξαφνικά απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του και/ή το κατεύθυνε στην πορεία του οχήματος που οδηγούσε ο Εναγόμενος 2 και αφού το κτύπησε συνέχισε την πορεία του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προκαλώντας τη σύγκρουση του οχήματος του με το όχημα που οδηγούσε ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14.

Προσαχθείσα μαρτυρία:

Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας προσήλθαν δύο μάρτυρες εκ μέρους και για λογαριασμό των Εναγόντων. Ακολούθως για την απόδειξη της εκδοχής του η πλευρά του Εναγομένου 1 παρουσίασε τρεις μάρτυρες ενώ για την στοιχειοθέτηση της δικής του εκδοχής ο Εναγόμενος 2 παρουσίασε δύο μάρτυρες. 

 

Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατατέθηκαν 19 τεκμήρια.

 

Θα σκιαγραφήσω τώρα την ουσία της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον μου.

 

ΜΕ1 ήταν ο εξεταστής του δυστυχήματος αστυφύλακας 2521 Μιχάλης Μιχαήλ. Από το έτος 2012 υπηρετούσε στον Κλάδο Διερεύνησης Τροχαίων Δυστυχημάτων στην Τροχαία Πάφου. Σύνοψη της μαρτυρίας του, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται μέσα από την κυρίως εξέταση και αντεξέταση του, περιλαμβάνει αναφορά ότι στις 23.06.12 περί ώρα 12:25 μ.μ. ειδοποιήθηκε για το ότι συνέβηκε δυστύχημα στον κύριο δρόμο Μεσόγης – Τσάδας. Το δυστύχημα συνέβηκε περίπου την ίδια ώρα που ειδοποιήθηκε. Έφθασε στη σκηνή του δυστυχήματος μαζί με άλλο συνάδελφο του μετά από 10-15 λεπτά που συνέβηκε το δυστύχημα. Όταν έφθασε η σκηνή είχε αποκλειστεί εντελώς. Προηγουμένως στη σκηνή είχαν μεταβεί δύο συνάδελφοι του για να ρυθμίζουν την τροχαία κίνηση στην περιοχή εκείνη.

 

Με τη βοήθεια του συναδέλφου του στη σκηνή ο μάρτυρας έλαβε μετρήσεις, ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 3) και ακολούθως συμμετρικό σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1). Επίσης καθ’ υπόδειξη του λήφθηκαν 45 έγχρωμες φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2). Παρατήρησε ότι υπήρχαν τρία εμπλεκόμενα οχήματα. Κατά το χρόνο που συνέβηκε το δυστύχημα ο Ενάγοντας της αγωγής αρ. 1678/14 οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής ΗΡΕ360 με συνοδηγό τον Ενάγοντα στην αγωγή αρ.1677/14 με κατεύθυνση από Μεσόγη προς Τσάδα. Κατά τον ίδιο χρόνο ο Εναγόμενος 2 οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής ΕΜΒ786 που προπορευόταν του προαναφερόμενου οχήματος και κινείτο στην ίδια κατεύθυνση. Από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή με πορεία από Τσάδα προς Μεσόγη, τη στιγμή του δυστυχήματος ερχόταν το όχημα με αρ. εγγραφής ΗΚΒ315 που οδηγούσε ο Εναγόμενος 1.

 

Μέσα από τη μαρτυρία του ο ΜΕ1 περίγραψε πως έλαβε τις μετρήσεις του και επισήμανε τέτοιες αποστάσεις. Με απεικόνιση μέσα από φωτογραφίες της σκηνής,  ο εν λόγω μάρτυρας υπέδειξε τα δύο σημεία σύγκρουσης (πρώτο ήταν αυτό του οχήματος του Εναγομένου 1 με το όχημα του Εναγομένου 2 και δεύτερο αυτό του οχήματος του Εναγομένου 2 με το όχημα του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14), υπέδειξε τις αρχικές και τελικές θέσεις των ενεχομένων οχημάτων, αναφέρθηκε στην κατάσταση ορατότητας του δρόμου, αναφέρθηκε στη μορφολογία του δρόμου, αναφέρθηκε στις ζημιές των εμπλεκομένων οχημάτων και αναφέρθηκε σε αντικείμενα που εντοπίστηκαν στο δρόμο και αφορούν το δυστύχημα (θρυμματισμένα γυαλιά καθρέφτη οχήματος του Εναγομένου 1). Ως εξεταστής του δυστυχήματος ο ΜΕ1 ετοίμασε γραπτή κατάθεση για την υπηρεσία του Οι ενέργειες του ΜΕ1 εκτίθενται μέσα από που ετοίμασε (Τεκμήριο 4). Παράλληλα μαζί με συναδέλφους του έλαβαν καταθέσεις από εμπλεκόμενους οδηγούς και αυτόπτες μάρτυρες. Ακολούθως περιέγραψε τις διαπιστώσεις του (Τεκμήρια 5 – 10).

 

ΜΕ2 ήταν ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1677/14. Μέρος της μαρτυρίας του αποτελεί γραπτή κατάθεση του ημερ. 01.07.12 που έδωσε στην αστυνομία στα πλαίσια διερεύνησης του δυστυχήματος (Τεκμήριο 10), το περιεχόμενο της οποίας ο μάρτυρας δήλωσε πως υιοθετεί. Η κυρίως εξέταση του ολοκληρώθηκε με προφορική μαρτυρία ενώ ακολούθησε η αντεξέταση του από τους συνηγόρους των Εναγομένων 1 & 2 αντίστοιχα.

 

Όπως είπε, στις 23.06.12 και περί ώρα 12:20-12:25 μ.μ. ήταν συνοδηγός στο όχημα με αρ. εγγραφής HPE360 που ήταν άσπρο Van Ford Transit που κατευθυνόταν από Μεσόγη προς Τσάδα με ταχύτητα 40-50 χλμ. Τόσο ο ίδιος όσο και ο οδηγός του οχήματος φορούσαν ζώνη ασφαλείας. Μπροστά από το όχημα του υπήρχε ένα άσπρο διπλοκάμπινο που οδηγείτο από τον Εναγόμενο 2. Η πορεία των δύο οχημάτων ήταν ανηφορική επειδή υπήρχε στροφή στα δεξιά. Σε κάποιο σημείο της στροφής ένα άλλο διπλοκάμπινο πράσινου χρώματος που οδηγείτο από τον Εναγόμενο 1) και ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή νότια από Τσάδα προς Μεσόγη, απώλεσε τον έλεγχο του εισήλθε περίπου 1-1,5 μέτρα περίπου εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του άσπρου διπλοκάμπινου με αποτέλεσμα να συγκρουστεί στο δεξιό πίσω μέρος της κάσιας του (διπλοκάμπινο οχήματος). Η σύγκρουση ήταν πλευρική και ελαφριάς έντασης και έγινε σε απόσταση 40 μέτρα από το όχημα στο οποίο ήταν συνοδηγός ο ΜΕ2. Αμέσως μετά την πρώτη σύγκρουση ο Εναγόμενος 1 έχασε εντελώς τον έλεγχο του οχήματος του με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το όχημα στο οποίο ο ΜΕ2 ήταν συνοδηγός εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του (οχήματος με αρ. εγγραφής ΗΡΕ360). Η σύγκρουση ήταν μετωπική και ισχυρή. 

 

Σε αντίθεση με τον οδηγό του οχήματος αρ. εγγραφής ΗΡΕ360 που δεν είχε οπτική επαφή, ο ίδιος είδε την πρώτη σύγκρουση από απόσταση 30-40 μέτρα. Τη στιγμή της πρώτης σύγκρουσης το όχημα με αρ. εγγραφής ΗΡΕ360 βρισκόταν σε κίνηση συνεχίζοντας την πορεία του. Μετά την πρώτη σύγκρουση το όχημα του Εναγομένου 2 συνέχισε να κινείται και σταμάτησε πιο πάνω από το σημείο σύγκρουσης με το όχημα του Εναγομένου 1. Ο οδηγός του οχήματος αρ. εγγραφής ΗΡΕ360 αντιλήφθηκε για πρώτη φορά το όχημα του Εναγομένου 1 λίγο πριν τη σύγκρουση. Προσπάθησε να κάνει κίνηση προς τα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση και συγκεκριμένα να στρίψει το τιμόνι προς τα αριστερά αλλά δεν πρόλαβε. Με αναφορά στη φωτογραφία 1 του Τεκμηρίου 2, ο μάρτυρας σημείωσε ότι πίσω από το όχημα με αρ. εγγραφής ΗΡΕ360 ο δρόμος ήταν ευθύς χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει την ορατότητα.

 

Πρώτος μάρτυρας για την πλευρά του Εναγομένου 1 ήταν ο Μιχάλης Χριστοφόρου, ιδιώτης εκτιμητής ζημιών μηχανοκινήτων οχημάτων (ΜΥ1Ενος1). Εργάζεται σε εταιρεία στην οποίαν σήμερα διευθύνει το τμήμα εκτιμήσεων ζημιών μηχανοκινήτων οχημάτων. Είναι πτυχιούχος στη μηχανολογία αυτοκινήτου από το έτος 2010. Στην πορεία έτυχε εκπαίδευσης στην Γερμανία στον τομέα ανάλυσης και αναπαράστασης τροχαίων ατυχημάτων. Από το 2012 και έπειτα ο μάρτυρας διεκπεραίωσε 800 περίπου εκτιμήσεις ζημιών σε οχήματα το χρόνο. Ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα του μάρτυρα εκτίθενται στο Τεκμήριο 11.

 

Μέρος της κυρίως εξέταση του αποτελεί η εκτίμηση ζημιών ημερ. 06.09.12 που εντόπισε στο όχημα του Εναγομένου 2. Προς τούτο ετοίμασε έκθεση, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 12. Στο εν λόγω έγγραφο επισυνάπτονται διάφορες φωτογραφίες, μία από τις οποίες είναι αυτή που είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο ‘Α’ προς αναγνώριση. Στα πλαίσια εξήγησης των προβλημάτων που εντόπισε στη σιδερένια ζάντα και στο ημιαξόνιο του οχήματος που επιθεώρησε, ο μάρτυρας υπέδειξε δέσμη σχεδιαγραμμάτων και φωτογραφιών, τα οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 13. Η κυρίως εξέταση του μάρτυρα ολοκληρώθηκε με ένορκη προφορική μαρτυρία. Ακολούθως αντεξετάστηκε από τον συνήγορο του Εναγομένου 2.

 

Σύμφωνα με τον μάρτυρα, κατόπιν οδηγίες που έλαβε από ασφαλιστική εταιρεία, ο ίδιος στις 25.06.12 επιθεώρησε το όχημα του Εναγομένου 2 που βρισκόταν σε συνεργείο επιδιόρθωσης για σκοπούς εκτίμησης των ζημιών που υπέστη ένεκα του επίμαχου δυστυχήματος στο οποίο εμπλέκεται. Μέσα από την επιθεώρηση εντόπισε ζημιές στο δεξιό πίσω μέρος, στον πίσω δεξιά τροχό του οχήματος και στο δεξιό καθρέφτη του οχήματος. Γι’ αυτό έγκρινε τα εξής ανταλλακτικά σε μεταχειρισμένη κατάσταση:

(α)       λασπωτήρα που είχε σπάσει σε τιμή €30,

(β)       πισινό δεξιό φανάρι που είχε σπάσει σε τιμή €33,

(γ)        σιδερένια ζάντα που είχε στρεβλώσει (ζαβώσει) σε τιμή €85,

(δ)        ημιαξόνιο που είχαν σπάσει τα δόντια του σε τιμή €180,

(ε)        δεξιό καθρεφτάκι μαζί με το πλαίσιο του επειδή το γυαλί είχε θρυμματιστεί σε τιμή €30,

(στ)      φτερό πίσω δεξιά που έχρηζε επιδιόρθωσης και βαφής σε εργατικά (απαιτείται σφυρηλάτηση) σε τιμή €80, βαφή σε τιμή €100, μηχανικές εργασίες σε τιμή €50 και γεωμετρία σε τιμή €35.

 

Αναφερόμενος στο πρόβλημα του ημιαξονίου, ο μάρτυρας είπε ότι το σπάσιμο δεν φαίνεται με γυμνό μάτι στις φωτογραφίες που λήφθηκαν. Ο ίδιος δεν το είδε επί τόπου αφού δεν άνοιξε το κουβούκλιο εντός του οποίου βρίσκεται ο άξονας αλλά το αντιλήφθηκε από το θόρυβο που έκαμνε ο άξονας και τη ζάντα που στραβογύριζε όταν μετακίνησε το όχημα 1-2 μέτρα. Είναι η θέση του μάρτυρα ότι για να προκληθεί ζημιά στο ημιαξόνιο τέτοιας μορφής όπως αυτή που διαπίστωσε χρειάζεται ένταση από το άλλο αντικείμενο που του κτυπά. Είναι ακόμη η θέση του μάρτυρα ότι η ένταση του κτυπήματος συνδέεται με την ταχύτητα. Μεγαλύτερη ταχύτητα δημιουργεί μεγαλύτερο κτύπημα.

 

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο Εναγόμενος 1 (ΜΥ2Ενος1). Η μαρτυρία του περιλαμβάνει ένορκες προφορικές αναφορές αλλά και γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 19.09.12 στα πλαίσια διερεύνησης των συνθηκών κάτω από τις οποίες το δυστύχημα είχε συμβεί, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από το μάρτυρα. Μέρος της κυρίως εξέτασης του αποτελεί η εν λόγω γραπτή κατάθεση του η οποία παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 7. Στη συνέχεια υπεβλήθηκε σε αντεξέταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγομένου 2.

 

Η εκδοχή του ως προς το πως προκλήθηκε το επίδικο δυστύχημα, όπως περιέχεται μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας του, περιλαμβάνει αναφορά του ότι στις 23.06.12 και περί ώρα 12:10 μ.μ. επέστρεφε από το χωριό Σίμου της επαρχίας Πάφου με το όχημα του με αρ. εγγραφής ΗΚΒ 315 χρησιμοποιώντας το δρόμο Τσάδας - Μεσόγης με κατεύθυνση τη Μεσόγη. Μπροστά του δεν προπορευόταν άλλο όχημα. Φορούσε τη ζώνη ασφαλείας και η ταχύτητα του σε ευθεία πορεία ήταν 60-70 χλμ ενώ σε στροφές ήταν 50-60 χλμ.

 

Σε κάποιο σημείο του δρόμου που υπήρχε αριστερή στροφή. Εκεί ελάττωσε ταχύτητα με το όχημα του να κινείται με 50 χλμ περίπου. Τη στιγμή που άρχισε ο δρόμος να γίνεται ευθύς είδε για πρώτη φορά σε απόσταση 20-30 μέτρων μακριά του ένα άσπρο διπλοκάμπινο όχημα (οδηγός ήταν ο Εναγόμενος 2) να ακολουθεί αντίθετη πορεία. Το πεδίο ορατότητας του ήταν 100-150 μέτρα. Το άσπρο διπλοκάμπινο όχημα οδηγείτο στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας κοντά στην άσπρη διαχωριστική γραμμή (από τον Εναγόμενο 2). Ομοίως ο ίδιος οδηγούσε το όχημα του στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας πλησίον της άσπρης διαχωριστικής γραμμής του οδοστρώματος. Όταν το ένα όχημα προσέγγισε το άλλο, η κατάσταση ήταν η ίδια. Ομοίως τη στιγμή που το ένα όχημα περνούσε δίπλα από το άλλο. Ο μάρτυρας δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια επειδή έκρινε ότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος ανησυχίας. Δεν ανησύχησε επειδή έκρινε ότι μπορούσε να προχωρήσει χωρίς να συγκρουστεί με το όχημα του Εναγομένου 2. Τη στιγμή που το ένα όχημα πλησίασε το άλλο ο Εναγόμενος 1 αισθάνθηκε ένα δυνατό τράνταγμα και άκουσε θόρυβο στην πίσω δεξιά πλευρά του οχήματος του. Νόμισε ότι το όχημα του είχε κτυπήσει πάνω σε μια μεγάλη πέτρα.

 

Από το κτύπημα το όχημα του Εναγομένου 1 μετατοπίστηκε στη δεξιά πλευρά και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Ο μάρτυρας ενστικτωδώς άρπαξε το τιμόνι για να το επαναφέρει στη λωρίδα κυκλοφορίας του αλλά σε απόσταση 10-20 μέτρα μπροστά του είδε ένα άλλο όχημα τύπου Van (με οδηγό τον Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14) να κατευθύνεται προς Τσάδα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του οχήματος του μάρτυρα. Ο μάρτυρας δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Εκείνη τη στιγμή το όχημα του μάρτυρα βρισκόταν στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας με το Van αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Ακολούθησε μετωπική σύγκρουση των δύο οχημάτων στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας σύμφωνα με την πορεία οχήματος του μάρτυρα.

 

Ο ΜΕ1, ως αστυνομικός εξεταστής του δυστυχήματος, του υπέδειξε το πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος, το οποίο και του εξήγησε (Τεκμήριο 3). Ο μάρτυρας το υπέγραψε αφού συμφώνησε σε όλα που του λέχθηκαν, εκτός από το σημείο σύγκρουσης ‘χ’ (πρώτη σύγκρουση) επειδή δεν γνωρίζει σε ποιο ακριβώς σημείο υπήρξε επαφή του οχήματος του με το άσπρο διπλοκάμπινο.

 

Ακολούθως προσήλθε ο Δρ. Λεωνίδας Κακαλλής (ΜΥ3Ενος1), απόφοιτος μηχανολόγος μηχανικός από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και κάτοχος διδακτορικού από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου πάνω στη δυναμική οχημάτων. Βιογραφικό Σημείωμα του κατατέθηκε ως Τεκμήριο 14. Ο μάρτυρας ασχολείται επαγγελματικά με την ανάλυση και αναπαράσταση τροχαίων ατυχημάτων. Προς τούτο ο μάρτυρας συμμετείχε σε σεμινάρια, συνέδρια και ομιλίες στο εξωτερικό.

 

Σε σχέση με το επίδικο δυστύχημα ο μάρτυρας έλαβε οδηγίες στις 18.10.21 από την ασφαλιστική εταιρεία Prime Insurance να διερευνήσει τις συνθήκες του. Ετοίμασε σχετική έκθεση ημερ. 10.11.21, η οποία παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 15. Το περιεχόμενο αποτέλεσε αντικείμενο κύριας εξέτασης και αντεξέτασης του.

 

Για τη σύνταξη της έκθεσης ο μάρτυρας έλαβε υπόψη του:

(α)       το φωτογραφικό υλικό της υπόθεσης (Τεκμήριο 2),

(β)       το συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 1),

(γ)        γραπτές καταθέσεις εμπλεκομένων οδηγών και άλλων ατόμων που οδηγούσαν οχήματα κατά τον ουσιώδη χρόνο του δυστυχήματος (Τεκμήρια 5-10),

(δ)        τις εκτιμήσεις κόστους των υλικών ζημιών του οχήματος που ο Εναγόμενος 2 οδηγούσε από την εταιρεία Lambros Papasavvas & Co Limited (Τεκμήρια 12 & 13).

 

Αναλύοντας μέσα από το Τεκμήριο 15 τη σύγκρουση του οχήματος που οδηγούσε ο Εναγόμενος 1 (στην έκθεση ονομάζεται όχημα Α) με το όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος 2 (στην έκθεση ονομάζεται όχημα Γ) ο μάρτυρας σημειώνει τα εξής (1η σύγκρουση):

«Ο προσδιορισμός του είδους της σύγκρουσης μεταξύ των οχημάτων βασίζεται στην ανάλυση των υλικών ζημιών και των φυσικών ευρημάτων (δηλ. γυαλιά καθρέπτη) στο οδόστρωμα.

 

Η Εικόνα 3 απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο επήλθε η 1η σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων. Στη θέση αυτή ο δεξιός εξωτερικός καθρέπτης του οχήματος Γ έρχεται σε επαφή με τη δεξιά πλευρά του οχήματος Α χωρίς ωστόσο οι αντίστοιχες πλευρές των οχημάτων να έρχονται σε επαφή μέχρι και το ύψος του οπίσθιου δεξιού τροχού.  Η γωνία επαφής (α) των δύο οχημάτων προσδιορίζεται στις δέκα (10) μοίρες. Οι υλικές ζημιές που έχουν διαπιστωθεί στα δύο οχήματα θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί μόνο με τη συγκεκριμένη γωνία επαφής.

.

Στη συνέχεια της κίνησης των δύο οχημάτων, η εμπρόσθια αριστερή επιφάνεια του οχήματος Α θα συγκρουστεί με την οπίσθια δεξιά πλευρά του οχήματος Γ. Η ζώνη επαφής προσδιορίζεται έχοντας αρχή το οπίσθιο δεξιό ελαστικό και πέρας τον οπίσθιο προφυλακτήρα του. Η σύγκρουση οδηγεί το όχημα Γ στην μετατόπιση του προς τα αριστερά, σε σχέση με την πορεία του, ενώ ο οδηγός του οχήματος Α προκύπτει ότι χάνει τον έλεγχο και εισέρχεται στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας.  Η Εικόνα 4 απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο τα δύο οχήματα ήρθαν σε επαφή στη 2η σύγκρουση.»

 

Η πρώτη σύγκρουση απεικονίζεται στην Εικόνα 10 σελίδα 26 του Τεκμηρίου 25. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, το όχημα του Εναγομένου 2 είχε εισέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 1 περίπου 30 εκατοστά με αποτέλεσμα να υπάρξει πλευρική σύγκρουση τους. Τα σημεία επαφής ήταν σε δύο στάδια. Πρώτα ήταν το δεξί καθρεφτάκι του οχήματος του Εναγομένου 2 με την πίσω δεξιά πλευρά του οχήματος του Εναγομένου 1 και έπειτα η μπροστινή αριστερή επιφάνεια του οχήματος του Εναγομένου 1 με την πίσω δεξιά πλευρά του οχήματος του Εναγομένου 2. Τα στάδια των επαφών έχουν μεταξύ τους απειροελάχιστο χρονικά διάστημα αλλά διαφέρουν. Το πολύ μικρό χρονικό διάστημα δεν επέτρεψε στον Εναγόμενο 1 να προβεί σε κάποιο ελιγμό ώστε να αποφύγει τη δεύτερη σύγκρουση που ακολούθησε.

Συνεπεία της πιο πάνω σύγκρουσης το όχημα του Εναγομένου 1 εξετράπη προς τα δεξιά παρεκκλίνοντας της πορείας του με αποτέλεσμα να εισέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας του οχήματος του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14 και να συγκρουστεί μετωπικά μ’ αυτό. Σχολιάζοντας τη σύγκρουση αυτή (2η σύγκρουση) στο Τεκμήριο 15 ο μάρτυρας σημείωσε τα εξής:  

«Με βάση την ανάλυση των υλικών ζημιών και το φωτογραφικό υλικό από το σημείο του δυστυχήματος, η σύγκρουση μεταξύ των οχημάτων χαρακτηρίζεται ως μετωπική έκκεντρη υπό γωνία. Στην Εικόνα 5 παρουσιάζεται ο τρόπος σύγκρουσης των δύο οχημάτων.»

 

Τα χαρακτηριστικά των οχημάτων (βάρος, μήκος, πλάτος, ύψος κ.λ.π.), με εξαίρεση το βάρος του οχήματος του Εναγομένου 2 που αναγράφεται στην φωτογραφία 8 του Τεκμηρίου 2 (πίσω δεξιά γωνία του οχήματος), προσδιορίστηκαν από το λογισμικό πρόγραμμα PC Crash, Ακολούθως ο μάρτυρας χρησιμοποίησε το εν λόγω λογισμικό πρόγραμμα για να καθορίσει τις ταχύτητες των ενεχομένων οχημάτων. Ανατρέχοντας σε βάση δεδομένων που αφορά περιπτώσεις παρόμοιων ατυχημάτων στα οποία ιδίου τύπου οχήματα υπέστησαν παρόμοιες παραμορφώσεις, ο μάρτυρας είπε ότι, με βάση την εμπειρία και την επιστημονική του κατάρτιση, επέλεξε το μέγεθος και τις παραμέτρους τα οποία εισήγαγε στο εν λόγω λογισμικό. Χρησιμοποιώντας μαθηματικές φόρμουλες, ο μάρτυρας υπολογίζει την ταχύτητα του οχήματος του Εναγομένου 1 πριν την 1η σύγκρουση σε 77,78 χλμ/ώρα και μετά που βγαίνει από την εν λόγω σύγκρουση σε 67,78 χλμ/ώρα. Χρησιμοποίησε ως συντελεστή επιβράδυνσης 1,5 αφού έλαβε υπόψη του ότι δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης καθώς επίσης την ύπαρξη ανωφέρειας στην οδό.

 

Περαιτέρω ο μάρτυρας με τη χρήση του ιδίου λογισμικού υπολόγισε τη ταχύτητα του οχήματος του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14 τη στιγμή της 2ης σύγκρουσης (δηλαδή 10-30 μέτρα πριν τη σύγκρουση) σε 35 χλμ/ώρα αφού έλαβε υπόψη του την κατωφέρεια του δρόμου και την κλίση του. Παράλληλα ο μάρτυρας δέχεται, ως αναφέρει ο συνοδηγός στο όχημα του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14 στη γραπτή κατάθεση του στην αστυνομία (Τεκμήριο 10), ότι η ταχύτητα πορείας του οχήματος με αρ. εγγραφής ΗΡΕ 360 ήταν 50 χλμ/ώρα, η οποία τη στιγμή της 2ης σύγκρουσης μειώθηκε σε 35 χλμ/ώρα.

Ο μάρτυρας υπολογίζει την απόσταση του οχήματος του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14 από το όχημα του Εναγομένου 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο σε 75 μέτρα. Σύμφωνα ακόμη με τον μάρτυρα, ο Εναγόμενος 1 χρειάστηκε 2-2,5 δευτερόλεπτα για να διανύσει την απόσταση από το σημείο της 1ης σύγκρουσης μέχρι το σημείο της 2ης σύγκρουσης που υπολογίστηκε σε 43 μέτρα. Εκτίμησε δε την αντίδραση του Εναγομένου 1 μετά την πάροδο 1,5 δευτερολέπτου.

 

Πρώτος μάρτυρας για την πλευρά του Εναγομένου 2 ήταν ο Πέτρος Κωνσταντινίδης (ΜΥ1Ενος2). Σπούδασε μηχανολογία σε Πολυτεχνείο του Βελιγραδίου με ειδικότητα στα οχήματα και κινητήρες από το οποίο αποφοίτησε στις 10.03.88 (Τεκμήριο 17Γ). Οι σπουδές του διήρκησαν 5 χρόνια. Το 1990 εγγράφηκε ως ισότιμο μέλος του Μετσοβίου Πολυτεχνείου στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Υπήρξε τεχνικός διευθυντής της αυτοκινητοβιομηχανίας Opel για 15 χρόνια. Από το 1990 με 1991 μέχρι το 1994 ασχολήθηκε με την εξειδίκευση του. Από το 1999 ασχολείται με πραγματογνωμοσύνες στο αντικείμενο που του αναθέτει το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Σχετική βεβαίωση παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 17Α. Από το 2004 έχει δικό του γραφείο και ασχολείται, ως πραγματογνώμονας, με την ανάλυση συνθηκών πρόκλησης δυστυχημάτων. Τα τελευταία 10 χρόνια διδάσκει το αντικείμενο εξειδίκευσης του στο Ελληνικό Ινστιτούτο Ασφαλιστικών Σπουδών και σε ιδιωτικά σεμινάρια. Βιογραφικό σημείωμα του μάρτυρα κατατέθηκε ως Τεκμήριο 17Β.

 

Ο εν λόγω μάρτυρας εμπλέκεται στην υπόθεση αυτή υπό την επαγγελματική του ιδιότητα. Κατόπιν οδηγιών το γραφείο του ανέλαβε τη διερεύνηση των συνθηκών πρόκλησης του επίδικου δυστυχήματος. Η μαρτυρία του αποτελείται από την κυρίως εξέταση και την αντεξέταση του. Όπως ενόρκως είπε, για τη διεκπεραίωση των υπηρεσιών του γραφείου του λήφθηκαν υπόψη:

(α)       το υλικό της αυτοψίας από την αστυνομία,

(β)       το σχεδιάγραμμα της αστυνομίας,

(γ)        τις καταθέσεις προσώπων που έλαβε η αστυνομία,

(δ)        τις φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος.

 

Περαιτέρω ο μάρτυρας είπε ότι έλαβε υπόψη του την έκθεση πραγματογνωμοσύνης για το επίδικο δυστύχημα που ετοιμάστηκε από κάποιον Χρήστο-Λούκα Στεργίου. Το τεχνικό πόρισμα του κυρίου Στεργίου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 18, όχι για την αλήθεια του περιεχομένου του αλλά για τον περιορισμένο σκοπό ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή του και που ο μάρτυρας έλαβε υπόψη του για σκοπούς της δικής του μαρτυρίας στο Δικαστήριο.  

 

Για τη διερεύνηση του δυστυχήματος ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι δεν έγινε αυτοψία στην σκηνή.

 

Ο ίδιος, όπως είπε, προέβηκε στη διερεύνηση των συνθηκών πρόκλησης του δυστυχήματος και κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

·                Η 1η σύγκρουση συνέβηκε στη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων.

·                Η πορεία του Nissan Navara είχε κατωφέρεια ενώ η πορεία του Mitsubishi και του Ford Van που ακολουθούσε είχε ανωφέρεια, πράγμα που επιβεβαιώνεται από σχετική πινακίδα που υποδεικνύει κατηφορική κλίση οδοστρώματος 9% (φωτογραφίες 2, 3, 6 & 7 του Τεκμηρίου 2) αλλά και από υπολογισμό της κλίσης του εδάφους από τον μάρτυρα χρησιμοποιώντας πρόγραμμα Google Maps.

·                Το όχημα του Εναγομένου 1 λοξοδρόμησε και αφού άλλαξε κατεύθυνση προς το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας παραβίασε τη διαχωριστική των δύο λωρίδων.

·                Εισερχόμενος στη αντίθετη λωρίδα η εμπρόσθια δεξιά γωνία του Nissan Navara ήλθε σε επαφή/προσέκρουσε με την οπίσθια δεξιά γωνία του Mitsubishi.

·                Η 1η σύγκρουση ήταν εφαπτομενικού τύπου, δηλαδή μια ξυστή πλευρική επαφή από πάρα πολύ μικρή γωνία.

·                Τα θραύσματα του δεξιού καθρέφτη του Mitsubishi λογικά εκσφενδονίστηκαν δεξιότερα της πορείας του και συγκεκριμένα μέσα στο ρεύμα της πορείας του Nissan Navara καθότι με τις ταχύτητες που αναπτύχθηκαν ήταν αδύνατο για τα θρυμματισμένα γυαλιά να είχαν ελεύθερη πτώση.

·                Ο δεξιός καθρέφτης του Nissan Navara βρέθηκε ανέπαφος επειδή δεν ήλθε σε επαφή με τον δεξιό καθρέφτη του Mitsubishi λόγω της υψομετρικής διαφοράς των 10 εκατοστών περίπου που είχαν τα δύο οχήματα αφού το Nissan Navara είναι ψηλότερο, φαρδύτερο και μακρύτερο από το Mitsubishi αλλά και επειδή τη στιγμή που ο καθρέφτης του Mitsubishi έρχεται σε επαφή με την πλευρική επιφάνεια του Nissan Navara, ο καθρέφτης του Nissan Navara το έχει προσπεράσει.      

·                Στο σημείο της 1ης σύγκρουσης υπάρχει στροφή και το Mitsubishi διέγραψε δεξιά καμπύλη ενώ το Nissan Navara αριστερά και αντιθέτως κινούμενη.

·                Μετά την 1η σύγκρουση το Mitsubishi ακινητοποιήθηκε σε απόσταση 11,30 μέτρα και τούτο δικαιολογείται από τον υποβιβασμό της ταχύτητας που ο μάρτυρας υπολόγισε σε 46,49 χλμ/ώρα ένεκα της ανηφορικής κλίσης του οδοστρώματος σε σχέση με την πορεία του οχήματος του Εναγομένου 2 με συντελεστή τριβής για την ανηφόρα 0,75.        

·                Από την 1η σύγκρουση το Nissan Navara εξετράπη της πορείας του προς τα δεξιά με την εμπρόσθια δεξιά γωνία του.

·                Αν υποθετικά από την 1η σύγκρουση το Nissan Navara κινείτο κανονικά μέσα στη λωρίδα του και το Mitsubishi ερχόταν σε επαφή μαζί του όχι με εμπρόσθια δεξιά γωνία αλλά με την οπίσθια δεξιά γωνία, τότε η κατάληξη του Nissan Navara δεν θα ήταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, δηλαδή προς τα δεξιά, αλλά αριστερότερα της πορείας του, δηλαδή προς το δικό του ρεύμα κυκλοφορίας, πράγμα όμως που δεν συνέβηκε στην πραγματικότητα.

·                Το Nissan Navara εξετράπη λόγω υπερβολικής ταχύτητας (δηλαδή ανώτερης της μέγιστης επιτρεπόμενης ταχύτητας) και λόγω κλίσης του οδοστρώματος προς τα κάτω που είχε ο δρόμος προς Μεσόγη στο σημείο της 1ης σύγκρουσης.

·                Η μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα μη εκτροπής σε καμπύλη τροχιάς για ένα όχημα υπολογίστηκε με επιμέτρηση επί της καμπύλης ορίζοντας μία χορδή πάνω σε τόξο που δημιουργείται και παίρνοντας την ακτίνα της στροφής με τη χρήση εξίσωσης στον τομέα της φυσικής σε 94,5 χλμ/ώρα η μέθοδος μέτρησης της καμπυλότητας).

·                Το Nissan Navara που διέγραψε αριστερή καμπύλη με την εκτροπή του βρέθηκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ακυβέρνητο.

·                Το Nissan Navara, με βάση την ταχύτητα του, διένυσε την απόσταση μέχρι τη 2η σύγκρουση (45,20 μέτρα) σε 1,84 δευτερόλεπτα και αφού αφαιρεθεί χρόνος 1,5 δευτερόλεπτο που είναι ο γενικώς αποδεκτός χρόνος αντίδρασης του μέσου νηφάλιου οδηγού, ο υπόλοιπος χρόνος 0,34 δευτερόλεπτα δεν ήταν επαρκής και ούτε άφηνε περιθώρια αντίδρασης στον οδηγό του άσπρου Ford Van (Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14) είτε για ακινητοποίηση του οχήματος του είτε για αποφευκτικό ελιγμό αποτελεσματικό για την αποφυγή της σύγκρουσης των δύο οχημάτων (Ford Van και Nissan Navara).

·                Η 2η σύγκρουση των δύο οχημάτων (Ford Van και Nissan Navara) ήταν μετωπική.

·                Επειδή τα δύο αμαξώματα των Ford Van και Nissan Navara παρουσίαζαν μεγάλες παραμορφώσεις και επειδή το βαρύτερο Ford Van ώθησε προς τα πίσω το ελαφρύτερο Nissan Navara, η σύγκρουση των δύο οχημάτων (2η σύγκρουση) ήταν σφοδρή.

·                Από υπολογισμούς του μάρτυρα (αφού υπολογιστεί η ταχύτητα εισόδου του Nissan Navara στην 2η σύγκρουση και προστεθούν άλλα 3 χλμ/ώρα με το σκεπτικό του υποβιβασμού της τιμής της ταχύτητας / της ελάττωση της ταχύτητας κατά τη σύγκρουση) η ταχύτητα εισόδου του Nissan Navara στην 1η σύγκρουση ήταν γύρω στα 100 χλμ/ώρα ενώ του Mitsubishi ήταν 49,5 χλμ/ώρα (βάση της εξίσωσης που ποκύπτει από το θεώρημα ισοδυναμίας έργου και ενέργειας).

·                Λόγω πλευρικής σύγκρουσης των οχημάτων Nissan Navara και Mitsubishi και κατόπιν υπολογισμούς του μάρτυρα, η ταχύτητα εξόδου από την 1η σύγκρουση  και συνάμα εισόδου στη 2η σύγκρουση του Nissan Navara ανέρχεται στα 96,29 χλμ/ώρα με συντελεστή τριβής για κατηφόρα 0,30 ενώ του Ford Van περίπου 50 χλμ/ώρα.

·                Με τη χρήση του λογισμικού προγράμματος PC Crash ο μάρτυρας υπολόγισε την ταχύτητα μετά τη 2η σύγκρουση του Nissan Navara στα 80 χλμ/ώρα και του Ford Van στα 55-56 χλμ/ώρα.      

 

Καταλήγοντας ο μάρτυρας επισήμανε ότι η δοκιμή σύγκρουσης οχήματος μάρκας Navarra με ταχύτητα 50 χλμ/ώρα σε τοίχο που του υποδείχτηκε κατά την αντεξέταση του (Τεκμήριο 19) δεν αποτελεί καλό παράδειγμα για την προκειμένη περίπτωση επειδή δεν είναι αντανακλά τη μορφή της πραγματικής σύγκρουσης για να είναι δυνατή η αντιπαράθεση του βάθους των παραμορφώσεων αφού εδώ η σύγκρουση δεν ήταν σε τοίχο αλλά με άλλο όχημα, το οποίο απορρόφησε μέρος της ταχύτητας του.

 

Τελευταίος μάρτυρας ήταν ο Εναγόμενος 2 (ΜΥ2Ενος2). Μέρος της μαρτυρίας του αποτελεί γραπτή κατάθεση του ημερ. 23.06.12 που έδωσε στην αστυνομία στα πλαίσια διερεύνησης του δυστυχήματος (Τεκμήριο 9), το περιεχόμενο της οποίας ο μάρτυρας δήλωσε πως υιοθετεί. Η κυρίως εξέταση του συμπληρώθηκε με προφορική μαρτυρία ενώ ακολούθησε η αντεξέταση του από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγομένου 1.

 

Στα πλαίσια της μαρτυρίας του ο Εναγόμενος 2 είπε ότι στις 23.06.12 περί ώρα 12:15 μ.μ. οδηγούσε άσπρο διπλοκάμπινο με αρ. εγγραφής ΕΒΜ 786 με κατεύθυνση από Μεσόγη προς Τσάδα. Φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του και οδηγούσε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του. Ο δρόμος προς την Τσάδα είναι ανηφορικός. Σε κάποιο σημείο ο δρόμος έχει στροφή. Σε απόσταση 15-20 μέτρα είδε ένα πράσινο διπλοκάμπινο με αρ. εγγραφής ΗΚΒ 315 που ερχόταν από Τσάδα προς Μεσόγη (δηλαδή εξ’ αντιθέτου) να κατευθύνεται λοξά προς το μέρος του. Ο Εναγόμενος 2 μόλις είδε το εξ’ αντιθέτου πράσινο διπλοκάμπινο να έρχεται προς τα πάνω του, ανέπτυξε ταχύτητα για να αποφύγει μετωπική σύγκρουση μαζί του. Δεν έστριψε το τιμόνι αλλά απλά πάτησε γκάζι και συνέχισε να πορεύεται ευθεία. Με την ανάπτυξη ταχύτητας καλύφθηκε απόσταση του οχήματος του από τα «μούτρα» μέχρι το πίσω μέρος του. Η μετωπική σύγκρουση του οχήματος του Εναγομένου 1 με το όχημα του Εναγομένου 2 αποφεύχθηκε. Τελικά το όχημα του Εναγομένου 2 σταμάτησε περί τα 10 μέτρα μακριά από το σημείο σύγκρουσης του με το πράσινο διπλοκάμπινο χωρίς να χρειαστεί να πατήσει φρένο επειδή ο δρόμος ήταν ανηφορικός.  

 

Τη στιγμή που αποφεύχθηκε η μετωπική σύγκρουση, το πράσινο διπλοκάμπινο κτύπησε το δεξιό καθρέφτη του οχήματος του και ακολούθως το δεξιό πισινό τροχό και τη δεξιά πίσω πλευρά του οχήματος του (1η σύγκρουση). Κατά τη σύγκρουση το εξ’ αντιθέτου πράσινο διπλοκάμπινο εισήλθε ένα μέτρο εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 2. Πίσω από το όχημα του Εναγομένου 2 κινείτο όχημα τύπου Van άσπρου χρώματος με αρ. εγγραφής ΗΡΕ 360. Μπροστά από το όχημα του Εναγομένου 2 δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα. Ούτε μπροστά από το πράσινο διπλοκάμπινο υπήρχαν άλλα οχήματα.

 

Από τη σύγκρουση το πράσινο διπλοκάμπινο μετατοπίστηκε ελαφρώς προς τα αριστερά και συνέχισε την πορεία του ευθεία εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 2 με αποτέλεσμα να συγκρουστεί μετωπικά με το άσπρο όχημα τύπου Van με αρ. εγγραφής ΗΡΕ 360 που ακολουθούσε το όχημα του Εναγομένου 2 (2η σύγκρουση). Η 2η σύγκρουση έγινε σε απόσταση 30-35 μέτρα από το όχημα του και ο ίδιος την είδε από τον καθρέφτη του οχήματος του.

Ο Εναγόμενος 2 απέρριψε το ενδεχόμενο το όχημα του να είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας κατά τη σύγκρουση του με το εξ αντιθέτου πράσινο διπλοκάμπινο. Επίσης απέρριψε τη θέση του Εναγομένου 1 ότι το όχημα του είχε αποκόψει την ελεύθερη πορεία του οχήματος του Εναγομένου 1.

 

Ο Εναγόμενος 2 υπέδειξε στον αστυνομικό εξεταστή το σημείο όπου το όχημα του συγκρούστηκε με το όχημα του Εναγομένου 1. Παράλληλα αναγνώρισε την υπογραφή του επί του πρόχειρου σχεδιαγράμματος της σκηνής του δυστυχήματος που ετοιμάστηκε από μέλος της αστυνομίας (Τεκμήριο 3).

 

Τελικές Αγορεύσεις:

Αμφότερες πλευρές στις αγορεύσεις τους προσπάθησαν με εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία αλλά και με σχολιασμό μερών της προσκομισθείσας μαρτυρίας καθώς και με αναφορά σε νομοθεσίες και παραπομπή σε κυπριακή και ευρωπαϊκή νομολογία που θεωρούν ότι υποστηρίζουν την εκδοχή τους, να πείσουν για την ορθότητα των θέσεων και εισηγήσεων τους. Το περιεχόμενο τους δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Η δε πλευρά των Εναγόντων απλά επανέλαβε τις συμφωνημένες δηλώσεις που έχουν καταγραφεί πιο πάνω, στις οποίες προκύπτει ότι ουδείς από αυτούς ευθύνεται για την πρόκληση του επιδίκου δυστυχήματος και ότι θα λάβουν τις αποζημιώσεις που έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα στους διαδίκους.

 

Παραδεκτά γεγονότα και μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

Προτού ασχοληθώ με την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ σε γεγονότα που προκύπτουν να είναι παραδεκτά μέσα από τα δικόγραφα καθώς επίσης σε γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της αγωγής. Συγκεκριμένα:

(1)        Στις 23.06.12 και περί ώρα 12:20-12:25 μ.μ. συνέβηκε δυστύχημα στον κύριο δρόμο Μεσόγης – Τσάδας στην επαρχία Πάφου με ενεχόμενα οχήματα ένα άσπρο Van Ford με αρ. εγγραφής HPE360, ένα πράσινο διπλοκάμπινο μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 και ένα άσπρο διπλοκάμπινο μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786.          

(2)        Κατά τον ουσιώδη χρόνο του δυστυχήματος το όχημα με αρ. εγγραφής EBM786 οδηγείτο από τον Εναγόμενο 2 χωρίς συνοδηγό ή επιβάτη με κατεύθυνση από Μεσόγη προς Τσάδα, ακολουθούμενο με την ίδια πορεία από το όχημα με αρ. εγγραφής HPE360 με οδηγό τον Ενάγοντα της αγωγής αρ. 1678/14 του Ε.Δ. Πάφου και με συνοδηγό τον Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1677/14 του Ε.Δ. Πάφου ενώ το με αρ. εγγραφής HKB315 οδηγείτο από τον Εναγόμενο 1 με εξ’ αντιθέτου κατεύθυνση, δηλαδή από Τσάδα προς Μεσόγη.

(3)        Το άσπρο διπλοκάμπινο μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 συγκρούστηκε μετωπικά με το εξ’ αντιθέτου ερχόμενο πράσινο διπλοκάμπινο μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 (1η σύγκρουση).

(4)        Μετά την 1η σύγκρουση το όχημα με αρ. εγγραφής HKB315 συγκρούστηκε με το εξ’ αντιθέτου ερχόμενο όχημα με αρ. εγγραφής HPE360.

(5)        Η σύγκρουση του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 και του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 ήταν σφοδρή και μετωπική και έγινε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος με αρ. εγγραφής HPE360 (2η σύγκρουση).

(6)        Από τις δύο συγκρούσεις τα εμπλεκόμενα οχήματα υπέστησαν ζημιές ενώ τραυματίστηκαν ο οδηγός του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HKB315 (Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14) και ο οδηγός του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HPE360 (Εναγόμενος 1).

(7)        Ο ΜΕ1 ήταν ο αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης, ο οποίος μετέβηκε στη σκηνή του δυστυχήματος και αφού προέβηκε σε μετρήσεις μαζί με συνάδελφο του ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα και ακολούθως εκπόνησε συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος.

(8)        Ο ΜΕ1 ειδοποιήθηκε περίπου την ίδια ώρα που συνέβηκε το δυστύχημα και μαζί με συνάδελφο του μετέβηκε στη σκηνή του δυστυχήματος μαζί με άλλο συνάδελφο του μετά από 10-15 λεπτά που συνέβηκε το δυστύχημα.

(9)        Πριν από τη μετάβαση του ΜΕ1, είχαν μεταβεί δύο συνάδελφοι του για να ρυθμίζουν την τροχαία κίνηση στην περιοχή εκείνη με την σκηνή του δυστυχήματος να έχει αποκλειστεί.

(10)      Ο ΜΕ1 υπέδειξε και εξήγησε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος στους Εναγομένους 1 & 2, οι οποίοι συμφώνησαν μ’ αυτό και το υπέγραψαν, με εξαίρεση το σημείο σύγκρουσης ‘Χ’ (1η σύγκρουση) με το οποίο διαφώνησε ο Εναγόμενος 1.

(11)      Καθ’ υπόδειξη του ΜΕ1 λήφθηκαν 45 έγχρωμες φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος.

(12)      Ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 (οδηγός του οχήματος με αρ. εγγραφής HPE360) δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.

(13)      Ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 δικαιούται στην επιδίκαση ποσού €440.000 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

(14)      Ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1677/14 (συνοδηγός στο όχημα με αρ. εγγραφής HPE360) δικαιούται στην επιδίκαση ποσού €12.000 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

(15)      Για τα δικηγορικά έξοδα των δύο Εναγόντων στις συνενωμένες αγωγές συμφωνήθηκε το συνολικό ποσό των €50.000 πλέον Φ.Π.Α.

(16)      Τα πιο πάνω ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης.

(17)      Στην περίπτωση που απορριφθεί αγωγή εναντίον οποιουδήποτε Εναγομένου, ο Ενάγοντας δεν θα καταβάλει δικηγορικά έξοδα στον επιτυχών Εναγόμενο αλλά θα καταβληθούν σ’ αυτόν από τον άλλο Εναγόμενο, εναντίον του οποίου θα εκδοθεί αποκλειστικά η σχετική απόφαση.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.

 

Στρέφω ευθύς την προσοχή μου στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας:

Η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που παρουσιάζεται στη δίκη αποτελεί σημαντικό καθήκον του Δικαστηρίου. Πρόκειται για πολυσύνθετο και λεπτό έργο μεγάλης σημασίας που πρέπει να εκτελείται με προσοχή και επιμέλεια. Στην υπόθεση C & A Pelekanos Associates Ltd (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:

«Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει.  Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.»

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που προσήλθαν. Πρόκειται για τους άμεσα εμπλεκόμενους και πρωταγωνιστές της υπόθεσης αυτής. Ενόσω αυτοί κατέθεταν στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν τις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, την πηγή της γνώσης τους, το καλό ή κακό μνημονικό τους, την παρουσία ή απουσία είτε ουσιαστικών αντιφάσεων είτε υπερβολών στην μαρτυρία τους και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα (Χρίστου ν.  Ηροδότου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676, Γεώργιος και Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339 και Κυριάκου ν. Γ. Νικόλας (Μακρή) Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 869).

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων έγινε με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Τα όσα αναφέρονται από τους μάρτυρες συναρτώνται, αντιπαραβάλλονται και συγκρίνονται με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου αλλά και με τις δικογραφημένες θέσεις των μερών προκειμένου να διερευνηθεί η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών (Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 165). Το δε μαρτυρικό υλικό δεν εξετάστηκε μικροσκοπικά ή αποσπασματικά αλλά αξιολογήθηκε ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση επί της ουσίας του.

 

Να αναφέρω από τώρα ότι έχω θέσει ενώπιον μου το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που έχει προσαχθεί, περιλαμβανομένου το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Έχω ακόμη θέσει ενώπιον μου τα γεγονότα που προκύπτουν να είναι παραδεκτά μέσα από τα δικόγραφα καθώς και τα γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των μερών είτε δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους διαδίκους. Περαιτέρω έχω λάβει υπόψη μου τις εμπεριστατωμένες νομικές επιχειρηματολογίες των συνηγόρων, οι οποίες οφείλω να πω ότι επικεντρώθηκαν στα ουσιώδη ζητήματα της υπόθεσης. Να σημειωθεί επίσης ότι η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού έγινε έχοντας κατά νου όλες τις εισηγήσεις των μερών.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, πάντοτε σε σχέση με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης. Η αξιολόγηση των μαρτύρων και γενικότερα του συνόλου του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου έγινε με βάση τη σειρά η οποία κατά κρίση μου αποτελεί την καλύτερη δομή της απόφασης μου. Προς επίτευξη του στόχου αυτού θεωρώ σκόπιμο να αξιολογήσω πρώτα τον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης, ακολούθως τους μάρτυρες γεγονότων και στο τέλος τους μάρτυρες που κατέθεσαν υπό την ιδιότητα του πραγματογνώμονα.

 

Ο ΜΕ1 ήταν ο αστυνομικός που επιφορτίστηκε την ευθύνη να διερευνήσει το επίδικο δυστύχημα. Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του είτε αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκε από οποιοδήποτε μέρος. Χωρίς κανένα ενδοιασμό την αποδέχομαι ως αληθή και αξιόπιστη.

 

Τέτοια αδιαμφισβήτητη μαρτυρία περιλαμβάνει αναφορές του μάρτυρα ως προς το πότε αυτός ειδοποιήθηκε για το δυστύχημα, πότε μετέβηκε στη σκηνή του δυστυχήματος, τι αντίκρισε όταν μετέβηκε στο χώρο και σε ποιες ενέργειες ο ίδιος προέβηκε στα πλαίσια εξέτασης του οδικού ατυχήματος. Ειδικότερα αποδέχομαι ότι στις 23.06.12 και περί ώρα 12:25 μ.μ. ο αστυνομικός εξεταστής ειδοποιήθηκε ότι είχε συμβεί δυστύχημα στον κύριο δρόμο Μεσόγης – Τσάδας στην επαρχία Πάφου. Δέχομαι ότι η ειδοποίηση στον ΜΕ1 έγινε περίπου την ίδια ώρα που το δυστύχημα είχε συμβεί και ότι αυτός μετέβηκε στη σκηνή μαζί με συνάδελφο του μετά από 10-15 λεπτά. Όταν μετέβηκε εκεί η σκηνή είχε αποκλειστεί και η τροχαία κίνηση ρυθμιζόταν από αστυνομικούς της τροχαίας.

 

Περαιτέρω δέχομαι ότι για τη διερεύνηση του δυστυχήματος ο αστυνομικός εξεταστής έλαβε διάφορες μετρήσεις μαζί με συνάδελφο του και ακολούθως ετοίμασε πρόχειρο σχεδιάγραμμα της σκηνής και έπειτα εκπόνησε συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής. Πρόκειται για τα Τεκμήρια 1 & 3 αντίστοιχα. Επίσης καθ’ υπόδειξη του ΜΕ1 λήφθηκαν 45 έγχρωμες φωτογραφίες της σκηνής που είναι το Τεκμήριο 2. Ακόμη με τη βοήθεια συναδέλφων του έλαβε γραπτές καταθέσεις από τους ενεχομένους Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14, Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1677/14, τους Εναγομένους 1 & 2 καθώς και από οδηγούς άλλων οχημάτων που έτυχε να χρησιμοποιούν τον δρόμο τη στιγμή που είχε συμβεί το δυστύχημα. Ο ίδιος δε, ως αστυνομικός εξεταστής, ετοίμασε έκθεση γεγονότων υπό μορφή γραπτής κατάθεσης (Τεκμήριο 4).

 

Παράλληλα αποδέχομαι ορισμένες από τις διαπιστώσεις του μάρτυρα, όπως αυτές προέκυψαν μέσα από την εξέταση του δυστυχήματος, οι οποίες επίσης δεν έτυχαν αμφισβήτησης από οποιονδήποτε διάδικο. Τέτοιες είναι οι αναφορές του που καταγράφονται υπό τα σημεία (1) μέχρι (7) αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων πιο πάνω όταν επισημαίνονται τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα. Παραπέμπω σ’ αυτά χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω.

 

Επιπλέον δέχομαι την ορθότητα μετρήσεων που διενεργήθηκαν από τον ΜΕ1 με τη βοήθεια συναδέλφου του οι οποίες σημειώνονται στο Τεκμήριο 1 και ουδέποτε αποτέλεσαν σημείο διαφωνίας των διαδίκων. Το συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος έχει τη σημασία του στην προσπάθεια που καταβάλλεται για την εξακρίβωση των συνθηκών πρόκλησης του (Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51). Γενικότερα η πραγματική μαρτυρία (Τεκμήριο 1 συμμετρικό σχεδιάγραμμα, Τεκμήριο 2 πρόχειρο σχεδιάγραμμα & Τεκμήριο 3 φωτογραφίες από την σκηνή) ιχνηλατεί τα περιστατικά που περιβάλλουν το δυστύχημα, αποτελεί καλό οδηγό για την κρίση, τον έλεγχο της ακρίβειας και την διακρίβωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών του δυστυχήματος και στην εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων (Ευαγγέλου v. Γιαννακού (1992) 1 Α.Α.Δ. 1243, Νικήτα v. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (2003) 1 Α.Α.Δ. 344). Ειδικότερα δέχομαι τις πιο κάτω μετρήσεις ως ορθές που αποτελούν μέρος των ευρημάτων μου:

(α)       το μέγιστο όριο ταχύτητας στο δρόμο όπου συνέβηκε το δυστύχημα είναι 80 χλμ/ώρα,

(β)       στον επίμαχο δρόμο υπάρχουν δύο λωρίδες κυκλοφορίας (διπλής κατεύθυνσης),

(γ)        σταθερό σημείο για διενέργεια μετρήσεων ήταν ένας ηλεκτρικός πάσσαλος της Α.Η.Κ., ο οποίος σημειώνεται με το σημείο ‘Ο’ υπ’ αριθμό 2/3 στο συμμετρικό σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1),

(δ)        το συνολικό πλάτος του δρόμου (αναφορικά με τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας) σε ευθεία πορεία και συγκεκριμένα στο σημείο όπου σημειώνεται στο Τεκμήριο 3 η αρχική πορεία του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 με το σημείο ‘Β’ είναι 6,60 μέτρα (πλάτος έκαστης λωρίδας είναι 3,30 μέτρα),

(ε)        το αυλάκι που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της κατεύθυνσης Μεσόγης – Τσάδας έχει πλάτος 2 μέτρα,

(στ)      το δεξιό ασφάλτινο παγκέττο σε σχέση με την πορεία από Μεσόγη προς Τσάδα έχει πλάτος 1,20 μέτρα,

(ζ)        το αριστερό ασφάλτινο παγκέττο σε σχέση με την πορεία από Μεσόγη προς Τσάδα έχει πλάτος 1,10 μέτρα,

(η)        η απόσταση που έχει η πίσω δεξιά πλευρά του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 μέχρι την άκρη του δρόμου είναι 4 μέτρα,

(θ)        η απόσταση που έχει η μπροστινή δεξιά πλευρά του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 μέχρι το σταθερό σημείο ‘Ο’ είναι 41,90 μέτρα,

(ι)         η απόσταση της μπροστινής δεξιάς πλευράς του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 μέχρι τη δεξιά άκρια του δρόμου είναι 4,8 μέτρα,

(κ)        η απόσταση που έχει η πίσω δεξιά πλευρά του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 μέχρι το σταθερό σημείο ‘Ο’ είναι 37,20 μέτρα,

(λ)        η απόσταση της πίσω δεξιάς πλευράς του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 μέχρι τη δεξιά άκρια του δρόμου είναι 4 μέτρα,

(μ)        η απόσταση της πίσω αριστερής πλευράς του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 από το σταθερό σημείο ‘Ο’ είναι 47 μέτρα,

(ν)        η απόσταση της πίσω αριστερής πλευράς του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 από την άκρια του δρόμου δεξιά είναι 2,5 μέτρα,

(ξ)        η απόσταση της μπροστινής αριστερής πλευράς του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 από το σταθερό σημείο ‘Ο’ είναι 42,90 μέτρα,

(ο)        η απόσταση της μπροστινής αριστερής πλευράς του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 από την άκρια του δρόμου δεξιά είναι 4,5 μέτρα,

(π)       η απόσταση θρυμματισμένων γυαλιών εντός του δρόμου μεταξύ των δύο λωρίδων κυκλοφορίας από το άσπρο διπλοκάμπινο μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 είναι 89 μέτρα,

(ρ)       η απόσταση του σημείου ‘χ’, το οποίο ο Εναγόμενος 1 αμφισβητεί ότι είναι το σημείο της 1ης σύγκρουσης, από το σταθερό σημείο ‘Ο’ είναι 89,20 μέτρα,

(σ)       η απόσταση της πίσω αριστερής πλευράς του άσπρου διπλοκάμπινου μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 από το σταθερό σημείο ‘Ο’ είναι 95,40 μέτρα,

(τ)        η απόσταση ‘χ’ από ‘χ1’ (το σημείο της 2ης σύγκρουσης που δεν αμφισβητείται) είναι 45,20 μέτρα (89,20 μέτρα μείον 44 μέτρα).

 

Επίσης δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τις πιο κάτω διαπιστώσεις του αστυνομικού εξεταστή στα πλαίσια διερεύνησης του δυστυχήματος, οι οποίες ούτε αυτές αποτέλεσαν σημείο τριβής των διαδίκων και αποτελούν μέρος των ευρημάτων μου:

(α)       η αρχική πορεία του άσπρου διπλοκάμπινου μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 ήταν από Μεσόγη προς Τσάδα και απεικονίζεται με το σημείο ‘Γ’ στο Τεκμήριο 1,

(β)       η αρχική πορεία του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360, το οποίο ακολουθούσε το πιο πάνω διπλοκάμπινο μάρκας Mitsubishi, ήταν από Μεσόγη προς Τσάδα και απεικονίζεται με το σημείο ‘Β’ στο Τεκμήριο 1,

(γ)        η αρχική πορεία του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 ήταν από Τσάδα προς Μεσόγη, δηλαδή κινείτο στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας των οχημάτων με αρ. εγγραφής HPE360 και EBM786, και απεικονίζεται με το σημείο ‘Α’ στο Τεκμήριο 1,

(δ)        δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης επί του οδοστρώματος τόσο της               1η σύγκρουσης όσο και της 2ης σύγκρουσης,

(ε)        η τελική θέση του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 μετά τη σύγκρουση του με το πράσινο διπλοκάμπινο μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315, η οποία απεικονίζεται με το σημείο ‘Β1’ στο Τεκμήριο 1, βρίσκεται σχεδόν στο αριστερό ασφάλτινο παγκέττο σε απόσταση 1 μέτρου από τη μπροστινή δεξιά πλευρά,

(στ)      η τελική θέση του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 μετά τη σύγκρουση του με το άσπρο όχημα τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360, η οποία απεικονίζεται με το σημείο ‘Α1’ στο Τεκμήριο 1, βρίσκεται εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του του άσπρου οχήματος τύπου Van.    

(ζ)        ο δρόμος ήταν στεγνός, ασφαλτοστρωμένος και σε καλή κατάσταση,

(η)        η ορατότητα στο δρόμο ήταν ικανοποιητική από Τσάδα προς Μεσόγη, μάλιστα πίσω από την αρχική πορεία του άσπρου οχήματος τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 είναι απεριόριστη επειδή ο δρόμος ήταν ευθύς (σημείο ‘Β’ επί του Τεκμηρίου 1).

 

Επιπροσθέτως δέχομαι τις ζημιές που ο εν λόγω μάρτυρας πρόσεξε ότι υπήρχαν στα ενεχόμενα οχήματα των Εναγομένων 1 και 2 και κατέγραψε στη γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 4). Δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω την επάρκεια της παρατήρησης και αντίληψης του ΜΕ1, ο οποίος μετέβηκε αμέσως μετά που συνέβηκε το δυστύχημα και είχε την ευκαιρία να επιθεωρήσει προσωπικά τα ενεχόμενα οχήματα υπό την ιδιότητα του αστυνομικού εξεταστή. Συγκεκριμένα αποτελούν μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου ότι:

-               το πράσινο διπλοκάμπινο μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 υπέστηκε τις εξής ζημιές: καταστράφηκε ολόκληρο το μπροστινό μέρος (καπό, γρίλια, προφυλακτήρας, δεξιό και αριστερό φανάρι), βούλωσε το δεξιό και αριστερό μπροστινό φτερό, έσπασε ο μπροστινός ανεμοθώρακας και άνοιξαν οι δύο μπροστινοί αερόσακοι (οδηγού και συνοδηγού),

-               το άσπρο διπλοκάμπινο μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 υπέστηκε τις εξής ζημιές: «ζάβωσε» ο πίσω προφυλακτήρας στη δεξιά πλευρά, έσπασε το δεξιό καθρεφτάκι του οδηγού και τρίψιμο στην κάσια στη δεξιά πλευρά του οχήματος,

-               το άσπρο όχημα τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 υπέστηκε τις εξής ζημιές: καταστράφηκε ολόκληρο το μπροστινό μέρος του οχήματος (καπό, γρίλια, προφυλακτήρας, δεξιό και αριστερό μπροστινό φτερό), βούλωσε το δεξιό και αριστερό μπροστινό φτερό, έσπασε ο μπροστινός ανεμοθώρακας και άνοιξε ο αερόσακος του οδηγού.

 

Δεν διαφεύγει ακόμη της προσοχής μου ότι ο αστυνομικός εξεταστής έντιμα και ευθέως είπε ότι δεν γνωρίζει για τις ταχύτητες των οχημάτων. Αυτό συνιστά δείγμα της ειλικρίνειας του μάρτυρα.

 

Ένα από τα σημεία που ο μάρτυρας αντεξετάστηκε ήταν η σύγκρουση του πράσινου διπλοκάμπινου μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής HKB315 με το εξ’ αντιθέτου κινούμενο άσπρο διπλοκάμπινο μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 (1η σύγκρουση). Υπεβλήθηκε στο μάρτυρα ότι η σύγκρουση των δύο αυτών οχημάτων ήταν τόσο σφοδρή με βάθος ώστε ο άξονας μετάδοσης κίνησης του οχήματος του άσπρου διπλοκάμπινου μάρκας Mitsubishi είχε σπάσει. Ο μάρτυρας διαφώνησε και εξήγησε το σκεπτικό του.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι με βρίσκει σύμφωνο η προσέγγιση του μάρτυρα. Αν ο άξονας κίνησης του οχήματος του Εναγομένου 2 έσπαζε λόγω σφοδρότητας της σύγκρουσης, όπως επικαλείται η πλευρά του Εναγομένου 1, τότε το όχημα του Εναγομένου 2 λογικά θα ακινητοπείτο στο σημείο σύγκρουσης ή κοντά σ’ αυτό που με βάση τα λεγόμενα του Εναγομένου 1 θα έπρεπε να ήταν εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του ιδίου (Εναγομένου 1). Ωστόσο από τις φωτογραφίες 36-40 του Τεκμηρίου 2 (από τη σκηνή του δυστυχήματος) φαίνεται το όχημα του Εναγομένου 2 να έχει σταθμεύσει στην αριστερή άκρη του δρόμου στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας (Εναγομένου 2) σε σχέση με την πορεία του από Μεσόγη προς Τσάδα. Ο μπροστινός και πισινός αριστερός τροχός του οχήματος βρίσκονται εντός του ασφάλτινου παγκέττου. Σε σχέση με την θέση που εντοπίστηκε το όχημα του Εναγομένου 2, το συμμετρικό σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1) αποτυπώνει αυτό που απεικονίζεται στις φωτογραφίες. Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του μάρτυρα ότι ο Εναγόμενος προχώρησε το όχημα του και το σταμάτησε στο σημείο που απεικονίζεται στις φωτογραφίες και ταυτόχρονα αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 1. Αν η 1η σύγκρουση ήταν σφοδρή, όπως επικαλείται η πλευρά του Εναγομένου 1, τότε δεν θα υπήρχε εκτροπή και συνέχιση της πορείας του οχήματος του Εναγομένου 1 εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας. Η δυνατότητα συνέχισης της πορείας, το γεγονός ότι το όχημα του Εναγομένου 2 μπόρεσε να εισέλθει εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας και η 2η σύγκρουση με το άσπρο όχημα τύπου Van με αρ. εγγραφής HPE360 που ήταν μετωπική και σφοδρή καταδεικνύει ότι η 1η σύγκρουση εκτός από πλευρική δεν ήταν σφοδρή, επαληθεύοντας έτσι τη διαπίστωση του αστυνομικού εξεταστή που διερεύνησε το δυστύχημα, πράγμα που αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου.

Ένα άλλο σημείο για το οποίο ο μάρτυρας αντεξετάστηκε έντονα είναι το πώς κατέληξε να εντοπίσει το πρώτο σημείο σύγκρουσης και να τοποθετήσει εκεί το σημείο ‘Χ’. Ο μάρτυρας εξήγησε χωρίς περιστροφές πως εντόπισε το πεδίο σύγκρουσης του οχήματος του Εναγομένου 1 και του οχήματος του Εναγομένου 2. Αυτό έγινε μέσα από εξέταση της σκηνής.

 

Συγκεκριμένα κατά την επιθεώρηση της σκηνής ο μάρτυρας εντόπισε θρυμματισμένα γυαλιά που προέρχονται από το δεξί καθρεφτάκι του οχήματος του Εναγομένου 2, το οποίο έσπασε από τη σύγκρουση του με το όχημα του Εναγομένου 1. Αναφερόμενος στις φωτογραφίες 3-6 του Τεκμηρίου 2 υπέδειξε τρεις κύκλους στους οποίους είχε εντοπίσει θρυμματισμένα γυαλιά. Ωστόσο στο χώρο του άσπρου κύκλου αριστερά όπου υπάρχει μαύρο σημάδι με αρ.1 (φωτογραφίες 4-6 Τεκμήριο 2) εντοπίστηκε ο κύριος όγκος των θρυμματισμένων γυαλιών. Ο χώρος αυτός βρίσκεται εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 1. Όπως γίνεται αντιληπτό, τα γυαλιά που θρυμματίστηκαν εκτοξεύτηκαν με τον κύριο όγκο αυτών να καταλήγει εντός του πιο πάνω αριστερού άσπρου κύκλου. Υπήρχαν και θραύσματα στο δεξί κύκλο που βρίσκεται εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 2.

 

Οι χώροι των θρυμματισμένων γυαλιών έχουν αποτυπωθεί τόσο στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 3) όσο και στο συμμετρικό σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 1). Είναι όμως γεγονός ότι η αποτύπωση διαφέρει μεταξύ των δύο σχεδιαγραμμάτων. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι στο συμμετρικό σχεδιάγραμμα δεν έγινε ορθή αποτύπωση της κατάστασης με τα γυαλιά. Την ίδια στιγμή ο ΜΕ1 αναγνώρισε ότι η ορθή αποτύπωση σημειώνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Πράγματι η αποτύπωση που σημειώνεται στο Τεκμήριο 3 συνάδει με την χάραξη των τριών κύκλων στις φωτογραφίες 4-6 του Τεκμηρίου 2. Συνεπώς αποδέχομαι την εξήγηση του μάρτυρα ότι η ορθή αποτύπωση είναι αυτή του Τεκμηρίου 3.

 

Πρόκειται για ανακρίβεια η οποία όμως δεν επηρεάζει την ουσία της υπόθεσης. Το ζήτημα αυτό δεν καταστρέφει την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα αλλά αντίθετα ενδυναμώνει την ειλικρίνειά του και δείχνει ότι δεν προσχεδίασε την εκδοχή που μετέφερε στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

 

Έχοντας υπόψη μου τους χώρους όπου εντοπίστηκαν τα γυαλιά, όπως αυτοί απεικονίζονται στις φωτογραφίες 4-6 του Τεκμηρίου 2, και το ότι τα γυαλιά αυτά είχαν εκτοξευτεί λόγω της σύγκρουσης, γίνεται αντιληπτό ότι η σύγκρουση που προκάλεσε την εκτόξευση των γυαλιών έγινε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 2 αφού από το σημείο της 1ης σύγκρουσης εκτοξεύτηκαν τα θρυμματισμένα γυαλιά, ο περισσότερος όγκος των οποίων τα οποία κατέληξε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του Εναγομένου 1. Συνεπώς αποδέχομαι τη διαπίστωση του μάρτυρα ότι η 1η σύγκρουση συνέβηκε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 2, πράγμα που αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου.

 

Η φωτογραφία 25 του Τεκμηρίου 2 απεικονίζει επαφή στο όχημα του Εναγομένου 2 συνεπεία της 1ης σύγκρουσης με το όχημα του Εναγομένου 1, πέραν της ζημιάς που προκλήθηκε στο δεξιό καθρεφτάκι του οχήματος του Εναγομένου 2. Ειδικότερα απεικονίζεται ίχνη τριβής επί του πίσω δεξιού ελαστικού, επί του πίσω δεξιού λασπωτήρα και επί του πίσω δεξιού τμήματος του πίσω προφυλακτήρα. Οι απεικονίσεις αυτές επιβεβαιώνουν αντίστοιχες διαπιστώσεις του ΜΕ1, τις οποίες και αποδέχομαι. Κατ’ ανάλογο τρόπο δέχομαι τη διαπίστωση του μάρτυρα ότι το όχημα του Εναγομένου 1 δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά στην πίσω δεξιά πλευρά του, πράγμα που επίσης επιβεβαιώνεται από τις φωτογραφίες 8 και 16 του Τεκμηρίου 2.

 

Σε ότι αφορά το ακριβές σημείο που έγινε η 1η σύγκρουση, ο μάρτυρας υπέδειξε το σημείο ‘Χ’. Με κάθε σεβασμό στο μάρτυρα, δεν αποδέχομαι την αναφορά του αυτή. Ο ίδιος ο μάρτυρας ανάφερε ότι το σημείο αυτό υποδείχτηκε από τον Εναγόμενο 2 χωρίς ο ίδιος να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη, ως εξεταστής, ως προς το που ακριβώς έγινε η 1η σύγκρουση (πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 28.09.22 σελ. 39 σημεία 4-9 & σελ. 40 σημεία 4-6 & 14-16). Παρόλο ότι ο Εναγόμενος 1 δεν υπέδειξε κάποιο άλλο σημείο σύγκρουσης, παρόλο ότι ο Εναγόμενος 1 δεν υπέδειξε κανένα σημείο σύγκρουσης στη σκηνή στο στάδιο που προέβηκε σε γραπτή κατάθεση στην αστυνομία και παρόλο ότι ούτε στην κατάθεση του υποδεικνύει ή αναφέρει οποιοδήποτε τέτοιο σημείο σύγκρουσης, εντούτοις για το λόγο που έχει εξηγηθεί δεν αποδέχομαι το σημείο ‘Χ’.

 

Σε κάθε περίπτωση δεν θεωρώ ότι το στοιχείο αυτό έχει πλήξει την αξιοπιστία του μάρτυρα, το επίπεδο της οποίας διατηρήθηκε ακλόνητα υψηλό.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω παρατηρήσεις αποδέχομαι το πρόχειρο (Τεκμήριο 3) και συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής (Τεκμήριο 1) ως ορθά και αληθή έγγραφα και ότι αυτά αποτυπώνουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το δυστύχημα έχει προκληθεί, με εξαίρεση βέβαια τις διαπιστώσεις στις οποίες έχω προβεί. Παράλληλα δεν έχω αμφιβολία ότι οι φωτογραφίες που λήφθηκαν στη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2) απεικονίζουν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί.

  

Συνοψίζοντας μπορεί να λεχθεί ότι αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΕ1 περιλαμβανομένου των Τεκμηρίων 1, 2, 3 και 4 που αποτελούν μέρος της, στο βαθμό και στην έκταση που έχει σχολιαστεί πιο πάνω (Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256), ως αληθή και αξιόπιστη και ότι το περιεχόμενο της εκφράζει την αληθινή όψη των γεγονότων.

 

Ο ΜΕ2 δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Προσήλθε στο Δικαστήριο και εξιστόρησε αυτά που ο ίδιος είχε βιώσει. Ήταν απλός και ουσιαστικός στις αναφορές του. Η ένορκη μαρτυρία του ταυτίζεται με την γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία την 01.07.12 (Τεκμήριο 10), δηλαδή λίγες ημέρες μετά το δυστύχημα. Σε καμία περίπτωση μου έδωσε την εντύπωση ότι κατασκεύαζε τις απαντήσεις του. Δεν είχε κανένα συμφέρον να πει ψέματα αφού αμφότεροι Εναγόμενοι αναγνώρισαν ότι τόσο ο ΜΕ2 (Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1677/14) όσο και ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 δεν φέρουν ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος προβαίνοντας σε σχετικές δεσμευτικές δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία του ήταν σταθερή και συνεπής, απαλλαγμένη από ταλαντεύσεις και ουσιώδεις αντιφάσεις. Θεωρώ ότι πρόκειται για φιλαλήθη άτομο. Μέρος της μαρτυρίας του επαληθεύεται από γεγονότα που αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων. Άλλο δε κομμάτι της υποστηρίζεται από πραγματική μαρτυρία. Τα σκέλη αυτά της μαρτυρίας τα αποδέχομαι. Ωστόσο υπάρχουν τοποθετήσεις του μάρτυρα που δεν βρίσκουν έρεισμα. Πρόκειται για αναφορές επί επουσιώδη ζητήματα, τα οποία δεν είναι ικανά να καταστρέψουν την αξιοπιστία του μάρτυρα, το επίπεδο της οποίας παρέμεινε αλώβητο. Σαφώς η πτυχή αυτή της μαρτυρίας δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Οι πιο κάτω αναφορές του μάρτυρα αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων και συνιστούν μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου:

-           Στις 23.06.12 και περί ώρα 12:25 ήταν συνοδηγός στο άσπρο όχημα τύπου Van με αρ. εγγραφής ΗΡΕ 360.

-           Το όχημα στο οποίο βρισκόταν κατευθυνόταν από Μεσόγη προς Τσάδα με βόρεια κατεύθυνση.

-           Η ταχύτητα του οχήματος στο οποίο ήταν συνοδηγός ο ΜΕ2 ήταν σχετικά χαμηλή.

-           Μπροστά του οχήματος που ήταν συνοδηγός και συγκεκριμένα σε απόσταση 40 μέτρα περίπου κινείτο προς την ίδια κατεύθυνση το άσπρο διπλοκάμπινο μάρκας Mitsubishi με αρ. εγγραφής ΕΒΜ 786 με οδηγό τον Εναγόμενο 2.

-           Σε κάποιο σημείο του δρόμου που υπήρχε στροφή το πράσινο διπλοκάμπινο μάρκας Nissan με αρ. εγγραφής ΗΚΒ 315 με οδηγό τον Εναγόμενο 1 που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από Τσάδα προς Μεσόγη με νότια κατεύθυνση, σε σχέση με την πορεία των οχημάτων με αρ. εγγραφής ΗΡΕ 360 και ΕΒΜ 786, συγκρούστηκε πλευρικά με το όχημα του Εναγομένου 2 (όχημα με αρ. εγγραφής ΕΒΜ 786) – 1η σύγκρουση.

-           Κατά την 1η σύγκρουση το όχημα του Εναγομένου 2 προπορευόταν του οχήματος στο οποίο ήταν συνοδηγός ο ΜΕ2.

-           Ευθύς μετά την 1η σύγκρουση το όχημα του Εναγομένου 1 που είχε χάσει τον έλεγχο της πορείας του συγκρούστηκε μετωπικά με το όχημα στο οποίο ήταν συνοδηγός ο ΜΕ2 – 2η σύγκρουση.

-           Η 2η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος στο οποίο ήταν συνοδηγός ο ΜΕ2 και ήταν σφοδρή.

 

Επιπλέον οι ακόλουθες αναφορές του μάρτυρα επιβεβαιώνονται από επιστημονική και/ή πραγματική μαρτυρία και αποτελούν και αυτές ευρήματα του Δικαστηρίου:

·                    Η 1η σύγκρουση ήταν ελαφριά - διαπιστώσεις αστυνομικού εξεταστή από έλεγχο της σκηνής, επιθεώρηση των οχημάτων και φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2).

·                    Η 1η σύγκρουση έγινε σε κάποιο σημείο δεξιόστροφης στροφής σε σχέση με την πορεία του οχήματος του Εναγομένου 2 – διαπιστώσεις αστυνομικού εξεταστή από επιθεώρηση της σκηνής, πρόχειρο και συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής (Τεκμήρια 1 & 3) και φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2).

·                    Τη στιγμή της 1ης σύγκρουσης η πορεία των οχημάτων με αρ. εγγραφής ΗΡΕ 360 και ΕΒΜ 786 ήταν ανηφορική ένεκα της δεξιάς στροφής - διαπιστώσεις αστυνομικού εξεταστή από επιθεώρηση της σκηνής, πρόχειρο και συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής (Τεκμήρια 1 & 3) και φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2).

·                    Τη στιγμή της 1ης σύγκρουσης η πορεία του οχήματος του με αρ. εγγραφής ΗΚΒ 315 που ερχόταν εξ’ αντιθέτου σε σχέση με την πορεία των οχημάτων με αρ. εγγραφής ΗΡΕ 360 και ΕΒΜ 786 ήταν κατηφορική - διαπιστώσεις αστυνομικού εξεταστή από επιθεώρηση της σκηνής, πρόχειρο και συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής (Τεκμήρια 1 & 3) και φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2).

·                    Η 1η σύγκρουση έγινε μετά που ο Εναγόμενος 1 απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του και εισήλθε ελαφρώς στη λωρίδα κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 2 - διαπιστώσεις αστυνομικού εξεταστή από επιθεώρηση της σκηνής, πρόχειρο και συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής (Τεκμήρια 1 & 3) και φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2).

 

Ένα σημείο που αντεξετάστηκε ο μάρτυρας είναι για την αναφορά του ότι τη στιγμή της 1ης σύγκρουσης ακολουθούσε σε απόσταση 40 μέτρα περίπου από το όχημα του Εναγομένου 2. Η απόσταση των οχημάτων, η χαμηλή ταχύτητα που είχε το όχημα στο οποίο ήταν συνοδηγός ο ΜΕ2, σε συνδυασμό με τη μορφολογία του δρόμου, το ότι πίσω από το όχημα που ήταν συνοδηγός ο μάρτυρας ο δρόμος ήταν ευθύς και το γεγονός ότι ο μάρτυρας ήταν συνοδηγός αλλά και την ελαφριά μετωπική σύγκρουση που είχαν τα οχήματα των Εναγομένων 1 & 2, είναι παράγοντες που επέτρεψαν στον μάρτυρα να έχει ικανοποιητικό οπτικό πεδίο ώστε ο ίδιος να μπορέσει να αντικρύσει με γυμνό μάτι την 1η σύγκρουση. Συνεπώς αποδέχομαι την συγκεκριμένη τοποθέτηση του μάρτυρα.

 

Ένα άλλο σημείο που ο μάρτυρας ερωτήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγομένου 1 πως ο ίδιος αντιλήφθηκε ότι ο Εναγόμενος 1 απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του. Αυτό που προκύπτει από την μαρτυρία είναι ότι ο ΜΕ2 είχε προσέξει τον τρόπο που ο Εναγόμενος 1 οδηγούσε το όχημα του. Δεν μπορούσε να το ελέγξει αφού δεν μπορούσε να συγκρατήσει την πορεία του. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι ήταν σε θέση να την προσέξει επειδή είχε καλύτερη οπτική γωνία από τον οδηγό του οχήματος στο οποίο ήταν συνοδηγός, λόγω της κλίσης της δεξιάς στροφής που υπήρχε στο σημείο της σύγκρουσης. Επομένως δέχομαι την εν λόγω αναφορά του μάρτυρα, η οποία υποστηρίζεται από πραγματική μαρτυρία (Τεκμήρια 1 & 2).

 

Οι τοποθετήσεις του μάρτυρα που δεν γίνονται αποδεκτές, χωρίς να σημειώνεται ρήγμα στην αξιοπιστία του, είναι οι εξής:

Ø    Η ταχύτητα του οχήματος στο οποίο ήταν συνοδηγός ο ΜΕ2 ήταν 50 χλμ/ώρα – ο μάρτυρας δεν εξήγησε από που το γνωρίζει και έχει καθορίσει την ταχύτητα.

Ø    Η έκταση της εισόδου του οχήματος του Εναγομένου 1 στην εξ’ αντιθέτου λωρίδα κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 2 κατά την 1η σύγκρουση ήταν 1-1,5 μέτρα – ο μάρτυρας δεν εξήγησε πως το διαπίστωσε και κατέληξε σε προσδιορισμό της έκτασης.

Ø    Το όχημα του Εναγομένου 1 κατευθυνόταν με μεγάλη ταχύτητα – ο μάρτυρας δεν είναι εμπειρογνώμονας στον υπολογισμό ταχύτητας οχημάτων και τα όσα είπε προς υποστήριξη δεν εξηγούν και ούτε ενισχύουν την εν λόγω τοποθέτηση του.  

 

Να σημειωθεί ότι ένα άλλο σκέλος της μαρτυρίας του ΜΕ2 ασχολείται με ζητήματα που παραπέμπουν σε συνθήκες πρόκλησης της 2ης σύγκρουσης. Ενόψει των δηλώσεων των διαδίκων ότι οι Ενάγοντες στις συνενωμένες αγωγές αρ. 1678/14 και 1677/14 δεν ευθύνονται για την πρόκληση του δυστυχήματος, περιλαμβανομένης της 2ης σύγκρουσης, τέτοια μαρτυρία είναι πλέον άνευ σημασίας για τα επίδικα θέματα της υπόθεσης. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ ειδικά σ’ αυτήν. Εξυπακούεται ότι η μαρτυρία αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο.   

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΕ2 περιλαμβανομένου του Τεκμηρίου 10 που αποτελεί μέρος της, ως αληθής και αξιόπιστη στο βαθμό και την έκταση που έχει πιο πάνω σχολιαστεί.

 

Ο Εναγόμενος 1 (ΜΥ2Ενος1) δεν μου έκανε καθόλου καλή εντύπωση. Προσήλθε στο Δικαστήριο με μοναδικό στόχο να πλήξει την εκδοχή του Εναγομένου 2. Χωρίς κανένα αίσθημα ευθύνης και σεβασμό απέναντι στη δικαιοσύνη δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Δεν εξιστόρησε τα γεγονότα όπως πραγματικά διαδραματίστηκαν αλλά επέλεξε να παρουσιάσει κατ’ ισχυρισμό συμβάντα με τον τρόπο που θεώρησε ότι θα τον βόλευε και θα εξυπηρετούσε την δική του εκδοχή. Προέβηκε σε αναφορές που συνεχώς διαφοροποιούσε προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του. Αντιλήφθηκα ότι απέκρυβε ουσιώδη στοιχεία και απέφευγε να απαντήσει σε ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του από του να περιέλθει σε μειονεκτική θέση.  Η εκδοχή του περιείχε αρκετές παλινδρομήσεις και με τον μάρτυρα να υποπίπτει μέσα από την μαρτυρία του σε πολλές ουσιώδεις αντιφάσεις. Σε κάποια δε σημεία της μαρτυρία του ο Εναγόμενος 1 εμφανίζεται συγχυσμένος και αμήχανος. Επίσης προέβηκε σε αναφορές που συγκρούονται με δικογραφημένες θέσεις του καθώς επίσης προέβαλε τοποθετήσεις που στερούνται λογικής. Η εικόνα που αποκόμισα είναι ότι ο Εναγόμενος 1 δεν ήταν ειλικρινής μάρτυρας. Δεν ήταν άτομο αλήθειας.

 

Προς τεκμηρίωση των πιο πάνω αναφέρω ενδεικτικά τα εξής:

 

Στην γραπτή κατάθεση του (Τεκμήριο 7) που έδωσε στην αστυνομία 2 μήνες και 28 ημέρες μετά το επίμαχο δυστύχημα  ο Εναγόμενος 1 αναφέρει με σιγουριά ότι είχε τοποθετήσει τα φρούτα που είχε κόψει από το περιβόλι του σε μικρές σίκλες στη κάσια του πράσινου διπλοκάμπινου του προκειμένου να πείσει τον αστυνομικό εξεταστή ότι ήταν προσεκτικός στην ταχύτητα που χρησιμοποίησε ώστε, όπως τόνισε, να μην ανατραπούν τα φρούτα από τις σίκλες. Την ίδια θέση επανέλαβε στην κυρίως εξέταση του όταν υιοθέτησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8. Στην ίδια θέση επέμεινε αρχικά κατά την αντεξέταση του. Ωστόσο έπειτα όταν αντιλήφθηκε ότι είχαν ληφθεί φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος και του είχαν υποδειχτεί και ότι τον άφηναν εκτεθειμένο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σε σχέση με το Τεκμήριο 8, στην πορεία της αντεξέτασης του πονηρά ανάφερε ότι δεν θυμόταν αν στην κάσια του οχήματος του υπήρχαν σίκλες ή κάσιες. Πάντως οι φωτογραφίες 16-18 του Τεκμηρίου 2 διαψεύδουν τον Εναγόμενο 1 αφού καταδεικνύουν ότι στο όχημα του δεν υπήρχαν «σίκλες» αλλά μόνο «κάσια», για την οποία κάσια στην αντεξέταση του παραδέχτηκε ότι δύσκολα αν όχι αδύνατο μπορεί να ανατραπεί λόγω ταχύτητας. Η πιο πάνω στάση του μάρτυρα πλήττει την αξιοπιστία του.

 

Ενώ στο Τεκμήριο 7 ημερ. 19.09.12 ο Εναγόμενος 1 αναφέρει ότι κατά τη στιγμή της 1ης σύγκρουσης το όχημα του Εναγομένου 2 ήταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του αλλά πλησίον της άσπρης διαχωριστικής γραμμής, όπως και το δικό του όχημα, στο δικόγραφο της υπεράσπισης του ημερ. 14.10.15 διαφοροποιείται προβάλλοντας διαφορετική εκδοχή ισχυριζόμενος ότι το όχημα του Εναγομένου 2 «εισήλθε παράνομα και αντικανονικά εντός της λωρίδας κυκλοφορίας» του ιδίου (δηλαδή του Εναγομένου 1). Να σημειωθεί ότι στην κυρίως εξέταση του με την υιοθέτηση του Τεκμηρίου 8 διαφοροποιείται εκ νέου από την τοποθέτηση του δικόγραφο της υπεράσπισης του που αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα. Παρόλα αυτά η παλινδρόμηση του Εναγομένου 1 στο συγκεκριμένο ζήτημα συνεχίστηκε. Ενώ στην αντεξέταση του ο Εναγόμενος 1 διατηρεί την θέση του για το ότι κατά τη στιγμή της 1ης σύγκρουσης το όχημα του Εναγομένου 2 ήταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του (πλησίον βέβαια της άσπρης διαχωριστικής γραμμής), στην πορεία της ακρόασης και ειδικότερα κατά την αντεξέταση του Εναγομένου 2 προώθησε τη θέση που δικογραφεί στην υπεράσπιση του και συγκεκριμένα ότι τη στιγμή της σύγκρουσης το όχημα του Εναγομένου 2 είχε εισέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας του δικού του οχήματος. Η συμπεριφορά αυτή του Εναγομένου 1 έπληξε περισσότερο την αξιοπιστία του ως μάρτυρα.

 

Περαιτέρω δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι ο μάρτυρας μέσα από την αντεξέταση του παραδέχτηκε ότι θα μπορούσε να είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποφυγή της 1ης σύγκρουσης αλλά δεν το έπραξε επειδή δεν συνέτρεχε λόγο ανησυχίας αφού έκρινε ότι μπορούσε να προχωρήσει χωρίς να συγκρουστεί με το όχημα του Εναγομένου 2. Αυτή η αναφορά συγκρούεται με την πιο πάνω θέση του Εναγομένου 1 περί εισόδου του οχήματος του Εναγομένου 2 στη λωρίδα κυκλοφορίας του οχήματος του.

 

Ένα άλλο θέμα που προκάλεσε συνεχείς ταλαντεύσεις στη μαρτυρία του Εναγομένου 1 ήταν το σημείο της 1ης σύγκρουσης (στο πρόχειρος σχεδιάγραμμα σημειώνεται ως σημείο ‘χ’).

 

Στη γραπτή του κατάθεση ο Εναγόμενος 1 δηλώνει πως δεν είχε αντιληφθεί ότι είχε επέλθει σύγκρουση των δύο οχημάτων θεωρώντας ότι το όχημα του είχε κτυπήσει πάνω σε πέτρα. Όπως ο ίδιος ανάφερε έμαθε για την ύπαρξη της 1ης σύγκρουσης και της εμπλοκής του οχήματος σ’ αυτήν όταν ο αστυνομικός εξεταστής του υπέδειξε το σημείο σύγκρουσης ‘χ’ στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Η δικαιολογία που έδωσε για τη διαφωνία του με το σημείο αυτό στερείται λογικής και κατ’ επέκταση πειστικότητας. Η αναφορά του ότι «Δεν συμφωνώ με το σημείο αυτό αφού δεν γνωρίζω σε ποιο σημείο του δρόμου ακριβώς υπήρξε η επαφή μας» (Τεκμήριο 7 σελ. 4 γραμμές 8-10) κάθε άλλο παρά λογική τοποθέτηση φαντάζει. Ο μάρτυρας διαφώνησε χωρίς μέχρι εκείνη τη στιγμή να ήταν εις γνώση του ότι υπήρξε σύγκρουση και βεβαίως δίχως να γνωρίζει που έγινε τέτοια σύγκρουση.

 

Στη δια ζώσης μαρτυρία της κυρίως εξέτασης του ανασκευάζει. Αν και στην αρχή ανάφερε ότι δεν θυμόταν γιατί είχε διαφωνήσει με τον αστυνομικό εξεταστή που του είχε υποδείξει το σημείο ‘χ’ στη συνέχεια απέκτησε άποψη ως προς το σημείο της 1ης σύγκρουσης θεωρώντας ότι αυτή επήλθε σε απόσταση μεταξύ των σημείων ‘χ’ και ‘χ1’ στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Η δήλωση του αυτή σαφώς έρχεται σε αντίθεση με την αντίστοιχη αναφορά του στο Τεκμήριο 7.

Στην αντεξέταση του συνεχίζει να ανασκευάζει. Η δε αξιοπιστία του πλήττεται περισσότερο. Παραθέτω αυτούσιες χαρακτηριστικές αναφορές του μάρτυρα από τα πρακτικά ημερ. 07.11.22 που αφορούν δηλώσεις του για το σημείο σύγκρουσης, οι οποίες ομιλούν από μόνες τους και δείχνουν ότι ο Εναγόμενος 1 τελούσε κάτω από αμηχανία και σύγχυση:

Σελ.17 γραμμή 14 -

«Ε.       Ωραία. Που ξέρετε που ήταν το σημείο σύγκρουσης, εφόσον μέχρι εκείνην τη στιγμή δεν ξέρατε ότι συγκρουστήκατε καν με τούτο το αυτοκίνητο;

Α.         Τι να σου απαντήσω; Θέλετε να πείτε ότι από τη στιγμή που κτύπησε το αυτοκίνητο μέχρι το σημείο που υποδεικνύει ο Αστυνομικός πέρασε μία μεγάλη απόσταση και ενώ προηγουμένως είπα ότι κτύπησα στο σημείο αυτό και μετά που μου έδειξε ο Αστυνομικός ήταν δακάτω; Όχι, δεν ήταν δακάτω ήταν εδώ. Θυμούμαι που έκαμα στο τραπέζι έτσι.

Ε.         Και υποδείξατε του Αστυνομικού που είναι;

Α.         Μάλιστα. Θυμούμαι που κτύπησα το χέρι μου και είπα ‘Όχι. Είναι σε αυτό το σημείο.’»

 

Σελ.17 γραμμή 27

«Ε.       Κύριε μάρτυρα, γνωρίζετε τελικά ποιο είναι το σημείο του δρόμου που υπήρξε η επαφή ή δεν γνωρίζετε;

Α.         Τη στιγμή που προσπερνούσε ο ένας από τον άλλο. Εάν ήταν εκεί ή εδώ ή πιο κάτω δεν μπορώ να το γνωρίζω αυτήν τη στιγμή. Αλλά τη στιγμή που περνούσαμε δίπλα ο ένας από τον άλλο ένιωσα το κτύπημα. Εάν πάνω σε ένα σχεδιάγραμμα και μου έδειξε κάτι, εάν ήταν εδώ ή εδώ, δεν μπορώ να πω…»

 

Σελ.18 γραμμή 4

«Ε.       Μάλιστα. Τώρα, το δείξατε στον αστυνομικό το σημείο σύγκρουσης;

Α.         Μα στο σχεδιάγραμμα;

Ε.         Ναι.

Α.         Όχι.

Ε.         Του είπατε ‘Πάμε τζιαμέ να σας δείξω’;

Α.         Όχι, δεν του είπα

[οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου].

 

Αυτό που ξεκάθαρα προκύπτει είναι ότι ο Εναγόμενος 1 ούτε καν υπέδειξε οποιοδήποτε σημείο στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα ως το σημείο της 1ης σύγκρουσης που ο ίδιος θεωρεί και ούτε καν πρότεινε στον αστυνομικό εξεταστή να του υποδείξει στη σκηνή τέτοιο σημείο το οποίο θα μπορούσε να είχε συνδεθεί με το σημείο που ο ίδιος άκουσε και λέει ότι νόμισε πως το όχημα του είχε πατήσει πέτρα.

 

Επίσης ο Εναγόμενος 1 ανάφερε για γδαρσίματα στην πισινή πλευρά του οχήματος του και ειδικότερα προς τον πισινό τροχό. Ωστόσο η εκ των υστέρων παραδοχή του μέσα από τη δια ζώσης μαρτυρία του ότι ο ίδιος δεν είχε δεν είχε επιθεωρήσει το όχημα του για να είναι σε θέση να τοποθετηθεί, αφήνει τον μάρτυρα εκτεθειμένο. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα (πρακτικά ημερ. 07.11.22 σελ.18 γραμμές 16-21):

«Ε.       Είπατε για γδαρσίματα πάνω στο αυτοκίνητο ή κάμνω λάθος;

Α.         Ναι στην πισινή πλευρά, δηλαδή προς τον πισινό τροχό, μεταξύ του μισού αυτοκινήτου προς τον τροχό.

Ε.         Εγώ σας υποβάλλω ότι στην πίσω δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου δεν είχε καμία ζημιά.

Α.         Δεν το είδα το αυτοκίνητο μου, δεν μπορώ να σας απαντήσω. Δεν το είδα εγώ το αυτοκίνητο μου προσωπικά.» 

 

[οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου].

 

Επιπλέον η δήλωση του μάρτυρα στην ένορκη μαρτυρία του ότι είδε για πρώτη φορά το άσπρο όχημα τύπου Van που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση τη στιγμή που το όχημα του είχε γυρίσει δεξιά, αντιστρατεύεται τη βάσανο της λογικής. Αυτό συμβαίνει επειδή ο μάρτυρας προηγουμένως στην αντεξέταση του είχε ήδη πει ότι όταν αντιλήφθηκε για πρώτη φορά το όχημα του Εναγομένου 2, το οποίο, αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι προπορευόταν του άσπρου οχήματος  τύπου Van, είχε πεδίο ορατότητας 100-150 μέτρα και μπορούσε να δει μέχρι την άλλη στροφή. Αυτός σημαίνει ότι μπορούσε από τότε να είχε δει το άσπρο όχημα τύπου Van και όχι μετά την 1η σύγκρουση.

 

Ο Εναγόμενος 1 προσπάθησε να διορθώσει το κενό αυτό λέγοντας ότι δεν είχε προσέξει το άσπρο όχημα τύπου Van επειδή εστίασε την προσοχή του στο όχημα του Εναγομένου 2 χωρίς να δώσει σημασία εάν ακολουθούσαν άλλα οχήματα. Ωστόσο και η θέση αυτή του μάρτυρα κάθε άλλο παρά πειστική κρίνεται και συνεπώς τον αφήνει εκτεθειμένο αφού προγενέστερα της αναφοράς του αυτής είχε δηλώσει ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανησυχίας από την παρουσία του οχήματος του Εναγομένου 2 και γι’ αυτό εξάλλου δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.

 

Επιπροσθέτως η αμηχανία και η σύγχυση να είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του μάρτυρα φαίνεται και από τον τρόπο που προσπάθησε να απαντήσει στις ερωτήσεις  που του υπεβλήθηκαν στην αντεξέταση του σε συνδυασμό με την υπόδειξη των φωτογραφιών 24 & 26 του Τεκμηρίου 2 σχετικά με τον εντοπισμό φλουδών φρούτων στο κιβώτιο ταχυτήτων, πάνω στη θέση του συνοδηγού και πάνω στο ταμπλό του οχήματος του. Αυτό ήταν που επέφερε το τελικό ρήγμα στην αξιοπιστία του μάρτυρα. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά ημερ. 07.11.22 σελ.20-21 γραμμές 3-32 & γραμμές 1-19 αντίστοιχα):

«Ε.       Τώρα, κύριε μάρτυρα, είχατε σίγουρα τα χέρια σας πάνω στο τιμόνι προηγουμένως;

A.         Αφού οδηγούσα πού θα τα είχα, πάνω στο τιμόνι.

E.         Τώρα θα σας δείξω από το Τεκμήριο 2 τη φωτογραφία 24.

 

(Υποδεικνύεται στον μάρτυρα η φωτογραφία 24 από το Τεκμήριο 2)

E.         Έχει φρούτα και φλούδες από φρούτα μέσα στο αυτοκίνητό σας; Τούτο είναι το αυτοκίνητο σας.

A.         Εσείς βλέπετε φρούτα εδώ και ρωτάτε με εάν υπάρχουν φρούτα; Αφού υπάρχει διαχωριστικό πίσω από εμένα, γίνεται να πεταχτούν που την κάσια του αυτοκινήτου, να σπάσουν τα τζάμια τα πισινά και να πεταχτούν πάνω μου;

E.         Δεν βλέπετε φρούτα εσείς;

A.         Όχι, δεν βλέπω.

E.         Τούτα τα πορτοκαλιά δαμέ, μπροστά που τον αερόσακο τι είναι;

A.         Δεν ξέρω.

E.         Τούτα που είναι πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου τα πορτοκαλιά τι είναι;

A.         Δεν ξέρω.

E.         Πάμε στη φωτογραφία 26, που φαίνεται καλύτερα. Αυτά τα πορτοκάλια μεταξύ των δύο μαξιλάρων τι είναι;

(Υποδεικνύεται στον μάρτυρα η φωτογραφία 26 του Τεκμηρίου 2)
 

A.         Δείχνει φρούτα, δεν ξέρω εάν είχα και δίπλα μου και έτρωγα σαν επήαινα, αλλά δεν πιστεύω αυτή τη στιγμή που με ρωτάτε ότι ήταν φρέσκα και έσπασε το πισινό τζάμι και ήρθαν μπροστά μου. Όταν υπάρχει ένα διαχωριστικό στο κάθισμα και τα φρούτα ήταν πίσω στην κάσια πώς θα πεταχτούν και να έρθουν μπροστά; Ή είχα φρούτα εγώ κοντά μου και έγειραν και επέσαν τζιαμέ, αλλά φρούτα από το πισινό κάθισμα, δεν πιστεύω.

E.         Είχατε φρούτα, κύριε μάρτυρα, και τρώατε μέσα στο αυτοκίνητο και τα καθαρίζατε σαν οδηγούσατε;

A.         Βλέπεις καθαρισμένα εσύ εκεί;

E.         Τούτο στη φωτογραφία 26, πάνω στη μαξιλάρα, δεν είναι φλούδα καθαρισμένου μανταρινιού;

A.         Τον Ιούνιο έχει μανταρίνια;

E.         Τι είναι αυτά τα φρούτα;

A.         Ή χρυσόμηλα ή ροδάκινα.

E.         Τούτη δαμέ τι είναι;

 

Δικαστήριο: «Τούτη δαμέ»;


κος Α. Κόνιας: Στη μαξιλάρα του συνοδηγού, κύριε Πρόεδρε, δεν ξέρει τι είναι. Και να δείξω επίσης, στη φωτογραφία 24 πάνω στο ταμπλό μπροστά από τη θέση του συνοδηγού.


Δικαστήριο: Μάλιστα.

 

Ο κος Α. Κόνιας συνεχίζει:

 

E.         Δεν ξέρετε τι είναι;

A.         Εσείς λέτε ότι είναι φρούτα‑‑‑

E.         Σας ρωτώ, ξέρετε ή δεν ξέρετε τι είναι;

A.         Δεν ξέρω

 

[οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου].

 

Επίσης ένα σημείο από τη μαρτυρία του Εναγομένου 1 που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο είναι το ότι ο ίδιος σε κανένα στάδιο του ουσιώδη χρόνου αντιλήφθηκε ότι είχε συγκρουστεί με το όχημα του Εναγομένου 2. Στην μαρτυρία του ουδέποτε κατάλαβε ότι εμπλάκηκε στην 1η σύγκρουση. Αυτό από μόνο του καταδεικνύει ότι τη στιγμή της 1ης σύγκρουσης ο Εναγόμενος 1 δεν ασκούσε τη δέουσα προσοχή και παρατηρητικότητα ενόσω οδηγούσε και ούτε παρακολουθούσε την τροχαία κίνηση του δρόμου που χρησιμοποιούσε εκείνη τη στιγμή.     

 

Επιπλέον η δήλωση του Εναγομένου 1 στη γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 7), την οποίαν επανέλαβε στη δια ζώσης μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ότι ταυτόχρονα με την 1η σύγκρουση όπου έχασε τον έλεγχο του οχήματος που είχε εκτραπεί άρπαξε το τιμόνι για να το επαναφέρει στη λωρίδα κυκλοφορίας του, καταδεικνύει ότι τη στιγμή της 1ης σύγκρουσης ο Εναγόμενος 1 δεν κρατούσε το τιμόνι στα χέρια του.   

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει σαφώς ότι η μαρτυρία του Εναγομένου 1 είναι διάτρητη από ουσιώδεις αντιφάσεις ενώ παράλληλα διαπνέεται από στοιχείο προσωπικού συμφέροντος. Οι δε θέσεις του προβλημάτισαν έντονα το Δικαστήριο αφού φαίνεται να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η αξιοπιστία του έχει πληγεί ανεπανόρθωτα και η πειστικότητα της μαρτυρίας του έχει εκμηδενιστεί. Δεν μπορώ να βασιστώ σ’ αυτήν για να με οδηγήσει σε ασφαλή ευρήματα. Κάτω από αυτά τα δεδομένα δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του Ενάγοντα, περιλαμβανομένου του Τεκμηρίου 7 που αποτελεί μέρος της,  ως ορθή, αληθή και αξιόπιστη.

 

Αντίθετα ο Εναγόμενος 2 (ΜΥ2Ενος2) έκανε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Η εμπλοκή του στο δυστύχημα και το πώς αυτό συνέβηκε περιγράφονται με σαφήνεια στη γραπτή κατάθεση που έδωσε την ίδια ημέρα στον αστυνομικό διευθυντή που διερεύνησε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό προκλήθηκε (Τεκμήριο 9). Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 ταυτίζεται μ’ αυτά που ο μάρτυρας ανάφερε μεταγενέστερα στην ένορκη μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Ουσιαστικά επανέλαβε την εξιστόρηση των γεγονότων που περιήλθαν στη σφαίρα της προσωπικής του γνώσης. Ήταν απλός και κατατοπιστικός. Οι αναφορές του ήταν ξεκάθαρες και επί της ουσίας. Σε αντίθεση με τον Εναγόμενο 1 που απέφυγε να προσδιορίσει το σημείο που όπως είπε είχε ακούσει μεγάλο θόρυβο και θεώρησε ότι είχε κτυπήσει σε πέτρα και τελικά επρόκειτο για το σημείο σύγκρουσης του με το όχημα του Εναγομένου 2, ο Εναγόμενος 2 από την αρχή με σιγουριά υπέδειξε στον αστυνομικό εξεταστή το σημείο σύγκρουσης ‘χ’ του οχήματος του με το όχημα του Εναγομένου 1, το οποίο υπέδειξε εκ νέου χωρίς περιστροφές και στην ένορκη μαρτυρία του στο Δικαστήριο.

 

Ένα κομμάτι της μαρτυρίας του περιλαμβάνει γεγονότα που αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων. Πρόκειται για αναφορές του ως προς το χρονικό σημείο που επήλθαν οι δύο συγκρούσεις που συνιστούν το δυστύχημα, λεπτομέρειες των ενεχομένων οχημάτων και των οδηγών και συνεπιβατών αυτών, τις πορείες των οχημάτων αυτών, την τοποθεσία όπου συνέβηκε το δυστύχημα (δρόμος Μεσόγης-Τσάδας), οι μορφές που έλαβαν οι δύο συγκρούσεις (πλευρική και μετωπική), το ότι από την 1η σύγκρουση το όχημα του Εναγομένου 1 εξετράπη, η σφοδρότητα της 2ης σύγκρουσης και εντός ποιας λωρίδας κυκλοφορίας έγινε η 2η σύγκρουση.

 

Το υπόλοιπο μέρος των αναφορών του μάρτυρα επιβεβαιώνεται από πραγματική μαρτυρία. Για παράδειγμα η μορφολογία του εδάφους, όπως το ότι η πρώτη σύγκρουση συνέβηκε σε δρόμο ελαφρώς ανηφορικό και λίγο πριν από δεξιά στροφή σε σχέση με την πορεία του οχήματος του Εναγομένου 2 από Μεσόγη προς Τσάδα, επαληθεύεται από τα Τεκμήρια 1 και 3. Κατ’ ανάλογο τρόπο το σημείο όπου συνέβηκε η 2η σύγκρουση επίσης επαληθεύεται από τα ίδια έγγραφα. Η δε αναφορά του Εναγομένου 2 ότι η 1η σύγκρουση σημειώθηκε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του ενισχύεται από τα θρυμματισμένα γυαλιά του δεξιού καθρέφτη του οχήματος του που μετά την εκτίναξη τους εντοπίστηκαν εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του οχήματος του Εναγομένου 1 πλησίον της άσπρης διαχωριστικής γραμμής, τα οποία αποτυπώνονται στο Τεκμήριο 3 και απεικονίζονται σε φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2.

 

Περαιτέρω η αναφορά του ότι το όχημα του Εναγομένου 1 ερχόταν εξ’ αντιθέτου λοξά προς την πορεία του δικού του οχήματος και ότι για να αποφύγει την μετωπική σύγκρουση ανέπτυξε ταχύτητα συνάδει με το κτύπημα στο δεξιό πισινό τροχό και στη δεξιά πίσω πλευρά του οχήματος του Εναγομένου 2 που απεικονίζονται σε φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2 αλλά και στις επιτόπου διαπιστώσεις του αστυνομικού εξεταστή. Επίσης η τοποθέτηση του μάρτυρα ως προς το που σταμάτησε το όχημα του μετά την 1η σύγκρουση επιβεβαιώνεται από την αποτύπωση στο Τεκμήριο 1 μέσα από τη επιτόπου διαπίστωση του αστυνομικού εξεταστή και σε απεικόνιση φωτογραφιών του Τεκμηρίου 2. Ακόμη το ότι δεν εντοπίστηκαν ίχνη τροχοπέδησης στο οδόστρωμα, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από το Τεκμήριο 1 και από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2, επιβεβαιώνει την αναφορά του μάρτυρα ότι μετά την 1η σύγκρουση το όχημα του Εναγομένου 2 σταμάτησε χωρίς τη χρήση φρένων επειδή ο δρόμος ήταν ανηφορικός.

 

Το γεγονός της επιβεβαίωσης από πραγματική μαρτυρία, σε συνδυασμό με την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που θα έπληττε την αξιοπιστία της, είναι παράγοντες που της προσδίδουν αποδεικτική βαρύτητα και την καθιστούν πειστική απέναντι στο Δικαστήριο. Θεωρώ ότι αυτά που ο μάρτυρας ανάφερε αποτελούν γεγονότα που πραγματικά έχουν διαδραματιστεί.

 

Ένα σημείο όμως από την μαρτυρία του Εναγομένου 2 που δεν μπορώ να αποδεχτώ είναι την αναφορά του ως προς το ύψος της ταχύτητας με την οποίαν ισχυρίζεται ότι κινείτο το όχημα του. Δεν υπάρχει τέτοια πραγματική μαρτυρία που θα οδηγούσε με ασφάλεια σ' ένα τέτοιο λογικό εύρημα. Τυχόν αποδοχή της θέσης του Ενάγοντα με την οποία πιθανολογείται το ύψος της ταχύτητας που κινείτο το όχημα του κατά το χρόνο του δυστυχήματος, έστω αν δεν σχολιάστηκε από την αντίδικη πλευρά, θα ισοδυναμούσε με εκδήλωση συμπεριφοράς εμπειρογνώμονα από μέρους του Δικαστηρίου, πράγμα ανεπίτρεπτο (Χ'' Αδάμου και άλλος v. Παναγή και άλλος, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 334/2011 και 396/2011 ημερ. 10.01.17, ECLI:CY:AD:2017:A3 και Χρίστου v. Χρίστου και άλλος, Πολιτική Έφεση Αρ. 250/10 ημερ. 07.07.15). Θα πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι η αναφορά του μάρτυρα για την ταχύτητα του οχήματος του, από το ύφος και το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε, παραπέμπει απλά σε ένδειξη και προσπάθεια με σκοπό την παραπλάνηση. Γι’ αυτό η αξιοπιστία του μάρτυρα παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο.

 

Κατά συνέπεια αποδέχομαι τη μαρτυρία του Εναγομένου 2 ως αληθή και αξιόπιστη, στο βαθμό και την έκταση που έχω εξηγήσει, περιλαμβανομένου του Τεκμηρίου 9 που αποτελεί μέρος της.

Ακόμη ως μέρος του μαρτυρικού υλικού τέθηκαν ενώπιον μου από τον αστυνομικό εξεταστή (ΜΕ1) γραπτές καταθέσεις που έλαβε στα πλαίσια διερεύνησης του δυστυχήματος από τον Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14, Παυλίνα Κωνσταντίνου και τον Λοχία 1289 Π. Αναστάση. Πρόκειται για τα Τεκμήρια 5, 6 και 8 αντίστοιχα. Σαφώς πρόκειται για εξ’ ακοής μαρτυρία των εν λόγω ατόμων. Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ’ ακοής μαρτυρίας υπόκειται στις παραμέτρους που εκτίθενται κατά τρόπο μη εξαντλητικό στο άρθρο 27 του Κεφ.9. Η μαρτυρία αυτή μεταφέρθηκε στη δικαστική αίθουσα από τον αστυνομικό εξεταστή.

 

Με γνώμονα τις αντίθετες εκδοχές των Εναγομένων 1 και 2, τα πιο πάνω άτομα μπορούσαν να κληθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για να δώσουν ένορκη μαρτυρία. Ωστόσο δεν προσήλθαν για να υποστηρίξουν την μαρτυρία τους και να υποστούν τη βάσανο της αντεξέτασης. Η μαρτυρία τους δεν αναλύθηκε, δεν σχολιάστηκε και ούτε επεξηγήθηκε. Κάτω από αυτά τα δεδομένα ουδεμία βαρύτητα αποδίδω στα Τεκμήρια 5, 6 και 8.

 

Ολοκληρώνω την αξιολόγηση μου με τις μαρτυρίες των ΜΥ1Ενος1, ΜΥ3Ενος1 και ΜΥ1Ενος2, οι οποίοι κατέθεσαν υπό τον μανδύα του εμπειρογνώμονα.

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση μαρτυρίας ατόμου που καταθέτει με την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να πεισθεί ότι ο μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στο τομέα που καταθέτει. Ποιος μπορεί να θεωρηθεί πραγματογνώμονας και να καταθέσει στο Δικαστήριο υπό αυτή την ιδιότητα εξηγείται μέσα από την υπόθεση Νικολάου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 162/2014 ημερομηνίας 02.05.17, στην οποίαν και παραπέμπω. Εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι όντως εμπειρογνώμονας στον τομέα που κλήθηκε να καταθέσει, προχωρεί να εξετάσει αν με τη μαρτυρία του έχει δώσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να καταστήσει ικανό το Δικαστήριο να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του, προκειμένου να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει το Δικαστήριο αλλά απλώς το βοηθά και αφού λάβει υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα (Πιττάλης v. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814). Όπως ακόμη λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Matheson [1958] 2 All E.R. 87, το Δικαστήριο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη και το Δικαστήριο να εξηγεί γιατί.

 

Ο ΜΥ1Ενος2 (Πέτρος Κωνσταντινίδης) κατέθεσε δια ζώσης υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Παρουσιάστηκε από τον Εναγόμενο 2. Θα πρέπει να λεχθεί ότι τα ακαδημαϊκά του προσόντα και η επαγγελματική εμπειρία του και γενικότερα η ενασχόληση του με το αντικείμενο για το οποίο κλήθηκε στο Δικαστήριο δεν αμφισβητούνται (Τεκμήρια 17Α & 17Β). Κατ’ επέκταση μπορεί να λεχθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω μάρτυρα δεν αμφισβητείται. Παρόλα αυτά, κάθε ίχνος ενδεχόμενης αμφισβήτησης επί της επάρκειας των προσόντων, γνώσεων και εμπειρίας του εν λόγω μάρτυρα στον τομέα εξειδίκευσης του εξαφανίζεται κατόπιν μελέτης του βιογραφικού του σημειώματος, το οποίο αποδέχομαι αφού ουδείς έχει αμφισβητήσει.

 

Εν πάση περιπτώσει, είναι πτυχιούχος στον τομέα της μηχανολογίας με ειδικότητα στα οχήματα και κινητήρες με αντικείμενο την κατασκευή και τεχνολογία οχημάτων, τη θεωρία κίνησης και λειτουργίας κινητήρων και κάθε είδους τροχοφόρων οχημάτων. Έχει αναγνωριστεί και εγγραφεί από το έτος 1990 στο αρμόδιο επιστημονικό σώμα της Ελλάδας που είναι το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Η επαγγελματική εμπειρία του καλύπτει περίοδο 34 χρόνια είναι πολυπρόσωπη αφού ασκεί το επάγγελμα της σπουδής του στην ειδικότητα που απέκτησε από το έτος 1989 υπό διάφορες μορφές, όπως για παράδειγμα επιστημονικός συνεργάτης, τεχνικός διευθυντής και ιδιοκτήτης τεχνικού γραφείου. Στο μεγάλο αυτό διάστημα ασχολείται και με πραγματογνωμοσύνες στην ανάλυση συνθηκών πρόκλησης δυστυχήματος που είναι το αντικείμενο για το οποίο κλήθηκε στο Δικαστήριο. Η παρουσία του στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που χρησιμοποιεί το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας οδήγησε στην ανάληψη από μέρους του διάφορες τέτοιες υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί και να δώσει σχετική μαρτυρία σε Δικαστήρια ως εμπειρογνώμονας αναλυτής συνθηκών δυστυχημάτων. Παράλληλα τα τελευταία 10 χρόνια υπό την ιδιότητα του Αντιπροέδρου στην Ευρωπαϊκή Εταιρεία Έρευνας και Ανάλυσης Οχημάτων διδάσκει το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης του σε διάφορους επιστήμονες είτε ως εισηγητής είτε ως εκπαιδευτής εμπειρογνωμόνων είτε ως τεχνικός εκπαιδευτής.

 

 Τα ακαδημαϊκά του προσόντα σε συνδυασμό με την πλούσια επαγγελματική εμπειρία που διαθέτει, όπως αυτά έχουν εξηγηθεί, του επιτρέπουν να καταθέσει μαρτυρία για τα εξειδικευμένα ζητήματα που κλήθηκε να μαρτυρήσει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα (Σιακόλα v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110), Yaacoub v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 72/13 ημερ. 19.03.14, Ακρίδας v. Eman (Buses) Ltd και άλλων (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 355).

 

Στο σημείο αυτό οφείλω να επισημάνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1Ενος2 περιορίστηκε σε ότι συνιστά τη δική του έρευνα και στα προσωπικά του συμπεράσματα στα οποία κατέληξε μέσα από τις δικές του ενέργειες και κατόπιν δικής του μελέτης. Γι’ αυτό το τεχνικό πόρισμα του κυρίου Στεργίου (Τεκμήριο 18) που παρουσιάστηκε από τον ίδιο δεν λαμβάνεται υπόψη. Έτσι και αλλιώς το έγγραφο αυτό δεν τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου για την αλήθεια του περιεχομένου του. Σε κάθε περίπτωση για τον ίδιο λόγο που ουδεμία βαρύτητα αποδόθηκε στα Τεκμήρια 5, 6 και 8 προσδίδω μηδενική αποδεικτική αξία και στο Τεκμήριο 18.

 

Προχωρώ στην μαρτυρία αφ’ εαυτή του μάρτυρα που χρήζει αξιολόγησης. Έχω μελετήσει με προσοχή και επιμέλεια το περιεχόμενο της ένορκης κατάθεσης του. Ο εν λόγω μάρτυρας δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Έδωσε ξεκάθαρες και επιστημονικά τεκμηριωμένες θέσεις. Με τις επεξηγηματικές επιστημονικές τοποθετήσεις του διαφώτισε το Δικαστήριο αναφορικά με καίρια ζητήματα της υπόθεσης. Ο μάρτυρας με τρόπο σαφή και εμπεριστατωμένο περιγράφει τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε, παραθέτει τις επιστημονικές παραμέτρους και άλλα δεδομένα που έλαβε υπόψη του, αναφέρει τη μεθοδολογία που ακολούθησε και την επιστημονική πρακτική που εφάρμοσε. Στη συνέχεια αναλύει και επεξηγεί το σκεπτικό που κατέληξε στα επιστημονικά ευρήματα και συμπεράσματα του.

 

Όπως ευθέως υπέδειξε, η 1η σύγκρουση συνέβηκε επειδή υπήρξε παραβίαση της διαχωριστικής γραμμής των δύο λωρίδων. Το Nissan Navara (όχημα Εναγομένου 1) ήταν αυτό που λοξοδρόμησε και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας που κινείτο το Mitsubishi (όχημα Εναγομένου 2). Η εμπρόσθια δεξιά γωνία του Nissan Navara ήλθε σε επαφή με την οπίσθια δεξιά γωνία του Mitsubishi. Η σύγκρουση (1η σύγκρουση) ήταν εφαπτομενικού τύπου, μία ξυστή πλευρική επαφή. Αυτό δικαιολογείται κυρίως από τις ζημιές που εντοπίστηκαν στο Mitsubishi αλλά και στο Nissan Navara, χωρίς να παραγνωρίζω ότι το όχημα αυτό στη συνέχεια συγκρούστηκε με το Ford Van (όχημα του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14).     Επίσης δικαιολογείται από ευρήματα που εντοπίστηκαν στη σκηνή της 1ης σύγκρουσης. Ένα από αυτά ήταν το σημείο που εντοπίστηκαν τα θρυμματισμένα κρύσταλλα από το δεξί καθρέφτη του Mitsubishi. Ο μάρτυρας εξήγησε πως η πρόσκρουση συνέβηκε μεταξύ δύο οχημάτων που οι διαστάσεις μεταξύ τους διαφέρουν. Το γεγονός ότι το Nissan Navara είναι ψηλότερο κατά 10 εκατοστά περίπου, είναι φαρδύτερο και μακρύτερο από το Mitsubishi εξηγεί γιατί ο δεξιός καθρέφτης του Nissan Navara, παρά την πλευρική σύγκρουση του με το Mitsubishi, παρέμεινε ανέπαφος.

 

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη εξήγηση από αυτή που έδωσε ο μάρτυρας για το πώς και που συνέβηκε η 1η σύγκρουση. Η περιγραφή του μάρτυρα ως προς την πορεία και τις καμπύλες που διέγραψαν τα ενεχόμενα οχήματα της 1ης σύγκρουσης συνάδει με τον τρόπο που εκτυλίχτηκε η 2η σύγκρουση. Την ίδια στιγμή η πορεία που τα οχήματα διέγραψαν στην 1η σύγκρουση ταυτίζεται με τη διαπίστωση του μάρτυρα ως προς τη μορφολογία του δρόμου αλλά και με τις ταχύτητες που ανέπτυξαν τα εμπλεκόμενα οχήματα. Ο μάρτυρας περιέγραψε τη μορφολογία του δρόμου και το πώς την διαπίστωσε μέσα από πραγματική μαρτυρία και από δικές του ενέργειες (υπολογισμός της κλίσης του εδάφους χρησιμοποιώντας πρόγραμμα Google Maps). Παράλληλα όλα δικαιολογούνται από το είδος της σύγκρουσης και τη μορφή των ζημιών που εντοπίστηκαν στα ενεχόμενα οχήματα Nissan Navara και Mitsubishi. Οι ταχύτητες υπολογίστηκαν από τον μάρτυρα ο οποίος εξήγησε τη μεθοδολογία που ακολούθησε, η οποία βασίζεται σε επιστημονική εξίσωση και σε κανόνες πρακτικής.

 

Περαιτέρω ο μάρτυρας με σαφήνεια εξήγησε πως δικαιολογείται το όχημα του Εναγομένου 2 να ακινητοποιηθεί σε απόσταση 11,30 μέτρα μετά την 1η σύγκρουση. Η ανηφορική κλίση του οδοστρώματος σε σχέση με την πορεία του οχήματος του Εναγομένου 2, ο συντελεστής τριβής για σε ανηφόρα που ο μάρτυρας έχει καθορίσει και ο υποβιβασμός της ταχύτητας το ύψος της οποίας ο μάρτυρας εξήγησε πως έχει υπολογίσει, είναι οι παράγοντες που οδήγησαν το Mitsubishi στην τελική θέση που σημειώνεται στο Τεκμήριο 1 (συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος).

 

Επιπλέον το γεγονός ότι το Nissan Navara εξετράπη και το πώς εξετράπη μέσα από τη 1η σύγκρουση εξηγήθηκε από τον μάρτυρα. Η υπερβολική ταχύτητα που ανέπτυξε το Nissan Navara που ήταν πέραν της μέγιστης επιτρεπόμενης σε συνδυασμό της κατηφορικής κλίσης που είχε ο δρόμος προς Μεσόγη στο σημείο της 1ης σύγκρουσης ήταν οι παράγοντες που προκάλεσαν την εκτροπή. Ο μάρτυρας εξήγησε πως εντόπισε την κατωφέρεια. Παράλληλα με εμπεριστατωμένο σκεπτικό που στηρίζεται σε επιστημονική μεθοδολογία την οποίαν περιέγραψε και επεξήγησε στο Δικαστήριο, ο μάρτυρας υπολόγισε τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα μη εκτροπής και ακολούθως τις ταχύτητες των ενεχομένων οχημάτων στην 2η σύγκρουση. Οι εκτεταμένες ζημιές που εντοπίστηκαν τόσο στο Ford Van όσο και στο Nissan Navara και οι σοβαρές παραμορφώσεις που αυτά υπέστηκαν καθιστούν ορθό το συμπέρασμα του μάρτυρα ότι η σύγκρουση των δύο αυτών οχημάτων ήταν σφοδρή και μετωπική (2η σύγκρουση).

 

Επανέρχομαι στο ζήτημα της ταχύτητας των οχημάτων. Ο μάρτυρας με λεπτομέρεια παρέθεσε τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε ώστε με επιστημονικό τρόπο να υπολογίσει τις ταχύτητες που αναπτύχθηκαν από όλα τα εμπλεκόμενα οχήματα κατά τη διάρκεια της 1ης και 2ης σύγκρουσης. Με τη χρήση μαθηματικής εξίσωσης, τους κανόνες φυσικής και του λογισμικού προγράμματος PC Crash ο μάρτυρας υπολόγισε τις ταχύτητες εισόδου που τα οχήματα Nissan Navara και Mitsubishi ανέπτυξαν στην 1η σύγκρουση, τις ταχύτητες εξόδου των ιδίων οχημάτων από την 1η σύγκρουση, τις ταχύτητες εισόδου του Nissan Navara και Ford Van και τις ταχύτητες εξόδου των οχημάτων αυτών από τη 2η σύγκρουση.

 

Η υπερβολική ταχύτητα του Nissan Navara που ανάπτυξε ώστε να διανύσει 45,20 μέτρα σε 1,84 δευτερόλεπτα μέχρι τη 2η σύγκρουση με βάση τον τεκμηριωμένο επιστημονικό τρόπο που ο μάρτυρας παρέθεσε και αφού αφαιρεθεί χρόνος 1,5 δευτερόλεπτα που ο χρόνος αντίδρασης του μέσου νηφάλιου οδηγού, καταδεικνύει ότι ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 (οδηγός του οχήματος Ford Van) δεν είχε στη διάθεση του επαρκή χρόνο (μόλις 0,34 δευτερόλεπτα) που να του επιτρέψει να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό την αποφυγή της σύγκρουσης. Η μεγάλη ταχύτητα που είχε το Nissan Navara, η κατωφέρεια της στροφής – κλίση του οδοστρώματος και η διαγραφή αριστερής καμπύλης είναι παράγοντες που δικαιολογούν το συμπέρασμα του μάρτυρα για εκτροπή του οχήματος του Εναγομένου 1 και κατεύθυνση στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με ακυβέρνητη πορεία.       

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα είναι επιστημονικά συγκροτημένη. Υπάρχει επιστημονική αλληλουχία και συσχετισμός ανάμεσα στις ενέργειες που ο εν λόγω μάρτυρας προέβηκε και στο σκεπτικό του σε σχέση με τις επιστημονικές διαπιστώσεις του. Έχω ικανοποιηθεί και κατ’ επέκταση πειστεί από τον τρόπο, το σκεπτικό και τις εξηγήσεις του μάρτυρα, με βάση τα οποία κατέληξε στις διαπιστώσεις και στα συμπεράσματα, τα οποία και αποδέχομαι. Συνακόλουθα οι επιστημονικές διαπιστώσεις, ευρήματα και συμπεράσματα του εν λόγω μάρτυρα καθώς επίσης οι αναφορές του που αφορούν τη μεθοδολογία και επιστημονική πρακτική που ακολούθησε και περιγράφονται κατά την παράθεση της μαρτυρίας του μάρτυρα καθίστανται μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.

 

Στη βάση πιο πάνω αποδέχομαι την προφορικά μαρτυρία του ΜΥ1Ενος2 ως επιστημονικά ορθή, αληθή και αξιόπιστη.

 

Αντίθετα για τους λόγους που ο μάρτυρας εξήγησε και κρίνω ότι είναι λογικοί κατ’ επέκταση πειστικοί, αποδίδω μηδενική βαρύτητα στο Τεκμήριο 19.

 

Ο ΜΥ3Ενος1 (Δρ. Λεωνίδας Κακαλλής) ήταν ένας άλλος μάρτυρας που κατέθεσε ενόρκως υπό τον μανδύα του εμπειρογνώμονα. Κλήθηκε από τον Εναγόμενο 1. Είναι γεγονός ότι τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα του όσο η επαγγελματική εμπειρία του και κατ’ επέκταση η ενασχόληση του με το αντικείμενο για το οποίο κλήθηκε στο Δικαστήριο δεν αποτελούν σημείο διαφωνίας των διαδίκων. Συνεπώς μπορεί με ασφάλεια να λεχθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη του μάρτυρα αυτού δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Σε κάθε περίπτωση ο μάρτυρας διαθέτει μεταπτυχιακό στη μηχανολογία μηχανική και διδακτορικό στη δυναμική οχημάτων. Παράλληλα ασχολείται με την αναπαράσταση τροχαίων ατυχημάτων τα τελευταία 9 έτη (2013 μέχρι 2022 που κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο). Η επαγγελματική εμπειρία του καλύπτει καθημερινή ενασχόληση του με το εξειδικευμένο αντικείμενο την ανάλυσης και αναπαράστασης δυστυχημάτων υπό τη μορφή ανάληψης και διεκπεραίωσης τέτοιων περιπτώσεων καθώς επίσης συμμετοχή του σε διάφορα σεμινάρια και εκπαιδευτικά προγράμματα στον τομέα αυτό για άλλα 9 χρόνια (2006 μέχρι 2015). Τα προαναφερόμενα ακαδημαϊκά του προσόντα σε συνδυασμό με την επαγγελματική εμπειρία που διαθέτει στο εξειδικευμένο αντικείμενο της διερεύνησης συνθηκών πρόκλησης δυστυχημάτων, όπως αυτά προκύπτουν από το πλούσιο βιογραφικό του σημείωμα (Τεκμήριο 14) που δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω αλλά είναι και παραδεκτά από την πλευρά του Εναγομένου 2, επιτρέπουν στον συγκεκριμένο μάρτυρα να καταθέσει μαρτυρία για τα εξειδικευμένα ζητήματα που κλήθηκε να μαρτυρήσει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή και επιμέλεια το περιεχόμενο της ένορκης κατάθεσης του ΜΥ3Ενος1 σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της τεχνικής έκθεσης του (Τεκμήριο 15). Πρόκειται για μάρτυρα που δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Η μαρτυρία του κάθε άλλο παρά είναι σε θέση να διαφωτίσει το Δικαστήριο για τα εξειδικευμένα θέματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο γνώσης του προκειμένου να βοηθηθεί και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα αναφορικά με επίδικα ζητήματα της υπόθεσης αυτής. Χρησιμοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία καταλήγει σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Σε άλλες περιπτώσεις προβαίνει σε διαπιστώσεις που δεν οδηγούν σε ένα συγκεκριμένο ασφαλές επιστημονικό συμπέρασμα αλλά διατυπώνουν υποθετικά σενάρια, δείχνοντας έτσι ότι τα ευρήματα του δεν διαπνέονται από βεβαιότητα και στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Σε καίρια δε σημεία της η μαρτυρία του ΜΥ3Ενος1 χαρακτηρίζεται από σοβαρά ερωτήματα επειδή ουσιώδη επιστημονικά συμπεράσματα του συγκρούονται κάθετα με σημαντικά δεδομένα που σχετίζονται ευθέως με διαπιστώσεις του, τα οποία αντλούνται μέσα από πραγματικό μαρτυρικό υλικό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και ούτε έχει καταρριφθεί μέσα από την προσκόμιση αποδεκτής μαρτυρίας.

 

Προς τεκμηρίωση των πιο πάνω αναφέρω τα εξής:

Ο μάρτυρας για πρώτη φορά αναφέρει ότι προέβηκε σε αυτοψία του τόπου του ατυχήματος στην αντεξέταση του (πρακτικά ημερ. 09.12.22 σελίδα 13, γραμμές 29-31). Στο πόρισμα του δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Επίσης ούτε στην κυρίως εξέταση του αποκαλύπτει τέτοιο ζήτημα. Η αναφορά του μάρτυρα στο στάδιο της αντεξέτασης του ήταν πολύ προσεκτική και συγκεκαλυμμένη. Ο ίδιος επιμελώς απέφυγε να διευκρινίσει στη δια ζώσης μαρτυρία του πότε προσωπικά μετέβηκε για αυτοψία στη σκηνή του δυστυχήματος. Προφανώς επειδή δεν ήθελε να τεθεί ζήτημα εάν η μορφολογία του οδοστρώματος στο χρόνο που σύμφωνα με τον ίδιο επιθεώρησε τον τόπο του δυστυχήματος ήταν η ίδια μ’ αυτήν που υπήρχε κατά το χρόνο που συνέβηκε το οδικό ατύχημα.

 

Για την 1η σύγκρουση ο μάρτυρας παραπέμπει σε δύο σκέλη σύγκρουσης. Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος δεν καταλήγει σε βέβαιο συμπέρασμα αλλά παραπέμπει σε δύο διαφορετικά σενάρια (Εικόνα 3 σελίδα 18 Τεκμηρίου 15). Πρώτο σενάριο συνιστά το ενδεχόμενο να ήλθαν σε επαφή ο δεξιός καθρέφτης του Mitsubishi με τον δεξιό καθρέφτη του Nissan Navara με πιθανότητα οι κρύσταλλοι των δύο καθρεφτών να έχουν θρυμματιστεί. Ωστόσο το σενάριο αυτό όχι μόνο στερείται τεκμηρίωσης αλλά καταρρίπτεται από περί του αντιθέτου πραγματική μαρτυρία. Η φωτογραφία 9 του Τεκμηρίου 2 που λήφθηκε από τη δεξιά πλευρά του Nissan Navara και απεικονίζει την τελική του θέση, δεν καταδεικνύει σπασμένο καθρέφτη. Πέραν όμως αυτού, το γεγονός ότι το Nissan Navara είναι υψηλότερο, φαρδύτερο και μακρύτερο από το Mitsubishi, όπως προκύπτει από τις διαστάσεις που ο μάρτυρας παρέχει στις σελίδες 13 & 16 του Τεκμηρίου 15, καθιστά τη δυνατότητα σύγκρουσης των δύο καθρεφτών να μην φαντάζει εφικτή. Η δε τοποθέτηση του μάρτυρα, σε ερώτηση που του υπεβλήθηκε κατά την αντεξέταση του ως προς το ποια ήταν η μαρτυρία που δείχνει ότι βρέθηκαν γυαλιά καθρέφτη από το Nissan Navara, πως τα γυαλιά που εντοπίστηκαν στο οδόστρωμα δεν προσδιορίζονται στερούνται επιστημονικής λογικής.

 

Σε σχέση με το δεύτερο σκέλος της 1ης σύγκρουσης (Εικόνα 4 σελίδα 19 Τεκμηρίου 15), το συμπέρασμα του μάρτυρα ότι το δεξιό μπροστινό μέρος του Nissan Navara συγκρούστηκε με το σημείο μεταξύ της πίσω δεξιάς πόρτας και του πίσω δεξιού τροχού του Mitsubishi στερείται βάσης και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ουδεμία μαρτυρία έχει τεθεί ενώπιον μου που να καταδεικνύει ζημιά στο επικαλούμενο σημείου του Mitsubishi. Ο αστυνομικός εξεταστής (ΜΕ1) που έχει καταγράψει τις ζημιές στα ενεχόμενα οχήματα εντοπίζει «ζάβωμα» του πίσω προφυλακτήρα της δεξιάς πλευράς και «τρίψιμο» της κάσιας του διπλοκάμπινου στην δεξιά πλευρά του. Ο ΜΕ1 που επιθεώρησε τα οχήματα την ίδια ημέρα που συνέβηκε το δυστύχημα δεν παρατήρησε οποιαδήποτε ζημιά στο σημείο που υπέδειξε ο ΜΥ3Ενος1. Ούτε όμως ο ΜΥ1Ενος1 (εκτιμητής ζημιών στο Mitsubishi) εντοπίζει ζημιές στο επίμαχο σημείο. Αυτό που παρατήρησε ήταν ζημιές στο ημιαξόνιο (έσπασε), στη σιδερένια ζάντα (ζάβωσε), στο φτερό πίσω δεξιά (επιδιόρθωση), στο λασπωτήρα του οχήματος (έσπασε) και το πίσω δεξιό φανάρι (έσπασε). Συνεπώς ο μάρτυρας αυθαίρετα βασίστηκε σε ανύπαρκτο δεδομένο και κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα.

 

Ένα άλλο σημείο που αποτέλεσε αντικείμενο αντεξέτασης του μάρτυρα είναι η θέση του ότι η 1η σύγκρουση έγινε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του Nissan Navara. Η θέση του αυτή αποτυπώνεται στην εικόνα 8 της τεχνικής έκθεσης του, την οποίαν επανέλαβε στην δια ζώσης μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Με όλο το σέβας, κατ’ αρχάς η εκδοχή αυτή του μάρτυρα καταρρίπτεται από πραγματική μαρτυρία. Πιο πάνω έχω αναφερθεί στις ζημιές που εντοπίστηκαν στο Mitsubishi και απεικονίζονται σε φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2 αλλά και έχουν εντοπιστεί από τον αστυνομικό εξεταστή (ΜΕ1) και από τον ΜΥ1Ενος1. Ο μάρτυρας δεν επιθεώρησε τις ζημιές των ενεχομένων οχημάτων για να είναι σίγουρος. Στηρίχτηκε στο τι του είχε μεταφέρει η πλευρά του Εναγομένου 1 που έχει συμφέρον από το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Οι ζημιές που είχε το Mitsubishi αφήνουν έκθετη σε απόρριψη την εκδοχή του μάρτυρα. Πέραν και ανεξαρτήτως όμως αυτού, αν ευσταθούσε η εκδοχή του μάρτυρα, τότε το Nissan Navara θα εξοστρακιζόταν προς τα αριστερά και θα αποφευγόταν η σύγκρουση του με το Ford Van. Η κοινή λογική αυτό υποδεικνύει. Συνεπώς η μόνη λογική εξήγηση είναι η 1η σύγκρουση να έγινε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του Mitsubishi στο σημείο ‘χ’ που σημειώνεται στο πρόχειρο και στο συμμετρικό σχεδιάγραμμα της σκηνής (Τεκμήρια 1 και 3) και να συνέβηκε με τον τρόπο που ανάλυσε ο ΜΥ1Ενος2, εκδοχή την οποίαν αποδέχομαι ως ορθή, αληθή και πειστική.

 

Περαιτέρω ο μάρτυρας εκλαμβάνει ότι το Mitsubishi μετά την 1η σύγκρουση σταματά σε απόσταση 9 μέτρων. Ωστόσο δεν εξηγεί πως καταλήγει στη διαπίστωση αυτή. Ο μάρτυρας δεν υποδεικνύει από που αντλεί γνώση ότι η απόσταση των 11 μέτρων περίπου που υπολογίστηκε από τον αστυνομικό εξεταστή είναι λανθασμένη. Ούτε αναφέρει πως ο ίδιος υπολόγισε την απόσταση αυτή. Αντίθετα μετά από επιμονή του συνηγόρου του Εναγομένου 2, ο μάρτυρας παραδέχεται ότι πιθανολογεί. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του μάρτυρα επί του σημείου αυτού, η οποία παρέχεται αυτούσια (πρακτικά ημερ. 09.12.22 σελ.12, γραμμές 3-4):

«Α:       Πιθανολογώ ότι εάν το σημείο σύγκρουσης ήταν εκεί στο σημείο ‘Χ’ τότε και η απόσταση θα προσέγγισε τα 9 μέτρα.»

 

Για τον προσδιορισμό των ταχυτήτων των ενεχομένων οχημάτων ο μάρτυρας στο τεχνικό του πόρισμα αναφέρει ότι βασίστηκε στις εκτιμήσεις των υλικών ζημιών και στη μηχανική ανάλυση της σύγκρουσης μέσω του λογισμικού αναπαράστασης τροχαίων ατυχημάτων PC-Crash 13.1. Ο ίδιος είπε ότι εισήγαγε στο λογισμικό πρόγραμμα συγκεκριμένα στοιχεία/παραμέτρους αλλά δεν θεώρησε, όπως ο ίδιος ανάφερε, απαραίτητο να καταγράψει το πρωτόκολλο αυτών των παραμέτρων – να εφαρμόσει το πρωτόκολλο προσομοίωσης (πρακτικά ημερ. 09.12.22, σελίδα 4, σημεία 6-10). Η παράλειψη του να αναφέρει τέτοια δεδομένα όπως για παράδειγμα τεχνικά χαρακτηριστικά, επιφάνεια σύγκρουσης, γωνία σύγκρουσης κ.λ.π., αφήνει το Δικαστήριο στο σκοτάδι αφού δεν μπορεί να γνωρίζει τι παραμέτρους ο μάρτυρας χρησιμοποίησε για να καταλήξει στα συμπεράσματα των ταχυτήτων. Η μη αποκάλυψη των παραμέτρων έχει ως συνέπεια να μην υπάρχει σύνδεση των συμπερασμάτων του με τις επικαλούμενες παραμέτρους που κατ’ ισχυρισμό τα υποστηρίζουν ώστε να ελεγχθεί η ορθότητα των αποτελεσμάτων του εν λόγω εμπειρογνώμονα.

  

Επίσης ο μάρτυρας καταλήγει σε συμπέρασμα ότι κατά την 1η σύγκρουση το Mitsubishi ανέπτυξε ταχύτητα 60 χλμ/ώρα (Τεκμήριο 15 σελίδα 22, 1η παράγραφος). Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα αφού ο μάρτυρας, χωρίς να ελέγξει, εκλαμβάνει ως ορθή την δήλωση του Εναγομένου 2 που περιέχεται στη γραπτή του κατάθεση ημερ. 23.06.12 (Τεκμήριο 9) ότι η ταχύτητα του οχήματος του ανερχόταν στα 45-50 χλμ/ώρα. Παράλληλα, όπως ο ίδιος ανάφερε στην αντεξέταση του, στην πιο πάνω ταχύτητα πρόσθεσε 10-15 χλμ/ώρα, χωρίς όμως να εξηγεί πως δικαιολογείται ο αριθμός αυτός. Μάλιστα στην αντεξέταση του παραδέχεται ότι αυτό που αναφέρει στην τεχνική έκθεση του είναι υποθετικό στοιχείο λαμβάνοντας υπόψη την κατηφορική πορεία που είχε ο δρόμος σε σχέση με την κατεύθυνση του Mitsubishi. Χαρακτηριστικά αναφέρω την δήλωση του μάρτυρα στη δια ζώσης μαρτυρία του όταν ερωτήθηκε σχετικά για το θέμα αυτό από τον κύριο Κόνια:

«Ε.       Τώρα συνεχίζετε στη σελίδα 22 και λέτε ότι επειδή ο οδηγός του οχήματος Γ λέει στην κατάθεση του ότι ανέπτυξε ταχύτητα, πήρατε ως δεδομένο ότι η ταχύτητα αυξήθηκε κατά 10 χιλιόμετρα την ώρα;

Α.         Μπορεί να προσέγγισε τα 60 χιλιόμετρα την ώρα.

Ε.         Άρα κύριε μάρτυρα είναι και αυτό το δεδομένο υποθετικό;

Α.         Είναιβασίζεται στο γεγονός ότι αναφέρει μια τιμή εκκίνησης ο οδηγός του οχήματος Γ, ότι πήγαινε με 45-50 χιλιόμετρα την ώρα και αναφέρει ότι επιτάχυνε και ο τύπος του δρόμου στην πορεία του είναι κατηφορικός.

Ε.         Άρα λάβατε υπόψιν τούτα που είπετε τώρα έτσι για να καθορίσετε τα 10 χιλιόμετρα την ώρα ;

Α.         Σωστά.»

 

[η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου].

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψη για την αύξηση του ορίου ταχύτητας, αν και το ύψος δεν εξηγείται, είναι η κατηφορική κλίση του δρόμου στο σημείο της 1ης σύγκρουσης. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αναφορά αυτή συγκρούεται κάθετα με το συμμετρικό σχέδιο της σκηνής (Τεκμήριο 3) που παρουσιάζει το οδόστρωμα να έχει ανηφορική κλίση σε σχέση με την πορεία του Mitsubishi. Ο ΜΕ1 προέβηκε σε αυτοψία της σκηνή ευθύς μετά το δυστύχημα και διαπίστωσε, ανάμεσα σ’ άλλα, τη μορφολογία του δρόμου. Η ύπαρξη ανηφορικής κλίσης στο Τεκμήριο 1 επιβεβαιώνεται από Τεκμήριο 2 (φωτογραφίες 1, 2 & 3 Τεκμηρίου 2). Συνεπώς το εύρημα του μάρτυρα ότι ο δρόμος στο σημείο της 1ης σύγκρουσης από Μεσόγη προς Τσάδα μέχρι και του σημείου που έπειτα σταμάτησε το Mitsubishi είναι κατηφορικός, είναι λανθασμένο.

 

Αναπόφευκτα η έπειτα χρήση της πιο πάνω ταχύτητας σε μαθηματική εξίσωση για τον υπολογισμό της απόστασης που απαιτείται για να ακινητοποιηθεί το Mitsubishi και να βρεθεί στην τελική του θέση, ενόψει των πιο πάνω αυθαίρετων, υποθετικών  και λανθασμένων δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από τον μάρτυρα, δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή εσφαλμένη. Πέραν αυτού, για τον καθορισμό της ταχύτητας επιβράδυνσης ο μάρτυρας είπε ότι έλαβε υπόψη του την κλίση του δρόμου χωρίς όμως να την μετρήσει. Ουδεμία εξήγηση δόθηκε που να καταδεικνύει με ποιο τρόπο ο μάρτυρας έλαβε υπόψη του την κλίση του οδοστρώματος, όπως ισχυρίζεται.

 

Για τον υπολογισμό της ταχύτητας εξόδου του Nissan Navara από την 1η σύγκρουση ο μάρτυρας είπε ότι έλαβε υπόψη του συντελεστή επιβράδυνσης 1,5 λόγω της ανωφέρειας του δρόμου. Ωστόσο δεν ήταν σε θέση να αναλύσει το σκεπτικό του σε σχέση με τη χρήση της παραμέτρου αυτής παρόλο ότι του ζητήθηκε. Περιορίστηκε στο να δώσει μία γενική, αόριστη και ασαφή απάντηση λέγοντας ότι το εκτίμησε εμπειρικά χωρίς να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ή να την ενισχύσει με οποιαδήποτε στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση ο καθορισμός του ύψους του συντελεστή επιβράδυνσης είναι εσφαλμένος επειδή ο μάρτυρας έλαβε υπόψη του ανωφέρεια τη στιγμή που υπήρχε κατηφορική κλίση στο οδόστρωμα (φωτογραφία 7 Τεκμηρίου 2).

 

Κατ’ ανάλογο τρόπο ο μάρτυρας, χρησιμοποιώντας το λογισμικό πρόγραμμα PC Crash, υπολόγισε την ταχύτητα του Ford Van τη στιγμή της 2ης σύγκρουσης λαμβάνοντας υπόψη την κατωφέρεια του δρόμου και την κλίση του. Ωστόσο το δεδομένο αυτό, όπως και στην περίπτωση του Mitsubishi, είναι λανθασμένο αφού το οδόστρωμα δεν είναι κατηφορικό όπως επικαλείται ο μάρτυρας, αλλά έχει ανηφορική κλίση (φωτογραφίες 1, 2 & 3 Τεκμηρίου 2). Επομένως ο υπολογισμός της ταχύτητας του Ford Van χρησιμοποιώντας λανθασμένο δεδομένο αναπόφευκτα οδηγεί σε εσφαλμένο συμπέρασμα.

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η αξιοπιστία του ΜΥ3Ενος1 ως εμπειρογνώμονα έχει υποστεί ανεπανόρθωτο ρήγμα εκμηδενίζοντας παράλληλα την πειστικότητα της μαρτυρίας του απέναντι στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ως ορθή, αληθή και αξιόπιστη, περιλαμβανομένου του Τεκμηρίου 15 που αποτελεί μέρος της.

 

Ο ΜΥ1Ενος1 (Μιχάλης Χριστοφόρου) επίσης κλήθηκε από τον Εναγόμενο 1 και κατέθεσε ενόρκως υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Τα ακαδημαϊκά του προσόντα και η επαγγελματική του εμπειρία, όπως αυτά αναφέρθηκαν από τον ίδιο, τον καθιστούν επιστήμονα στον τομέα άσκησης του επαγγέλματος του (μηχανική οχημάτων). Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι κατά το χρόνο που επιθεώρησε το Mitsubishi και κατ’ επέκταση εμπλάκηκε στην υπόθεση αυτή, ήταν επαγγελματίας δύο ετών. Μπορεί τότε να μην θεωρείτο ο πιο έμπειρος στον τομέα του προσδιορισμού ζημιών σε οχήματα και εκτίμησης τους αλλά τα ακαδημαϊκά του προσόντα και η έστω περιορισμένη του πείρα τον καθιστούσαν γνώστη του αντικειμένου για το οποίο κλήθηκε να καταθέσει στο Δικαστήριο.

 

Σε ότι αφορά την μαρτυρία του μπορεί να λεχθεί ότι μπορεί να διαχωριστεί σε δύο μέρη.

 

Το πρώτο σκέλος της είναι αυτό που περιέχει αναφορές οι οποίες αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων καθώς επίσης περιλαμβάνει αναφορές που επιβεβαιώνονται από πραγματική μαρτυρία και από υλικό το οποίο προκύπτει μέσα από την σκηνή του δυστυχήματος. Στο κομμάτι αυτό εντάσσεται μέρος των ζημιών του οχήματος Mitsubishi που προσδιορίζεται και καταγράφεται στην έκθεση εκτίμησης ζημιών (Τεκμήριο 12). Οι συγκεκριμένες ζημιές απεικονίζονται μέσα από φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2 αλλά και από την αυτοψία στη σκηνή που έκανε την ίδια ημέρα του δυστυχήματος ο αστυνομικός εξεταστής (ΜΕ1), ο οποίος κανένα συμφέρον έχει από το αποτέλεσμα της υπόθεσης αυτής και κανένα κίνητρο και/ή όφελος έχει ώστε να κατηγορηθεί ότι προσπαθεί να ικανοποιήσει την εκδοχή οποιουδήποτε διαδίκου. Συνεπώς δεν έχω κανένα λόγο να μην αποδεχτώ το μέρος αυτό της μαρτυρίας του. Ειδικότερα δέχομαι τα εξής:

-           ο μάρτυρας επιθεώρησε το όχημα Mitsubishi στις 25.06.12 και ακολούθως ετοίμασε σχετική έκθεση ζημιών ημερ. 06.09.12 - Τεκμήριο 12 (κοινό έδαφος διαδίκων),  

-           θρυμμάτισμα του κρυστάλλου στο δεξί καθρέφτη του οχήματος (φωτογραφία 40 Τεκμηρίου 2),

-           σπάσιμο λασπωτήρα (φωτογραφίες Β & Γ Τεκμηρίου 12),

-           στο δεξιό πίσω μέρος του οχήματος στην έκταση που καλύπτει «ζάβωμα» / «βούλωμα» τον πίσω προφυλακτήρα και «τρίψιμο» στην κάσια στη δεξιά πλευρά του (φωτογραφίες 24 και 41 Τεκμηρίου 2),

-           επαφή στον πισινό δεξιό τροχό σε βαθμό «τριψίματος» (φωτογραφία 41 Τεκμηρίου 2).

 

Την ίδια στιγμή δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω το εκτιμημένο κόστος επιδιόρθωσης των πιο πάνω ζημιών που έγιναν αποδεκτές. Ως εκ τούτου, από το Τεκμήριο 12 προκύπτει ότι το συνολικό εκτιμημένο κόστος που αφορά την επιδιόρθωση των πιο πάνω ζημιών ανέρχεται στα €325,00.

 

Η δεύτερη πτυχή της μαρτυρίας του ΜΥ1Ενος1, η οποία επικαλείται τον εντοπισμό άλλων ζημιών στο ίδιο όχημα (όχημα του Εναγομένου 2) που επίσης καθορίζονται και σημειώνονται στο Τεκμήριο 12, ελέγχεται ως προς την ορθότητα της. Είναι προφανές ότι η επίκληση τους αποσκοπούσε στο να μην εκθέσει την εκδοχή του Εναγομένου 1. Για τους λόγους που εξηγούνται δεν είναι πειστικές και ως εκ τούτου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Συγκεκριμένα οι αναφορές του μάρτυρα, των οποίων η ορθότητα ελέγχεται είναι οι εξής:

-           επικαλούμενο σπάσιμο στο δεξιό πισινό φανάρι: η τοποθέτηση αυτή δεν υποστηρίζεται από πραγματική μαρτυρία. Οι φωτογραφίες της σκηνής (Τεκμήριο 2) δεν καταδεικνύουν τέτοια ζημιά. Ούτε οι φωτογραφίες που έλαβε ο μάρτυρας και αποτελούν μέρος της εκτίμησης του (Τεκμήριο 12) στα πλαίσια καταγραφής των ζημιών όταν το επιθεώρησε στις 25.06.12,

-           αναφερόμενη ζημιά στο πίσω δεξιά ελαστικό: ο μάρτυρας δεν καταγράφει τέτοια ζημιά στην έκθεση του και ούτε φαίνεται κάτι τέτοιο είτε από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2 είτε από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 12. Διαχωρίζεται η φυσική φθορά από το κτύπημα που παραπέμπει σε πρόκληση ζημιάς,

-           αναφερόμενο «ζάβωμα» σιδερένιας ζάντας: δεν τεκμηριώνεται η θέση αυτή μέσα από το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης που έγινε αποδεκτό, περιλαμβανομένης της πραγματικής μαρτυρίας,

-           επικαλούμενο σπάσιμο ημιαξονίου λόγω έντασης και ταχύτητας: σύμφωνα με τον μάρτυρα διαπίστωσε σπάσιμο του ημιαξονίου από το θόρυβο που άκουσε να κάνει το όχημα όταν το ξεκίνησε και όταν πρόσεξε τη ζάντα που στραβογύριζε κατόπιν σπρωξίματος του οχήματος ένα-δύο μέτρα, ζημιά που καθιστούσε αδύνατη την οδήγηση του Mitsubishi. Η απομάκρυνση του οχήματος από τη σκηνή χωρίς να λεχθεί ότι έγινε με τη βοήθεια πλατφόρμας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο μάρτυρας δεν το οδήγησε σε απόσταση όταν αυτό βρισκόταν στο συνεργείο που κλήθηκε να το επιθεωρήσει για σκοπούς εκτίμησης, αφήνει εκτεθειμένη τη θέση αυτή του μάρτυρα. Παράλληλα αν ήταν ορθή η θέση του μάρτυρα περί έντασης κτυπήματος στην πλευρική σύγκρουση, η σφοδρότητα / πίεση κτυπήματος θα αποτυπωνόταν και στις υπόλοιπες ζημιές του Mitsubishi, πράγμα όμως που δεν διαπιστώνεται από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2. Η δε θέση περί ταχύτητας απλά καταδεικνύει ότι το όχημα Nissan Navara κινείτο με μεγάλη ταχύτητα.

 

Εφόσον η πραγματική ύπαρξη των πιο πάνω αναφορών ελέγχεται, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η εκτίμηση που ο μάρτυρας επικαλείται ότι χρειάζεται για την κατ’ ισχυρισμό επιδιόρθωση τους.

 

Έχοντας τα πιο πάνω δεδομένα υπόψη μου αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΥ1Ενος1, περιλαμβανομένου του Τεκμηρίου 12 ως ορθή, αληθή και αξιόπιστη στο βαθμό και την έκταση που έχει σχολιαστεί. Αντίθετα ουδεμία βαρύτητα αποδίδω στο Τεκμήριο 13 αφού δεν προσθέτει οτιδήποτε σχετικό στα επίδικα θέματα της υπόθεσης.

 

Ευρήματα:

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει την μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και λαμβάνοντας υπόψη μου τα γεγονότα που προκύπτουν να είναι παραδεκτά μέσα από τα δικόγραφα καθώς επίσης σε γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της αγωγής, καταλήγω στα ευρήματα που αφορούν τα πραγματικά και αληθή ουσιώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων αποτελούν τα παραδεκτά γεγονότα καθώς και τα γεγονότα εκείνα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της παρούσας αγωγής. Χωρίς να χρειάζεται να επαναδιατυπωθούν, παραπέμπω σ' αυτά (σελίδες 18-20 υπό τα σημεία (1) έως (17)).

 

Περαιτέρω έχω καταλήξει σε επιπλέον ευρήματα τα οποία έχω καταγράψει κατά την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού. Επειδή η επανάληψη τους δεν χρησιμεύει σε οτιδήποτε, απλά θα παραπέμψω στις σελίδες που περιέχονται:

(α)       σελίδες 14 (§3) – 16 (§1),      

(β)       σελίδες 22 (§2) – 26 (§1 & §2),

(γ)        σελίδα 27 §2),

(δ)        σελίδα 28 (§1 & §2),

(ε)        σελίδες 30 (§3)  - 32 (§1, §2 & §3),

(στ)      σελίδα 41 (§1 & §2),

(ζ)        σελίδες 45 – 47 (§1),

(η)        σελίδα 54 (§2 & §3).

 

Εξέταση επιδίκων θεμάτων – Νομική Πτυχή – Συμπεράσματα:

Θα παραθέσω τώρα τα συμπεράσματα τα οποία εξάγονται κατόπιν εξέτασης των επιδίκων ζητημάτων της αγωγής. Εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο θα γίνεται αναφορά της νομικής πτυχής που διέπει το συγκεκριμένο θέμα.

 

Όπως ήδη σημειώθηκε στην αρχή του κειμένου, μετά τα παραδεκτά γεγονότα και τις δεσμευτικές δηλώσεις των διαδίκων το μοναδικό επίδικο ζήτημα που παρέμεινε για εκδίκαση στις συνενωμένες αγωγές είναι ο καταμερισμός ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων 1 & 2 στην πρόκληση της 2ης σύγκρουσης που ουσιαστικά αποτελεί το δυστύχημα που τελεί υπό εκδίκαση και είναι άμεσα συναρτημένο με την 1η σύγκρουση που είχε αμέσως προηγηθεί. Με τον καταμερισμό της ευθύνης θα καθοριστεί η συνεισφορά του κάθε Εναγομένου στα πιο πάνω δηλωμένα ποσά που θα πρέπει να πληρωθούν στους Ενάγοντες των συνενωμένων αγωγών.

 

Οι αρχές της αμέλειας έχουν κωδικοποιηθεί μέσα από τον Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 51 καθορίζει την αμέλεια ως την τέλεση πράξης την οποίαν υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό σωστό πρόσωπο ή την παράλειψη τέλεσης πράξης την οποίαν τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε. Αμέλεια ακόμη μπορεί να είναι η παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις.

 

Τα συστατικά στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν σε κάθε αγωγή αμέλειας είναι η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής (δηλαδή η τέλεση αμελούς πράξης ή παράλειψης) από μέρους ενός μέσου συνετού ανθρώπου, η πρόκληση ζημιάς ως αποτέλεσμα της τέλεσης αμελούς πράξης ή παράλειψης (αιτιώδης συνάφεια) και η δυνατότητα πρόβλεψης ότι η τέλεση της εν λόγω πράξης ή παράλειψης μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα (Στρατμάρκο Λτδ v. Μιχαήλ (1989) 1 C.L.R. 453). Σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στο Κυπριακό Νομικό Σύγγραμμα Αρτέμη και Ερωτοκρίτου Κεφάλαιο 148: Αστικά Αδικήματα-Δίκαιο και Αποφάσεις,  Τόμος 2, σελ. 103-104, στο οποίο και παραπέμπω.

 

Γενικά το θέμα της αμέλειας είναι ζήτημα γεγονότων και αποφασίζεται με βάση τις συνθήκες και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84). Η έννοια της αμέλειας ως πραγματικού γεγονότος συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το ζήτημα αυτό συνοψίζεται στην Φοινικαρίδης v Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 ως εξής:

“Αυτό κατά εναρμονισμό προς το θεμελιωμένο ότι η αμέλεια ως πραγματικό γεγονός συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Συναφώς θα υπενθυμίζαμε πως γενικά, εφόσον η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια (Elpiniki Panayiotou Mavrou v Georgios Kyriakou Mavrou (1979) 1 C.L.R. 215).”

 

Όπως γίνεται αντιληπτό το επίμαχο δυστύχημα περιλαμβάνει δύο φάσεις. Το όχημα στο οποίο βρίσκονταν οι Ενάγοντες των δύο συνενωμένων αγωγών (άσπρο Van Ford με αρ. εγγραφής HPE360) συγκρούστηκε με το όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος 1 (πράσινο διπλοκάμπινο Nissan Navara με αρ. εγγραφής HKB315) κάτω από τις συνθήκες που έχουν διαπιστωθεί με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Πρόκειται για την 2η σύγκρουση, η οποία είναι άμεσα συναρτημένη με την 1η σύγκρουση που προηγήθηκε αμέσως πριν. Η 1η σύγκρουση οδήγησε ευθύς στην 2η σύγκρουση χωρίς να υπάρξει διακοπή στην αλυσίδα των γεγονότων. Στην 1η σύγκρουση ενέχεται το όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος 1 (πράσινο διπλοκάμπινο Nissan Navara με αρ. εγγραφής HKB315) και το όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος 2 (άσπρο διπλοκάμπινο Mitsubishi με αρ. εγγραφής EBM786 υπό τις περιστάσεις που επίσης έχουν διαπιστωθεί με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Η άμεση και στενή συνάρτηση των δύο συγκρούσεων καθιστά αναγκαία την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν τόσο την 1η όσο και την 2η σύγκρουση.  

 

Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου το όχημα που ο Εναγόμενος 1 οδηγούσε με κατεύθυνση από Τσάδα προς Μεσόγη, σε κάποιο σημείο του δρόμου που ήταν κατηφορικός και κινείτο με ταχύτητα 96 χλμ/ώρα (μεγαλύτερη από τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα μη εκτροπής), ένεκα της κλίσης του οδοστρώματος και της υπερβολικής ταχύτητας που πήγαινε χωρίς μάλιστα να κρατεί το τιμόνι στα χέρια του, λοξοδρόμησε και αφού παραβίασε τη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουστεί πλευρικά και ξυστά (εφαπτομενικού τύπου σύγκρουση) με το εξ’ αντιθέτου κινούμενο όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος 2, του οποίου η ταχύτητα ανερχόταν σε 49,5 χλμ/ώρα. Στο σημείο της 1ης σύγκρουσης υπάρχει στροφή και το Mitsubishi (όχημα Εναγομένου 2) διέγραψε δεξιά καμπύλη ενώ το Nissan Navara (όχημα Εναγομένου 1) αριστερά και αντιθέτως κινούμενη.

 

Το καθήκον επιμέλειας του Εναγομένου 1 ως οδηγού ήταν να οδηγεί προσεκτικά, με επιτρεπτή ταχύτητα στη λωρίδα κυκλοφορίας του και με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε στιγμή να διατηρεί τον έλεγχο του οχήματος του. Τίποτα από τα πιο πάνω έπραξε με αποτέλεσμα να το παραβιάσει και ένεκα της παραβίασης αυτής να προκαλέσει ζημιά στο όχημα του   Εναγομένου 2. 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Εναγόμενος 1 ευθύνεται αποκλειστικά για την πρόκληση της 1ης σύγκρουσης. Η αμελής του συμπεριφορά, όπως αυτή επιδείχτηκε με την μη άσκηση δέουσας προσοχής και παρατηρητικότητας όταν οδηγούσε, με την υπερβολική ταχύτητα με την οποίαν κινείτο το όχημα του και της παραγνώρισης από μέρους του της κατηφορικής κλίσης του οδοστρώματος, παράγοντες που τον οδήγησαν να απωλέσει την πορεία του με αποτέλεσμα να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και να ανακόψει τη νόμιμη πορεία του εξ’ αντιθέτου κινούμενο οχήματος του Εναγομένου 2 και να συγκρουστεί μαζί του (1η σύγκρουση). Ο δρόμος ήταν στεγνός, ασφαλτοστρωμένος και σε καλή κατάσταση και η ορατότητα ήταν ικανοποιητική από Τσάδα προς Μεσόγη. Σε κάθε περίπτωση ο Εναγόμενος 1 δεν προέβηκε σε καμία ενέργεια για αποφυγή της σύγκρουσης, ούτε καν χρησιμοποιεί τα φρένα του οχήματος του.

 

Αντίθετα το όχημα του Εναγομένου 2 κινείτο στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας όταν συνέβηκε η 1η σύγκρουση με ταχύτητα μικρότερη του μεγίστου ορίου που είναι 80 χλμ/ώρα. Ο ίδιος μάλιστα προσπάθησε να αποφύγει την μετωπική σύγκρουση αναπτύσσοντας ταχύτητα, πράγμα που τελικά κατάφερε περιορίζοντας την σύγκρουση του με το όχημα του Εναγομένου 1 σε πλευρική μορφή εφαπτομενικού τύπου.

 

Κάτω από αυτές τις περιστάσεις καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος 2 δεν ευθύνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο για την πρόκληση της 1ης σύγκρουσης αλλά ο Εναγόμενος 1 είναι αυτός που ευθύνεται αποκλειστικά γι’ αυτήν ένεκα της αμελούς συμπεριφοράς που επέδειξε.

 

Περαιτέρω σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου από την 1η σύγκρουση το Nissan Navara (όχημα Εναγομένου 1) εξετράπη της πορείας του προς τα δεξιά με την εμπρόσθια δεξιά γωνία του παραμένοντας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ακυβέρνητο με ταχύτητα 96,29 χλμ/ώρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει η 2η σύγκρουση μεταξύ των οχημάτων Nissan Navara και Ford Van.   

 

Σε σχέση με την πρόκληση της 2ης σύγκρουσης, οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει και δηλώσει στο Δικαστήριο ότι ο Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 (οδηγός του οχήματος με αρ. εγγραφής HPE360 - Ford Van) δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος. Σε κάθε όμως περίπτωση το Ford Van κινείτο νόμιμα στην λωρίδα κυκλοφορίας του όταν επήλθε η 2η σύγκρουση. Το Nissan Navara, με βάση την ταχύτητα του, διένυσε την απόσταση μέχρι τη 2η σύγκρουση (45,20 μέτρα) σε 1,84 δευτερόλεπτα και αφού αφαιρεθεί χρόνος 1,5 δευτερόλεπτο που είναι ο γενικώς αποδεκτός χρόνος αντίδρασης του μέσου νηφάλιου οδηγού, ο υπόλοιπος χρόνος 0,34 δευτερόλεπτα δεν ήταν επαρκής και ούτε άφηνε περιθώρια αντίδρασης στον οδηγό του άσπρου Ford Van (Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14) είτε για ακινητοποίηση του οχήματος του είτε για αποφευκτικό ελιγμό αποτελεσματικό για την αποφυγή της σύγκρουσης των δύο οχημάτων (Ford Van και Nissan Navara).

 

Σε ότι αφορά τον Εναγόμενο 2, αυτός δεν εμπλέκεται στη 2η σύγκρουση. Μετά την 1η σύγκρουση το όχημα του σταμάτησε σε απόσταση 11,30 μέτρα.

 

Κατ’ ανάλογο τρόπο ως και πιο πάνω, το καθήκον επιμέλειας του Εναγομένου 1 ως οδηγού ήταν να οδηγεί με επιτρεπτή ταχύτητα στη λωρίδα κυκλοφορίας του και με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε στιγμή να διατηρεί τον έλεγχο του οχήματος του. Τίποτα από τα πιο πάνω έπραξε με αποτέλεσμα να το παραβιάσει και ένεκα της παραβίασης αυτής να προκαλέσει ζημιά στο όχημα του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14 καθώς επίσης σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία τόσο στον οδηγό όσο και στον συνοδηγό του Ford Van (Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1678/14 και Ενάγοντας στην αγωγή αρ. 1677/14).

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Εναγόμενος 1 ευθύνεται αποκλειστικά και για την πρόκληση της 2ης σύγκρουσης. Η αμελής του συμπεριφορά, όπως αυτή ξεκίνησε από την 1η σύγκρουση με τον τρόπο που εξηγήθηκε και ακολούθως επιδείχτηκε με την υπερβολική ταχύτητα με την οποίαν συνέχισε να κινείται το όχημα του εντός της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας και μάλιστα ακυβέρνητο, παράγοντες που τον οδήγησαν στο να συγκρουστεί με το εξ’ αντιθέτου κινούμενο Ford Van (με οδηγό τον Ενάγοντα στην αγωγή αρ.1678/14 και συνοδηγό τον Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1677/14), ήταν αυτή που προκάλεσε την 2η σύγκρουση. Το όχημα του Εναγομένου 1 ήταν αυτό που ανέκοψε τη νόμιμη πορεία του εξ’ αντιθέτου κινούμενο οχήματος που οδηγείτο από τον Ενάγοντα της αγωγής αρ. 1678/14 και να συγκρουστεί μαζί του (2η σύγκρουση). Ο δρόμος ήταν στεγνός, ασφαλτοστρωμένος και σε καλή κατάσταση και η ορατότητα ήταν ικανοποιητική από Τσάδα προς Μεσόγη. Σε κάθε περίπτωση ο Εναγόμενος 1 δεν προέβηκε σε καμία ενέργεια για αποφυγή της σύγκρουσης, ούτε καν τη χρήση φρένων.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες και με γνώμονα ότι ο Εναγόμενος 2 που δεν ευθύνεται για την πρόκληση της 1ης σύγκρουσης δεν εμπλέκεται στην 2η σύγκρουση και δυνάμει των συμφωνημένων δηλώσεων των διαδίκων ότι οι Ενάγοντες στις συνενωμένες αγωγές δεν ευθύνονται για την πρόκληση του επιδίκου δυστυχήματος, καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος 1 είναι αυτός που ευθύνεται αποκλειστικά για την πρόκληση της 2ης σύγκρουσης. Γενεσιουργός αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος ήταν η αμελής οδήγηση του Εναγομένου 1 με τον τρόπο που εξηγήθηκε.

 

Κατάληξη:

Προτού καταγραφεί το αποτέλεσμα των αγωγών υπ’ αριθμό 1678/14 και 1677/14, θα πρέπει πρώτα αυτές να αποσυνενωθούν. Ως εκ τούτου εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των εν λόγω δύο αγωγών.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω έχοντας κατά νου τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου, αμφότεροι Ενάγοντες στις αγωγές που ήταν συνενωμένες απέδειξαν την υπόθεση τους εναντίον του Εναγομένου 1 στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Συνεπώς οι αγωγές υπ’ αριθμό 1678/14 και 1677/14 εναντίον του Εναγομένου 1 επιτυγχάνουν.

 

Αντίθετα στη βάση του σκεπτικού του Δικαστηρίου που έχει αναλυθεί, αμφότεροι Ενάγοντες στις αγωγές που ήταν συνενωμένες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους εναντίον του Εναγομένου 2 στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Συνακόλουθα οι αγωγές υπ’ αριθμό 1678/14 και 1677/14 εναντίον του Εναγομένου 2 απορρίπτονται.

 

Με γνώμονα ότι αμφότερες αγωγές έχουν επιτύχει εναντίον του Εναγομένου 1:

(α)       εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1678/14 και εναντίον του  Εναγομένου 1 για το συμφωνημένο ποσό των €440.000 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις και

(β)       εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα στην αγωγή αρ. 1677/14 και εναντίον του  Εναγομένου 1 για το συμφωνημένο ποσό των €12.000 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.

 

Τα πιο πάνω ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης.

 

Έξοδα:

Τα έξοδα αμφοτέρων αγωγών που έχουν επιτύχει εναντίον του Εναγομένου 1, όπως αυτά έχουν συμφωνηθεί στο ποσό των €50.000 πλέον Φ.Π.Α. με νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού από την ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγομένου 1.

 

Για τα έξοδα του επιτυχόντα εναγομένου, οι διάδικοι, με βάση κοινή δήλωση τους, συμφώνησαν να επιδικαστούν εναντίον του αποτυχόντα διαδίκου και κατ’ επέκταση να καταβληθούν από αυτόν. Προς τούτο κάλεσαν το Δικαστήριο όπως εκδώσει τέτοια διαταγή. Εδώ, όπως ήδη γίνεται αντιληπτό, επιτυχών εναγόμενος είναι ο Εναγόμενος 2 ενώ ο εναγόμενος που απέτυχε είναι ο Εναγόμενος 1.  

 

Η έκδοση της πιο πάνω διαταγής καταβολής εξόδων απευθείας από τον αποτυχόντα Εναγόμενο 1 στον επιτυχόντα Εναγόμενο 1 καλύπτεται από τη διαταγή «Sanderson» γνωστή από την υπόθεση Sanderson v. Blyth Theatre Co [1903] 2 KB 533. Ο σκοπός και η σημασία της εξηγήθηκε στην υπόθεση Χ’ Αδάμου v. Παναγή και άλλου, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 334/2011 & 396/2011 ημερ. 10.1.17. Εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου ο ενάγοντας βρίσκεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε πραγματική αμφιβολία ως προς το ποιος από δύο ή περισσότερους ενεχόμενους σε ένα συμβάν βαρύνεται με επίδειξη αμέλειας έναντι του και δεν είναι σε θέση, με λογική προσπάθεια, να εξακριβώσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την αμέλεια. Έτσι, δικαιολογημένα, στρέφεται δικαστικά εναντίον αριθμού εναγομένων. Η έκδοση διαταγής «Sanderson» δεν συνίσταται εάν ο αποτυχών εναγόμενος είναι αφερέγγυος, καθότι στην περίπτωση αυτή ο επιτυχών εναγόμενος θα αποστερηθεί των εξόδων του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι Ενάγοντες στις δύο αγωγές βρίσκονταν σε δικαιολογημένη αμφιβολία ως προς το ποιος από τους Εναγομένους ευθυνόταν για αμέλεια έναντι τους. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαδραματίστηκε το επίδικο δυστύχημα, επέβαλλαν, αιτιολογημένα και εύλογα, την καταχώρηση των δύο αγωγών εναντίον και των δύο Εναγομένων, τα οχήματα των οποίων ήταν ενεχόμενα στο εν λόγω οδικό ατύχημα.

 

Ενώπιον μου δεν τέθηκε οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι ο Εναγόμενος 1 που είναι ο διάδικος που απέτυχε είναι αφερέγγυος. Σε τελευταία ανάλυση κανένα από τα ενώπιον μου δεδομένα φανερώνουν ότι υπάρχει κίνδυνος αποστέρησης εξόδων από τον Εναγόμενο 2 που είναι ο επιτυχόντας διάδικος με απευθείας πληρωμή από τον Εναγόμενο 1. Στη βάση αυτών των συνθηκών δεν βλέπω λόγο γιατί να μην εφαρμοστεί η προαναφερόμενη συμφωνημένη δήλωση των διαδίκων. 

 

Ως εκ τούτου, σε ότι αφορά τα έξοδα του Εναγομένου 2 που προκύπτουν από την απόρριψη των δύο αγωγών εναντίον του, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο προς όφελος του, με βάση συμφωνημένη δήλωση των διαδίκων και των πιο πάνω παρατηρήσεων του Δικαστηρίου, επιδικάζονται εναντίον του Εναγομένου 1. Ενόψει της συνεκδίκασης των δύο αγωγών, επιδικάζεται ένα σετ εξόδων.

 

 

 

                                                (Υπ.) ……..........................................

                                                                                          Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

Subject:               Civil/Tort of negligence/ Accident Special and General Damages/Final Judgment

(Αναφορά: Πολιτική Δικονομία/Αμέλεια/Δυστύχημα/Γενικές και Ειδικές αποζημιώσεις/Τελική Απόφαση)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο